ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 2/2018

27 Μαρτίου, 2024

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με τα Άρθρα 23, 25, 28, 35 και 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Μ. Π.

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Καθ’ ου η αίτηση.

------------

Ξ. Ευγενίου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης δ.ε.π.ε., για την αιτήτρια.

Μ. Αντωνίου (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για καθ’ ου η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:   Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακόλουθη θεραπεία:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ’ ου η Αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 04.12.2017 (Παράρτημα Α) και με την οποία απέρριψε το καθόλα νόμιμο αίτημα της για αναγνώριση της προϋπηρεσίας της στην Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών, για σκοπούς ένταξης και/ή τοποθέτησης της στην ορθή και δίκαια μισθολογική κλίμακα κατ’ ίση μεταχείριση και/ή με βάση την αρχή της αναλογίας είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».

 

Τα ουσιώδη για την παρούσα προσφυγή γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

 

Με επιστολή ημερομηνίας 10.11.2009 ο Δημοτικός Γραμματέας του καθ’ ου η αίτηση πληροφόρησε την αιτήτρια ότι το Δημοτικό Συμβούλιο, κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 05.11.2009, αποφάσισε να της προσφέρει διορισμό στη θέση Λειτουργού Δημοτικής Υπηρεσίας (Θέματα Προσωπικού), από τις 04.01.2010.  Με την εν λόγω επιστολή η αιτήτρια πληροφορήθηκε για την εγκεκριμένη κλίμακα μισθοδοσίας της θέσης και για το γεγονός ότι οι δικές της απολαβές ορίστηκαν στην 1η βαθμίδα της κλίμακας Α8.  Ζητήθηκε δε από την αιτήτρια να πληροφορήσει γραπτώς τον καθ’ ου η αίτηση κατά πόσον αποδέχεται το διορισμό υπό τους όρους που αναφέρονται στην επιστολή.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 16.11.2009 η αιτήτρια απάντησε ότι αποδέχεται τον διορισμό στη θέση.

 

Στις 30.03.2015 η αιτήτρια απέστειλε επιστολή στον Δήμαρχο Λευκωσίας με αίτημα όπως αναγνωρισθεί η προϋπηρεσία της στη Δημόσια Υπηρεσία (Διοικητικός Λειτουργός αορίστου χρόνου στην Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών την περίοδο 23.07.2003 – 31.12.2009) και τοποθετηθεί στην αντίστοιχη βαθμίδα της κλίμακας στην οποία υπηρετούσε κατά την ημερομηνία διορισμού της.  Επικαλέστηκε προς τούτο τον Κανονισμό 11 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημόσιων Υπαλλήλων) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 175/95) καθώς και τη σχετική συλλογική σύμβαση που ήταν σε ισχύ κατά την ημερομηνία διορισμού της στον καθ’ ου η αίτηση.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση απέστειλε για το θέμα επιστολή προς τον Διευθυντή Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ο οποίος με απαντητική επιστολή ημερομηνίας 16.02.2016 εξέφρασε τη θέση ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν ευσταθούν.

 

Ως προς το θέμα ζητήθηκαν και οι απόψεις του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας, ο οποίος με επιστολή του ημερομηνίας 17.02.2016 εξέφρασε την άποψη ότι ο Δήμος θα πρέπει να εφαρμόσει στην περίπτωση της αιτήτριας τον Κανονισμό 11 της Κ.Δ.Π. 175/95.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 04.12.2017, η οποία αποτελεί την προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση, ο Αναπληρωτής Δημοτικός Γραμματέας του καθ’ ου η αίτηση ενημέρωσε την αιτήτρια ότι η Επιτροπή Προσωπικού, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 26.09.2017, αποφάσισε όπως το αίτημά της για αναγνώριση της προϋπηρεσίας της στη Δημόσια Υπηρεσία αποσυρθεί από την Επιτροπή και αποφασίσει σχετικά ο Δήμαρχος μαζί με την Υπηρεσία, αφού διαβουλευθεί με τις συντεχνίες και πως το θέμα συζητήθηκε σε συνάντηση που ορίστηκε και αποφασίστηκε όπως αυτό απορριφθεί.

 

Με την προσφυγή της η αιτήτρια διατείνεται, καταρχάς, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω παράλειψης εξέτασης του αιτήματός της από το Δημοτικό Συμβούλιο του καθ’ ου η αίτηση, το οποίο είναι το αρμόδιο όργανο να εξετάζει αιτήματα υπαλλήλων του Δήμου που αφορούν μισθολογική αναβάθμιση και όχι ο Δήμαρχος, ο οποίος αναρμοδίως εξέτασε και απέρριψε εν προκειμένω το αίτημα, χωρίς μάλιστα να τηρηθεί σχετικό πρακτικό, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος.  Ακολούθως, η αιτήτρια υποβάλλει ότι η απόρριψη του αιτήματός της παραβιάζει τις πρόνοιες του Κανονισμού 11 της Κ.Δ.Π. 175/95 και εκδόθηκε υπό την πλάνη που δημιούργησε το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αντίθετα προς την ορθή άποψη του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας.  Επικαλείται, τέλος, η αιτήτρια παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της καλής πίστης.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, απορρίπτει τους λόγους ακύρωσης και τους ισχυρισμούς της αιτήτριας και εγείρει προδικαστικώς ζήτημα ως προς το παραδεκτό της προσφυγής, αφενός, λόγω μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, την οποία χαρακτηρίζει ως βεβαιωτική πράξη της πράξης διορισμού και, αφετέρου, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας να επιζητεί αναγνώριση της προϋπηρεσίας της ενώ κατά τον διορισμό της αποδέχτηκε ρητώς και ανεπιφύλακτα τους όρους μισθοδοσίας της χωρίς ουδέποτε να τους αμφισβητήσει.

 

Προέχει, ως πρώτο θέμα μεταξύ των λόγων που ερευνώνται (είτε αυτοί αφορούν την αρμοδιότητα, είτε την κακή σύνθεση, είτε τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου), η εξέταση του εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας, ως προϋπόθεση για την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος,  (Πανεπιστήμιο Κύπρου ν Θεοδότης Χατζηβασιλείου, ΕΔΔ αρ. 24/2018, ημερ. 25.01.2024).

 

Επισημαίνοντας ότι αίτηση της αιτήτριας για προσαγωγή μαρτυρίας, ως προς τις συνθήκες αποδοχής του διορισμού της, απορρίφθηκε για τους λόγους που αναλύονται σε ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου (Μ.Π. ν Δήμου Λευκωσίας, Υπόθ. αρ. 2/2018, ημερ. 10.02.2023), καταλήγω ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος στην καταχώριση της παρούσας προσφυγής, δοθέντος ότι η ίδια ανεπιφύλακτα αποδέχθηκε τον διορισμό της και τους όρους υπηρεσίας της στην επίδικη θέση, μεταξύ αυτών και την εγκεκριμένη κλίμακα μισθοδοσίας της θέσης.

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου[1] Μαρία Ζαντή ν Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου μέσω Διοικούσας Επιτροπής, ΕΔΔ αρ. 129/2018, ημερ. 14.02.2024, κρίθηκαν σχετικώς τα ακόλουθα:

 

«Σύμφωνα με τη νομολογία, η ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας διοικητικής πράξης, συνεπάγεται αποστέρηση του έννομου συμφέροντος προσβολής της με προσφυγή. (βλ. Π. Κύρου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου (2017) 3 (Α) ΑΑΔ 217 και Α. Μιχαήλ ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.ά., ΕΔΔ 82/2018 και 83/2018, ημερ. 11.1.2024). Η ίδια προσέγγιση ακολουθείται και από το Συμβούλιο της Επικράτειας (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929 - 1959, σελ. 260, 261), όπου σημειώνεται πως, «γενικώς, δεν δημιουργείται έννομο συμφέρον οσάκις διαπιστώνεται ότι ο αιτών συνήνεσε καθ' οιονδήποτε τρόπο στην έκδοση της πράξης.  Η γενόμενη τυχόν αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης από τον αιτούντα καθιστά απαράδεκτη την κατ' αυτής στρεφόμενη αίτηση ακυρώσεως, ελλείψει συμφέροντος.»

 

Σχετικό επί του θέματος είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 2, 16η έκδοση (2022) του Επ. Σπηλιωτόπουλου, στις παρ. 457 και 458, σελ. 105 και 106, που συνοψίζει την ορθή προσέγγιση επί του θέματος:

 

«457. Το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει σωρευτικά σε τρία χρονικά σημεία: α) κατά την έκδοση προσβαλλόμενης πράξης (ΣΕ 4964/2012), β) κατά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως, δηλαδή κατά την κατάθεσή της και γ) κατά την τελευταία συζήτησή της. Το έννομο συμφέρον μπορεί να μην δημιουργηθεί ή μπορεί να εκλείψει μετά τη δημιουργία του για λόγους υποκειμενικούς, που αφορούν τον αιτούντα ή αντικειμενικούς. Έτσι, η δημιουργία έννομου συμφέροντος εμποδίζεται, αν η προσβαλλόμενη πράξη είναι θετική και εκδόθηκε μετά από αίτηση του προσώπου που ασκεί την αίτηση ακυρώσεως ή προκλήθηκε από αυτό, ή εάν ο αιτών έδωσε κατά οποιοδήποτε τρόπο την συναίνεσή του για την έκδοση της πράξης (ΣΕ 2356/1964, 2468/2009).

 

458. Το έννομο συμφέρον που υπάρχει κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως εκλείπει, παύει να υπάρχει από αντικειμενικούς λόγους και η δίκη καθίσταται άνευ αντικειμένου, εάν διακόπηκε ο νομικός δεσμός που συνδέει τον αιτούντα με την προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ 2473/1970), όπως όταν ο αιτών έχασε, μετά την έκδοση της πράξης, την ιδιότητα με την οποία είχε υποστεί τη βλάβη (ΣΕ 1757/2005), καθώς και με αποδοχή της πράξης από τον αιτούντα (Δ/γμα 18/1989, άρθρο 29).  Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή, δηλαδή, να προκύπτει από σχετική δήλωση του αιτούντος, ή σιωπηρή δηλαδή, να συνάγεται από συμπεριφορά του, η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για την έννοια της όπως π.χ. είναι η ανεπιφύλακτη συμμετοχή στη διαδικασία έκδοσης της πράξης και ειδικότερα η υποβολή προσφορών σε διαγωνισμό δημοσίων έργων χωρίς επιφύλαξη για τη νομιμότητα της διακήρυξης. Η αποδοχή πρέπει i) να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη, ii) να μην έγινε από νόμιμη υποχρέωση (ΣΕ 4528/1976, 4071/1990) ή λόγω οικονομικής ανάγκης (ΣΕ 2407/1970) ή λόγω παράνομης βίας ή απειλής (ΣΕ 2013/1959) ή διότι η παράλειψή της θα είχε για τον αιτούντα δυσμενείς συνέπειες (ΣΕ 1568/1960) και iii) να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (ΣΕ 2087/1970) ή, όταν δεν είναι ρητή να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις.  Η παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως δεν υποδηλώνει αποδοχή της πράξης. Επίσης, το έννομο συμφέρον παύει να υπάρχει, εάν απωλέσθηκε η ιδιότητα υπό την οποίαν δημιουργείται βλάβη από την πράξη (ΣΕ 280/1996) εκτός αν επικαλείται τυχόν δυσμενείς συνέπειες σε βάρος της από τη προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ4888/021, ΣΕ 1792/2014)»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, προκύπτει κατά αδιαμφισβήτητο τρόπο, στη βάση των επίδικων γεγονότων, πως η Εφεσείουσα, στις 31.8.2007 αποδέχθηκε τον επίδικο διορισμό της, με μισθολογική τοποθέτηση στην 1η βαθμίδα της κλίμακας Α8.  Η αποδοχή της ήταν σαφής και εκούσια, δόθηκε δηλαδή με ελεύθερη βούληση και χωρίς καμιά επιφύλαξη.  Το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος δεν απέρριψε, αλλά αποδέχθηκε στις 6.11.2007 και απέδωσε σ' αυτήν, μετά το διορισμό της, κατόπιν αιτήματος της ημερ. 22.10.2007, δύο επιπρόσθετες προσαυξήσεις για το μεταπτυχιακό της δίπλωμα, ουδόλως κατά την κρίση μας, επηρεάζει την έλλειψη εννόμου συμφέροντος της Εφεσείουσας να προσβάλει την επίδικη απόφαση για απόρριψη του αιτήματος της, σε σχέση με την προϋπηρεσία της στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.  Τούτο γιατί η εκ των υστέρων του διορισμού της και εν μέρει ικανοποίηση του αιτήματος της για άλλο λόγο, δεν μπορεί καθ' οιονδήποτε τρόπο να αλλοιώσει την προγενέστερη ανεπιφύλακτη αποδοχή του διορισμού της στην συγκεκριμένη βαθμίδα και κλίμακα, ούτε και μπορεί να προσδώσει σ' αυτήν έννομο συμφέρον προκειμένου να αμφισβητήσει την νομιμότητα και ορθότητα της μεταγενέστερης απορριπτικής απόφασης του Εφεσίβλητου σε σχέση με την προϋπηρεσία της.

 

Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω, κρίνουμε πως η ανεπιφύλακτη αποδοχή από την Εφεσείουσα στις 31.8.2007, της πρότασης διορισμού της ημερ. 20.8.2007, αποστερεί από αυτήν το έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την ορθότητα της μεταγενέστερης επίδικης απορριπτικής απόφασης του Εφεσίβλητου ημερ. 13.2.2015 και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε προς τούτο την σχετική προδικαστική ένσταση του Εφεσίβλητου.».

 

Ως εκ των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας.  Εναντίον αυτής και υπέρ του καθ’ ου η αίτηση επιδικάζονται έξοδα ύψους €1.700, πλέον ΦΠΑ.

 

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.

 

 

 



[1] Στη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του συμφώνως του άρθρου 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο