ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 797/2019)

 

                         8 Μαρτίου 2024

                           [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                     Α. Π.

 

                                                                                                    Αιτητή,

                                      και

 

                       Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

                       Υπουργού Άμυνας και/ή

                       Υπουργικού Συμβουλίου και/ή

                       Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών

 

Καθ’ ων η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Κ. Χατζηθεοδώρου (κα),δικηγόρος για τον  αιτητή.

Θ. Χατζηλουκάς, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την πρώτη αιτούμενη θεραπεία της Προσφυγής ο αιτητής στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης του Υπουργού Άμυνας με την οποία αποφασίστηκε ο τερματισμός της υπηρεσίας του αιτητή από τις τάξεις του Στρατού της Δημοκρατίας και η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 21.3.2019. Πρόσθετα με δεύτερο αιτητικό, ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου να κυρώσει κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 15.3.2019 την απόφαση του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών, με την οποία έκρινε τον αιτητή ως ευδοκίμως τερματίσαντα την Υπηρεσία του στο Στρατό της Δημοκρατίας. Με το τρίτο αιτητικό της Προσφυγής, ο αιτητής επιζητεί ως θεραπεία την ακύρωση της απόφασης του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών που λήφθηκε κατά την τακτική του σύνοδο ημερομηνίας 15.3.2019 και δια της οποίας έκρινε τον αιτητή ως ευδοκίμως τερματίσαντα την Υπηρεσία του στο Στρατό της Δημοκρατίας.

 

Προτού υπεισέλθω στην παράθεση των γεγονότων της υπόθεσης, προέχει να επισημανθεί  ότι τόσο η άνω κυρωτική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία προσβάλλεται με το δεύτερο αιτητικό της Προσφυγής όσο και η προσβαλλόμενη με το τρίτο αιτητικό απόφαση του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών, έχουν προσβληθεί εκ του περισσού-ως βεβαίως αναγνωρίζει και ο ίδιος ο αιτητής με τη γραπτή του αγόρευση-  καθότι οι εν λόγω αποφάσεις, οι οποίες αποτέλεσαν το υπόβαθρο για το τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή, έχουν ουσιαστικά συγχωνευθεί στην τελική προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Άμυνας (Νεοκλής Αγαθαγγέλου και άλλοι v Δημοκρατίας (1998 3Α.Α.Δ 120) Αφ΄ης στιγμής προσβάλλεται παραδεκτώς η απόφαση του Υπουργού Άμυνας, ο αιτητής δικαιούται να προβάλει και  λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι στρέφονται κατά της νομιμότητας της κυρωτικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου και της απόφασης του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων και οι οποίοι σε περίπτωση επιτυχίας τους θα συμπαρασύρουν σε ακύρωση και την προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Άμυνας.

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο αιτητής ήταν μόνιμος Αξιωματικός, απόφοιτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, της Τάξης 1984. Μετά την αποφοίτηση του από την Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, διορίστηκε στον Στρατό της Δημοκρατίας με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού από τις 18.7.1984. Στις 21.12.2018, προήχθηκε στο βαθμό του Ταξίαρχου, βαθμό τον οποίο έφερε μέχρι και την προηγούμενη ημέρα αφυπηρέτησης του, ήτοι στις 4.6.2019, όταν και του απονεμήθηκε ο τιμητικός τίτλος του Υποστράτηγου. 

 

Στις 15.3.2019, το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών (εφεξής το «Συμβούλιο») αποτελούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών, τον Υπουργό Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, τον Υπουργό Άμυνας και τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς, έκρινε κατά πλειοψηφία, κατά την τακτική σύνοδο του για το έτος 2019, τον αιτητή ως «Ευδοκίμως Τερματίσαντα την Υπηρεσία» του, σύμφωνα με τον Κανονισμό 38 (6) (δ) των περί Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις Αξιωματικών)Κανονισμοί του 2016 και 2018 (ΚΔΠ 351/16 και ΚΔΠ 88/18).

 

Συνεπεία της πιο πάνω κρίσης το όνομα του αιτητή αναγράφηκε στον Πίνακα των Ταξιαρχών που κρίθηκαν ως ευδοκίμως τερματίσαντες την υπηρεσία τους. Εν συνεχεία ο εν λόγω Πίνακας κυρώθηκε από το  Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του ημερομηνίας 15.3.2019.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 21.3.2019 το Υπουργείο Άμυνας πληροφόρησε τον αιτητή ότι ο Υπουργός Άμυνας ενεργώντας δυνάμει του Κανονισμού 42(1)(β) των Κανονισμών αποφάσισε τον τερματισμό της υπηρεσίας του, ο οποίος καθορίστηκε, ένεκα και της άδειας ανάπαυσης που είχε εις πίστη του ο αιτητής, από τις 4.6.2019. Πρόσθετα με την ίδια επιστολή ο αιτητής πληροφορείτο ότι ο Υπουργός, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει ο Κανονισμός 44 των Κανονισμών, αποφάσισε να του απονείμει τον τιμητικό βαθμό του Υποστράτηγου.

 

 Προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισμούς του αιτητή, όπως αυτοί προβάλλονται στη γραπτή του αγόρευση προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, υπό το φως της πάγιας νομολογίας και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και του προσωπικού φακέλου του αιτητή.

 

Εν πρώτοις, η πλευρά του αιτητή προβάλλει ότι πάσχει η απόφαση του Υπουργικού Συμβούλιου να κυρώσει την κρίση του Ανώτερου Συμβούλιου Κρίσεων για ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή καθότι, σύμφωνα πάντοτε με τα όσα ο αιτητής ισχυρίζεται στη γραπτή του αγόρευση: α)οι πρόνοιες του Κανονισμού 35 της Κ.Δ.Π. 351/2016 και Κ.Δ.Π. 88/2018, είναι ασύμφωνες και περιορίζουν την εφαρμογή διάταξης πρωτογενούς νομοθεσίας και συγκεκριμένα του άρθρου 42 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999) και β) η απόφαση αυτή του Υπουργικού Συμβουλίου λήφθηκε κατά παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, εισήγηση η οποία ερείδεται επί της θέσης ότι στο Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων συμμετείχαν ως μέλη οι τρεις Υπουργοί (Υπουργός Οικονομικών, Υπουργός Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Υπουργός Άμυνας) οι οποίοι  επίσης συμμετείχαν και στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο κύρωσε τον Πίνακα με την κρίση του αιτητή.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, αντιτείνει ότι ο Ν. 158(Ι)/1999 δεν αποτελεί τον εξουσιοδοτούντα Νόμο για τους επίμαχους Κανονισμούς, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμο του 2016 (Ν.36(Ι)/2016).Περαιτέρω και σχέση με την ουσία του ισχυρισμού περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας οι καθ΄ων η αίτηση παραπέμπουν στα λεχθέντα της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Ζωνιά ν. Δημοκρατίας (Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 620/2020 κ.α., ημερ. 8.12.2020) όπου αντίστοιχος  ισχυρισμός κρίθηκε απορριπτέος.

 

Κρίνω σκόπιμο να  παραθέσω τις σχετικές κανονιστικές διατάξεις, οι οποίες ενέχουν καθοριστική σημασία για την εξέταση του υπό κρίση ζητήματος.

 

Στον Κανονισμό 30  προνοούνται τα ακόλουθα:

30. Το Συμβούλιο Κρίσεων, το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων και το Συμβούλιο Επανακρίσεων συντίθενται όπως προβλέπεται πιο κάτω:

…….

(β) Το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων από τον Υπουργό ως πρόεδρο, δυο άλλους υπουργούς, οι οποίοι διορίζονται κάθε χρόνο από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από πρόταση του Υπουργού Άμυνας και τον Αρχηγό ως μέλη, του Αρχηγού ασκούντος και χρέη εισηγητή.»

 

Στον Κανονισμό 35, αναφορικά με τις διαδικασίες που ακολουθούνται μετά τις κρίσεις του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων διαλαμβάνονται τα εξής:

 

«35.-(1) Οι Πίνακες των Αξιωματικών που κρίθηκαν από το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, αφού υπογραφούν από τον πρόεδρο και τα μέλη του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων, υποβάλλονται στο Υπουργικό Συμβούλιο.

 

(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο-

 

(α) σε περίπτωση που συμφωνεί με τους αναφερόμενους στην παράγραφο (1) του παρόντος Κανονισμού Πίνακες, τους κυρώνει

 

(β) σε περίπτωση που διαφωνεί με την απόφαση του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων ως προς την κρίση Αξιωματικού, κατατάσσει τον Αξιωματικό στην κατάλληλη, κατά τη γνώμη του, διαβάθμιση κρίσης και κυρώνει τους Πίνακες.

(3) Μετά την κύρωση των Πινάκων από το Υπουργικό Συμβούλιο οι Πίνακες κοινοποιούνται στους κριθέντες Αξιωματικούς από τον Αρχηγό εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία λήψης των κυρωμένων Πινάκων.»

 

Ο ισχυρισμός του αιτητή δεν με βρίσκει σύμφωνη και ως εκ τούτου απορρίπτεται στην ολότητα του.

 

Εν πρώτοις και αναφορικά με την εισήγηση του αιτητή ότι οι πρόνοιες του Κανονισμού 35 δεν είναι σύμφωνες και περιορίζουν την εμβέλεια και εφαρμογή του άρθρου 42 του Ν. 158(Ι)/99, καθίσταται σαφές ότι αυτό που παραβλέπει ο αιτητής είναι ότι οι εν λόγω Κανονισμοί ρυθμίζουν αποκλειστικά και ειδικά τη διαδικασία κρίσεων αξιωματικών συγκεκριμένου βαθμού από το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, τη συγκρότηση του Συμβουλίου αυτού και τη διαδικασία κύρωσης των κρίσεων αυτών από το Υπουργικό Συμβούλιο και επομένως δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα περιορισμού της εμβέλειας του άρθρου 42 του περί Γενικών άρχων του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158(Ι)/99, ο οποίος συνιστά γενικότερο νομοθέτημα (Κυπριακό Διϋλιστήριo Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας, (2000) 3 Α.Α.Δ 345), Α & Antoniades &  Co. v. Republic (1965) 3  CLR  673) Ακίνητα Λούλλας Ιωαννίδου Λτδ ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, (2001) 3Β Α.Α.Δ 1011).

 

Επί τούτου απόλυτα σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Παντελής Χριστόφορου και Δημοκρατίας, μέσω Υπουργικού Συμβουλίου και/ή Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις αρ. 2013/12 κ.α, ημερομηνίας 28/1/2014) τα οποία και παραθέτω:

 

«Δεν είναι δε ορθή η θέση των αιτητών ότι ο Νόμος αρ. 158(Ι)/99,  δεν αφορά τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου. Στην έναρξη του ο Νόμος αναφέρει ότι πρόκειται για Νόμο που «κωδικοποιεί τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου» και ως τέτοιος πρέπει να ερμηνεύεται. Όπου άλλος ειδικός Νόμος ή δευτερογενής νομοθεσία, όπως οι Κανονισμοί, προνοούν συγκεκριμένη μεταχείριση επί ορισμένων θεμάτων, τότε ισχύει η ειδική πρόνοια και όχι ο γενικότερος Νόμος. Δεν υπάρχει στην υπό κρίση περίπτωση διαφορά μεταξύ πρωτογενούς και δευτερογενούς νομοθεσίας, εφόσον οι Κανονισμοί έλκουν την ύπαρξη τους από την πρωτογενή νομοθεσία, η οποία, υπενθυμίζεται, δεν προσβάλλεται ως αντισυνταγματική, ούτε και οι Κανονισμοί ως ultravires. Ισχύουν, επομένως, τα λεχθέντα στην Ακίνητα Λούλλας Ιωαννίδου Λτδ ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1011, στην οποία παραπέμπουν οι καθ΄ ων. »

 

Με δεδομένο ότι δεν εγείρεται, πόσο δε μάλλον δικογραφείται, οιοδήποτε ζήτημα αντισυνταγματικότητας ή ότι οι πρόνοιες των Κανονισμών και ή ειδικότερα του Κανονισμού 35 είναι ultra vires του εξουσιοδοτούντος Νόμου, εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση παραμένουν οι πρόνοιες των Κανονισμών 25 μέχρι 38 των περί Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις Αξιωματικών) Κανονισμοί του 2016 και 2018 (ΚΔΠ 351/16 και ΚΔΠ 88/18).

 

Αναφορικά δε, ως προς την περαιτέρω εισήγηση του αιτητή, ότι  η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, δια της οποίας κυρώθηκε η κρίση του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων, παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας λόγω της συμμετοχής στο Υπουργικό Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών, Άμυνας και Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, οι οποίοι είχαν προηγουμένως συμμετάσχει στο Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεως, κρίνω ότι ούτε αυτή ευσταθεί.

 

Εν προκειμένω, παρατηρώ ότι ούτε στις σχετικές κανονιστικές διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία κρίσεων και τη διαδικασία κύρωσης των κρίσεων αυτών από το Υπουργικό Συμβούλιο αλλά ούτε και στο σχετικό Νόμο Ν. 36(Ι)/2016 δεν διαλαμβάνεται οποιαδήποτε πρόνοια που να απαγορεύει τη συμμετοχή ή να καθιστά μη επιτρεπτή τη συμμετοχή των ίδιων Υπουργών στο Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων και στο Υπουργικό Συμβούλιο, ώστε ως εκ της συμμέτοχης τους αυτής και μόνο, η οποία προνοείται ρητά στον Κανονισμό 30 και 35, να παραβιάζεται η αρχή της αμεροληψίας.

 

Συνεπώς, στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης τυγχάνει  εφαρμογής ο δεσμευτικός λόγος της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου Πανεπιστημίου Κύπρου v Ιωσηφίδου (Έφεση  κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.139/19, ημερομηνίας 20/1/22) από την οποία παραθέτω τα ακόλουθα:

 

«Ο πυρήνας της διαφοράς είναι η συμμετοχή τόσο στην Α΄ Κρίση όσο και στη Β΄ Κρίση του Καθηγητή Κωνσταντίνου «κατά παράνομο τρόπο, υπό την έννοια της παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας»[…].

 

Έχοντας υπόψη το περιεχόμενο των προνοιών τόσο του Νόμου όσο και των Κανονισμών υπό το πρίσμα των εισηγήσεων των μερών προβαίνουμε στις εξής παρατηρήσεις και συμπεράσματα.

 

Είναι δεκτό ότι στο Νόμο και στους Κανονισμούς, ως ίσχυαν τον ουσιώδη χρόνο δεν περιλαμβάνεται οποιαδήποτε πρόνοια που θα επέβαλλε υποχρεωτικά μη συμμετοχή μέλους της πρώτης Επιτροπής, κατά την Α΄ Κρίση στην δεύτερη ειδική Επιτροπή κατά τη Β΄ Κρίση. Ούτε στον Κώδικα Δεοντολογίας του Πανεπιστημίου υπάρχει τέτοια απαγόρευση. Η δε αρχική τοποθέτηση του καθηγητή Κωνσταντίνου ως προς τη μη συμμετοχή του στην Επιτροπή λόγω της Α΄ Κρίσης δεν είχε θεμελιωθεί σε συγκεκριμένο κανόνα.

 

Η όλη δομή των σχετικών αναλυτικών ρυθμίσεων για το θέμα στο Νόμο και στους Κανονισμούς, ενώ περιέχουν ειδικές προδιαγραφές για τους συμμετέχοντες σε ειδικές επιτροπές, - ουδόλως και πουθενά - δεν αναφέρονται σε υποχρέωση αλλαγής της σύστασης της Επιτροπής της Β΄ Κρίσης από άλλα μέλη. Ενώ εξαντλητικά δίδονται οι λεπτομέρειες των ιδιοτήτων των μελών και της διαδικασίας - ουδόλως και πουθενά - δεν τίθεται τέτοιος περιορισμός. Θα ήταν λογικά αναμενόμενο να αναγράφετο τέτοια απαγόρευση, εάν όντως υπήρχε τέτοια ανάγκη για διασφάλιση της αρχής της αμεροληψίας. […]

 

Κάτι τέτοιο δεν απαγορεύεται ούτε από το Νόμο ούτε από τον Κανονισμό ούτε από τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης για αντικειμενική αμεροληψία. Διαφορετικό βεβαίως θα ήταν το θέμα και η κατάληξη αν εξετάζετο η πράξη κάτω από τις αρχές της παραβίασης της υποκειμενικής αμεροληψίας. (Βλ. Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν.΄Εφ.125/17 κ.ά., ημερ. 26.4.2018).»

 (η έμφαση προστέθηκε)

 

Καθίσταται φανερό ότι στην προκειμένη περίπτωση οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν συμμορφούμενοι πλήρως με τις επιταγές των Κανονισμών 30 και 35. Πράγματι, το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην παράγραφο β του Κανονισμού 30, διόρισε με Απόφαση του ημερομηνίας 28.2.2019 τον Υπουργό Οικονομικών και τον Υπουργό Γεωργίας ως μέλη του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων, οι οποίοι μαζί με τον Υπουργό Άμυνας και τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς αποτέλεσαν τα μέλη του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών για την τακτική σύνοδο για το έτος 2019. Αποτελεί δε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων έκρινε τον αιτητή ως ευδοκίμως τερματίσαντα, καταρτίζοντας συναφείς Πίνακες των κριθέντων αξιωματικών, τους οποίους υπέβαλε συμφώνως με τα όσα ρητώς προνοούνται στον Κανονισμό 35 (1) για κύρωση στο Υπουργικό Συμβούλιο. Εν συνεχεία, το Υπουργικό  Συμβούλιο, στη βάση των ρητών εξουσιών που του παρέχονται από τον Κανονισμό 35(2), μετά από σχετική πρόταση του Υπουργού Άμυνας, άσκησε την αρμοδιότητα του και προέβηκε στη κύρωση των Πινάκων των Αξιωματικών που κρίθηκαν από το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων.

 

Έπεται ότι η συμμέτοχη των Υπουργών Άμυνας, Γεωργίας και Οικονομικών ήταν καθόλα σύννομη με τις κανονιστικές πρόνοιες, οι οποίες καθορίζουν ρητώς τη συγκρότηση του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων και οι οποίες ως υποδείχθηκε ανωτέρω ουδόλως απαγορεύουν την συμμετοχή των Υπουργών που αποτέλεσαν μέλη του Συμβουλίου στο Υπουργικό Συμβούλιο, στο οποίο, μάλιστα, εναποτίθεται ρητώς η εξουσία επικύρωσης ή μη- και σε τέτοια περίπτωση διαφοροποίησης- της διαβάθμισης της κρίσης που αποφάσισε για έκαστο αξιωματικό το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων και η εξουσία κύρωσης των Πινάκων των κριθέντων Αξιωματικών. Άλλωστε ο αιτητής δεν εγείρει οποιοδήποτε ζήτημα αντισυνταγματικότητας των εν λόγω Κανονισμών υπό αυτή την πτυχή και επομένως ως υπομνήσθηκε και πάλι στην Ιωσηφίδου(ανωτέρω)«δεν μπορεί η δικανική κρίση να θέτει εκ ποδών πρόνοιες του Νόμου και του Κανονισμού χωρίς να κηρύσσεται ο Νόμος αντισυνταγματικός ή οι Κανονισμοί Ultra Vires.»  

 

Το ίδιο ζήτημα με επακριβώς όμοιο ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας  εξετάστηκε και απορρίφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο στην υπόθεση Γεώργιου Πιρμέττη και Δημοκρατίας, (Υπόθεση αρ. 770/19, ημερομηνίας 8/11/2022). Σχετική επί του θέματος είναι και η υπόθεση Ζωνιά ν. Δημοκρατίας (Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 620/2020 κ.α., ημερ. 8.12.2020), στην οποία παραπέμπουν οι καθ’ ων η αίτηση, όπου απορρίφθηκε αντίστοιχος ισχυρισμός για παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, το σκεπτικό της οποίας υιοθετήθηκε, στις υποθέσεις  Χ.Β. ν. Δημοκρατίας (Υποθ. Αρ. 771/2019, ημερ. 9.1.2023) και Μ.Π και Δημοκρατίας  (Υπόθεση αρ. 554/20, ημερομηνίας 25/8/2023).

 

Απορριπτέος κρίνεται και ο έτερος ισχυρισμός του αιτητή ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να κυρώσει την κρίση του Ανωτέρου Συμβουλίου Κρίσεων είναι αναιτιολόγητη και/ή δεν συνιστά απαιτούμενη και/ή νόμιμη αιτιολογία. Αρκεί να αναφερθεί ότι από το ρητό λεκτικό του Κανονισμού 35 καθίσταται σαφές ότι δεν απαιτείται η οποιαδήποτε αιτιολόγηση από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά την  κύρωση των ενώπιον του τιθέντων Πινάκων Αξιωματικών, διαπίστωση που επισφραγίζει οριστικά τις οποίες αιτιάσεις του αιτητή για μη παροχή αιτιολογίας.

 

Περαιτέρω ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόφαση του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων να κρίνει τον αιτητή ως ευδοκίμως τερματίσαντα είναι αναιτιολόγητη και λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. Ο αιτητής προς υποστήριξη του ισχυρισμού του αρκείται στο να παραπέμψει στα λεχθέντα της απόφασης Ζωνιά (ανωτέρω) εισηγούμενος ότι «η περίπτωση του Αιτητή της παρούσας Προσφυγής είναι ουσιαστικά ακριβώς παρόμοια με την περίπτωση του (εκεί) Αιτητή», όπου προβλήθηκε ο ίδιος νομικός ισχυρισμός.

 

Η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση με συναφή παραπομπή σε νομολογία  αντιτείνει ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων έθεσε στο πρακτικό του όλες τις σχετικές παραμέτρους ορθής κρίσης που προνοεί ο Κανονισμός 38 (8), γεγονός που καθιστά την επίμαχη κρίση του αιτητή αιτιολογημένη και προϊόν δέουσας έρευνας. Υποβάλλει δε η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, με ρητή αναφορά σε ένα έκαστο παράγοντα που λήφθηκε υπόψη, ότι τα όσα ενδελεχώς καταγράφηκαν από το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων καταδεικνύουν, ορθή έρευνα, ορθή αξιολόγηση και επαρκή αναφορά σε ότι θα ήταν δυνατόν να ληφθεί υπόψη, για σκοπούς ατομικής κρίσης.

 

Καθίσταται ευθέως αναγκαία η παράθεση των παραγράφων 6 και 8 του  Κανονισμού  38 οι οποίες εν προκειμένω εφαρμόστηκαν:

 

«38.- (6)  Αξιωματικός βαθμού  Ταξίαρχου κρίνεται ως ακολούθως

……………

(δ) Ευδοκίμως τερματίσας την υπηρεσία του, εφόσον-

 

(ί) μέχρι την 1η Μαρτίου του έτους σύγκλησης του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων έχει συμπληρώσει το 55° έτος της ηλικίας του και έχει συμπληρωμένο το μέγιστο αριθμό μηνών που απαιτείται, με βάση τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, για σκοπούς καταβολής ετήσιας σύνταξης∙

 

(ii) το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, συνεκτιμώντας την όλη σταδιοδρομία του, κρίνει ότι υπηρέτησε ευδόκιμα, αλλά η αφυπηρέτησή του εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, όπως τούτο καθορίζεται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (8) του παρόντος Κανονισμού∙ και

 

(iii) δεν είναι ένοχος σοβαρού ποινικού αδικήματος ή σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος.

………………. 

(8) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού, Αξιωματικοί  βαθμού Συνταγματάρχη, Ταξίαρχου και Υποστράτηγου-

 

(α) κρίνονται από το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, με βάση τη συνεκτίμηση όλων των στοιχείων που περιέχονται στους ατομικούς τους φακέλους, λαμβανομένης υπόψη και της τεκμηριωμένης και σαφώς αιτιολογημένης γνώμης των μελών του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων για τη συνολική σταδιοδρομία στο Στρατό ή/και στην Εθνική Φρουρά των κρινόμενων Αξιωματικών μέχρι το χρόνο της κρίσης

Νοείται ότι τα πτυχία ή διπλώματα που κατέχει ο κρινόμενος Αξιωματικός λαμβάνονται υπόψη κατά την κρίση του, εφόσον δεν ήταν απαραίτητο προσόν για το διορισμό του

(β) κρίνονται ως ευδοκίμως τερματίσαντες την υπηρεσία τους για λόγους δημοσίου συμφέροντος, με βάση τις πρόνοιες των παραγράφων (5), (6) και (7) του παρόντος Κανονισμού, και αφού, επιπρόσθετα, αξιολογηθεί η εν γένει κατάσταση, ο επιχειρησιακός σχεδιασμός, οι ανάγκες μετεξέλιξης και λοιπές καταστάσεις του Στρατού ή/και της Εθνικής Φρουράς ή/και οι λειτουργικές, οργανωτικές και ποιοτικές ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο και Κοινό Σώμα ή/και η ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών και αφού ληφθούν υπόψη και οι πιο κάτω παράγοντες

 

(i) Η όλη επαγγελματική κατάρτιση και σταδιοδρομία του Αξιωματικού, συμπεριλαμβανομένης της φοίτησης σε στρατιωτικές σχολές

(ii) η δυνατότητα για περαιτέρω προσφορά του Αξιωματικού

(iii) τα έτη παραμονής στο βαθμό που κατέχει

(iv) η ηλικία του Αξιωματικού».

 

 

Επιβάλλεται η παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από τα πρακτικά της συνεδρίας του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων ημερομηνίας 15.3.2019 αναφορικά με την επίδικη κρίση του αιτητή:

         «Ταξίαρχος  (ΠΒ) Π.  Α., Α.Μ ΧΧΧΧ

Το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου (8) (β) του Κανονισμού 38 των περί Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις Αξιωματικών) Κανονισμών του 2016 και 2018 (Κ.Δ.Π. 351/2016) που του δίνει την εξουσία να κρίνει ως ευδοκίμως τερματίσαντα την υπηρεσία του για λόγους δημοσίου συμφέροντος και αφού αξιολόγησε την εν γένει κατάσταση, τον επιχειρησιακό σχεδιασμό, τις ανάγκες μετεξέλιξης και τις λοιπές καταστάσεις του Στρατού και της Εθνικής Φρουράς ή/και λειτουργικές, οργανωτικές και ποιοτικές ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο και Κοινό Σώμα ή/και η ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών  κατώτερων βαθμών και έλαβε υπόψη:

 

1. Την όλη επαγγελματική κατάρτιση και σταδιοδρομία του Αξιωματικού, συμπεριλαμβανομένης της φοίτησης σε στρατιωτικές σχολές

2. Τη δυνατότητα για περαιτέρω προσφορά του Αξιωματικού

3. Τα έτη παραμονής στο βαθμό που κατέχει

4. Η ηλικία του Αξιωματικού

 

Και περαιτέρω αφού έλαβε υπόψη, τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε Αξιωματικούς, όπως διαμορφώνονται από την ανάγκη να έχει και να διατηρεί η Εθνική Φρουρά τη μαχητική εκείνη ικανότητα που θα της επέτρεπε να ανταποκρίνεται στην ανάγκη σχεδιασμού και διοίκησης ενός σύγχρονου στρατεύματος.

 

Και αφού ενημερώθηκε από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς ως εισηγητή και μέλος του Συμβουλίου, ο οποίος μετά από προσωπική του έρευνα παρουσίασε όλα τα πιο πάνω στοιχεία.

 

Μετά από διεξοδική ανάλυση όλων των πιο πάνω παραγόντων και διαπιστώσεων, το Συμβούλιο, κατέληξε ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις μιας χώρας, για να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις, υπάρχει ανάγκη μεταξύ άλλων:

 

1. Την εξύψωση του ηθικού του συνόλου των Αξιωματικών  σε όλες τις βαθμίδες, λόγω σημαντικής αύξησης των προαγωγών.

2. Την αποσυμφόρηση της πυραμίδας, αφού χαμηλόβαθμοι Αξιωματικοί (Από Ανθλγο μέχρι και Ανχη), παραμένουν καθηλωμένοι στον ίδιο βαθμό για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

3. Στην ηγεσία των Σχηματισμών της Ε.Φ, να ανέλθουν νεότεροι Αξιωματικοί με νέες αντιλήψεις και ιδέες.

4. Οι χαμηλόβαθμοι Αξιωματικοί να έχουν την δυνατότητα ανέλιξης και να καταβάλουν κάθε προσπάθεια τόσο για την μαχητική ικανότητα της Εθνικής Φρουράς, όσο και για περαιτέρω ατομική μόρφωση (απόκτηση πτυχίων, εκμάθηση ξένων γλωσσών, μεταπτυχιακά κ.τ.λ).

 

Αποφάσισε να ενεργοποιήσει τις πρόνοιες που αφορούν τον ευδοκίμως τερματισμό της υπηρεσίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

 

Εκτός από τη στρατιωτική εκπαίδευση, που παρέχεται, ανάλογα με την κάθε περίπτωση, από τα Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι) και τα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Σ.Ε.Ι), και στις ειδικές προς τούτο στρατιωτικές σχολές και την επιπλέον εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρφωση την οποία θα πρέπει να κατέχει στους βαθμούς Συνταγματάρχη και άνω, το Συμβούλιο με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου (8) (β) του Κανονισμού 38 των περί Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις Αξιωματικών) Κανονισμών του 2016 και 2018 έλαβε σοβαρά υπόψη τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του Αξιωματικού, λαμβανομένου υπόψη της θέσης του στην επετηρίδα, τις δυνατότητες περαιτέρω ανέλιξης του, την ηλικία αφυπηρέτησης του σε συνάρτηση με τις περιορισμένες κενές θέσεις προαγωγών  στις ανώτατες βαθμίδες του Στρατού της Δημοκρατίας.

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 38 (6),(δ) σύμφωνα με τον οποίο Αξιωματικός μπορεί να κριθεί ως ευδοκίμως τερματίσας την υπηρεσία εφόσον:

1. Μέχρι την 1η Μαρτίου του έτους σύγκλησης του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του και έχει συμπληρωμένο το μέγιστο αριθμό μηνών που απαιτείται, με βάση τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, για σκοπούς καταβολής ετήσιας σύνταξης.

2. Το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων, συνεκτιμώντας την όλη σταδιοδρομία του, κρίνει ότι υπηρέτησε ευδόκιμα, αλλά η αφυπηρέτησή του εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, όπως τούτο καθορίζεται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (8) του παρόντος Κανονισμού, και

3. Δεν είναι ένοχος σοβαρού ποινικού αδικήματος ή σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος.

 

Ειδικότερα ως προς τον εν λόγω Αξιωματικό έλαβε υπόψη:

 

1. Ότι έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του και έχει συμπληρωμένο το μέγιστο αριθμό μηνών που απαιτείται, με βάση τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, για σκοπούς καταβολής ετήσιας σύνταξης.

2. Ότι δεν είναι ένοχος σοβαρού ποινικού αδικήματος ή σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος.

3. Όλα τα πιο πάνω που αφορούν την εξουσία του ευδοκίμως τερματίσας την υπηρεσία.

4. Την ενημέρωση από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς ως εισηγητή και μέλους του Ανώτερου Συμβουλίου.

5. Τη θέση του στην επετηρίδα η οποία δεν του επιτρέπει την περαιτέρω ανέλιξη, λαμβανομένου υπόψη της ηλικίας αφυπηρέτησης

 

να τον κρίνει κατά πλειοψηφία ως ευδοκίμως τερματίσαντα την υπηρεσία του( τρία μέλη τον έκριναν ως ευδοκίμως τερματίσατε την υπηρεσία του και ένα μέλος ως διατηρητέο). Τα τρία μέλη του Συμβουλίου κατέληξαν στην πιο πάνω απόφαση  για τον λόγο ότι η παραμονή του στο στράτευμα δεν παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών και η αφυπηρέτησή του εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, όπως τούτο καθορίζεται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (8) του Κανονισμού 38.»

 

Ο ισχυρισμός του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας δεν με βρίσκει σύμφωνη και κρίνεται απορριπτέος. Καταρχάς οφείλει να λεχθεί ότι πλην της παραπομπής στην απόφαση Ζωνιά (ανωτέρω) ο αιτητής ουδέν συγκεκριμένο επικαλείται προς υποστήριξη του ισχυρισμού του. Συγκεκριμένα δεν παρατηρώ να γίνεται από μέρους του αιτητή οποιαδήποτε ανάπτυξη ή άλλη έστω στοιχειώδη, τεκμηρίωση ή έστω αναφορά στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης

 

Έχω εξετάσει με προσοχή το πρακτικό της προσβαλλόμενης κρίσης και από το περιεχόμενο της διαπιστώνω -και σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του αιτητή- ότι η κατάταξη της κρίσης του αιτητή ως ευδοκίμως τερματίσαντα ήταν απόρροια δέουσας έρευνας όλων των παραμέτρων που τίθενται με τον Κανονισμό 38, γεγονός που επιβεβαιώνεται μάλιστα από τη δοθείσα αιτιολογία, η οποία κρίνεται επαρκής και συνάδουσα με τις επιταγές του εν λόγω Κανονισμού. Εν προκειμένω, ως ρητώς καταγράφεται, αξιολογήθηκαν και λήφθηκαν υπόψη η εν γένει κατάσταση, ο επιχειρησιακός σχεδιασμός, οι ανάγκες μετεξέλιξης και οι λοιπές καταστάσεις του Στρατού και της Εθνικής Φρουράς, οι ανάγκες της υπηρεσίας, η ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών, η όλη επαγγελματική κατάρτιση και σταδιοδρομία του Αξιωματικού, περιλαμβανομένης της φοίτησης του σε στρατιωτικές σχολές, η δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του Αξιωματικού, τα έτη παραμονής του στο βαθμό που κατέχει και η ηλικία του. Μάλιστα δε ως καταγράφεται το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων  ενημερώθηκε από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς ως εισηγητή και μέλος του Συμβουλίου, ο οποίος μετά από προσωπική του έρευνα παρουσίασε όλα τα πιο πάνω στοιχεία.

 

Ειδικότερα το Συμβούλιο προέβηκε σε ρητή μνεία στις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε Αξιωματικούς, οι οποίες ως επεξήγησε διαμορφώνονται από την ανάγκη η Εθνική Φρουρά να διατηρεί μαχητική ικανότητα που να της επιτρέπει την ανάγκη σχεδιασμού και διοίκησης ενός σύγχρονου στρατεύματος.

 

Αποτέλεσε δε βασική διαπίστωση του Συμβουλίου ότι για να δύνανται οι Ένοπλες Δυνάμεις να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις, υπάρχει ανάγκη να εξυψωθεί το ηθικό του συνόλου των Αξιωματικών σε όλες τις βαθμίδες, να αποσυμφορηθεί η πυραμίδα λόγω του ότι χαμηλόβαθμοι Αξιωματικοί παραμένουν καθηλωμένοι στον ίδιο βαθμό για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ότι είναι επάναγκες να ανέλθουν στην ηγεσία της Εθνικής Φρουράς νεότεροι Αξιωματικοί με νέες αντιλήψεις και ιδέες, καθώς και ότι καθίσταται αναγκαία η παροχή δυνατότητας ανέλιξης των χαμηλόβαθμων Αξιωματικών οι οποίοι θα καταβάλουν προσπάθεια τόσο για τη μαχητική ικανότητα της Εθνικής Φρουράς όσο και για την περαιτέρω ατομική μόρφωση. 

 

Πρόσθετα, ως προκύπτει από το αιτιολογικό διατακτικό της απόφασης, το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων δεν παρέλειψε να αξιολογήσει τις ειδικές συνθήκες που αφορούσαν τον ίδιο τον αιτητή, λαμβάνοντας ως ευκρινώς καταγράφεται, σοβαρά υπόψη  τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του αιτητή, τη θέση του στην επετηρίδα, τις δυνατότητες ανέλιξης του καθώς και την ηλικία αφυπηρέτησης του σε συνάρτηση με τις περιορισμένες κενές θέσεις προαγωγών στις ανώτατες βαθμίδες του Στρατού της Δημοκρατίας. Σε ότι αφορά μάλιστα τη δυνατότητα ανέλιξης του αιτητή στο στράτευμα και την ηλικία του, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων προβαίνοντας σε εξατομικευμένη κρίση των δεδομένων του αιτητή, κάτι που όπως παρατηρώ δεν επισυνέβη στα δεδομένα της υπόθεσης Ζωνιά (ανωτέρω), ρητώς διαπίστωσε ότι η θέση του αιτητή στην επετηρίδα δεν του επιτρέπει την περαιτέρω ανέλιξη του, λαμβανομένου υπόψη της ηλικίας αφυπηρέτησης του. Μάλιστα το δεδομένο αυτό, η ορθότητα του οποίου επιβεβαιώνεται ευθέως από το προσωπικό φάκελο του αίτητη (ερυθρό 69),  ήτοι ότι ο αιτητής θα αφυπηρετούσε τον Φεβρουάριο του 2020 χωρίς οποιαδήποτε προοπτική ανέλιξης στο βαθμό του Υποστρατήγου καθότι κατείχε την τελευταία θέση κατά σειρά αρχαιότητας στην επετηρίδα των Ταξίαρχων (ερυθρό 12 διοικητικού φακέλου) και το οποίο υπομνήσθηκε ιδιαιτέρως από τον ευπαίδευτο συνήγορο των καθ΄ων η αίτηση κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, ουδόλως αμφισβητήθηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο από τον ίδιο τον αιτητή.

 

Πέραν των ανωτέρω και της διαπίστωσης περί μη δυνατότητας ανέλιξης του αιτητή, το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων τηρουμένων και των όσων προνοούνται στον Κανονισμό 38 (6) (δ) έλαβε υπόψη μεταξύ άλλων για την κρίση του, ότι ο αιτητής έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του και έχει συμπληρωμένο τον μέγιστο αριθμό μηνών που απαιτείται με βάση τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, για σκοπούς καταβολής σύνταξης,  δεν είναι ένοχος σοβαρού ποινικού αδικήματος ή πειθαρχικού παραπτώματος καθώς και την ενημέρωση από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς.

 

Δεν διαπιστώνω οτιδήποτε μεμπτό. Όλα τα πιο πάνω σαφώς αποτέλεσαν στέρεο υπόβαθρο για ενεργοποίηση των προνοιών που αφορούν τον ευδοκίμως τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ούτε βεβαίως διαπιστώνω ότι υπήρξε απλή επανάληψη των κανονιστικών προνοιών, αλλά τουναντίον κρίνω ότι η έρευνα και η αιτιολογία ήταν επαρκείς, επεκτεινόμενες προς όλες τις παραμέτρους που θέτει ο σχετικός Κανονισμός (Γεώργιος Πιρμεττής ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 770/2019, ημερ. 8.11.2), Ιωάννου και Δημοκρατίας (ΑΕ Αρ. 80/2014, ημερομηνίας 2/12/2020). Η δε καταληκτική διαπίστωση του Συμβουλίου ότι η παραμονή του αιτητή δεν παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης αξιωματικών κατώτερων βαθμών και ότι η αφυπηρέτηση του εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον όπως τούτο καθορίζεται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (8) του Κανονισμού 38, ερείδεται, αιτιολογείται και εξειδικεύεται από τα όσα με σαφήνεια καταγράφονται στο πρακτικό του και τα οποία συνιστούν τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, καθιστώντας εφικτό το δικαστικό έλεγχο.

 

Πανομοιότυπο ζήτημα με αντίστοιχα γεγονότα εξετάστηκε από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Δικαστηρίου Φ. Κωμοδρόμο στην υπόθεση M.Π και Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 554/20, ημερομηνίας 25/8/23 όπου λέχθηκαν τα εξής σχετικά, τα οποία και υιοθετώ:

 

«Το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων έθεσε στην επίδικη απόφασή του όλες τις παραμέτρους ορθής κρίσης που αποδείκνυαν ορθή έρευνα, ορθή αξιολόγηση και επαρκή αναφορά σε ό,τι έπρεπε και ήταν δυνατόν να ληφθεί υπόψη, για σκοπούς ατομικής κρίσης.[..]

 

Κατά πάγια επίσης νομολογία, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε θέματα τεχνικών δεδομένων ή θεμάτων η απόφαση επί των οποίων παραμένει ανέλεγκτος, εκτός όπου διαπιστώνεται πλάνη ή λανθασμένη νομική προσέγγιση (Ηλία ν. Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση Αρ. 56/2012, ημερ. 8.6.2018[…] Εν προκειμένω, σαφώς και αποτελεί κατ’ εξοχήν τεχνικό ζήτημα και μάλιστα ευαίσθητης φύσεως, ο καθορισμός του ευρύτερου πλαισίου λειτουργίας της Εθνικής Φρουράς και των Ενόπλων Δυνάμεων και εναπόκειται αναμφίβολα στους καθ’ ων η αίτηση να καθορίζουν τις αρχές και τους παράγοντες, με βάση τα οποία καθορίζονται οι ανάγκες του στρατεύματος, αλλά και η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει την ορθότητα της  κρίσης του Ανώτερου Συμβουλίου Κρίσεων, και της Διοίκησης ευρύτερα, αναφορικά με τους τρόπους εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος[…]

 

Εν προκειμένω, το Ανώτερο Δικαστικό Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη σειρά παραμέτρων και/ή κριτηρίων, μεταξύ των οποίων, ως ρητά καταγράφεται, και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, έκρινε, για τους λόγους που περιγράφονται με επαρκή σαφήνεια στην απόφασή του, ότι ο ευδόκιμος τερματισμός της υπηρεσίας του αιτητή, θα ήταν προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος. Από τη στιγμή που εκτίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που οδήγησαν στην επίδικη απόφαση του Συμβουλίου και παρατίθενται τα κριτήρια, βάσει των οποίων αυτό άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, κρίνω ότι δεν υπάρχει έδαφος για δικαστική επέμβαση (βλ. Ηλία, ανωτέρω, όπου ακολουθήθηκε η ίδια προσέγγιση).[…]

 

Σαφώς και δεν απαιτούνταν περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση και/ή ειδικότερη αναφορά και αβάσιμα προβάλλει η πλευρά του αιτητή ότι δεν υπήρξε εν προκειμένω η απαιτούμενη και/ή επαρκής εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος, εφόσον είναι σαφές από το κείμενο της απόφασης ότι η ανάγκη για εξύψωση του ηθικού του συνόλου των  Αξιωματικών σε όλες τις βαθμίδες, ως και για αποσυμφόρηση της πυραμίδας του στρατεύματος, η ανάγκη να ανέλθουν νεότεροι  Αξιωματικοί με νέες αντιλήψεις και ιδέες στην ηγεσία των σχηματισμών της Εθνικής Φρουράς, καθώς και η ανάγκη όπως χαμηλόβαθμοι  Αξιωματικοί να έχουν την δυνατότητα ανέλιξης και να καταβάλουν κάθε προσπάθεια τόσο για την μαχητική ικανότητα της Εθνικής Φρουράς, όσο και για περαιτέρω ατομική μόρφωση (απόκτηση πτυχίων, εκμάθηση ξένων γλωσσών, μεταπτυχιακά), οδήγησαν, ως ρητά αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό του Συμβουλίου, στην απόφαση για ενεργοποίηση των προνοιών «που αφορούν την κρίση ως ευδοκίμως τερματίσας της υπηρεσίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος». Σημειώνεται επίσης η αναφορά του Συμβουλίου, πιο κάτω, ότι κατέληξε στην  κρίση του όσον αφορά τον αιτητή, και για το λόγο ότι «η παραμονή του στο στράτευμα δεν παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης  Αξιωματικών κατώτερων βαθμών και η αφυπηρέτησή του εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, όπως τούτο καθορίζεται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (8) του Κανονισμού 38».

 

Προδήλως αβάσιμος και συνεπώς απορριπτέος κρίνεται και ο συνακόλουθος  ισχυρισμός του αιτητή περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, ο οποίος ερείδεται επί της θέσης ότι το Συμβούλιο επέλεξε την επαχθέστερη για τον αιτητή νόμιμη κρίση, ενώ θα μπορούσε να κρίνει τον αιτητή είτε ως «προακτέο κατ’ εκλογή», «προακτέο κατ’ αρχαιότητα» ή «διατηρητέο», επιτρέποντας  στον αιτητή να συνεχίσει να υπηρετεί κανονικά στο Στρατό.

 

Εν προκειμένω, τα όσα υποδειχθήκαν ανωτέρω καταδεικνύουν ότι η κρίση του αιτητή ως ευδοκίμως τερματίσαντα είναι πλήρως συμβατή με τα όσα προνοούνται στις κανονιστικές διατάξεις. Αφ΄ης στιγμής, το Ανώτερο Συμβούλιο Κρίσεων ενήργησε εντός των πλαισίων του συγκεκριμένου κανονιστικού πλαισίου, δεν τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Είναι ορθή δε η θέση της πλευράς των καθ΄ων η αίτηση ότι η υπαγωγή της περίπτωσης του αιτητή στις κανονιστικές πρόνοιες που αφορούν τον ευδοκίμως τερματισμό της υπηρεσίας διενεργήθηκε στα πλαίσια ενάσκησης της διακριτικής εξουσίας του Συμβουλίου με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. Άλλωστε δε η διοίκηση ήταν η μόνη που μπορούσε, έχοντας γνώση των εξειδικευμένων αναγκών του στρατεύματος και του ευρύτερου πλαισίου λειτουργίας του να σταθμίσει και να αποτιμήσει, προς εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, όλα τα ενώπιον της δεδομένα και συμφέροντα, συμπεριλαμβανομένων και των εξατομικευμένων δεδομένων του αιτητή και να καταλήξει στην ανάλογη και αναγκαία υπό τις περιστάσεις απόφαση, πράγμα το οποίο θεωρώ ότι έπραξε.

 

Στη βάση των ανωτέρω διαπιστώνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ουδείς λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1.700 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο