ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                       (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις

Αρ. 650/2021 και 1859/2023 (K) iJustice

                                             

   1 Μαρτίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

Υπ. Αρ. 650/2021

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Y.A.O.Z.F.

Αιτητής

                     και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1.      Υπουργού Εσωτερικών

2.      Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης                                                     

 Καθ' ων η Αίτηση

---

Υπ. Αρ. 1859/2023 iJustice

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Y.A.O.Z.F.

Αιτητής

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1.      Υπουργού Εσωτερικών

2.      Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης                                                      

Καθ' ων η Αίτηση

......... 

Κασσάνδρα Κουππαρή, Δικηγόρος για Αιτητή

Γεώργιος Χατζηπροδρόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την προσφυγή Αρ. 650/2021, ο Αιτητής αιτείται ακύρωσης της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση, η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 16.04.2021 και με την οποία απέρριψαν την αίτησή του ημερομηνίας 19.09.2019 για έκδοση δελτίου διαμονής λόγω μη πλήρωσης των προϋποθέσεών των άρθρων 4, 9(2) και 27(2) του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007 (Ν. 7(I)/2007).

 

Με την προσφυγή Αρ. 1859/2023, ο Αιτητής αιτείται ακύρωσης της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 31.10.2023 για κήρυξή του ως απαγορευμένου μετανάστη καθώς και των συναφών διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ίδιας ημερομηνίας.

 

Τα γεγονότα ως προκύπτουν από τα δικόγραφα και τον διοικητικό φάκελο είναι τα ακόλουθα:

 

Ο αιτητής είναι υπήκοος Καμερούν, ο οποίος αφίχθηκε στην Κύπρο από τις μη ελεγχόμενο από τη Δημοκρατία αερολιμένα (Τύμπου).

 

Την 01.10.2017, ο αιτητής προσπάθησε να εισέλθει στις ελεύθερες περιοχές από το οδόφραγμα της Λήδρας. Κατά τον σχετικό έλεγχο στο οδόφραγμα, παρουσίασε διαβατήριο, το οποίο από έλεγχο διαπιστώθηκε ότι ήταν πλαστό και ως εκ τούτου ο αιτητής συνελήφθη.

 

Στις 25.10.2017, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας καταδίκασε τον αιτητή σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών για τη διάπραξη των αδικημάτων της πλαστοπροσωπίας, του απαγορευμένου μετανάστη και της εισόδου στην Κυπριακή Δημοκρατία από μη εγκεκριμένο αερολιμένα.

 

Στις 10.11.2017, εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105).

 

Την 21.11.2017, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 22.12.2017, τα διατάγματα κράτησης και απέλασης ακυρώθηκαν και ο αιτητής αφέθηκε ελεύθερος.

 

Στις 24.07.2018, ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο με ευρωπαία υπήκοο[1] ενώ στις 20.09.2018, ο αιτητής υπέβαλε «Αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής για μέλη της οικογένειας πολίτη της ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους της ένωσης»-MEU2A. Στις 30.10.2018, μέλη της Αστυνομίας επισκέφτηκαν απροειδοποίητα την δηλωθείσα διεύθυνση του ζεύγους. Ωστόσο, δεν εντόπισαν το εν λόγω ζεύγος. Σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον αιτητή, αυτός ανέφερε ότι η σύζυγος του μετέβη στην χώρα καταγωγής της περί το τέλος του Σεπτεμβρίου του 2018 και αναμενόταν να επιστρέψει στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 2019 καθότι εργαζόταν στην χώρα της.

 

Στις 17.01.2019, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης απέρριψε την αίτηση του αιτητή ημερομηνίας 20.09.2018 αναφέροντας ότι η σύζυγος του αιτητή αναχώρησε από την Κυπριακή Δημοκρατία καθώς και ότι δεν εργαζόταν και δεν είχε επαρκείς πόρους για την ίδια την οικογένεια της.

 

Εναντίον της εν λόγω απόφασης, στις 27.03.2019, o αιτητής καταχώρησε την προσφυγή με αριθμό 446/2019.

 

Στις 06.05.2019 τα στοιχεία του Αιτητή καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητουμένων προσώπων.

 

Στις 19.09.2019, ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου «Αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής για μέλη της οικογένειας πολίτη της ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους της ένωσης»-MEU2A.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 16.04.2021, το Τμήμα ενημέρωσε τον αιτητή για την απόρριψη της αίτησής του ημερομηνίας 19.09.2019 αναφέροντας εκ νέου ότι η σύζυγος του έχει αναχωρήσει από την Δημοκρατία. Είναι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή αρ. 650/2021.

 

Στις 29.12.2021 απορρίφθηκε η αίτηση του στην Υπηρεσία Ασύλου για διεθνή προστασία.

 

Στις 14.06.2023 ο Αιτητής μέσω του αντιπροσώπου του ζήτησε όπως το όνομα του αφαιρεθεί από το stop list, αίτημα το οποίο  στις 20.07.2023 απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι δεν προσκόμισε οποιοδήποτε στοιχείο που να διαφοροποιεί το καθεστώς του.

 

Στις 30.10.2023 ο αιτητής συνελήφθη για παράνομη παραμονή στην Δημοκρατία στην Λευκωσία και στις 31.10.2023 κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης και εναντίον εκδόθηκαν τα συναφή διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105.  Τις εν λόγω πράξεις ο Αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή αρ. 1859/2023.

 

Κατόπιν αίτησης του Αιτητή, στο οποίο συναίνεσαν οι Καθ’  ων η αίτηση, οι δύο προσφυγές συνεκδικάσθησαν με διάταγμα του δικαστηρίου, διατηρώντας βεβαίως η κάθε μία την αυτοτέλειά της [βλ. Γεωργίου ν. Δήμου Λ/σού (Αρ.4) (1992) 4 Α.Α.Δ. 3225], δεδομένου ότι η συνεκδίκαση δεν εξομοιώνει τα επίδικα θέματα (Μακρίδης και Μιχαηλίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 416).

 

Στην δικάσιμο ημερομηνίας 07.12.2023 το Δικαστήριο ζήτησε να πληροφορηθεί την έκβαση της προσφυγής αρ.446/2019 και η δικηγόρος του Αιτητή ανέφερε ότι αυτή απεσύρθη. Ως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό, η πιο πάνω προσφυγή είχε απορριφθεί στις 30.09.2021. Σημειώνεται ότι στην προσφυγή 650/2021 είχαν συμπληρωθεί οι αγορεύσεις, παρ’ όλα αυτά, η συνήγορος του Αιτητή ζήτησε να καταχωρήσει εκ νέου κοινές για τις συνεκδικαζόμενες προσφυγές αγορεύσεις, αίτημα το οποίο δεν έτυχε ένστασης και εγκρίθηκε από το Δικαστήριο οι δε προσφυγές ορίστηκαν για διευκρινίσεις στις 24.01.2024.

 

Κατόπιν της καταχώρισης της (κοινής) γραπτής αγόρευσης των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 19.01.2024, η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή, ζήτησε να εξετάσει το ενδεχόμενο καταχώρισης αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας στα πλαίσια της προσφυγής αρ. 650/2021. Το Δικαστήριο ανέβαλε τις διευκρινίσεις επαναορίζοντας τις υποθέσεις στις 06.02.2024, ημερομηνία, την οποία ορίστηκε και η αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας που στο μεταξύ καταχώρισε ο Αιτητής.

 

Στις 06.02.2024, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση ανέφερε στο Δικαστήριο ότι είχε πρόθεση να ενστεί στην εν λόγω αίτηση. Το Δικαστήριο υπέδειξε στους διαδίκους ότι επιθυμεί τις θέσεις τους αναφορικά με το κατά πόσο η διά της προσφυγής αρ. 650/2021 προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί βεβαιωτική της προσβαλλόμενης με την απορριφθείσα προσφυγή αρ. 449/2019. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι συμφώνησαν ότι η εξέταση του ζητήματος αυτού λόγω της σημαντικότητας του προέχει της εκδίκασης της ενδιάμεσης αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας, ως εκ τούτου η υπόθεση ορίστηκε για διευκρινίσεις ως προς τούτο. Αμφότεροι συνήγοροι καταχώρισαν συμπληρωματικές αγορεύσεις προς ανάπτυξη των εκατέρωθεν θέσεων και τοποθετήθηκαν και προφορικώς.

 

Μελέτησα τις αγορεύσεις υπό το φως των διοικητικών φακέλων, οι οποίοι κατατέθηκαν κατά τις ως άνω διευκρινίσεις και έχοντας λάβει υπόψη τις αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων και το περιεχόμενο του δικαστικού φακέλου.

 

Καταλήγω ότι η διά της προσφυγής 650/2021 προσβαλλόμενη πράξη ημερομηνίας 16.04.2021, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του Αιτητή ημερομηνίας 19.09.2019 (εφεξής «η δεύτερη αίτηση») είναι βεβαιωτική της προσβαλλόμενης με την 449/2019 πράξης ημερομηνίας 19.01.2019, με την οποία απερρίφθη η αίτηση του ημερομηνίας 20.09.2018 (εφεξής «η πρώτη αίτηση»). Εξηγώ:

 

Προς υποστήριξη της πρώτης αίτησης του, ο Αιτητής είχε υποβάλει συγκεκριμένες πληροφορίες στους Καθ΄ ων η αίτηση. Ότι νυμφεύτηκε τη σύζυγό του στις 24.07.2018 και ότι διαμένουν μαζί σε συγκεκριμένη οικία στην Επαρχία Λάρνακας, ότι ο ίδιος εργάζεται σε εταιρεία γαλακτοκομικών προϊόντων ενώ δεν προσκόμισε οποιαδήποτε απόδειξη της εργοδότησης της συζύγου του στη Δημοκρατία.

 

Στο έγγραφο αρ. 59 του Διοικητικού Φακέλου Νο Α 17-09010, ήτοι το  Σημείωμα ημερομηνίας 16.01.2019 των λειτουργών των Καθ΄ων η αίτηση, το οποίο προηγήθηκε της έκδοσης της πράξης ημερομηνίας 19.01.2019 και περιείχε την εισήγηση για απόρριψη της εν λόγω αίτησης, είχε αναφερθεί ότι από έρευνα στην οικία του ζεύγους είχε διαπιστωθεί η απουσία και των δύο, ενώ κατόπιν τηλεφωνικής συνομιλίας με τον Αιτητή, αυτός παραδέχθηκε ότι η σύζυγός του εργάζεται στη χώρα της και απουσιάζει από την Κύπρο από τις 22.09.2018 κάτι που επιβεβαιώθηκε και από σύστημα της αστυνομίας.

 

Ακολούθως εξεδόθη η απορριπτική απόφαση ημερομηνίας 19.01.2019 η οποία ως αιτιολογία ανέφερε ότι η σύζυγός του Αιτητή έχει αναχωρήσει από την Κύπρο και ότι δεν εργοδοτείται ή διατηρεί καθεστώς εργοδοτουμένης ή επαρκείς πόρους στη Δημοκρατία, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Ν. 7(Ι)/2007 ως ετροποποιήθη και άρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τα κριτήρια δικαιώματος διαμονής σύμφωνα με τα άρθρα 4, 9(2), 27(2) και 37 του εν λόγω Νόμου.

 

Στην παράγραφο 8 της προσφυγής αρ. 446/2019, στα γεγονότα ο Αιτητής ανέφερε ότι η σύζυγός του «προσπάθησε να εργασθεί στην Κύπρο αλλά στάθηκε αδύνατον να βρει κατάλληλη εργασία ως γνώστης ηλεκτρονικών υπολογιστών. Τον επισκέπτεται στην Κύπρο πολύ συχνά».

 

Ως ανέφερα ήδη, η πιο πάνω προσφυγή απερρίφθη στις 30.09.2021.

 

Ανατρέχοντας τώρα στη δεύτερη αίτηση του Αιτητή διαπιστώνω ότι ο Αιτητής υπέβαλε προς τους Καθ’ ων η αίτηση ουσιαστικά τις ίδιες πληροφορίες. Δηλαδή ότι νυμφεύτηκε τη σύζυγό του στις 24.07.2018 και ότι διαμένουν μαζί στην οικία στην ίδια διεύθυνση στην Επαρχία Λάρνακας, ότι ο ίδιος εργάζεται σε εταιρεία γαλακτοκομικών προϊόντων ενώ και πάλι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε απόδειξη της εργοδότησης της συζύγου του στη Δημοκρατία.

 

Στο έγγραφο αρ. 71 του Διοικητικού Φακέλου Νο Α 17-09010, ήτοι το  Σημείωμα ημερομηνίας 16.04.2021 των λειτουργών των Καθ΄ ων η αίτηση, το οποίο προηγήθηκε της έκδοσης της πράξης ημερομηνίας 16.04.2021 και περιείχε την εισήγηση για απόρριψη της εν λόγω αίτησης, αναφέρθηκε ότι «σε προηγούμενο έλεγχο δεν εντοπίστηκαν μαζί. Έγινε τηλ. επικοινωνία με εργοδότη και εξακολουθεί να εργάζεται ως το ερ. 58. Έγινε τηλ. επικοινωνία και με την ενοικιάστρια ως το ερ. 61 και μου ανέφερε ότι η σύζυγος ήρθε το καλοκαίρι για 1 μήνα και έφυγε για τη χώρα της»

 

Ακολούθως εξεδόθη η απορριπτική απόφαση ημερομηνίας 16.04.2021 η οποία ως αιτιολογία ανέφερε ότι η σύζυγός του Αιτητή έχει αναχωρήσει από την Κύπρο και άρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τα κριτήρια δικαιώματος διαμονής σύμφωνα με τα άρθρα 4, 9(2) και 27(2) του εν λόγω Νόμου.

 

Σημειώνεται ότι στην παράγραφο 3 της προτιθέμενης ένορκης δήλωσης για προσαγωγή μαρτυρίας, η σύζυγος του Αιτητή αναφέρει ότι η μόνιμή της διαμονή είναι στην Δημοκρατία όμως «λόγω του οικονομικού και το γεγονός ότι δεν μπορούσα να εξεύρω εργασία στην ΚΔ αναγκάστηκα να εξεύρω εργασία στην Ελβετία και πηγαινοέρχομαι στην ΚΔ».

 

 

Από όλα τα ανωτέρω, και βασικά από όσα υπέβαλε ο αιτητής με την πρώτη και δεύτερη αίτησή του και όσα αντιστοίχως αποφάσισαν οι Καθ’ ων η αίτηση κατόπιν της εξέτασης των εν λόγω αιτήσεων, διαπιστώνω ότι ουδεμία διαφοροποίηση του νομικού και πραγματικού υποβάθρου υπήρξε, η οποία να ήταν ικανή να δημιουργήσει μια νέα εκτελεστή πράξη. Συγκεκριμένα, ουδέν νεώτερο υπεβλήθη από τον Αιτητή με την νέα αίτησή του ούτε φυσικά το νέο ενοικιαστήριο έγγραφο αναφορικά με την ίδια οικία αποτελεί νέο στοιχείο ούτε βέβαια το γεγονός ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση επιβεβαίωσαν εκ νέου ότι η σύζυγός του συνεχίζει και δεν διαμένει μόνιμα μαζί του στη Δημοκρατία αποτελεί νέα έρευνα ώστε να δικαιολογεί την ύπαρξη νέας εκτελεστής διοικητικής πράξης.

 

Η απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση ουσιαστικά επιβεβαίωσε την προηγούμενη απόφασή  τους ότι αφενός η σύζυγος του Αιτητή έχει αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τα όσα ο Αιτητής (και ανέφερα πιο πάνω), υπέβαλε στο Δικαστήριο στα πλαίσια της προσφυγής του, αφετέρου ότι ο Αιτητής δεν είναι δικαιούχος διαμονής δυνάμει του Ν. 7(Ι)/2007. Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ε.Δ.Δ. Melinda Matute Respicio v. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 25/2018 ημερ. 15.12.2023, με αναφορά στην υπόθεση Χρήστου ν. Υπουργικού Συμβουίου (1999) 3 ΑΑΔ 71 αναφέρθηκε:

 

«Βεβαιωτική είναι η πράξη που έχει το αυτό περιεχόμενο με προεκδοθείσα εκτελεστή και η οποία την επιβεβαιώνει. Επίσης πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της Διοίκησης σε προηγούμενη πράξη, έστω κι αν δεν επαναλαμβάνει το περιεχόμενό της, θεωρείται επίσης βεβαιωτική (βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, σελ. 240, Κefala v. Republic (1972) 3 C.L.R. 225, Christofides v. The Ministry of Finance (1971) 3 C.L.R. 302 και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054).

 

Εκτελεστή θεωρείται η πράξη η οποία αν και περιέχει απλή επιβεβαίωση της προηγούμενης απόφασης, εν τούτοις εκδόθηκε ύστερα από νέα έρευνα της υπόθεσης. Νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων. Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως αν εξεταστούν στοιχεία κρίσης που έχουν πρόσφατα προκύψει ή προϋπήρχαν αλλά ήταν άγνωστα και λαμβάνονται υπ' όψιν για πρώτη φορά (Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566 και Κelpis v. Republic (1970) 3 C.L.R.196).»

 

Συναφώς παραπέμπουμε και στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1988) 3 ΑΑΔ 394, σελ. 401:

 

«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της "διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν". Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:

 

(α)   Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.

 

(β)   Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.

 

(γ)   Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.

 

 

(δ)   Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.

 

 

(ε)  Ταυτότητα του διατακτικού.

 

(Βλ. Τσάτσου, "Αίτησις Ακυρώσεως", Έκδοση Τρίτη, σελ. 131-132 - Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, 1062, 1063 - απόφαση της Ολομέλειας (έμφαση και υπογράμμιση του Δικαστηρίου)»

 

Στην παρούσα περίπτωση, και με καθοδήγηση από την ανωτέρω νομολογία, είναι εμφανές ότι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή αρ. 650/2021 απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση δεν άλλαξε στο διατακτικό της μεταξύ της πρώτης και δεύτερης αίτησης, πληροί δε και όλες τις λοιπές απαιτήσεις της νομολογίας (ταυτότητα εκδούσας αρχής, διαδίκων κτλ) για την κρίση της ως βεβαιωτικής. Οι Καθ’ ων η αίτηση εξεδήλωσαν στην εμμονή τους στην απόφασή τους να μη θεωρήσουν τον Αιτητή ως δικαιούχο διαμονής δυνάμει των συγκεκριμένων προνοιών του Ν. 7(Ι)/2007 λόγω της αναχώρησης της συζύγου του από τη Δημοκρατία.

 

Ουδόλως βέβαια αλλάζει το γεγονός αυτό ότι στην απόφαση επί της πρώτης αίτησης είχαν αναφέρει επιπλέον ότι η σύζυγος, πέραν του ότι αναχώρησε, δεν απέδειξε ότι εργοδοτείται ή διατηρεί καθεστώς εργοδοτουμένης ή επαρκείς πόρους στη Δημοκρατία, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Ν. 7(Ι)/2007. Και στις δύο αποφάσεις τους, οι Καθ’ ων η αίτηση επικαλέστηκαν τα ίδια άρθρα 4, 9(2), 27(2) του Νόμου και δη το άρθρο 9 και ο λόγος που η σύζυγος δεν εργάζεται στη Δημοκρατία ούτως ή άλλως συνδέεται (θα έλεγα εμπερικλείεται κατά λογική συνάφεια) στο ότι αναχώρησε και δε ζει στη Δημοκρατία, κατά τις υποβολές του ιδίου του Αιτητή, λόγω ακριβώς ότι δεν εύρισκε εργασία.

 

Είναι δε εμφανής η ανυπαρξία οποιουδήποτε ουσιώδους πραγματικού στοιχείου που να ήταν δυνατόν να μεταβάλει την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ή να πυροδοτήσει νέα έρευνα της υπόθεσης ώστε η εμμονή της Διοίκησης στη ρύθμιση του θέματος, να μπορούσε να θεωρηθεί ως νέα έρευνα. Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι, ως καθορίζει η Νομολογία, νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων και σε καμία περίπτωση η αλλεπάλληλη υποβολή επουσιωδών ή παρεμφερών ή και παρόμοιων γεγονότων η ισχυρισμών από τον Αιτητή είναι δυνατό να δημιουργεί εκ νέου εκτελεστές πράξεις.

 

Δε μπορώ να δεχτώ ούτε το επιχείρημα της ευπαίδευτης συνηγόρου του Αιτητή ότι η διατύπωση στην επιστολή ημερομηνίας 16.04.2021, της αναφοράς περί δικαιώματος προσβολής με αίτηση ακυρώσεως της εν λόγω πράξης, είναι αποδεικτικό της εκτελεστότητας της πράξης αυτής. Ο καθορισμός της εκτελεστότητας ή βεβαιωτικής φύσης μιας πράξης, ως ζήτημα δικαιοδοτικό, εμπίπτει στην αρμοδιότητα και εξουσία του παρόντος Δικαστηρίου και δεν μπορεί να καθοριστεί έμμεσα ή άμεσα με μια τέτοια διατύπωση εκ μέρους της διοίκησης.

 

Σχετική κατ’ αναλογία είναι η Γνωμάτευση στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Aρ. 1) (2009) 3 ΑΑΔ 23 όπου με αναφορά στην President of the Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2202 αναφέρθηκε ότι η ερμηνεία του Συντάγματος και των νόμων ανήκει κατά αποκλειστικότητα στην αρμοδιότητα των Δικαστηρίων με αποτέλεσμα η διατύπωση, νομοθετικώς, της ερμηνείας της έννοιας του «εννόμου συμφέροντος», μιας άλλης δηλαδή προϋπόθεσης του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως, να κριθεί ως αντισυνταγματική.

 

Δεν έχω λοιπόν αμφιβολία ότι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή αρ. 650/2021 ημερομηνίας 16.04.2021 στερείται εκτελεστότητας ως βεβαιωτική της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 17.01.2019, απόφαση η οποία έχει περιβληθεί με τεκμήριο νομιμότητας δεδομένου ότι, αν και είχε προσβληθεί με προσφυγή, αυτή απερρίφθη τελεσίδικα.

 

Ως εκ των ανωτέρω, οι προσφυγές αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης απόφασης και η προσφυγή αρ. 650/2021 απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Νοείται ότι και η ενδιάμεση αίτηση ημερομηνίας 30.01.2024, η οποία αφορούσε την εν λόγω προσφυγή, απορρίπτεται.

 

Λόγω ότι το υπό εξέταση προδικαστικό ζήτημα, το οποίο καθόρισε την έκβαση της προσφυγής, εγέρθηκε αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο κρίνω εύλογο όπως περιορίσω τα έξοδα της παρούσας στα 800 ευρώ υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Η προσφυγή 1859/2023 ορίζεται για διευκρινίσεις στις 08.03.2024 με οδηγίες όπως η απαντητική αγόρευση του Αιτητή καταχωρηθεί έως τις 06.03.2024.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 



[1] Όχι κράτους μέλους της ΕΕ (Ελβετία)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο