ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 1595/2021)

 

13 Μαρτίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.   Α. Ι.

2.   S. K.

                                                                             Αιτητές

                                                   ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

 

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Φ. Βρυωνίδης, για Θέμης Θωμά & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητές

Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

         

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, οι αιτητές ζητούν-

«Δήλωση του Δικαστηρίου, ότι η πράξη και/ή απόφαση της Καθ’ ης η Αίτηση που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 19 Οκτωβρίου 2021 και με την οποία ενημερώθηκαν οι Αιτητές ότι ο γάμος μεταξύ των Αιτητών διαπιστώθηκε ότι είναι εικονικός σύμφωνα με το άρθρο 7Α(3)(α),(δ),(ε) και (θ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.».

 

Ο αιτητής 1 είναι Κύπριος πολίτης, ο οποίος, στις 20.6.2018, τέλεσε πολιτικό γάμο στο Δήμο Λεμεσού με την αιτήτρια 2, η οποία είναι Ινδή υπήκοος που είχε αφιχθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 2.3.2016, με άδεια εισόδου για σκοπούς εργασίας ως οικιακή βοηθός. 

 

Λίγες μέρες μετά τη σύναψη του γάμου, στις 3.7.2018, η αιτήτρια 2 υπέβαλε αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ένωσης. Στις 18.7.2018, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα») εξέδωσε στην αιτήτρια το εν λόγω δελτίο διαμονής, με ισχύ μέχρι τις 4.7.2021.

 

Στις 3.9.2018, το πλαίσιο εξέτασης της γνησιότητας του γάμου των αιτητών, μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) Λεμεσού διενήργησαν έλεγχο στη δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής τους, από την οποία προέκυψε ότι οι αιτητές δεν διέμεναν μαζί, ενώ υπέπεσαν σε αντιφάσεις ως προς ουσιώδη ζητήματα που αφορούσαν στο γάμο τους. Συνεπεία τούτου, η ΥΑΜ, δια σχετικής έκθεσής της, υπέβαλε εισήγηση για ακύρωση της άδειας παραμονής της αιτήτριας 2.

Ωστόσο, το δελτίο διαμονής της αιτήτριας 2 στη Δημοκρατία ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ένωσης, συνέχισε να ανανενώνεται ανά διαστήματα, η τελευταία δε ανανέωση είχε ισχύ μέχρι τις 3.3.2022.

 

Στις 8.10.2020, έγινε από την ΥΑΜ Λεμεσού νέος έλεγχος της γνησιότητας του γάμου των αιτητών, από τον οποίο, σύμφωνα με σχετικό σημείωμα ημερομηνίας 12.10.2020 (παράρτημα 13 στην ένσταση), διαπιστώθηκε ότι ο γάμος των αιτητών ήταν εικονικός. Γινόταν δε εισήγηση όπως ο γάμος τεθεί ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής εξέτασης Εικονικών Γάμων («η Συμβουλευτική Επιτροπή»).

 

Ακολούθησε συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ημερομηνίας 28.5.2021, στην οποία εξετάστηκε και η περίπτωση του γάμου των αιτητών και αποφασίστηκε ότι υπήρχαν επαρκή στοιχεία που έτειναν να καταδείξουν ότι ο γάμος ήταν εικονικός, υποβάλλοντας σχετική εισήγηση στον Διευθυντή του Τμήματος.

 

Ο Διευθυντής του Τμήματος, υιοθετώντας την εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στις 2.6.2021, κήρυξε τον γάμο των αιτητών εικονικό και η απόφαση αυτή γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολές του Τμήματος, ημερομηνίας 19.10.2021, στις οποίες εκτίθεντο και οι λόγοι αυτής της απόφασης.

 

Σύμφωνα με την επίδικη απόφαση, το ζεύγος δεν διέμενε κάτω από την ίδια στέγη, δεν υπήρχε κοινή γλώσσα επικοινωνίας, οι δηλώσεις των αιτητών αναφορικά με προσωπικά τους στοιχεία ή αναφορικά με άλλες σημαντικές πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούσαν, ήσαν αντιφατικές, ενώ υπήρχαν και άλλες πληροφορίες (από το οικογενειακό, κοινωνικό και φιλικό περιβάλλον), που ήγειραν βάσιμες υποψίες ότι ο γάμος ήταν εικονικός.

 

Ας αναφερθεί επίσης, για σκοπούς πληρότητας του ιστορικού της υπόθεσης, ότι, με επιστολή του ημερομηνίας 5.11.2021, το Τμήμα γνωστοποίησε στην αιτήτρια 2, την απόφασή του ότι, συνεπεία της κήρυξης του γάμου της ως εικονικού, η άδεια διαμονής της είχε ακυρωθεί και ότι θα έπρεπε αυτή να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία εντός 14 ημερών. Στις 4.1.2022, τα στοιχεία της αιτήτριας 2 καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων.

 

Στις 22.12.2021, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Στην εμπροσθοφυλακή των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και υπό καθεστώς πλάνης. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλεται ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν κανένα βάσιμο στοιχεία για να κηρύξουν το γάμο εικονικό των αιτητών, ενώ παράνομα και/ή εσφαλμένα δεν συνεκτιμήθηκαν και/ή δεν λήφθηκαν υπόψη από τους καθ’ ων η αίτηση όλα τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον τους. Οι δε λόγοι που αποτέλεσαν τη βάση της επίδικης απόφασης, είναι αόριστοι, ανακριβείς και δεν στηρίζονται σε πραγματικά και/ή βάσιμα περιστατικά.

 

Έτερος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένη, καθότι δεν καθίσταται αντιληπτό στη βάση ποίων λόγων οι καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν ότι ο γάμος των αιτητών ήταν εικονικός.

 

Περαιτέρω, εγείρεται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο νομικά πάσχουσας διαδικασίας, κατά παράβαση των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), αλλά και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, με αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται και υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση.

 

Τέλος, ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης εγείρεται και ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της ίσης μεταχείρισης.

 

Αντικρούοντας τα πιο πάνω, η συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας και κατ’ ορθή ενάσκηση των εξουσιών που τους παρέχει ο νόμος, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής, ούτε και υπήρξε οποιαδήποτε άνιση μεταχείριση των αιτητών ή/και κατάχρηση εξουσίας.

 

Ειδικότερα, τονίζει η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων του Νόμου, αλλ’ αντιθέτως, οι λόγοι που οδήγησαν στη λήψη της επίδικης απόφασης στηρίζονται στις πρόνοιες του Νόμου και δη του άρθρου 7Α(3) και (4), όπου προβλέπονται στοιχεία και/ή περιπτώσεις και πληροφορίες που τείνουν να καταδείξουν ότι ένας γάμος είναι εικονικός, καθώς και στο άρθρο 7Β, το οποίο προβλέπει για τη σύσταση Συμβουλευτικής Επιτροπής. Συναφώς, σύμφωνα με τη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, το περιεχόμενο της ίδιας της επίδικης απόφασης, η εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά και τα σχετικά σημειώματα και εκθέσεις της ΥΑΜ, καταδεικνύουν την αιτιολόγηση και γενικότερα το σύννομο της επίδικης απόφασης, ενώ από το σύνολο των εγγράφων που περιέχονται ως παραρτήματα και στο δικόγραφο της ένστασης, προκύπτουν οι ενέργειες που έγιναν στο πλαίσιο εξέτασης της γνησιότητας του γάμου των αιτητών και στοιχειοθετούν τη διενέργεια της δέουσας έρευνας.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Εν πρώτοις, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, δεν εντοπίζεται ούτε κενό έρευνας ούτε κενό αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Προκύπτει ότι οι έρευνες των καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τη γνησιότητα του γάμου των αιτητών είχαν ξεκινήσει από το έτος 2018. Συγκεκριμένα, σύμφωνα και με το παράρτημα 8 του δικογράφου της ένστασης, μέλη της ΥΑΜ, στις 3.9.2019, διενήργησαν έλεγχο στη δηλωθείσα διεύθυνση κατοικίας των αιτητών, από τον οποίο προέκυψε ότι οι αιτητές δεν διέμεναν μαζί και δεν γνώριζαν βασικά θέματα ο ένας για τον άλλον. Όπως επίσης αναφέρεται στο συγκεκριμένο έντυπο που συμπληρώθηκε από μέλη της ΥΑΜ στο πλαίσιο του ελέγχου της γνησιότητας του γάμου των αιτητών, οι τελευταίοι, προφορικά ανακρινόμενοι, περιέπεσαν σε πολλές αντιφάσεις σχετικά με την καθημερινή τους συμβίωση και την οικογενειακή τους κατάσταση, ενώ ο αιτητής 1 δεν γνώριζε ότι η αιτήτρια 2 ήταν παντρεμένη και είχε μια κόρη από προηγούμενο γάμο. Ως εκ των πιο πάνω, έγινε εισήγηση για ακύρωση της άδειας παραμονής της αιτήτριας, καθότι προέκυπτε ότι ο γάμος έγινε για να βοηθηθεί η αιτήτρια 2 να παραμείνει στη Δημοκρατία.

 

Επισημαίνεται, περαιτέρω, ότι σύμφωνα με το σχετικό έντυπο παρουσίασης της υπόθεσης (παράρτημα 14 στην ένσταση), ως αυτό τέθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στις 30.6.2020, μέλη της ΥΑΜ Λεμεσού είχαν διενεργήσει αιφνιδιαστικό έλεγχο στη δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής των αιτητών, όπου οι αιτητές δεν εντοπίστηκαν. Λήφθηκαν δε πληροφορίες από το γειτονικό περιβάλλον, σύμφωνα με τις οποίες στο συγκεκριμένο μέρος διέμενε μόνο ο αιτητής, ενώ ήταν πλήρως άγνωστη η ύπαρξη και/ή παρουσία της αιτήτριας, ακόμα και μετά από υπόδειξη σχετικού φωτογραφικού υλικού.

 

Ακολούθως, στις 8.10.2020, η ΥΑΜ Λεμεσού διενήργησε νέο έλεγχο στη δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής των αιτητών, όπου, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στο σχετικό σημείωμα της ΥΑΜ (βλ. παράρτημα 13 της ένστασης), εντοπίστηκε μόνον ο αιτητής 1. Κατόπιν ρητής του συγκατάθεσης, σύμφωνα πάντα με το σημείωμα, διενεργήθηκε διακριτικός έλεγχος εντός του ενοικιαζόμενου καταστήματος που αυτός χρησιμοποιούσε ως χώρο διαμονής, όπου δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε που να υποδηλοί γυναικεία παρουσία στο μέρος και, επιπρόσθετα, είχε παρατηρηθεί ότι υπήρχε μόνο ένα μονό κρεβάτι. Ο αιτητής δεν μπόρεσε να δώσει οποιαδήποτε απάντηση και/ή εξήγηση για τα αμέσως πιο πάνω, ενώ όταν ενημερώθηκε σχετικά με τις πληροφορίες που είχαν δοθεί από το γειτονικό περιβάλλον, δηλαδή ότι διαμένει μόνος του στο μέρος, αυτός ανάφερε στα μέλη της ΥΑΜ ότι θα υπέβαλλε άμεσα αίτηση διαζυγίου. Περαιτέρω, ανακρινόμενοι προφορικά από μέλη της ΥΑΜ και οι δυο αιτητές περιέπεσαν σε σωρεία ουσιωδών αντιφάσεων αναφορικά με την καθημερινή τους συμβίωση, ενώ διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν κοινή γλώσσα επικοινωνίας, ούτε κοινή κοινωνική ζωή.

 

Εν συνεχεία, η Συμβουλευτική Επιτροπή, στη συνεδρία της ημερομηνίας 28.5.2021, αποφάσισε να εισηγηθεί στον Διευθυντή του Τμήματος «ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία που τείνουν να καταδείξουν ότι ο γάμος είναι εικονικός», εισήγηση η οποία έγινε δεκτή και ο Διευθυντής, με απόφασή του, ημερομηνίας 2.6.2021, έκρινε τον γάμο των αιτητών ως εικονικό. Όπως αναφέρεται στην εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίας της, ημερομηνίας 28.5.2021, η απόφασή της στηρίχθηκε στο άρθρο 7Α(3) του Νόμου και (α) στις διαπιστώσεις ότι οι αιτητές δεν συζούσαν κάτω από την ίδια στέγη (7Α(3)(α)), (β) υπήρχαν ενδείξεις ότι ο ένας ή/και οι δυο σύζυγοι είχαν συνάψει εικονικό γάμο στο παρελθόν ή παρουσίαζαν προβλήματα σε ό,τι αφορά την άδεια διαμονής τους στη Δημοκρατία (7Α(3)(ζ)) και (γ) σε πληροφορίες που ήγειραν υποψίες ότι ο γάμος τους ήταν εικονικός (7Α(3)(θ)). Όπως επίσης προκύπτει από το πρακτικό εξέτασης της περίπτωσης των αιτητών, η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέθεσε εν εκτάσει τα γεγονότα που την οδήγησαν στις αμέσως πιο πάνω διαπιστώσεις.

 

Η επίδικη απόφαση του Διευθυντή γνωστοποιήθηκε στους αιτητές δι’ επιστολών ημερομηνίας 19.10.2021, στις οποίες παρατίθενται οι πραγματικοί λόγοι, αλλά και οι νομοθετικές διατάξεις, που οδήγησαν στην έκδοση της επίδικης πράξης. Στις εν λόγω επιστολές, αναφέρεται η νομική βάση της απόφασης (άρθρο 7Α(3)(α), (δ), (ε) και (θ)), καθώς και οι λόγοι για τους οποίους ο γάμος κρίθηκε εικονικός: το ζεύγος δεν διέμενε κάτω από την ίδια στέγη, δεν υπήρχε κοινή γλώσσα επικοινωνίας, οι δηλώσεις των αιτητών αναφορικά με προσωπικά τους στοιχεία ή αναφορικά με άλλες σημαντικές πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν, ήσαν αντιφατικές, ενώ υπήρχαν και άλλες πληροφορίες (από το οικογενειακό, κοινωνικό και φιλικό περιβάλλον) που ήγειραν βάσιμες υποψίες ότι ο γάμος ήταν εικονικός.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, εύλογα προκύπτει το ερώτημα σε ποιες άλλες ενέργειες θα έπρεπε να προβούν οι καθ’ ων η αίτηση προκειμένου να διαπιστώσουν την εικονικότητα του γάμου των αιτητών.

Από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, αλλά και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης, προκύπτει η διενέργεια της δέουσας έρευνας, ώστε να μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με τη μη γνησιότητα του γάμου των αιτητών, αποκαλύπτεται δε πλήρως και/ή επαρκώς το σκεπτικό που οδήγησε στην επίδικη διαπίστωση. Επισημαίνω ιδιαίτερα την έκθεση της ΥΑΜ μετά τον πρώτο διενεργηθέντα έλεγχο γνησιότητας του γάμου των αιτητών, ημερομηνίας 3.9.2018 (παράρτημα 8), το περιεχόμενο, στο παράρτημα 13 της ένστασης, σημείωμα της ΥΑΜ, ημερομηνίας 12.10.2020, όπου και παρατίθενται λεπτομερώς τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης και οι διαπιστώσεις των καθ’ ων η αίτηση, το έντυπο του παραρτήματος 14 (Έντυπο Συνοπτικής Παρουσίασης της Υπόθεσης σχετικά με τον έλεγχο γνησιότητας γάμου), αλλά και την εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής προς τον Διευθυντή, η οποία προφανώς στηρίχθηκε στις προηγηθείσες εκθέσεις και διαπιστώσεις της ΥΑΜ.

 

Ενόψει των πιο πάνω, λοιπόν, κρίνεται εύλογη και αιτιολογημένη η διαπίστωση ότι επρόκειτο για εικονικό γάμο. Τεκμαίρεται δε ότι τα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήσαν όλα εκείνα, τα οποία υπάρχουν στο οικείο διοικητικό  φάκελο που κατατέθηκε κατά το στάδιο των διευκρινίσεων και περιλαμβάνει το σύνολο των δεδομένων που αφορούσαν τις σχέσεις του ζεύγους, τις αστυνομικές έρευνες και εκθέσεις, καθώς και τις δηλώσεις και πληροφορίες που είχαν δοθεί (Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 6447/2013, ημερ. 30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D643).

 

Στη βάση δε των πιο πάνω, ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, περί πάσχουσας διαδικασίας που παραβιάζει τις διατάξεις του Νόμου: παρατίθενται αμέσως κατωτέρω τα όσα αναφέρθηκαν  στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Ilona Sarkisyan v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1107/2009, ημερ. 26.10.2010, η οποία εφαρμόζεται και στην παρούσα περίπτωση ως προς τη νομική διάσταση του θέματος, αναφορικά με τα δεδομένα περί της εικονικότητας του γάμου, στη βάση των προνοιών του άρθρου 7Α του Νόμου (η υπογράμμιση προστέθηκε): 

 

«Το άρθρο 7Α του Νόμου που εισήχθηκε στη νομοθεσία με την τροποποίηση που έγινε με το Νόμο 22(Ι)/2001, επιτρέπει στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης να απαγορεύσει σε αλλοδαπό να παραμείνει στη Δημοκρατία εφόσον διαπιστώσει με βάση τα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (3) ή και με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ότι ο αλλοδαπός συνήψε εικονικό γάμο.  Το εδάφιο (3) περιλαμβάνει επτά περιπτώσεις, που δεν είναι βέβαια εξαντλητικές, ως στοιχεία που τείνουν να καταδείξουν την εικονικότητα ενός τέτοιου γάμου.  Με βάση δε το εδάφιο (4), οι πληροφορίες που μπορούν να ληφθούν υπόψη μπορούν να προέρχονται από δηλώσεις οιουδήποτε των συζύγων ή από τρίτα πρόσωπα, έρευνες και συνεντεύξεις που διεξάγει η Διευθύντρια και έγγραφα που τίθενται ενώπιον του Λειτουργού Μετανάστευσης.  Προϋπόθεση για οποιαδήποτε ενέργεια της Διευθύντριας, όπως αυτή περιλαμβάνεται στις υποπαραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 7Α, είναι και η λήψη προηγούμενης συμβουλής από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία ιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου 7Β του Νόμου. Οποιαδήποτε απόφαση της Διευθύντριας υπόκειται σε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών εντός είκοσι ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης δυνάμει του άρθρου 7Γ, ο οποίος και εκδίδει την απόφαση του εντός 90 ημερών από την ημερομηνία άσκησης της ιεραρχικής προσφυγής

 

Άμεσα σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι και η απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην IKENGHA κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1353/2019, ημερ. 18.3.2021, καθώς και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην YAVOROV SOLACHKI κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 197/2012, ημερ. 28.11.2014, ECLI:CY:AD:2014:D909.

 

Εν προκειμένω, ως ήδη ελέχθη πιο πάνω, η Συμβουλευτική Επιτροπή υπέβαλε εισήγηση για κήρυξη του γάμου των αιτητών ως εικονικού, καθότι, σύμφωνα με τα ευρήματά της, οι αιτητές δεν συζούσαν κάτω από την ίδια στέγη, υπήρχαν ενδείξεις ότι ο ένας ή/και οι δυο σύζυγοι είχαν συνάψει εικονικό γάμο στο παρελθόν ή παρουσίαζαν προβλήματα, ενώ υπήρχαν και πληροφορίες που ήγειραν υποψίες ότι ο γάμος τους ήταν εικονικός και οι δηλώσεις τους αναφορικά με άλλες σημαντικές πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούσαν ήσαν αντιφατικές.

 

Ασφαλώς και όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία και γεγονότα, όπως προκύπτουν και από την προαναφερθείσα έκθεση, αλλά και από τον οικείο διοικητικό φάκελο, ευλόγως αποτέλεσαν στοιχεία εμπίπτοντα στους παράγοντες  (α), (δ), (ε) και (θ)  του  άρθρου  7Α(3), στα οποία και βασίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.  Σύμφωνα με τις πρόνοιες του προαναφερθέντος άρθρου 7Α(3) του Νόμου, που εδώ ενδιαφέρουν-

 

«(3) Στοιχεία που τείνουν να καταδείξουν ότι ένας γάμος είναι εικονικός είναι κυρίως τα ακόλουθα:

 (α) Το ζεύγος δε συζεί κάτω από την ίδια στέγη∙

 [.]

 (δ) οι δηλώσεις των συζύγων αναφορικά με στοιχεία της ταυτότητάς τους (όνομα, διεύθυνση διαμονής, ιθαγένεια και επάγγελμα), οι περιστάσεις της πρώτης τους γνωριμίας ή αναφορικά με άλλες σημαντικές πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν είναι αντιφατικές·

(ε) οι σύζυγοι δεν μιλούν μια γλώσσα που να είναι αντιληπτή και από τους δυο·

(θ) οποιαδήποτε άλλη πληροφορία, η οποία εγείρει βάσιμες υποψίες ότι ο γάμος ή η πολιτική συμβίωση είναι εικονική».

 

Όπως έχει αναφερθεί στην Ureef  Mohd Murof Jumil Ubdolh v. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 1495/05, ημερ. 7.4.2008, «κριτήριο για τη διαπίστωση στοιχείων της εικονικότητας ενός γάμου, για τους σκοπούς του Νόμου, δεν είναι, από μόνες τους, οι δηλώσεις των μερών, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, περιλαμβανομένης της συμπεριφοράς και των ενεργειών των μερών, πριν και μετά τη σύναψη του γάμου.». Όπως επίσης και οι πληροφορίες που προέρχονται από έρευνες της Διοίκησης, περιλαμβανομένων και πληροφοριών από τρίτους, που ο Νόμος επιτρέπει να λαμβάνονται υπόψη (βλ. Kateryna Telsenko κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1902/2008, ημερ. 14.5.2010).

Ενόψει δε των πιο πάνω, οι ισχυρισμοί των αιτητών περί εσφαλμένων και/ή αυθαίρετων συμπερασμάτων της διεξαχθείσας έρευνας της Διοίκησης, αλλά και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προνοιών του Νόμου κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι.

 

Επισημαίνω ιδιαίτερα τη διαπίστωση των καθ’ ων η αίτηση ότι από τα λεγόμενα των αιτητών κατά τις διενεργηθείσες έρευνες προέκυπτε σωρεία αντιφάσεων. Εν πάση περιπτώσει, τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω η πάγια και διαχρονική αρχή της ημεδαπής νομολογίας, σύμφωνα με την οποία το ακυρωτικό Δικαστήριο ελέγχει την επάρκεια της έρευνας, χωρίς να επεμβαίνει στους τρόπους ή στα μέσα που επιλέγει η Διοίκηση να διεξάγει την έρευνά της, κατά περίπτωση.  Η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Victor Abe v. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 144/03, ημερ. 22/2/04,  Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503,  Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Δημοκρατίας κ.α. ν. Μαρίας Πανταζή Ελισσαίου κ.α.(2003)3 Α.Α.Δ. 168). Είναι δε επιτρεπτή η διερεύνηση κατά χρονικά διαστήματα της γνησιότητας του γάμου που βεβαίως άπτεται μεν προσωπικού θεσμού, αλλά όπου συνδέεται ο γάμος με στοιχεία που εκ πρώτης όψεως παρουσιάζονται ύποπτα ή προβληματικά, όπως ότι ο γάμος γίνεται για να δοθεί άδεια παραμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας,  επιβάλλεται στις αρχές της Δημοκρατίας η διεξαγωγή έρευνας, ώστε να μην παραμένουν στην επικράτειά της άτομα τα οποία χρησιμοποιούν μεθόδους που δεν είναι νόμιμες (Μενέλαος Χειμώνας, ανωτέρω).

Εν πάση περιπτώσει, στερεότυπες μορφές έρευνας δεν υπάρχουν και εκείνο που έχει σημασία είναι η επάρκεια της εφόσον τα δεδομένα εξετάζονται στο σύνολο τους (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Τσιαττάλα ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1037/2011, ημερ. 9.7.2013 και Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220).

Ενόψει των πιο πάνω, στη βάση του συνόλου των στοιχείων της υπόθεσης, θεωρώ ότι εύλογα κατέληξε ο Διευθυντής στο συμπέρασμα ότι ο γάμος των αιτητών ήταν εικονικός και δεν εντοπίζεται ούτε κενό έρευνας, αλλλ’ ούτε εμφιλοχωρήσασα πλάνη.

 

Περαιτέρω, από τα πιο πάνω, προκύπτει όχι μόνο η διενέργεια της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, αλλά και η επάρκεια της αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, κατά τρόπο που να καθίσταται ευχερής η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Πρόκειται για μια σαφή αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης, στην οποία παρατίθενται όχι μόνον οι πραγματικοί, αλλά και οι νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης, ούτως ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (βλ. άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999). Η δε αιτιολογία της επίδικης απόφασης δύναται να συμπληρωθεί και συμπληρώνεται, κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο, από το διοικητικό φάκελο (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342).

 

Συνεπώς, οι εγειρόμενοι λόγοι ακύρωσης περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, εμφιλοχωρήσασας πλάνης και πάσχουσας και/ή ελλιπούς αιτιολογίας, απορρίπτονται ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι δεν μπορούν να έχουν έρεισμα ούτε οι εγειρόμενοι λόγοι ακύρωσης περί παράνομης απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, καθώς και οι ισχυρισμοί περί κατάχρησης και/ή υπέρβασης εξουσίας. Τέλος, δεν έχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στοιχειοθετηθεί ο ισχυρισμός περί άνισης μεταχείρισης των αιτητών, ο οποίος παραμένει μετέωρος και, συνακόλουθα, απορρίπτεται.

 

Καταλήγω ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, με την οποία ο γάμος των αιτητών κηρύχθηκε εικονικός, είναι καθόλα ορθή και νόμιμη και, εν πάση περιπτώσει, εύλογα επιτρεπτή. Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και επομένως δεν διαπιστώνεται λόγος παρέμβασης του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων αίτηση και εναντίον των αιτητών. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

                                                                                                 Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο