ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                       

(Υπόθεση Αρ. 316/2021)

 

6 Μαρτίου 2024

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ROYAL RIS RESTAURANTS LTD                                                                                          Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

 

            ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

                          ΥΦΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

 

Ξ. Ευγενίου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Γ. Χατζηπροδρόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Η αιτήτρια, όπως αναφέρεται στα γεγονότα της αίτησης ακυρώσεως, είναι η διαχειρίστρια του εστιατορίου Royal Ris Restaurant («το εστιατόριο»), το οποίο βρίσκεται εντός ενοικιαζόμενου χώρου που λαμβάνει από το Ίδρυμα επί του κληροδοτήματος της Ευανθίας Πιερίδου, στο μέσα μέρος του Αρχοντικού Κτιρίου, το οποίο βρίσκεται στη γωνία της οδού Ευανθίας Πιερίδου και της Λεωφόρου Αθηνών, επί του παραλιακού μετώπου των Φοινικούδων, στη Λάρνακα.

 

Με απόφασή τους, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Υφυπουργείου Τουρισμού («το Υφυπουργείο») ημερομηνίας 9.2.2021, οι καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν την, υπό όρους, ανανέωση της κατάταξης και άδειας λειτουργίας του εστιατορίου για την περίοδο 2021-2023. Ένας εκ των ειδικών όρων ανανέωσης, που θα έπρεπε να ικανοποιηθεί και του οποίου η νομιμότητα αμφισβητείται από την αιτήτρια, ήταν η εξασφάλιση άδειας χρήσης από τον Δήμο Λάρνακας, για τη χρησιμοποίηση του εξωτερικού πλακόστρωτου χώρου. Σύμφωνα με τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία, η εν λόγω άδεια, δεν φαίνεται να εξασφαλίστηκε από την αιτήτρια.

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή, στις 24.4.2021.

 

Είχε προηγηθεί η υπό της αιτήτριας καταχώρηση της προσφυγής αρ. 494/2019, κατά της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 21.1.2019, με την οποία είχε μεν ανανεωθεί η έκδοση της άδειας λειτουργίας του εστιατορίου για το έτος 2019, αλλά, και πάλι, υπό τον ειδικό όρο που περιέχεται σε αυτήν, ότι για τη χρήση του εξωτερικού πλακόστρωτου, θα πρέπει να εξασφαλιστεί από το Δήμο Λάρνακας, άδεια χρήσης, που δεν είχε εξασφαλιστεί. Επί της εν λόγω προσφυγής, εκδόθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο απορριπτική απόφαση στις 27.6.2022.

 

Στο πλαίσιο της υπό εξέταση προσφυγής, η πλευρά της αιτήτριας προωθεί ισχυρισμούς περί εμφιλοχωρήσασας νομικής πλάνης των καθ’ ων η αίτηση, μη διενέργειας δέουσας έρευνας, έλλειψης επαρκούς και/ή της δέουσας αιτιολογίας, παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης της αιτήτριας, καθώς και των συνταγματικών δικαιωμάτων εργασίας και ελευθερίας των συμβάσεων. Εγείρεται, επίσης, λόγος ακύρωσης περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, ενώ ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης προωθείται και ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε σε εξωγενή όρο, ο οποίος δεν προβλέπεται ούτε στον περί Κέντρων Αναψυχής Νόμο (Ν.29/1985), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), ούτε στους περί Κέντρων Αναψυχής Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 265/86), ως αυτοί ίσχυαν κατά το ουσιώδη χρόνο («οι Κανονισμοί»). Επιπρόσθετα, εγείρεται από την πλευρά της αιτήτριας ζήτημα αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου, αλλά και μη τήρησης άρτιου πρακτικού.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, καθόλα ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της. Όλες δε οι ενέργειες του Υφυπουργείου ήσαν νόμιμες και βασίστηκαν στο Σύνταγμα, στις πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών.

 

Επιπρόσθετα, οι καθ’ ων η αίτηση ήγειραν, για πρώτη φορά δια της γραπτής τους αγόρευσης, τον, εν είδει προδικαστικής ενστάσεως προβαλλόμενο, ισχυρισμό ότι ανεπίτρεπτα και/ή απαράδεκτα προσβάλλεται δια της υπό κρίση προσφυγής μόνο μέρος της απόφασης ανανέωσης της άδειας λειτουργίας του εστιατορίου και ότι δεν νοείται η εν λόγω άδεια να «κατατεμαχίζεται σε διάφορα μέρη». Προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας τους, οι καθ’ ων η αίτηση παρέπεμψαν στην προαναφερθείσα απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 27.6.2022, στην ROYAL RIS RESTAURANTS LTD v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 494/2019.

 

Έχοντας εξετάσει το σύνολο των ενώπιον μου δεδομένων και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, κρίνω εν πρώτοις ότι ο αμέσως πιο πάνω ισχυρισμός των καθ’ ων η αίτηση στερείται βασιμότητας. Είναι ξεκάθαρο από το ίδιο το λεκτικό της, περιεχόμενης στην αίτηση ακυρώσεως, αιτούμενης θεραπείας, ότι η αιτήτρια στρέφεται κατά του συνόλου της πράξης και/ή κατά της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση που περιέχεται στην προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 9.2.2021 και με την οποία ανανεώθηκε μεν η άδεια λειτουργίας του εστιατορίου, υπό την αίρεση όμως της τήρησης και/ή υλοποίησης από την αιτήτρια του ειδικού όρου εξασφάλισης άδειας χρήσης από τον Δήμο Λάρνακας, για τη χρησιμοποίηση του εξωτερικού πλακόστρωτου χώρου. Συνεπώς, κατ’ αυτό τον τρόπο, δεν θεωρώ ότι υφίσταται ζήτημα κατατεμαχισμού της υπό των καθ’ ων η αίτηση εκδοθείσας, επίδικης, άδειας. Στο πλαίσιο δε της, κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, προσβολής της πιο πάνω απόφασης, όπως το αντιλαμβάνεται το παρόν Δικαστήριο, υφίσταται η δυνατότητα προσβολής και του προαναφερθέντος ειδικού όρου, ο οποίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος και/ή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης ημερομηνίας 9.2.2021 και του οποίου η αμφισβήτηση, εφόσον κριθεί βάσιμη, μπορεί να οδηγήσει είτε στην ακύρωση ή στη μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, σύμφωνα με το Άρθρο 146.4 του Συντάγματος.

 

Κατά συνέπεια, ο πιο πάνω ισχυρισμός των καθ’ ων η αίτηση απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Θα προχωρήσω στην εξέταση του πρώτου εγειρόμενου λόγου ακύρωσης που προωθεί η πλευρά της αιτήτριας, αφού πρώτα επισημάνω ότι δεν μπορεί να έχει έρεισμα ο, προβαλλόμενος ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης, ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασής της, ο οποίος και υπόκειται σε απόρριψη. Κατά το σχετικό ισχυρισμό, η επίδικη απόφαση λήφθηκε, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί η αιτήτρια, ως έδει.

 

Έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι το δικαίωμα ακρόασης υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, Κώστας Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 72/1989, ημερ. 27.12.1990, Μαρία Λαζάρου Κούτσου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 720/1997, ημερ. 10.3.2000, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 232/2008, ημερ. 30.4.2010). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014, «το άρθρο 43(1), οριοθετεί ρητά το δικαίωμα ακρόασης ως ισχύον «εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά». Άτομα συνεπώς στα οποία ο νόμος δεν δίδει προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης δεν καλύπτονται, (G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155).».

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, ακόμη και να γινόταν δεκτή η θέση ότι θα μπορούσε εν προκειμένω να εφαρμοστεί ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος (Ν.158(Ι)/1999), και πάλι η υπό εξέταση περίπτωση δεν θα ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του και δη του άρθρου 43(1) αυτού, σύμφωνα με το οποίο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται «σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης». Συναφώς, όπως λέχθηκε στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α., ανωτέρω, αναφορικά με την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης (η έμφαση προστέθηκε):

 

 «Το άρθρο 43(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, ταξινομεί τις περιπτώσεις παροχής προηγούμενου δικαιώματος ακρόασης όταν η έκδοση πράξης ή το διοικητικό μέτρο που θα ληφθεί είναι «... πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.». Η ερμηνευτική άσκηση που πρέπει να γίνει οφείλει να συμπλέει με την έννοια του κειμένου και η φράση «άλλως πως δυσμενούς φύσης», πρέπει να διαβαστεί ejusdem generis με τις προηγούμενες λέξεις που σαφώς υποδηλώνουν ότι το διοικητικό μέτρο ή η απόφαση επηρεάζει τη σχέση του διοικούμενου με την διοίκηση πειθαρχικώς ή που ενέχει κύρωση, περιέχοντας δηλαδή μομφή ως προς τον τρόπο ενάσκησης των καθηκόντων του διοικούμενου ή άπτεται της προσωπικότητας και αξιοπρέπειας του. Με άλλα λόγια, το «άλλως πως δυσμενούς φύσης», διαβάζεται ως ανήκον στην ίδια κατηγορία με τα προηγηθέντα και όχι ανεξάρτητα και αυτόνομα.».

 

Υπό το φως των πιο πάνω, είναι σαφές ότι και στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση σαφώς και δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1), αφού δεν αποτελεί ούτε κύρωση αλλ’ ούτε μέτρο πειθαρχικής φύσης.

Κατά συνέπεια, ο συγκεκριμένος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Ο πρώτος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, είναι δισκελής: αφενός εγείρεται ζήτημα αρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου και, αφετέρου, ζήτημα μη τήρησης άρτιου πρακτικού.

 

Επί του πρώτου σκέλους, ισχυρίστηκε αρχικά η πλευρά της αιτήτριας ότι από πουθενά δεν προκύπτει ότι την επίδικη απόφαση έλαβε ο Υφυπουργός ή ο Γενικός Διευθυντής του Υφυπουργείου, ως ο περί της Ίδρυσης Υφυπουργείου Τουρισμού παρά του Προέδρου και Συναφών Θεμάτων Νόμος (Ν.123(Ι)/2018) προβλέπει, εις αντικατάσταση των προβλεπόμενων στο άρθρο 6(3) του Νόμου, όπου αρμόδιο όργανο ήταν το διοικητικό συμβούλιο του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (ΚΟΤ). Ωστόσο, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων και μετά από σχετική συζήτηση επ’ ακροατηρίω και την προσκόμιση σχετικών εγγράφων από τους καθ’ ων η αίτηση, τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης αποσύρθηκε, ορθώς, καθότι διαπιστώθηκε ότι, πράγματι, η κα Α. Δ., η οποία και είχε υπογράψει την επίδικη επιστολή ημερομηνίας 9.2.2021, «για Γενικό Διευθυντή Υφυπουργείου Τουρισμού», ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Αν. Γενικό Διευθυντή του Υφυπουργείου (από 27.2.2019), να αποφασίζει για θέματα ανανέωσης κατάταξης και έκδοσης άδειας λειτουργίας κέντρων αναψυχής, σύμφωνα με το Νόμο 123(Ι)/2018. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης απορρίφθηκε.

 

Επέμεινε, όμως, η πλευρά της αιτήτριας ότι από πουθενά δεν προκύπτει ποιός έλαβε την απόφαση αναφορικά με την επιβολή του επίδικου ειδικού όρου για την ανανέωση της άδειας, ο οποίος τέθηκε σε έντυπο επισυνημμένο στην επιστολή ημερομηνίας 9.2.2021, ως ακολούθως:

 

«ΑΡ. ΦΑΚ: ΚΑLΑ/61

 

ΟΝΟΜΑ ΚΕΝΤΡΟΥ: ROYAL RIS RESTAURANT

 

Ειδικοί όροι Ανανέωσης Κατάταξης και Έκδοσης Άδειας Λειτουργίας για το 2021

 

Για την χρησιμοποίηση του εξωτερικού πλακόστρωτου χώρου θα πρέπει να εξασφαλιστεί άδεια χρήσης από τον Δήμο Λάρνακας, για σκοπούς τοποθέτησης τραπεζιών και καθισμάτων προς εξυπηρέτηση των πελατών του κέντρου.».

 

Όπως υποστήριξε και κατά τις διευκρινίσεις η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, η αμέσως πιο πάνω απόφαση, ειδικά δηλαδή ως προς το θέμα της επιβολής ειδικού όρου, ενώ φέρει αριθμό φακέλου, είναι ανυπόγραφη και δεν αποκαλύπτει το όργανο ή/και το πρόσωπο που την έλαβε. Με αποτέλεσμα, να εγείρεται ζήτημα ως προς την ταυτότητα και την αρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε αυτή την απόφαση, αλλά και ζήτημα ως προς την τήρηση άρτιου πρακτικού. Επ’ αυτού, δεν υπήρξε αντίλογος από την πλευρά των καθ’ ων η αίτηση. 

Εν πρώτοις, παρατηρώ ότι πράγματι, στο πάνω αριστερό μέρος του εν λόγω εγγράφου υπάρχει αναφορά σε αριθμό διοικητικού φακέλου: πρόκειται, όμως, για τον αριθμό του φακέλου που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 κατά τις διευκρινίσεις. Ανατρέχοντας λοιπόν στον εν λόγω φάκελο, εντοπίζω το συγκεκριμένο έγγραφο, χωρίς αυτό να φέρει οποιονδήποτε αριθμό σελίδωσης, στην ίδια ακριβώς μορφή με αυτήν που εμφανίζει το έγγραφο που βρίσκεται συνημμένο ως Παράρτημα Α στην αίτηση ακυρώσεως, αλλά και ως παράρτημα στο δικόγραφο της ένστασης: απουσιάζει δηλαδή και πάλι οποιαδήποτε υπογραφή, αλλά και αναφορά στο όργανο που έλαβε την απόφαση για επιβολή του συγκεκριμένου όρου, με αποτέλεσμα να προκύπτουν ερωτήματα αναφορικά με την ταυτότητα και/ή αρμοδιότητα του οργάνου, αλλά και, συνακόλουθα, σε σχέση με την αρτιότητα του πρακτικού ή/και την ύπαρξη της απαιτούμενης έγγραφης καταχώρησης. Ωστόσο, δεδομένου ότι το εν λόγω έντυπο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επίδικης απόφασης ημερομηνίας 9.2.2021, η οποία, ως λέχθηκε πιο πάνω, λήφθηκε υπό του αρμοδίου οργάνου, θεωρώ ότι και την απόφαση για τον υπό αναφορά ειδικό όρο έλαβε η κα Δ. για Γενικό Διευθυντή του Υφυπουργείου.

 

Τα πιο πάνω ερωτήματα θα μπορούσαν ενδεχομένως να απαντηθούν με αναφορά στις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, προκειμένου να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς τον προσδιορισμό του αρμοδίου οργάνου για την έκδοση των επιπρόσθετων ειδικών όρων που τίθενται ως προϋπόθεση για την ανανέωσης της άδειας του εστιατορίου. Μάλιστα, το συγκεκριμένο ζήτημα, ήτοι ο προσδιορισμός του αρμοδίου οργάνου, υπήρξε αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ των δυο πλευρών, που μέσα από τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων τους, προέβαλαν επ’ αυτού συγκρουόμενες θέσεις: η μεν αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι αρμόδιο όργανο είναι το Υφυπουργείο, η δε πλευρά των καθ’ ων η αίτηση αντέτεινε ότι αρμοδιότητα έχει ο Δήμος Λάρνακας.

 

Ωστόσο, από το σώμα της επίδικης απόφασης, ως αυτή περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 9.2.2021, απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε αναφορά στη νομική βάση λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Εύλογα λοιπόν προκύπτει και το ερώτημα ποια είναι η σχετική νομοθεσία, στη βάση της οποίας ενήργησαν εν προκειμένω οι καθ’ ων η αίτηση και αποφάσισαν να ανανεώσουν την άδεια λειτουργίας του εστιατορίου της αιτήτριας με την προϋπόθεση τήρησης συγκεκριμένων όρων, περιλαμβανομένου και του προεκτεθέντος ειδικού όρου. Δεν μου διαφεύγει ότι στο άρθρο 6(3) του Νόμου ρητά προβλέπεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΟΤ, κέκτηται εξουσία, όπως εκδίδει άδειες λειτουργίας σε κέντρα, εντός της εννοίας του Νόμου, αφού καταβληθούν τα σχετικά τέλη, παρουσιαστεί το υγειονομικό πιστοποιητικό και πληρούνται οι καθοριζόμενοι όροι και προϋποθέσεις.

Εντούτοις, καμία αναφορά σε νομοθεσία, πόσω δε μάλλον σε συγκεκριμένη νομοθετική ή/και κανονιστική διάταξη, δεν γίνεται ούτε στην επιστολή ημερομηνίας 9.2.2021, αλλ’ ούτε στο επισυνημμένο σε αυτήν έντυπο, όπου και εκτίθεται ο εν λόγω ειδικός όρος, την στιγμή μάλιστα που προωθείται ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης από την πλευρά της αιτήτριας ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε σε εξωγενή και παράνομο όρο, καθότι πουθενά, ούτε στους Κανονισμούς ούτε στο Νόμο, δεν προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής ενός τέτοιου όρου.  

 

Συνεπώς, η συμπερίληψη της νομικής βάσης στο σώμα της επίδικης απόφασης, καθίστατο επιτακτική, προκειμένου να καταστεί εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά απαιτεί (L.A.S. BOATING LTD, ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Η παντελής απουσία αναφοράς σε οποιαδήποτε διάταξη, δυνάμει της οποίας λήφθηκε η επίδικη απόφαση, στοιχειοθετεί λόγο ακύρωσης περί έλλειψης επαρκούς και/ή της δέουσας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Δεν παραγνωρίζω ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αναφέρεται στην γραπτή του αγόρευση, στις διατάξεις του Νόμου, για να επιχειρηματολογήσει υπέρ της νομιμότητας των ενεργειών της Διοίκησης. Ωστόσο, πέραν του ότι οι αναφορές στις διατάξεις της εν λόγω νομοθεσίας δεν απαντούν στον ισχυρισμό της αιτήτριας περί λήψεως υπόψη ενός εξωγενούς και/ή παράνομου όρου, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί συνιστούν απόπειρα εισαγωγής αιτιολογίας εκ των υστέρων, η οποία βεβαίως και είναι ανεπίτρεπτη. Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία της διοικητικής πράξης θα πρέπει να δίδεται κατά το χρόνο λήψης και/ή έκδοσης της εν λόγω πράξης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης της δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση και γενικότερα ισχυρισμοί που προβάλλονται από τους δικηγόρους δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Στέφανος Φράγκου, ανωτέρω, Ελπινίκη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4104,  Μαρούλλα Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565 και Χριστίνα Τσιαντή κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (2008) 4 Α.Α.Δ. 824, καθώς και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην C. LIASIDES EXHIBITIONWISE LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 230/2018, ημερ. 9.9.2022 και MENDEL CENTER FOR BIOMEDICAL SCIENCES ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 412/2018, ημερ. 10.5.2022).

 

Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί η ανάγκη για σαφή αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης, ούτως ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (βλ. και άρθρο 28(1) του Νόμου 158(Ι)/1999). Θα πρέπει, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εν προκειμένω, να παρατίθενται όχι μόνο οι πραγματικοί, αλλά και οι νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης (Φράγκου, ανωτέρω). Αντίθετα, αιτιολογία που διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ούτως ώστε να μην προκύπτει πως και στη βάση ποιών νομοθετικών/κανονιστικών διατάξεων διαμορφώθηκε η κρίση της Διοίκησης, είναι αόριστη και ελλιπής, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του συγκεκριμένα στοιχεία επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης και άσκησης δικαστικού ελέγχου (βλ. Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214 και Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348). Απαιτείτο, εν προκειμένω, ρητή και σαφής συμπερίληψη στο σώμα της επίδικης απόφασης, των διατάξεων του νόμου ή/και των κανονισμών, στη βάση των οποίων ενήργησαν οι καθ’ ων η αίτηση και έλαβαν την επίδικη απόφαση, προκειμένου να διαπιστωθεί η ορθή υπαγωγή σε αυτές των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης και να καταστεί αντιληπτό το σκεπτικό και/ή ο συλλογισμός της Διοίκησης, επιτρέποντας ωσαύτως τη διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου.

 

Τα όσα αναφέρονται στην επιστολή ημερομηνίας 9.2.2021, όπου και περιέχεται η επίδικη απόφαση, αλλά και στο συνημμένο έντυπο όπου περιέχεται ο ειδικός όρος, δεν ανταποκρίνονται στις πιο πάνω επιταγές περί δέουσας αιτιολογίας, με αποτέλεσμα να παρατηρείται κενό αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης πράξης, το οποίο δεν μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι κατά πάγια νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο, επιτρέπεται μόνον όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Εν προκειμένω, δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οποιοδήποτε έγγραφο και/ή στοιχείο, από το οποίο, πράγματι, θα μπορούσε να διαπιστωθεί η συμπλήρωση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Ούτε, βεβαίως, και συνιστά έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να εντοπίσει τη νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης και/ή να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη (Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Κ.A. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, ΕΔΔ αρ.189/19, ημερ. 10.12.2020).

 

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι υφίσταται κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Αυτή δε η διαπίστωση αναπόφευκτα οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

Ως εκ των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1900 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..                                                             

                                                                                       Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο