ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 869/2023 (i)

08 Μαρτίου, 2024

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

V. D. N.

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

3.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Π. Βασιλείου, Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αιτείται τις ακόλουθες θεραπείες:

 

Α. Δήλωση ή/και Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 23/05/2023 με την οποίαν ο Αιτητής κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 14 και βάσει του Άρθρου 6(1)(Κ) του ΚΕΦ.105 - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1, είναι παράνομη ή/και αντίθετη με το Σύνταγμα ή/και το ΚΕΦ.105 ή/και τον Περί Προσφύγων Νόμο Ν.6(Ι)/2000 ή/και τις Γενικές Αρχές Δικαίου Νόμος 158(Ι)/1999 ή/και τη Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφυγών ή/και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες ή/και Κανονισμούς, ή/και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Β. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του Αιτητή ημερομηνίας 23/05/2023 - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2, είναι εξ υπαρχής παράνομη ή/και αντίθετη με το Σύνταγμα ή/και το ΚΕΦ.105 ή/και τον Περί Προσφύγων Νόμο Ν.6(Ι)/2000 ή/και τις Γενικές Αρχές Δικαίου Νόμος 158(Ι)/1999 ή/και τη Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφυγών ή/και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες ή/και Κανονισμούς, ή/και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Γ. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η διατήρηση σε ισχύ των προσβαλλόμενων διαταγμάτων και η συνέχιση της κράτησης του αιτητή με σκοπό την απέλαση, μετά την υποβολή της μεταγενέστερης του αίτησης ημερομηνίας 27/05/2023 στην οποίαν καμία απόφαση δεν έχει ληφθεί και/ή εκδοθεί μέχρι σήμερα από την Υπηρεσία Ασύλου, ούτε και στο προκαταρτικό της στάδιο περί του παραδεκτού αυτής, είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της μη επαναπροώθησης η οποία προβλέπεται σε Διεθνή Σύμβαση, στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Κυπριακό Δίκαιο και παραβιάζει τα άρθρα 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών ή/και των άρθρων 7 και/ή 8 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας ή/και των άρθρων 2 ή/και 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Περί Προσφύγων Νόμο Ν. 6(1)/2000, είναι άκυρη, παράνομη και αντισυνταγματική.

 

Δ. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση για έκδοση νέας αιτιολογημένης απόφασης κατά πόσο η κράτηση του αιτητή θα έπρεπε να διαταχθεί και/ή να παρέμενε σε ισχύ μετά την υποβολή της μεταγενέστερης του αίτησης ημερομηνίας 27/05/2023 είναι αντισυνταγματική, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και έχει παραληφθεί να διενεργηθεί καθ’ υπέρβαση εξουσίας και/ή χωρίς καθόλου δικαιοδοσία και είναι αποτέλεσμα έλλειψης έρευνας, νομικής και πραγματικής πλάνης, υπέρβασης εξουσίας και κακής εφαρμογής του Νόμου.

 

Ε. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση για επίδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 23/05/2023 στην μητρική γλώσσα του αιτητή τα Sinhala και/ή σε γλώσσα κατανοητή και/ή αντιληπτή από αυτόν, παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ(8) του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και του άρθρου 9, παρ. 4 της Οδηγίας 2013/33 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία και/ή του άρθρου 14(6) του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου ΚΕΦ. 105, και ως εκ τούτου είναι παράνομη, αντισυνταγματική και παραλήφθηκε να διενεργηθεί λόγω νομικής και πραγματικής πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.».

 

Συμφώνως των όσων περιγράφονται στην Ένσταση και προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο, τα ουσιώδη για την παρούσα προσφυγή γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

Ο αιτητής, υπήκοος Βιετνάμ και γεννηθείς το 1989, αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 27.06.2017 με άδεια εισόδου ως εργάτης σε συγκεκριμένο εργοδότη στη Λάρνακα. 

 

Στις 17.08.2017 ο αιτητής καταγγέλθηκε ότι εγκατέλειψε τον χώρο διαμονής και εργασίας του και στις 13.09.2017 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 07.02.2018 από την Υπηρεσία Ασύλου.  Εναντίον της απόφασης καταχώρισε ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία απορρίφθηκε στις 21.06.2019.  Εναντίον της εν λόγω απορριπτικής απόφασης ο αιτητής καταχώρισε στις 07.02.2020 προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (προσφυγή υπ’ αρ. 160/20), η οποία όμως απορρίφθηκε στις 22.07.2020 ως αποσυρθείσα.  

 

Με επιστολή του Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 13.02.2020, ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι η προθεσμία για αμφισβήτηση στο Δικαστήριο της απορριπτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων είχε παρέλθει και κλήθηκε να αναχωρήσει αμέσως από τη Δημοκρατία.  Στις 17.08.2020 τα στοιχεία του καταχωρίστηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων.

 

Στις 08.02.2021 εντοπίστηκε και αφού διαπιστώθηκε ότι παραμένει παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας συνελήφθη και στις 9.02.2021 εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα απέλασης και κράτησης, συμφώνως των σχετικών προνοιών του Κεφ. 105.

 

Στις 10.02.2021 υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από την Υπηρεσία Ασύλου στις 11.02.2021, απόφαση εναντίον της οποίας ο αιτητής καταχώρισε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (προσφυγή υπ’ αρ. 422/21). 

 

Στις 24.02.2021 εκδόθηκε εναντίον του αιτητή νέο διάταγμα κράτησης, συμφώνως του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), απόφαση εναντίον της οποίας ο αιτητής επίσης καταχώρισε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (προσφυγή υπ’ αρ. 30/2021).

 

Στις 05.04.2021 ο αιτητής αφέθηκε ελεύθερος με εναλλακτικά της κράτησης μέτρα καθότι η σύζυγός του ήταν, κατά τον χρόνο εκείνο, αιτήτρια ασύλου και έγκυος στον ένατο μήνα εγκυμοσύνης και μαζί είχαν ήδη ένα παιδί.

 

Στις 11.08.2022 το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας απέρριψε την προσφυγή του αιτητή υπ' αριθμό 422/2021.

 

Στις 22.05.2023 ο αιτητής συνελήφθη για παράνομη παραμονή στην Δημοκρατία και στις 23.05.2023 εκδόθηκαν εναντίον του τα προσβαλλόμενα με την παρούσα προσφυγή διατάγματα απέλασης και κράτησης.

 

Στις 27.05.2023 ο αιτητής υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, η απόφαση επί του παραδεκτού της οποίας δεν είχε εκδοθεί κατά το χρόνο επιφύλαξης της απόφασης του Δικαστηρίου στην παρούσα προσφυγή.

 

Με την προσφυγή του ο αιτητής εγείρει 73 λόγους ακύρωσης, οι οποίοι περιορίζονται με τη γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης δικηγόρου του καταρχάς στους ισχυρισμούς ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα εκδόθηκαν χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα, υπό πραγματική και νομική πλάνη, κατά παράβαση της προσωπικής και οικογενειακής ζωής του αιτητή, των άρθρων 18ΟΖ και 18ΟΘ του Κεφ.105, του Άρθρου 15 του Συντάγματος, του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, των άρθρων 7, 24(2) και (3) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των άρθρων 43(1), 50, 51 και 52 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/99).  Ακολούθως, ο αιτητής διατείνεται ότι η αιτιολογία και η νομική βάση, επί των οποίων στηρίχθηκε η κήρυξή του ως απαγορευμένου μετανάστη και εκδόθηκαν τα προσβαλλόμενα διατάγματα, είναι εσφαλμένη και δεν συνάδει με τα πραγματικά γεγονότα και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.  Με επιπρόσθετους λόγους ακύρωσης ο αιτητής διατείνεται ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα παραβιάζουν την αρχή της μη επαναπροώθησης καθότι, σύμφωνα με τη θέση του, εκκρεμούσης της εξέτασης της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας που καταχώρισε στις 27.05.2023, οι καθ’ ων η αίτηση εμποδίζονταν από του να τον απελάσουν και/ή επαναπροωθήσουν, ενώ δεν υφίσταται λογικά προοπτική απομάκρυνσής του για νομικούς λόγους και ως εκ τούτου, συμφώνως του άρθρου 18ΠΣΤ(6) του Κεφ.105, η κράτησή του έπαυσε να δικαιολογείται.  Θεωρεί δε ο αιτητής ότι, συνεπεία της καταχώρισης της εν λόγω δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης αυτός έχει ανακτήσει το καθεστώτος του αιτητή διεθνούς προστασίας, η δε Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού παρέλειψε να εκδώσει νέα αιτιολογημένη απόφαση ως προς το κατά πόσον η κράτησή του θα έπρεπε να παραμείνει σε ισχύ. 

 

Επισημαίνεται, όμως, ότι στο στάδιο των διευκρινίσεων η κα Χαραλαμπίδου, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις του Δικαστηρίου, ρητώς αναγνώρισε ότι κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων ο αιτητής δεν είχε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, ούτε αντλούσε τέτοιο δικαίωμα από την καταχώριση δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας.  Η επιχειρηματολογία της ευπαίδευτης δικηγόρου εστιάστηκε κυρίως στους ισχυρισμούς αφενός ότι, κατά παράβαση των άρθρων 18ΟΖ και 18ΟΘ του Κεφ.105, δεν δόθηκε στον αιτητή χρονικό περιθώριο για οικειοθελή αναχώρηση από τη Δημοκρατία και δεν λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές του περιστάσεις και συγκεκριμένα ότι στη Δημοκρατία βρίσκονται η σύζυγος του και τα 2 ανήλικα τέκνα τους και αφετέρου ότι η αιτιολογία και συνακόλουθα η πραγματική και νομική βάση των επίδικων διαταγμάτων πάσχει και η απόφαση για έκδοση αυτών ήταν πεπλανημένη. 

 

Οι καθ’ ων η αίτηση απορρίπτουν τους λόγους ακύρωσης και αντιτείνουν ότι η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και τα προσβαλλόμενα διατάγματα είναι νόμιμα και σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Κεφ. 105, το αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών της Διευθύντριας, εκδόθηκαν κατόπιν δέουσας έρευνας και αξιολόγησης όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων και στοιχείων και είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένα.  Περαιτέρω, παραπέμποντας στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, επισημαίνουν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης αυτών ο αιτητής δεν είχε το καθεστώς του αιτούντος διεθνή προστασία αλλά ήταν απαγορευμένος μετανάστης και ως εκ τούτου η λήψη μέτρων για την απομάκρυνσή του ήταν επιβεβλημένη. 

 

Αξιολογώντας τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς στη βάση των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης και επαναλαμβάνοντας την αναγνώριση κατά την ακρόαση από την ευπαίδευτη δικηγόρο του αιτητή του παράνομου της παραμονής του στη Δημοκρατία κατά τον ουσιώδη για την παρούσα προσφυγή χρόνο, καταρχάς διαπιστώνω ότι ορθώς εφαρμόστηκαν στην περίπτωση του αιτητή οι σχετικές πρόνοιες του Κεφ. 105, στο οποίο ενσωματώθηκαν, για σκοπούς εναρμόνισης, οι αντίστοιχες πρόνοιες της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, εφόσον κατά τον χρόνο κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και της έκδοσης των προσβαλλομένων διαταγμάτων, αυτός δεν είχε το καθεστώς αιτούντος διεθνή προστασία και ως εκ τούτου ούτε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία. 

 

Αξιολογώντας, ακολούθως, τον ισχυρισμό του αιτητή ότι δεν του παραχωρήθηκε χρονικό περιθώριο οικειοθελούς αναχώρησης, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι συμφώνως του άρθρου 18ΟΘ του Κεφ.105:

 

18ΟΘ.-(1) Η απόφαση επιστροφής προβλέπει κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση που κυμαίνεται μεταξύ επτά και τριάντα ημερών, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στα εδάφια (2) και (4). Το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο παρόν εδάφιο δεν αποκλείει τη δυνατότητα των υπηκόων τρίτων χωρών να αναχωρήσουν ενωρίτερα.

(2) Εφόσον απαιτείται, ο Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης δύναται να παρατείνει την προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης για κατάλληλο χρονικό διάστημα, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως τη διάρκεια της παραμονής, την ύπαρξη παιδιών που φοιτούν σε σχολείο και την ύπαρξη άλλων οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών.

(3) Ο Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης δύναται να επιβάλλει - για μερική ή όλη τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος που προβλέπεται για την οικειοθελή αναχώρηση - ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή κινδύνου διαφυγής, όπως την τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών, την κατάθεση κατάλληλης οικονομικής εγγύησης, την κατάθεση εγγράφων ή την υποχρέωση παραμονής σε ορισμένο μέρος.

(4) Εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή εάν αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δολία ή εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ο Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης δύναται είτε να μη χορηγεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης είτε να χορηγεί χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών.

 

Ο ισχυρισμός της κας Χαραλαμπίδου ότι στον αιτητή ουδεμία απόφαση επιστροφής δεν του είχε κοινοποιηθεί πριν την έκδοση των προσβαλλομένων διαταγμάτων, ούτε ποτέ του δόθηκε χρόνος για οικειοθελή αναχώρηση, δεν ανταποκρίνεται στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης όπως αυτά προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.  Σε αντίθεση με την εισήγηση της ευπαίδευτης δικηγόρου, στην επιστολή ημερομηνίας 11.02.2021 (Ερ.258, Τεκμήριο 1), με την οποία η Υπηρεσία Ασύλου πληροφόρησε τον αιτητή για την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του για διεθνή προστασία ως απαράδεκτης, διαπιστώνω ότι καταγράφονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα (ο τονισμός και η υπογράμμιση είναι του κειμένου):

 

«In accordance with Art. 12D(3)(c) of the Refugee Laws, 2000-2020, as amended., a return decision has been issued against you, by virtue of Aliens and Immigration Law. According to Art.18OΘ of Αliens and Immigration Law, you are granted with a voluntary departure period of 7 days. Both the return decision and the voluntary departure period are suspended either until the expiration of the aforementioned deadline without the submission of a judicial recourse, or until a final decision dismissing the judicial recourse is issued by the Administrative Court for International Protection.».

 

Επιπλέον, όπως ορθώς επισημαίνεται από τους καθ’ ων η αίτηση, ενώ η προσφυγή του αιτητή υπ' αριθμό 422/2021 απορρίφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας στις 11.08.2022, τα προσβαλλόμενα με την παρούσα προσφυγή διατάγματα δεν εκδόθηκαν αμέσως αλλά στις 22.05.2023, ήτοι 9 σχεδόν μήνες αργότερα, διάστημα κατά το οποίο ο αιτητής θα μπορούσε, αλλά παρέλειψε, να διευθετήσει την οικειοθελή αναχώρησή του.

 

Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΘ(4), το δικαίωμα οικειοθελούς αναχώρησης δύναται να μην χορηγηθεί εάν διαπιστωθεί ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας.  Σύμφωνα δε με το άρθρο 18ΟΔ του Κεφ. 105:

 

18ΟΔ. Για τους σκοπούς των άρθρων 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:

[…]

"κίνδυνος διαφυγής" σημαίνει την ύπαρξη, σε ατομική περίπτωση, οποιουδήποτε από τους ακόλουθους λόγους, που οδηγεί στην εικασία ότι υπήκοος τρίτης χώρας υποκείμενος σε διαδικασίες επιστροφής μπορεί να διαφύγει:

(α) Μη συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής,

(β) δήλωση πρόθεσης μη συμμόρφωσης με απόφαση επιστροφής,

[…]».

 

Εν προκειμένω ο αιτητής δεν είχε συμμορφωθεί με την προηγούμενη απόφαση επιστροφής, όπως αυτή του κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 11.02.2021, ενώ κατά τη σύλληψή του δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του.

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί ενδιάμεσης μονομερούς αίτησης στην Mensah και Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 5735/2013, ημερομηνίας 09.08.2013, κρίθηκαν σχετικώς τα ακόλουθα:

 

«Η κήρυξη της αιτήτριας ως απαγορευμένης μετανάστριας εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής της ανά πάσα στιγμή.  Αυτή η έννοια εμπεριέχεται νομικά και λογικά στο άρθρο 180Δ στον  ορισμό  του  «κινδύνου διαφυγής»,  όπου  στην  παράγραφο (α) αναφέρεται, ως στοιχείο κινδύνου διαφυγής, η μη συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής.  Να μη λησμονείται άλλωστε ότι στον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής» καταγράφεται ότι αυτός ο κίνδυνος συναρτάται προς κάθε «ατομική περίπτωση», ο δε κίνδυνος αυτός εκτιμάται κατά «εικασία» ότι ο υποκείμενος σε διαδικασία επιστροφής «μπορεί να διαφύγει».  Δεν χρειάζεται, με άλλα λόγια, απτή μαρτυρία περί τούτου και είναι εδώ που υπεισέρχεται η κρίση της διοίκησης αναλόγως των συνθηκών της κάθε υπόθεσης.

 

Η αιτήτρια με την κήρυξη της ως παράνομης μετανάστριας στη βάση του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, πέρασε στο καθεστώς του ατόμου που η Δημοκρατία δεν επιθυμεί να έχει στο έδαφος της.  Ο λόγος της ενεργοποίησης των διατάξεων του άρθρου 6(1)(κ) από την  Διευθύντρια, ήταν η παράνομη διαμονή της μετά τον τερματισμό της εργοδότησης της και τη συνακόλουθη απόρριψη της αίτησης της για άδεια παραμονής εφόσον η αιτήτρια δεν μπορούσε να εργοδοτηθεί σε άλλο εργοδότη.».

 

Τούτων δοθέντων οι ισχυρισμοί του αιτητή περί παραβίασης του άρθρου 18ΟΘ του Κεφ. 105 και του δικαιώματος οικειοθελούς αναχώρησης, απορρίπτονται.

 

Απορριπτέους κρίνω και τους ισχυρισμούς του αιτητή περί παραβίασης της προσωπικής και οικογενειακής ζωής του καθότι, κατά την εισήγησή του, δεν λήφθηκε υπόψη πριν την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων το γεγονός ότι διαμένει στη Δημοκρατία μαζί με την οικογένειά του, ήτοι την σύζυγό του η οποία, ως ισχυρίζεται, «διατηρεί στη Δημοκρατία αυτόνομο δικαίωμα παραμονής επίσης ως αιτήτρια διεθνούς προστασίας» και τις 2 ανήλικες θυγατέρες τους.  Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης (Ερ. 302, Τεκμ 1) η αίτηση της συζύγου του αιτητή για διεθνή προστασία απορρίφθηκε στις 15.02.2019 ενώ στις 30.11.2022 απορρίφθηκε λόγω σιωπηρής απόσυρσης και η αίτησή της για επανάνοιγμα του φακέλου της, απόφαση η οποία της επιδόθηκε στις 06.02.2023.  Επιπλέον, κατά την ημερομηνία έκδοσης των εναντίον του αιτητή διαταγμάτων, η σύζυγός του, όχι μόνο δεν διατηρούσε αυτόνομο δικαίωμα παραμονής, αλλά τουναντίον διαπιστώνω ότι στις 23.05.2023 εκδόθηκε εναντίον και αυτής διάταγμα απέλασης, λόγω της παράνομης παραμονής της στη Δημοκρατία.  Οι δε σχετικές οδηγίες της Διευθύντριας (Ερ. 306, Τεκμ.1), ήταν όπως το διάταγμα εκτελεσθεί κατά την αναχώρηση της οικογένειας.  Το γεγονός ότι κατά το παρελθόν είχαν επιβληθεί στον αιτητή εναλλακτικά της κράτησης μέτρα στη βάση των προσωπικών συνθηκών του αιτητή και της συζύγου του κατά τον χρόνο εκείνο (2021), δεν καταδεικνύει ούτε οποιαδήποτε αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης ούτε παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, ως ο αιτητής διατείνεται.  

 

Αναφορικώς με την επικαλούμενη από τον αιτητή εσφαλμένη αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων και την ισχυριζόμενη πλάνη των καθ’ ων η αίτηση, διαπιστώνω ότι στα προσβαλλόμενα διατάγματα, πράγματι, αναφέρεται ως αιτιολογική βάση έκδοσης αυτών το γεγονός ότι ο αιτητής παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία «από τις 21/06/2019 όταν απορρίφθηκε η έφεση του κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων».  Ως η κα Χαραλαμπίδου υποβάλλει, ο αιτητής σε καμία περίπτωση δεν παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 21.06.2019, αφού εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων είχε ασκήσει την προσφυγή υπ’ αρ. 160/20 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, γεγονός που καθιστούσε την παραμονή του νόμιμη και μετά τις 21.06.2019, μέχρι την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου.  Η εν λόγω επισήμανση της ευπαίδευτης δικηγόρου είναι μεν ορθή, πλην όμως, λαμβάνοντας υπόψη την αδιαμφισβήτητα παράνομη παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των προσβαλλομένων πράξεων, ήτοι στις 23.05.2023, η εσφαλμένη αναφορά εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση ως προς το σημείο έναρξης του παράνομου της παραμονής, κρίνω ότι δεν είναι ουσιώδης ώστε οι προσβαλλόμενες αποφάσεις να καθίστανται παράνομες. 

 

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, εάν η διοίκηση, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα και προϋποθέσεις που είναι εξ αντικειμένου ανύπαρκτα, ενεργεί μεν υπό πλάνη περί τα πράγματα, πλην όμως η πλάνη θεωρείται ουσιώδης και καθιστά την πράξη παράνομη μόνο εάν έχει επηρεάσει την απόφαση του διοικητικού οργάνου (άρθρο 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999).

 

Το ουσιώδες και μη αμφισβητούμενο εν προκειμένω γεγονός είναι η παράνομη παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία από τις 11.02.2021, όταν η μεταγενέστερη του αίτηση για διεθνή προστασία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από την Υπηρεσία Ασύλου.  Η δε παρούσα διακρίνεται από την Stoyanov v Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση 147/2012, ημερ. 02.07.2018, στην οποία η κα Χαραλαμπίδου παραπέμπει, καθότι εκεί είχε διαπιστωθεί ότι τα διατάγματα απέλασης και κράτησης που είχαν εκδοθεί εναντίον του αιτητή είχαν εκδοθεί δυνάμει λανθασμένου άρθρου της σχετικής νομοθεσίας και ως εκ τούτου εδράζονταν επί εσφαλμένης νομικής βάσης.  Στην υπό εξέταση όμως περίπτωση τόσο η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη όσο και η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, εδράζονται επί ορθής νομικής βάσης, ήτοι επί των ορθών προνοιών του Κεφ.105 [άρθρα 6(1)(κ), 14 και 18ΠΣΤ(1)(α)].

 

Ως προς το εν λόγω επίδικο ζήτημα, επιπρόσθετα υιοθετώ την επί τούτου εμπεριστατωμένη ανάλυση και κατάληξη του αδελφού Δικαστή Φ. Καμένου στην απόφαση M. S. M. ν Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1327/2023, ημερ. 21.11.23.  Συνακόλουθα, απορρίπτονται ως αβάσιμοι και οι ισχυρισμοί του αιτητή περί έλλειψης νόμιμης αιτιολογίας και δέουσας έρευνας, νομικής και πραγματικής πλάνης και υπέρβασης εξουσίας.

 

Απορριπτέους κρίνω και τους λοιπούς ισχυρισμούς του αιτητή.  Ειδικότερα, αναφορικώς με την ισχυριζόμενη παραβίαση του άρθρου 43 του Ν.158(Ι)/99 και του δικαιώματος ακρόασης, επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τη νομολογία η έκδοση διατάγματος απέλασης αλλοδαπού δεν έχει χαρακτήρα τιμωρίας αλλά συνιστά έκφραση κρατικής κυριαρχίας (Khatataev Salaudi ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 4 ΑΑΔ 922).  Σε σχέση δε με τη γλώσσα σύνταξης των προσβαλλομένων πράξεων, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η ελληνική είναι, συμφώνως του Άρθρου 3 του Συντάγματος, επίσημη γλώσσα της Δημοκρατία και ουδεμία ρητή συνταγματική ή νομοθετική πρόνοια δεν επέβαλλε αυτές να συνταχθούν στη γλώσσα του αιτητή (Hassan Alhamiyan v Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 590).

 

Σε σχέση, τέλος, με την υποβολή από τον αιτητή δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία μετά την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Οι νομικές συνέπειες της υποβολής μεταγενέστερης αίτησης ασύλου με έχει απασχολήσει επισταμένως στην V.R.P. v Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1937/22, ημερ. 10.03.2023, το περιεχόμενο και την κατάληξη στην οποία υιοθετώ.  Προς αποφυγή παράθεσης εκτενών περικοπών, περιορίζομαι για τους σκοπούς της παρούσας στην επανάληψη καταρχάς της δικής μου θεώρησης ότι, βάσει των προνοιών των σχετικών Οδηγιών (Οδηγία 2013/32[1], Οδηγία 2013/33[2] και Οδηγία 2008/115[3]) και της νομολογίας του ΔΕΕ, αίτηση διεθνούς προστασίας δεν είναι μόνο η αίτηση που καταχωρείται πρώτη, αλλά και οι μεταγενέστερες αιτήσεις, με τον αιτητή να θεωρείται, σε κάθε περίπτωση, ότι αιτείται διεθνούς προστασίας.

 

Πρόσωπο, όμως, που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση, έστω και αν θεωρείται αιτητής διεθνούς προστασίας, εντούτοις δεν ανακτά και δεν απολαμβάνει όλων των δικαιωμάτων που απολαμβάνουν οι αιτητές ασύλου, ιδιαίτερα σε σχέση με το δικαίωμα παραμονής μέχρι την εξέταση της εν λόγω μεταγενέστερης αίτησης. 

 

Η Οδηγία 2013/32/ΕΕ αντικατέστησε την Οδηγία 2005/85/ΕΚ σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, η οποία συνιστούσε ένα πρώτο μέτρο στις διαδικασίες ασύλου.  Σκοπός δε της νέας Οδηγίας ήταν να επέλθουν ορισμένες ουσιώδεις αλλαγές στην Οδηγία 2005/85/ΕΚ (βλ. αιτιολογικές σκέψεις (1) και (2) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).  Στις εν λόγω ουσιώδεις αλλαγές περιλαμβάνονται οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα παραμονής, το οποίο κατά κανόνα παρέχεται σε αιτούντα διεθνή προστασία (άρθρο 9 Οδηγίας 2013/32/ΕΕ) σε περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης. 

 

Προφανώς προς το σκοπό αντιμετώπισης περιπτώσεων καταχρηστικών και διαδοχικών αιτήσεων, εισήχθη στην Οδηγία 2013/32/ΕΕ το άρθρο 41 (η Οδηγία 2005/85/ΕΚ δεν προέβλεπε αντίστοιχη ρύθμιση), εκ του οποίου συνάγεται, σε συνδυασμό με τις πρόνοιες των άρθρων 40 και 33(2)(δ) της Οδηγίας, ότι τα κράτη μέλη σε περίπτωση πρώτης μεταγενέστερης αίτησης μπορούν (δεν υποχρεούνται) να δεχθούν εξαίρεση από το δικαίωμα παραμονής στο έδαφός τους όταν η εν λόγω πρώτη μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω γιατί κρίνεται ως απαράδεκτη λόγω του ότι δεν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα.  Συνακόλουθα, μέχρι την εξέταση του παραδεκτού της πρώτης, μόνο, μεταγενέστερης αίτησης και όχι τυχόν δεύτερης ή επόμενης, δεν δύνανται τα κράτη μέλη να προβαίνουν σε εξαίρεση από το δικαίωμα παραμονής στο έδαφός τους.  Σε περίπτωση δεύτερης ή επόμενης μεταγενέστερης αίτησης τα κράτη μέλη δύνανται να προβαίνουν στην εν λόγω εξαίρεση, χωρίς να αναγνωρίζεται δικαίωμα παραμονής μέχρι την εξέταση του παραδεκτού της αίτησης. 

 

Στην απόφαση C-534/11, Arslan, ημερ. 30/05/2013[4], το ΔΕΕ εξετάζοντας το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου κατά πόσον, παρά τη μη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2008/115 στους υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, είναι εντούτοις δυνατόν να διατηρηθεί υπό κράτηση ένας τέτοιος υπήκοος ο οποίος υπέβαλε την εν λόγω αίτηση αφού τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 με σκοπό την επιστροφή του ή την απομάκρυνσή του, κατέληξε στα ακόλουθα:

 

«57      Όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπομονεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ’ αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.

 

58      Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.

 

59      Περαιτέρω, στον βαθμό που η διατήρηση της κρατήσεως φαίνεται ότι υπό παρόμοιες συνθήκες είναι αντικειμενικώς αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος να αποφύγει οριστικά την επιστροφή του, η διατήρηση αυτή επιτρέπεται επίσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/9.

 

60      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, καίτοι η οδηγία 2008/115 είναι προσωρινώς ανεφάρμοστη κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ως εκ τούτου θα τερματιζόταν οριστικά η διαδικασία επιστροφής, καθόσον αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση που θα απορριπτόταν η αίτηση ασύλου. Όπως όμως επισήμαναν η Τσεχική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν, υπό συνθήκες όπως αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, C‑329/11, Achughbabian, Συλλογή 2011, σ. Ι‑12695, σκέψη 30).

61      Επιπλέον, το άρθρο 23, παράγραφος 4, στοιχείο ι΄, της οδηγίας 2005/85 προβλέπει ρητώς ότι η περίσταση ότι ο αιτών υποβάλλει αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που θα οδηγούσε στην απομάκρυνσή του μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως της εν λόγω αιτήσεως, καθόσον η περίσταση αυτή μπορεί να δικαιολογήσει την επιτάχυνση ή τη θέση σε προτεραιότητα της εξετάσεως αυτής. Η οδηγία 2008/115 μεριμνά συνεπώς ώστε τα κράτη μέλη να έχουν τα αναγκαία εργαλεία στη διάθεσή τους για να μπορούν να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας επιστροφής, αποφεύγοντας την αναστολή της εν λόγω διαδικασίας πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την ορθή επεξεργασία της αιτήσεως.

 

62      Πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι από το γεγονός και μόνον ότι ένας αιτών άσυλο, κατά την υποβολή της αιτήσεώς του, αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως περί επιστροφής και έχει τεθεί υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 δεν μπορεί να τεκμαίρεται, χωρίς κατά περίπτωση εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι αυτός υπέβαλε την αίτηση αυτή με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιώσει την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία και αναλογική η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως.

 

63      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι οδηγίες 2003/9 και 2005/85 δεν απαγορεύουν τη διατήρηση της κρατήσεως υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115[5] αφού τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115, βάσει διατάξεως του εθνικού δικαίου, αν προκύπτει, κατόπιν κατά περίπτωση εκτιμήσεως του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι η αίτηση υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιωθεί η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος την επιστροφή του».

 

Εντούτοις, η αναγκαιότητα όπως, για τη διατήρηση σε ισχύ του ήδη εκδοθέντος διατάγματος κράτησης, προηγείται η εξέταση των δεδομένων της περίπτωσης ενός αιτητή για να διαπιστωθεί κατά πόσον αυτός υπέβαλε την αίτηση διεθνούς προστασίας προκειμένου να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής και η συνακόλουθη απαίτηση για γραπτή αξιολογική περί τούτου κρίση του Διευθυντή, η οποία να μπορεί να ελεγχθεί ακυρωτικώς από το Διοικητικό Δικαστήριο (εάν βεβαίως προσβληθεί με προσφυγή είτε ως πράξη είτε ως παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας), θεωρώ ότι περιορίζεται στις περιπτώσεις που ο αιτητής διεθνούς προστασίας έχει εκ της Οδηγίας δικαίωμα παραμονής, ήτοι τις περιπτώσεις πρώτης αίτησης διεθνούς προστασίας (όπως η διαφορά της κύριας δίκης στην Arslan, ανωτέρω) ή πρώτης μεταγενέστερης αίτησης (ως τα γεγονότα στην V.R.P., ανωτέρω).

 

Επισημαίνεται ότι εν προκειμένω ο αιτητής υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 27.05.2023, μόλις 4 δηλαδή ημέρες μετά την κήρυξή του ως απαγορευμένου μετανάστη και την έκδοση εναντίον του των προσβαλλομένων διαταγμάτων, ενώ η παραμονή του στη Δημοκρατία κατέστη παράνομη από τις 11.02.2021, όταν απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου η πρώτη μεταγενέστερη του αίτηση.  Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι υπό αυτές τις περιστάσεις δεν απαιτείτο νέα εξέταση της περίπτωσής του ώστε να αιτιολογηθεί η διατήρηση σε ισχύ του εκδοθέντος 4 μόλις ημέρες προηγουμένως διατάγματος κράτησης, ώστε στην απουσία τέτοιας αιτιολόγησης η προσφυγή του αιτητή να πρέπει να επιτύχει λόγω παράλειψης (ως η αιτούμενη με την παράγραφο Δ του αιτητικού της παρούσας προσφυγής θεραπεία).  Τέτοια απαίτηση ενέχει τον προφανή κίνδυνο ενθάρρυνσης καταχώρισης μεταγενέστερων αιτήσεων καταχρηστικώς και την επανεκκίνηση της διοικητικής διαδικασίας στο διηνεκές, κατά παράβαση και της υποχρεώσεως των κρατών μελών να καταπολεμούν την παράνομη μετανάστευση.

 

Τούτων δοθέντων δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε πλημμέλεια στην έκδοση των προσβαλλομένων διαταγμάτων, τα οποία κρίνονται νόμιμα και δεόντως αιτιολογημένα, ούτε οποιαδήποτε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1.500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.

 

 

 



[1] Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, (αναδιατύπωση).

[2] Οδηγία  2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία, όπως διορθώθηκε.

[3] Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008 , σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.

[4] ECLI:EU:C:2013:343

[5] Σημειώνεται ότι, προφανώς εκ παραδρομής, το κείμενο της απόφασης στην ελληνική αναφέρεται στο σημείο αυτό στην Οδηγία 2008/115 αντί του ορθού 2005/85 που αναφέρεται στην αγγλική, γαλλική και γερμανική απόδοση του κειμένου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο