ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

(Υπόθεση Αρ. 79/2020)

 

                                           27 Μαρτίου 2024

 

                                [ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

                ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

                            Δ. Κ.                                                                                                                      Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

 

                   ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

                                  1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

                        2. ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

 

                                                    Καθ’ ων η Αίτηση

 

Χ. Χριστούδιας, για Νίκος Α. Λοϊζου & Χρίστος Γ. Χριστούδιας, για Αιτητή

Μ. Δρυμιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Στον αιτητή, εκτοπισθέντα από το χωριό Άσσια της           Επαρχίας Αμμοχώστου, είχε παραχωρηθεί, δυνάμει συμφωνίας ημερομηνίας 14.8.1979, κατοικία στην περιοχή Αγλαντζιάς της Λευκωσίας, στην οποία συνεχίζει να διαμένει. Αργότερα, με βάση την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με Αρ. [.] και ημερομηνία 18.2.2006, παραχωρήθηκε στον αιτητή, στις 21.9.2010, αντισταθμιστικό οικόπεδο στην Κοκκινοτριμιθιά («το οικόπεδο»), δυνάμει σχετικού Παραχωρητηρίου Εγγράφου, υπογεγραμμένου από εκπρόσωπο του Υπουργού Εσωτερικών. Το οικόπεδο περιλήφθηκε στον μηχανογραφημένο κατάλογο τίτλων των οικοπέδων που είχαν εγγραφεί στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας και διαβιβάστηκε στον Έπαρχο Λευκωσίας από τον Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, δι’ επιστολής ημερομηνίας 19.3.2018, με οδηγίες όπως συμπληρωθεί ο εν λόγω κατάλογος με τα ονόματα των δικαιούχων, προκειμένου να υλοποιηθεί η προς αυτούς παραχώρηση των οικοπέδων.

 

Εις απάντηση, η Επαρχιακή Διοίκηση, δι’ επιστολής της, ημερομηνίας 30.5.2018, απέστειλε στο Κτηματολόγιο τον σχετικό κατάλογο και ζήτησε όπως διενεργηθεί έρευνα αναφορικά με την ακίνητη ιδιοκτησία που κατέχουν οι αναφερόμενοι στον εν λόγω κατάλογο, καθώς και για την ημερομηνία απόκτησής της, ούτως ώστε να διαφανεί κατά πόσον κατά το χρόνο που οι υπό αναφορά ενδιαφερόμενοι είχαν εγκριθεί για την παραχώρηση αντισταθμιστικού επιπέδου, ήσαν κάτοχοι ακίνητης ιδιοκτησίας.

 

Εκκρεμούσης της εν λόγω έρευνας, ο αιτητής απέστειλε μέσω των δικηγόρων του επιστολή ημερομηνίας 28.6.2019 προς τον Υπουργό Εσωτερικών, παραπονούμενος ότι δεν είχε υλοποιηθεί μέχρι τότε η μεταβίβαση του οικοπέδου επ’ ονόματι του, και ζητώντας την εν λόγω μεταβίβαση το ταχύτερον δυνατόν «σύμφωνα με τις πρόνοιες του παραχωρητηρίου».

 

Στις 20.1.2020, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή κατά της κατ’ ισχυρισμόν παράλειψης των καθ’ ων η αίτηση «[.] να εγγράψουν επ’ ονόματι του αιτητή το οικόπεδο με τον προσωρινό αριθμό 116 του Φ/Σ [.], στο χωριό Κοκκινοτριμιθιά της Επαρχίας Λευκωσίας, το οποίο του παραχωρήθηκε με ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΗΡΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΟΥ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ, κατά την 21η Σεπτεμβρίου 2010 δεόντως υπογεγραμμένο από εκπρόσωπο του Επάρχου Λευκωσίας εκ μέρους του Υπουργού Εσωτερικών». Βάλλει επίσης η πλευρά του αιτητή κατά της κατ’ ισχυρισμόν άρνησης και/ή παράλειψης των καθ’ ων η αίτηση «[.] να εξετάσουν και απαντήσουν οριστικά στην υπενθυμητική επιστολή του προς τους καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 28/6/2019 με την οποία ζητούσε μεταβίβαση επ’ ονόματι του, του πιο πάνω οικοπέδου σύμφωνα με το πιο πάνω αναφερόμενο παραχωρητήριο».

 

Σημειώνεται ότι, όπως δήλωσε ενώπιον του Δικαστηρίου και η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, μέχρι και την ημερομηνία διευκρινίσεων της παρούσας υπόθεσης, στις 22.3.2024, ο αιτητής δεν είχε λάβει απάντηση στην πιο πάνω επιστολή του και ούτε η προαναφερθείσα έρευνα ολοκληρώθηκε.

 

Πριν από την εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθεί ο αιτητής, προέχει η εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων που ήγειρε η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση δια του τροποποιημένου, κατόπιν σχετικής άδειας του Δικαστηρίου που αρχικώς επιλαμβανόταν της υπόθεσης, δικογράφου της ενστάσεώς της και ανέπτυξε δια της γραπτής της αγόρευσης. Σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση, η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθότι (i) αντικανονικά στρέφεται τόσο κατά της παράλειψης απάντησης όσο και κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας, (ii) δεν στρέφεται κατά παράλειψης εκτελεστής διοικητικής πράξης, αλλά κυβερνητικής πράξης, (iii) η προσβαλλόμενη παράλειψη αφορά σε πράξη που εμπίπτει στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου και (iv) η προσβαλλόμενη παράλειψη έχει προσβληθεί πρόωρα.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη υπήρξε επί των πιο πάνω, η θέση του συνηγόρου του αιτητή, ο οποίος επιχειρηματολόγησε υπέρ της εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης παράλειψης, η οποία, ως προέβαλε, αφορά ευθέως σε διοικητική πράξη που εμπίπτει στο χώρο του δημοσίου δικαίου. Τόνισε δε ο κ. Χριστούδιας την υπέρμετρη καθυστέρηση και/ή «απόλυτη σιγή» των καθ’ ων η αίτηση να εξετάσουν και/ή να απαντήσουν μέχρι και σήμερα στο αίτημα του αιτητή και να προχωρήσουν στη μεταβίβαση του οικοπέδου επ’ ονόματι του. 

 

Θα ξεκινήσω κατά προτεραιότητα από το ζήτημα της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπό κρίση διαφοράς (βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 6η Έκδοση 2014, Μέρος Έκτο, σελ. 357, αλλά και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην G.A. Real Land Estates Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 6/2015, ημερ. 4.10.2018), ζήτημα που συνδέεται άρρηκτα με τη φύση της προσβαλλόμενης πράξης (εν προκειμένω παράλειψης) και αφορά στις προδικαστικές ενστάσεις (ii) και (iii) ανωτέρω. Πρόκειται, βεβαίως, για ένα καίριο ζήτημα, η έκβαση του οποίου δύναται να επιδράσει καταλυτικά στην έκβαση της προσφυγής, εφόσον μόνον εκτελεστές διοικητικές πράξεις που εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου μπορούν να προσβληθούν δια προσφυγής, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Παντελής Zέμπασιης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 442).

 

Εν πρώτοις, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη παράλειψη αφορά σε πράξη που ανάγεται στο πολιτικό επίπεδο και συνιστά πράξη κυβερνήσεως. Όπως λέχθηκε στην Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 352, «δεν υπάρχει σταθερό και γενικά αποδεκτό κριτήριο στη βάση του οποίου να μπορεί να διαπιστωθεί ο κυβερνητικός χαρακτήρας συγκεκριμένης πράξης. Όπως και το Γαλλικό και Ελληνικό Συμβούλιο Επικράτειας, έτσι και το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις όπου εξετάστηκε το ζήτημα, ακολουθεί την πρακτική μέθοδο της απαρίθμησης σύμφωνα με την οποία κυβερνητικές πράξεις είναι μόνο εκείνες οι οποίες περιλαμβάνονται στον κατάλογο, όπως διαμορφώνεται σταδιακά με τη Νομολογία» (βλ. και Κυριάκου ν. Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 692/2012 ημερ. 26.11.2012, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 618, καθώς και τις απόφασεις του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Πατσαλίδη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 301/2020, ημερ. 16.4.2020 και Ποταμίτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 541/2016 κ.α., ημερ. 16.3.2020). Στο σύγγραμμα του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, «Δίκαιο Διοικητικών Πράξεων» 1982, σελ. 34, με αναφορά ακριβώς στην υπό αναφορά μέθοδο της απαρίθμησης, γίνεται ταξινόμηση των σχετικών κατηγοριών πράξεων εκ του σχετικού καταλόγου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αποτελούν πράξεις κυβερνήσεως. Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα:

 

«Επειδή δε η κυρία, αν μη μοναδική, πρακτική συνέπεια της διακρίσεως είναι το ανεξέλεγκτον των κυβερνητικών πράξεων υπό των δικαστηρίων, η κρίσις των δικαστηρίων και δη του Συμβουλίου της Επικράτειας είναι η πρακτικώς καθορίζουσα την περιοχήν των κυβερνητικών πράξεων.

Εις τον κατάλογον των υπό της νομολογίας χαρακτηριζομένων ως κυβερνητικών πράξεων περιλαμβάνονται αι εξής κατηγορίαι:

 

α) Αι αναγόμενοι εις τας σχέσεις της εκτελεστικής και της νομοθετικής λειτουργίας, ως π.χ. το διάταγμα περί διαλύσεως της Βουλής, περί διενεργείας βουλευτικών εκλογών, η παράλειψις καταθέσεως νομοσχεδίου προς ψήφισιν εις την Βουλήν, κλπ.

 

β) Αι πράξεις δι' ων ασκείται η συνταγματική προνομία της χάριτος, καίτοι, υφίσταται και αντίθετος γνώμη, αρνουμένη τον κυβερνητικόν χαρακτήρα εις τας πράξεις ταύτας.

 

γ) Αι πράξεις, δι' ων λαμβάνονται μέτρα αποβλέποντα εις την γενικωτέραν εσωτερικήν και εξωτερικήν ασφάλειαν της επικράτειας, ως είναι η κήρυξις πολέμου, η κήρυξις επιστρατεύσεως, η κήρυξις στρατιωτικού νόμου, η λήψις εκτάκτων υγειονομικών μέτρων κλπ. Παρά τινων θεωρούνται ως κυβερνητικάι πράξεις και τα πολεμικά γεγονότα, αι παρά στρατευμάτων προξενούμεναι ζημίαι κλπ. Τούτο είνε ορθόν, εφ' όσον πρόκειται περί αλλοδαπών στρατευμάτων, διότι τότε η ενέργεια ανάγεται εις τάς διενθείς σχέσεις, περί ών αμέσως κατωτέρω. Αι ενέργειαι των ημεδαπών στρατευμάτων εν τω ημεδαπώ εδάφει, δεν φέρουν, κατ' αρχήν, κυβερνητικόν χαρακτήρα.

 

δ) Αι πράξεις αι συνδεόμενοι προς τας μετ' άλλων κρατών, σχέσεις. Ενταύθα υπάγονται ειδικώτερον, αι πράξεις αι σχετικαί προς την εν τω εξωτερικώ προστασίαν των ημεδαπών, αι προς τας διπλωματικός υπηρεσίας διδόμεναι οδηγίαι, η απέλασις αλλοδαπού.».

 

Άμεσα σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα είναι και τα λεχθέντα υπό του Δικαστή Ερωτοκρίτου, ως ήταν τότε, στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Μυρτώ Χριστοδούλου κ.α. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 427 (απόφαση μειοψηφίας). Κρίνω χρήσιμο να παραθέσω το σχετικό απόσπασμα, στο οποίο γίνεται παραπομπή και στην Χατζηανδρέου, ανωτέρω (η υπογράμμιση προστέθηκε):

 

«Οι δύο μεγαλύτερες ομάδες πράξεων της κυβέρνησης, οι οποίες κρίθηκαν «πολιτικές» και ως τέτοιες νομολογιακά εξαιρέθηκαν του δικαστικού ελέγχου, αφορούν στον τομέα των διεθνών σχέσεων ενός κράτους και της πολιτικής που ασκείται από την εκτελεστική εξουσία. Νομολογιακά έχει κριθεί ότι οι πράξεις αυτής της φύσης, είναι τόσο σημαντικές για τη διατήρηση της πολιτείας, της ασφάλειας του κράτους και του κοινωνικού ιστού, ώστε κατ' εξαίρεση να μην υπόκεινται σε νομικούς περιορισμούς και στον αυστηρό έλεγχο των διοικητικών δικαστηρίων. Η εξαίρεση σε αυτούς τους δύο τομείς δεν είναι άσχετη με την έλλειψη μεθόδων ελέγχου από πλευράς δικαστηρίων, είτε της εκτελεστικής εξουσίας είτε ξένων κυβερνήσεων που ενδεχομένως να εμπλέκονται ή να επικαλούνται και οι ίδιες ότι μια δική τους πράξη είναι πράξη κυβερνήσεως και δεν θα πρέπει να ελεγχθεί από τη δικαιοσύνη.

 

Η νομολογία μας, ελλείψει σταθερών συνταγματικών ή γενικά αποδεκτών κριτηρίων, φαίνεται να αποδέχεται ως κυβερνητικές πράξεις εκείνες που περιέχονται στον Κατάλογο, όπως αυτός διαμορφώθηκε σταδιακά από την ευρωπαϊκή νομολογία και ιδιαίτερα το Γαλλικό και Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 352, 355).».

 

Υπό το φως και των πιο πάνω, είναι σαφές ότι η κατ’ ισχυρισμόν παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση και δή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να προχωρήσουν στην εγγραφή του ακινήτου επ’ ονόματι του αιτητή, σαφώς και δεν αφορά σε πράξη και/ή ενέργεια που εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις προεκτεθείσες κατηγορίες κυβερνητικών πράξεων και ούτε εκ της ίδιας της φύσης της δύναται μια τέτοια πράξη να αναχθεί σε πράξη κυβερνήσεως, ήτοι σε πράξη δια της οποίας ασκείται ή/και καθορίζεται γενικότερη πολιτική της κυβέρνησης, εν τη εννοία των όσων έχουν προεκτεθεί. Συνεπώς η σχετική προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

Προχωρώ τώρα στην έτερη προδικαστική ένσταση, σύμφωνα με την οποία η κατ’ ισχυρισμόν παράλειψη αφορά σε πράξη που εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου.

 

Ο αιτητής παραπονείται ότι οι καθ’ ων η αίτηση παραλείπουν να εγγράψουν το οικόπεδο επ’ ονόματι του. Στρέφεται δε η προσφυγή του κατά του Υπουργού Εσωτερικών και του Επάρχου Λευκωσίας, ο οποίος, όπως βεβαίως και ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, υπάγονται στο Υπουργείο Εσωτερικών. Είναι σαφές ότι, στη διαδικασία που αφορά η υπό εξέταση περίπτωση, εμπλέκονται και ο Υπουργός Εσωτερικών, και ο Έπαρχος και το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Αυτό προκύπτει αβίαστα από το προεκτεθέν ιστορικό της υπόθεσης και τα ενώπιον μου τεθέντα έγγραφα. Όπως έχει προαναφερθεί, είναι ο Υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος, με βάση την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με Αρ. 63.389 και ημερομηνία 18.2.2006, γνωστοποίησε στον αιτητή με σχετικό Παραχωρητήριο Έγγραφο, ότι θα μπορούσε να αναλάβει την κατοχή του οικοπέδου, αμέσως μετά την οριοθέτηση και την ολοκλήρωση των κατασκευαστικών έργων, καθώς και για την επακόλουθη μεταγραφή και έκδοση τίτλου στο όνομά του. Το οικόπεδο, όπως και άλλα αντισταθμιστικά οικόπεδα, περιλήφθηκε στον κατάλογο τίτλων των οικοπέδων που είχαν εγγραφεί στο όνομα της Δημοκρατίας και διαβιβάστηκε στον Έπαρχο Λευκωσίας από το Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, με οδηγίες όπως συμπληρωθεί ο εν λόγω κατάλογος με τα ονόματα των δικαιούχων, προκειμένου να υλοποιηθεί η προς αυτούς παραχώρηση των οικοπέδων. Εις απάντηση, η Επαρχιακή Διοίκηση απέστειλε τον σχετικό κατάλογο και ζήτησε όπως διενεργηθεί έρευνα αναφορικά με την ακίνητη ιδιοκτησία που κατέχουν οι αναφερόμενοι στον εν λόγω κατάλογο, καθώς και για την ημερομηνία απόκτησής της. Εκκρεμούσης αυτής της διαδικασίας και της υπό του Κτηματολογίου εγγραφής του οικοπέδου επ’ ονόματί του, ο αιτητής καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή.

 

Θεωρώ ότι η υπό εξέταση περίπτωση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, εκφεύγουσα ωσαύτως του ακυρωτικού ελέγχου του παρόντος Διικαστηρίου. Η εγγραφή, και εν προκειμένω η κατ’ ισχυρισμόν παράλειψη εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας, ενδιαφέρει μόνο τα μέρη, των οποίων τα αστικά δικαιώματα μεταβάλλονται και όχι το κοινό ευρύτερα (Torgut Yashar, ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του Yuksel Cemal Hudaverdi v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 454/2002, ημερ. 16.9.2004, G. SPYROPOULOS DEVELOPERS v. Γενικού Εισαγγελέα κ.α., Υποθ. Αρ. 626/2005). Και εν προκειμένω, η κατ’ ισχυρισμόν παράλειψη εγγραφής του οικοπέδου επ’ ονόματι του αιτητή, αφορά μόνον στον αιτητή, του οποίου επηρεάζονται τα αστικά δικαιώματα, όχι όμως το ευρύ κοινό. Αυτή η πραγματικότητα αντανακλάται και στο προεκτεθέν Παραχωρητήριο Έγγραφο του Υπουργού Εσωτερικών προς τον αιτητή.

 

Για την ταξινόμηση μιας πράξης είτε στη σφαίρα του ιδιωτικού είτε του δημοσίου δικαίου, έχουν αναγνωρισθεί διάφορα κριτήρια. Βασικό κριτήριο, αποτελεί ο επιδιωκόμενος με την πράξη σκοπός. Εφόσον με την εκδιδόμενη υπό του διοικητικού οργάνου πράξη, επιδιώκεται πρωταρχικά η εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, τότε η πράξη αυτή εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Ζέμπασιης κ.α., ανωτέρω, Tamasos Tobaco Supplies v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 407, Ηellenic Bank Ltd v. Republic (1986) 3 C.L.R. 481 και MARIOS MACHLOUZARIDES v. Republic (1985) 3 Α.Α.Δ. 2342). Δημόσιος δε σκοπός είναι εκείνος, στην ευόδωση του οποίου, εξ' αντικειμένου, έχει συμφέρον το κοινό ή τμήμα του κοινού και αυτό συμβαίνει, κατά κανόνα, εφόσον η πράξη ανάγεται ή σχετίζεται με την επίτευξη των σκοπών ενός δημοσίου οργάνου (Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882).

 

Αντίθετα, πράξεις διοικητικών οργάνων που ανάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου είναι ουσιαστικά οι πράξεις με τις οποίες πρωταρχικά ρυθμίζονται και/ή εξυπηρετούνται ιδιωτικά δικαιώματα των πολιτών (Hellenic Bank v. Republic (1994) 3 C.L.R. 481). Πράξεις διαχείρισης της κρατικής περιουσίας, κατά πάγια νομολογία, εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου. Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, πράξη που αφορά απόρριψη αίτησης για παραχώρηση κρατικής γης (Kontos Estates Ltd v. Δημοκρατίας κ.α. (1991) 4 Α.Α.Δ. 2473) ή πράξη που επηρεάζει αποκλειστικά ιδιωτικά δικαιώματα και όχι κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον του κοινού, στη σωστή εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης (Republic v. M.D.M. Estate Developments Ltd (1982) 3 C.L.R. 642, 655). Ειδικότερα, και σε άμεση συνάφεια με το εδώ κρινόμενο ζήτημα, έχει νομολογηθεί ότι εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου επί αιτήσεως μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας (Hakki, υπό την ιδιότητα Επιμελητή του Βακουφίου Barutcuzade Ahmet Vasif Efendi Vakfi v. Υπηρεσίας Εθνικού Κτηματολογίου, Υπουργείο Εσωτερικών κ.α., Α.Ε. 249/2012, ημερ. 5.3.2020, Niazi v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2009) 3 Α.Α.Δ. 218, Torgut Yashar, ανωτέρω, G. SPYROPOULOS, ανωτέρω, Altan Salih Niazi v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 631/2005, 10.11.2006, Molivo Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα κ.α., Υποθ. Αρ. 778/2005, ημερ. 27.11.2006 και Φώτης Κιννή ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1855/2006, ημερ. 27.8.2009). Μάλιστα, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η προσφυγή στρεφόταν, όπως και εν προκειμένω, εναντίον του Υπουργείου Εσωτερικών, στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται και ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου. Σε όλες τις προαναφερθείσες υποθέσεις, κρίθηκε ότι η μεταβίβαση, και κατ’ αναλογία βεβαίως και η εγγγραφή, ακίνητης ιδιοκτησίας ενδιαφέρει μόνο τα μέρη, των οποίων τα αστικά δικαιώματα μεταβάλλονται και όχι το ευρύτερο κοινό και, επομένως, το θέμα δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, ώστε να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο παραδεκτής προσφυγής.

 

Υπό το φως των πιο πάνω και δη των κριτηρίων που διαμόρφωσε η ημεδαπή νομολογία ως προς την ταξινόμηση μιας πράξης της Διοίκησης στη σφαίρα του ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, κρίνω ότι και η εδώ προσβαλλόμενη κατ’ ισχυρισμόν παράλειψη διενέργειας της εγγραφής του οικοπέδου επ’ ονόματι του αιτητή, αφορά ευθέως σε πράξη ιδιωτικού δικαίου, ευρισκόμενη ωσαύτως εκτός της εμβέλειας του αναθεωρητικού ελέγχου των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Όπως έκδηλα αποκαλύπτεται από τα περιστατικά της υπόθεσης, ο πραγματικός σκοπός του αιτήματος του αιτητή, ως αυτό περιέχεται και στην προεκτεθείσα επιστολή ημερομηνίας 28.6.2019, δεν ήταν άλλος από την εξυπηρέτηση ιδιωτικού και όχι δημόσιου σκοπού, ήτοι η εγγραφή του οικοπέδου επ’ ονόματι του αιτητή. Και βεβαίως, η όποια παράλειψη απάντησης της Διοίκησης επί του αιτήματος του αιτητή, δεν αφορά και/ή δεν επηρεάζει κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον του κοινού παρά μόνον ένα ιδιωτικό συμφέρον του ιδίου του αιτητή, ενδεχομένως και των μελών της οικογένειάς του. Επισημαίνω ότι παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε από το παρόν Δικαστήριο στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 625/2019, ημερ. 15.6.2022, Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 42/2014, ημερ. 6.6.2018, Ειρήνη Κανάρη ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 59/2014 και 60/2014, ημερ. 12.5.2017, καθώς και στην LPCC PLATINUM ENTERPRISES LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 23/2014, ημερ. 25.10.2016, όπου ακολουθήθηκε παρόμοια προσέγγιση.

 

Καταλήγω, λοιπόν, ότι αυτή η προδικαστική ένσταση ευσταθεί. Η προσβαλλόμενη παράλειψη, ως εκ της φύσεως της πράξης που αυτή αφορά, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, ευρισκόμενη ωσαύτως εκτός της εμβέλειας του αναθεωρητικού ελέγχου των προνοιών του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, σφραγίζεται η τύχη της υπό κρίση προσφυγής και παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Επιδικάζονται €1300 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο