ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                             Υπ. Αρ. 1855/2019

      14 Μαρτίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

 

                      Κ.Γ.

Αιτητής

                    - και -

   Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

        1. Διοικητή ΜΔΕ - ΚΕΣΝ

            2. ΓΕΕΦ/ΔΣΝ

Καθ’ ων η αίτηση

......... 

κ. Παπαθεοδώρου για Αλεξάνδρου & Παπαθεοδώρου Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόρος για Αιτητή

κ. Καρασαμάνης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Ο Αιτητής προσελήφθη στο Στρατό της Δημοκρατίας ως Συμβασιούχος Υπαξιωματικός (Εθελοντής Πενταετούς Υποχρέωσης) στη βάση σχετικής σύμβασης ημερομηνίας 23.11.1995, η οποία με διαδοχικές επιστολές ανανεωνόταν μέχρι και την επιστολή ημερομηνίας 22.11.2010, με την οποία καθορίστηκε, δυνάμει άλλωστε και σχετικής πρόνοιας της σύμβασής του (τρίτη παράγραφος όρου 3 σύμβασης), ότι η ανανέωση της θα ισχύει μέχρι και την αφυπηρέτηση του Αιτητή. Από 19.12.2017 ο Αιτητής έφερε το βαθμό του Αρχιλοχία κατά δε το χρονικό διάστημα από 04.03.2014 μέχρι 04.10.2019 υπηρετούσε στη Μονάδα Διοίκησης και Ελέγχου (ΜΔΕ) της Διεύθυνσης Στρατονομίας (ΜΔΕ/ΔΣΝ).

 

Την 19.03.2019 ο Διοικητής της Μονάδας, στην οποία υπηρετούσε ο Αιτητής, διαπίστωσε ότι σε εργάσιμη ώρα και συγκεκριμένα περί τις 11:00 της 19.03.2019, ο Αιτητής εγκατέλειψε το Στρατόπεδο για περί τη μια ώρα για μη υπηρεσιακούς λόγους, χωρίς να λάβει σχετική άδεια από τον Διοικούντα Αξιωματικό. Για το λόγο αυτό, αφού προέβην σε προσωπική έρευνα, ο Διοικητής της Μονάδας με εμπιστευτικό έγγραφο του ημερομηνίας 20.03.2019, κάλεσε τον Αιτητή σε διοικητική απολογία, διότι από τα στοιχεία της διενεργηθείσας εν λόγω προσωπικής του έρευνας πρόκυπτε πιθανή διάπραξη του ακόλουθου πειθαρχικού παραπτώματος: «Πάσα παράλειψις συμμορφώσεως προς τας Γενικάς Διαταγάς του Διοικητού» κατά παράβαση του Κανονισμού 3 (19)(2) του πρώτου πίνακα των πειθαρχικών κανονισμών της Εθνικής Φρουράς».

 

Ο Αιτητής, με προσωπική του αναφορά ημερομηνίας 27.03.2019, αιτήθηκε παράταση υποβολής της απολογίας μέχρι 15.04.2019, αίτημα το οποίο και εγκρίθηκε. Ακολούθως, με νέα του αναφορά ημερομηνίας 09.04.2019, ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«1.    Αναφέρω ότι με το (δ) σχετικό, κλήθηκα σε διοικητική απολογία διότι σε εργάσιμη ώρα και συγκεκριμένα περί τις 19 11:00 Μαρ 2019 εγκατάλειψα το Στρδο για 1 ώρα, για μη υπηρεσιακούς λόγους χωρίς να λάβω σχετική άδεια από τον Διοικούντα Αξκό της Μονάδας μου.

 

2.      Απολογούμενος αναφέρω ότι αποχώρησα από το Στρδο στις 11:04πμ κι επέστρεψα στις 11:46πμ, καθότι κλήθηκα να παρευρεθώ σε επείγουσα υπηρεσιακού τύπου συνάντηση της «συντεχνίας» μας και στην οποία είμαι αιρετός Διοικητικός Σύμβουλος Δ.Σ, που συγκάλεσε η Πρόεδρος του Συνδέσμου Υπαξιωματικών Κυπριακού Στρατού στο Αρχηγείο ΓΕΕΦ Αλχίας (ΔΒ) κα Κχχχχχ Μχχχχχχχχ. Αναφέρω επίσης ότι, με τις προηγούμενες Διοικήσεις της Μονάδας και γενικά όλων των Μονάδων που υπηρέτησα είχαμε προφορικά συνεννοηθεί πως όποτε προκύπταν «συντεχνιακά» θέματα, ειδικά σε χρόνο εργάσιμο και με την έννοια του κατεπείγοντος, είχα το ελεύθερο να αποχωρώ από το Στρδο χωρίς προηγούμενη άδεια, αρκεί με κάποιο τρόπο να ενημερωνόταν. Μετά την τελευταία αλλαγή Διοικήσεως, δεν προέκυψαν οποιαδήποτε «συντεχνιακά» θέματα και ως εκ τούτου δεν χρειάστηκε ποτέ να αποχωρήσω από το Στρδο. Εν πάση όμως περιπτώσει, ακόμη και κατά την ώρα που αποχωρούσα από το Στρδο, προσπάθησα να επικοινωνήσω με το Διοικητή, πλην όμως ενημερώθηκα πως βρισκόταν σε υψίστης σημασίας ειδική αποστολή και η επικοινωνία μαζί του ήταν αδύνατη.

 

Δεν ήταν πρόθεση μου να εγκαταλείψω το Στρδο χωρίς να λάβω σχετική άδεια από το Διοικούντα Αξκό Μονάδας μου, αφού ποτέ δεν έχω πράξει κάτι παρόμοιο στα 24 χρόνια υπηρεσίας μου ωστόσο μέχρι να καταφέρω να επικοινωνήσω ή να ενημερώσω σχετικώς, γεγονός που ήταν πρακτικά για μένα υπό την περίσταση αδύνατον, προηγήθηκαν τα όσα αναφέρονται στο (δ) σχετικό».

 

Ο Διοικητής της Μονάδας, με έγγραφο του προς τον Αιτητή ημερομηνίας 11.04.2019, τον ενημέρωσε ότι αφού διερεύνησε τους ισχυρισμούς που προέβαλε στην απολογία του και διαπίστωσε ότι αυτοί δεν τον απαλλάσσουν από την υποχρέωση να λάβει άδεια από τον εκάστοτε διοικούντα Αξιωματικό προκειμένου να εγκαταλείψει το Στρατόπεδο σε εργάσιμη ώρα, τον τιμώρησε με 4 ήμερη φυλάκιση, διότι σε εργάσιμη ώρα και συγκεκριμένα περί τις 11:00 της 19.03.2019, εγκατέλειψε το Στρατόπεδο για μια ώρα, για μη υπηρεσιακούς λόγους χωρίς να λάβει σχετική άδεια από τον Διοικούντα Αξιωματικό, κατά παράβαση του Κανονισμού 3(19)2 του πρώτου Πίνακα των πειθαρχικών κανονισμών της Εθνικής Φρουράς (εφεξής «ΕΦ»).

 

Επειδή ο Αιτητής απουσίαζε με αναρρωτική άδεια από 11.04.2019 μέχρι 02.10.2019, έλαβε γνώση της πιο πάνω απόφασης του Διοικητή της Μονάδας του στις 07.10.2019. Ακολούθως στις 10.10.2019 ο προϊστάμενος του Διοικητή της Μονάδας του Αιτητή, Διοικητής της Διεύθυνσης Στρατονομίας, δυνάμει του άρθρου 11Α(7) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς, επαύξησε την επιβληθείσα ποινή 4ήμερης φυλάκισης σε 8ήμερη φυλάκιση αιτιολογώντας την απόφαση του ότι η φύση του παραπτώματος κρίθηκε πολύ σοβαρή και απαιτείτο η ανάγκη αποτροπής στο μέλλον, παρόμοιου παραπτώματος από στελέχη της ΕΦ. 

 

Με το υπό Α Αιτητικό της παρούσας προσφυγής ο Αιτητής προσβάλλει την ως άνω απόφαση του Καθ’ ου η αίτηση 1 ημερομηνίας 11.04.2019, ενώ με το Αιτητικό υπό Β της παρούσας προσφυγής προσβάλλει την ως άνω απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση 2 ημερ. 10.10.2019. 

 

Με την γραπτή του Αγόρευση ο Αιτητής αναπτύσσει διάφορους λόγους ακύρωσης. Οι τρεις άπτονται της, κατά τον ισχυρισμό του, αναρμοδιότητας του Καθ’ ου η αίτηση 1 κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης υπό Α απόφασης. Περαιτέρω λόγοι ακύρωσης περιστρέφονται γύρω από την κατ’ ισχυρισμό πλημμελή αιτιολογία των προσβαλλόμενων αποφάσεων, ενώ ο ένας εκ των λόγων ακύρωσης  αφορά την ισχυριζόμενη απουσία δέουσας έρευνα και πλάνης των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση από τη μεριά τους επιχειρηματολογούν υπέρ της νομιμότητας των προσβαλλόμενων αποφάσεων, εγείρουν δε, δύο προδικαστικές ενστάσεις. Πρώτα ότι η υπό αιτητικό Α προσβαλλόμενη απαραδέκτως προσβάλλεται καθότι συγχωνεύτηκε με την υπό αιτητικό Β προσβαλλόμενη, με την οποία η ποινή του Αιτητή επαυξήθηκε. Με δεύτερη προδικαστική ένσταση, οι Καθ΄ ων η αίτηση αναπτύσσουν προδικαστική ένσταση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος του Αιτητή λόγω της κατά την άποψή τους παραδοχής εκ μέρους του Αιτητή της πειθαρχικής κατηγορίας.

 

Κατά τις διευκρινίσεις της υπόθεσης στις 16.10.2023, το Δικαστήριο ζήτησε τη γνώμη των διαδίκων αναφορικά με τη δικαιοδοσία του, υποδεικνύοντάς τους τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49 και Βενιζέλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Τμήματος Φυλακών (2015) 3 ΑΑΔ 211 και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ. 458/2020 Χρίστου ν. Οργανισμού Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας ημερομηνίας 31.01.2022 (Σεραφείμ, ΔΔΔ ως ήταν τότε).

 

Οι συνήγοροι ζήτησαν και έλαβαν χρόνο να τοποθετηθούν κατά την επόμενη δικάσιμο. Η υπόθεση ορίστηκε στις 07.11.2023 ημερομηνία που οι συνήγοροι επανήλθαν, αναφέροντας τις αντίθετες θέσεις τους ως προς τη δικαιοδοσία και ζητώντας να δοθούν οδηγίες για καταχώριση συμπληρωματικών αγορεύσεων επί του θέματος αυτού. Δόθηκαν οι σχετικές οδηγίες και κατόπιν ανταλλαγής τους, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι τοποθετήθηκαν και προφορικώς κατά τις διευκρινίσεις ημερομηνίας 23.01.2024.

 

Δεδομένης της κατανοητής σοβαρότητας ως προς την παρούσα διαφορά, της απόφασης του Δικαστηρίου επί της αρμοδιότητας του, κατωτέρω καταγράφω τις θέσεις και καταλήγω με την απόφασή μου.

 

Στη συμπληρωματική του αγόρευση ημερ. 22.12.2023, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση ανέπτυξε ότι το παρόν στερείται δικαιοδοσίας, παραπέμποντας τόσο στις αποφάσεις, οι οποίες υπεδείχθησαν από το Δικαστήριο όσο και σε άλλη, κατά την εισήγηση, σχετική νομολογία, περιλαμβανομένης της πρόσφατης απόφασης στην Αναθ. Έφεση Αρ. 115/2015 Χρήστου Χρυσικού v. Υπουργείου Άμυνας ημερ. 20.06.2023.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή με την αγόρευσή του ημερ. 19.01.2024, επέμεινε στην ύπαρξη αρμοδιότητας του Διοικητικού Δικαστηρίου έχοντας ως κύριο άξονα του επιχειρήματός του ότι η απόφαση στη Χρυσικού διαφοροποιείται καθότι εκεί το επίδικο αφορούσε τερματισμό απασχόλησης, ενώ στην παρούσα επίδικο είναι οι πειθαρχικές ποινές, για τις οποίες το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (εφεξής «ΔΕΔ») δεν έχει δικαιοδοσία συμφώνως με τα άρθρα 30 και 2[1] του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/1967 ως έχει τροποποιηθεί (εφεξής ο «Ν. 24/1967») αλλά ούτε και βάσει του άρθρου 12 των περί Ετήσιων Αδειών μετ’ απολαβών Νόμων του 1967 έως 1999 (Ν. 8/1967 ως έχει τροποποιηθεί-εφεξής ο «Ν. 8/1967»).

 

Περαιτέρω, ειδικά με αναφορά στην απόφαση Βενιζέλος, παραπέμπει στην απόφαση της μειοψηφίας, στην οποία υπήρξε διαφορετική θεώρηση του ζητήματος από την απόφαση της πλειοψηφίας.

 

Έχοντας μελετήσει το ζήτημα υπό το φως της, πλεόν επαρκούς νομολογιακής κάλυψης του, θεωρώ ότι το παρόν Δικαστήριο πράγματι στερείται αρμοδιότητας να αποφασίσει επί των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

 

Καταρχάς η δεσμευτική για το παρόν απόφαση της πλειοψηφίας στη Βενιζέλος, είναι, θεωρώ, ιδιαίτερα καθοδηγητική στα υπό κρίση περιστατικά καθότι εκεί η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν, όπως και στην παρούσα υπόθεση, επίσης πειθαρχική ποινή συμβασιούχου έκτακτου) υπαλλήλου σε εκείνη την περίπτωση εργαζόμενου όμως στο τμήμα φυλακών. Η διαφορά ήταν ότι στην εν λόγω απόφαση, η προσβαλλόμενη αφορούσε την «εσχάτη των ποινών» δηλαδή τον τερματισμό απασχόλησης του συμβασιούχου, ενώ στην παρούσα πολύ ελαφρύτερες ποινές από την απόλυση (η απολυση επίσης είναι εντός των προβλεπομένων πειθαρχικών ποινών βάσει των σχετικών Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς). Και η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου με παραπομπή στην Αβραάμ, αποφάσισε ότι στερείται ακυρωτικής αρμοδιότητας ως προς την πειθαρχική ποινή.

 

Δε βλέπω άρα πως διαφοροποιείται η περίπτωση, αντιθέτως θεωρώ ότι θα οδηγούσε σε εμφανώς παράλογα αποτελέσματα, η βαρύτερη ποινή να έχει καθοριστεί νομολογιακά ότι εκφεύγει της αρμοδιότητας του παρόντος, ενώ οι ελαφρύτερες να εμπίπτουν. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε ακριβώς με διαχωρισμό της ενιαίας φύσεως της εργασιακής σχέσης ανάλογα με το επίδικο θέμα, την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο στις αποφάσεις Βενιζέλος (πλειοψηφίας) και Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ν. Ορέστη Σοφοκλέους (2016) 1 ΑΑΔ 105 έψεξε αναφέροντας (στη Βενιζέλος):

 

«Θα ήταν, κρίνουμε, ανορθόδοξο ενώ θεωρήθηκε και περιγράφηκε η επίδικη σχέση έκτακτης εργοδότησης του συγκεκριμένου δεσμοφύλακα από τη Δημοκρατία ως ιδιωτικού δικαίου, να αποκόπτουμε αυτή την ενιαία σχέση ανάλογα με το θέμα και να τη χαρακτηρίζαμε άλλως πως και δη ως δημοσίου δικαίου, αναφορικά με τον τερματισμό της.

 

Για σκοπούς πληρότητας αναφέρω ότι, κατόπιν της Αβραάμ εξεδόθηκαν κι άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, περιλαμβανομένης της Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1353/2012 κ.ά. Πιερή Ελίνα κ.ά. ν. Δημοκρατίας ημερ. 18.11.2013, Υπόθεση Αρ. 1199/2014 Μουζούρη v. Δημοκρατίας ημερομηνίας 22.12.2014, Υποθ. Αρ. 874/2012 Jack Burston ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου ημερ. 04.06.2015,  Πολ. Έφεση Αρ. 197/2011 Κυπριακή Δημοκρατία ν. Κώστα Ψαρά ημερ. 13.02.2018, ECLI:CY:AD:2018:A75 και Αναθ. Έφεση Αρ. 115/2015 Χρήστου Χρυσικού v. Υπουργείου Άμυνας ημερ. 20.06.2023, στις οποίες έγινε ομοίως δεκτή η έλλειψη δικαιοδοσίας του ακυρωτικού Δικαστηρίου, ως το παρόν, να εκδικάσει διαφορές που προκύπτουν από ανάλογες συμβάσεις, είτε οι διαφορές αυτές αφορούσαν τερματισμό της συμβατικής σχέσης είτε άλλα ζητήματα.

 

Στην απόφαση στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Πιερή κ.α, στην οποία με παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, κρίθηκε ότι δεν μπορεί να υπάρχει διαφορά μεταξύ τερματισμού υπηρεσιών υπαλλήλων αορίστου χρόνου (που αφορούσε η Αβραάμ) από απόφαση μετάθεσης τους, όπως ήταν τα δεδομένα στις υποθέσεις εκείνες, διότι διαφορετικά θα υπήρχε κατακερματισμός της ίδιας συμβατικής σχέσης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ενώ το καθεστώς που διέπει τη σχέση αυτή είναι ενιαίο. Στην Burston, όπου επίδικο ήταν δικαίωμα σύνταξης, με αναφορά στη Βενιζέλος αναφέρθηκε:

 

«Τονίστηκε εξάλλου ότι δεν αλλοιώνεται ο πυρήνας της σχέσης των διαδίκων ούτε βέβαια η φύση του τερματισμού της σχέσης, αφού θα ήταν αντινομικό να θεωρηθεί η αφετηρία και η εξέλιξη της σχέσης αυτής ως ιδιωτικού δικαίου, και το τέλος της ως δημοσίου δικαίου.

 

Θα πρόσθετα ότι και στην παρούσα δεν διαφοροποιεί τη φύση της διαφοράς η αξίωση που μορφοποιεί ο αιτητής δια της επίκλησης δικαιώματος για μηνιαία σύνταξη αφού αυτό έχει αφετηρία ακριβώς τη σύμβαση εργοδότησης του για τους καθ΄ων η αίτηση, η οποία δεν μπορεί να τεθεί στο χώρο του δημοσίου δικαίου για τους λόγους που έχω εξηγήσει.  Θα ήταν αντίθετα με το ratio της Αβραάμ και της Βενιζέλου (ανωτέρω).  Η προσέγγιση αυτή, ως είναι φυσικό, κατατάσσει το θέμα εκτός της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου».

 

Εκτός της απόφασης στη Χρίστου (ανωτέρω), το Διοικητικό Δικαστήριο σε μεγάλο αριθμό αποφάσεών του, με ενδεικτικές τις αποφάσεις στην Υπόθεση Αρ. 1102/2016 Γεωργούδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. ημερ. 19.02.2020 (Ευσταθίου Νικολετοπούλου, ΔΔΔ, ως ήταν τότε), Υπόθεση Αρ. 1063/2018 Πετούσης ν. Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου  ημερ. 15.09.2020 (Κωμοδρόμος, ΔΔΔ, ως ήταν τότε),  Υπόθεση Αρ. 1634/2017 Πάρη ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου ημερ. 29.01.2021 (Σεραφειμ, ΔΔΔ ως ήταν τότε), έχει απορρίψει την ύπαρξη δικαιοδοσίας όταν η εργοδότηση διέπεται από συμβατική σχέση όπως η παρούσα.

 

Η Γεωργούδης αφορούσε απόφαση διαθεσιμότητας για περίοδο μέχρι την ολοκλήρωση δίκης ενώπιον του Κακουργιοδικείου με παράλληλη αναστολή των ωφελημάτων του αιτητή και μείωση του μισθού του ενώ η προσφυγή Πάρη αφορούσε επιβολή πειθαρχικών ποινών σε συμβασιούχο. Αμφότερες απερρίφθησαν ως απαράδεκτες λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.

 

Πέραν των ανωτέρω, και λόγω της αναφοράς του Αιτητή στη φύση της αρμοδιότητας του ΔΕΔ, οφείλω να σημειώσω παρενθετικά ότι, η δεδομένη αρμοδιότητα του εν λόγω Δικαστηρίου δυνάμει του Ν. 8/1967 για ένα μεγάλο εύρος ζητημάτων εργασιακών σχέσεων ή, δυνάμει του Ν. 24/1967, αναφορικά με ζητήματα αφορώντα τερματισμό απασχόλησης[2], δεν μπορεί να εκληφθεί, με οποιαδήποτε ερμηνευτική προσέγγιση αλλά ούτε και με εις άτοπον απαγωγή, ότι, θεμελιώνει αρμοδιότητα του παρόντος αναφορικά με αποφάσεις ενός εργοδότη-δημόσιας αρχής, οι οποίες ακόμα κι αν και φέρουν χαρακτηριστικά μονομερούς ενέργειας, δεν παύουν να έχουν ληφθεί δυνάμει όρων συμβατικής σχέσης. Κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζεται από την εν λόγω νομοθεσία (δεν είναι άλλωστε και αντικείμενό της η αρμοδιότητα του παρόντος), ούτε από τη Νομολογία, στην οποία ήδη παρέπεμψα.

 

Σε κάθε περίπτωση, έργο του παρόντος είναι όχι να υποδείξει τις πιθανές διαθέσιμες θεραπείες ή το κατάλληλο forum αξίωσής τους (ΔΕΔ ή άλλο δικαστήριο) ή να επιλύσει θεωρητικά ερωτήματα αλλά να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη δικής του αρμοδιότητας, εξετάζοντας τη φύση της προσβαλλόμενης πράξης σε συνάρτηση με το τι έχει καθορίσει η δεσμευτική για τούτο Νομολογία.

 

Ως εκ των ανωτέρω και στη βάση των όσων ανέφερα πιο πάνω, καταλήγω ότι το καθεστώς του Αιτητή και  η υπό κρίση διαφορά εμπίπτει, λόγω της συμβατικής σχέσης των μερών, σε σχέση ιδιωτικού δικαίου και άρα κείται εκτός της εμβέλειας της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου. Δεδομένου του ευρήματος αυτού, δε καθίσταται απαραίτητη η εξέταση των λοιπών προδικαστικών ενστάσεων.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με έξοδα, τα οποία λόγω του αυτεπαγγέλτως εγερθέντος ζητήματος, το οποίο τελικά καθόρισε τη απόφαση, κρίνω εύλογο όπως περιορίσω και επιδικάσω στα 1.200 ευρώ υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1] Παραπέμπομαι ειδικά στον ορισμό «εργατική διαφορά» του άρθρου 2 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/1967 ως έχει τροποποιηθεί.

[2] Περιορίζομαι στην αναφορά μου στις εν λόγω νομοθεσίες λόγω της συγκεκριμένης αναφοράς του Αιτητή. Φυσικά η αρμοδιότητα του ΔΕΔ δεν περιορίζεται μόνο στις εν λόγω νομοθεσίες αλλά σε ένα μεγάλο εύρος της εργατικής νομοθεσίας.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο