ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 721/2020)

 19 Μαρτίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                             Τ. Μ.

                                                                             Αιτήτρια

                                                ΚΑΙ

          ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

  ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ’ ης  η Αίτηση

 

Ξ. Ευγενίου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για Καθ’ ης η Αίτηση

Χ. Χατζησπύρου (κα), για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 4 και 5

Χ. Χριστοφόρου, για Χρίστος Σ. Χριστοφόρου Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος 2

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ.), η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31.7.2017 και σύμφωνα με την οποία οι 1. Λ.-Χ. Ν., 2. Γ. Γ., 3. Μ. Α., 4. Π.-Π. Μ. και 5. Χ. Σ. (ενδιαφερόμενα μέρη («Ε.Μ.»)), προήχθησαν, αντί της αιτήτριας, στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης («η επίδικη θέση»), από 1.9.2020.

 

Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης ξεκίνησε όταν η Ε.Ε.Υ. έλαβε επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας («το Υπουργείο»), ημερομηνίας 4.11.2019, με την οποία υποβαλλόταν πρόταση για την πλήρωση 24 θέσεων Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για τα Φιλολογικά (θέση προαγωγής).  

 

Ακολούθησε συνεδρία της Ε.Ε.Υ., ημερομηνίας 4.11.2019, κατά την οποία αποφασίστηκε η προκήρυξη των εν λόγω θέσεων, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 8.11.2019. Ως τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων ορίστηκε η 25.11.2019 και υποβλήθηκαν συνολικά 105 αιτήσεις, μεταξύ των οποίων και αυτές της αιτήτριας και των Ε.Μ..

 

Εν συνεχεία, ο κατάλογος όλων των υποψηφίων, οι αιτήσεις τους, αντίγραφο της σχετικής δημοσίευσης και οι φάκελοι των Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων, διαβιβάστηκαν στη Γενική Επιθεωρήτρια Μέσης Εκπαίδευσης, ως Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, δι’ επιστολής της Γραμματέως της Επιτροπής, ημερομηνίας 27.11.2019, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα το άρθρο 35Β(1) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως (αρ.2) του 2019 («ο Νόμος»).

 

Η Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με επιστολή της ημερομηνίας 16.1.2020, υπέβαλε στην Ε.Ε.Υ. την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνονταν από την εν λόγω Επιτροπή. Ωστόσο, η Ε.Ε.Υ., επειδή διαπίστωσε ότι είχε υποβληθεί μεγάλος αριθμός ενστάσεων από μέρους υποψηφίων, που αφορούσαν κυρίως στον υπολογισμό της αρχαιότητάς τους, αποφάσισε, στη συνεδρία της ημερομηνίας 4.2.2020, να επιστρέψει την εν λόγω έκθεση και τον κατάλογο, στην Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, προκειμένου να ετοιμαστεί νέα έκθεση και κατάλογος υποψηφίων.

 

Πράγματι, με επιστολή της, ημερομηνίας 13.2.2020, η Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής υπέβαλε νέα έκθεση και κατάλογο υποψηφίων που συστήνονταν. Ακολούθως, η Επιτροπή εξέτασε τις ενστάσεις που είχαν υποβληθεί για αναθεώρηση του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένης και της ένστασης που είχε υποβάλει η αιτήτρια. Όπως αναφέρεται στην επιστολή της Ε.Ε.Υ., που εστάλη στην αιτήτρια, ημερομηνίας 10.3.2020, η ένστασή της δεν έγινε δεκτή, καθότι οι αξιολογήσεις της από το Υπουργείο, ήσαν επαρκώς αιτιολογημένες. Στη συνέχεια, η Ε.Ε.Υ. προχώρησε στην εξέταση της νομιμότητας του καταλόγου των συστηνομένων για προαγωγή στις υπό πλήρωση θέσεις, καταρτίζοντας τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 35Β(9) του Νόμου, αποφάσισε να καλέσει τους υποψηφίους που είχαν περιληφθεί στον κατάλογο, σε προσωπική συνέντευξη. Οι υποψήφιοι που περιλήφθηκαν στον τελικό κατάλογο, κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη στις 18, 19, 20 και 21 Μαΐου του 2020.

 

Τελικά, στη συνεδρία της ημερομηνίας 21.5.2020, μετά το πέρας των συνεντεύξεων, η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση, σε 24 υποψηφίους, περιλαμβανομένων και των πέντε Ε.Μ..

 

Η αιτήτρια αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή, στις 7.8.2020.

 

Στην εμπροσθοφυλακή των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθεί η πλευρά της αιτήτριας δια των γραπτών της αγορεύσεων, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι πάσχουν οι ετήσιες αξιολογήσεις της αιτήτριας για τις σχολικές χρονιές 2014-2015, 2016-2017 και 2018-2019, με αποτέλεσμα να υφίσταται πάσχουσα κρίση της καθ’ ης η αίτηση ως προς το κριτήριο της αξίας. Στο πλαίσιο αυτό, προωθείται και ο ισχυρισμός ότι πάσχει η απόφαση της Ε.Ε.Υ., με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση της αιτήτριας χωρίς δέουσα έρευνα και χωρίς αιτιολογία.

 

Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός είναι δισκελής: αφενός προβάλλεται ότι ανατράπηκε αναιτιολόγητα η σειρά βαθμολόγησης και/ή δεν προκύπτει πως διαμορφώθηκε η βαθμολογία των Ε.Μ. 3 και 5 κατά τον αναθεωρημένο κατάλογο υποψηφίων που είχαν προταθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και, αφετέρου, δεν υφίστανται άρτια πρακτικά των προφορικών συνεντεύξεων των υποψηφίων.

 

Προβάλλει, τέλος, η πλευρά της αιτήτριας, ότι υπήρξε αναιτιολόγητη η κρίση της Ε.Ε.Υ. αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις προφορικές συνεντεύξεις, ενώ εσφαλμένα και αυθαίρετα δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις της συνηγόρου της καθ’ ης η αίτηση, η οποία αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, καθόλα ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Ούτε και δόθηκε υπερβολική βαρύτητα στις προφορικές συνεντεύξεις, αλλά η Ε.Ε.Υ., καταγράφοντας τις εντυπώσεις της από κάθε υποψήφιο, παρέσχε τις ανάλογες μονάδες, με αποτέλεσμα η τελική βαθμολόγηση να είναι πλήρως αιτιολογημένη.

 

Καταλήγει η συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση, υποβάλλοντας την, βασική για την όλη επιχειρηματολογία της, θέση ότι σε μια συνολική προσμέτρηση των στοιχείων κρίσης, η τελική απόφαση υπήρξε νόμιμη και δικαιολογημένη και σε, κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή. Η δε αιτήτρια σε καμία περίπτωση δεν κατόρθωσε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε.Μ., ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει.

 

Υπέρ της νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης απόφασης επιχειρηματολόγησαν και οι συνήγοροι για τα Ε.Μ., οι οποίοι προέβαλαν εν πολλοίς παρόμοιες θέσεις με αυτές της πλευράς της καθ’ ης η αίτηση. Μάλιστα, ως υποβάλλει η συνήγορος για τα Ε.Μ. 1, 4 και 5, είναι τα εν λόγω Ε.Μ. που, με βάση τα θεσμοθετημένα κριτήρια επιλογής, υπερέχουν έκδηλα έναντι της αιτήτριας.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των οικείων διοικητικών φακέλων και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Στο άρθρο 35Β του Νόμου ρυθμίζεται η διαδικασία υποβολής και εξέτασης ενστάσεων που υποβάλλονται από υποψηφίους που ζητούν αναθεώρηση του καταλόγου που καταρτίζεται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Σύμφωνα με τα εδάφια (7) και (8) του εν λόγω άρθρου-

 

«(7) Κάθε επηρεαζόµενος εκπαιδευτικός λειτουργός µπορεί να ζητήσει την αναθεώρηση του καταλόγου που τον αφορά µε γραπτή ένστασή του η οποία υποβάλλεται στην Επιτροπή [ενν. την ΕΕΥ] µέσα σε προθεσµία δέκα ηµερών από την ηµέρα της ανάρτησης του καταλόγου. 

 

(8) Η Επιτροπή εξετάζει και αποφασίζει ως προς τις ενστάσεις το ταχύτερο δυνατό και στη συνέχεια, αφού εξετάσει τη νοµιµότητα του καταλόγου που καταρτίστηκε από τη Συµβουλευτική Επιτροπή, ανεξάρτητα από το αν έχουν ή όχι υποβληθεί ενστάσεις, καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων».

 

Είναι σαφές από τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις ότι, αρμόδιο όργανο για να επιληφθεί των ενστάσεων και να αποφασίσει επ’ αυτών, είναι η ΕΕΥ. Αυτό προκύπτει ότι συνέβη και στην υπό κρίση περίπτωση, εφόσον η ΕΕΥ είναι το όργανο που αρμοδίως και συμφώνως των διατάξεων του Νόμου, εξέτασε την ένσταση της αιτήτριας και αποφάσισε την απόρριψή της. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση, θα αντιστρατεύετο τις ίδιες τις διατάξεις του Νόμου.

 

Περαιτέρω, εξετάζοντας την απορριπτική απόφαση της ΕΕΥ επί της ένστασης της αιτήτριας, κρίνω ότι αυτή είναι επαρκώς αιτιολογημένη και, σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Στην εν λόγω απόφαση, ως αυτή περιέχεται στην επιστολή της ΕΕΥ προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 10.3.2020, καταγράφονται τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στη διαμόρφωση της κρίσης του αποφασίζοντος οργάνου: η ΕΕΥ έλαβε υπόψη της τους, περιεχόμενους στην ένστασή της, ισχυρισμούς της αιτήτριας, την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ημερομηνίας 13.2.2020, καθώς και όλα τα ενώπιον της τεθέντα έγγραφα και/ή στοιχεία. Αναφέρεται επίσης, ότι η ΕΕΥ διενήργησε έρευνα στον φάκελο των υπηρεσιακών εκθέσεων της αιτήτριας και διαπίστωσε ότι οι αξιολογήσεις της αιτήτριας από το Υπουργείο ήσαν επαρκώς αιτιολογημένες, με αποτέλεσμα να μην υφίστατο δυνατότητα διαφοροποίησης της, υπό της Συμβουλευτικής Επιτροπής, βαθμολόγησης της αιτήτριας. Ας σημειωθεί, ότι στο πρακτικό της συνεδρίας της ΕΕΥ, ημερομηνίας 5.3.2020, για κάθε έναν από τους υποψηφίους που είχαν υποβάλει ένσταση, καταγράφεται η εξέταση και το σκεπτικό της απόφασης της Επιτροπής, ως προς την έκβαση της ένστασης, περιλαμβανομένης και αυτής της αιτήτριας.

 

Παραμένοντας στην εξέταση της νομιμότητας της υπό της Συμβουλευτικής Επιτροπής ακολουθηθείσας διαδικασίας, διαπιστώνω ότι, στο πλαίσιο της ετοιμασίας του νέου καταλόγου υποψηφίων, η Συμβουλευτική Επιτροπή συνέταξε νέα έκθεση, από την οποία προκύπτει στη βάση ποιων κριτηρίων διαμορφώθηκε η βαθμολογία των υποψηφίων, περιλαμβανομένων βεβαίως και των Ε.Μ. και της αιτήτριας. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω έκθεση, ημερομηνίας 13.2.2020, η Συμβουλευτική Επιτροπή, ύστερα από μελέτη των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, προέβη σε εκ νέου αριθμητική αποτίμηση της αρχαιότητάς τους, με βάση την παράγραφο (γ) του εδαφίου (4) του άρθρου 35Β του Νόμου, καθώς και εκ νέου αριθμητική αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου (α) του εδαφίου (4) του άρθρου 35Β του Νόμου. Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στην έκθεση, μετά την αποτίμηση, σε μονάδες, της αρχαιότητας και της αξίας των υποψηφίων, η Συμβουλευτική Επιτροπή, με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 35Β του Νόμου, προχώρησε στη μελέτη των προσόντων των υποψηφίων, όπως αυτά προέκυπταν από τους προσωπικούς τους φακέλους, και έκρινε ομόφωνα ότι από τους υποψηφίους, των οποίων το σύνολο των μονάδων της αρχαιότητας και της αξίας δεν απέκλειε συμπερίληψή τους στον πίνακα υποψηφίων για προαγωγή, κάποιοι υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων και η αιτήτρια και όλα τα Ε.Μ., πλην του Ε.Μ. 2, διέθεταν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, στα οποία δόθηκαν οι ανάλογες μονάδες.

 

Τα αμέσως πιο πάνω απαντούν και στον ισχυρισμό της πλευράς της αιτήτριας περί αναιτιολόγητης αναδιαμόρφωσης της βαθμολογίας των Ε.Μ. 3 και 5, ο οποίος, ενόψει και του τεκμηρίου της νομιμότητας υπέρ των πράξεων της Διοίκησης, δεν στοιχειοθετείται επαρκώς και απορρίπτεται. Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι το σύνολο των στοιχείων κρίσης, περιλαμβανομένης και της αξίας και της αρχαιότητας, αλλά και των προσόντων της αιτήτριας και των δυο Ε.Μ. ήσαν ενώπιον της Ε.Ε.Υ., κατά τη διαμόρφωση της βαθμολόγησής της και έτυχαν αυτά της δέουσας αξιολόγησης και/ή συνυπολογισμού, χωρίς να χρειάζεται συγκεκριμένη και/ή ειδικότερη αναφορά σε αυτά (Μαρία Σιαμπαρτά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 223/2013, ημερ. 20.4.2016, ECLI:CY:AD:2016:D210, Δομινίκη Πογιατζή ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 211/1999, ημερ. 13.12.2000).

 

Ενόψει των πιο πάνω, δεν εντοπίζεται σφάλμα ή/και παρανομία ούτε στην διαδικασία που ακολουθήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλ’ ούτε και στη διαδικασία που απέληξε στην απόφαση απόρριψης της ένστασης της αιτήτριας, η οποία, σε κάθε περίπτωση, κρίνεται ως ευλόγως επιτρεπτή. Συναφώς, εξετάζοντας την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κρίνω ότι αυτή είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, υποκείμενη ωσαύτως στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο. Στην εν λόγω έκθεση, αναφέρονται όλα όσα λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή προς διαμόρφωση της κρίσης της. Όπως για κάθε υποψήφιο, έτσι και για την αιτήτρια, η οποία, ειρίσθω εν παρόδω, είχε περιληφθεί στον κατάλογο των συστηνόμενων για προαγωγή, προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη τόσο η αξία, ως αυτή διαμορφώνεται από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των δέκα τελευταίων χρόνων, τα προσόντα, αναφορικά με τα οποία η Συμβουλευτική Επιτροπή αναγνώρισε και βαθμολόγησε με 3 μονάδες την υπό της αιτήτριας κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου (master), καθώς και η αρχαιότητα.

 

Στη βάση των πιο πάνω, η βαθμολογία της αιτήτριας και των Ε.Μ. πριν από τη διενέργεια των προσωπικών συνεντεύξεων, είχε διαμορφωθεί ως ακολούθως:

 

Αιτήτρια: 211,18

Ε.Μ. 1:  212,68

Ε.Μ. 2:  213,27

Ε.Μ. 3:  212,27

Ε.Μ. 4:  213,02

Ε.Μ. 5:  213,02

 

Στη συνέχεια, στη συνεδρία της ημερομηνίας 5.3.2020, η Ε.Ε.Υ., συμφώνως του άρθρου 35(10)(β) του Νόμου, προχώρησε στον καθορισμό των κριτηρίων που θα ελάμβανε υπόψη, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη. Ως αναφέρεται στο πρακτικό της συνεδρίας, τα εν λόγω κριτήρια ήσαν τα εξής:

 

«1 Ενημέρωση σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά θέματα     1,0

 2 Κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης του Βοηθού       Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για τα Φιλολογικά 1,0

3 Κριτική ανάλυση διοικητικών και οργανωτικών προβλημάτων σχετικών     με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης                                      1,0

4 Αποτελεσματικότητα επικοινωνίας και επάρκεια τεκμηρίωσης απόψεων και θέσεων                                                                              1,0

5 Προσωπικότητα (άνετη παρουσία, προσαρμοστικότητα, ευελιξία  0,5

6 Γλωσσική επάρκεια (λεξιλόγιο, σύνταξη, ορθοφωνία, ορθοέπεια) 0,5

 

Όπως περαιτέρω αναφέρεται-

 

«8. Στα πρώτα τέσσερα κριτήρια η Επιτροπή έδωσε περισσότερη βαρύτητα και τα αποτίμησε με μία (1,0) μονάδα το καθένα, ενώ τα εναπομένοντα δύο τελευταία τα αποτίμησε με μισή (0,5) μονάδα το καθένα. H απόφαση αυτή στηρίχτηκε στο πιο κάτω σκεπτικό:

8.1 H υπό πλήρωση θέση είναι η τρίτη κατά σειρά στην ιεραρχία της σχολικής μονάδας και ο κάτοχός της πέρα από το διδακτικό, έχει διοικητικό και καθοδηγητικό έργο. Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, ο Βοηθός Διευθυντής πρέπει να συμβάλει στην ομαλή και αποδοτική λειτουργία του σχολείου και να συμμετέχει σε όλες τις εργασίες, εκδηλώσεις και δραστηριότητες του σχολείου. Περαιτέρω, ο Βοηθός Διευθυντής αναπληροί το Διευθυντή του σχολείου κατά την απουσία του. Από τα ανωτέρω πηγάζει ότι ο Βοηθός Διευθυντής πρέπει να είναι ενήμερος των νέων τάσεων της εκπαίδευσης, να είναι άτομο με ισχυρή προσωπικότητα, να επικοινωνεί αποτελεσματικά με διάφορα ακροατήρια και να είναι σε θέση να αναλάβει ηγετικό ρόλο μέσα στη σχολική μονάδα.

Τα πρώτα τέσσερα κριτήρια είναι εξίσου σημαντικά για να κριθεί η καταλληλότητα ενός υποψηφίου για άσκηση διοικητικού-καθοδηγητικού έργου, γιατί τα εν λόγω κριτήρια δείχνουν το βαθμό στον οποίο αυτός αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει ορθό τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας, το όραμα που ο ίδιος έχει για τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης, την ενημέρωσή του σε σύγχρονες αντιλήψεις και τάσεις της εκπαίδευσης και την ικανότητα του να εμβαθύνει σε οργανωτικά και διοικητικά προβλήματα που θα αντιμετωπίσει στην εργασία του. Επίσης, τα κριτήρια αυτά είναι εξωτερικά ως προς την ιδιοσυγκρασία και την προσωπικότητα του ατόμου. Είναι επαγγελματικά κριτήρια και συνεπώς υπάρχει δυνατότητα μεγιστοποίησής τους. Με την παραχώρηση μιας μονάδας διευρύνεται η κλίμακα κάθε κριτήριο ικανοποιείται.

8.3 Τα εναπομένοντα δύο κριτήρια (προσωπικότητα, γλωσσική επάρκεια) έχουν ήδη διαμορφωθεί στο άτομο. Παραμένουν, βέβαια, σημαντικά για διοικητικές θέσεις. Κρίνεται, ωστόσο, ότι η αξιολόγησή τους με μισή μονάδα το καθένα συνιστά μια καλή ισορροπία ανάμεσα στα κριτήρια αξιολόγησης.

9.   Για σκοπούς ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, η Επιτροπή αποφάσισε όπως, κατά τη συνέντευξη, υποβάλει παράλληλες ερωτήσεις στους ακόλουθους τομείς:

9.1 Παρακολούθηση των σύγχρονων τάσεων της εκπαίδευσης όπως αυτή εκφράζεται μέσα από επιμορφωτική δραστηριότητα, συγγραφική δράση και παρακολούθηση της σύγχρονης βιβλιογραφίας.

9.2 Αντίληψη του ρόλου του Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης και των ευθυνών της θέσης, όπως τα στοιχεία αυτά εκφράζονται με στρατηγικά σχέδια δράσης, ιεράρχηση καθηκόντων, επιδίωξη συγκεκριμένων στόχων σε κάθε τομέα και στρατηγική πραγμάτωσης των στόχων.

9.3 Ανάλυση διοικητικών προβλημάτων τα οποία προκύπτουν κατά την άσκηση του ρόλου της θέσης, με ειδικότερες ερωτήσεις πάνω σε προβλήματα που δημιουργούνται, τις παραλείψεις που σημειώνονται και τους τρόπους αντιμετώπισης.

Αναμένεται ότι οι απαντήσεις στους ανωτέρω τομείς θα παράσχουν αρκετές πληροφορίες και ενδείξεις για να αξιολογηθεί η επάρκεια των υποψηφίων και στα έξι κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 7.

10. Περαιτέρω η Επιτροπή αποφάσισε όπως η αξιολόγηση της απόδοσης κάθε υποψηφίου στη συνέντευξη γίνεται με μονάδες και για κάθε κριτήριο ξεχωριστά. Το αποτέλεσμα της αξιολόγησης θα αναλύεται περιγραφικά και θα παρουσιάζεται αριθμητικά σε συνοπτικό πίνακα. Το άθροισμα των επιμέρους κρίσεων θα μεταφράζεται σε γενικό χαρακτηρισμό, με βάση την κλίμακα αξιολόγησης που ορίζεται στο άρθρο 35Β(10)(β) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων. H Επιτροπή κρίνει, επίσης, ότι η αξιοπιστία της τελικής απόδοσης κάθε υποψηφίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι κάθε μέλος της Επιτροπής προβαίνει στη δική του αξιολόγηση του υποψηφίου στο καθένα από τα έξι κριτήρια και, στο τέλος, θα δίνεται ο τελικός βαθμός, μετά από συζήτηση της κάθε περίπτωσης ξεχωριστά.».

 

Κρίνω ότι η πιο πάνω έκθεση της ΕΕΥ ως προς τον καθορισμό των κριτηρίων και τη μεθοδολογία της προφορικής συνέντευξης, συνιστά ουσιαστικά ένα σταθερό σημείο αναφοράς, παρέχοντας τη δυνατότητα ελέγχου της αξιολόγησης και βαθμολόγησης των υποψηφίων από την Επιτροπή, στη βάση προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων, χωρίς να αφήνονται περιθώρια για πολλαπλές ερμηνείες. Είναι δε στη βάση των πιο πάνω κριτηρίων που διενεργήθηκε η προφορική συνέντευξη και αξιολόγηση των υποψηφίων.

 

Στην δε επάρκεια της αιτιολόγησης της αξιολόγησης των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη, έρχεται να προσθέσει και η καταγραφή της εντύπωσης της ΕΕΥ για κάθε έναν υποψήφιο ξεχωριστά, στα επιμέρους στοιχεία κρίσης, ήτοι στα προαναφερθέντα έξι κριτήρια, με την απόδοση συγκεκριμένης βαθμολογίας σε κάθε ένα από αυτά τα κριτήρια. Ειδικότερα, προκύπτει από την εν λόγω βαθμολόγηση της προφορικής συνέντευξης, ότι η αιτήτρια εξασφάλισε τρεις μονάδες, το Ε.Μ. 1 πέντε, το Ε.Μ. 2 τέσσερεις, το Ε.Μ.3 πέντε και τέσσερεις μονάδες τα Ε.Μ. 4 και 5. Η πιο πάνω βαθμολογία προστέθηκε στην προαναφερθείσα βαθμολογία των υποψηφίων και η αιτήτρια, έχοντας εξασφαλίσει συνολική βαθμολογία 214,18 δεν κατέστη δυνατόν να επιλεγεί, εφόσον και τα πέντε Ε.Μ. είχαν εξασφαλίσει υψηλότερη βαθμολογία.

 

Με βάση τα πιο πάνω, δεν εντοπίζεται κενό αιτιολόγησης της απόφασης της ΕΕΥ επί των προφορικών συνεντεύξεων, ως αβάσιμα ισχυρίζεται η πλευρά της αιτήτριας.

 

Είναι δε θεωρώ εδώ το κατάλληλο σημείο να υπομνησθεί, ότι, κατά πάγια νομολογία, ιδιαίτερα προκειμένου για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, ως είναι η επίδικη, η προφορική εξέταση μπορεί να διαδραματίσει ουσιώδη ρόλο και να έχει σημαντική βαρύτητα, η δε διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου, εν προκειμένω της Ε.Ε.Υ., είναι ευρεία (Αθηνά Καραγιάννη-Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 7/2011, ημερ. 21.12.2016, Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Στυλιανού κ.α. ν. Χατζηκωνσταντίνου και Άλλη (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 ΑΑΔ 41). Η προφορική συνέντευξη έχει αυξημένη βαρύτητα και σημασία, όταν πρόκειται για πλήρωση θέσεων υψηλών στην υπαλληλική ιεραρχία, ως η επίδικη, εφόσον συνιστά τρόπο διαπίστωσης της καταλληλότητας και των ικανοτήτων των υποψηφίων και «ρίπτει φως στην αξία των υποψηφίων» (Αθηνά Καραγιάννη-Κλεάνθους, ανωτέρω), η δε επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων προϋποθέτει πρόσωπα που διαθέτουν προσωπικότητα, καθώς και διευθυντικές και διοικητικές ικανότητες (βλ. Δημοκρατία κ.α. ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α., Α.Ε. 868 και 869, ημερ. 13.12.1990 και Γεώργιος Γεωργή κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 412/87, ημερ. 23.12.1989).

Εν προκειμένω, η καλύτερη απόδοση των Ε.Μ. στην ενώπιον της Ε.E.Υ. προφορική συνέντευξη, υπήρξε ένα ουσιώδες στοιχείο το οποίο, κατά την πάγια νομολογία, προσέθεσε στην αξία τους και στο οποίο η Ε.Ε.Υ. νόμιμα απέδωσε ιδιαίτερη σημασία (Κωνσταντίνου κ.α. ν. Νικολάου κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 18, Κουρσάρου κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 293, Γεωργία Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105 και Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 322/1988, ημερ. 16.1.1991). Συνεπώς, ορθώς λήφθηκε υπόψη και η υπεροχή των Ε.Μ. έναντι της αιτήτριας στο συγκεκριμένο στοιχείο κρίσης. Από το περιεχόμενο δε της επίδικης απόφασης και το σύνολο των παραγόντων που λήφθηκαν υπόψη για την τελική επιλογή της Ε.Ε.Υ., διαπιστώνω ότι η προφορική συνέντευξη αποτέλεσε ένα εκ των στοιχείων στο οποίο, εντός των προαναφερθεισών νομολογιακών παραμέτρων, δόθηκε η δέουσα βαρύτητα και που σαφώς και προσμέτρησε στην τελική της κρίση, συνυπολογιζόμενο με τους λοιπούς παράγοντες που αναφέρονται στην επίδικη απόφαση.

 

Εν τέλει, δεδομένης της συγκριτικής εικόνας αιτήτριας και Ε.Μ. στα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης, η τελική απόφαση της Ε.Ε.Υ. κρίνεται ορθή, σύννομη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή.

 

Εν πρώτοις, στο κριτήριο της αξίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε στη βάση των ετήσιων εκθέσεων αξιολόγησης κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, η αιτήτρια και τα Ε.Μ. ήσαν ισοδύναμοι, έχοντας εξασφαλίσει συνολική βαθμολογία 186.60 μονάδες. Στην δε αξία ενός εκάστου υποψηφίου, έρχεται να προσθέσει η απόδοση και αξιολόγησή του κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Ε.Υ., όπου, ως έχει ήδη λεχθεί, όλα τα Ε.Μ. έλαβαν περισσότερες μονάδες από την αιτήτρια.  

 

Περαιτέρω, παρατηρώ ότι τα Ε.Μ. υπερτερούν της αιτήτριας και στο κριτήριο της αρχαιότητας, η οποία παραμένει ένα αναγνωρισμένο, νόμιμο και θεσμοθετημένο κριτήριο και πρέπει να συνυπολογίζεται, διότι ουδέποτε έπαυσε να έχει τη σημασία της, παρά την υποτίμηση που έτυχε κατά καιρούς νομολογιακά (Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391). Ειδικότερα, το Ε.Μ. 1 διορίστηκε στην αμέσως προηγούμενη της επίδκης θέση την 1.9.2002, όπως και η αιτήτρια, το Ε.Μ. 2 στις 23.8.1999,  το Ε.Μ. 3 στις 24.8.1998, το Ε.Μ. 4 την 1.9.2001, όπως και το Ε.Μ. 5.        Περαιτέρω δε, όλα τα Ε.Μ. πλην του Ε.Μ. 1, έχουν περισσότερους μήνες υπηρεσίας στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση: ειδικότερα, το Ε.Μ. 2 έχει 243 μήνες υπηρεσίας, το Ε.Μ.3 255, τα Ε.Μ. 4 και Ε.Μ 5  219 μήνες υπηρεσίας, ενώ το Ε.Μ. 1 έχει 207 μήνες υπηρεσίας, όσους και η αιτήτρια, ωστόσο δόθηκε υψηλότερη βαθμολογία στο Ε.Μ. 1, καθότι, ως αναγράφεται, είχε περισσότερους μήνες προϋπηρεσίας (70) με προσόντα στην προηγούμενη θέση έναντι της αιτήτριας (52). Ως εκ των πιο πάνω, στο κριτήριο της αρχαιότητας, η αιτήτρια αξιολογήθηκε με 21,58 μονάδες, το Ε.Μ.1 με 23,08, το Ε.Μ. 2 με 24,50, το Ε.Μ. 3 με 22,67, ενώ το Ε.Μ. 4 με 23,42 μονάδες, όπως και το Ε.Μ. 5.

 

Ως εκ των αμέσως πιο πάνω, τα Ε.Μ. υπερέχουν έναντι της αιτήτριας και σε πείρα, η οποία απορρέει από την προεκτεθείσα αρχαιότητα και η οποία επίσης προσθέτει στο κριτήριο της αξίας. Σύμφωνα με τη νομολογία, η αρχαιότητα φέρει μαζί της, κατά τεκμήριο, και την ανάλογη πείρα λόγω ακριβώς του εύρους υπηρεσίας του συγκεκριμένου υποψηφίου (Μουρτζή v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605, Δημοκρατία v. Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756). Εκ του γεγονότος ότι η αρχαιότητα δεν έχει παύσει να αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο, η πείρα, ως απορρέουσα από αυτή την αρχαιότητα, την τονίζει, προσθέτοντας στην αξία (Δημοκρατία v. Ταλιώτη, ανωτέρω,  Ζωδιάτης, ανωτέρω). Η δε πείρα, ως παράγων, δεν αποτελεί ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια προαγωγής, ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, εφόσον είναι σχετική και ανάγεται σε καθήκοντα που ο υποψήφιος επιτελούσε στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέσης, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το διοικητικό όργανο, εφόσον αυτή η πείρα προσθέτει στην αξία του (Παναγή v Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639). Όλες οι πιο πάνω αρχές επισημάνθηκαν στην Περικλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2/2014, ημερ. 13.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:C15).

Τέλος, όσον αφορά τα προσόντα, αποδόθηκαν στην αιτήτρια 3 μονάδες για την κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου master, όπως αντίστοιχες μοναδες αποδόθηκαν σε όλα τα Ε.Μ. πλην του Ε.Μ. 2, ο οποίος δεν κατέχει μεταπτυχιακό προσόν και δεν του πιστώθηκε καμία μονάδα.

 

Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε σφάλμα και ως αβάσιμοι θα πρέπει να απορριφθούν οι ισχυρισμοί περί έλλειψης δέουσας έρευνας, αλλά και περί πλάνης κατά τη διαμόρφωση της τελικής βαθμολόγησης των υποψηφίων και τη λήψη της επίδικης απόφασης. Δεν διακρίνω να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη είτε στο συλλογισμό της Συμβουλευτικής Επιτροπής είτε στο σκεπτικό της Ε.Ε.Υ., ως προς οποιοδήποτε στοιχείο κρίσης, και όλα τα στοιχεία ως περιεχόμενα εντός των οικείων διοικητικών φακέλων, ήσαν ενώπιον του αποφασίζοντος οργάνου και λήφθηκαν υπόψη.

 

Καταλήγω λοιπόν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε σύννομη, πλήρως και/ή επαρκώς αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, λήφθηκαν δε υπόψη προς διαμόρφωσή της όλα τα ενώπιον της Διοίκησης στοιχεία και, σε κάθε περίπτωση, υπήρξε αυτή εύλογα επιτρεπτή. Σε μια συνολική προσμέτρηση των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, καταλήγω ότι σύννομα και, εν πάση περιπτώσει, ευλόγως επιτρεπτά, η Ε.Ε.Υ. επέλεξε τα Ε.Μ. αντί της αιτήτριας για προαγωγή στην επίδικη θέση.

Εν κατακλείδι, κρίνω σκόπιμο να υπενθυμίσω ότι, κατά πάγια νομολογία, σε θέσεις που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, ως είναι εν προκειμένω η επίδικη, η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι ευρύτερη (βλ. Αναστασία Βιολάρη, ανωτέρω και Χαμπουλλά ν. Σαββίδη κ.α. (2006) 3 Α.Α.Δ. 112) και επέμβαση του Δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον όπου διαπιστώνεται έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του επιλεγέντος υποψηφίου (Θεοκλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 90/2013, ημερ. 26.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:C490), το δε βάρος να αποδείξει μια τέτοια υπεροχή φέρει ο αιτητής (Παναγιώτη Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755, Σολομωνίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 901/2010, ημερ. 8.10.2013, Δημοκρατία ν. Μάριος Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329). Εν προκειμένω, η αιτήτρια είχε το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής, προκειμένου να πετύχει ακυρότητα της επίδικης πράξης. Ωστόσο, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν αποδείχθηκε από πλευράς αιτήτριας έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε.Μ., ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου (Δημήτριος Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023). Ούτε και υπήρξε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., οπότε και μόνον θα μπορούσε το ακυρωτικό Δικαστήριο να παρέμβει (Georghiou v. Republic (1976) 3 CLR 74). Αντίθετα, κρίνω ότι η καθ’ ης η αίτηση ενήργησε μέσα σε επιτρεπτά όρια και η τελική απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Όπως υπενθύμισε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ταντελές ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 274/2012, ημερ. 19.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:C547, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου με την κρίση του αρμοδίου οργάνου, όταν η κρίση του οργάνου είναι εύλογα επιτρεπτή (βλ. και Α.Η.Κ. ν. Λοϊζου, Α.Ε. 141/2011, ημερ. 28.11.2017 και Eliades v. Republic (1985) 3 CLR 1904).

 

Καταλήγω λοιπόν ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση υπήρξε ορθή, νόμιμη και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1500 έξοδα υπέρ της καθ’ ης η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο