ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση Αριθ.: 191/2020

26 Μαρτίου, 2024 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.] 

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

L. Q.

Αιτητής, 

-ΚΑΙ-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω, Υπουργού Εξωτερικών

Καθ' ων η αίτηση.

......... 

Ν. Πεσλίκα (κα), για κ. Χριστοδουλίδη για τον Αιτητή

Σ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.:   Ο Αιτητής είναι υπήκοος Πακιστάν. Υπέβαλε αίτηση στο Επίτιμο Προξενείο της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Καράτσι στο Πακιστάν, για εξασφάλιση θεώρησης εισόδου στις 16.01.2020, για περίοδο 15 ημερών από την 28.01.2020. Στην αίτησή του ο Αιτητής επισύναψε αριθμό εγγράφων, δήλωσε δε ως σκοπό της εισόδου του στην Δημοκρατία, τις διακοπές.

 

Αφού εξετάστηκε η Αίτηση του Αιτητή, αυτή απερρίφθη, μεταξύ άλλων διότι, δε μπορούσε να εξακριβωθεί η πρόθεση του Αιτητή να αναχωρήσει από την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας πριν εκπνεύσει η θεώρηση εισόδου.

 

Εναντίον της πιο πάνω απόρριψης της αίτησής του, στις 17.02.2020, ο Αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή, δικογραφόντας τα ακόλουθα νομικά σημεία:

 

«1. Η απόφαση των Καθ'ων η αίτηση λήφθηκε κατά κατάχρηση και/ή κατά υπέρβαση εξουσίας και/ή είναι αποτέλεσμα πραγματικής πλάνης καύη νομικής πλάνης και/ή είναι αντίθετη προς τον Νόμο και το Σύνταγμα και αντίθετη με τους Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμους και τους Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμούς, Νόμο 7(Ι)/2007, ΕΣΑΔ, την Νομολογία και το άρθρο 46 του Ν. 158(Ι)/1999.

 

2. Η προσβαλλόμενη πράξη είναι αναιτιολόγητη και/ή ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

 

3.       Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και/ή τον νόμο.

 

4.       Η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά κατάχρηση εξουσίας και/ή κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και/ή παραβιάζει κεκτημένα δικαιώματα του αιτητή και τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και/ή αποτελεί κακόπιστη και λανθασμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας.

 

5.       Η απόφαση των Καθ'ων η αίτηση είναι αντίθετη προς τις Ευρωπαϊκές και Διεθνές Συμβάσεις Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

6.       Η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, αντίκειται προς την Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με το καθεστώς παραμονής υπηκόων τρίτων χωρών, έγγαμων με Ευρωπαίους πολίτες.

 

7.       Η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη και λήφθηκε χωρίς έρευνα και/ή χωρίς την δέουσα έρευνα και η με ελλιπή έρευνα και λήφθηκε κατ' αντίθεση με τα άρθρα 26-28 του N. 158(1)/1999.

 

8.       Η απόφαση των Καθ'ων η αίτηση είναι προϊόν κακής πίστης και παράβασης των αρχών της καλής πίστης  προς τη Νομολογία και στο άρθρο 51 του N. 158(Ι)/1999.

 

9.       H απόφαση των Καθ' ων η αίτηση είναι το αποτέλεσμα μη χρήστης διοίκησης και αντίκειται προς τη Νομολογία και στο άρθρο 50 του του N. 158(Ι)/1999.

 

10. Η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, λήφθηκε κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 1 του  υπ' αριθμό 7 της Σύμβασης εφόσον βάσει του εν λόγου άρθρου τα διατάγματα κράτησης και απέλασης στερούν των διαδικαστικών εγγυήσεων που απαιτούνται από την εν λόγω διάταξη

 

11. Περαιτέρω λόγοι θα δοθούν κατά την δικάσιμο».

 

Εν τέλει στη γραπτή του αγόρευσή αναπτύσσει ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι αναιτιολόγητη και ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν άσκησαν καλόπιστα τη διακριτική τους ευχέρεια.

 

Από τη μεριά της, με την ένστασή της η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση εγείρει προδικαστικώς ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη καθότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται εκτελεστότητας και ότι o Αιτητής δεν έχει ενεστώς συμφέρον στην προώθηση της προσφυγής και/ή η προσφυγή είναι άνευ αντικειμένου και/ή κατέστη αλυσιτελής αφού, η αιτούμενη άδεια θεώρησης αφορούσε περιορισμένο χρόνο που έχει παρέλθει, ήτοι για περίοδο 15 ημερών από την 28η Ιανουαρίου 2020.

 

Εκ της φύσεως τους, προέχει βεβαίως η εξέταση όσων εγείρονται προδικαστικώς από την ευπαίδευτη συνήγορο των Καθ’ ων η αίτηση.  Επ’ αυτών σημειώνω τα ακόλουθα:

 

Η νομολογία ως προς το ζήτημα κατάργησης του αντικειμένου της δίκης και της προϋπόθεσης συνέχισής της είναι πάγια. Στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 57/2013 Οικονόμου ν. Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας ημερ. 31.05.2019, ECLI:CY:AD:2019:C208 το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε:

 

«Το θέμα της κατάργησης της δίκης λόγω ελλείψεως αντικειμένου έχει απασχολήσει την Ολομέλεια στην Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 33, όπου έγινε ανασκόπηση των επί του θέματος αυθεντιών και επισημάνθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με τις προϋποθέσεις για συνέχιση της δίκης εναντίον διοικητικής πράξης η οποία έπαψε να ισχύει:-

 

«Αναφορικά με διοικητικές πράξεις περιορισμένης χρονικής ισχύος, όπως είναι η δική μας περίπτωση, σχετική είναι η υπόθεση Αφρόκηπος Λτδ v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 281 και το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 242-243:

 

«δδ΄. Πράξις Περιορισμένης χρονικής ισχύος. Διοικητική πράξις, ισχύουσα εφ' ωρισμένον χρονικόν διάστημα, παραδεκτώς προσβάλλεται δι' αιτήσεως ακυρώσεως και μετά την παρέλευσιν του χρονικού διαστήματος καθ' ον ίσχυσεν , εφ' όσον κατέλιπε διοικητικής φύσεως συνεπείας, ων την άρσιν διώκει η αίτησις. Εφ' όσον όμως η προσβαλλόμενη πράξις δεν ίσχυεν πλέον κατά τον χρόνον της καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, ουδέ διετήρησε διοικητικής φύσεως αποτελέσματα έναντι του αιτούντος, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς και η αίτησις στερείται αντικειμένου. Η πλέον πρόσφατος όμως νομολογία προσανατολίζεται προς την άποψιν, ότι εφ'όσον η προσβαλλομένη πράξις εφηρμόσθη και παρήγαγεν αποτέλεσμα καθ' ον χρόνον ίσχυσεν, παραδεκτώς προσβάλλεται δι' αιτήσεως ακυρώσεως, έστω και αν κατά την συζήτησιν έχει λήξει η ισχύς ταύτης, εφ' όσον δεν ήρθησαν τα κατά το χρόνον της ισχύος της παραχθέντα έννομα αποτελέσματα".

 

Στην υπόθεση Στράκκα Λτδ. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643, αναφορικά με την κατάργηση της δίκης λόγω ελλείψεως αντικειμένου, στη σελ. 651 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η δίκη καταργείται για διάφορους λόγους στους οποίους περιλαμβάνεται η έλλειψη αντικειμένου. Κατά κανόνα η προσφυγή δεν μπορεί να προωθηθεί και πρέπει να διαγραφεί αν μετά την καταχώρηση και πριν την εκδίκασή της επισυμβούν γεγονότα που έχουν ως συνέπεια την εξαφάνιση του αντικειμένου της, όπως π.χ. η ρητή ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης στο σύνολό της, η σιωπηρά ανάκλησή της η οποία εξυπακούεται από νέα πράξη του ιδίου οργάνου που ρυθμίζει το ίδιο θέμα και η πλήρης ικανοποίηση της αξίωσης του αιτητή. Στις περιπτώσεις αυτές η δίκη καταργείται γιατί η συνέχισή της δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό. Στην περίπτωση όμως που έχουν προκύψει στον αιτητή ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ή παράλειψη ενώ αυτή βρισκόταν ακόμα σε ισχύ, η δίκη δεν καταργείται Εναπόκειται, βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι έχουν ήδη προκύψει σ' αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκληση της ή την ικανοποίηση της αξίωσης του και συντρέχει, επομένως, λόγος για τη συνέχιση της δίκης.»

 

 Στην υπό κρίση περίπτωση, δεδομένου ότι κατά το χρόνο καταχώρισης της επίδικης προσφυγής όσο και κατά τη συζήτηση αυτής το αντικείμενο της διαφοράς εξέλιπε λόγω του τερματισμού της σύμβασης υπηρεσιών  που αφορούσε το Διαγωνισμό και της πλήρωσης της θέσης με μόνιμο διορισμό, εναπόκειτο στον εφεσείοντα να αποδείξει ότι είχαν ήδη προκύψει ζημιογόνες γι' αυτόν συνέπειες κατά το χρόνο της ισχύος της απόφασης του ΣΠ έχουσες άμεση συνάφεια με την προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν υπήρξε ξεκάθαρη τοποθέτηση του εφεσείοντα επί του θέματος, ούτε και στοιχειοθέτησε, έστω εκ πρώτης όψεως, ζήτημα ζημιογόνου καταλοίπου είτε στο δικόγραφο είτε στα πλαίσια της συζήτησης της προσφυγής του.  Το βάρος απόδειξης τέτοιας ζημίας είναι στους ώμους του αιτητή και δεν αρκεί αόριστη επίκλησή της.  Το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν εξετάζει την έκταση των ζημιών, αλλά ερευνά υπό μορφή εκ πρώτης όψεως διαπίστωσης αν παραμένει ζημιά ή βλάβη η οποία δεν εξαλείφθηκε για να αποφασίσει αν η δίκη καταργείται ή συνεχίζεται.  Η διαπίστωση αυτή πρέπει να είναι πραγματική και να δικογραφείται από τον εκάστοτε αιτητή (Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 973, Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25, Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ν. Σάββα (2006) 3 Α.Α.Δ. 435).  Στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδοση , Τόμος 1, σελ. 85 αναφέρεται ότι διαφοροποιήσεις που επέρχονται στην εξέλιξη των γεγονότων δυνατό να έχουν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση του εννόμου συμφέροντος είτε για υποκειμενικούς είτε για αντικειμενικούς λόγους.

 

Κατ΄ εφαρμογή των πιο πάνω, ο εφεσείων εμποδίζεται να εγείρει ζήτημα κατάλοιπου ζημίας εφόσον το ζήτημα αυτό δεν το είχε δικογραφήσει και ούτε το είχε θέσει προς εξέταση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και κατά συνέπεια ο Λόγος Έφεσης 2 κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται».

 

Στο σύγγραμμα  του Χ. Χαραλαμπάκη «Το Συμβούλιο της Επικρατείας» 2012, σελ 625 (Κεφάλαιο «Η Αίτηση Ακυρώσεως Διαδικασία ενώπιον του ΣΤΕ», το οποίο επιμελήθηκε ο εισηγητής του ΣτΕ κ. Ν. Νικολάκης) αναφέρεται:

 

«Περαιτέρω η δίκη καταργείται όταν η ισχύς της προσβαλλόμενης πράξεως λήξει λόγω εξαντλήσεως του περιεχομένου της. Τούτο δεν συμβαίνει μόνο στην περίπτωση παρόδου του χρόνου ισχύος της πράξεως [ΣτΕ 861/2010], αλλά και σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η διοικητική πράξη παρήγαγε τα αποτελέσματα της και επέφερε την σκοπούμενη μεταβολή στον υλικό κόσμο, δηλαδή σε κάθε περίπτωση υλικής εκτελέσεως της διοικητικής πράξης. Όπως δε έχει κριθεί, η υλική εκτέλεση συνίσταται  στην πραγμάτωση των αποτελεσμάτων της πράξεως κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει διαμορφωθεί πραγματική κατάσταση, της οποίας η ανατροπή να είναι πλέον ανέφικτη ή εξαιρετικά δυσχερής [πρβλ ΣτΕ Ολ 2040/2007]».

 

Η αντίληψη μου επί της ως άνω νομολογιακής καθοδήγησης, είναι ότι η εξάντληση του περιεχομένου μιας διοικητικής πράξης, αρνητικής ή θετικής, συνεπιφέρει κατά βάση απώλεια του αντικειμένου της δίκης, εκτός εάν αποδεικνύεται κατάλοιπο ζημιάς. Στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, η αίτηση του Αιτητή αφορούσε την έκδοση άδειας περιορισμένης χρονικής διάρκειας 15 ημερών από 28.01.2020 ακόμα άρα και σε περίπτωση συνέχισης της δίκης και ακύρωσης της πράξης, είναι αντιληπτό ότι δε θα μπορούσε να εγκριθεί η αίτηση δεδομένου ότι αυτή αφορούσε παρελθόν χρονικό διάστημα, εκ των πραγμάτων αδύνατον να επανέλθει. Όφειλε ο Αιτητής άρα, στη βάση της πιο πάνω νομολογίας, προκειμένου να αποδείξει ότι η παρούσα έχει αντικείμενο συνέχισης, να αποδείξει και το κατάλοιπο ζημίας του.

 

Καταρχάς λοιπόν, στην αίτηση ακυρώσεως του Αιτητή ουδέν δικογραφείται ως προς βλάβη οποιασδήποτε μορφής, την οποία  υπέστη ο Αιτητής από την απόρριψη της αίτησης του. Απλώς εξιστορούνται τα γεγονότα που συνδέονται με το ιστορικό των αιτήσεων του Αιτητή. Απαντώντας όμως στην προδικαστική ένσταση, στην γραπτή του αγόρευση, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσφυγή συνεχίζει να έχει αντικείμενο καθότι η προσβαλλόμενη άρνηση των Καθ’ ων η αίτηση θα αποτελέσει αρνητικό προηγούμενο για μελλοντικές παρόμοιες αιτήσεις του. Στη δε απαντητική του αγόρευση αναφέρει ότι έχει υποστεί έξοδα από την κράτηση των εισιτηρίων για να ταξιδέψει, τα οποία δεν θα μπορεί να αξιώσει χωρίς τη συνέχιση της δίκης και την έκδοση ακυρωτικής απόφασης καθώς και το αρνητικό προηγούμενο που θα έχει για αυτόν η εν λόγω απορριπτική απόφαση. Θέτει μάλιστα και ζήτημα παράβασης θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος ανάπτυξης της προσωπικότητας και της οικογενειακής ζωής του που προστατεύεται από το Άρθρο 15 του Συντάγματος και από το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

 

Κατά τις διευκρινίσεις της υπόθεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων επιμένοντας στις επί της ένστασης της προδικαστικές της υποβολές, επεσήμανε καταρχάς την ασυνέπεια των ισχυρισμών του Αιτητή μεταξύ των δύο αγορεύσεων καθώς και ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ισχυρισμοί που εγέρθηκαν στην απαντητική αγόρευση του Αιτητή και δεν είχαν αναπτυχθεί προηγουμένως στην  γραπτή αγόρευση του. Παράλληλα υπέδειξε ότι, εν πάση περιπτώσει, κάθε αίτηση για άδεια θέωρησης κρίνεται με τα δικά της χαρακτηριστικά χωρίς να λαμβάνεται υπόψη τυχούσα απόρριψη προηγούμενης αίτησης καθώς και ότι ουδεμία απόδειξη περί καταβολής των εξόδων της κράτησης των εισιτηρίων προσκόμισε ο Αιτητής, ο οποίος μόνον προκράτηση εισιτηρίων είχε ισχυριστεί. Άρα, κατά τη θέση της, δεν θα πρέπει να γίνει δεκτή η συνέχιση της δίκης εφόσον κανένα τελικά ισχυρισμό καταλοίπου ζημιάς αποδεικνύει ο Αιτητής.

Η θεώρησή μου, ως προς τα ανωτέρω, είναι η ακόλουθη:

Αναφορικά με όσα ο Αιτητής ισχυρίζεται περί παράβασης συγκεκριμένων Άρθρων του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, θεωρώ ότι αποτελούν λόγους ακυρότητας της ουσίας της προσφυγής, οι οποίοι έπρεπε να είχαν δικογραφηθεί στην αίτηση ακυρώσεως και αναπτυχθεί επαρκώς στη γραπτή αγόρευση του Αιτητή, κάτι που εμφανώς δεν έγινε στην παρούσα περίπτωση. Επίκληση αορίστως και χωρίς εξειδίκευση παράβασης Συντάγματος ή οποιουδήποτε νόμου δεν είναι νομολογιακά επιτρεπτή και οδηγεί αναγκαίως σε απόρριψη των σχετικών ισχυρισμών. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Latomia Estate Ltd κ.α ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 672, Σταύρος Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 και Αναθ. Έφ. 156/2012 Mustafa Haghilo v. Δημοκρατίας ημερομηνίας 27.02.2018.

 

Περνώντας τώρα, στους υπόλοιπους ισχυρισμούς του Αιτητή και βασικά στον ισχυρισμό περί δυσμενούς επίπτωσης της προσβαλλόμενης απόρριψης, σε μελλοντικές παρόμοιες αιτήσεις, δεν μπορώ να αποδεχτώ τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι το ενδεχόμενο η προσβαλλόμενη απόρριψη της αίτησής του να επιφέρει αρνητικές συνέπειες σε μελλοντικές αιτήσεις του είναι στοιχείο ενδεικτικό κατάλοιπου ζημίας για τους σκοπούς συνέχισης της δίκης. Ιδίως θα έλεγα ελλείψει ισχυρισμού για ύπαρξη νομοθετικής ή κανονιστικής πρόβλεψης περί μιας τέτοιας έννομης συνέπειας. Ως υπέδειξα (με παραπομπή σε νομολογία και θεωρία) στη σχετικά πρόσφατη απόφαση μου στην Υπόθεση Αρ. 968/2017 Ε. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 26.10.2023 και υιοθετώ και εδώ:

 

«Δεν είναι έργο του παρόντος Δικαστηρίου η ενασχόληση με τις συνέπειες αορίστως του νόμου ή γενικώς της πρακτικής που ακολουθείται από τους Καθ' ων η αίτηση ούτε, στα πλαίσια της διοικητικής δίκης τα ζητήματα επιλύονται για ακαδημαϊκούς σκοπούς ή για καθοδήγηση επί μελλοντικών περιπτώσεων είτε αφορούν τον Αιτητή είτε άλλα πρόσωπα. Το Δικαστήριο έχει ενώπιον του συγκεκριμένα γεγονότα και επ' αυτών θα αποφασίσει ανεξάρτητα τυχόν «γενικοπροληπτικών» συνεπειών της απόφασης. Στο σύγγραμμα της Καθ. Ευγ. Πρεβεδούρου «Η κατάργηση της διοικητικής δίκης», Εκ. 2012, σελ. 274 αναφέρεται σχετικώς:

 

«Η νομολογία δέχεται παγίως ότι η επίλυση των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν στην υπόθεση δεν συνιστά λόγο που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης ανεξαρτήτως της σπουδαιότητάς τους καθώς και της ενδεχόμενης σύνδεσής τους με την προστασία ατομικών δικαιωμάτων, εφόσον η πράξη, επ' ευκαιρία της οποίας ετίθεντο τα ζητήματα αυτά, δεν ισχύει πλέον. Τούτο διότι η απόφαση του Δικαστηρίου που θα έκρινε επί των ζητημάτων αυτών δεν θα επέλυε συγκεκριμένη διαφορά, αλλά θα είχε απλώς τον χαρακτήρα γνωμοδότησης, που θα ήταν ενδεχομένως, χρήσιμη για να καθοδηγήσει τη Διοίκηση ως προς  μελλοντικές ενέργειές της, προκειμένου να αποτραπεί η επανάληψη αντίστοιχων παραλείψεων των διοικητικών αρχών στο μέλλον, πλην όμως δεν συνάδει προς τη φύση της δικαιοδοτικής λειτουργίας.

 

Στο ίδιο πνεύμα, γίνεται δεκτό ότι δεν δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης ο ισχυρισμός περί του ενδεχομένου έκδοσης νέων παράνομων πράξεων στο μέλλον οι οποίες θα έχουν τα ίδια νομικά ελαττώματα, οπότε ο αιτών που ζητεί τη συνέχιση της δίκης θα υποβληθεί σε δαπάνες για την προσβολή τους, ούτε η βλάβη από μελλοντικές πράξεις, υποκείμενες αυτοτελώς σε αίτηση ακύρωσης».

 

(…)

Παραθέτω απόσπασμα της απόφασης στην Πρ. Αρ. 509/2013 Ζηντίλη ν. Δημοκρατίας 26.05.2015, στην οποία γίνεται εκτεταμένη αναφορά στις αρχές που διέπουν το εν λόγω ζήτημα, στην οποία αναφέρθηκε:

 

«Η νομολογία είναι πάγια στο ζήτημα ότι η δίκη καταργείται όταν επέλθουν ορισμένα γεγονότα μεταγενέστερα της κατάθεσης της προσφυγής ούτως ώστε το αντικείμενο της πλέον να εξαφανίζεται.  Η δίκη καταργείται, για παράδειγμα, όταν εκδίδεται νέα εκτελεστή διοικητική απόφαση για το ίδιο ζήτημα οπότε η προηγηθείσα διοικητική πράξη αποβάλλει το αντικείμενο της, (Pavlonapa Enterprises Ltd v. Κ.Ο.Τ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 387).  Η δίκη καταργείται επίσης όταν η προσβαλλόμενη πράξη ανακαλείται και εκδίδεται νέα που ικανοποιεί τον αιτητή, (Κουτσούδης ν. Δήμου Λάρνακας (2006) 4 Α.Α.Δ. 800).  Επίσης μια προσφυγή καθίσταται άνευ αντικειμένου όταν η ισχύς της προσβαλλόμενης αποφάσεως λήγει, (ΑΤΗΚ ν. Επιτρόπου Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (2006) 4 Α.Α.Δ. 93 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 33).  Η δίκη επίσης καταργείται όταν τα θέματα της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας απώλεσαν το αντικείμενο τους ώστε με τη  συνέχιση της διαδικασίας να μην εξυπηρετείται οποιοσδήποτε πρακτικός σκοπός, (Κυπριακό Συνδικάτο Τούρκων Δασκάλων Δημοτικής κ.ά. ν. Γενικής Εισαγγελίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 310). (…)

 

Στην απόφαση ΣτΕ 4038/2008 το Συμβούλιο της Επικρατείας, απέρριψε τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος συνέχισης της δίκης μετά την ημερομηνία που θα είχε εκπνεύσει η ενιαύσια εκδιδόμενη άδεια τοποθέτησης διαφημιστικής πινακίδας, η οποία είχε ανακληθεί πριν  την εκπνοή της και οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η προσφυγή εναντίον της ανάκλησης είχε λόγο συνέχισης καθότι τυχούσα ακυρωτική έκβαση της θα ασκούσε επιρροή επί (μελλοντικής) κρίσεως της διοίκησης για μελλοντικές άδειες τοποθέτησης πινακίδας επόμενων ετών. Ανέφερε το ΣτΕ σχετικώς:

 

«2. Επειδή, η αιτούσα διαφημιστική εταιρεία ζητεί την ακύρωση της 2180/29.6.2001 αποφάσεως του Δ. Γαλαξιδίου του Νομού Φωκίδας, με την οποία ανακλήθηκε η 639/7.3.2001 απόφασή του περί χορηγήσεως άδειας τοποθετήσεως διαφημιστικής πινακίδας στη θέση «Προφήτης Η.» του ως άνω Δήμου.

 

3. Επειδή, κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), εάν η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και έως την πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου (Σ.τ.Ε. 1041/1994, 7μ., 2093/2006 κ.α.), καταργείται η δίκη, εκτός εάν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχισή της.

 

4. Επειδή, η, ανακληθείσα με την προσβαλλόμενη πράξη, 639/7.3.2001 άδεια τοποθετήσεως διαφημιστικής πινακίδας ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος, με αναγραφόμενη σ’ αυτήν ημερομηνία λήξεως την 31.12.2001. Ενόψει αυτού, κατά τον χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του, αρμόδιου για την εκδίκασή της, παρόντος Δικαστηρίου (14.11.2006), θα είχε λήξει η ισχύς της εν λόγω άδειας, η οποία είχε εκδοθεί κατ’ επίκληση του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 1491/1984 (Α΄ 173), όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 18 παρ. 1 του ν. 2130/1993 (Α΄ 62). Με τα δεδομένα αυτά, κατά την ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας συζήτηση της υποθέσεως είχε εξαντληθεί το ρυθμιστικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης, ανακλητικής της ως άνω άδειας, πράξεως και συνεπώς είχε επέλθει λήξη της ισχύος της. Ως εκ τούτου, εξέλιπε το αντικείμενο της ανοιγείσης με την υπό κρίση αίτηση δίκης, η οποία, συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2093/2006, 750/2005, 3258/2004, 4305/1997, 4268/1996, 563/1995). Δεν μπορούν δε να θεμελιώσουν ιδιαίτερο έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της παρούσης δίκης, ως μη αναγόμενοι σε διοικητικής φύσεως συνέπειες της προσβαλλόμενης πράξεως, οι επ’ ακροατηρίου προβληθέντες και αναπτυχθέντες με το από 18.11.2006 υπόμνημα ισχυρισμοί της αιτούσης κατά τους οποίους δικαιολογείται η συνέχιση της δίκης, καθόσον τυχόν ευνοϊκή για την αιτούσα απόφαση του Δικαστηρίου επί της κρινόμενης αιτήσεως, θα ασκούσε επιρροή επί μελλοντικής κρίσεως της Διοικήσεως ως προς τη νομιμότητα της τοποθετήσεως της επίμαχης διαφημιστικής πινακίδας τα επόμενα έτη (πρβλ. Σ.τ.Ε. 28/2007, 2093/2006, 1190/2005, 2223/1993, 756/1992, 674/1991, 2338/1990, 2290/1987)».

 

Συνεπώς η ενδεχόμενη έκδοση νέων πράξεων με το ίδιο περιεχόμενο, οι οποίες αποτελούν πράξεις αυτοτελώς προσβλητές με αίτηση ακυρώσεως, δεν αποτελεί, βάσει της ως άνω νομολογίας, λόγο συνέχισης της ακυρωτικής δίκης, αναφορικά με μια πράξη, που έχει απωλέσει το αντικείμενό της. Σε κάθε περίπτωση, ως επιβεβαιώθηκε ρητώς κατόπιν ερωτήματος του Δικαστηρίου προς τις ευπαίδευτες συνηγόρους Αιτητή και Καθ’ ων η αίτηση κατά τις διευκρινίσεις, ο Αιτητής, δεν υπέβαλε έκτοτε ξανά, παρά την παρέλευση 4 και πλέον ετών, οποιαδήποτε αίτηση συνεπώς δεν μπορεί καν να γίνεται λόγος για συνέχιση της δίκης λόγω βάσιμης υπόνοιας περί πιθανής έκδοσης επόμενων, της προσβαλλόμενης, πράξεων με το ίδιο περιεχόμενο άρα το όλο θέμα αποδεικνύεται και στην πράξη τελείως θεωρητικό.

 

Αναφορικά, τέλος, με το ζήτημα των εξόδων εισιτηρίων, από την αίτηση ακυρώσεως του Αιτητή, δε διαπιστώνω οποιονδήποτε ισχυρισμό ή έγγραφο που να μπορούσε να καταδείξει την πληρωμή τέτοιων εξόδων ούτε άλλωστε ο αιτητής προέβη σε οποιοδήποτε δικονομικό διάβημα προκειμένου να προσάξει τέτοια αποδεικτικά έγγραφα. Συνεπώς θα αποδεκτώ τη θέση των καθ΄ ων η αίτηση περί απλής προκράτησης εισιτηρίου χωρίς οποιαδήποτε οικονομική επιβάρυνση του Αιτητή.

 

Καταλήγω λοιπόν ότι, με δεδομένο το περιεχόμενο της αίτησης ακυρώσεως από όπου απουσιάζει οποιοσδήποτε ισχυρισμός ή στοιχείο ζημιάς διοικητικής, οικονομικής ή άλλης φύσεως αλλά και με γνώμονα τα ως άνω δεδομένα και συμπεράσματά μου, θα συμφωνήσω με τους Καθ΄ ων η αίτηση ότι η παρούσα δίκη δεν έχει αντικείμενο περαιτέρω εκδίκασης και πρέπει να καταργηθεί.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης αντικειμένου με 1.700 ευρώ έξοδα υπέρ των Καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

Φ. Καμένος, ΔΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο