ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                                           Υπόθεση Αρ. 239/2024 (Κ)  

 

                                                  13 Μαρτίου, 2024

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

               ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

A. E.

 

                                                                                                                      Αιτητής,

                       

                             v.

 

 ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

                                                                           Καθ' ης η Αίτηση.

   

 __________________

 

Γ. Λοΐζου, δια ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΙΖΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόρος Αιτητή

Π. Βρυωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Καθ' ης η αίτηση.

  ___________________

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Η παρούσα Προσφυγή του Αιτητή, στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ΄ων η Αίτηση με την οποία έχει κηρυχθεί παράνομος μετανάστης στις 26/01/2024 δυνάμει του άρθρου 6 του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου και του Διατάγματος Κράτησης του, ημερομηνίας 26/01/2024, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14 του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου.

 

Ως καταγράφεται στην Ένσταση της Καθ’ ης η αίτηση και προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα των διοικητικών φακέλων που έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι τα ακόλουθα:

 

Ο αιτητής είναι Σύριος υπήκοος και διαμένει στη Κύπρο από το έτος 2006, στις 28/11/2006 υπέβαλε αίτηση για καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας  το οποίο του παραχωρήθηκε στις 15/12/2015, ενώ στις 03/08/2018, παραχωρήθηκε και στην σύζυγο του όπως και στην εξάχρονη σήμερα κόρη του αιτητή το ίδιο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Προηγουμένως, στις 28/03/2013, καταδικάσθηκε για παράνομη διαμονή εκτίοντας ποινή φυλάκισης τριών μηνών, ενώ πλην τούτης, ουδεμία άλλη καταδίκη φαίνεται να έχει.

 

Ως προς τις οικογενειακές περιστάσεις του αιτητή φαίνεται να υπάρχει διαφορά δεδομένων εντός των σχετικών διοικητικών φακέλων και εγγραφών τα οποία κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και θα αναφερθώ στις επόμενες παραγράφους.

 

Ο αιτητής φαίνεται να διαμένει με την οικογένεια του σε συγκεκριμένη κατοικία στο Τραχώνι Λεμεσού, την οποία και συντηρεί αποκλειστικά ο ίδιος, αφού η σύζυγος του δεν εργάζεται, ασχολούμενος με οικοδομικές εργασίες. Το συμβόλαιο ενοικίασης της κατοικίας το οποίο βρίσκεται σε ισχύ και φέρει την υπογραφή και σφραγίδα του Κοινοτάρχη της περιοχής εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο ως ερυθρούν 147, ενώ η διεύθυνση μόνιμης διαμονής του καταγράφεται μεταξύ άλλων και στο ερυθρούν 150. Στο φάκελο εντοπίζονται ως ερυθρούν 109 και 120 και δύο διαδοχικά συμβόλαια ενοικίασης της προηγούμενης του κατοικίας, πάντα στην ίδια περιοχή στη δυτικής Λεμεσού και συγκεκριμένα στο Ζακάκι.

 

Σημειώνω ότι αντίστοιχα, η αναγραφόμενη στον διοικητικό φάκελο ο οποίος κατατέθηκε ως «Απόρρητο» στο Δικαστήριο σημειώθηκε ως Τεκμήριο 2Α, διεύθυνση του αιτητή φαίνεται το διαμέρισμα αρ.3 στην Λεωφόρο Ομονοίας 91 στη Λεμεσό, διεύθυνση η οποία ωστόσο δεν φαίνεται να αντιστοιχεί με οποιαδήποτε άλλη διεύθυνση καταγράφεται στον κυρίως διοικητικό φάκελο του αιτητή ο οποίος σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1. Σημειώνω επίσης ότι, ούτε οι τέσσερις αριθμοί κυκλοφορίας οχημάτων και οι τύποι των οχημάτων που καταγράφονται στην ίδια σελίδα 28 στον απόρρητο φάκελο (Τεκμήριο 2Α) αντιστοιχούν με τα δύο μηχανοκίνητα οχήματα τα οποία δηλώνει ο αιτητής ότι είναι ιδιοκτήτης, αφήνοντας εύλογες απορίες για την ακρίβεια του συνόλου των ισχυρισμών της διοίκησης σε σχέση με τον αιτητή.

 

Ως η έκθεση γεγονότων των Καθ’ ων η Αίτηση, ο αιτητής είναι ο πατέρας ενός τέκνου γεννηθέντος στις 31/08/2018 του οποίου το πιστοποιητικό γέννησής βρίσκεται εντός του φακέλου. Στον διοικητικό φάκελο ο οποίος επίσης χαρακτηρίστηκε ως «Απόρρητος» και κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 2Β και αφορά τη σύζυγο του αιτητή, επίσης κάτοχο συμπληρωματικής προστασίας, καταγράφεται ότι έχουν ένα τέκνο γεννηθέν στις 31/08/2018 και ουδεμία πληροφορία για τα άλλα δύο παιδιά τους εντοπίζει το Δικαστήριο. Ωστόσο, όπως έχει τονίσει κατ΄επανάληψη ο δικηγόρος του αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου, αυτός έχει συνολικά τρία τέκνα, μια κόρη η οποία φοιτά στο Α’ Δημοτικό Σχολείο/Νηπιαγωγείο Τραχωνίου  με ημερομηνία γέννησης 21/08/2018, ένα υιό 3 ετών με ημερομηνία γέννησης 28/01/2021 και άλλη μια θυγατέρα μόλις 6 μηνών με ημερομηνία γέννησης την 03/08/2023. Τα σχετικά πιστοποιητικά γέννησης έχουν συμπεριληφθεί στις Γραπτές Παραστάσεις του αιτητή ημερ. 1/2/2024 και φέρουν σφραγίδα λήψης 7/2/2024 από του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και περιλαμβάνονται στο διοικητικό φάκελο (Τεκμήριο 1) ως Ερυθρούν 171 - 155.

 

Στις 18/01/2024, ο Αιτητής συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση για διάρκεια 8 ημερών, ως ύποπτος συμμετοχής σε κύκλωμα διακίνηση παράτυπων μεταναστών. Έκτοτε δεν έγινε οποιαδήποτε ανανέωση του διατάγματος προσωποκράτησης αλλά και ούτε κατηγορήθηκε σχετικά. Στις 26/01/2024 κηρύχθηκε ως παράνομος μετανάστης και ταυτόχρονα εκδόθηκαν τα σχετικά Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης εναντίον του αιτητή, αφού κρίθηκε ότι η συμπεριφορά του συνεπάγεται κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια της Δημοκρατίας.

 

Με την εδώ υπό κρίση προσφυγή, ο δικαιούχος διεθνούς προστασίας αιτητής στρέφεται εναντίον του διατάγματος κράτησης συνεπεία της κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη, ενώ το διάταγμα απέλασης προσβάλλεται ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας όπου, ως γίνεται παραδεκτό, έχει εκδοθεί προσωρινό διάταγμα αναστολής της απέλασης στις 26/02/2024 μέχρι την ολοκλήρωση της εκεί προσφυγής υπ' αριθμόν 401/2024.

 

Στρεφόμενος κατά του διατάγματος κράτησης του πελάτη του, ο δικηγόρος του, αναφέρει τόσο στις αγορεύσεις του όσο και στις εμφανίσεις του στο Δικαστήριο τόσο στο στάδιο των διευκρινήσεων αλλά και προηγουμένως ότι, η κράτηση του αιτητή αποτελεί δυσανάλογα επαχθές μέτρο. Τονίζει δε ότι, η συνεχιζόμενη κράτηση του, έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση σοβαρών βιοτικών προβλημάτων στην οικογένεια του, ιδιαίτερης ψυχολογικής πίεσης προς αυτή και δημιουργία συνθηκών διακινδύνευσης εξαιτίας της ηλικίας των τέκνων, ενώ μάλιστα βρίσκονται σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Αναφέρει επίσης ότι, αφού αυτός, σε καμία περίπτωση πληροφορήθηκε τον ακριβή λόγο που η συμπεριφορά του κρίθηκε ότι συνιστά κίνδυνο για την δημόσια ασφάλεια και την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως του προσάπτεται.

 

Η πλευρά του αιτητή ισχυρίζεται σειρά παραβιάσεων του νόμου 158(Ι)/1999 (άρθρα 42 και 43) σημειώνοντας ότι η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δίκαιου η οποία και παραβιάζεται έκδηλα στην παρούσα περίπτωση αφ' ης στιγμής δεν δόθηκε στον αιτητή το συνταγματικό δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης ως διασφαλίζεται από το άρθρο 43 του νόμου, το άρθρο 15 του Συντάγματος και το άρθρο 41 (2) του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων Ανθρώπου, ενώ επικαλείται στην αγόρευση του σχετική νομολογία.

 

Περαιτέρω, ως δεύτερο λόγο ακύρωσης, προβάλει ισχυρισμόν ότι, παραβιάζονται τα άρθρα 2, 26, 27, 28, 29, 30, 31 και 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, με έμφαση στη θέση ότι τόσο το επίδικο διάταγμα κράτησης όσο και η απόφαση κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, πάσχουν λόγω έλλειψης επαρκούς και δέουσας αιτιολογίας.

 

Ως τρίτο λόγο ακύρωσης προβάλλει ότι η διοίκηση ενήργησε χωρίς τη δέουσα έρευνα κατά παράβαση των άρθρων 44, 45, 46 47, 48 και 49 του Ν. 158(Ι)/1990.  Υποστηρίζει ότι, οι Καθ΄ων η αίτηση δεν διενήργησαν τη δέουσα έρευνα αναφορικά με τις προσωπικές συνθήκες του αιτητή εν σχέση με την κράτηση του, και δεν έχουν λάβει υπόψη το σύνολο των προσωπικών του περιστάσεων και ειδικότερα ότι στη Δημοκρατία βρίσκεται η οικογένεια του, συμπεριλαμβανομένων τριών τέκνων σε ευαίσθητη ηλικία, υπό το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ενώ η όποια έρευνα έγινε, πραγματοποιήθηκε αυτοματοποιημένα και δεν είναι η δέουσα.

 

Ως τέταρτο λόγο ακύρωσης προωθεί ότι οι προβαλλόμενες πράξει εκδόθηκαν ως αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα.

 

Αντίθετα, η ευπαίδευτη δικηγόρος της Καθ’ ης η αίτηση, υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις είναι καθόλα νόμιμες και αιτιολογημένες, ενώ η διοίκηση ενήργησε σύμφωνα με το Νόμο και την αποφασιστική εξουσία που παρέχεται στη Διευθύντρια από το άρθρο 14 του Κεφ. 105, να εκδίδει διατάγματα κράτησης σε απαγορευμένους μετανάστες που βρίσκονται στο έδαφος της Δημοκρατίας. Σημειώνει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις καθίστανται νόμιμες, βάσει της αρχής του τεκμηρίου της νομιμότητας και της κανονικότητας και το βάρος της απόδειξης των λόγων ακυρότητας το φέρει ο αιτητής, ο οποίος δεν το έχει ανατρέψει.

 

Επαναλαμβάνει επίσης τα περιστατικά της υπόθεσης, ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο και έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω των εγγράφων, αλλά δεν αμφισβητεί τη θέση του κ.Λοΐζου, ότι ο αιτητής είναι πατέρας τριών μικρών παιδιών και όχι ενός όπως καταγράφει στην Ένσταση της και η οποία ταυτίζεται με την Έκθεση Γεγονότων των Καθ΄ων η Αίτηση, ούτε ότι αυτός διαμένει με την οικογένεια του στη συγκεκριμένη διεύθυνση στο Τραχώνι την οποία αυτός επανέλαβε και στις διεκρινήσεις. Ωστόσο, τονίζει και μέσω της αγόρευσης της αλλά και στο στάδιο των διευκρινήσεων ότι, η αγόρευση σε υποθέσεις διοικητικού δικαίου δεν είναι μέσο για θεμελίωση πραγματικών δεδομένων, και περαιτέρω, δεν είναι επιτρεπτή η προσαγωγή μαρτυρίας χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου (Μαρία Βασιλείου Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 1254/02, ημερομηνίας 15.11.2004, σελ. 7, Δημοκρατία ν. Kassinos Constructions (1990) 3 Α.Α.Δ. 3835, 3840, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3420 ημερομηνίας 29.9.93, Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α., Α.Ε. 2064 ημερομηνίας 21.7.1999).

 

Προτού προχωρήσω στον σχολιασμό των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, σημειώνω ότι, το Διάταγμα Κράτησης εκδόθηκε, προς εκτέλεση του Διατάγματος Απέλασης, δυνάμει των άρθρων 6(1) (ζ) και 14 του Κεφ. 105, λόγω του ότι κρίθηκε από το αρμόδιο όργανο της διοίκησης πως η προσωπική συμπεριφορά του αιτητή αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας και κατέστη απαγορευμένος μετανάστης.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 6(1) (ζ) του Κεφ.105:

«Απαγoρευμέvoι μεταvάστες

6.-(1) Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-

(ζ)     oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo φαίvεται από μαρτυρία τηv oπoία τo Υπoυργικό Συμβoύλιo δυvατό vα θεωρήσει επαρκή, ότι εvδέχεται vα συμπεριφερθεί κατά τέτoιo τρόπo πoυ vα καταστεί επικίvδυvo στηv ησυχία, δημόσια τάξη, έvvoμη τάξη ή δημόσια ήθη ή vα πρoκαλέσει έχθρα, μεταξύ τωv πoλιτώv της Δημoκρατίας και της Αυτής Μεγαλειότητας ή vα ραδιoυργήσει εvαvτίov της εξoυσίας της Αυτής Μεγαλειότητας και αρχής στη Δημoκρατία.» (η έμφαση δική μας)

 

Το Άρθρο 14 του Κεφ.105, προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«14.-(1)      Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ και τωv όρωv oπoιασδήπoτε άδειας ή έγκρισης πoυ χoρηγήθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή oπoιωvδήπoτε Καvovισμώv πoυ εκδόθηκαv βάσει αυτoύ και με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου, o Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης δύvαται vα διατάξει oπoιoδήπoτε αλλoδαπό o oπoίoς είvαι απαγoρευμέvoς μεταvάστης ή oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo, αφoύ εισήλθε στη Δημoκρατία με άδεια vα παραμείvει σε αυτή για περιoρισμέvη περίoδo, παραμέvει στη Δημoκρατία μετά τηv παρέλευση της περιόδoυ αυτής ή oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo περιλαμβάvεται εvτός της κατηγoρίας πoυ απαριθμείται στηv παράγραφo (θ) τoυ εδαφίoυ (1) τoυ άρθρoυ 6 vα απελαθεί από τη Δημoκρατία και, εv τω μεταξύ, vα τεθεί υπό κράτηση.»

Πρόσθετα, σχετική με είναι και η διάταξη του άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ. 105 ως εξής:

«18ΠΣΤ.- (1)       Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν –

(α)     υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή

(β)     ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης

 

Δυνάμει του άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ.105, ο Υπουργός Εσωτερικών και κατόπιν εξουσιοδότησης η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης έχει διακριτική ευχέρεια να θέσει υπό κράτηση τον αιτητή για τον σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία. Όπως καταγράφεται στο επίδικο Διάταγμα Κράτησης, η Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ., ασκώντας τις εξουσίες της, θεώρησε ότι είναι αναγκαίο ο αιτητής «να παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας».

 

Σχολιάζοντας τους προαναφερθέντες λόγους ακύρωσης σημειώνω καταρχήν ότι, ο αιτητής κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης, ένεκα του ότι, ως τα απόρρητα έγγραφα τα οποία έχουν παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου, υπάρχουν υποψίες ότι είναι μέλος κυκλώματος διακίνησης παράτυπων μεταναστών. Η προσωπική συμπεριφορά του, η οποία προέκυψε από μαρτυρία που είχαν ενώπιον τους οι Καθ' ων η Αίτηση, κρίθηκε ότι αποτελεί κίνδυνο νια την δημόσια τάξη και ασφάλεια της Δημοκρατίας. Αυτός, ήταν ο λόγος έκδοσης του επίδικου διατάγματος κράτησης, αλλά και του διατάγματος απέλασης του αιτητή, η νομιμότητα του οποίου εκκρεμεί ενώπιον του αρμόδιου ΔΔΔΠ.

 

Εν προκειμένω, η Διευθύντρια άσκησε την ευρύτατη, όπως έχει νομολογηθεί, διακριτική ευχέρεια της διοίκησης στο να επιτρέπει ή να απαγορεύει την είσοδο ή/και την παραμονή των αλλοδαπών στην επικράτεια (Sydney Alfred Moyo κ.α ν. Δημοκρατίας (1988) 3 ΑΑΔ 1203). Εντούτοις, όπως έχει επίσης κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, παρά την ευρύτατη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης να αποφασίζει επί θεμάτων εισόδου και παραμονής αλλοδαπών στην επικράτεια μιας χώρας, αυτή δεν είναι απόλυτη και απεριόριστη, αλλά η διοίκηση έχει υποχρέωση να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ενώ το τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης παραμένει ακλόνητο μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (βλ. Maria Nicky Reyes ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 401, Amanda Marga Ltd. ν. Δημοκρατίας (1985) 1 ΑΑΔ 2583, Abtul Rashim Souleiman ν. Δημοκρατίας (1987) 3 ΑΑΔ 224, Usman Ibne Mushtaq v. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 1479, Reza Mohammedi κ.α. v. Δημοκρατίας (2001) 4 ΑΑΔ 559 ).

 

Όπως έχει αναφέρει ο δικηγόρος του αιτητή μέσω της Απαντητικής Γραπτής του Αγόρευσης και έχει επιβεβαιώσει η δικηγόρος των Καθ΄ων η Αίτηση στο στάδιο των Διευκρινήσεων, έχει εκδοθεί προσωρινό διάταγμα αναστολής της διαδικασίας απέλασης στις 26.2.24 μέχρι την ολοκλήρωση της προσφυγής στο ΔΔΔΠ. Το γεγονός ότι δεδομένης της αναστολής του διατάγματος απέλασης, η διαδικασία απομάκρυνσης δεν βρίσκεται πλέον σε εξέλιξη και επομένως δεν συντρέχει η προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 18 ΠΣΤ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (ΚΕΦ.105), ουδόλως επηρεάζει την εξέταση της παρούσας υπόθεσης. Επισημαίνεται, ως έχει νομολογηθεί, ότι η μεταγενέστερη αναστολή της εκτέλεσης της απέλασης δεν επιδρά στη νομιμότητα της αρχικής απόφασης για κράτηση του αιτητή, η οποία αποφασίστηκε προς διευκόλυνση της απέλασης (Murat Hudur αλλιώς Αντώνης Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1311/2016,ημερομηνίας 28/8/2017). Περαιτέρω καθίσταται σαφές ότι ο αιτητής κρατείται για σκοπούς απέλασης και επομένως η αναστολή του διατάγματος, η οποία συντελείται για περιορισμένο χρονικό διάστημα μέχρι την εκδίκαση της παρούσας Προσφυγής, δεν επηρεάζει την κράτηση (Asad Mohammed Rahal v Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ 741).

 

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο ακύρωσης που προβάλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα προηγουμένης ακρόασης του πελάτη του, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 43 (1) του Ν.158(1)71999 περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, υποστηρίζεται από τους Καθ΄ων η Αίτηση ότι, η υπό εξέταση περίπτωση, ήτοι το διάταγμα κράτησης του Αιτητή με το μοναδικό σκοπό την απέλαση του, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν.158(Ι)/1999 περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου και δη του άρθρου 43 (1). Είναι η θέση των Καθ' ων η Αίτηση (παράγραφος 4.4.6 της Γραπτής τους Αγόρευσης) ότι, στην υπό κρίση υπόθεση το δικαίωμα προηγουμένης ακρόασης, το οποίο έχει παραχωρηθεί στον αιτητή, γεγονός το οποίο παραδέχεται και ο ίδιος στη Γραπτή του Αγόρευση, εξασκήθηκε μέσω της επιστολής, ημερομηνίας 25/01/2024, (Παράρτημα 3 της Ένστασης των Καθ' ων η Αίτηση), πηγάζει από το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου, αφού όπως καταγράφεται «Συγκεκριμένα, η Διοίκηση μέσω της επιστολής, ημερομηνίας 25/01/2024, καλεί τον Αιτητή, εάν το επιθυμεί, να υποβάλλει είτε γραπτώς είτε προφορικώς τις θέσεις του, αναφορικά με την πρόθεση της ιδίας να εκδώσει διατάγματος απέλασης εναντίον του, ως κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας.»

 

Συνεπώς οδηγούμαι στο συμπέρασμα ότι, ακριβώς για αυτό το λόγο, αναφορικά με το διάταγμα απέλασης, ο αιτητής καταχώρησε και τις «Γραπτές Παραστάσεις ημερ. 1/2/2024» μέσω του δικηγόρου του, οι οποίες, όπως έχει γίνει παραδεκτό στο στάδιο των Διευκρινήσεων, «στη Διοίκηση έχουν κατατεθεί στις 5 Φεβρουαρίου με το χέρι, με σφραγίδα πάνω». Επαναλαμβάνω ότι, στους διοικητικούς φακέλους που έχουν κατατεθεί περιλαμβάνεται η εν λόγω επιστολή, ως συνημμένο έγγραφο στη Γραπτή του Αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή. Ως προς αυτό το ζήτημα, θα συμφωνήσω με τη δικηγόρο των Καθ΄ων η Αίτηση ότι το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει καταπόσον παραβιάστηκε το δικαίωμα του αιτητή στη προηγούμενη ακρόαση, νομικός ισχυρισμός ο οποίος πιθανόν να εξεταστεί στα πλαίσια εκδίκασης της προσφυγής επί του διατάγματος απέλασης από το αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. 

 

Περαιτέρω, ως προς τα έγγραφα τα οποία επικαλείται ο αιτητής και αφορούν την οικογενειακή του κατάσταση, η εισήγηση της δικηγόρου των Καθ΄ων η Αίτηση είναι ότι το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη οποιαδήποτε μαρτυρία προωθείται μέσω της Γραπτής Αγόρευσης του Δικηγόρου του Αιτητή, αναφερόμενη στις «Γραπτές Παραστάσεις ημερ. 1/2/2024» , οι οποίες ωστόσο εντοπίζονται στο διοικητικό φάκελο (Τεκμήριο 1) ως Ερυθρούν 171 – 155 και φέρουν σφραγίδα λήψης του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης στις 7/2/2024.

 

Έχει αναφερθεί και ανωτέρω ότι ο δικηγόρος του αιτητή τόνισε ότι ο πελάτης του διαμένει σε συγκεκριμένη μόνιμη διεύθυνση στη Λεμεσό αλλά και ότι είναι πατέρας τριών μικρών παιδιών, επικαλούμενος τις γραπτές του παραστάσεις προς τη διοίκηση ημερ.1/2/2024, οι οποίες εντοπίζονται στο Τεκμήριο 1. Ο ίδιος παραπέμπει στα σχετικά πιστοποιητικά γέννησης, και παρά το γεγονός ότι η δικηγόρος της Δημοκρατίας ίδια επαναλαμβάνοντας το περιεχόμενο της Έκθεσης Γεγονότων των Καθ' ων η Αίτηση, ισχυρίζεται ότι ο αιτητής έχει μόνο ένα παιδί γεννηθέντα το 2018, χωρίς να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στη διαμονή της οικογένειας του αιτητή, σε καμία περίπτωση έχει αμφισβητήσει τα πραγματικά αυτά γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση, τα δεδομένα τα οποία αφορούν την οικογένεια του αιτητή όπως η διεύθυνση διαμονής τους, οι συνθήκες διαβίωσης της οικογένειας, αλλά και ο αριθμός των ανήλικων τέκνων και οι ηλικίες τους, δεν προκύπτει από τους διοικητικούς φακέλους να εξετάστηκαν από τους Καθ΄ων η Αίτηση για τους σκοπούς της έκδοσης του επίδικου διατάγματος.    

 

Υπό το φως των πιο πάνω οικογενειακών δεδομένων του αιτητή, θα προχωρήσω στην εξέταση του θέματος κατά πόσον οι Καθ ΄ων Αίτηση έχουν προχωρήσει στη δέουσα έρευνα σε σχέση με το επίδικο διάταγμα κράτησης και σε στάθμιση των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, ως ο ισχυρισμός του αιτητή ότι,  η διοίκηση ενήργησε χωρίς τη δέουσα έρευνα κατά παράβαση των άρθρων 44, 45, 46 47, 48 και 49 του Ν. 158(Ι)/1990.

 

Προς απάντηση αυτής της θέσης του αιτητή, είναι η θέση της δικηγόρου των Καθ' ων η Αίτηση, ότι «λαμβανομένου υπόψη τόσο τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή και την οικογενειακή του κατάσταση, όσο και τις σχετικές επιστολές της ΥΑΜ και της Αστυνομίας εμπιστευτικού χαρακτήρα (απόρρητα), προέβησαν δικαιολογημένα στην έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης εναντίον του Αιτητή».

 

Η κήρυξη ενός προσώπου ως παράνομα διαμένοντος εμπεριέχει λογικά, ως έχει νομολογηθεί, τον κίνδυνο διαφυγής ανά πάσα στιγμή (Mensah ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 5735/13, ημερομηνίας 09/8/2013), El Khouri v. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ.716/2014, ημερομηνίας 24/6/2016) Muhammad v Δημοκρατίας(ΥπόθεσηΑρ.3/2021, ημερομηνίας 24/11/2021), Bibilashvili και Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 1954/2022, ημερομηνίας 20/12/2022). Αυτό ωστόσο θα πρέπει να συνυπολογιστεί με τις οικογενειακές και προσωπικές περιστάσεις του υποκειμένου. Στη θέση του αιτητή ότι οι Καθ΄ων η Αίτηση όφειλαν να διερευνήσουν περαιτέρω και/ή δεν διερεύνησαν την περίπτωση του Αιτητή, και ειδικότερα την οικογενειακή του ζωή, είναι η θέση της δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι, τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του αιτητή καταδεικνύουν πλήρη διερεύνηση σε σχέση με τον αιτητή, και επιπλέον ότι, οι Καθ’ ων η Αίτηση έπραξαν τα δέοντα, διερευνώντας καλόπιστα το σύνολο των πραγματικών γεγονότων που περικλείουν τη συγκεκριμένη περίπτωση.

 

Δεν θα συμφωνήσω μαζί της. Αυτό που προκύπτει από μόνο το παραδεκτό γεγονός ότι ο αιτητής έχει 3 τέκνα, μάλιστα στις τρυφερές ηλικίες των έξι ετών, τριών ετών και έξι μηνών και όχι ένα όπως αναφέρουν οι Καθ΄ων η Αίτηση στην Ένσταση, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή και η οικογενειακή του κατάσταση ουδόλως απασχόλησαν τους Καθ ΄ων Αίτηση. Πουθενά δεν φαίνεται στους ενώπιον του Δικαστηρίου φακέλους ότι το αρμόδιο όργανο εξέτασε οτιδήποτε πέραν των επιστολών της ΥΑΜ σε σχέση με τις πληροφορίες για υποψία τέλεσης του συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος από τον αιτητή και δη τη τυπική επίκληση αυτών των πληροφοριών που τον τοποθετούν ως μέλος ενός μεγάλου κυκλώματος διακίνησης παράτυπων μεταναστών, χωρίς ιδιαίτερες πληροφορίες και λεπτομέρειες. Ούτε ακόμα και η μόνιμη διεύθυνση του αιτητή αλλά και ο αριθμός των μελών της οικογένειας του φαίνεται να εξετάστηκαν. Αντίθετα, μελετώντας τους διοικητικούς φακέλους, το Δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η διοίκηση σε καμία στάθμιση των δεδομένων προχώρησε, πριν την έκδοση του επίδικου διατάγματος.

 

Στη παρούσα περίπτωση, κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος κράτησης, από κανένα έγγραφο φαίνεται να σταθμίστηκαν όλα τα δεδομένα, αφού έγινε η δέουσα έρευνα, και στη συνέχεια να αποφασισθεί η κράτηση του αιτητή ως του απόλυτα απαραίτητου μέτρου, προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση και διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσής του. Ως εκ τούτου, το μέτρο κράτησής του αιτητή θεωρώ ότι λανθασμένα κρίθηκε από τη Διοίκηση ως μέτρο ανάλογο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή της απέλασης του. Επαναλαμβάνοντας τα πιο πάνω ευρήματα μου, όπως προκύπτουν από τους ενώπιον μου φακέλους, διαπιστώνω ότι η διοίκηση ουδόλως εξέτασε τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή. Τα μόνα έγγραφα τα οποία απασχόλησαν την Διευθύντρια πριν την έκδοση του διατάγματος κράτησης είναι οι επιστολές της ΥΑΜ στις οποίες γίνεται αναφορά στο διάταγμα απέλασης. Αυτό δεν ικανοποιεί το παρόν Δικαστήριο ότι αρκεί από μόνο χωρίς οποιαδήποτε ουσιαστική έρευνα, για την έκδοση του διατάγματος κράτησης.

 

Επαναλαμβάνω ότι ο αιτητής είναι ήδη από 15/12/2015 κάτοχος διεθνούς προστασίας, ενώ η εκκρεμούσα απέλαση, για τους σκοπούς της οποίας εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα κράτησης, αποφασίστηκε δυνάμει του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Έχει κατ΄επανάληψη νομολογηθεί ότι, τηρουμένης της αρχής της αναγκαιότητας, το μέτρο που λαμβάνεται θα πρέπει να είναι το απολύτως αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Όπως αναφέρθηκε σε σχετική απόφαση του ΕΔΑΔ, η κράτηση επιλέγεται όταν είναι αντικειμενικώς αναγκαία για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος την επιστροφή του (S.K. v. Russia, Αρ. Προσφυγής 52722/15, ημερομηνίας 14.2.17, σκέψη 111).

 

Στη βάση των στοιχείων που βρίσκονταν ενώπιον των Καθ' ων η αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος κράτησης, όπως αναφέρονται ανωτέρω, θεωρώ ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας, αφού δεν σταθμίστηκαν οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή και ακολούθως να αποφασιστεί η κράτηση του, προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση και διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσής του. Από τα ενώπιον μου δεδομένα θα συμφωνήσω με τον δικηγόρο του αιτητή ότι δεν πραγματοποιήθηκε η δέουσα έρευνα ώστε να εξεταστούν οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, και να καταλήξει το αρμόδιο όργανο ότι η όλη συμπεριφορά του συγκεκριμένου προσώπου, θεμελίωνε, βάσει των προνοιών του Νόμου, κίνδυνο διαφυγής και παρεμπόδισης της διαδικασίας απομάκρυνσής του. Συνεπώς καταλήγω ότι, η κράτηση του αιτητή δεν είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, όπως επιτάσσει το άρθρο 52(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999), και ούτε προκύπτει ότι έγινε η απαραίτητη ατομική αξιολόγηση της ενώπιον του Δικαστηρίου περίπτωσης.   

 

Ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων μου, ότι το διάταγμα κράτησης του αιτητή δεν εκδόθηκε μετά από δέουσα έρευνα και στάθμιση των προσωπικών και οικογενειακών περιστάσεων του συγκεκριμένου προσώπου, αποφασίζω όπως το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης του αιτητή ακυρώνεται και η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει, κατά το μέρος που το προσβάλει. Ο αιτητής θα πρέπει να αφεθεί αμέσως ελεύθερος.

 

Συνεπεία τούτου, θεωρώ ότι η εξέταση οποιουδήποτε περαιτέρω λόγου ακύρωσης προωθεί ο αιτητής δεν χρειάζεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα ύψους 1500 Ευρώ πλέον ΦΠΑ υπέρ του Αιτητή και εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση.                                               

 

 

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο