ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                             Υπ. Αρ. 19/2019

      11 Μαρτίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Π. Χ.

Αιτήτριας

                     και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας

 Καθ’ ης η αίτηση

......... 

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης για Α.Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόρος για Αιτητή

Μαρία Κυπριανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Ά, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια αιτείται ακύρωσης της απόφασης της καθ' ης η αίτηση, η οποία εστάλη στην αιτήτρια δι' επιστολής ημερομηνίας 05.12.2018 με την οποία τερματίστηκε, από 06.10.2018, η αορίστου διαρκείας απασχόλησή της ως Καθηγήτριας Φυσικής Μέσης Εκπαίδευσης αφού οφείλεται σε παρανομία ως η Καθ’ ης η αίτηση γνωστοποίησε «στην άρνηση του κατοχικού καθεστώτος να αποδεχτεί τη συνέχιση της εκεί απασχόλησης της».

 

Ως προκύπτει από την ένσταση και επιβεβαιώνεται από τον διοικητικό φάκελο και δεν αμφισβητείται, τα γεγονότα είναι τα ακόλουθα:

 

Η Αιτήτρια είναι εγγεγραμμένη στον πίνακα διοριστέων καθηγητών Φυσικής, με βάση αίτηση που υπέβαλε στις 25.06.2010 και έχει σειρά προτεραιότητας με αριθμό το 867 στον αναθεωρημένο πίνακα διοριστέων Φεβρουαρίου 2018, που αναρτήθηκε τον Ιούνιο του 2018. Υπηρετούσε στο Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου από τις 02.09.2013 με βάση τις πρόνοιες της ειδικής διάταξης του άρθρου 28Ε (αναφορικά με την κάλυψη των αναγκών που παρουσιάζονται στα σχολεία των κατεχόμενων από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχών) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»).

 

Η Αιτήτρια διοριζόταν, κατά προτεραιότητα έναντι άλλων εκπαιδευτικών, γιατί είναι εγγονή εγκλωβισμένης στην κατεχόμενη κοινότητα της Αγίας Τριάδας. Από την 01.09.2017, αυτή κατέστη εργοδοτούμενη αορίστου διάρκειας. Η συνολική υπηρεσία της Αιτήτριας μέχρι τις 05.10.2018, όταν και τερματίστηκε η αορίστου διάρκειας απασχόλησή της, ανήρχετο σε 4 χρόνια, 6 μήνες και 5 μέρες.

 

Στη διαδικασία, η οποία τηρείται κατά τον διορισμό/μετάθεση των επιλεγέντων εκπαιδευτικών σε σχολεία των κατεχομένων, παρεμβάλλεται η διαβίβαση καταλόγου με τα ονόματα τους (και λοιπών σχετικών εγγράφων) από την Υπηρεσία Ανθρωπιστικών Θεμάτων προς το Υπουργείο Εξωτερικών και από εκεί στην UNFICYP, η οποία αναλαμβάνει να επικοινωνήσει με το κατοχικό καθεστώς ώστε να πληροφορηθεί και ακολούθως να πληροφορήσει το Υπουργείο Εξωτερικών (και εκείνο την Καθ΄ης η αίτηση) κατά πόσο αποδέχεται ή απορρίπτει την εργοδότηση ή συνέχισή της εργοδότησης στα σχολεία των κατεχομένων έκαστου εκ των εν λόγω εκπαιδευτικών.

 

Αναφορικά με το σχολικό έτος 2018, ενώ η Αιτήτρια είχε αναλάβει καθήκοντα από 03.09.2018 στο Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου, το Υπουργείο Εξωτερικών με επιστολή του ημερομηνίας 25.09.2018, ενημέρωσε την Καθ’ ης η αίτηση ότι το κατοχικό καθεστώς δεν επιθυμούσε τη συνέχιση της υπηρεσίας της στο εν λόγω Γυμνάσιο. Στις 27.09.2018, ο Επίτροπος Προεδρίας ζήτησε γραπτώς από το Υπουργείο Εξωτερικών να εξαντλήσει μέσω των Ηνωμένων Εθνών (UNFICYP) κάθε δυνατότητα για άρση της απόφασης του κατοχικού καθεστώτος.

 

Με επιστολή του ημερομηνίας 03.10.2018, το Υπουργείο Εξωτερικών ενημέρωσε την Καθ’ ης η αίτηση για τις ενέργειες στις οποίες προέβη και με τις οποίες ζητούσε από τα Ηνωμένα Έθνη, ως αναφέρεται, να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να κάμψουν τις απαράδεκτες αντιρρήσεις του κατοχικού καθεστώτος όσον αφορά στη στελέχωση των σχολείων του Ριζοκαρπάσου, αυτό όμως δεν κατέστη δυνατό και στις 25.10.2018, το Υπουργείο Εξωτερικών, με νέα επιστολή του, ενημέρωσε την Καθ’ ης η αίτηση ότι το κατοχικό καθεστώς, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολόγηση, επέμεινε να μην αποδέχεται όπως η Αιτήτρια συνεχίσει να διδάσκει στο Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου, ξεκαθαρίζοντας μάλιστα ότι η απόφαση του αυτή ήταν τελεσίδικη.

 

Η Καθ’ ης η αίτηση αναζήτησε νομική καθοδήγηση από το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα. Στη σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26.11.2018, διατυπωνόταν η άποψη ότι η απόλυση είναι παράνομη αφού ο λόγος απόλυσης της Αιτήτριας καθώς και μιας άλλης καθηγήτριας (η εργοδότηση της οποίας επίσης απερρίφθη εκ μέρους του κατοχικού καθεστώτος) δεν περιλαμβάνεται στους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 5 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου Ν.24/67. Με τη γνωμάτευση γινόταν η εισήγηση όπως, αν δεν μπορούν οι δύο καθηγήτριες να αξιοποιηθούν με απόσπαση σε οποιαδήποτε υπηρεσία, θα πρέπει να ενημερωθούν γραπτώς για τον τερματισμό της απασχόλησής τους όπου θα καθορίζεται η ημερομηνία και ο λόγος απόλυσης και να τους καταβληθεί η προβλεπόμενη από το νόμο προειδοποίηση και αποζημίωση για τον παράνομο τερματισμό της απασχόλησης τους.

 

Κατόπιν τούτων, η Καθ’ ης η αίτηση με επιστολή της προς την Αιτήτρια, ημερομηνίας 05.12.2018, την ενημέρωσε ότι αποφάσισε τον από 06.10.2018 τερματισμό της απασχόλησής της, λαμβανομένου υπόψη ότι από την εν λόγω ημερομηνία έπαυσε ουσιαστικά να υπηρετεί στο Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου, λόγω της άρνησης του κατοχικού καθεστώτος να αποδεχτεί τη συνέχιση της εκεί απασχόλησής της.

 

Στις 09.01.2019, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή κατά της πιο πάνω απόφασης τερματισμού της απασχόλησης της αιτήτριας[1]. Με τη γραπτή τους αγόρευση, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας αναπτύσσουν συγκεκριμένους λόγους ακύρωσης της εν λόγω απόφασης (αναρμοδιότητα, παράβαση δικαιώματος ακρόασης και αρχών καλής πίστης/δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, έλλειψη αιτιολογίας/έρευνας και πλάνη).   

 

Από την άλλη μεριά, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση απαντά στους ισχυρισμούς αυτούς, με αναφορά δε, στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αντιγόνη Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49 εγείρει διά της γραπτής της αγόρευσης, προδικαστική ένσταση ότι το επίδικο ζήτημα εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου, καθότι οι όροι υπηρεσίας άρα και ο τερματισμός της απασχόλησης της Αιτήτριας, η οποία διέπετο με σχετική σύμβαση απασχόλησης (αορίστου χρόνου), εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου με αρμόδιο δικαστήριο να της επιληφθεί το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

 

Είναι αντιληπτό ότι, εκ των πραγμάτων, προέχει η εξέταση της προδικαστικής αυτής ένστασης, την επιχειρηματολογία επί της οποίας μελέτησα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Καταλήγω στα εξής:

 

Η Αιτήτρια αρχικώς διορίσθηκε ως έκτακτη βάσει σύμβασης,  δυνάμει της ειδικής διάταξης του άρθρου 28Ε του Νόμου, η οποία ανανεωνόταν κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Όπως προκύπτει και από τις επιστολές που αποστέλλονταν στην Αιτήτρια από την Καθ’ ης η αίτηση για τις ανανεώσεις, αναφέρονταν ο χρόνος που θα ίσχυε η υπηρεσία/εργοδότησή της, ο μισθός και η κλίμακα της θέσης, καθώς και η φύση της εργοδότησης. Στην πρώτη εξ αυτών ημερομηνίας 11.09.2013 (Παράρτημα 1 σε Ένσταση) επισυνάφθηκαν οι όροι της σύμβασης της Αιτήτριας και εντός αυτών αναφέρεται ο όρος: «Τερματισμός Απασχόλησης: Η απασχόληση είναι προσωρινή και θα μπορεί να τερματιστεί οποτεδήποτε, είτε από τον εργοδότη είτε από τον εργοδοτούμενο, αφού δοθεί η αναγκαία προειδοποίηση σύμφωνα με τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο. Επίσης, η απασχόληση αυτή  δεν παρέχει οποιοδήποτε δικαίωμα στον έκτακτο εκπαιδευτικό για μόνιμο διορισμό σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων».

 

Ο ίδιος όρος εντοπίζεται και στο Παράρτημα 3 (Επιστολή ημερομηνίας 03.10.2014), στο Παράρτημα 6 (Επιστολή ημερομηνίας 28.09.2015) και σε άλλες επιστολές, με δε κάθε τέτοια επιστολή ανανέωσης, ζητείτο από την Αιτήτρια όπως πληροφορήσει την Καθ’ ης η αίτηση κατά πόσον αποδεχόταν την προσφορά, συμπληρώνοντας και υπογράφοντας το σχετικό έντυπο, το οποίο και θα έπρεπε να επιστραφεί στην Καθ’ ης η αίτηση.

 

Με επιστολή της Καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 04.10.2017 με θέμα «Ο Περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμος του 2003(98(Ι)/2003)-Μετατροπή Σύμβασης Απασχόλησης σε Αορίστου Χρόνου»» (Παράρτημα 12 σε Ένσταση) αναφέρθηκε στην Αιτήτρια ότι «η ισχύουσα σύμβαση απασχόλησής σας καθίσταται αορίστου χρόνου από 01.09.2018». Αυτή η θεώρηση της Καθ’ ης η αίτηση δεν αμφισβητήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο και γενικά το καθεστώς εργοδότησής της ως συμβασιούχος αορίστου διάρκειας είναι παραδεκτό και από την Αιτήτρια (παράγραφος β σε αίτηση ακυρώσεως).

 

 

Από τα ανωτέρω, συνεπώς, και λαμβάνοντας καθοδήγηση από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αντιγόνη Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49 αλλά και από τη μετέπειτα νομολογία που την ακολούθησε με μια εκ των πλέον πρόσφατων εξ αυτών την απόφαση στην Αναθ. Έφεση Αρ. 115/2015 Χρήστου Χρυσικού v. Υπουργείου Άμυνας ημερ. 20.06.2023 θεωρώ ότι εμφανώς το παρόν Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας να εκδικάσει την παρούσα διαφορά, διαφορά η οποία εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.

 

Σημειώνω καταρχάς ότι, δε συμφωνώ με την προσέγγιση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Αιτήτριας ότι η παρούσα διακρίνεται από την περίπτωση της Αβραάμ, λόγω ότι μέσω της πρόνοιας του άρθρου 28Ε, ασκείται imperium της διοίκησης. Προφανώς εδώ το επίδικο ζήτημα δεν άπτεται αμφισβήτησης της σειράς κατάταξης ή επιλογής της Αιτήτριας αλλά ένα επόμενο αυτών στάδιο όπου στην Αιτήτρια είχε ήδη προταθεί η σύμβαση υπό συγκεκριμένους όρους, η οποία έγινε από την ίδια αποδεκτή και κατά την εκτέλεσή της τερματίστηκε, παραδεκτά παράνομα, και για τούτο της αναγνωρίστηκε το δικαίωμα να λάβει τις σχετικές αποζημιώσεις βάσει του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου (βλ. παράγραφος 2 Παραρτήματος 22). 

 

Ούτε άλλωστε θεωρώ ως σχετική την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 2/2014 Ιωσήφ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 18.04.2018, στην οποία παραπέμπομαι από την Αιτήτρια (σελ. 2 της Απαντητικής Αγόρευσής της). Εκτός του ότι η εν λόγω απόφαση αφορούσε ωρομίσθιους εργάτες με διαφορετικό εργασιακό καθεστώς, η εν λόγω απόφαση ανατράπηκε λίαν προσφάτως με την Έφεση Δ. Δ. Αρ. 68/2018 Κυπριακής Δημοκρατίας ν. Ιωσήφ ημερ. 06.03.2024 ακριβώς επί του ευρήματος, στο οποίο παραπέμπει η Αιτήτρια.

 

Το καθεστώς εργοδότησης της Αιτήτριας εμπίπτει σε συμβατική σχέση, η οποία ρητώς συνομολογήθηκε ως τέτοια με σαφή μάλιστα παραπομπή ως προς το ζήτημα του τερματισμού της, στον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο, ο οποίος θέτει ως αρμόδιο το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Στην πιο πάνω απόφαση  Χρυσικού με εκτεταμένη ανάλυση στην προηγούμενη επί του θέματος νομολογία περιλαμβανομένης της Αβραάμ αναφέρθηκε μεταξύ άλλων:

 

«Το 2003, η πρόσληψη προσωπικού στο Δημόσιο Τομέα με ιδιωτική σύμβαση, αναγνωρίστηκε από τον περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου του 2003, (Ν.98(Ι)/2003), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, κατ'  εφαρμογή της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη Συμφωνία Πλαίσιο για την εργασία Ορισμένου Χρόνου που συνήφθη από την CEF, την UNICE, και το CEEP.  Η καθιέρωση της πιο πάνω μεθόδου, αποσκοπούσε στη διασφάλιση ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και στο δημόσιο τομέα, ως εργοδοτούμενοι που τυγχάνουν, στους δύο αυτούς τομείς, αορίστου χρόνου εργασίας.

 

Εν πάση περιπτώσει, καθοριστικής σημασίας στο συγκεκριμένο τομέα, είναι, η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αβραάμ ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω.  Στην περίπτωση εκείνη, η εφεσείουσα εργοδοτείτο ως  έκτακτη, διοικητική λειτουργός στο γραφείο Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, δυνάμει του Ν.98(Ι)/2003, με διαδοχικά συμβόλαια. Επομένως, ήταν συμβασιούχος αορίστου διάρκειας. Τέσσερα χρόνια μετά την πρόσληψή της τερματίστηκε η Σύμβαση απασχόλησης της. Δεδομένων των πιο πάνω γεγονότων λέχθηκαν σχετικά τα εξής, στη σελίδα 56:

 

«Έχουμε τη γνώμη πως οι όροι υπηρεσίας των εκτάκτων - συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα καθορίζονται από τη Σύμβαση τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τη σχετική Οδηγία, η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη τροποποίηση του Συντάγματός μας, ο περί της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος, Ν. 127(I)/06, έχει αυξημένη ισχύ και έναντι των προνοιών του Συντάγματος.  Επομένως, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία στο θέμα.»

 

Δεν εντοπίζονται οποιαδήποτε περιθώρια διαφοροποίησης από τη προσέγγιση που είχε η Πλήρης Ολομέλεια στην πιο πάνω υπόθεση, από την κρινόμενη υπόθεση, στην οποία ευθύς εξ αρχής η εργοδότηση του εφεσείοντα βασίστηκε σε ιδιωτικού δικαίου κριτήρια, γι'  αυτό και η κατάρτιση σύμβασης. Αξιοσημείωτο είναι ότι, η παρούσα περίπτωση αφορούσε σύμβαση καθορισμένου χρόνου, ως η παράγραφος 3 αυτής, που προέβλεπε ότι ο εφεσείων «. θα υπηρετεί με σύμβαση μέχρι την ηλικία της υποχρεωτικής αφυπηρέτησης του».

 

 

Η υπόθεση Αβραάμ ν. Δημοκρατίας, βρήκε απήχηση στην υπόθεση Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω.  (...).

 

Στην υπόθεση Θ.Ο.Κ. ν. Σοφοκλέους (2016) 1 Α.Α.Δ. 105, ο εφεσίβλητος, αιτητής, ηθοποιός στο επάγγελμα, προσέφυγε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, επιδιώκοντας διάφορες θεραπείες για συμπεριφορά των εφεσειόντων, εργοδοτών του να τον εξαναγκάσουν σε παραίτηση, όταν δεν αποδέχθηκαν αίτημα του να μην λάβει μέρος σε θεατρικές παραστάσεις του Θ.Ο.Κ. στη Βόρεια Ελλάδα.  Το Εφετείο, παραπέμποντας στην Αβραάμ ν. Δημοκρατίας, τόνισε την ιδιαίτερη σημασία της ύπαρξης σύμβασης, που τελικά έδωσε στην επίδικη σχέση τον προσωρινό της χαρακτήρα αλλά και την απομάκρυνε από το χώρο του δημόσιου δικαίου.  Όπως τονίστηκε, αυτή δεν αποσπάται από το χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπου ανήκει.

 

Εξάλλου, σχετική είναι η υπόθεση Κουρουτσίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 77/2013, ημερομηνίας 3.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:C215, η οποία αφορούσε ΕΠΥ με σύμβαση απασχόλησης διάρκειας πέντε ετών, που ανανεώθηκε άλλες δύο φορές, οπότε ο Υπουργός Άμυνας έκρινε στη λήξη της ότι τα γεγονότα δεν συνηγορούσαν στην ανανέωση της.  Ο Υπουργός Άμυνας, ασκώντας τις εξουσίες του σύμφωνα με τον Κ.10, αποφάσισε τη μη ανανέωση της απασχόλησης του εφεσείοντα.  Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έκρινε ότι οι όροι υπηρεσίας του εφεσείοντα στην υπόθεση εκείνη, ως συμβασιούχου, καθορίζονταν από τη σύμβαση απασχόλησης του και τις συνακόλουθες σχετικές νομοθετικές πρόνοιες.  Ως εκ τούτου, τα όσα αφορούσαν στην συνέχιση των υπηρεσιών του στην Εθνική Φρουρά, ανάγονταν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.  Συνεπώς, το ακυρωτικό δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία στο θέμα. (…).

 

Εν κατακλείδι, με βάση και τη νομολογία που παρατίθεται αναλυτικά πιο πάνω, η απόφαση τερματισμού της υπηρεσίας του εφεσείοντα εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε περιθώριο διαφοροποίησης με αυτές τις αποφάσεις.  Απόκτησε, έτσι, ο εφεσείων δικαιώματα που διασφαλίζονταν από δικαστήριο αστικής δικαιοδοσίας, δεδομένου ότι οι όροι υπηρεσίας του καθορίζονταν από τη Σύμβαση και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες.  Ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών του ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.  Συνακόλουθα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούσε να κριθεί εντός του πλαισίου του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Η υπό κρίση περίπτωση παρουσιάζει εμφανή, κατά την άποψή μου, αναλογία με τα όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω Νομολογία. Συμπληρώνω μάλιστα, ότι της παρούσας απόφασης, προηγήθηκε η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (Φ. Κωμοδρόμος, ΔΔΔ, ως ήταν τότε) στην Πρ. Αρ. 177/2019 Αλεξάνδρου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 11.05.2021 αναφορικά με την άλλη καθηγήτρια στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω, η περίπτωση της οποίας παρουσιάζει όμοια νομικά και ανάλογα πραγματικά χαρακτηριστικά με την παρούσα, και όπου αφού έγινε δεκτό ότι τυγχάνει εφαρμογής ο λόγος της Αβραάμ, απέρριψε την προσφυγή εκείνη.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η παρούσα διαφορά εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου και άρα η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με έξοδα 1.700 ευρώ υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1] Σημειώνεται ότι παρόμοια επιστολή τερματισμού έλαβε και η άλλη καθηγήτρια, η οποία, όπως διαπιστώνω από τα στοιχεία του δικαστικού φακέλου, έτυχε επίσης προσβολής με την προσφυγή αρ. 177/2019. Η απορριπτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην προσφυγή εκείνη σχολιάζεται πιο κάτω.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο