ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 1900/2023)

 

13 Μαρτίου 2024

 

[Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ]

 

Μεταξύ

ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑ – ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Αιτητών

ΚΑΙ

 

ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΦΟΡΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΣΥΝΑΦΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

Καθ’ ου η Αίτηση

…………………………

Τάσος Παντελή μαζί με Μαρία Βιολάρη (κα) για Ανδρέας Μ. Σοφοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους αιτητές.

Κυριακή Παπαδοπούλου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τον καθ’ ου η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

          ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Η προσφυγή των αιτητών στρέφεται κατά της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση της οποίας έλαβαν γνώση με επιστολή ημερομηνίας 24.10.2023 με την οποία πληροφορήθηκαν οι αιτητές ότι διαγράφονται με άμεση ισχύ από το μητρώο σωματείων.

Οι αιτητές ενεγράφησαν ως σωματείο στις 19.4.1990 στη βάση των προνοιών του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμου, Ν. 57/1972 (στο εξής ο «Νόμος»). Στις 14.7.2017 ο εν λόγω νόμος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα Νόμο, Ν. 104(Ι)/2017 (στο εξής ο «νέος Νόμος»). Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ του καθ’ ου η αίτηση και των δικηγόρων των αιτητών με σκοπό την οριστικοποίηση του καταστατικού των αιτητών και τελικά υποβλήθηκαν σχετικά έγγραφα στις 19.11.2019. Με επιστολή ημερομηνίας 26.5.2021 ο καθ’ ου η αίτηση ζήτησε από τους αιτητές την υποβολή στοιχείων των πραγματικών δικαιούχων και οι αιτητές ανταποκρίθηκαν στις 15.9.2021. Την 1.6.2022 ο καθ’ ου η αίτηση με επιστολή του προς τους αιτητές ζήτησε πληροφορίες κατά πόσο λειτουργούν ως σχολή εκμάθησης και διάφορες άλλες πληροφορίες.

Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλουν οι αιτητές συνοψίζονται σε πλάνη περί τον νόμο, παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, υπέρβαση εξουσίας και παραβίαση του δικαιώματος σε προηγούμενη ακρόαση.

Η προσβαλλόμενη απόφαση που κοινοποιήθηκε στους αιτητές με την επιστολή ημερομηνίας 24.10.2023 έχει ως θέμα:

«Απόρριψη επικαιροποίησης της εγγραφής του σωματείου […] που ενεγράφηκε στη βάση του καταργηθέντος Νόμου, ως μη συμμορφούμενου με τις πρόνοιες του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για άλλα συναφή θέματα Νόμου – Άρθρο 56.»

Με την εν λόγω επιστολή πληροφορούνται οι αιτητές ότι ο καθ’ ου η αίτηση:

«1. […] έχει τεκμηριώσει ότι τόσο το καταστατικό όσο και η φύση των δραστηριοτήτων της οντότητας […] που είχε εγγραφεί ως σωματείο στις 19/04/1990 με βάση τον καταργηθέντα […] Νόμο του 1972, δεν συνάδουν με τις πρόνοιες του περί […] Νόμου (Ν. 104(Ι)/2017).

2. […] η επωνυμία του σωματείου […] δεν εντάσσεται στο μητρώο σωματείων, εφόσον τόσο το προτεινόμενο καταστατικό δεν εναρμονίζεται με τις πρόνοιες του περί […] και διαγράφεται στη βάση του άρθρου 56.

3. Σας είχαμε ενημερώσει με επιστολές μας, με τελευταία αυτή με ημερομηνία 01/6/2022, ότι έχουμε πληροφορίες ότι η οντότητα κάτω από την επωνυμία ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΔΗΜΟΥ ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ στην πραγματικότητα είναι ιδιωτική αθλητική σχολή ή ότι η κυριότερη και δεσπόζουσα δραστηριότητα της αφορά στην εκμάθηση του αθλήματος της ενόργανης ρυθμικής γυμναστικής κ.α..  Την επιστολή αυτή την έχετε αφήσει αναπάντητη.

4. Οι δραστηριότητες αυτές όχι μόνο δεν συνάδουν και στην πραγματικότητα βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με τις πρόνοιες του Νόμου.

 

5. Ο Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού (ΚΟΑ), θεωρώντας ότι για συγκεκριμένα αθλήματα προϋπόθεση ανάπτυξης και προαγωγής τους είναι η εκμάθηση, έχει θεσπίσει τους περί Ιδιωτικών Σχολών Γυμναστικής Κανονισμούς του 1995 (Κ.Δ.Π. 38/1995).

 

6. Στην βάση του περί Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού Νόμου του 1969 (41/1969) (εφεξής περί ΚΟΑ Νόμος), '‘αθλητική σχολή” σημαίνει οιανδήποτε σχολήν λειτουργούσαν εν τη Δημοκρατία επί τω τέλει της προαγωγής της εξωσχολικής σωματικής αγωγής και αθλητισμού της Κύπρου εν γένει και περιλαμβάνει οιανδήποτε σχολήν ιδρυομένην υπό του Οργανισμού ή υπό οιασδήποτε αθλητικής ομοσπονδίας ή αθλητικού σωματείου. Ξεκαθαρίζοντας ακόμα περισσότερο τι είναι «αθλητική σχολή» στις Κ.Δ.Π. 38/95 αναφέρεται ότι «αθλητική σχολή» ή «σχολή» σημαίνει σχολή στην οποία παρέχονται υπηρεσίες γυμναστικής ή υπηρεσίες εκμάθησης αθλήματος.

 

7. Η εκμάθηση επομένως του αθλήματος/ των αθλημάτων, που αναφέρονται στο καταστατικό που έχετε υποβάλει, διέπεται από τους συγκεκριμένους κανονισμούς και εμπίπτουν στις δραστηριότητες μίας αθλητικής σχολής και όχι ενός σωματείου. Στους εν λόγω κανονισμούς προβλέπεται μάλιστα ότι «Κανένας δεν μπορεί να λειτουργεί σχολή χωρίς άδεια λειτουργίας» και «Κάθε πρόσωπο το οποίο επιθυμεί να ιδρύσει και λειτουργήσει σχολή πρέπει να υποβάλει στον Οργανισμό αίτηση για έκδοση άδειας λειτουργίας της σχολής.». Η παροχή υπηρεσιών εκμάθησης των αναφερόμενων στο καταστατικό του σωματείου αθλημάτων χωρίς την κατοχή άδειας λειτουργίας σχολής συνιστά ποινικό αδίκημα και σύμφωνα με τον κανονισμό 10 της Κ.Δ.Π. 38/1995 σε περίπτωση καταδίκης επισύρει χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε αμφότερες τις ποινές αυτές.

8. Αντίθετα, η έννοια του «αθλητικού» σωματείου ως ορίζεται στον περί ΚΟΑ Νόμο, είναι η εξής: “αθλητικόν σωματείον" σημαίνει οιονδήποτε νομίμως συσταθέν σωματείον ή οργάνωσιν εν τη Δημοκρατία επί τω τέλει προαγωγής της εξωσχολικής σωματικής αγωγής και του αθλητισμού της Κύπρου γενικώτερον και περιλαμβάνει τους γυμναστικούς συλλόγους».

9. Δηλαδή, η ειδοποιός διαφορά που διαφοροποιεί ένα αθλητικό σωματείο από μία αθλητική σχολή, που και οι δύο οντότητες προάγουν την εξωσχολική σωματική αγωγή, είναι ότι στην αθλητική σχολή μόνο δύναται να παρέχονται υπηρεσίες εκμάθησης αθλήματος.

10. Με βάση το άρθρο 51 του Νόμου, δεν μπορούν να τυγχάνουν διαχείρισης στη βάση των προνοιών του Ν 104(Ι)/2017 οντότητες που διέποντας από ειδικότερο νόμο, ειδικά αν αποτελούν κερδοσκοπικές οντότητες.

[…]

18. Με την απόρριψη της αποδοχής της οντότητας για εγγραφή με βάση το άρθρο 56 του Νόμου, η επωνυμία διαγράφεται από το μητρώο σωματείων.  Η διαγραφή από το μητρώο έχει άμεση ισχύ και στηρίζεται στο άρθρο 56. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 56 του Ν 104(Ι)/2017 για να επικαιροποιηθεί η εγγραφή σωματείου που ενεγράφηκε με βάση τους καταργηθέντες Νόμους, θα πρέπει να αποδείξει ότι το καταστατικό αλλά και η λειτουργία του συνάδουν με τις πρόνοιες του Ν 104(Ι)/2017.»

Όπως προκύπτει από τις πιο πάνω αναφορές, ο καθ’ ου η αίτηση θεώρησε ότι δύναται στα πλαίσια της εφαρμογής του νέου Νόμου να ερευνήσει εκ νέου το καταστατικό και τους σκοπούς ενός ήδη εγγεγραμμένου σωματείου και αν αποφασίσει ότι αυτά δεν συνάδουν με τον νέο Νόμο, να προχωρήσει σε διαγραφή της επωνυμίας του σωματείου.

Τα Άρθρα 56(1) και (3) του νέου Νόμου προνοούν τα εξής:

«56.-(1) Σωματεία, ιδρύματα και λέσχες που ιδρύθηκαν και ενεγράφησαν με βάση τους καταργηθέντες με τον παρόντα Νόμο Νόμους, θεωρείται ότι εγκρίθηκαν με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, νοουμένου ότι θα προβούν στις αναγκαίες αναπροσαρμογές και τροποποιήσεις του καταστατικού τους στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (3) του άρθρου 55 προθεσμία:

Νοείται ότι, ανεξαρτήτως των διατάξεων των άρθρων 24 και 41, ο Έφορος, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για Άλλα Συναφή Θέματα (Τροποποιητικού) Νόμου 2020, γνωστοποιεί την πρόθεσή του για έναρξη διαδικασίας διάλυσης αναφορικά με καθορισμένα σε σχετική γνωστοποίηση σωματεία, ιδρύματα και λέσχες, η οποία δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες και αναρτάται στην επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου Εσωτερικών και η ημερομηνία της δημοσίευσης ή της ανάρτησης θεωρείται ότι είναι η ημερομηνία επίδοσης γνωστοποίησης έναρξης διαδικασίας διάλυσης προς το ασκούν τη διοίκηση του σωματείου, ιδρύματος ή λέσχης όργανο, ανάλογα με την περίπτωση:

Νοείται περαιτέρω ότι, η γνωστοποίηση της πρόθεσης διάλυσης περιλαμβάνει σε αναλυτικούς πίνακες τον αριθμό εγγραφής, την επωνυμία και την έδρα του σωματείου, του ιδρύματος ή της λέσχης, ανάλογα με την περίπτωση, λαμβάνεται δε μέριμνα, ώστε αυτή να διενεργείται ταυτόχρονα για όλα τα σωματεία, ιδρύματα και λέσχες:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, τα σωματεία, τα ιδρύματα ή οι λέσχες που περιλαμβάνονται στην ως άνω γνωστοποίηση δύνανται εντός δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης να υποβάλουν αίτημα ακύρωσης της συμπερίληψής τους στους πίνακες της γνωστοποίησης, υποβάλλοντας όλα τα σχετικά προς υποστήριξη του αιτήματός τους στοιχεία στον Έφορο, μετά δε την παρέλευση της περιόδου των δύο (2) μηνών ο Έφορος δημοσιεύει νέα γνωστοποίηση, στην οποία προσαρτώνται οι τελικοί πίνακες με τις επωνυμίες των υπό διάλυση σωματείων, ιδρυμάτων και λεσχών που δεν έχουν μεριμνήσει να υποβάλουν θεμελιωμένο αίτημα ακύρωσης της συμπερίληψής τους στη γνωστοποίηση.

3.  Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) και μετά τη δημοσίευση της δεύτερης γνωστοποίησης η οποία καθορίζεται στις διατάξεις αυτού, ο Έφορος διαγράφει αυτοδικαίως από το Μητρώο τα σωματεία, τα ιδρύματα και τις λέσχες που καθορίζονται στην εν λόγω γνωστοποίηση και μεριμνά για τη συνέχιση και ολοκλήρωση της διαδικασίας διάλυσης ενώπιον δικαστηρίου:

Νοείται ότι, τα διαγραφέντα από το Μητρώο σωματεία, ιδρύματα και λέσχες, τα οποία τελούν υπό καθεστώς διάλυσης, όπως καθορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 25 και 42, επί ποινή ακυρότητας των αποφάσεών τους απολλύουν το δικαίωμα άσκησης κάθε δραστηριότητας που αναφέρεται στο καταστατικό τους, περιλαμβανομένου του δικαιώματος του συμβάλλεσθαι και της αποξένωσης οιασδήποτε περιουσίας, με εξαίρεση τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την εκκαθάρισή τους, ενώ τα διοικητικά τους συμβούλια οφείλουν να ενημερώνουν κάθε τρίτον ενδιαφερόμενο ή/και συμβαλλόμενο για την υπό εξέλιξη διαδικασία διάλυσης:

Νοείται περαιτέρω ότι, για τους σκοπούς της διάλυσης σωματείου, ιδρύματος ή λέσχης, τηρούνται όλες οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης της διαδικασίας εκκαθάρισης.»

Το Άρθρο 55(3) στο οποίο γίνεται αναφορά στο πιο πάνω Άρθρο προνοεί ότι:

«(3) Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου απαιτείται για σκοπούς συμμόρφωσης όπως υφιστάμενα σωματεία, ιδρύματα ή λέσχες υποβάλουν οποιεσδήποτε τροποποιήσεις του καταστατικού τους ή προβούν σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, παρέχεται προς τούτο προθεσμία μέχρι την 31Π Δεκεμβρίου 2019.»

Το Άρθρα 24 και 41 στα οποία επίσης γίνεται μνεία στο Άρθρο 56 προνοούν περί διαδικασίας διάλυσης ενός σωματείου. Παρατίθενται τα σχετικά αποσπάσματα:

«24.-(1) Το σωματείο διαλύεται-

[…]

(γ)  με απόφαση του Δικαστηρίου, ύστερα από αίτηση του διοικητικού συμβουλίου του σωματείου ή των δύο πέμπτων των μελών ή του Εφόρου, εάν-

[…]

(iii)  ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου έχουν αποβεί παράνομα, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 4·

(δ)  με απόφαση του Δικαστηρίου, ύστερα από αίτηση του Εφόρου, εάν λόγω αδράνειας, για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα δύο (2) έτη, περιλαμβανομένης της μη σύγκλησης ή της μη πραγματοποίησης των απαιτούμενων από το καταστατικό συνελεύσεων των μελών ή/και της μη υποβολής ελεγμένων ετήσιων λογαριασμών, συνάγεται εγκατάλειψη του σκοπού του σωματείου, υπό τον όρο ότι δίδεται προηγουμένως από τον Έφορο γραπτή προειδοποίηση προς το ασκούν τη διοίκηση του σωματείου όργανο, στην οποία καταγράφονται οι λόγοι που ενεργοποιούν τις παρούσες διατάξεις, καθώς και προθεσμία τριών (3) μηνών για την αποκατάσταση της λειτουργίας του σωματείου.

41. […]

(2)  Το ίδρυμα διαλύεται με απόφαση του Δικαστηρίου, ύστερα από αίτηση του διοικητικού συμβουλίου του ιδρύματος ή του Γενικού Εφόρου, εάν-

[…]

(γ)  έχει παρεκκλίνει από το σκοπό του ή εάν ο σκοπός ή η λειτουργία του έχουν αποβεί παράνομα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4.»

Από τις πιο πάνω πρόνοιες προκύπτει ότι σύμφωνα με το Άρθρο 56(1) του νέου Νόμου όσα σωματεία ήταν εγγεγραμμένα στη βάση του Νόμου και πληρούν τις πρόνοιες του νέου Νόμου, εξακολουθούν να θεωρούνται εγκεκριμένα από τον έφορο – ο οποίος ορίζεται στο Άρθρο 2 του νέου Νόμου ως ο οικείος έπαρχος – και όσα ήταν εγγεγραμμένα αλλά δεν πληρούν τις πρόνοιες του νέου Νόμου, μπορούν μέχρι τις 31.12.2019 να υποβάλουν οποιεσδήποτε τροποποιήσεις στο καταστατικό τους ή να προβούν σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια με σκοπό να βρίσκονται σε συμμόρφωση με τον νέο Νόμο.

Σε περίπτωση, συνεχίζει το Άρθρο 56(1), που ο έφορος προτίθεται να προχωρήσει σε διάλυση τινός σωματείου τότε μέσα σε 15 μέρες από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του νέου Νόμου, ο οποίος δημοσιεύτηκε στις 17.8.2020, γνωστοποιεί την πρόθεσή του αυτή με δημοσίευση σε δύο ημερήσιες εφημερίδες και ανάρτηση στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εσωτερικών, γνωστοποίησης στην οποία περιλαμβάνονται τα προς διάλυση σωματεία. Μετά από δύο μήνες, ο έφορος δημοσιεύει νέα γνωστοποίηση που περιλαμβάνει μόνο όσα σωματεία δεν έκαναν χρήση της δυνατότητας που τους παρέχεται από τον νέο Νόμο να υποβάλουν αίτημα ακύρωσης της συμπερίληψής του στην πρώτη γνωστοποίηση. Μετά τη δημοσίευση και της δεύτερης γνωστοποίησης, ο έφορος σύμφωνα με το Άρθρο 56(3) προχωρά αυτοδικαίως σε διαγραφή όσων σωματείων περιλαμβάνονται στη δεύτερη γνωστοποίηση.

Συνεπώς, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω πρόνοιες, ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει την εξουσία να προχωρήσει σε διαγραφή ενός σωματείου χωρίς να ακολουθηθεί πρώτα η διαδικασία που προνοείται στο Άρθρο 56(1) ως εξηγείται πιο πάνω δηλαδή, να δημοσιεύσει μία πρώτη γνωστοποίηση δηλώνοντας την πρόθεσή του να προχωρήσει σε διάλυση ενός σωματείου και δίδοντας ταυτόχρονα χρονικό περιθώριο στο σωματείο αυτό να αιτηθεί εντός δύο μηνών την ακύρωση της συμπερίληψής του στην εν λόγω γνωστοποίηση και ακολούθως, ο καθ’ ου η αίτηση προχωρά στη δημοσίευση δεύτερης γνωστοποίησης περιλαμβάνοντας όσα σωματεία δεν αξιοποιήσαν τη δυνατότητα ακύρωσης της συμπερίληψής τους. Μόνο τότε και μόνο για αυτά τα σωματεία έχει την εξουσία ο καθ’ ου η αίτηση να προχωρήσει σε διαγραφή χωρίς άλλη ενέργεια.

Για οποιοδήποτε άλλο σωματείο για το οποίο δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία που εξηγείται πιο πάνω, η μόνη εξουσία που δίδεται στον καθ’ ου η αίτηση σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι κάποιο σωματείο έχει παρεκκλίνει από τον σκοπό του είναι ως προνοείται στο Άρθρο 41(2)(γ) του νέου Νόμου, διαδικασία διάλυσης μέσω Δικαστηρίου.

Τα πιο πάνω συνοψίζουν τον εποπτικό ρόλο που ως ορθά εισηγείται η συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση έχει ο καθ’ ου η αίτηση αλλά όχι με τον τρόπο που υπό νομική πλάνη εξάσκησε τον ρόλο του αυτό ο καθ’ ου η αίτηση στην υπό κρίση υπόθεση.

Επιπρόσθετα, το Άρθρο 51 του νέου Νόμου φαίνεται να ερμηνεύθηκε και αυτό υπό νομική πλάνη εφόσον αυτό που ρυθμίζει το συγκεκριμένο άρθρο είναι για την εφαρμογή των προνοιών ειδικότερου νόμου σε κάποιο σωματείο στην περίπτωση που αυτό διέπεται από άλλο ειδικότερο νόμο. Δεν συνδέεται ούτε μπορεί να ερμηνευθεί ότι το εν λόγω Άρθρο δίδει κάποια εξουσία στον καθ’ ου η αίτηση που κατά τα άλλα δεν του δίδεται από τον νέο Νόμο.

Πεπλανημένα και χωρίς τη δέουσα έρευνα ενήργησε ο καθ’ ου η αίτηση και σε σχέση με τη διαπίστωσή του περί κερδοσκοπικής φύσης των αιτητών. Συγκεκριμένα, στην προσβαλλόμενη απόφαση ο καθ’ ου η αίτηση αναφέρει τα εξής:

«11. Επιπλέον, αν και δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε κατά πόσον τα χρήματα που λαμβάνει η οντότητα από τις υπηρεσίες σχολής καταλήγουν σε ιδιώτες ή στο ίδιο το σωματείο, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι καταλήγουν στο σωματείο, και πάλι δημιουργείται σύγκρουση με τις πρόνοιες του Νόμου αφού η παροχή υπηρεσιών εκμάθησης καταδεικνύει την «κερδοσκοπική» φύση της οντότητας, έστω και αν τα χρήματα καταλήγουν στο σωματείο.

12.  Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου:

«σωματείο» σημαίνει οργανωμένη ένωση αποτελούμενη από τουλάχιστον είκοσι πρόσωπα, με σκοπό την επίτευξη μη κερδοσκοπικού σκοπού και δεν περιλαμβάνει πολιτικά κόμματα ή συνδικαλιστικές οργανώσεις.»

«μη κερδοσκοπικό», σε σχέση με σωματείο ή ίδρυμα, σημαίνει σωματείο ή ίδρυμα το οποίο δεν διανέμει οποιαδήποτε κέρδη, τα οποία δυνατόν να προκύψουν από τις δραστηριότητές του, στα μέλη, στους ιδρυτές, στη διοίκηση ή στους αξιωματούχους του, αλλά τα επενδύει ή τα χρησιμοποιεί για τη συνέχιση και επίτευξη των σκοπών του.»

[…]

14.  Για άρση, επομένως, οποιασδήποτε διανόησης, σας ενημερώνουμε ότι η μόνη αποδεκτή δραστηριότητα εντός ενός σωματείου που ασχολείται με τον αθλητισμό, είναι η προώθηση αθλητών ψηλών επιδόσεων στις Ομοσπονδίες καθώς και η προετοιμασία τους για συμμετοχή τους στους αγώνες.  Η εκμάθηση του αθλήματος, ειδικά επειδή στη βάση της Κ.Δ.Π. 38/95 έλκει μαζί της συγκεκριμένες απαιτήσεις ασφάλειας των εγκαταστάσεων και εξειδίκευσης των εκπαιδευτών, δεν μπορεί να είναι η κυρίαρχη δραστηριότητα ενός του σωματείου, ως συμβαίνει με το συγκεκριμένο σωματείο, στο οποίο κυρίαρχο ρόλο έχουν οι δραστηριότητες εκμάθησης του αθλήματος από μηδενικό επίπεδο και ως «πρόσθετη υπηρεσία» προσφέρεται η συμμετοχή στους αγώνες των Ομοσπονδιών ή και άλλους.»

Όπως ρητώς το παραδέχεται ο καθ’ ου η αίτηση στο πιο πάνω απόσπασμα, δεν γνωρίζει κατά πόσο τα χρήματα που λαμβάνουν οι αιτητές από τις υπηρεσίες της σχολής καταλήγουν σε ιδιώτες ή στο ίδιο το σωματείο αλλά παρά ταύτα, θεωρεί ότι ακόμα και εάν τα χρήματα καταλήγουν στο σωματείο, αυτό καταδεικνύει την κερδοσκοπική φύση του.

Από την πιο πάνω αναφορά προκύπτει, κατά πρώτον, έλλειψη δέουσας έρευνας. Προκύπτει, όμως, και ουσιώδης νομική πλάνη του καθ’ ου η αίτηση και σε αυτό το σκέλος της απόφασής του. Στους ορισμούς που καταγράφονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και δίδονται από το Άρθρο 2 του νέου Νόμου και ιδιαίτερα τον ορισμό της πρότασης «μη κερδοσκοπικό» που ορίζεται ως:

««μη κερδοσκοπικό», σε σχέση με σωματείο ή ίδρυμα, σημαίνει σωματείο ή ίδρυμα το οποίο δεν διανέμει οποιαδήποτε κέρδη, τα οποία δυνατόν να προκύψουν από τις δραστηριότητές του, στα μέλη, στους ιδρυτές, στη διοίκηση ή στους αξιωματούχους του, αλλά τα επενδύει ή τα χρησιμοποιεί για τη συνέχιση και επίτευξη των σκοπών του.»

Από τον πιο πάνω ορισμό προκύπτει ότι δεν απαγορεύεται σε σωματείο να διενεργεί κέρδη αλλά απαγορεύεται να διανέμει τα κέρδη αυτά στα μέλη, στους ιδρυτές, στη διοίκηση ή στους αξιωματούχους του. Επιτρέπεται, όμως, να τα επενδύει ή να τα χρησιμοποιεί για τη συνέχιση και επίτευξη των σκοπών του. Βεβαίως, η επίτευξη κέρδους δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός για ένα σωματείο αφού εξ ορισμού ο σκοπός ενός σωματείου είναι η επίτευξη μη κερδοσκοπικού σκοπού.

Συνεπώς, προτού καταλήξει ο καθ’ ου η αίτηση ότι οι αιτητές κερδοσκοπούσαν κατά τρόπο που παραβιάζει τις πρόνοιες του νέου Νόμου, όφειλε ο καθ’ ου η αίτηση να διερευνήσει κατά πόσο τα κέρδη των αιτητών ήταν, αφενός, τέτοιου μεγέθους που να αναιρούν την έννοια του σωματείου και, αφετέρου, εάν διανέμονταν ή χρησιμοποιούνταν για την προώθηση των σκοπών του.

Για τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω ότι η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2300 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ των αιτητών και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο