ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 349/2019)

 

 7 Μαρτίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.   Α. Μ.

2.   Μ. Κ.

3.   Μ. (Μ.) Ι.

                                                                             Αιτήτριες

                                                  ΚΑΙ

              ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.     ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Γ. Παπαντωνίου, για Γ. Παπαντωνίου & Σια Δ.Ε.Π.Ε., για αιτήτριες

Μ. Δρυμιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για καθ’ ων η αίτηση

         

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η «πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση για την οποία έλαβαν γνώση οι Αιτήτριες 1 και 2  με επιστολή ημερομηνίας 10.1.2019 και στην Αιτήτρια 3 με επιστολή ημερομηνίας 3.1.2019 [.] και με την οποία οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα των Αιτητριών για επιστροφή των εισφορών που κατέβαλαν στο Ταμείο Χήρων και Ορφανών για την περίοδο 1990 μέχρι και την αφυπηρέτηση τους (συνεπεία της θέσπισης του περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2012 (Ν.216(Ι)/2012)».

 

Η αιτήτρια 1, η οποία αφυπηρέτησε λόγω ορίου ηλικίας από τη θέση Τεχνικού Επιθεωρητή (Δημόσια Έργα) την 1.1.2019, είχε υποβάλει, δι’ επιστολής της προς τον Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 8.12.2018, αίτημα για επιστροφή των εισφορών που είχε καταβάλει στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών, καθότι, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε, κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής της, ήταν άγαμη.

 

Η αιτήτρια 2, η οποία αφυπηρέτησε λόγω ορίου ηλικίας από τη θέση Ανώτερου Τεχνικού Επιθεωρητή (Δημόσια Έργα) την 1.11.2018, είχε υποβάλει, δι’ επιστολής της προς τον Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 8.12.2018, αίτημα για επιστροφή των εισφορών που είχε καταβάλει στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών, καθότι, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε, κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής της, ήταν χήρα.

 

Το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, στο οποίο είχαν διαβιβαστεί τα αιτήματα των δυο αιτητριών, απάντησε αρνητικά στις δυο πιο πάνω αιτήτριες με επιστολές του, πανομοιότυπου περιεχομένου, ημερομηνίας 10.1.2019, στις οποίες αναφέρονταν τα εξής:

 

«Θέμα: Ερώτημα σε σχέση με την καταβολή περιοδικών εισφορών

 

Έχω οδηγίες να αναφερθώ στη σχετική με πιο πάνω θέμα επιστολή σας, ημερ. 8.12.2018, προς τη Γενική Λογίστρια της Δημοκρατίας, η οποία διαβιβάστηκε στο Τμήμα αυτό για να τύχει αρμοδίως χειρισμού και, ως προς το υποβαλλόμενο αίτημά σας, να θέσω υπόψιν σας τα εξής.

2. Σε ότι αφορά τα συνταξιοδοτικό ωφελήματα υπαλλήλων που αφυπηρετούν από την 1.12.13 και εντεύθεν, όπως είναι και η δική σας περίπτωση, εφαρμόζονται οι διατάξεις τον Περί των Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2012. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6 της εν λόγω Νομοθεσίας, ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου ή Κανονισμών, οι περιοδικές εισφορές υπαλλήλων δεν είναι επιστρεπτέες. Ως εκ τούτου και δοθέντος ότι η σχετική πρόνοια είναι σαφής και δεν επιδέχεται διαφορετικής ερμηνείας, δεν παρέχονται περιθώρια ικανοποίησης του αιτήματος σας.».

 

Η αιτήτρια 3, η οποία αφυπηρέτησε λόγω ορίου ηλικίας, στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας την 1.5.2018, είχε υποβάλει, δι’ επιστολής της προς τον Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας, αίτημα για επιστροφή των εισφορών που είχε καταβάλει στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών, καθότι, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε, κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής της, ήταν διαζευγμένη.

 

Το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, με επιστολή του προς την αιτήτρια 3, ημερομηνίας 3.1.2019, απάντησε αρνητικά στο αίτημά της, αναφέροντας τα εξής:

 

«Θέμα:  Μηνιαίες εισφορές στο Ταμείο «Χηρών και Ορφανών»

 

Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας για το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι, δυστυχώς, το αίτημά σας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.

 

1.   Το άρθρο 43 του περί Συντάξεων Νόμου Ν.97(Ι)/97, προνοούσε ότι:

 

«43.-(1) Αν εισφορέας, ο οποίος κατέβαλε περιοδικές εισφορές, πεθάνει ή παύσει να είναι υπάλληλος και

(α) Δεν είχε νυμφευθεί κατά τη χρονική περίοδο της υπηρεσίας του για την οποία καταβλήθηκαν εισφορές ή

(β) δε δικαιούται στη χορήγηση σύνταξης δυνάμει του Μέρους ΙΙ,

το σύνολο των περιοδικών εισφορών και κάθε αρχική εισφορά που κατέβαλε επιστρέφονται στον ίδιο ή στο νόμιμο προσωπικό αντιπρόσωπό του, ανάλογα με την περίπτωση.

(2) Αν η/ο σύζυγος εισφορέα, ο οποίος κατέβαλε περιοδικές εισφορές πεθάνει πριν από αυτόν (αυτή) ή ο γάμος τους διαλυθεί με διαζύγιο και ο εισφορέας πεθάνει στην υπηρεσία ή αφυπηρετήσει χωρίς να συνάψει άλλο γάμο, οι περιοδικές εισφορές που καταβλήθηκαν και κάθε αρχική εισφορά που καταβλήθηκε επιστρέφονται σ’ αυτόν ή ανάλογα με την περίπτωση, στο νόμιμο προσωπικό αντιπρόσωπό του:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που κατά την αφυπηρέτηση ή το θάνατο εισφορέα υπάρχουν δικαιούχα τέκνα, όπως ο όρος ερμηνεύεται στον παρόντα Νόμο, οι εισφορές που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο δεν επιστρέφονται.».

2. Οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου ίσχυαν κατά την ώρα που o υπάλληλος έπαυε να είναι υπάλληλος και πληρούνταν οι πιο πάνω προϋποθέσεις.

3. Ακολούθως, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 6 του Νόμου 216(Ι)/2012 που καταργεί και αντικαθιστά τους περί Συνταξιοδοτικών ωφελημάτων κρατικών υπαλλήλων και υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμους 113(I)/2011 και 191(I)/2011, που είχαν προηγηθεί, οι περιοδικές εισφορές υπαλλήλου στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών δεν είναι επιστρεπτέες (εισάγεται βασικά από 1/1/2013 διάταξη για κατάργηση του δικαιώματος επιστροφής των εισφορών που παρείχε το άρθρο 43 του Ν.97(I)/97). Κατά συνέπεια, για αφυπηρετήσεις του επισυμβαίνουν από 1/1/2013  και μετά, ανεξάρτητα από την οικογενειακή κατάσταση του αφυπηρετούντα υπαλλήλου κατά την αφυπηρέτηση η, οι εισφορές στο Ταμείο Χηρών δεν επιστρέφονται πλέον σε κανένα.

4. Το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας οφείλει να εφαρμόζει τις πρόνοιες της εκάστοτε ισχύουσας περί Συντάξεων Νομοθεσίας καθώς και των Διατάξεων Γενικής Εφαρμογής.».

 

Οι αιτήτριες αντέδρασαν και κατά της, περιεχόμενης στις προαναφερθείσες επιστολές, αρνητικής απόφασης της Διοίκησης, καταχώρησαν την υπό κρίση προσφυγή.

Θα πρέπει στο σημείο αυτό, και παρόλο που δεν έχει προωθηθεί δια της γραπτής αγόρευσής τους και, άρα, θεωρείται ως εγκαταλειφθείς, ότι δεν μπορεί να έχει έρεισμα ο, περιεχόμενος στο δικόγραφο της ένστασης, ισχυρισμός των καθ’ ων η αίτηση ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι απαράδεκτη, καθότι δι’ αυτής, «προσβάλλονται τρεις ξεχωριστές διοικητικές πράξεις με διαφορετικούς αποδέκτες». Το γεγονός ότι περισσότεροι του ενός αιτητές στρέφονται με μια προσφυγή κατά περισσότερων της μιας αυτοτελών διοικητικών πράξεων, δεν καθιστά την προσφυγή απαράδεκτη, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις ομοδικίας και δη εφόσον οι αιτητές προωθούν καθ’ ολοκληρίαν κοινούς λόγους ακύρωσης, οι οποίοι στηρίζονται στην ίδια νομική και πραγματική βάση, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην υπό εξέταση περίπτωση (Χατζηπαναγιώτη κ.α. ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, Υποθ. Αρ. 6182/2013, ημερ. 28.12.2018). Κατά συνέπεια, ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου των αιτητριών, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 6 του περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου (Ν.216(Ι)/2012), ο οποίος συγκρούεται και με το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφόσον κατήργησε αντισυνταγματικά και άδικα το δικαίωμα επιστροφής εισφορών, ως αυτό προνοείτο στις διατάξεις του άρθρου 43 του περί Συντάξεων Νόμου (Ν.97(Ι)/1997), το οποίο κατοχυρώνει την επιστροφή του συνόλου των περιοδικών εισφορών, ως αυτές που κατέβαλλαν οι αιτήτριες, εισφορές που αποτελούν ιδιοκτησία του δημοσίου υπαλλήλου, και, συνακόλουθα, παραβιάζονται και τα Άρθρα 23 και 35 του Συντάγματος.

 

Υποστηρίζει επίσης η πλευρά των αιτητριών ότι, με την εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης, ήτοι του άρθρου 6, δημιουργείται άνιση διάκριση ανάμεσα στους διοικούμενους (εισφορείς και δικαιούχους), κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος, καθώς και των αρχών της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου.

 

Έρεισμα για την προώθηση όλων των πιο πάνω θέσεων των αιτητριών, αποτέλεσε η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Δημητριάδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 5660/13 κ.α., ημερ. 31.5.2019.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθόλα σύννομα και ορθά, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και ουδεμία παραβίαση των διατάξεων του Συντάγματος υπήρξε.

Πιο συγκεκριμένα, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, αφού παραθέτει στο δικόγραφο της ένστασης και στη γραπτή της αγόρευση, το ιστορικό της οικονομικής κατάστασης στην οποία τελούσε η Κυπριακή Δημοκρατία, κατά τον χρόνο πριν από τη θέσπιση της επίδικης νομοθεσίας και τους λόγους που οδήγησαν στην θέσπιση αυτής, απορρίπτει τους ισχυρισμούς που προβάλλονται από τις αιτήτριες, υποστηρίζοντας τη συνταγματικότητα του άρθρου 6 του Νόμου 216(Ι)/2012 και, συνακόλουθα, τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Εν πάση περιπτώσει, όπως ανέφερε η κα Δρυμιώτου κατά τις διευκρινίσεις, το ζήτημα θα επιλυθεί τελεσίδικα με την έκδοση της απόφασης του Εφετείου επί της υπό της Δημοκρατίας καταχωρηθείσας έφεσης κατά της προαναφερθείσας απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Δημητριάδου κ.α., ανωτέρω. Εκτενής αναφορά στην εν λόγω απόφαση, γίνεται κατωτέρω.

 

Έχοντας εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης, επισημαίνω τα εξής:

 

Εν πρώτοις, δε χωρεί αμφιβολία ότι η επίδικη απόφαση, πράγματι, λήφθηκε δυνάμει του άρθρου 6 του Νόμου 216(Ι)/2012. Παρόμοιο ζήτημα με το επίδικο, ήτοι αυτό της συνταγματικότητας των διατάξεων του εν λόγω άρθρου 6, με το οποίο τερματίστηκε, από 1.1.2013, το δικαίωμα επιστροφής των περιοδικών εισφορών που προέβλεπε το άρθρο 43 του Νόμου 97(Ι)/1997, εξετάστηκε, πρώτα, από την Καλλιγέρου, Π.Δ.Δ., ως ήταν τότε, στην Δημητριάδου κ.α., ανωτέρω, στην οποία έγινε πλήρης ανάλυση των εγειρόμενων ζητημάτων. Παρατίθενται, αμέσως πιο κάτω, τα σχετικά αποσπάσματα:

 

«Οι λόγοι ακυρώσεως δεν ήταν κοινοί σε όλες τις προσφυγές.  Παρόλα αυτά κοινός λόγος ακυρώσεως υπάρχει και θα εξεταστεί κατά προτεραιότητα από το Δικαστήριο. Σύμφωνα με τους αιτητές παραβιάστηκε το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθ' ότι καταργήθηκε με το άρθρο 6 του Ν.216(Ι)/2012 από 1/1/2013 ένα περιουσιακό δικαίωμα (ανάκτηση περιοδικών εισφορών κατά την αφυπηρέτηση) το οποίο αναγνωρίστηκε επί μακρόν με τον Νόμο 97(Ι)/97.

 

Όπως εξηγήθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες προσφυγές 1480/12 και άλλες, ΧΧΧΧΧ Χαραλάμπους και άλλοι ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 11/06/2014, σύμφωνα με τη  νομολογία του ΕΔΔΑ σε σχέση με την προστασία δυνάμει του πιο πάνω άρθρου της ΕΣΔΑ των περιουσιακών δικαιωμάτων, σε αυτά περιλαμβάνονται και αυτά που είναι κατοχυρωμένα για πληρωμή στο μέλλον ή για τα οποία υπάρχει νόμιμη προσδοκία (legitimate expectation) καταβολής τους στο μέλλον. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

 

«Το ιδιοκτησιακό δικαίωμα στη συνήθη του μορφή αφορά σε υπάρχουσα ιδιοκτησία και δεν επεκτείνεται σε δικαίωμα για απόκτηση της ιδιοκτησίας στο μέλλον, εκτός και αν, εκτός χρηματικής φύσεως δικαίωμα (pecuniary rights) ή άλλης φύσεως δικαίωμα, είναι διά Νόμου κατοχυρωμένο για πληρωμή στο μέλλον όπως συμβαίνει με ορισμένες κατηγορίες συντάξεων (βλ. Marckx v. Belgium, App. No. 6833/17, [1979] ECHR 2, σκέψη 45 και Tushaj v. Albania, App. No. 13620/10, HEJUD [2013] ECHR 49, σκέψη 21). Όπως εξηγήθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Zelca and others v. Romania App. No 65161/10, ημερ. 06/09/2011, στη σκέψη 18:‑ "18. The Court notes at the outset that Article 1 of Protocol No. 1 applies only to a person's existing possessions. Thus, future income cannot be considered to constitute ''possessions'' unless it has already been earned or is definitely payable (see, for example, Koivusaari and others v. Finland (dec.), no. 20690/06, 23 February 2010). However, in certain circumstances, a ''legitimate expectation'' of obtaining an ''asset'' may also enjoy the protection of Article 1 of Protocol No. 1. Thus, where a proprietary interest is in the nature of a claim, the person in whom it is vested may be regarded as having a ''legitimate expectation'' if there is a sufficient basis for the interest in national law, for example where there is settled case‑law of the domestic courts confirming its existence (see Kopecky v. Slovakia [GC], no. 44912/98, § 52, ECHR 2004‑IX).»

 

Τα ίδια αποφασίστηκαν και στην απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπόθεση Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών και άλλοι ν. Υπουργού Οικονομικών, υπόθεση αριθμός 668/12, ημερομηνίας 20/02/2012, ως προς την εμβέλεια του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ στη σκέψη 34 που έχει ως ακολούθως:

 

«34. Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνον για λόγους δημοσίας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα ''περιουσιακής φύσεως'', καθώς και τα κεκτημένα ''οικονομικά συμφέροντα''. Καλύπτονται, κατ' αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλόμενου κράτους.»

 

 Το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αφορά την προστασία της περιουσίας και έχει ως ακολούθως:

 

«Άρθρο 1 - Προστασία της ιδιοκτησίας

 

 Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του.  Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή διά λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους.

 

Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσιν το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.»

 

Τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, καλύπτονται από την προστασία που παρέχεται, εφόσον βασίζονται σε νόμο ή κανονισμούς, που ισχύουν μέχρι την προσφυγή στο δικαστήριο ή σε παγιωμένη νομολογία του εθνικού δικαστηρίου, η οποία δημιουργεί νόμιμη προσδοκία (legitimate expectation) ότι μπορούν να διεκδικηθούν δικαστικά.  (Βλ. ΕΔΔΑ, Straus Greek Refineries and Stratis Andreadis v. Greece (1994) 19 EHRR, 293).

 

Εξετάζοντας τα κριτήρια καθορισμού της υποχρέωσης επιστροφής των περιοδικών εισφορών αλλά και το όλο νομοθετικό πλαίσιο του περί Συντάξεων Νόμου (Ν.97(Ι)/97)όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, διαπιστώνω ότι δημιουργούνται δύο κατηγορίες συντάξιμων υπαλλήλων. Από τη μία είναι η κατηγορία αυτών που με ανέκκλητη δήλωση τους δήλωσαν ότι δεν επιθυμούσαν να επωφεληθούν της προοπτικής μεταβίβασης της σύνταξής τους σε περίπτωση θανάτου τους στη σύζυγο και τα τέκνα οπότε αυτοί δεν υποχρεούντο ποτέ σε περιοδικές εισφορές. Από την άλλη είναι οι συντάξιμοι υπάλληλοι, που δεν προέβηκαν σε τέτοια δήλωση και υποχρεούντο σε περιοδικές εισφορές ώστε να επωφεληθούν οι εξαρτώμενοί τους σε περίπτωση θανάτου τους αλλά παράλληλα με βάση την ρητή διάταξη του άρθρου 43 και να μην ζημιωθούν από τη μη ανταπόδοση, σε περίπτωση αφυπηρέτησής τους χωρίς εξαρτώμενους (ως η περίπτωση των αιτητών) με την επιστροφή σε αυτούς των περιοδικών εισφορών.

 

Έχοντας αυτά κατά νου οι αιτητές δεν αποποιήθηκαν με ανέκκλητη δήλωσή τους τόσο των υποχρεώσεών τους (καταβολή εισφορών) αλλά και των δικαιωμάτων τους (είτε σύνταξη στους εξαρτώμενους τους σε περίπτωση θανάτου τους, είτε επιστροφή των εισφορών αν δεν προέκυπτε πλήρωση των προϋποθέσεων (για σύνταξη χηρείας ή τέκνου). Το άρθρο 6 του Ν.216(Ι)/2012 τερμάτισε το δικαίωμα αυτό από 1/1/2013. Τουτέστιν παρά την ισχύ του Ν.97(Ι)/97 (άρθρο 43) χωρίς την κατάργηση ή τροποποίησή του, ο νεότερος επίδικος Νόμος αρ. 216(Ι)/2012 ανέτρεψε την κατ' αυστηρότητα χαρακτηριζόμενη νόμιμη προσδοκία επιστροφής των περιοδικών εισφορών, που ουσιαστικά συνομολογήθηκε βάσει νόμου από τους αιτητές και τους καθ' ων η αίτηση, ήδη για μερικούς από το 1978 ή 1990 μέχρι και την αφυπηρέτησή τους (επί των λεπτομερειών χρήσιμος είναι ο Πίνακας Α΄ μέρος της δικαστικής απόφασης).

 

Επρόκειτο για δικαίωμα κατοχυρωμένο για πληρωμή κατά την αφυπηρέτηση, υπό τον όρο της αφυπηρέτησης χωρίς εξαρτώμενα τέκνα ή σύζυγο.  Νοουμένου ότι η υποχρέωση εισφοράς βάσει του Νόμου προέκυπτε κάθε μέρα, αλλά  αποκοπτόταν από τον μισθό μηνιαίως, οι αιτητές δικαιούντο από την πρώτη ημέρα έναρξης της καταβολής τις εισφορές τους υπό τον όρο πλήρωσης των προϋποθέσεων και με μεταβίβαση του δικαιώματος αυτού στο μελλοντικό σημείο της ημέρας της αφυπηρέτησης. Η μετατροπή της αντιστοιχίας μεταξύ καταβολής υποχρεωτικών εισφορών με ανταποδοτικό χαρακτήρα, σε υποχρέωση καταβολής άνευ ετέρου και χωρίς επιστροφή στο παρά πέντε της επιστροφής του περιουσιακού αυτού δικαιώματος το οποίο δημιουργήθηκε ήδη (υπό όρους) από την έναρξη της καταβολής της πρώτης εισφοράς και ωρίμασε προς απόδοση του πριν την επέλευση της ισχύος του Ν.216(Ι)/2012, συνιστά στέρηση του περιουσιακού δικαιώματος δυνάμει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

 

Σε σχέση με το επιτρεπτό των περιορισμών, παραπέμπω στο σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου στις Συνεκδ. Υποθ. 441/2014 κ.ά. Χριστοδουλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 12/11/2018, στο οποίο διαπιστώνονται οι αρχές της νομολογίας του ΕΔΔΑ ως ακολούθως:

 

«Με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ τα περιθώρια του κράτους να προβεί σε περιορισμό των περιουσιακών δικαιωμάτων, ειδικότερα του μισθού, άλλων απολαβών και συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων, με σκοπό την έξοδο από δημοσιονομικό έλλειμμα, εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και περιστολή των κρατικών δαπανών είναι ευρύτατα και θεωρούνται πως βασίζονται σε λόγους δημοσίου συμφέροντος και δημόσιας ωφέλειας. Επαφίεται σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ στον αιτητή να αποδείξει ότι δεν εξυπηρετείτο το δημόσιο συμφέρον ή ότι η επέμβαση δεν βασιζόταν σε λόγους δημόσιας ωφέλειας (Broniowski v. Poland 2004-V, 43 EHRR 1, § 149, James and Others v. UK A 98 (1986), 8 EHHR 123, § 46 PC, Pressos Compania Navierna SA and Others v. Belgium A 332 (1995), 21 EHRR 301 § 37).  Όπως αναφέρθηκε στην James and Others (ανωτέρω) στην § 49:

 

«The taking of property in pursuance of a policy calculated to enhance social justice within the community can properly be described as being "in the public interest"».

..................................

 

Στις προσφυγές ενώπιον μας, εν πρώτοις προκύπτει από τους διοικητικούς φακέλους, ότι το κράτος τελούσε σε μεγάλη δημοσιονομική κρίση και επίβλεψη συμμόρφωσης με το Μνημόνιο συναντίληψης λόγω δανεισμού.  Επομένως οι περικοπές δικαιολογούνται βάσει της ΕΣΔΑ για λόγους δημοσίου συμφέροντος (James and Others v. UK 21/2/1986, No. 8793/79). Κρίνουμε επίσης πως φανερώνεται πλήρως από τους διοικητικούς φακέλους ότι η επέμβαση ήταν αναγκαία και πρόσφορη για την επίτευξη της εξασφάλισης εξοικονομήσεων στις δαπάνες και ισοσκελισμένο Προϋπολογισμό των κρατικών δαπανών αλλά και εκσυγχρονισμό των επιδομάτων γενικότερα των δημοσίων υπαλλήλων. Η περικοπή ποσοστού 25% στα επιδόματα βάρδιας αλλά και 33,3% στην φόρμουλα υπολογισμού της υπερωριακής αποζημίωσης δεν ήταν δυσανάλογος περιορισμός στο περιουσιακό δικαίωμα της συνολικής αμοιβής από εργασία, λαμβάνοντας υπόψη το δημοσιονομικό όφελος που προέκυπτε από τον περιορισμό αυτό αλλά και το γεγονός ότι και πληθώρα άλλων μέτρων περικοπών στις αποδοχές, επιδόματα και τις συντάξεις όλων των κατηγοριών δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων του δημοσίου, εξασφάλισαν την εξοικονόμηση κρατικών δαπανών δεκάδων εκατομμυρίων και μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.».

 

Σε αντίθεση με τον επιτρεπτό περιορισμό που κρίθηκε ανωτέρω σε ποσοστό επί των επιδομάτων βάρδιας των εκεί αιτητών, εν προκειμένω διαπιστώνεται στέρηση κεκτημένου περιουσιακού δικαιώματος χωρίς ανταπόδοση ή αντιστάθμισμα, κατά παράβαση και της αρχής της ισότητας μεταξύ ομοιογενών κατηγοριών, λόγω της ανισότητας που δημιουργείται μεταξύ των αιτητών και των άλλων συντάξιμων υπαλλήλων οι οποίοι είτε δεν κατέβαλαν ποτέ κατ' επιλογή τους εισφορές και απολάμβαναν τον μηνιαίο μισθό τους χωρίς τις περικοπές είτε με αυτούς που κατέβαλλαν αλλά επωφελήθηκαν του Ταμείου Χηρών και Ορφανών τα εξαρτώμενα τέκνα τους, καλυπτόμενοι από τον κίνδυνο θανάτου με δικαίωμα στη μεταβίβαση της σύνταξης. Το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ που παρέχει συμπληρωματική προστασία απαγορεύει τις διακρίσεις κατά την απόλαυση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Κρίνω πως υπήρξε δυσμενής διάκριση πέραν του ανεπίτρεπτου της οριστικής στέρησης περιουσιακού δικαιώματος μεταξύ ομοιογενών υποκειμένων εδώ των συντάξιμων δημοσίων υπαλλήλων ως επεξηγήθηκαν οι δύο κατηγορίες ανωτέρω.».

 

Υιοθετώ το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης, το οποίο και τυγχάνει πλήρους εφαρμογής και στην υπό κρίση περίπτωση, σφραγίζοντας την τύχη της παρούσας προσφυγής. Ας σημειωθεί ότι η ίδια προσέγγιση, επί του ιδίου ζητήματος, ακολουθήθηκε στη συνέχεια και σε άλλες, ακυρωτικές, αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου (βλ. Μ.Β ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 244/2020, ημερ. 9.11.2022 (του παρόντος Δικαστηρίου), Φ.Τ.Π. ως Διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντα Ν.Τ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 214/2018, ημερ. 27.4.2023, Πελαβά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1068/2018, ημερ. 5.8.2022, Φαίδωνος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 782/2018, ημερ. 10.5.2022, Κουλουτέρη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 119/2016, ημερ. 28.5.2020 και Χατζηλούκας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 493/2016, ημερ. 31.5.2021).

 

Υπό το φως των πιο πάνω, καταλήγω ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 του Νόμου 216(Ι)/2012, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση για την έκδοση της επίδικης απόφασης, παραβιάζουν τις πρόνοιες του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση, κηρύσσεται άκυρη, συμφώνως του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

Επιδικάζονται €1800 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των αιτητριών και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο