ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 6/2024 (i)

12 Μαρτίου, 2024

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

S. R.

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

3.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αιτείται τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Δήλωση ή/και Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 28/12/2023 με την οποίαν ο Αιτητής κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 14 και βάσει του Άρθρου 6(1)(Κ) του ΚΕΦ.105 - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1, είναι παράνομη ή/και αντίθετη με το Σύνταγμα ή/και το ΚΕΦ.105 ή/και τον Περί Προσφύγων Νόμο Ν.6(Ι)/2000 ή/και τις Γενικές Αρχές Δικαίου Νόμος 158(Ι)/1999 ή/και τη Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφυγών ή/και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες ή/και Κανονισμούς, ή/και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Β. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του Αιτητή ημερομηνίας 28/12/2023 - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2, είναι εξ υπαρχής παράνομη ή/και αντίθετη με το Σύνταγμα ή/και το ΚΕΦ.105 ή/και τον Περί Προσφύγων Νόμο Ν.6(Ι)/2000 ή/και τις Γενικές Αρχές Δικαίου Νόμος 158(Ι)/1999 ή/και τη Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφυγών ή/και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες ή/και Κανονισμούς, ή/και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Γ. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η διατήρηση σε ισχύ των προσβαλλόμενων διαταγμάτων και η συνέχιση της κράτησης του αιτητή με σκοπό την απέλαση, μετά την υποβολή της μεταγενέστερης του αίτησης στις 29/12/2023 στην οποίαν καμία απόφαση δεν έχει ληφθεί και/ή εκδοθεί μέχρι σήμερα από την Υπηρεσία Ασύλου, ούτε και στο προκαταρτικό της στάδιο περί του παραδεκτού αυτής, είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της μη επαναπροώθησης η οποία προβλέπεται σε Διεθνή Σύμβαση, στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Κυπριακό Δίκαιο και παραβιάζει τα άρθρα 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών ή/και των άρθρων 7 και/ή 8 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας ή/και των άρθρων 2 ή/και 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Περί Προσφύγων Νόμο Ν. 6(1)/2000, είναι άκυρη, παράνομη και αντισυνταγματική.

 

Δ. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση για έκδοση νέας αιτιολογημένης απόφασης κατά πόσο η κράτηση του αιτητή θα έπρεπε να διαταχθεί και/ή να παρέμενε σε ισχύ μετά την υποβολή της μεταγενέστερης του αίτησης ημερομηνίας 29/12/2023 είναι αντισυνταγματική, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και έχει παραληφθεί να διενεργηθεί καθ’ υπέρβαση εξουσίας και/ή χωρίς καθόλου δικαιοδοσία και είναι αποτέλεσμα έλλειψης έρευνας, νομικής και πραγματικής πλάνης, υπέρβασης εξουσίας και κακής εφαρμογής του Νόμου».

 

Συμφώνως των όσων περιγράφονται στην Ένσταση και προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο, τα ουσιώδη για την παρούσα προσφυγή γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

 

Ο αιτητής, υπήκοος Μπαγκλαντές και γεννηθείς το 1992, αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία παράνομα, μέσω των μη ελεγχόμενων από τη Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχών, σε άγνωστο χρόνο, και εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές σε άγνωστη ημερομηνία. 

 

Στις 21.06.2019 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 04.03.2021, απόφαση για την οποία ο αιτητής έλαβε γνώση με επιστολή ημερομηνίας 10.03.2021, η οποία του επιδόθηκε στις 16.03.2021.  Εναντίον της εν λόγω απόφασης καταχώρισε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ) την προσφυγή υπ’ αρ. 1846/2021, η οποία απορρίφθηκε στις 29.04.2022.  Ακολούθως, υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία, η οποία κρίθηκε ως απαράδεκτη στις 27.12.2022.  Εναντίον της σχετικής απόφασης, η οποία του επιδόθηκε στις 29.03.2023, καταχώρισε στις 13.04.2023 ενώπιον του ΔΔΔΠ την προσφυγή υπ’ αρ. Τ1293/2023, η οποία αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 04.05.2023.

 

Στις 28.12.2023 συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας και κηρύχθηκε από τη Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ως απαγορευμένος μετανάστης, βάσει του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ.105) λόγω παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία από τις 29.04.2022.  Την ίδια ημέρα εκδόθηκαν εναντίον του από τη Διευθύντρια διατάγματα απέλασης και κράτησης, συμφώνως των άρθρων 14 και 18ΠΣΤ(1)(α), αντίστοιχα, του Κεφ. 105 καθότι θεωρήθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής λόγω μη συμμόρφωσης του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και της απροθυμίας του για επαναπατρισμό και ως εκ τούτου κρίθηκε πως δεν υπάρχει περιθώριο επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Στις 29.12.2023 ο αιτητής υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία και στις 03.01.2024 καταχώρισε την παρούσα προσφυγή αιτούμενος τις ανωτέρω θεραπείες. 

 

Σημειώνεται ότι στις 08.01.2024 απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και η δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή για διεθνή προστασία.  Εκκρεμούσης δε της εκδίκασης της παρούσας προσφυγής, η Διευθύντρια ανέστειλε την εκτέλεση του προσβαλλομένου διατάγματος απέλασής του (Ερ. 57 διοικητικού φακέλου).

 

Με την προσφυγή ο αιτητής εγείρει 73 λόγους ακύρωσης, οι οποίοι περιορίζονται με τη γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης δικηγόρου.  Διατείνεται, καταρχάς, ότι υπάρχει εν προκειμένω κατάφωρη παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης λόγω μη ακύρωσης ή αναστολής των προσβαλλομένων διαταγμάτων απέλασης και κράτησης μετά την καταχώριση στις 29.12.2023 δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, την απόρριψη της οποίας ο αιτητής, ως αναφέρει, αμφισβήτησε ενώπιον του ΔΔΔΠ με την προσφυγή υπ’ αρ. Τ78/23, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.  Θεωρεί δε ότι, συνεπεία της καταχώρισης δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης, το νομικό καθεστώς του έχει μεταβληθεί και πλέον, μέχρι την τελική απόφαση του ΔΔΔΠ επί τις προσφυγής υπ’ αρ. Τ78/23, δεν δύναται να θεωρείται απαγορευμένος μετανάστης και να απελαθεί.  Ακολούθως, ο αιτητής υποβάλλει ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης είναι δυσανάλογα επαχθές μέτρο καθότι αυτός δεν συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, ενώ η διεύθυνση διαμονής του είναι πολύ καλά γνωστή στις Αρχές εφόσον, κατά τον ισχυρισμό της ευπαίδευτης δικηγόρου του, συνελήφθη στις 28.12.2023 μέσα στο ίδιο του το σπίτι στην οδό Αχιλλέως στη Λευκωσία και όχι στην οδό Τρικούπη, όπως ανακριβώς, ως ισχυρίζεται, αναφέρεται σε σχετική επιστολή ημερομηνίας 28.12.2023 της ΥΑΜ Λευκωσίας προς τη Διευθύντρια.  Επιπλέον, τα προσβαλλόμενα διατάγματα παραβιάζουν, κατά τον αιτητή, αφενός, τις πρόνοιες του άρθρου 18ΟΘ του Κεφ.105, εφόσον ουδεμία απόφαση επιστροφής εκδόθηκε ούτε του δόθηκε χρονικό διάστημα για οικειοθελή αναχώρηση από τη Δημοκρατία και, αφετέρου, το άρθρο 18ΠΣΤ του Κεφ.105, εφόσον η κράτησή του έπαψε να δικαιολογείται συνεπεία της καταχώρισης δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία και ο αιτητής κρατείται άσκοπα από τις 28.12.2023, χωρίς καμία προσπάθεια από μέρους των καθ’ ων η αίτηση να τον απελάσουν.  Ως εκ τούτου, κατά την εισήγηση, εφόσον η διαδικασία απέλασης δεν τροχοδρομείται, δεν νοείται η συνέχιση της κράτησης του αιτητή δοθέντος ότι το διάταγμα κράτησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένο και συνυφασμένο με το διάταγμα απέλασης, η εκτέλεση του οποίου έχει ανασταλεί. 

 

Επιπλέον, ο αιτητής θεωρεί ότι, συνεπεία της καταχώρισης της εν λόγω δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης και μάλιστα, ως ισχυρίζεται, πριν τα επίδικα διατάγματα του επιδοθούν και έτσι να αποκτήσουν ουσιαστική ισχύ και να επιφέρουν τα έννομα αποτελέσματά τους, αυτός έχει ανακτήσει το καθεστώτος του αιτητή διεθνούς προστασίας και έχει εκ του νόμου δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία μέχρι τη λήψη απόφασης από την Υπηρεσία Ασύλου και σε περίπτωση απόρριψής της και καταχώρισης προσφυγής, μέχρι την έκδοση απόφασης από το ΔΔΔΠ.  Η δε Διευθύντρια παρέλειψε, ως εισηγείται, να εκδώσει νέα αιτιολογημένη απόφαση ως προς το κατά πόσον η κράτησή του θα έπρεπε να παραμείνει σε ισχύ και μετά την καταχώριση της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης. 

Οι καθ’ ων η αίτηση απορρίπτουν τους λόγους ακύρωσης, τους οποίους θεωρούν ότι ο αιτητής απέτυχε να θεμελιώσει και αντιτείνουν ότι η κήρυξή του ως απαγορευμένου μετανάστη και τα προσβαλλόμενα διατάγματα είναι νόμιμα και σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Κεφ. 105, το αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών της Διευθύντριας, εκδόθηκαν κατόπιν δέουσας έρευνας και αξιολόγησης όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων και στοιχείων και είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένα.  Περαιτέρω, παραπέμποντας στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, επισημαίνουν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι στις 28.12.2023, ο αιτητής δεν είχε οποιοδήποτε νόμιμο καθεστώς παραμονής στη Δημοκρατία και ορθώς κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης και ως εκ τούτου η λήψη μέτρων για την απομάκρυνσή του ήταν επιβεβλημένη.  Το δε επίδικο διάταγμα κράτησης ορθώς και νομίμως εκδόθηκε συμφώνως των προνοιών του άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ. 105, καθότι διαπιστώθηκε και ρητώς αιτιολογήθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του, γεγονός που δικαιολογούσε και την μη εκ νέου παραχώρηση δικαιώματος οικειοθελούς αναχώρησης.  Επιπρόσθετα, οι καθ’ ων η αίτηση εισηγούνται ότι η υποβολή από τον αιτητή δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης δεν επιδρά στο κύρος και τη νομιμότητα των προσβαλλομένων διαταγμάτων, καθότι ο αιτητής μεταγενέστερης αίτησης δεν απολαμβάνει των ίδιων δικαιωμάτων με τον αιτητή ασύλου ούτε έχει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία.

 

Αξιολογώντας τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς στη βάση των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης και επισημαίνοντας το παράνομο της παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία κατά τον ουσιώδη για την παρούσα προσφυγή χρόνο, διαπιστώνω καταρχάς ότι ορθώς εφαρμόστηκαν στην περίπτωσή του οι σχετικές πρόνοιες του Κεφ. 105, στο οποίο ενσωματώθηκαν, για σκοπούς εναρμόνισης, οι αντίστοιχες πρόνοιες της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, εφόσον κατά τον χρόνο κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και της έκδοσης των προσβαλλομένων διαταγμάτων, αυτός δεν είχε το καθεστώς αιτούντος διεθνή προστασία και ως εκ τούτου ούτε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία. 

 

Ειδικότερα, σε σχέση με την υποβολή από τον αιτητή δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία μετά την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, σημειώνεται ότι οι νομικές συνέπειες της υποβολής μεταγενέστερης αίτησης ασύλου με έχει απασχολήσει επισταμένως στην V.R.P. v Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1937/22, ημερ. 10.03.2023, το περιεχόμενο και την κατάληξη στην οποία υιοθετώ.  Προς αποφυγή παράθεσης εκτενών περικοπών, περιορίζομαι για τους σκοπούς της παρούσας στην επανάληψη καταρχάς της δικής μου θεώρησης ότι, βάσει των προνοιών των σχετικών Οδηγιών (Οδηγία 2013/32[1], Οδηγία 2013/33[2] και Οδηγία 2008/115[3]) και της νομολογίας του ΔΕΕ, αίτηση διεθνούς προστασίας δεν είναι μόνο η αίτηση που καταχωρείται πρώτη, αλλά και οι μεταγενέστερες αιτήσεις, με τον αιτητή να θεωρείται, σε κάθε περίπτωση, ότι αιτείται διεθνούς προστασίας.

 

Πρόσωπο, όμως, που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση, έστω και αν θεωρείται αιτητής διεθνούς προστασίας, εντούτοις δεν ανακτά και δεν απολαμβάνει όλων των δικαιωμάτων που απολαμβάνουν οι αιτητές ασύλου, ιδιαίτερα σε σχέση με το δικαίωμα παραμονής μέχρι την εξέταση της εν λόγω μεταγενέστερης αίτησης. 

 

Η Οδηγία 2013/32/ΕΕ αντικατέστησε την Οδηγία 2005/85/ΕΚ σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, η οποία συνιστούσε ένα πρώτο μέτρο στις διαδικασίες ασύλου.  Σκοπός δε της νέας Οδηγίας ήταν να επέλθουν ορισμένες ουσιώδεις αλλαγές στην Οδηγία 2005/85/ΕΚ (βλ. αιτιολογικές σκέψεις (1) και (2) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).  Στις εν λόγω ουσιώδεις αλλαγές περιλαμβάνονται οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα παραμονής, το οποίο κατά κανόνα παρέχεται σε αιτούντα διεθνή προστασία (άρθρο 9 Οδηγίας 2013/32/ΕΕ) σε περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης. 

 

Προφανώς προς το σκοπό αντιμετώπισης περιπτώσεων καταχρηστικών και διαδοχικών αιτήσεων, εισήχθη στην Οδηγία 2013/32/ΕΕ το άρθρο 41 (η Οδηγία 2005/85/ΕΚ δεν προέβλεπε αντίστοιχη ρύθμιση), εκ του οποίου συνάγεται, σε συνδυασμό με τις πρόνοιες των άρθρων 40 και 33(2)(δ) της Οδηγίας, ότι τα κράτη μέλη σε περίπτωση πρώτης μεταγενέστερης αίτησης μπορούν (δεν υποχρεούνται) να δεχθούν εξαίρεση από το δικαίωμα παραμονής στο έδαφός τους όταν η εν λόγω πρώτη μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω γιατί κρίνεται ως απαράδεκτη λόγω του ότι δεν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα.  Συνακόλουθα, μέχρι την εξέταση του παραδεκτού της πρώτης, μόνο, μεταγενέστερης αίτησης και όχι τυχόν δεύτερης ή επόμενης, δεν δύνανται τα κράτη μέλη να προβαίνουν σε εξαίρεση από το δικαίωμα παραμονής στο έδαφός τους.  Σε περίπτωση δεύτερης ή επόμενης μεταγενέστερης αίτησης τα κράτη μέλη δύνανται να προβαίνουν στην εν λόγω εξαίρεση, χωρίς να αναγνωρίζεται δικαίωμα παραμονής μέχρι την εξέταση του παραδεκτού της αίτησης. 

 

Στην απόφαση C-534/11, Arslan, ημερ. 30/05/2013[4], το ΔΕΕ εξετάζοντας το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου κατά πόσον, παρά τη μη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2008/115 στους υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, είναι εντούτοις δυνατόν να διατηρηθεί υπό κράτηση ένας τέτοιος υπήκοος ο οποίος υπέβαλε την εν λόγω αίτηση αφού τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 με σκοπό την επιστροφή του ή την απομάκρυνσή του, κατέληξε στα ακόλουθα:

 

«57      Όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπομονεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ’ αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.

 

58      Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.

 

59      Περαιτέρω, στον βαθμό που η διατήρηση της κρατήσεως φαίνεται ότι υπό παρόμοιες συνθήκες είναι αντικειμενικώς αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος να αποφύγει οριστικά την επιστροφή του, η διατήρηση αυτή επιτρέπεται επίσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/9.

 

60      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, καίτοι η οδηγία 2008/115 είναι προσωρινώς ανεφάρμοστη κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ως εκ τούτου θα τερματιζόταν οριστικά η διαδικασία επιστροφής, καθόσον αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση που θα απορριπτόταν η αίτηση ασύλου. Όπως όμως επισήμαναν η Τσεχική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν, υπό συνθήκες όπως αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, C‑329/11, Achughbabian, Συλλογή 2011, σ. Ι‑12695, σκέψη 30).

 

61      Επιπλέον, το άρθρο 23, παράγραφος 4, στοιχείο ι΄, της οδηγίας 2005/85 προβλέπει ρητώς ότι η περίσταση ότι ο αιτών υποβάλλει αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που θα οδηγούσε στην απομάκρυνσή του μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως της εν λόγω αιτήσεως, καθόσον η περίσταση αυτή μπορεί να δικαιολογήσει την επιτάχυνση ή τη θέση σε προτεραιότητα της εξετάσεως αυτής. Η οδηγία 2008/115 μεριμνά συνεπώς ώστε τα κράτη μέλη να έχουν τα αναγκαία εργαλεία στη διάθεσή τους για να μπορούν να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας επιστροφής, αποφεύγοντας την αναστολή της εν λόγω διαδικασίας πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την ορθή επεξεργασία της αιτήσεως.

 

62      Πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι από το γεγονός και μόνον ότι ένας αιτών άσυλο, κατά την υποβολή της αιτήσεώς του, αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως περί επιστροφής και έχει τεθεί υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 δεν μπορεί να τεκμαίρεται, χωρίς κατά περίπτωση εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι αυτός υπέβαλε την αίτηση αυτή με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιώσει την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία και αναλογική η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως.

 

63      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι οδηγίες 2003/9 και 2005/85 δεν απαγορεύουν τη διατήρηση της κρατήσεως υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115[5] αφού τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115, βάσει διατάξεως του εθνικού δικαίου, αν προκύπτει, κατόπιν κατά περίπτωση εκτιμήσεως του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι η αίτηση υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιωθεί η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος την επιστροφή του».

 

Εντούτοις, η αναγκαιότητα όπως, για τη διατήρηση σε ισχύ του ήδη εκδοθέντος διατάγματος κράτησης, προηγείται η εξέταση των δεδομένων της περίπτωσης ενός αιτητή για να διαπιστωθεί κατά πόσον αυτός υπέβαλε την αίτηση διεθνούς προστασίας προκειμένου να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής και η συνακόλουθη απαίτηση για γραπτή αξιολογική περί τούτου κρίση του Διευθυντή, η οποία να μπορεί να ελεγχθεί ακυρωτικώς από το Διοικητικό Δικαστήριο (εάν βεβαίως προσβληθεί με προσφυγή είτε ως πράξη είτε ως παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας), θεωρώ ότι περιορίζεται στις περιπτώσεις που ο αιτητής διεθνούς προστασίας έχει εκ της Οδηγίας δικαίωμα παραμονής, ήτοι τις περιπτώσεις πρώτης αίτησης διεθνούς προστασίας (όπως η διαφορά της κύριας δίκης στην Arslan, ανωτέρω) ή πρώτης μεταγενέστερης αίτησης (ως τα γεγονότα στην V.R.P., ανωτέρω).

 

Επισημαίνεται ότι εν προκειμένω ο αιτητής υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 29.12.2023, την αμέσως επόμενη δηλαδή ημέρα μετά την κήρυξή του ως απαγορευμένου μετανάστη και την έκδοση εναντίον του των προσβαλλομένων διαταγμάτων, ενώ η παραμονή του στη Δημοκρατία κατέστη παράνομη από τις 29.03.2023, όταν απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου η πρώτη μεταγενέστερη του αίτηση.  Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι υπό αυτές τις περιστάσεις δεν απαιτείτο νέα εξέταση της περίπτωσής του ώστε να αιτιολογηθεί η διατήρηση σε ισχύ του εκδοθέντος μόλις την αμέσως προηγούμενη ημέρα διατάγματος κράτησης, ώστε στην απουσία τέτοιας αιτιολόγησης η προσφυγή του αιτητή να πρέπει να επιτύχει λόγω παράλειψης (ως η αιτούμενη με την παράγραφο Δ του αιτητικού της παρούσας προσφυγής θεραπεία).  Τέτοια απαίτηση ενέχει τον προφανή κίνδυνο ενθάρρυνσης καταχώρισης μεταγενέστερων αιτήσεων καταχρηστικώς και την επανεκκίνηση της διοικητικής διαδικασίας στο διηνεκές, κατά παράβαση και της υποχρεώσεως των κρατών μελών να καταπολεμούν την παράνομη μετανάστευση.

 

Η νομολογία του ΔΕΕ, στην οποία η κα Χαραλαμπίδου παραπέμπει και συμφώνως της οποίας τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θέτουν ένα πρόσωπο υπό κράτηση για τον λόγο και μόνο ότι είναι αιτών διεθνή προστασία, προφανώς και δεν αφορά την υπό εξέταση περίπτωση.  Ο αιτητής τέθηκε υπό κράτηση λόγω της παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία και βάσει διατάγματος που εκδόθηκε μετά την κήρυξή του ως απαγορευμένου μετανάστη, σε χρόνο που δεν είχε την ιδιότητά του αιτούντος διεθνή προστασία.

 

Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι κατά την ακρόαση η κα Χαραλαμπίδου δήλωσε ρητώς ότι ο αιτητής, αμφισβήτησε μεν την απόρριψη της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του με προσφυγή ενώπιον του ΔΔΔΠ, πλην όμως, στο πλαίσιο εκδίκασης αυτής, δεν υπέβαλε οποιοδήποτε αίτημα στο ΔΔΔΠ για να του επιτραπεί η παραμονή στη Δημοκρατία μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής του.  Επιπλέον ο ισχυρισμός του ότι υπέβαλε τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση πριν του επιδοθούν τα προσβαλλόμενα διατάγματα, δεν επιχειρήθηκε καθοιονδήποτε τρόπο να αποδειχθεί.  Γεγονός δε παραμένει ότι ο αιτητής, ενώ γνώριζε από τις 29.03.2023 για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την πρώτη μεταγενέστερη αίτησή του, εντούτοις για 9 μήνες ουδέν έπραξε προς το σκοπό νομιμοποίησης της παραμονής του στη Δημοκρατία παρά μόνον έσπευσε να υποβάλει δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση ασύλου την αμέσως επόμενη της σύλληψής του ημέρα.

 

Εξετάζοντας ακολούθως την ισχυριζόμενη παραβίαση του άρθρου 18ΟΘ του Κεφ. 105, καταλήγω πως ο ισχυρισμός του αιτητή ότι ουδεμία απόφαση επιστροφής του είχε επιδοθεί και ουδέποτε του δόθηκε η ευκαιρία και το χρονικό διάστημα για οικειοθελή αναχώρηση, δεν ανταποκρίνεται στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης όπως αυτά προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.

 

Σε αντίθεση με την εισήγηση της ευπαίδευτης δικηγόρου του, διαπιστώνω ότι στην επιστολή ημερομηνίας 10.03.2021 (Ερ.27 του διοικητικού φακέλου), με την οποία η Υπηρεσία Ασύλου πληροφόρησε τον αιτητή για την απόρριψη της αίτησής του για διεθνή προστασία, καταγράφονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα (ο τονισμός και η υπογράμμιση είναι του κειμένου):

«In accordance with Art. 13(2)(δ) of the Refugee Laws, 2000-2020, as amended., a return decision has been issued against you, by virtue of Aliens and Immigration Law. According to Art.18OΘ of Αliens and Immigration Law, you are granted with a voluntary departure period of 7 days. Both the return decision and the voluntary departure period are suspended either until the expiration of the aforementioned deadline without the submission of a judicial recourse, or until a final decision dismissing the judicial recourse is issued by the Administrative Court for International Protection.».

 

Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΘ(4), το δικαίωμα οικειοθελούς αναχώρησης δύναται να μην χορηγηθεί εάν διαπιστωθεί ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας.  Σύμφωνα δε με το άρθρο 18ΟΔ του Κεφ. 105:

 

18ΟΔ. Για τους σκοπούς των άρθρων 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:

[…]

"κίνδυνος διαφυγής" σημαίνει την ύπαρξη, σε ατομική περίπτωση, οποιουδήποτε από τους ακόλουθους λόγους, που οδηγεί στην εικασία ότι υπήκοος τρίτης χώρας υποκείμενος σε διαδικασίες επιστροφής μπορεί να διαφύγει:

(α) Μη συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής,

(β) δήλωση πρόθεσης μη συμμόρφωσης με απόφαση επιστροφής,

[…]».

 

Εν προκειμένω ο αιτητής δεν είχε συμμορφωθεί με την προηγούμενη απόφαση επιστροφής, όπως αυτή του κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 10.03.2021, ενώ κατά τη σύλληψή του δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του (Ερ.54 του διοικητικού φακέλου).

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί ενδιάμεσης μονομερούς αίτησης στην Mensah και Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 5735/2013, ημερομηνίας 09.08.2013, κρίθηκαν σχετικώς τα ακόλουθα:

 

«Η κήρυξη της αιτήτριας ως απαγορευμένης μετανάστριας εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής της ανά πάσα στιγμή.  Αυτή η έννοια εμπεριέχεται νομικά και λογικά στο άρθρο 180Δ στον  ορισμό  του  «κινδύνου διαφυγής»,  όπου  στην  παράγραφο (α) αναφέρεται, ως στοιχείο κινδύνου διαφυγής, η μη συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής.  Να μη λησμονείται άλλωστε ότι στον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής» καταγράφεται ότι αυτός ο κίνδυνος συναρτάται προς κάθε «ατομική περίπτωση», ο δε κίνδυνος αυτός εκτιμάται κατά «εικασία» ότι ο υποκείμενος σε διαδικασία επιστροφής «μπορεί να διαφύγει».  Δεν χρειάζεται, με άλλα λόγια, απτή μαρτυρία περί τούτου και είναι εδώ που υπεισέρχεται η κρίση της διοίκησης αναλόγως των συνθηκών της κάθε υπόθεσης.

 

Η αιτήτρια με την κήρυξη της ως παράνομης μετανάστριας στη βάση του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, πέρασε στο καθεστώς του ατόμου που η Δημοκρατία δεν επιθυμεί να έχει στο έδαφος της.  Ο λόγος της ενεργοποίησης των διατάξεων του άρθρου 6(1)(κ) από την  Διευθύντρια, ήταν η παράνομη διαμονή της μετά τον τερματισμό της εργοδότησης της και τη συνακόλουθη απόρριψη της αίτησης της για άδεια παραμονής εφόσον η αιτήτρια δεν μπορούσε να εργοδοτηθεί σε άλλο εργοδότη.».

 

Τούτων δοθέντων οι ισχυρισμοί του αιτητή περί παραβίασης του άρθρου 18ΟΘ του Κεφ. 105 και του δικαιώματος οικειοθελούς αναχώρησης, απορρίπτονται.

 

Απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός του αιτητή ότι παραβιάστηκε το άρθρο 18ΠΣΤ του Κεφ. 105 δοθέντος ότι αυτός βρίσκεται υπό κράτηση με σκοπό την απέλασή του, το δε προσβαλλόμενο διάταγμα απέλασης δεν έχει ανασταλεί επ’ αόριστον αλλά μέχρι την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής.

 

Επισημαίνεται, τέλος, ότι ο αιτητής δεν επιχείρησε να αποδείξει, ως είχε το σχετικό βάρος, ούτε τον ισχυρισμό του ότι συνελήφθη εντός της οικίας του και όχι στην οδό Τρικούπη που εντοπίστηκε από την Αστυνομία και ως εκ τούτου δεν απέδειξε τον ισχυρισμό του ότι η διεύθυνσή του ήταν γνωστή στις Αρχές.  Ως εκ τούτου, τα όσα καταγράφονται στην επιστολή ημερομηνίας 28.12.2023 της ΥΑΜ Λευκωσίας προς τη Διευθύντρια και ιδιαίτερα η επισήμανση ότι ο αιτητής ανέφερε μεν ότι διαμένει στη Λευκωσία, πλην όμως δεν γνώριζε την ακριβή διεύθυνση διαμονής του, παρέμειναν αναντίλεκτα και καθιστούν εύλογη τη διαπίστωση ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του και δεν υπάρχει περιθώριο επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Τούτων δοθέντων δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε πλημμέλεια στην έκδοση των προσβαλλομένων διαταγμάτων, τα οποία κρίνονται νόμιμα και δεόντως αιτιολογημένα, ούτε οποιαδήποτε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1.500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 



[1] Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, (αναδιατύπωση).

[2] Οδηγία  2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία, όπως διορθώθηκε.

[3] Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008 , σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.

[4] ECLI:EU:C:2013:343

[5] Σημειώνεται ότι, προφανώς εκ παραδρομής, το κείμενο της απόφασης στην ελληνική αναφέρεται στο σημείο αυτό στην Οδηγία 2008/115 αντί του ορθού 2005/85 που αναφέρεται στην αγγλική, γαλλική και γερμανική απόδοση του κειμένου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο