ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 427/2024 (Κ))

                                                                                   (i-Justice)       

 

                            26 Μαρτίου 2024

                          [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                             M. L. A. B.

 

                                                                                                   Αιτητή,

                                  και

         ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

                 1.Υπουργού Εσωτερικών

 2.Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου  Πληθυσμού                  και Μετανάστευσης

Καθ’ ων η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Νατάσα Χαραλαμπίδου, για Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον αιτητή.

Μέλανη Τρεμούρη, Δικηγόρος, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,  για τους καθ’ ων η αίτηση.

                              Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 29.2.2024 να κηρυχθεί ως απαγορευμένος μετανάστης καθώς και κατά της νομιμότητας των διαταγμάτων  κράτησης και απέλασης ίδιας ημερομηνίας.

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής είναι υπήκοος Γουινέας, ο οποίος κατά το έτος 2019 αφίχθηκε στη Δημοκρατία μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών και στη συνέχεια εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές από άγνωστο μέρος και σε άγνωστο χρόνο.

 

Στις 29.5.2019, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε στις 25.11.2020 από την Υπηρεσία Ασύλου. Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε την Προσφυγή αρ. 300/21 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 23.12.2022.

 

Εν συνεχεία, ο αιτητής υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία στις  17.11.2023 απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από την Υπηρεσία Ασύλου. Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε την Προσφυγή αρ. Τ3122/23 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, η εκδίκαση της οποίας, ως είναι καθόλα παραδεκτό εκκρεμεί.

 

Ακολούθως στις 28.2.2024, ο αιτητής συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής και στις 29.2.2024 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης κατά του αιτητή.

 

Η υπό εξέταση Προσφυγή καταχωρήθηκε στις 8.3.24.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης. 

 

Επί της ουσίας, οι πλείστοι εκ των προβαλλόμενων ισχυρισμών του αιτητή που αναπτύσσονται στη γραπτή του αγόρευση, εδράζονται στην κύρια και κεντρική θέση του αιτητή ότι ο αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη και έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων διατηρούσε το νόμιμο καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας και επομένως δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία ένεκα της εκκρεμούσης Προσφυγής του στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας κατά της νομιμότητας της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου αναφορικά με την πρώτη υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτηση του.

 

Είναι επί της πιο πάνω θέσης, που ο αιτητής εγείρει τους ακόλουθους ισχυρισμούς: α) η κήρυξη του αιτητή σε απαγορευμένο μετανάστη και η έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων είναι προϊόν ελλιπούς έρευνας, πλάνης, κατάχρησης εξουσίας και ανυπόστατης και εσφαλμένης αιτιολογίας, β) ένεκα της εκκρεμοδικίας της Προσφυγής αρ. Τ3122/23 ενώπιον του ΔΔΔΠ τα προσβαλλόμενα διατάγματα παραβιάζουν την αρχή της μη επαναπροώθησης καθώς και ότι το διάταγμα κράτησης του αιτητή θα έπρεπε να είχε εκδοθεί βάσει των διατάξεων του άρθρου 9 ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου και όχι στη βάση του Κεφ. 105, οι δε καθ’ ων η αίτηση εμποδίζονται να απελάσουν τον αιτητή σε χώρα που ισχυρίζεται ότι υφίσταται δίωξη πριν την εξέταση της Προσφυγής του από το ΔΔΔΠ και/ή τελεσιδικίας αυτής στα πλαίσια διασφάλισης της αποτελεσματικότητας της Προσφυγής του, γ)τα διατάγματα παραβιάζουν το άρθρο 18ΠΣΤ(1) (6) και (7) του Κεφ. 105 και το άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ καθότι εξαιτίας της καταχώρησης Προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης επί της μεταγενέστερης αίτησης του, ο αιτητής δεν υπόκειται σε διαδικασίες επιστροφής μέχρι την εκδίκαση της Προσφυγής Τ3122/23 του από το ΔΔΔΠ και η κράτηση παύει να δικαιολογείται μέχρι την εξέταση της.

 

Η συνήγορος της Δημοκρατίας, υποστηρίζοντας τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων διαταγμάτων, αντιτείνει ότι καθόλα ορθά οι καθ΄ων η αίτηση προέβηκαν στην έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων καθότι κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης τους ο αιτητής ήταν παράνομος μετανάστης και δεν κατείχε ούτε την ιδιότητα αιτητή ασύλου αλλά ούτε διατηρούσε και οποιοδήποτε νόμιμο καθεστώς παραμονής στη Δημοκρατία, το οποίο απώλεσε από τις 23.12.2022 όταν και απορρίφθηκε η Προσφυγή αρ. 300/21 από το ΔΔΔΠ. Με παραπομπή σε νομολογία, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση διατείνεται ότι η απλή και μονό καταχώρηση μεταγενέστερης αίτησης δεν προσδίδει οποιοδήποτε καθεστώς νόμιμης παραμονής στον αιτητή και δεν τον καθιστά αιτητή διεθνούς προστασίας, τονίζοντας μάλιστα το γεγονός ότι κατά το χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων η μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή είχε ήδη απορριφθεί ως απαράδεκτη από την Υπηρεσία Ασύλου. Εισηγείται δε ότι στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να τύχουν εφαρμογής τα αποφασισθέντα στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Madber v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 8/22, ημερομηνίας 17/11/22).

 

Εν προκειμένω, το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης επιβεβαιώνει με τρόπο αναντίλεκτο ότι η αίτηση του αιτητή για πολιτικό άσυλο εξετάστηκε και απορρίφθηκε στις 25.11.2020 από την Υπηρεσία Ασύλου, όπως βεβαίως απορριπτέα κρίθηκε και η Προσφυγή αρ. 300/21 που καταχώρησε  από το ΔΔΔΠ στις 23.12.22. Η δε μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε και αυτή, ως απαράδεκτη, από την Υπηρεσία Ασύλου στις 17.11.2023.

 

Η όλη δε εισήγηση του αιτητή ότι εξακολουθούσε να διατηρεί καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας και δικαίωμα νόμιμης παραμονής ένεκα της εκκρεμούσης προσφυγής στο ΔΔΔΠ κατά της νομιμότητας της απόφασης Υπηρεσίας Ασύλου δια της οποίας η μεταγενέστερη αίτηση του κρίθηκε απαράδεκτη, είναι παντελώς αβάσιμη. Καθοριστική είναι η διαπίστωση, την οποία ο αιτητής φαίνεται να παραβλέπει και την οποία ορθώς υποδεικνύει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, ότι ούτε καν η υποβολή πρώτης μεταγενέστερης αίτησης για επανάνοιγμα φακέλου, δεν καθιστά τον εκάστοτε αιτητή, άνευ ετέρου ως αιτητή διεθνούς προστασίας. Ως δε έχει κατά δεσμευτικό τρόπο νομολογηθεί η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης άρχεται με δεδομένο πως ο εκάστοτε αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας αλλά κατέχει το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής αιτήσεως ασύλου που είχε υποβάλει και απερρίφθη.

 

Ούτε βεβαίως η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης, πόσο δε μάλλον στη προκειμένη περίπτωση η υποβολή Προσφυγής κατά της απόφασης Υπηρεσίας Ασύλου δια της οποίας απορρίφθηκε, ήδη, ως απαράδεκτη,αυτή η μεταγενέστερη αίτηση, μπορούν να αίρουν την τελεσιδικία που επήλθε με την απόφαση του ΔΔΔΠ στην Προσφυγή αρ. 300/21, δια της οποίας επικυρώθηκε η νομιμότητα της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αιτήσεως ασύλου του αιτητή,  ώστε αφ’ εαυτού και μόνου του γεγονότος να του παρέχεται αυτόματα δικαίωμα νόμιμης παραμονής και να αναιρείται η νομιμότητα των εκδοθέντων διαταγμάτων.

 

Το ζήτημα έχει εξεταστεί στη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο,  απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Madber v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 8/22, ημερομηνίας 17/11/22) τα γεγονότα της οποίας ομοιάζουν με τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης αφού και ο εκεί εφεσείων μετά την απόρριψη της υποβληθείσας μεταγενέστερης αίτησης του ως απαράδεκτης από την Υπηρεσία Ασύλου, είχε ασκήσει Προσφυγή στο ΔΔΔΠ, η εκδίκαση της οποίας ήταν σε εκκρεμότητα κατά την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του. Τα δεσμευτικώς κριθέντα στην Madber (ανωτέρω) τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Παραθέτω, το εκτενές ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς με την κυρίαρχη, θα χαρακτηρίζαμε θέση, του εφεσείοντα, όπως αναπτύχθηκε με την επιχειρηματολογία της συνηγόρου του, πως ο εφεσείων, υποβάλλοντας τη μεταγενέστερη   αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του, προ της έκδοσης των επιδίκων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, έχει δικαίωμα να παραμείνει στη Δημοκρατία μέχρι και την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης του Δικαστηρίου σε σχέση με την μεταγενέστερη  αίτηση, θεωρώντας ότι το γεγονός της κατοχύρωσης τέτοιας αίτησης, παρέχει δικαίωμα αναστολής στην έκδοση νέας απόφασης απέλασης[..]

 

Είπε σχετικά επί τούτου του θέματος το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραθέτοντας εκτενή αναφορά στη νομοθεσία του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000:

 

«[…]Απάντηση στο ερώτημα δίδεται από τις διατάξεις του ίδιου του άρθρου 16Δ του προαναφερθέντος Νόμου, στις οποίες προνοείται πως, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν μεταχειρίζεται την μεταγενέστερη αίτηση ή τα νέα στοιχεία που υποβάλλονται μετά την αρχική αίτηση του αιτητή, ως νέα αίτηση, αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της ήδη αποφασισθείσας αίτησης. Εξ' ου και το γεγονός πως τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου, σύμφωνα με τις πρόνοιες της επιφύλαξης του εδαφίου (3)(α) του ίδιου άρθρου, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει πως ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα και σε τέτοια περίπτωση, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη και ως αναφέρεται στις διατάξεις του άρθρου 16Δ(3)(δ), τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 12Β τετράκις(2)(δ).

 

Η δυνατότητα παραμονής αιτητή διεθνούς προστασίας στη Δημοκρατία, καθ΄ όσο χρονικό διάστημα εκκρεμεί η εξέταση της αρχικής αιτήσεως του από την Υπηρεσία Ασύλου, είναι δεδομένη, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 8(1)(α) του Νόμου. Σε περίπτωση που η αρχική αυτή αίτηση απορριφθεί, ως προδιαγράφεται στις διατάξεις της παραγράφου (1Α) του ίδιου άρθρου, είτε ως αβάσιμη, είτε ως απαράδεκτη, η δυνατότητα παραμονής του στη Δημοκρατία, εξετάζεται και αποφασίζεται από το Δικαστήριο, εφόσον προηγηθεί σχετική ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια καταχώρησης προσφυγής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και μέχρι την απόφαση του Δικαστηρίου επί της ενδιάμεσης αυτής αιτήσεως, ο αιτητής έχει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία.

 

Εξαίρεση από τα πιο πάνω, εισάγεται στην παράγραφο (1Β) του άρθρου 8, ήτοι στις περιπτώσεις που υποβάλλεται από το πρόσωπο αυτό, μεταγενέστερη αίτηση ασύλου ή/και νέα στοιχεία μετά την αρχική απόρριψη της αιτήσεως για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 16Δ(1).

 

Στις περιπτώσεις αυτές, μέχρι την εξέταση της υποβαλλόμενης αιτήσεως, ο εκάστοτε αιτητής, δεν έχει αυτούσιο δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, αλλά αυτό ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και εξετάζεται ad hoc σε περίπτωση υποβολής πρώτης μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, απλώς για καθυστέρηση ή παρεμπόδιση της απόφασης για άμεση απομάκρυνση του, η οποία καθίσταται εκτελεστή με την απόρριψη της αρχικής του αιτήσεως ή σε περίπτωση δεύτερης ή επόμενης μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, εφόσον προηγήθηκε η εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησης η οποία απερρίφθη ως απαράδεκτη ή αβάσιμη.

 

Η διακριτική, λοιπόν, ευχέρεια για εξέταση του δικαιώματος του αιτητή για παραμονή του στη Δημοκρατία, μέχρι τη διοικητική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, ανήκει στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος σε περίπτωση που κρίνει πως δεν παρέχεται τέτοιο δικαίωμα παραμονής, θα πρέπει, στη βάση της επιφύλαξης του εδαφίου (4)(β) του άρθρου 16Δ να ικανοποιηθεί πως τυχόν εκτέλεση απόφασης επιστροφής ή απομάκρυνσης, δεν θα συνεπάγεται στην άμεση ή έμμεση επαναπροώθησή του.

 

Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με το δικαίωμα παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, ενόσω εκκρεμεί δικαστική αμφισβήτηση της απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την μεταγενέστερη αίτηση που υπεβλήθη, ενώπιον του ΔΔΔΠ, κατόπιν ασκήσεως προσφυγής.

 

Η απόφαση του Προϊσταμένου για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, είναι άμεσα εκτελεστή, εξ' ου κι ο αιτητής δεν έχει αυτούσιο δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, τουλάχιστον μετά την άπρακτη πάροδο της δεκαπενθήμερης προθεσμίας που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 12Α(2) του Ν. 73(Ι)/2018. Σε περίπτωση που ασκηθεί τέτοια προσφυγή, το δικαίωμα παραμονής του αιτητή, εξετάζεται από το ΔΔΔΠ, ενώπιον του οποίου και εκκρεμεί η κυρίως προσφυγή, στα πλαίσια της οποίας ο αιτητής θα πρέπει να υποβάλει τέτοια αίτηση.

 

Υποβολή, όμως, τέτοιας ενδιάμεσης αιτήσεως και μόνον, δεν αναστέλλει την απόφαση για επιστροφή ή απομάκρυνση. Χρειάζεται διάταγμα και/ή άδεια του Δικαστηρίου. Συνεπώς, αφ' ης στιγμής η απορριπτική απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, είναι άμεσα εκτελεστή, τέτοια ενδιάμεση αίτηση θα πρέπει να υποβάλλεται πάραυτα, με την καταχώρηση της προσφυγής ενώπιον του ΔΔΔΠ, εφόσον οι ενέργειες της διοίκησης για επιστροφή, δεν αναστέλλονται και τέτοια ενδιάμεση αίτηση, δεν θα έχει πλέον στόχο και σκοπό την ουσιαστική αποκατάσταση και ικανοποίηση της κυρίως θεραπείας που ζητείται με την προσφυγή που εκκρεμεί.

 

Εν κατακλείδι, σε σχέση με το ερώτημα που τίθεται πιο πάνω, αντλώντας καθοδήγηση και από τις πρόνοιες των άρθρων 40 και 41 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε σχέση με τις μεταγενέστερες αιτήσεις ασύλου, καταλήγω πως οι μεταγενέστερες αιτήσεις, αφορούν σε περαιτέρω διαβήματα προσώπου που είχε υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία η οποία είχε απορριφθεί, χωρίς η αίτηση αυτή να συνιστά νέα αίτηση, γι' αυτό είναι δυνατή η τυχόν απόρριψη αυτής στη βάση της αρχής του δεδικασμένου. Η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής, δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη.»

 

Κρίνουμε ως απόλυτα ορθό το σκεπτικό και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου[..]Όπως και στην κρινόμενη περίπτωση, όπου η μεταγενέστερη αίτηση του εφεσείοντα εκρίθη απαράδεκτη λόγω μη προσκόμισης νέων ουσιωδών στοιχείων και η κρίση αυτή, οριοθέτησε το καθεστώς και την ιδιότητα του. Άλλως πως, σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή την παραχώρησης ιδιότητας αιτητή ασύλου και δικαιώματος παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρήσουν συνεχείς μεταγενέστερες αιτήσεις χωρίς την προσκόμιση στοιχείων νέων τα οποία να τις δικαιολογούν.»

 

Έπεται και στη βάση των όσων υποδείχθηκαν ανωτέρω, ότι παραμένει παντελώς αδιάφορο για σκοπούς εξέτασης της νομιμότητας των επίδικων διαταγμάτων και της κήρυξης του αιτητή σε απαγορευμένο μετανάστη, εάν εκκρεμούσε ή όχι κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης τους η Προσφυγή αρ. Τ3122/23 στο ΔΔΔΠ, η οποία έχει ως αποκλειστικό αντικείμενο την νομιμότητα της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου σε σχέση με την μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή ( R.H v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.1228/23(Κ), ημερομηνίας 13/10/23).

 

Εν προκειμένω, διαπιστώνω ότι ο αιτητής νομίμως κρίθηκε απαγορευμένος μετανάστης στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης και της εκ μέρους του διαπιστωθείσας παραβίασης της παραγράφου (κ) του άρθρου 6 (1)  του Κεφ. 105, κρίση η οποία καθόλα ορθώς αποτέλεσε το έρεισμα για την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων. Επομένως καθόλα ορθά εκδόθηκε και το επίδικο διάταγμα απέλασης αφού κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης του, ήτοι στις 29.2.24 ο αιτητής αναντίλεκτα παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, ως απαγορευμένος μετανάστης, ως άλλωστε καταγράφεται και ρητώς στο σώμα της επίδικης απόφασης.   

 

Συνεπακόλουθα όλοι οι ανωτέρω προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του αιτητή, ως ενδελεχώς καταγραφήκαν και οι όποιοι έχουν ως έρεισμα τη θεώρηση ότι ο αιτητής  νομίμως διατηρούσε καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας και δικαίωμα νόμιμης παραμονής, ενόψει της εκκρεμοδικίας της Προσφυγής αρ. Τ3122/23 ενώπιον του ΔΔΔΠ, κρίνονται σωρευτικώς ανεδαφικοί και απορρίπτονται στην ολότητα τους.  Δοθέντος, μάλιστα, ότι νομίμως εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης, νομίμως υφίσταται και σε αντίθεση με τις αιτιάσεις του αιτητή και διαδικασία απομάκρυνσης του αιτητή. Επομένως ουδέν μεμπτό διαπιστώνεται, υπό αυτή την πτυχή, στην έκδοση του διατάγματος κράτησης, το οποίο εκδόθηκε με σκοπό να διαφυλάξει τη δυνατότητα υλοποίησης και εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης (Α.Ε. 89/15 Α.Ν. v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 3.6.22).

 

Περαιτέρω διατείνεται ο αιτητής ότι τα διατάγματα εκδόθηκαν επί εσφαλμένης βάσης και/ή προκαταρτικής απόφασης καθότι στην απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της μεταγενέστερης αίτησης εσφαλμένα διενεργείτο αναφορά σε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση ενώ επρόκειτο περί πρώτης. Επομένως, κατά την εισήγηση, εσφαλμένα εκδόθηκε η απόφαση του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου για τερματισμό του δικαιώματος παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία και εφαρμόστηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 16 Δ (4) (β) (ιι) του Περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και όχι, ως έπρεπε, το άρθρο 8 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, απόφαση η οποία κατά τον αιτητή, αποτέλεσε το υπόβαθρο της έκδοσης των διαταγμάτων.  

 

Ο ισχυρισμός του αιτητή ουδόλως ευσταθεί και απορρίπτεται. Τούτο διότι ο ισχυρισμός περί σφάλματος στην απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της μεταγενέστερης αιτήσεως του, ουδόλως ανατρέπει τις πιο πάνω διαπιστώσεις. Αρκούμαι να επαναλάβω ότι το επίδικο διάταγμα απέλασης, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει της παραγράφου (κ) του άρθρου 6 (1) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105 ουδόλως στηρίχθηκε ως εσφαλμένα διατείνεται η πλευρά του αιτητή στην απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου που λήφθηκε επί της μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, αλλά, ως ρητώς καταγράφεται στο σώμα του επίδικου διατάγματος, μοναδική βάση για την έκδοση του αποτέλεσε ότι ο αιτητής  «παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από τις 23/12/2022, όταν απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας ». Αυτό άλλωστε που εμφανώς παραβλέπει ο αιτητής είναι ότι η μεταγενέστερη υποβληθείσα αίτηση του -και ανεξαρτήτως της όποιας εσφαλμένης αναφοράς σε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση και όχι πρώτη- απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από την Υπηρεσία Ασύλου. Τα όσα δε αναφέρει ο αιτητής περί του ότι θα δικαιούτο αναστολής της απόφασης αναχώρησης του από τη Δημοκρατία μέχρι την εκδίκαση της Προσφυγής του αρ. Τ3122/23 από το ΔΔΔΠ εάν εφαρμόζοντο στην περίπτωση του οι πρόνοιες του άρθρου 8 (1) του Ν. 6(Ι)/2000, απαντήθηκαν ενδελεχώς ανωτέρω, με αναφορά στα αποφασισθέντα της Madber τα οποία τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και καθιστούν απορριπτέους τους ισχυρισμούς του αιτητή.

 

Περαιτέρω η πλευρά του αιτητή ισχυρίζεται ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα παραβιάζουν το άρθρο 18 ΟΘ (1) του Κεφ. 105 λόγω του ότι δεν δόθηκε στον αιτητή, κανένα χρονικό περιθώριο για οικειοθελή αναχώρηση από τη Δημοκρατία, ενέργεια, η οποία κατά την εισήγηση, αποτελεί υποχρέωση των καθ’ ων η αίτηση πριν την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης καθώς και ότι ουδεμία απόφαση επιστροφής εκδόθηκε.

 

Ούτε αυτός ο ισχυρισμός με βρίσκει σύμφωνη. Οι καθ’ ων η αίτηση διατηρούσαν, δυνάμει της διακριτικής ευχέρειας που τους παρέχεται από τις πρόνοιες της  παραγράφου (4)  του  άρθρου 18ΟΘ του Κεφ. 105, τη δυνατότητα να μην χορηγήσουν οποιοδήποτε χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης στον αιτητή εφόσον υπήρχε κίνδυνος διαφυγής του(G.S.D.A.M και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 626/2023(Κ) (i-Justice), ημερομηνίας 9/6/23), V.E.A v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 583/2023 (i-JUSTICE), ημερομηνίας 2/6/23). Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη:

 

«(4) Εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή εάν αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δολία ή εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ο Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης δύναται είτε να μη χορηγεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης είτε να χορηγεί χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών.»

 

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Άλλωστε με την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αρχικής αιτήσεως που υπέβαλε για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ο αιτητής πληροφορείτο τόσο για την απόρριψη της αίτησης πολιτικού ασύλου, την οποία είχε υποβάλει όσο - συμφώνως και με το άρθρο 18 (7Β) του περί Προσφύγων Νόμου- για την έκδοση απόφασης επιστροφής του από το Τμήμα Μετανάστευσης. Πρόσθετα, όπως επιμαρτυρείται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου τέτοια απόφαση επιστροφής εμπεριέχετο και στην απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της μεταγενέστερης αίτησης  του αιτητή, η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή στις 21.11.2023 και η οποία καλούσε τον αιτητή να αναχωρήσει οικειοθελώς από τη Δημοκρατία παρέχοντας του παράλληλα χρόνο επτά ημερών για να το πράξει. Επομένως τα όσα αναφέρονται από τη πλευρά του αιτητή ουδόλως ευσταθούν.

Η δε γενική αναφορά στη γραπτή αγόρευση του αιτητή ότι η διεύθυνση διαμονής του αιτητή ήταν γνώστη και δηλωμένη στις αρχές και ως εκ τούτου δεν υφίσταται κίνδυνος διαφυγής του ουδόλως ευσταθεί και ουδόλως αντικρούει τα όσα αδιαμφισβήτητα νομίμως καταγράφονται στην ίδια την αιτιολογία του διατάγματος κράτησης και τα οποία επιβεβαιώνονται από τα γεγονότα του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης. 

 

Επισημαίνω ότι η έκδοση διατάγματος κράτησης για σκοπούς απέλασης, αποτελεί παρεχόμενη εξουσία του άρθρου 14(1) του Κεφ.105, η οποία σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του άρθρου 18 ΠΣΤ(1), επιτρέπεται ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, εξουσία η οποία κατά την κρίση μου, εύλογα ασκήθηκε στην προκειμένη περίπτωση ένεκα και του μεταναστευτικού ιστορικού του αιτητή καθώς και της ρητής θέσης του ίδιου του αιτητή, η οποία αντικατοπτρίζεται στο περιεχόμενο της επιστολής ΥΑΜ Πάφου ημερομηνίας 29.2.24, στην οποία καταγράφεται ότι ο αιτητής παρουσιάστηκε αρνητικός στο ενδεχόμενο επαναπατρισμού του. Ούτε όμως από τα ενώπιον μου στοιχεία ευσταθεί η θέση του αιτητή ότι δεν ελλόχευε κανένας κίνδυνος διαφυγής του διότι δήθεν η διεύθυνση του ήταν δηλωμένη στις αρχές.  Τουναντίον τα ερυθρά 56-55 του διοικητικού φακέλου, τα οποία αποτελούν έγγραφα από το μηχανογραφημένο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου, καταδεικνύουν αναντίλεκτα ότι κατά τον επίδικο χρόνο σύλληψης του αιτητή δεν υπήρχε κανένα καταχωρημένο στοιχείο σχετικά με τη διεύθυνση διαμονής του αιτητή, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο της επιστολής της ΥΑΜ, όπου ρητώς καταγράφεται ότι «δεν υπάρχει δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής» του αιτητή. Συνεπώς τα όσα, ορθά, καταγράφονται στο εν λόγω διάταγμα κράτησης περί διαπίστωσης κινδύνου διαφυγής του αιτητή χωρίς περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, επειδή ο ίδιος δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και ήταν αρνητικός στον επαναπατρισμό του, υποστηρίζονται πλήρως από τα ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση στοιχεία, καθιστώντας το διάταγμα κράτησης καθόλα νόμιμο (Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1242/2022 ημερομηνίας 18/8/2022) G. S. D. A. M. ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.626/2023, ημερομηνίας 9/6/23).

Καταληκτικά επισημαίνω ότι κατά το στάδιο των διευκρινήσεων της υπόθεσης η πλευρά του αιτητή απέσυρε τον εγειρόμενο με τη γραπτή της αγόρευση ισχυρισμό περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης. 

 

Στη βάση των ανωτέρω, διαπιστώνω ότι ο αιτητής δεν έχει θέσει οτιδήποτε ικανό που να ανατρέπει το τεκμήριο της κανονικότητας έτσι ώστε να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για την αναγκαιότητα παρέμβασης του( Καττιμέρη v Δημοκρατία (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 65/2019, ημερομηνίας 22 Νοεμβρίου 2023).

 

Συνεπώς, ουδείς εκ των λόγων ακύρωσης ευσταθεί. Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και οι επίδικες αποφάσεις επικυρώνονται με έξοδα €1200 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο