ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                                      Υπόθεση Αρ. 2094/2023 (Κ)

 

                                                  1 Μαρτίου, 2024

 

                                             [Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

K. P., από τo Ιράν

                                                                                                              Αιτητής,

                             v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, 2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

                                                                                Καθ' ων η Αίτηση

 

 

Ι. Μερακλής για ΧΡΙΣΤΟΦΗ, ΜΕΡΑΚΛΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι Αιτητή

Κ. Παπαδοπούλου, (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για τους Καθ' ων η Αίτηση.

  ___________________

 

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά τις ακόλουθες θεραπείες:

«Α. Δήλωση και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή δήλωση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 18/11/2023, για την οποία ο Αιτητής έλαβε γνώση την ίδια ημέρα, με την οποία ενημερώνουν τον Αιτητή για την απόφασή τους να τον απελάσουν δυνάμει του άρθρου 29(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 είναι άκυρη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος.

Β. Δήλωση και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή δήλωση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 19/11/2023, για την οποία ο Αιτητής έλαβε γνώση την ίδια ημέρα, με την οποία ανακηρύττουν και/ή δηλώνουν τον Αιτητή ως παράνομο και/ή απαγορευμένο μετανάστη δυνάμει του άρθρου 6 (1) (ζ) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου είναι άκυρη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος.

Γ. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 19/11/2023 για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του Αιτητή είναι άκυρη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος.

Δ. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 19/11/2023 για την έκδοση διατάγματος απέλασης εναντίον του Αιτητή είναι άκυρη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος.»

 

Ως καταγράφεται στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση και προκύπτει από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, αλλά και του φακέλου ο οποίος περιλαμβάνει έγγραφα τα οποία φέρουν το χαρακτηρισμό «Απόρρητο» και έχουν όλα κατατεθεί στο Δικαστήριο, τα σχετικά με την παρούσα γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

 

Ο αιτητής, υπήκοος του Ιράν και αναγνωρισμένος πρόσφυγας, αφίχθηκε στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 2/01/2002 νόμιμα μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας, μαζί με τη σύζυγό του και τον υιό τους.

 

Στις 15/05/2003 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση πολιτικού ασύλου, η οποία αφού εξετάστηκε, του παραχωρήθηκε καθεστώς πρόσφυγα στις 25/08/2004, έχοντας εξασφαλίσει με το συγκεκριμένο καθεστώς άδειες παραμονής οι οποίες λήγουν μετά τον χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων. Σημειώνεται ότι στις 09/12/2004 προχώρησε σε αλλαγή του ονόματος του, για λόγους ασφάλειας του ίδιου και της οικογένειας του, υιοθετώντας το όνομα το οποίο αναγράφεται στο τίτλο της παρούσας προσφυγής.  

 

Στις 29/05/2009 ο αιτητής καταχώρησε αίτηση για πολιτογράφηση ως Κύπριος πολίτης, η οποία απορρίφθηκε στις 15/12/2014. Σχετική προσφυγή του, που ακολούθησε στο Διοικητικό Δικαστήριο, απορρίφθηκε με απόφαση ημερομηνίας 17/01/2019. Από το διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι, στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης για παραχώρηση υπηκοότητας στάλθηκε έκθεση από την ΚΥΠ, στην οποία καταγράφεται ότι περισυνελέγησαν πληροφορίες πως ο αιτητής εμπλέκεται στη διακίνηση πλαστών διαβατηρίων, ωστόσο δεν κατέστη δυνατόν να οδηγηθεί σε ποινική δίωξη, καθώς η καταγγελία έγινε στις κατεχόμενες περιοχές.

 

Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο αιτητής διέμενε μαζί με τη σύζυγό και τον ενήλικο υιό τους στην Ορόκλινη, όπου εργάζεται ως αυτοεργοδοτούμενος υδραυλικός.

 

Στις 04/11/2023, ο αιτητής συνελήφθη στην οικία του δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης για σκοπούς διερεύνησης ποινικής υπόθεσης και έκτοτε παραμένει υπό κράτηση. Συγκεκριμένα συνελήφθη, με σκοπό τη διερεύνηση υπόθεσης που αφορά: (α) Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του άρθρου 371 Κεφ. 154, (β) Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση κατά παράβαση του άρθρου 63Α Κεφ. 154, (γ) Συμμετοχή και αποδοχή διάπραξης εγκλημάτων κατά παράβαση του άρθρου 63Β Κεφ. 154, (δ) αδικήματα που αφορούν τον Περί Καταπολέμησης Τρομοκρατίας και Προστασίας των Θυμάτων άρθρο 5 του Ν. 75(Ι)/2019, καθότι υπήρχαν πληροφορίες ότι ο Αιτητής δραστηριοποιείται προς όφελος Ιρανικών τρομοκρατικών στοιχείων, με σκοπό την πραγματοποίηση εγκληματικής ενέργειας εναντίον Ισραηλινών προσώπων, συγκεκριμένα τη δολοφονία ισραηλινών υπηκόων και δη ενός ισραηλινού επιχειρηματία ο οποίος κατέχει την κυπριακή υπηκοότητα. Σχετικά στοιχεία των υπηρεσιών ασφαλείας της Δημοκρατίας ως διαβιβάστηκαν στη Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ., έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων μέσω της κατάθεσης σχετικών φακέλων όπου περιλαμβάνονται έγγραφα με την ένδειξη «Απόρρητο».

 

Με επιστολή της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 18/11/2023, η οποία του παραδόθηκε δια χειρός, ο Αιτητής πληροφορήθηκε για την απόφασή της να τον απελάσει δυνάμει του άρθρου 29(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000.

 

Την επόμενη ημερά 19/11/2023, ο αιτητής έλαβε γνώση για την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση με την οποία τον ανακηρύττουν ως παράνομο και/ή απαγορευμένο μετανάστη δυνάμει του άρθρου 6 (1) (ζ) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου και του παραδόθηκαν Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης ίδιας ημερομηνίας. Συγκεκριμένα στις 19/11/2023 εκδόθηκε εναντίον του αιτητή, Διάταγμα Απέλασης, δυνάμει του άρθρου 29 του Περί Προσφύγων Νόμου και του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, αλλά και Διάταγμα Κράτησης επίσης δυνάμει του άρθρου 29 του Περί Προσφύγων Νόμου άρθρου 14 και του περί αλλοδαπών και μετανάστευσης νόμου.

 

Στις 12/12/2023 ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα Προσφυγή.

 

Τα επίδικα διατάγματα, όπως προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο τους όσο και από τα έγγραφα που έχουν κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, εκδόθηκαν από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, λόγω του ότι ο αιτητής κατέστη απαγορευμένος μετανάστης, συνεπεία του ότι η προσωπική συμπεριφορά του θεωρήθηκε ότι αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας για τους λόγους που αναφέρονται. Συγκεκριμένα, στο περιεχόμενο του διατάγματος απέλασης αναγράφεται ότι από μαρτυρία που κατέχουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους εναντίον του αιτητή, προκύπτει ότι, υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ενέχεται σε υπόθεση που αφορά σε «Συνομωσία προς Διάπραξη Κακουργήματος» κατά παράβαση του άρθρου 371 Κεφ. 154 σε συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση Άρθρο 63 Κεφ. 154 και σε αδικήματα που αφορούν στον περί καταπολέμησης της τρομοκρατίας και προστασίας θυμάτων Νόμων 75(Ι)/2019.  Η αιτιολογία αυτή υποστηρίζεται από το περιεχόμενο των επιστολών της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης οι οποίες φέρουν το χαρακτηρισμό «Απόρρητο» και τις διαπιστώσεις της αρμόδιας υπηρεσίας ασφαλείας του κράτους, βάσει των οποίων οι Καθ’ ων η Αίτηση έκριναν ότι ο αιτητής αποτελεί κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία και την ασφάλεια της Δημοκρατίας.

 

Η Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ. κατόπιν εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών, δυνάμει του άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ.105, έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέσει υπό κράτηση τον αιτητή για τον σκοπό της απομάκρυνσής του από το έδαφος της Δημοκρατία, εφόσον διαπιστώνεται ότι υφίσταται κίνδυνος διαφυγής του, όπως και έπραξε εκδίδοντας το Διάταγμα Κράτησης.  Όπως προκύπτει από το κείμενο του εν λόγω Διατάγματος, αλλά και της επιστολής της προς τον Αρχηγό Αστυνομίας στις 19/11/2023, η Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ., εξέτασε την πιθανότητα επιβολής στον αιτητή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, την οποία και απέκλεισε λόγω της διαπίστωσης ότι η προσωπική συμπεριφορά του αιτητή αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας για τους λόγους που αναφέρονται στο Διάταγμα Απέλασης του,

 

Σχολιάζοντας διαδοχικά όλους τους λόγους ακύρωσης τους οποίους προβάλει ο αιτητής, με τη σειρά που τους προωθεί μέσω της γραπτής του αγόρευσης, διαπιστώνω τα ακόλουθα.

 

Ο αιτητής, ως καταγράφει στη προσφυγή του και προωθεί με την γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του, υποστηρίζει ότι η απόφαση κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη και συνακόλουθα τα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου διατάγματα κράτησης και απέλασης πάσχουν, αφού η απόφαση λήφθηκε καταχρηστικά, είναι αποτέλεσμα σειράς παραβιάσεων της νομοθεσίας αλλά και των αρχών που διέπουν τη λειτουργίας της διοίκησης. 

 

Ο αιτητής προωθεί ως πρώτο λόγο ακύρωσης ότι, η προσβαλλόμενη πράξη αντιβαίνει στα άρθρα 26 και 28 του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999 αφού, δεν παρατίθενται οι απαιτούμενες πληροφορίες και τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκαν οι Καθ' ων η Αίτηση προκειμένου να διαμορφώσουν την κρίση τους, και συνεπώς αυτή στερείται της απαιτούμενης αιτιολογίας.

 

Κατά δεύτερο και τρίτο λόγους ακύρωσης, ο αιτητής προβάλει ότι, η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε χωρίς τη δέουσα και επαρκή έρευνα κατά παράβαση του άρθρου 45 του Περί των Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999) και ενήργησαν υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα κατά παράβαση του άρθρου 46 του Ν. 158(Ι)/1999, καθότι έλαβαν υπόψη τους γεγονότα και καταστάσεις τα οποία είναι εξ αντικειμένου ανύπαρκτα και αφορούν πληροφορίες και/ή υπόνοιες ότι ο αυτός ενέχεται σε υπόθεση που αφορά σε «Συνομωσία προς Διάπραξη Κακουργήματος» κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, σε Συμμετοχή σε Εγκληματική Οργάνωση, Άρθρο 63 του Κεφ. 154 και σε Αδικήματα που αφορούν στον Περί Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας και Προστασίας των Θυμάτων Νόμο, Ν. 75(Ι)/2019, καθότι δεν συντρέχει κανένας λόγος δημόσιας τάξης και/ή δημόσιας ασφάλειας για την απέλαση του από τη Δημοκρατία αλλά και για να διαταχθεί όπως αυτός παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί. Σχετικά με αυτούς τους συγκεκριμένους λόγους, ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε σε εμφανίσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου πριν την καταχώρηση των γραπτών του αγορεύσεων ότι θα έπρεπε να του δοθεί πρόσβαση στο σύνολο των διοικητικών φακέλων, περιλαμβανομένων και των εγγράφων τα οποία έχουν ταξινομηθεί από τη διοίκηση ως «Απόρρητα» όπως χαρακτηριστικά τόνισε «χωρίς να διαθέτει στυλό ή κινητό τηλέφωνο», κάτι το οποίο δεν του επετράπη, τουλάχιστον ως προς τα ουσιαστικά αυτά έγγραφα.

 

Τέλος υποστηρίζει ότι, η συμπεριφορά της διοίκησης αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 52 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999, καθότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις του αιτητή και επειδή δεν αιτιολογήθηκε κανένα λόγος δημόσιας τάξης και δημόσιας ασφάλειας, ώστε να εκδοθεί η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση να κηρύξουν τον αιτητή ως παράνομο μετανάστη και να εκδοθούν τα διατάγματα κράτησης και απέλασής του. Τονίζοντας τις οικογενειακές περιστάσεις του, είναι η θέση του ότι θα έπρεπε να εφαρμοστούν εναλλακτικά μέτρα περιορισμού και όχι η κράτηση του αιτητή για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.

 

Αντίθετα, η θέση της δικηγόρου των Καθ’ ων η Αίτηση είναι ότι το διάταγμα κράτησης του αιτητή είναι ορθό και νόμιμο, όπως και το διάταγμα απέλασης αυτού, και ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με το νόμο και την αποφασιστική εξουσία που παρέχεται στη Διευθύντρια από το άρθρο 14 του Κεφ. 105, να εκδίδει διατάγματα κράτησης σε απαγορευμένους μετανάστες που βρίσκονται στο έδαφος της Δημοκρατίας, με σκοπό την απέλαση τους.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας τονίζει ότι, τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να επιληφθεί της προσφυγής και τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται στη δικογραφία (Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου, Υπόθεση Αρ. 1061/94, 30/6/95 Βαρνάβας Νικολάου και Υιοί Λτδ., ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 380/94, 31/8/95 και Κυριακίδης και άλλος ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 212/95 και 259/95, 31/01/1997) και η γραπτή αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επίδικων θεμάτων  (Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379, Α.Ε. υπ' αρ. 2190 μεταξύ Κοινότης Λυσού κ.α. -ν- Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.537), παραπέμποντας μας ουσιαστικά στα έγγραφα των διοικητικών φακέλων και ειδικότερα στα έγγραφα τα οποία έχουν ταξινομηθεί από τη διοίκηση ως «Απόρρητα».

Πριν προχωρήσω στο σχολιασμό των λόγων ακύρωσης θα επιληφθώ των τριών προδικαστικών ενστάσεων τις οποίες θέτουν οι Καθ’ ων η Αίτηση, αναφορικά με την αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου να εξετάσει τις θεραπείες υπό Α, Β και Δ της προσφυγής.

 

Συγκεκριμένα προβάλουν ότι, το αιτητικό Α στρέφεται εναντίον πράξης που δεν είναι εκτελεστή αλλά είναι πληροφοριακού χαρακτήρα και ότι το Δικαστήριο είναι καθ' ύλην αναρμόδιο για εκδίκαση του αιτητικού Β (αμφισβήτηση της νομιμότητας της κήρυξης του Αιτούντος ως απαγορευμένου μετανάστη) καθώς, ο αιτητής είναι πρόσωπο που έχει αναγνωριστεί ως πρόσφυγας και η κρίση της διοίκησης ως προς τον χαρακτηρισμό του ως απαγορευμένου μετανάστη προϋποθέτει διοικητική διεργασία στην βάση του περί Προσφύγων Νόμου και μόνο αρμόδιο Δικαστήριο να εκδικάζει πράξεις που εκδόθηκαν δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου είναι το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Ομοίως υποστηρίζουν ότι, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία για εκδίκαση του Διατάγματος απέλασης (αιτητικό Δ), το οποίο έχει εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6/2000).

 

Αναφορικά με την πρώτη προδικαστική ένσταση (αιτητικό Α) θα συμφωνήσουμε ότι η επιστολή ημερομηνίας 18/11/2023, με την οποία ενημερώνουν οι Καθ’ ων η Αίτηση τον Αιτητή για την απόφασή τους να τον απελάσουν δυνάμει του άρθρου 29(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 δεν αποτελεί κάτι περισσότερο από επιστολή πληροφοριακού χαρακτήρα με την οποία εκφράζουν την πρόθεση τους χωρίς την παραγωγή άμεσων εννόμων αποτελεσμάτων, αφού η διοικητική πράξη είναι το Διάταγμα Απέλασης το οποίο ακολούθησε της συγκεκριμένης επιστολής. Όπως σημειώνει ο Κώστας Παρασκευά στο Κυπριακό Διοικητικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2016 στη σελίδα 187, «Πράξη με την οποία εκτίθεται η γνώμη της διοίκησης προς τον διοικούμενο ή η πρόθεση της χωρίς όμως την παραγωγή άμεσων εννόμων αποτελεσμάτων αυτή δεν είναι εκτελεστή». Συνεπώς η υπό Α θεραπεία απορρίπτεται ως προσβάλλουσα μη εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

Αναφορικά δε με τις υπόλοιπες προδικαστικές ενστάσεις θα συμφωνήσουμε ότι το παρόν Δικαστήριο είναι καθ’ ύλην αναρμόδιο να εκδικάζει πράξεις που εκδόθηκαν δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και αρμόδιο προς τούτο δικαστήριο είναι το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Ειδικά για την δεύτερη προδικαστική ένσταση (αιτητικό Β), η οποία αφορά την απόφαση με την οποία ενημερώνεται ο αιτητής ότι πλέον είναι παράνομος μετανάστης, ως φαίνεται στη σχετική επιστολή ημερ. 19/11/2023, αυτή καταγράφεται ότι στηρίζεται στη πρόνοια του άρθρου 6, του περί αλλοδαπών και μετανάστευσης νόμου (Κεφ. 105).  Όπως υποστηρίζουν οι Καθ΄ων η αίτηση το σεβαστό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την νομιμότητα της απόφασης κήρυξης του αιτούντος ως απαγορευμένου μετανάστη, χωρίς πρώτα να έχει κριθεί από το αρμόδιο ΔΔΔΠ η οριοθέτηση του καθεστώτος και της ιδιότητας του αιτούντος, η οποία θα εξεταστεί αποκλειστικά στη βάση των άρθρων του Περί Προσφύγων Νόμου. Θα συμφωνήσω μαζί τους, αφού ήδη έχω εξετάσει το ζήτημα στην Υπόθεση Αρ. 1578/2023 (Κ), μεταξύ Α.S. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω 1. Υπουργού Εσωτερικών, 2. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, απόφαση μου ημερ. 18/12/2023, όπου με αναφορά στο σκεπτικό της αδελφής Δικαστή Ε. Γαβριήλ ΔΔΔ στην Υπόθεση αρ. 186/2023 (K) ημερομηνίας 30 Μαρτίου 2023, A. A. J. v. Κ. Δ., Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, έκρινα ότι το Διοικητικό Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας εκδίκασης της πράξης κήρυξης του (εκεί) αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη.  

 

Ως προς δε τη προδικαστική ένσταση η οποία αφορά την εκδίκαση του Διατάγματος Απέλασης (αιτητικό Δ) σημειώνεται ως νομοθετικό υπόβαθρο στον τίτλο του, όπως στον τίτλο του Διατάγματος Κράτησης, τόσο το άρθρο 29 του Περί Προσφύγων Νόμου αλλά και το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου. Ως καταγράφεται στο κείμενο, ο αιτητής «κάτοχος καθεστώτος Αναγνωρισμένου Πρόσφυγα στη Δημοκρατία θεωρείται ότι αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 29 του Περί Προσφύγων Νόμου κα/ή είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6, του περί αλλοδαπών και μετανάστευσης νόμου (Κεφ. 105)». Συνεπώς, αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση Διατάγματος απέλασης το οποίο εκδόθηκε στην βάση του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου, είναι το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.  

 

Συνεπώς θα υιοθετήσω τη θέση της κυρίας Παπαδοπούλου εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση και για τις άλλες δύο προδικαστικές ενστάσεις, με αποτέλεσμα να παραμένει προς εξέταση μόνο η προσβολή του διατάγματος κράτησης του αιτητή.

 

Προτού προχωρήσω στον σχολιασμό των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, σημειώνω ότι, οι επίδικες αποφάσεις εκδόθηκαν δυνάμει των άρθρων 6(1) (ζ) και 14 του Κεφ. 105, και ήταν το αποτέλεσμα της διαπίστωσης από το αρμόδιο όργανο της διοίκησης πως η προσωπική συμπεριφορά του αιτητή αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας, για τους λόγους που αναφέρονται στο διάταγμα απέλασης του και καταγράφονται πιο κάτω.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 6(1) (ζ) και (κ) του Κεφ.105 (η έμφαση προστίθεται):

 

«Απαγoρευμέvoι μεταvάστες

 

6.-(1)   Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-

 

(ζ)     oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo φαίvεται από μαρτυρία τηv oπoία τo Υπoυργικό Συμβoύλιo δυvατό vα θεωρήσει επαρκή, ότι εvδέχεται vα συμπεριφερθεί κατά τέτoιo τρόπo πoυ vα καταστεί επικίvδυvo στηv ησυχία, δημόσια τάξη, έvvoμη τάξη ή δημόσια ήθη ή vα πρoκαλέσει έχθρα, μεταξύ τωv πoλιτώv της Δημoκρατίας και της Αυτής Μεγαλειότητας ή vα ραδιoυργήσει εvαvτίov της εξoυσίας της Αυτής Μεγαλειότητας και αρχής στη Δημoκρατία

 

(κ)     oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo εισέρχεται ή διαμέvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση oπoιασδήπoτε απαγόρευσης, όρoυ, περιoρισμoύ ή επιφύλαξης πoυ περιλαμβάvεται στo Νόμo αυτό ή σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή σε oπoιαδήπoτε άδεια πoυ παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv Καvovισμώv αυτώv·» (η έμφαση δική μας)

 

Το Άρθρο 14 του Κεφ.105, προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«14.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ και τωv όρωv oπoιασδήπoτε άδειας ή έγκρισης πoυ χoρηγήθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή oπoιωvδήπoτε Καvovισμώv πoυ εκδόθηκαv βάσει αυτoύ και με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου, o Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης δύvαται vα διατάξει oπoιoδήπoτε αλλoδαπό o oπoίoς είvαι απαγoρευμέvoς μεταvάστης ή oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo, αφoύ εισήλθε στη Δημoκρατία με άδεια vα παραμείvει σε αυτή για περιoρισμέvη περίoδo, παραμέvει στη Δημoκρατία μετά τηv παρέλευση της περιόδoυ αυτής ή oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo περιλαμβάvεται εvτός της κατηγoρίας πoυ απαριθμείται στηv παράγραφo (θ) τoυ εδαφίoυ (1) τoυ άρθρoυ 6 vα απελαθεί από τη Δημoκρατία και, εv τω μεταξύ, vα τεθεί υπό κράτηση

 

Πρόσθετα, σχετική με την παρούσα υπόθεση είναι και η διάταξη του άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ. 105, οι οποίες έχουν ως εξής:

 

«18ΠΣΤ.- (1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν

(α)          υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή

(β)          ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.»

 

Στη παρούσα υπόθεση τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (Τ.Α.Π.Μ.), ασκώντας τις εξουσίες της, βάσει του Κεφ. 105, λόγω του ότι ο αιτητής κατέστη απαγορευμένος μετανάστης, συνεπεία του ότι η προσωπική συμπεριφορά του κρίθηκε ότι αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας, για τους λόγους που αναφέρονται στο διάταγμα απέλασης του. Συγκεκριμένα στο περιεχόμενο του διατάγματος απέλασης αναγράφεται ότι, «Από μαρτυρία που κατέχουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους εναντίον του αιτητή προκύπτει ότι υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ενέχεται σε υπόθεση που αφορά σε «Συνομωσία προς Διάπραξη Κακουργήματος» κατά παράβαση του άρθρου 371 Κεφ. 154 σε συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση Άρθρο 63 Κεφ. 154 και σε αδικήματα που αφορούν στον περί καταπολέμησης της τρομοκρατίας και προστασίας θυμάτων Νόμων 75(Ι)/2019. Ως εκ τούτου, κρίνω και αποφασίζω ότι αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα, απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας »

 

Δυνάμει του άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ.105, ο Υπουργός Εσωτερικών (και κατόπιν εξουσιοδότησης η Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ.) έχει διακριτική ευχέρεια να θέσει υπό κράτηση τον αιτητή για τον σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία. Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου φάκελο, οι Καθ’ ων η αίτηση, εξέτασαν τα στοιχεία που αφορούσαν τον αιτητή και ακολούθως κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υφίσταται κίνδυνος διαφυγής του, κρίση η οποία βρίσκεται εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας για τους λόγους που αναφέρονται στο διάταγμα απέλασης.

 

Εν προκειμένω κρίνω ότι, η προσωπική συμπεριφορά του αιτητή, όπως αποτυπώνεται στις επιστολές ημερ. 16/11/2023, 14/12/2023 και 11/01/2024 της Αστυνομίας προς την Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ. οι οποίες περιλαμβάνονται στον ενώπιον του Δικαστηρίου φάκελο με την ένδειξη «Απόρρητα Έγγραφα», δικαιολογεί τη διαπίστωση της Διευθύντριας ότι ο αιτητής αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η πιθανότητα επιβολής στο εν λόγω πρόσωπο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Συνεπώς, θα συμφωνήσω με τη δικηγόρο των Καθ΄ων η Αίτηση ότι στη παρούσα τηρήθηκε και η Αρχή της Αναλογικότητάς στη βάση των στοιχείων και δεδομένων που βρίσκονταν ενώπιον της Διοίκησης κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος, οπότε σταθμίστηκαν όλα και αποφασίσθηκε η κράτηση του αιτητή, προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση και διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσής της στη χώρα καταγωγής του. Ως εκ τούτου, το μέτρο κράτησής του αιτητή θεωρώ ότι ορθώς κρίθηκε από τη Διοίκηση ως μέτρο ανάλογο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή της απέλασης του.

 

Στη συνέχεια θα μας απασχολήσουν οι ισχυρισμοί του αιτητή  ότι, η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση στερείται της δέουσας αιτιολογίας και ότι, ως υποστηρίζει, ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα. Υποστηρίζεται ότι, από το σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης δεν διαφαίνεται η οποιαδήποτε αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης με συγκεκριμένα γεγονότα και ότι, η πρόσδοση του στοιχείου του απορρήτου σε κάποια δεδομένα δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ούτως ώστε να μην αιτιολογηθεί με συγκεκριμένα στοιχεία στο σώμα της η προσβαλλόμενη απόφαση. Όπως έχει υποστηρίξει ο δικηγόρος του αιτητή, αν όντως υπήρχε ικανή μαρτυρία θα έπρεπε να ζητηθεί η ανανέωση αστυνομικής κράτησης, αλλά και να προωθηθεί ποινική υπόθεση στο Δικαστήριο, κάτι το οποίο δεν έγινε.  

 

Αντίστοιχο ζήτημα, έχει εξετάσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην Υπόθεση αρ. 1064/2012 ημερομηνίας 20 Μαΐου 2014, ECLI:CY:AD:2014:D338, ANGHEL VIOREL v. Κ. Δ. ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, όπου ο εκεί αιτητής ομοίως δεν έτυχε ποινικής καταδίκης για οποιοδήποτε αδίκημα πριν την έκδοση αντίστοιχων διαταγμάτων. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω σχετικά αποσπάσματα ως ακολούθως:

 

«Με πολύ παρόμοια θεματολογία το Δικαστήριο έχει ασχοληθεί πρόσφατα στην υπόθεση Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, υπ΄ αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, από όπου μεταφέρονται τα εξής αποσπάσματα επί του νομοθετικού και  νομολογιακού πλαισίου και ερμηνείας που διέπει τις υποθέσεις αυτές:

 «Το δεύτερο ζήτημα που θα απασχολήσει το Δικαστήριο αφορά την εν γένει αιτιολογία και την επάρκεια της, καθώς και την έρευνα που έγινε ώστε ο αιτητής να θεωρηθεί ότι αποτελούσε απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας.  Η βασική τοποθέτηση του αιτητή είναι ότι η διοίκηση ενήργησε κατά πλάνη περί τα πράγματα προβαίνοντας στη διαπίστωση ότι συνιστούσε απειλή για τη Δημοκρατία και ότι χωρίς έρευνα και χωρίς να του δοθεί το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης κρίθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης με αποτέλεσμα την απέλαση του. 

(…)

Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο.  Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία.  Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.».  Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία.  Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).»

(…)

Το γεγονός ότι εν τέλει δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του αιτητή δεν διαφοροποιεί τα εναντίον του δεδομένα.  Εναντίον του αιτητή, και άλλων επτά προσώπων, σχηματίστηκε αστυνομικός φάκελος για τα αδικήματα της συνωμοσίας, του τραυματισμού, της παράνομης συνάθροισης, της οχλαγωγίας, της κλοπής, της επίθεσης με πρόσκληση πραγματικής σωματικής βλάβης και της άσκησης του επαγγέλματος του ιδιώτη φύλακα χωρίς άδεια.  Η απόφαση για απέλαση δεν προϋποθέτει καταδίκη για ποινικό αδίκημα.

 

 Το άρθρο 29(3)(β) του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, απλώς αναφέρεται στο ότι δεν δικαιολογείται η θεώρηση της συμπεριφοράς αλλοδαπού ως συνιστώσας «πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή», η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών από ποινικό Δικαστήριο.  Αυτό συνάδει με το τεκμήριο αθωότητας που επικαλείται ο αιτητής, εφόσον δεν είναι βεβαίως δυνατή η απέλαση με αποκλειστικό γνώμονα τυχόν προηγούμενες καταδίκες.  Η κατά το άρθρο 29 «πραγματική, ενεστώσα και επαρκής σοβαρή απειλή», συναρτάται κατά τεκμήριο με υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, η οποία, εφόσον συνοδεύεται και με προηγούμενες καταδίκες, ενισχύει την ανεπιθύμητη συμπεριφορά και καθιστά ακόμη πιο δικαιολογημένη την απέλαση.»

 

Όπως είναι παραδεκτό, ο αιτητής κατέστη παράνομος μετανάστης στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας βάση του άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ. 105, καθότι με μαρτυρία που είχαν ενώπιον τους οι Καθ' ων η Αίτηση, ως οι σχετικές επιστολές της ΥΑΜ οι οποίες κατετέθησαν στο Δικαστήριο, η προσωπική συμπεριφορά του αποτελεί κίνδυνο για την δημόσια τάξη και ασφάλεια της Δημοκρατίας, για τους λόγους που αναφέρονται εντός των επιστολών αυτών. 

 

Αυτός ήταν και ο λόγος έκδοσης του διατάγματος κράτησης του αιτητή καθώς και του διατάγματος απέλασης του, ενώ η αιτιολογία προκύπτει ρητώς από το λεκτικό που εμπεριέχεται στα σχετικά έγγραφα. Δεδομένου τούτου, καταλήγω ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης, ως προορισμένο να διαφυλάξει τη δυνατότητα υλοποίησης και εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης, αποτελεί νόμιμη πράξη.

 

Ανατρέχοντας στα όσα καταγράφονται στις προσβαλλόμενες πράξεις αλλά και στην επιστολή την οποία η Διευθύντρια απηύθυνε προς τον Αρχηγό Αστυνομίας την ίδια ημέρα, κρίνω ότι, η διοίκηση με βάση τα ενώπιον της δεδομένα εξέτασε δεόντως την περίπτωση του αιτητή και εξέδωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις, ακριβώς για το συγκεκριμένο λόγο, ότι δηλαδή αυτός, πλέον, κρίθηκε ότι συνιστά κίνδυνο για την δημόσια τάξη και ασφάλεια της χώρας όπου του παρέχεται διεθνής προστασία. Συνεπώς, η θέση του αιτητή ότι της προσβαλλόμενης πράξης, συμπεριλαμβανομένων των διαταγμάτων, δεν προηγήθηκε η δέουσα έρευνα και ότι αυτή δεν αιτιολογείται δεόντως, απορρίπτεται.

 

Καταλήγοντας, θα εξετάσω και τη θέση που υποστηρίζει ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή ότι, το προσβαλλόμενο Διάταγμα Κράτησης παραβιάζει την Αρχής της Αναλογικότητας καθότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις του αιτητή.  Το δυσμενές μέτρο της κράτησης συντελέστηκε για την επίτευξη του σκοπού της απέλασης και οι δυσμενείς συνέπειες μιας διοικητικής πράξης για τον διοικούμενο, δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες με τον επιδιωκόμενο με την πράξη σκοπό. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση θα μπορούσαν να επιβάλουν στον αιτητή εναλλακτικά μέτρα, αντί να τον θέσουν υπό κράτηση και ότι εν προκειμένω η κράτηση του είναι έκδηλα υπερβολική για τον σκοπό της απέλασης.

 

Προς σχολιασμό αυτής της θέσης του αιτητή, σημειώνω ότι στο άρθρο 18ΟΘ (4) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (ΚΕΦ.105) ως προς το διάταγμα κράτησης, γίνεται ρητή αναφορά σε «κίνδυνος διαφυγής» ή  «εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια της Δημοκρατία» οπότε δεν δίδεται δικαίωμα οικειοθελούς αναχώρησης απόφαση η οποία εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου.

 

Στο συγκεκριμένο άρθρο γίνεται αναφορά ότι «(4) Εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή εάν αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δολία ή εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ο Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης δύναται είτε να μη χορηγεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης είτε να χορηγεί χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών.».

 

Οι αρχές που καθορίζει η νομολογία μας, ως προς τη διαφύλαξη του Κράτους Δικαίου, είναι καλά γνωστές. Εν προκειμένω, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία (Tamassos Suppliers ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60), ωστόσο δεν υπερφαλαγγίζει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης, επίσης «η αρχή της καλής πίστης, δε μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών, που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται» (βλ. Παμπόρη ν. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 164/95, ημερ. 15/12/1995 , όπως επίσης και Vasiliou ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Papadopoulou ν. Republic (1984) 3 C.L.R. 332, Droussiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546, Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 573/94, ημερ. 8/03/1996).

 

Ανατρέχοντας στα έγγραφα που αφορούν τον αιτητή εντός του διοικητικού φακέλου, λαμβανομένου υπόψιν και του περιεχομένου των επιστολών της ΥΠΑΜ οι οποίες έχουν κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου με την ένδειξη «Απόρρητο», επιβεβαιώνεται η διαπίστωση των Καθ ΄ων η Αίτηση ότι, η συμπεριφορά του εν λόγω αιτητή αποτελεί άμεσο κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να ερευνήσει τα όσα περιστατικά καταγράφονται στα σχετικά έγγραφα με την ένδειξη «Απόρρητο» και άπτονται ζητημάτων δημόσιας τάξης και εσωτερικής ασφάλειας του κράτους, αλλά και ούτε, σημειώνω, έχει παρουσιαστεί οτιδήποτε προς αμφισβήτηση της πληροφόρησης η οποία προσφέρεται, μέσω των φακέλων, από τις αρμόδιες υπηρεσίες ασφαλείας της Δημοκρατίας.

 

Αναφορικά με το παράπονο του δικηγόρου του Αιτητή ότι θα έπρεπε να του δοθεί πρόσβαση στο σύνολο των διοικητικών φακέλων, περιλαμβανομένων και των εγγράφων που έχουν ταξινομηθεί από τη διοίκηση ως «Απόρρητα»,  θεωρώ χρήσιμο να υιοθετήσω σχετική αναφορά από την απόφαση του νυν Προέδρου του Δικαστηρίου Φ.Κωμοδρόμου, ημερ. 24 Απριλίου 2023, στην Υπόθεση Αρ. 1080/2019 N. T. ν. Κ.Δ. μέσω Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, σε σχέση με την αξιολόγηση από το Δικαστήριο των εγγράφων τα οποία έχουν κατατεθεί ενώπιον του ως «Απόρρητα», και να επαναλάβω απόσπασμα αυτής, ως ακολούθως:

 «Βεβαίως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, το σύνολο των διοικητικών φακέλων, περιλαμβανομένων και των εγγράφων που έχουν ταξινομηθεί από τη Διοίκηση ως «Απόρρητα», τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και αξιολογήθηκαν δεόντως, έχοντας ως αφετηρία τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές και τις προεκτεθείσες διαπιστώσεις. Αυτό εξάλλου επιτάσσει και το καθήκον ορθής απονομής της δικαιοσύνης, εφόσον το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιτελέσει ορθά το έργο του στη βάση ελλιπών πληροφοριών. Αποτελεί δε δικαίωμα του Δικαστηρίου να έχει ενώπιον του όλα τα στοιχεία, δεδομένα και γεγονότα που οδήγησαν στη λήψη μιας συγκεκριμένης απόφασης (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού κ.α., Υποθ. Αρ. 741/2013, ημερ. 30.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:D796, ECLI:CY:AD:2015:D796). Στην European Commission and Others v. Yassin Abdullah Kadi, Joined Cases C-584/10 P, C-593/10 P and C-595/10 P, 4, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) τόνισε πως είναι απαραίτητο να προσκομιστούν όλοι οι λόγοι επί των οποίων βασίστηκε η επίδικη απόφαση και ότι αυτό αποτελεί υποχρέωση της Διοίκησης (βλ. και Regner v. Τσεχίας, Υποθ. Αρ. 35289/11, ημερ. 19.9.2017, όπου το ΕΔΑΔ έκρινε ότι οι εθνικοί δικαστές, οι οποίοι, στο πλαίσιο της αναζήτησης επαρκώς αντισταθμιστικών εγγυήσεων, υπεισήλθαν κατά κάποιον τρόπο στη θέση του αιτητή, έχοντας πλήρη πρόσβαση στις πληροφορίες και τα στοιχεία, μη δεσμευόμενοι από τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, αλλά  δυνάμενοι να επεκτείνουν την έρευνά τους όπου έκριναν αναγκαίο για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων αυτού, όχι μόνο διέθεταν αυτά τα δικαιώματα, αλλά και τα άσκησαν πλήρως, ούτως ώστε να δικαιολογηθεί από αυτούς και ο λόγος της μυστικότητας της διαδικασίας).

 

Επί της ουσίας του ενώπιον μου ζητήματος, με επίκληση του περιεχομένου των διοικητικών φακέλων, διαπιστώνω ότι, επιβεβαιώνεται το πραγματικό υπόβαθρο του διατάγματος απέλασης όπου αναγράφεται ότι από μαρτυρία που κατέχουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους εναντίον του αιτητή προκύπτει ότι υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ενέχεται σε υπόθεση που αφορά σε «Συνομωσία προς Διάπραξη Κακουργήματος» κατά παράβαση του άρθρου 371 Κεφ. 154, σε συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση ως το Άρθρο 63 Κεφ. 154 και σε αδικήματα που αφορούν στον περί καταπολέμησης της τρομοκρατίας και προστασίας θυμάτων Νόμων 75(Ι)/2019. Συνεπώς, κρίνω ότι, καθίσταται εύλογο το συμπέρασμα της διοίκησης πως, στη παρούσα περίπτωση θα υπήρχε κίνδυνος διαφυγής από το συγκεκριμένο πρόσωπο και παρεμπόδιση της διαδικασίας επαναπατρισμού του, εάν δεν υλοποιείτο και εν πάση περιπτώσει εάν παύσει να συνεχίζεται η κράτηση αυτού.

 

Οι Καθ΄ων η αίτηση, ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, αποφασίζουν επί θεμάτων εισόδου και παραμονής αλλοδαπών στην επικράτεια της χώρας, εξετάζοντας την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ενώ το τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης παραμένει ακλόνητο μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (βλ. Maria Nicky Reyes ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 401, Amanda Marga Ltd. ν. Δημοκρατίας (1985) 1 ΑΑΔ 2583, Abtul Rashim Souleiman ν. Δημοκρατίας (1987) 3 ΑΑΔ 224, Usman Ibne Mushtaq ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 1479, Reza Mohammedi κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 4 ΑΑΔ 559).

 

Καταλήγοντας και ως προς αυτό το λόγο ακύρωσης, θα συμφωνήσω με τη δικηγόρο των Καθ’ ων η αίτηση ότι, δεδομένων των ιδιαίτερων περιστάσεων που αφορούν τον αιτητή, το υπό εξέταση μέτρο της κράτησης του ήταν κατάλληλο και ανάλογο με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή την υλοποίηση του διατάγματος απέλασης, το οποίο ως προαναφέρθηκε έχει εκδοθεί νομίμως, μετά από δέουσα έρευνα και αιτιολογία. 

 

Ενόψει όλων των όσων έχω προαναφέρει, κρίνω ότι ορθώς εκδόθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα, η εξέταση του οποίου εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, αφού ουδείς εκ των λόγων ακυρώσεως που προωθήθηκαν από τον αιτητή ευσταθεί.

 

Η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα ύψους 1500 Ευρώ υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

                                                                            

 

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο