ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                 

 

(Υπόθεση Αρ. 238/2024)

 

26 Μαρτίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                       S. M. A. Y.                                                                                                 Αιτητής

                                                 ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

3. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

 

                            

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΡΟΣΑΓΩΓΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26.2.2024

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Ο αιτητής καταχώρησε στις 12.2.2024, την προσφυγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο, δια της οποίας προσβάλλει την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 3.2.2024, με την οποία αυτός κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης, καθώς και την συνακόλουθη έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ίδιας ημερομηνίας, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η εν λόγω προσφυγή, εμπίπτει στις περιπτώσεις που, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 11A(2)(B) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου (Ν. 131(Ι)/2015), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, θα πρέπει να εκδικαστεί εντός ενός μηνός από την καταχώρησή της, ωστόσο, λόγω και της υπό του αιτητή καταχώρησης της υπό κρίση αίτησης, η εν λόγω προθεσμία παρεκτάθηκε, κατόπιν εισήγησης του παρόντος Δικαστηρίου και τη συναίνεση των δυο πλευρών.

 

Εκκρεμούσης της προσφυγής, καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση, δια της οποίας ζητείται-

 

«Διάταγμα και/ή Οδηγίες του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να παρέχεται άδεια για προσαγωγή μαρτυρίας με τη μορφή Ένορκης Δήλωσης του Χ. Κ., ως η προτεινόμενη Ένορκη Δήλωση του η οποία επισυνάπτεται ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ Α στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την παρούσα αίτηση».

 

Το δε «ΤΕΚΜΗΡΙΟ Α», στο οποίο περιέχεται η μαρτυρία που ο αιτητής επιθυμεί να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου, συνίσταται στην ένορκη δήλωση του κ. Χ. Κ., δικηγορικού υπαλλήλου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον αιτητή στην υπό εξέταση διαδικασία («η προτεινόμενη ένορκη δήλωση»), η οποία αναφέρεται σε εννέα (9) «ΤΕΚΜΗΡΙΑ», τα οποία επισυνάπτονται σε αυτήν και τα οποία, κατά τον ενόρκως δηλούντα, είναι απαραίτητο όπως προσαχθούν ως μαρτυρία, ήτοι: (1) έγγραφο αναφορικά με το καθεστώς διαμονής της συζύγου του αιτητή στην Κυπριακή Δημοκρατία, (2) έγγραφα αναφορικά με το καθεστώς διαμονής των τριών τέκνων που απέκτησε η σύζυγος του αιτητή από προηγούμενο γάμο, (3) βεβαίωση φοίτησης του ανήλικου τέκνου της συζύγου του αιτητή, (4) ενοικιαστήριο έγγραφο και (5) βιβλιάριο αλλοδαπού, από τα οποία προκύπτει η κατ’ ισχυρισμόν δηλωθείσα διεύθυνση του αιτητή στη Δημοκρατία, (6) πιστοποιητικά βάπτισης του αιτητή και της συζύγου του από την εκκλησία UPSTREAM Church, (7) επιστολή των τότε δικηγόρων του αιτητή προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ημερομηνίας 30.9.2021, με την οποία ζητείται όπως επιτραπεί στον αιτητή να αιτηθεί άδειας διαμονής ως επισκέπτης στη Δημοκρατία, (8) ένορκη δήλωση της συζύγου του αιτητή, ημερομηνίας 9.2.2024 και (9) μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή, ημερομηνίας 4.2.2024.

 

Στην ένορκη δήλωσή του που συνοδεύει την αίτηση, ο κ. Κ. αναφέρει εν πρώτοις ότι τα όσα δηλώνει, τα γνωρίζει από τον ίδιο τον αιτητή και από τον φάκελο που διατηρείται στο δικηγορικό γραφείο που τον εκπροσωπεί. Εν συνεχεία, και αφού παραθέτει το ιστορικό και την οικογενειακή κατάσταση του αιτητή, ο ενόρκως δηλών τονίζει ότι είναι καταλυτικής σημασίας και προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να επιτραπεί η προσκόμιση της προτεινόμενης μαρτυρίας, για να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου πλήρες και ορθό το υπόβαθρο των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπόθεση του αιτητή, αλλά και προκειμένου το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του ορθή, ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, ούτως ώστε να μπορέσει να διαμορφώσει ορθή κρίση. Περαιτέρω, συνεχίζει ο ομνύων, εφόσον επιτραπεί η προσαγωγή της αιτούμενης μαρτυρίας, οι καθ’ ων η αίτηση δεν θα υποστούν οποιαδήποτε αδικία, ούτε και θα επηρεαστούν με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματά τους, ενώ, αντιθέτως, τυχόν απόρριψη της παρούσας αίτησης, θα βλάψει σοβαρά τα δικαιώματα του αιτητή, και δη του δικαιώματός του να ακουστεί και θα του αποστερήσει το δικαίωμα στην ισότητα των όπλων, γεγονός που θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά.

 

Τα ίδια εν πολλοίς αναφέρονται και στην γραπτή αγόρευση της συνηγόρου του αιτητή, που, με αναφορά και σε σχετική επί του θέματος νομολογία, τονίζει τη σχετικότητα της αιτούμενης προς προσαγωγή μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα, η οποία θα βοηθήσει το Δικαστήριο στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης και θα το διαφωτίσει ως προς τα θέματα αυτά, με τη διαμόρφωση μιας πιο σφαιρικής εικόνας των πραγμάτων, υποβάλλοντας τελικά την εισήγηση ότι η υπό εξέταση αίτηση θα πρέπει να επιτύχει και να επιτραπεί η προσκόμιση της εν λόγω μαρτυρίας. Ειδικότερα, κατά την κα Χαραλαμπίδου, τα επισυνημμένα «ΤΕΚΜΗΡΙΑ» στην προτεινόμενη ένορκη δήλωση, είναι απόλυτα σχετικά και απαραίτητα για την στοιχειοθέτηση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης περί έλλειψης δέουσας έρευνας, νομικής και πραγματικής πλάνης, αλλά και ελλιπούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι, αρχικώς δια της ενστάσεώς τους και εν συνεχεία δια της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου τους, εισηγούνται την απόρριψη της αίτησης, προβάλλοντας κυρίως ότι-

 

1. Με την αιτούμενη προσκόμιση μαρτυρίας, προωθείται αίτημα που δε συνάδει με τις αρμοδιότητες και/ή τη φύση του ακυρωτικού ελέγχου του Διοικητικού Δικαστηρίου και τυχόν αποδοχή της εν λόγω μαρτυρίας, θα ισοδυναμούσε με ανάληψη δικαιοδοσίας ελέγχου της ουσιαστικής κρίσης της Διοίκησης, η οποία δεν είναι επιτρεπτή από τη νομολογία·

 

2. Με την υπό εξέταση αίτηση, ο αιτητής επιδιώκει να θέσει και/ή να προσαγάγει μαρτυρία, η οποία δεν είναι σχετική με την εγκυρότητα των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων, αλλ’ ούτε και αναγκαία, αφού δεν είναι δυνατό να τεκμηριώσει οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης των επίδικων πράξεων και, συνακόλουθα, δεν μπορεί να βοηθήσει το Δικαστήριο στην επίλυση των επίδικων θεμάτων. Συναφώς, κατά τον σχετικό ισχυρισμό, τα προς απόδειξη γεγονότα δεν σχετίζονται με τα νομικά σημεία και γεγονότα της προσφυγής, αλλά επιχειρείται κατά τρόπο δικονομικά απαράδεκτο, η τροποποίησή τους·

 

3. Η επιδιωκόμενη προς προσαγωγή μαρτυρία δεν είναι αποδεικτική οποιουδήποτε γεγονότος που να τεκμηριώνει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. Όλο δε το σχετικό υλικό βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου και αυτό, κατά τη σχετική εισήγηση, είναι αρκετό για να δώσει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφασίσει εάν ορθά, δίκαια και αιτιολογημένα άσκησαν οι καθ’ ων η αίτηση τη διακριτική τους εξουσία·

 

4. Ο αιτητής επιδιώκει με την αίτησή του να θέσει μαρτυρία προς απόδειξη ισχυρισμών αναφορικά με ζητήματα τα οποία πρέπει απαραιτήτως και αποκλειστικά να αποφασίζονται με βάση το περιεχόμενο των σχετικών διοικητικών φακέλων που θα κατατεθούν ως τεκμήρια στο Δικαστήριο και τα οποία μπορούν εν πάση περιπτώσει να εξακριβωθούν από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων. Με την αποδοχή δε της αιτούμενης μαρτυρίας, διαφοροποιείται και/ή αλλοιώνεται και/ή μεταβάλλεται το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, γεγονός που καθιστά ανεπίτρεπτη την αποδοχή μαρτυρίας επί τέτοιου θέματος·

 

5. Η παρούσα αίτηση, χωρίς ικανοποιητική εξήγηση και/ή επαρκή αιτιολογία, υποβλήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση, δεδομένης της επιταγής του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου (Ν. 131(Ι)/2015), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, όπως η εκδίκαση της προσφυγής ολοκληρωθεί το αργότερο εντός 30 ημερών από την ημερομηνία καταχώρησής της·

 

6. Η επιδιωκόμενη προς προσαγωγή μαρτυρία αποτελεί μαρτυρία που σχετίζεται με μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου στοιχεία και/ή διαδικασίες, που αφορούν την Υπηρεσία Ασύλου και είναι άσχετες με την υπό κρίση υπόθεση.

 

Την ένσταση των καθ’ ων η αίτηση συνοδεύει ένορκη δήλωση της κας Π. Β., Δικηγόρου στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, στην οποία αναφέρονται εν πολλοίς τα όσα περιέχονται στην ένσταση και έχουν ήδη εκτεθεί πιο πάνω.

 

Η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη να προβεί στην ένορκη δήλωσή της, γνωρίζει δε αυτή τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση, ενώ σε σχέση με τα νομικά σημεία που εγείρονται στην αίτηση, προβαίνει στη δήλωσή της μετά από νομική συμβουλή που έλαβε από τη Δικηγόρο της Δημοκρατίας που χειρίζεται την υπόθεση. Τονίζει η κα Β. ότι οι καθ’ ων η αίτηση, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, είχαν ενώπιον τους έγγραφα που περιέχονται στους σχετικούς διοικητικούς φακέλους, στους οποίους περιλαμβάνονται όλα τα σχετικά αναγκαία έγγραφα, τα οποία λήφθηκαν υπόψη και οδήγησαν στη λήψη της απόφασης αυτής. Σε κάθε περίπτωση, η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί είναι αόριστη και γενική, ενώ δεν είναι αποδεικτική οποιουδήποτε θέματος. Επιπρόσθετα δε, με την αιτούμενη προς προσαγωγή μαρτυρία, εισάγονται νέα θέματα προς συζήτηση, αφού θα είναι αναγκαία η επιχειρηματολογία επί της σημασίας, αξίας, αξιολόγησης της μαρτυρίας σε σχέση με τα επίδικα θέματα. Όλα δε τα «ΤΕΚΜΗΡΙΑ» που επιδιώκεται να προσαχθούν, αφορούν σε άλλες διαδικασίες και σε έγγραφα που έχουν τεθεί ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και/ή σε έγγραφα που είναι μεταγενέστερα των επίδικων διαταγμάτων, χωρίς ωστόσο αυτά να επηρεάζουν το κύρος και τη νομιμότητα των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης και χωρίς να σχετίζονται με την εγκυρότητα των προσβαλλόμενων πράξεων. Γίνεται εν συνεχεία από την ομνύουσα, αναφορά στους λόγους για τους οποίους κανένα από τα Τεκμήρια των οποίων η προσαγωγή επιδιώκεται, δεν θα πρέπει να γίνει αποδεκτό από το Δικαστήριο.

 

Οι πιο πάνω θέσεις αναπτύσσονται, με παραπομπή σε σχετική νομολογία, και στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση. Τονίζει ιδιαίτερα η κα Καρπούζη ότι η μαρτυρία που επιχειρείται να προσαχθεί δεν σχετίζεται με κανέναν από τους λόγους ακύρωσης που προωθούνται, ούτε με το καθεστώς παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, ούτε με τον κατ’ ισχυρισμό κίνδυνο διαφυγής του αιτητή  και, εν τέλει, δεν προσφέρουν οτιδήποτε στην επίλυση των επίδικων θεμάτων. Αντίθετα, το σύνολο των γεγονότων που σχετίζονται με το πρόσωπο του αιτητή και τα επίδικα διατάγματα, καλύπτεται από το δικόγραφο της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και τυχόν αποδοχή της προτεινόμενης μαρτυρίας, θα περιπλέξει τα επίδικα ζητήματα.

 

Έχω εξετάσει την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, είτε υπέρ είτε κατά της βασιμότητας της υπό εξέταση αίτησης, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη τις επίδικες πράξεις, τους σχετικούς προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης που προωθούνται στην προσφυγή, αλλά και τα γεγονότα της περίπτωσης.

 

Υπενθυμίζω, εν πρώτοις, ότι η νομολογία  αντιμετωπίζει τις αιτήσεις για προσαγωγή μαρτυρίας με εξαιρετική φειδώ, επιβεβαιώνουσα το γνωστό κανόνα ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και ουδέποτε υπεισέρχεται σε διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων ή στην αξιολόγηση των δεδομένων από πλευράς πραγματικών στοιχείων, ούτε  βέβαια προβαίνει σε κρίση επί αντικρουόμενων θέσεων (Κωνσταντίνος Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 529/2009, ημερ. 25.2.2011, Φώτης Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 52/2009, ημερ. 30.12.2010).

 

Πρωταρχικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας, δεδομένου του εξεταστικού χαρακτήρα της ακυρωτικής διαδικασίας, είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η μαρτυρία είναι εύλογα σχετική και αποδεικτική οποιουδήποτε επίδικου θέματος (Petrolina Ltd κ.α. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. Αριθ. 223/2000, ημερ. 4.4.2002, Ζαρβός ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 106, Kyriakides v. Republic, 1 RSCC 66).  Προσαγωγή μαρτυρίας επιτρέπεται μόνον όταν η απόδειξη των συγκεκριμένων γεγονότων μπορεί να τεκμηριώσει ισχυρισμό αναφορικά με οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης (Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 999/91, ημερ. 24.9.1992, Lordos Hotels Holdings Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υποθ. Αρ. 71/97, ημερ. 18.11.1999). Επιπρόσθετα, η έγκριση του αιτήματος για προσαγωγή μαρτυρίας θα πρέπει να είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης (Tasni Enviro Ltd και Telmen Ltd ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 862/2005, ημερ. 26.6.2008).

 

Ταυτόχρονα, έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί το ανεπιθύμητο της διαφοροποίησης, αλλοίωσης ή μεταβολής των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της Διοίκησης κατά τον ουσιώδη χρόνο, και το οποίο πηγάζει από τη φύση της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και από τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των διοικητικών πράξεων. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας που διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, το οποίο συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασης και, ως εκ τούτου, πηγή πληροφόρησης και υλικό για την οποιαδήποτε επιχειρηματολογία αποτελεί ο φάκελος και το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο (βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549 και Ράφτη κ.α. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335). Αν δε τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνισή τους δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο, που έχει και την ευθύνη για την αξιολόγησή τους (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 999/91 ημερ. 24.9.92 και Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317, 325).

 

Περαιτέρω, έχει κατ’ επανάληψη επισημανθεί ότι «όταν εγείρεται θέμα ελλιπούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, τα ζητήματα αυτά πρέπει αποκλειστικά να αποφασίζονται με βάση το περιεχόμενο των σχετικών φακέλων και αποδοχή μαρτυρίας για τα ζητήματα αυτά δυνατό να διαφοροποιήσει, αλλοιώσει ή μεταβάλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη και τέτοια πορεία δεν τυγχάνει της επιδοκιμασίας της νομολογίας» (βλ. Δημοκρατία ν. D.J. Karapatakis Sons Ltd Consortium, Α.Ε. 125/14, ημερ. 13.7.2015 και Μ. Σχίζα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 691/2002, ημερ. 16.9.2004).

 

Όλες οι πιο πάνω νομολογιακές κατευθυντήριες, είχαν διατυπωθεί προηγουμένως στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 507, από την οποία παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα (βλ. Phedias Kyriakides v. The Republic (1961) 1 R.S.C.C. 66, Skourides v. Attorney General (1967) 3 C.L.R. 518, Lambrakis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 72 και Antoniou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 417). To θέμα εξετάστηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Α. 106, όπου το Δικαστήριο υιοθετώντας την απόφαση Phedias Kyriakides παρατήρησε ότι,

 

"...ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που θα ακολουθούνται στην εξέταση της αποδοχής οποιασδήποτε μαρτυρίας είναι κατά πόσο τέτοια μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οιονδήποτε επίδικο θέμα και αποδειχτική οιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιον του Δικαστηρίου και μπορεί ή όχι να βοηθήσει το Δικαστήριο στην απονομή δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τη δικαιοδοσία του." (βλ. επίσης Constantinides v. The Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 387, Λέλλα Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, 668/90 της 30/9/93, Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 ΑA.Δ. 145,162 και Μάρω Ράφτη και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Δ.Δ. 335).

 

Επιπρόσθετα πρέπει να σημειωθεί ότι "δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μαρτυρία η οποία να διαφοροποιεί, να αλλοιώνει ή να μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης", αφού "το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη". (Βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδης και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ. 549).

 

Πρέπει να τονιστεί ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να προσαγάγουν μαρτυρία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Η παροχή της άδειας του Δικαστηρίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για  την παρουσίαση μαρτυρίας. Η σχετική άδεια μπορεί να δοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 των Κανονισμών του 1962 κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται, είτε προφορικά είτε εγγράφως (βλ. Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281)».

 

Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη τις δια της προσφυγής προσβαλλόμενες πράξεις, αλλά και υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, κρίνω ότι η υπό εξέταση αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και δεν μπορεί να επιτραπεί η προσκόμιση της μαρτυρίας που ζητεί ο αιτητής δι’ αυτής.

 

Εν πρώτοις, το Τεκμήριο 1 στην προτεινόμενη ένορκη δήλωση, ήτοι η άδεια διαμονής της συζύγου του αιτητή στη Δημοκρατία, πέραν του ότι, όπως δηλώθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση, περιέχεται στον οικείο διοικητικό φάκελο, αυτή ούτως ή άλλως, δεν σχετίζεται με τις προσβαλόμενες πράξεις. Περαιτέρω, τα Τεκμήρια 2 και 3 της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης, αφορούν στα τέκνα της συζύγου του αιτητή, τα οποία, ως ρητά αναφέρεται και στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, δεν είναι τέκνα του αιτητή, αλλά τέκνα της συζύγου του από προηγούμενο γάμο. Παρομοίως, δεν εντοπίζω οποιαδήποτε συνάφεια των εν λόγω τεκμηρίων με την κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και με τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης: το γεγονός ότι η σύζυγος του αιτητή και τα τέκνα της είναι κάτοχοι συμπληρωματικής προστασίας, δεν επιδρά με οποιοδήποτε τρόπο στο καθεστώς παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, ούτε και μπορεί να επηρεάσει το γεγονός ότι στις 3.2.2024, εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή τα επίδικα διατάγματα, επειδή διαπιστώθηκε ότι αυτός παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν απαγορευμένος μετανάστης. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται από τους καθ’ ων η αίτηση ότι ο αιτητής είναι νυμφευμένος με Σύρια υπήκοο, η οποία έχει τέκνα, ενώ οι όποιοι ισχυρισμοί της πλευράς του αιτητή περί παραβίασης του δικαιώματος στην προσωπική και οικογενειακή ζωή του αιτητή, θα εξεταστούν στο πλαίσιο της κυρίως αίτησης και όχι στο παρόν στάδιο. Κατά συνέπεια, κρίνω ότι τα Τεκμήρια 1, 2 και 3 είναι αχρείαστα και, εν πάση περιπτώσει, άσχετα με τα επίδικα θέματα.

 

Ως προς τα Τεκμήρια 4 και 5 της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης, αυτά (ενοικιαστήριο έγγραφο και βιβλιάριο αλλοδαπού), αφορούν στην κατ’ ισχυρισμόν δηλωθείσα διεύθυνση του αιτητή στη Δημοκρατία: όπως ορθώς παρατηρεί η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, από το ίδιο το λεκτικό του επίδικου διατάγματος κράτησης, προκύπτει ότι ο κίνδυνος διαφυγής του αιτητή εδράζεται στη μη συμμόρφωσή του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής, καθώς και στην απροθυμία του να επαναπατριστεί, όχι όμως και στη μη δηλωθείσα διεύθυνσή του. Ως εκ τούτου, η προσαγωγή των εν λόγω τεκμηρίων είναι πράγματι αχρείαστη για την εκτίμηση του κινδύνου διαφυγής του αιτητή. Εξάλλου, η ίδια η Διοίκηση, εν προκειμένω η Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ), σύμφωνα με επιστολή της προς το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 2.2.2024 (παράρτημα 2 στο δικόγραφο της ένστασης), έκρινε ότι ο αιτητής δεν είχε δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις σε σχέση με τη δηλωθείσα διεύθυνσή του και δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι ήταν ενώπιον της το σύνολο των σχετικών με το υπό συζήτηση θέμα στοιχείων.

 

Περαιτέρω, δεν αντιλαμβάνομαι πως μπορούν να σχετίζονται με τα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επίδικα θέματα και με τις προσβαλλόμενες δια της προσφυγής πράξεις τα περιεχόμενα στο Τεκμήριο 6 έγγραφα, ήτοι πιστοποιητικά βάπτισης του αιτητή και της συζύγου του από συγκεκριμένη εκκλησία. Πρόκειται για έγγραφα, τα οποία, πέραν του ότι είναι καθόλα άσχετα με τα επίδικα ζητήματα, ουδέν έχουν να προσφέρουν στην παρούσα υπόθεση, ούτε και αντιλαμβάνομαι πως μπορούν να προσθέσουν στην επιχειρηματολογία της πλευράς του αιτητή.

 

Στο Τεκμήριο 7 της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης, περιέχεται επιστολή, όχι αίτηση για άδεια διαμονής, των τότε δικηγόρων του αιτητή προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ημερομηνίας 30.9.2021, με την οποία ζητείται όπως επιτραπεί στον αιτητή να αιτηθεί άδεια διαμονής ως επισκέπτης στη Δημοκρατία. Δεδομένης της ημερομηνίας που φέρει η εν λόγω επιστολή, κρίνω ότι αυτή δεν σχετίζεται με τα επίδικα θέματα και/ή δεν μπορεί να επηρεάσει με οιοδήποτε τρόπο τη νομιμότητα των επίδικων διαταγμάτων, εφόσον κατά την 30.9.2021, ο αιτητής διατηρούσε το καθεστώς του αιτητή ασύλου και, συνεπώς, είχε νόμιμο καθεστώς παραμονής στη Δημοκρατία. Εν πάση δε περιπτώσει, θεωρώ ότι η εν λόγω επιστολή δεν θα μπορούσε να ενισχύσει τις θέσεις ή/και τους ισχυρισμούς του αιτητή κατά της νομιμότητας των επίδικων πράξεων, δεδομένου ότι η υποβολή και ακόμα και αίτησης για παραμονή (πόσω δε μάλλον επιστολής, ως είναι εδώ η περίπτωση), δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου την απόκτηση δικαιώματος παραμονής στη Δημοκρατία.

 

Περαιτέρω, ως προς το Τεκμήριο 8, στο οποίο περιέχεται ένορκη δήλωση της συζύγου του αιτητή, αυτό φέρει ημερομηνία 9.2.2024, ήτοι  μεταγενέστερη της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων (3.2.2024). Συνεπώς, το εν λόγω έγγραφο, ούτως ή άλλως, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του ακυρωτικού ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο τούτο. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι είναι ανεπιθύμητη και ανεπίτρεπτη η διαφοροποίηση, αλλοίωση ή μεταβολή των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της Διοίκησης κατά τον ουσιώδη χρόνο: δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας που διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, το οποίο συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασης και, ως εκ τούτου, πηγή πληροφόρησης και υλικό για την οποιαδήποτε επιχειρηματολογία αποτελεί ο φάκελος και το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο (βλ. Ρούσος και Ράφτη, ανωτέρω).

 

Επιπρόσθετα, το υπό αναφορά έγγραφο δεν μπορεί να γίνει δεκτό και για το λόγο ότι είναι άσχετο με τα επίδικα θέματα και δεν μπορεί επ’ ουδενί να επηρεάσει τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων διαταγμάτων: με την εν λόγω ένορκη δήλωση, η σύζυγος του αιτητή δηλώνει ότι η σχέση της με αυτόν είναι φυσιολογική και ότι δεν επιθυμεί τη συνέχιση της καταγγελίας εναντίον του, αλλά τη συμβίωσή τους. Δεν αντιλαμβάνομαι οποιαδήποτε συνάφεια του εν λόγω εγγράφου με τις προσβαλλόμενες δια της προσφυγής πράξεις.

 

Τέλος, στο Τεκμήριο 9 της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης, περιέχεται η μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή, μαζί με τα επισυνημμένα σε αυτήν έγγραφα, η οποία υποβλήθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου την 4.2.2024, ήτοι μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Και πάλι, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι το εν λόγω Τεκμήριο δεν μπορεί επ’ ουδενί να επηρεάσει τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων πράξεων, ούτε και να προσφέρει οτιδήποτε στην ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου υπόθεση, αλλά πρόκειται για έγγραφα μεταγενέστερα το ουσιώδους χρόνου, που αφορούν στη διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία και είναι το αρμόδιο όργανο να αποφασίσει επί της μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή. Εξάλλου, τυχόν αποδοχή του Τεκμηρίου 9 της προτεινόμενης ένορκης δήλωσης, θα ισοδυναμούσε με ανάληψη δικαιοδοσίας από το παρόν Δικαστήριο για ζητήματα που εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι η προσκόμιση της συγκεκριμένης μαρτυρίας είναι επίσης αχρείαστη, εφόσον το γεγονός της υποβολής της μεταγενέστερης αίτησης, δεν αμφισβητείται από τους καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι αναφέρουν συναφώς ότι η αίτηση αυτή συνιστά μέρος του διοικητικού φακέλου.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η αιτούμενη προς προσαγωγή μαρτυρία, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως εκ της φύσης της, αλλά και του κινδύνου διαφοροποίησης, αλλοίωσης ή μεταβολής των στοιχείων που υπήρχαν ενώπιον της Διοίκησης και λήφθηκαν υπόψη. Είναι σαφές, ότι τυχόν αποδοχή της, θα προσέκρουε ευθέως στις προεκτεθείσες αρχές της νομολογίας.

 

Το κατά πόσον οι καθ’ ων η αίτηση ορθά και νόμιμα εξέδωσαν τις προσβαλλόμενες πράξεις, είναι θέμα που θα κριθεί στο πλαίσιο εξέτασης της βασιμότητας των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται, με βάση το υλικό του οικείου διοικητικού φακέλου που θα τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η Διοίκηση κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης.

 

Ας σημειωθεί ότι παρόμοια προσέγγιση σε αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, ακολουθήθηκε από το Δικαστήριο τούτο πρόσφατα, στην Α.Π. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 518/2020, ημερ. 5.7.2023.

 

Κατά συνέπεια, η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της προσφυγής.

 

Η προσφυγή ορίζεται για περαιτέρω οδηγίες στις 27.3.2024 και ώρα 9.00 π.μ..

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο