ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                           

(Υπόθεση Αρ. 109/2009)

 

8 Απριλίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

   Χ. Α.                  

                                                                             Αιτητής

                                                          ΚΑΙ

              ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ης  η Αίτηση

 

 

Ε. Τόλλα (κα), για Μάριος Ηλιάδης & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Α. Χρίστου (κα), για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ’ ης η Αίτηση

Α. Χρίστου (κα), για Κ. Λοΐζου, για Ενδιαφερόμενο Μέρος.

         

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Το ιστορικό της υπό κρίση υπόθεσης ανάγεται στο μακρυνό 2008. Ο αιτητής ήταν υποψήφιος για προαγωγή στη θέση του Ανώτερου Τεχνικού Σταθμού, Τεχνικού Μηχανικού Σταθμού (Μηχανολογία), Μηχανολογική Συντήρηση, Κλίμακα Α9, Επιχειρησιακή Μονάδα Παραγωγής, Ηλεκτροπαραγωγός Σταθμός Βασιλικού («η επίδικη θέση»). Το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ΄ ης η αίτηση, Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου («η Αρχή»), στη συνεδρία του που πραγματοποιήθηκε στις 16.12.2008, αποφάσισε την προαγωγή του Ι. Ν., ενδιαφερόμενου μέρους (Ε.Μ.), στην επίδικη θέση αντί του αιτητή. Ο τελευταίος αντέδρασε και κατά της απόφασης αυτής καταχώρησε την προσφυγή αρ. 109/2009, επί της οποίας εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρωτική απόφαση, στις 5.3.2012, εφόσον κρίθηκε ότι ο πρώτος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης ευσταθούσε. Σύμφωνα με τον ακυρωτικό Δικαστή, η απόφαση υπέρ του Ε.Μ. λήφθηκε πεπλανημένα, χωρίς να συγκεντρώνει τη νόμιμη πλειοψηφία  του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής.

 

Η πρωτόδικη απόφαση ανετράπη κατ’ έφεση, εφόσον το Ανώτατο Δικαστήριο, με την απόφασή του στην Α.Ε. 93/12[1], έκρινε κατά πλειοψηφία και για τους λόγους που αναλυτικά εκεί εκτίθενται, πως εσφαλμένα κρίθηκε από τον ακυρωτικό Δικαστή ότι έπασχε η προσβαλλόμενη απόφαση για τον πιο πάνω λόγο. Κατά συνέπεια, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε και το Εφετείο παρέπεμψε την προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, ώστε, ως αναφέρεται στην απόφαση, «να εξεταστούν κατά προτεραιότητα και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης που τέθησαν και δεν εξετάστηκαν».

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η προσφυγή τέθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με σκοπό την εξέταση των λοιπών εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που είχαν τεθεί κατά την προηγούμενη διαδικασία και δεν έτυχαν εξέτασης.

 

Η υπόθεση ορίστηκε για διευκρινίσεις, οπότε και η πλευρά του αιτητή ήγειρε για πρώτη φορά νέο λόγο ακύρωσης, αφορώντα ευθέως σε θέμα δημοσίας τάξεως, ήτοι ζήτημα κακής σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής κατά την τακτική του συνεδρία της 16.12.2008, όταν και λήφθηκε η απόφαση προαγωγής του Ε.Μ. στην επίδικη θέση. Κατά τη σχετική εισήγηση, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, όπως προέκυπτε από τα σχετικά πρακτικά, απουσίαζε από τη συνεδρία που λήφθηκε η επίδικη απόφαση, χωρίς να δίδεται και/ή καταγράφεται οποιαδήποτε εξήγηση και/ή αιτιολογία για την απουσία του αυτή. Η συνήγορος για την καθ’ ης η αίτηση, κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου τούτου, προσκόμισε αντίγραφο του συνόλου των πρακτικών της συγκεκριμένης συνεδρίας, τα οποία και τέθηκαν ενώπιον μου, προκειμένου να τύχει εξέτασης ο συγκεκριμένος ισχυρισμός.

 

Επιπρόσθετα, η πλευρά του αιτητή ήγειρε και ζήτημα πάσχουσας σύνθεσης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού, κατά την προηγηθείσα συνεδρίασή της, ημερομηνίας 14.11.2008, όταν και εξετάστηκε το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης. Ως προβάλλεται, ο Πρόεδρος της Αρχής απουσίαζε και από τη συγκεκριμένη συνεδρία, χωρίς να δίδεται και ως προς αυτή την απουσία οποιαδήποτε αιτιολογία, παρά μόνον ότι αυτός απουσίαζε λόγω κωλύματος, κάτι που δεν συνιστά επαρκή αιτιολόγηση, αλλά καθιστά πάσχουσα τη σύνθεση του υπό αναφορά συλλογικού οργάνου.

 

Με απόφασή του, ημερομηνίας 26.10.2018, το παρόν Δικαστήριο ακύρωσε εκ νέου την προσβαλλόμενη απόφαση, καθότι διέκρινε ζήτημα πάσχουσας σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, «η οποία βεβαίως επηρεάζει και καθιστά πάσχουσα ολόκληρη την προαγωγική διαδικασία και την τελική απόφαση προαγωγής του Ε.Μ. στην επίδικη θέση ακυρωτέα». Επιπρόσθετα, εντοπίστηκε και ζήτημα αναφορικά με τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού, κατά τη συνεδρίασή της ημερομηνίας 14.11.2008, εφόσον απουσίαζε από την εν λόγω συνεδρία ο Πρόεδρος της Αρχής, χωρίς να δίδεται προς τούτο επαρκής αιτιολόγηση.

 

Η πιο πάνω ακυρωτική απόφαση εφεσιβλήθηκε και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 13.12.2023, αφού έκανε δεκτό τον σχετικό λόγο έφεσης και έκρινε εσφαλμένη την πρωτόδικη κρίση περί πάσχουσας σύνθεσης, παρέπεμψε εκ νέου την προσφυγή στο παρόν Δικαστήριο, για να εξεταστούν και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης που είχαν προωθηθεί και δεν εξετάστηκαν.  

 

Συνεπώς, με δεδομένη πλέον την τελεσίδικη κρίση περί νομιμότητας της σύνθεσης του αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου, προχωρώ στην εξέταση των λοιπών εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται. Ειδικότερα, ο αιτητής-

 

(i) Προβάλλει ότι παραγνωρίστηκε η υπέρ του σύσταση του Διευθυντή, χωρίς ειδική αιτιολογία. Εφόσον δε ο αιτητής υπερέχει σε αρχαιότητα, πείρα και προσόντα και έχει υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή, η περιεχόμενη στο σχετικό πρακτικό απόκλιση από την εν λόγω σύσταση δεν έγινε με ειδική αιτιολόγηση·

 

(ii) Ισχυρίζεται ότι παραγνωρίστηκε η υπεροχή του σε αρχαιότητα και συνεπαγόμενη πείρα, αλλά και σε προσόντα, απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, χωρίς καμία αιτιολογία·

 

(iii) Υποβάλλει, τέλος, ότι πάσχουν ως άκυρες οι αξιολογήσεις του αιτητή για τα έτη 2005, 2006 και 2007, όπου μειώθηκε η βαθμολογία του, με αποτέλεσμα αυτός να περιέλθει σε δυσμενέστερη θέση έναντι του Ε.Μ.. Κατά τον σχετικό ισχυρισμό, η μείωση της βαθμολογίας του αιτητή λόγω αλλαγής καθηκόντων, είναι παράνομη, καταχρηστική και αναιτιολόγητη.

Εκ διαμέτρου αντίθετη επί των πιο πάνω υπήρξε η θέση της συνηγόρου της καθ’ ης η αίτηση, η οποία ισχυρίζεται ότι η προαγωγική διαδικασία μέχρι και τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, υπήρξε καθόλα σύννομη. Η δε επίδικη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή, λήφθηκε δε αυτή, κατ’ ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή της οικείας νομοθεσίας, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, αλλά και κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας της καθ’ ης η αίτηση, η οποία και παρέσχε ειδική αιτιολόγηση για την απόκλισή της από τη σύσταση του Διευθυντή.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων και ισχυρισμών, είτε υπέρ είτε κατά του κύρους και της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Εν πρώτοις, κρίνεται χρήσιμη η συγκριτική αντιπαραβολή της υπηρεσιακής εικόνας αιτητή και Ε.Μ. στα θεσμοθετημένα κριτήρια επιλογής, τα οποία προβλέπονται στον Κανονισμό 23(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών, ως αυτοί ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο («οι Κανονισμοί»). Σύμφωνα με την εν λόγω κανονιστική διάταξη-

 

«Προαγωγαί αποφασίζονται βάσει της πείρας της αξίας της ικανότητας, της αρχαιότητας παρά τη Αρχή, των προσόντων εν συσχετισμώ προς το εκάστοτε ισχύον διά την θέσιν σχέδιον υπηρεσίας, και της εν τη υπηρεσία επιδόσεως εκάστου υποψηφίου. Νοείται ότι η σειρά εν τη οποία τα κριτήρια ταύτα (...) αναφέρονται ανωτέρω, ουδόλως καθορίζει ή υποδηλοί ιεράρχησιν, αξιολόγησιν ή υπερτέραν βαρύτητα οιουδήποτε των ως άνω κριτηρίων έναντι ετέρου.».

 

Όσον αφορά στο κριτήριο της αξίας, και δη τις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων πέντε ετών (2003 έως 2007), το Ε.Μ. υπερέχει του αιτητή, με βαθμολογία 40Α έναντι 31Α του αιτητή.

 

Όσον αφορά στα προσόντα, αιτητής και Ε.Μ. πληρούν τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενα για την επίδικη θέση, ενώ το Ε.Μ. διαθέτει και πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, το οποίο δεν προνοείται από το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά κρίθηκε σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, ήτοι δίπλωμα από το Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο (ΑΤΙ), αλλά και GCE OLevel στη Φυσική.

 

Στο κριτήριο της αρχαιότητας, ο αιτητής υπερέχει έναντι του Ε.Μ., αυτή δε η υπεροχή ανάγεται στην ημερομηνία διορισμού του στην Αρχή, εφόσον αυτός διορίστηκε την 1.10.1991 και το Ε.Μ. την 1.10.1992. Και οι δυο, όμως, προήχθησαν στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, την 1.8.2005.

 

Τέλος, το Ε.Μ. έχει υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή. Στην εν λόγω σύσταση, αναφέρθηκαν από τον Διευθυντή τα εξής:

 

«Με βάση όλα τα ενώπιον μου στοιχεία που αφορούν όλους τους υποψηφίους, θεωρώ ότι όλοι τους κατέχουν τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και πληρούν τις προϋποθέσεις καταλληλότητας της υπό πλήρωση θέσης.

 

Είμαι της γνώμης ότι ο καταλληλότερος υποψήφιος για την κρινόμενη θέση είναι ο Χ. Α. και ως εκ τούτου τον συστήνω για προαγωγή.

 

[.]

 

O Χ. Α., πέραν των προβλεπομένων από το Σχέδιο  Υπηρεσίας προσόντα, διαθέτει δίπλωνα τον ΑΤΙ και GCE "Ο" Level στη Φυσική. Τα εν λόγω προσόντα δεν προνοούνται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, είναι όμως σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων της θέσης και, ως εκ τούτου τους δίδω τη δέουσα βαρύτητα.

 

[.]

 

Αναφορικά με τον Ι. Ν., παρατηρώ ότι ο Χ. Α. υπερέχει έναντι του σε αρχαιότητα στην Αρχή και κατά συνέπεια σε πείρα. Ως προς τη βαθμολογημένη αξία, αναφέρω ότι ο Ι. Ν. υπερέχει έναντι του Χ. Α. τα τελευταία πέντε χρόνια. Λαμβάνω όμως επίσης υπόψη μου, τα επιπρόσθετα προαναφερθέντα προσόντα που διαθέτει ο Χ. Α. σε αντίθεση με τον Ι. Ν.. Ναι μεν δεν προνοούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, αλλά τα θεωρώ απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα και ευθύνες του Σχεδίου Υπηρεσίας και τους δίδω τη δέουσα βαρύτητα.

 

O Χ. Α. υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι όλων των υποψηφίων που ακολουθούν και κατά συνέπεια υπερέχει έναντι τους σε πείρα, όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις.

 

Έλαβα επίσης υπόψη μου το γεγονός ότι ο Χ. Α. ήδη εργάζεται στον Ηλεκτροπαραγωγή Σταθμό Βασιλικού και έχει ευρυτάτη πείρα στα Τμήματα Μηχανολογικής Συντήρησης των Ηλεκτροπαραγωγών Σταθμών Δεκέλειας και Βασιλικού και οι γνώσεις και οι εμπειρίες που έχει αποκτήσει κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στους εν λόγω Σταθμούς, τον καθιστούν καταλληλότερο υποψήφιο για τις ανάγκες της θέσης.».

 

Ωστόσο, η πιο πάνω σύσταση εν τέλει δεν υιοθετήθηκε. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το πρακτικό της επίδικης συνεδρίας του Συμβουλίου της Αρχής, ημερομηνίας 16.12.2008, -

 

«Τα Μέλη προχώρησαν στη δική τους ενδελεχή έρευνα, αξιολόγηση κατ σύγκριση όλων των υποψηφίων, όπως παρουσιάζονται στον κατάλογο χρώματος λευκού, με βάση όλα τα πιο πάνω ενώπιον τους στοιχεία και δεδομένα που αφορούν τους υποψηφίους και με βάση τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής στο σύνολο τους, ήτοι, την πείρα, την αξία την ικανότητα, την αρχαιότητα τους στην Αρχή, τα προσόντα τους, όπως παρουσιάζονται στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις και στους προσωπικούς τους φακέλους και την επίδοση τους στην υπηρεσία.

 

Στο σημείο αυτό, ο Αντιπρόεδρος κ. Γ. Π. πρότεινε να παρεκκλίνουν από τη σύσταση τον Διευθυντή, υπέρ του Χ. Α. και αντί αυτού να προάξουν στην κρινόμενη θέση τον Π. Π., λόγω υπεροχής του σε αρχαιότητα.

 

Το Μέλος κ. Γ. Β. πρότεινε να παρεκκλίνουν από τη σύσταση του Διευθυντή και αντί του Χ. Α. να αποφασίσουν την προαγωγή στην κρινόμενη θέση του Ι. Ν., λόγω υπεροχής του σε βαθμολογημένη αξία και κατά συνέπεια υπεροχής του σε ικανότητα και απόδοση στην υπηρεσία.

 

Το Μέλος κ. Χ.. Ε. συμφώνησε με τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ της προαγωγής στην κρινόμενη θέση του Χ. Α..

 

Ακολούθησε προβληματισμός των Μελών και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ τους ως προς τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί λόγω της μη ύπαρξης έστω κατά πλειοψηφία σύστασης από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για Θέματα Προσωπικού υπέρ συγκεκριμένου υποψηφίου. Ενόψει δε του γεγονότος ότι ενώπιον της Ολομέλειας που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα υπάρχουν τρεις διαφορετικές εισηγήσεις/προτάσεις για πλήρωση μιας θέσης, τα Μέλη αποφάσισαν όπως τεθούν προς ψηφοφορία οι τρεις αυτές προτάσεις. Τα Μέλη αποφάσισαν επίσης όπως τεθεί σε ξεχωριστή ψηφοφορία η υποψηφιότητα ενός προτεινόμενου υποψηφίου κάθε φορά. Πρώτα θα τεθεί η υποψηφιότητα του  Χ. Α. τον οποίο συστήνει ο Διευθυντής και μετά η  υποψηφιότητα των άλλων δύο προτεινόμενων υποψηφίων κατά σειρά αρχαιότητας. Στον υποψήφιο που θα πλειοψηφήσει στη ψηφοφορία που τον αφορά θα προσφερθεί προαγωγή στην κρινόμενη θέση.

Ως εκ τούτου, ο Αντιπρόεδρος κ. Γ. Π. έθεσε πρώτα σε ψηφοφορία την υποψηφιότητα για προαγωγή στην κρινόμενη θέση τον Χ. Α.. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν δύο ψήφοι υπέρ (εκείνες των Μελών κκ Χ.Ε. και Γ. Ι.) κατ 6 εναντίον.

 

Ακολούθως, ο Αντιπρόεδρος κ. Γ. Π. έθεσε σε ψηφοφορία την υποψηφιότητα για προαγωγή στην κρινόμενη θέση του Π. Π.. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν δύο ψήφοι υπέρ (εκείνες του Αντιπροέδρου κ. Γ. Π. και του Μέλους κ. Σ. Σ.) και 6 εναντίον.

 

Στη συνέχεια ο Αντιπρόεδρος έθεσε σε ψηφοφορία την προαγωγή στην κρινόμενη θέση του Ι. Ν.. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν τέσσερις ψήφοι υπέρ (εκείνες των Μελών κκ Γ. Β., Λ. Λ., Φ. Ι. και Π. Χ.) τρεις εναντίον και μία αποχή (του κ. Γ. Ι.).

 

Ως εκ τούτου και με βάση τα αποτελέσματα από τις πιο πάνω ψηφοφορίες, τα Μέλη αποφάσισαν κατά πλειοψηφία να προσφέρουν προαγωγή στον Ιωάννη Νικολάου, στη θέση του Ανώτερου Τεχνικού Σταθμού-Τεχνικού Μηχανικού Σταθμού (Μηχανολογία), Μηχανολογική Συντήρηση, Κλίμακα Α9, στην Επιχειρησιακή Μονάδα Παραγωγής, στον Ηλεκτροπαραγωγικό Σταθμό Βασιλικού, από την 1η Ιανουαρίου 2009.

 

Τα Μέλη που αποφάσισαν υπέρ της προαγωγής στην κρινόμενη θέση του Ι. Ν. και κατά παρέκκλιση της σύστασης του Διευθυντή, επεσήμαναν τα ακόλουθα:

 

O Ι. Ν. υστερεί σε αρχαιότητα στην Αρχή έναντι των Π. Π. και Χ.Α. όμως το γεγονός αυτό δεν αλλοιώνει την απόφασή τους, διότι η  αρχαιότητα τους αυτή αντισταθμίζεται από την αισθητή υπεροχή του Ι. Ν., έναντι των εν λόγω υποψηφίων σε αξία, απόδοση και επίδοση στην υπηρεσία, καθώς και σε ικανότητα, όπως συνάγεται από τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις των τελευταίων πέντε ετών. Δεν παρέλειψαν επίσης να λάβουν υπόψη τους τα πρόσθετα προσόντα των Π.Π. και Χ.Α., τα οποία όμως δεν προνοούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας.

 

Συγκρίνοντας τον Ι. Ν. με τους υπόλοιπους υποψηφίους που ακολουθούν, τα Μέλη στην κατά πλειοψηφία απόφασή τους υπέρ του, ανέφεραν ότι υπερτερεί έναντι τους σε αρχαιότητα.».

 

Υπήρξε λοιπόν απόκλιση από τη δοθείσα σύσταση. Η οποία, ωστόσο, δεδομένου του περιεχομένου της, θεωρώ ότι υπήρξε ειδικώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, κατά τρόπο που να μην μπορούν να στοιχειοθετηθούν οι περί του αντιθέτου θέσεις του αιτητή. Όπως προκύπτει από την απόφασή του, το Συμβούλιο, αφού προχώρησε σε δική του έρευνα, αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, στη βάση του συνόλου των ενώπιον του στοιχείων και με βάση τα θεσμοθετημένα κριτήρια προαγωγής στο σύνολό τους, και αφού έλαβε υπόψη του και τη σύσταση του Διευθυντή, έκρινε το Ε.Μ. ως τον πλέον κατάλληλο για προαγωγή στην επίδικη θέση, αιτιολογώντας την απόφασή του αυτή, με ειδική αναφορά τόσο στην ακολουθηθείσα διαδικασία, αλλά και στη συγκριτική αντιπαραβολή της υπηρεσιακής εικόνας αιτητή και Ε.Μ. σε όλα τα στοιχεία κρίσης, ως έχει αυτολεξεί τεθεί πιο πάνω. Είναι δε σαφές ότι δεν ακολουθήθηκε η σύσταση και το Ε.Μ. επιλέγη έναντι του αιτητή λόγω της αισθητής υπεροχής του στο κριτήριο της αξίας, απόδοσης και επίδοσης στην υπηρεσία, αλλά και σε ικανότητα, όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων πέντε χρόνων. Ειδική συγκριτική αντιπαραβολή μεταξύ των δυο διαδίκων γίνεται και στο κριτήριο των προσόντων, αλλά και στην αρχαιότητα και, εν τέλει, προκύπτει με σαφήνεια και επάρκεια το σκεπτικό και/ή ο λόγος που επιλέγη το Ε.Μ. έναντι του αιτητή, κατ’ απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή. Κρίνω ότι δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε περαιτέρω αιτιολόγηση για την εν λόγω απόκλιση.

 

Συναφώς, υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό, ότι το Συμβούλιο της Αρχής είναι το όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα επί  ζητημάτων προαγωγών, σύμφωνα και με τον Κανονισμό 19(4) των Κανονισμών, ο οποίος προβλέπει ότι «Η Αρχή εν ολομέλεια θα έχη αποκλειστικήν αρμοδιότητα και εξουσίαν να λαμβάνη τελικάς και δεσμευτικάς αποφάσεις επί πάντων των θεμάτων προσωπικού.» Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι κατά πάγια νομολογία, η σύσταση προσθέτει στο κριτήριο της αξίας. Ωστόσο, όπως είναι επίσης νομολογιακά καθιερωμένο, ο ρόλος του Διευθυντή κατά τη λήψη απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, είναι καθαρά υποβοηθητικός και συμβουλευτικός και εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Αρχής το κατά πόσον θα υιοθετήσει ή όχι τη σύσταση (Τάσος Ν. Ρούσος ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υποθ. Αρ. 381/2007, ημερ. 28.11.2008). Εν προκειμένω, η απόφαση για μη υιοθέτηση της δοθείσας σύστασης, αιτιολογήθηκε ειδικώς, πειστικώς και με σαφήνεια στο πρακτικό της συνεδρίας του Συμβουλίου, ημερομηνίας 16.12.2008, ανταποκρινόμενη ωσαύτως στις νομολογιακές επιταγές επί του θέματος (Κώστας Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624).

Ως εκ των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος ακύρωσης που προωθείται, απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Ισχυρίζεται περαιτέρω ο αιτητής ότι παραγνωρίστηκε η υπεροχή του σε αρχαιότητα και, συνακόλουθα, σε πείρα, αλλά και σε προσόντα, καθώς και ότι πάσχει η προσβαλλόμενη πράξη λόγω έλλειψης της δέουσας αιτιολογίας.

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις πιο πάνω θέσεις.

 

Εν πρώτοις, προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα έγγραφα ότι το σύνολο των στοιχείων αναφορικά με την υπηρεσιακή εικόνα αιτητή και Ε.Μ., περιλαμβανομένης και της αρχαιότητας, της πείρας και των προσόντων των υποψηφίων, ήταν ενώπιον του αρμοδίου οργάνου και λήφθηκε υπόψη κατά την προαγωγική διαδικασία που απέληξε στην έκδοση της επίδικης απόφασης. Περαιτέρω, από το ίδιο το πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης, προκύπτει ότι η καθ’ ης η αίτηση, για τη διαμόρφωση της τελικής της κρίσης, έλαβε υπόψη της και αξιολόγησε και το κριτήριο των προσόντων και αυτό της αρχαιότητας, αλλά και την αξία, απόδοση και επίδοση των υποψηφίων στην υπηρεσία, καθώς και ικανότητα, όπως αυτές συνάγονται από τις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων πέντε ετών.

 

Εν πάση δε περιπτώσει, λαμβανομένης υπόψη της συγκριτικής αντιπαραβολής των δυο υποψηφίων στα προεκτεθέντα στοιχεία κρίσης, θεωρώ ότι η τελική απόφαση κρίνεται ορθή και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή. Εν πρώτοις, είναι σαφές ότι το Ε.Μ. υπερέχει καταφανώς του αιτητή στο κριτήριο της αξίας και κατ’ επέκταση, σε απόδοση και επίδοση στην υπηρεσία, καθώς και σε ικανότητα, με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων πέντε ετών. Είναι δε γνωστή η νομολογία, στην οποία παραπέμπει και η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση, σύμφωνα με την οποία το κριτήριο της αξίας είναι πρωταρχικής σημασίας, «αφού η αξία έχει άμεση συνάρτηση προς την έννοια του καλύτερου ως έμπρακτη έκφραση της εν λόγω ιδιότητας μέσα από τα νενομισμένα επί μέρους στοιχεία αξιολόγησης που συνθέτουν και την όλη εικόνα. Τα άλλα κριτήρια, προσόντα, αρχαιότητα, πείρα, έχουν τη σημασία τους, αφού και αυτά είναι ενδεικτικά της αξίας, δεν έχουν όμως αφ’ εαυτά [sic] πρωταρχική ή καθοριστική σημασία» (Πετρώνδας κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 875/1996 κ.α., ημερ. 20.5.1999, Παπαδόπουλου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2782 και Α.Ε. 2783, ημερ. 12.6.2001). Εξάλλου, έχει νομολογηθεί ότι και το κριτήριο της ικανότητας, συνδέεται άρρηκτα και κρίνεται από την αντικειμενική αξία κάθε υποψηφίου, όπως αυτή εξάγεται από τις εμπιστευτικές εκθέσεις (Χαραλάμπους ν. ΑΗΚ, Υποθ. Αρ. 130./2005, ημερ. 17.3.2006). Συνεπώς, η βαθμολογική υπεροχή του Ε.Μ. έναντι του αιτητή στις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων πέντε χρόνων, στοιχειοθετεί και την υπεροχή του στο κριτήριο της ικανότητας.

 

Περαιτέρω, ισχυρίζεται ο αιτητής ότι παραγνωρίστηκε η υπεροχή του σε αρχαιότητα και, συνακόλουθα, σε πείρα έναντι του Ε.Μ.. Δεν συμφωνώ. Ως έχει ήδη λεχθεί πιο πάνω, προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη και αξιολογήθηκε η υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα, η οποία όμως εν προκειμένω δεν μπορούσε παρά να έχει οριακή σημασία, εφόσον ανάγεται στην ημερομηνία διορισμού του στην Αρχή: ο αιτητής διορίστηκε την 1.10.1991 και το Ε.Μ. την 1.10.1992. Και οι δυο, όμως, προήχθησαν στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, την 1.8.2005. Έχει πολλάκις νομολογηθεί ότι απομακρυσμένη αρχαιότητα και/ή αρχαιότητα που δεν ανάγεται στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, δεν είναι ουσιαστικής, αλλά οριακής σημασίας (Δημοκρατία ν. Γεώργιου Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, Θεοδώρα Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 376/2011, ημερ. 17.7.2012, Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 917/2000, ημερ. 18.1.2002). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Λαμπρινή Γωγάκη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 488/2013, ημερ. 11.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:D513, «Αυτού του είδους αρχαιότητα έχει νομολογηθεί ως ήσσονος σημασίας που ενδεχομένως να αποκτά κάποια οριακή αξία εάν όλα τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα».

 

Κατά συνέπεια, και η εκ της εν λόγω αρχαιότητας απορρέουσα πείρα, δεν μπορεί παρά να έχει οριακή σημασία και δεν προκύπτει ούτε στο στοιχείο αυτό ουσιαστική υπεροχή του αιτητή, υπό το φως και της πάγιας νομολογίας επί του θέματος, σύμφωνα με την οποία η πείρα λαμβάνεται υπόψη από το διοικητικό όργανο, εφόσον είναι σχετική και ανάγεται σε καθήκοντα που ο υποψήφιος επιτελούσε στην αμέσως της προηγούμενης της προαγωγής θέση (Παναγή v Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, Περικλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2/2014, ημερ. 13.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:C15). Εν προκειμένω, οι δυο υποψήφιοι προήχθησαν στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, την 1.8.2005. Εξάλλου, έχει επίσης νομολογηθεί ότι η πείρα συναρτάται άμεσα με την αξία και καθορίζεται με βάση την ένταση που καταπιάνεται κάποιος με ένα συγκεκριμένο τομέα εργασίας. Όπως λέχθηκε στην Ανδρόνικος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 30, η ένταση με την οποία κάποιος καταπιάνεται με ένα συγκεκριμένο τομέα εργασίας και τα αποτελέσματα της δουλειάς του, είναι οι πιο σημαντικοί δείκτες της πείρας.

 

Τέλος, ως προς τα προσόντα, έχω την άποψη ότι η υπό του αιτητή κατοχή ενός πρόσθετου ακαδημαϊκού τίτλου, ήτοι του διπλώματος του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (ΑΤΙ), ο οποίος ούτε απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε και αναφέρεται ως πλεονέκτημα, δεν μπορεί από μόνη της να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του αιτητή (Δ.Μ. κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1505/2017 κ.α., ημερ. 16.11.2022). Αυτό, βεβαίως, δεν συνεπάγεται ότι η καθ’ ης η αίτηση δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε το πρόσθετο προσόν του αιτητή, εξάλλου αυτό προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά. Κατά πάγια όμως νομολογία, το διορίζον όργανο αξιολογεί και σταθμίζει τα πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, αποφεύγοντας δυο άκρα, ήτοι, αφενός, να μη δοθεί σ' αυτά υπερβολική βαρύτητα, ώστε να ισοδυναμούν με απόδοση έκδηλης υπεροχής, αλλά, αφετέρου, η σημασία που τους δίδεται να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων (Σολομωνίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.135/2013, ημερ. 3.2.2020, ECLI:CY:AD:2020:C44, Πανίκος Πούρος κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Γιώργος Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406). Εν προκειμένω, και δεδομένης της συνολικής υπηρεσιακής εικόνας των δυο υποψηφίων, δεν εντοπίζω να έχει εκφύγει των πιο πάνω ορίων η υπό της καθ’ ης η αίτηση αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η επίδικη απόφαση κρίνεται σύννομη και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της καθ’ ης η αίτηση.

 

Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, το διορίζον όργανο, κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψηφίου για συγκεκριμένη θέση, δύναται να αποδώσει περισσότερη σπουδαιότητα σε ένα παράγοντα από ό,τι σε άλλον, στο πλαίσιο ενάσκησης της διακριτικής του ευχέρειας (Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 82, lerides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165, 180, Θέσπις Παντζαρή ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υποθ. Αρ. 744/98, ημερ. 26.5.1999, Ανδρέας Χρίστου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υποθ. Αρ. 134/96, ημερ. 19.3.1997). Πεδίο δε για παρέμβαση του ακυρωτικού Δικαστηρίου παρέχεται μόνον εφόσον προκύπτει ότι η εξουσία ασκήθηκε εκτός της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου και/ή κατά παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης, κάτι που εν προκειμένω δεν εντοπίζεται.

 

Όπως, με βάση τα προεκτεθέντα, δεν εντοπίζεται ούτε κενό έρευνας, αλλ’ ούτε αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Από τα σχετικά πρακτικά των συνεδριών που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της επίδικης προαγωγικής διαδικασίας, προκύπτουν με σαφήνεια το σκεπτικό και οι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή του Ε.Μ., έναντι του αιτητή, κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Η δε αιτιολογία δύναται να συμπληρωθεί, και συμπληρώνεται, από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων (Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου, Αρ. 38/2016, ημερ. 1.7.2022).

 

Ούτε κενό έρευνας εντοπίζεται. Υπενθυμίζεται ότι το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης και η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα (FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 34/2012, ημερ. 15.12.2017). Επαρκής θεωρείται η έρευνα που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, 450), η δε έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία επί της έρευνας που θα ακολουθηθεί είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121).

 

Ως εκ των πιο πάνω, απορρίπτεται ως αβάσιμος και ο δεύτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης.

 

Τέλος, δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι οι αξιολογήσεις του για τα έτη 2005 έως και 2007 είναι άκυρες, ως αναιτιολόγητες, καταχρηστικές και στηριζόμενες σε εξωγενές στοιχείο κρίσης. Ο αιτητής προήχθη κατά το έτος 2005 και, πράγματι, όπως προκύπτει από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 2005, 2006 και 2007, υπήρξε μείωση της βαθμολογίας του. Επ’ αυτού, η καθ’ ης η αίτηση ανέφερε στην ετήσια αξιολόγηση του έτους 2005, στο σημείο «Παρατηρήσεις», ότι «Η μείωση της βαθμολογίας οφείλεται σε αλλαγή καθηκόντων (προαγωγή)». Τονίζεται εξ’ αρχής ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στη θέση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου και δεν ασκεί πρωτογενή έλεγχο της βαθμολόγησης του υποψηφίου. Εφόσον δε το διοικητικό όργανο έκρινε ότι η απόδοση του αιτητή είχε μειωθεί, όφειλε και/ή είχε καθήκον να προβεί στην ανάλογη βαθμολόγηση, με βάση πάντα τα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι στην υπό κρίση περίπτωση η βαθμολόγηση του αιτητή δεν στηρίχθηκε στα εν λόγω κριτήρια. Με την πιο πάνω δε αναφορά της καθ’ ης η αίτηση στο σημείο «Παρατηρήσεις», δεν θεωρώ ότι προκύπτει πως η εν λόγω μείωση της βαθμολογίας του αιτητή διαμορφώθηκε στη βάση εξωγενών στοιχείων κρίσης, αλλά μάλλον δόθηκε πρόσθετη διευκρίνιση και/ή αιτιολόγηση από την καθ’ ης η αίτηση για τη μείωση της βαθμολογίας του αιτητή, η οποία, ως αναφέρουν και οι συνήγοροι της καθ’ ης η αίτηση, μέχρι την ετήσια αξιολόγηση του έτους 2005, οπότε και άλλαξε καθήκοντα ο αιτητής, ήταν πάντοτε σταθερή. Έχει συναφώς νομολογηθεί ότι ο εκάστοτε υπάλληλος δεν αξιολογείται με βάση τις ιδιαιτερότητες των καθηκόντων που του ανατίθενται κάθε φορά, αλλά με βάση τις ιδιότητες «που αναφαίνονται από την εκτέλεση των νομοθετημένων καθηκόντων της θέσης» (Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 2374, ημερ. 15.9.1999, Πέτρος Πετρίδη ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Υποθ. Αρ. 868/2002, ημερ. 6.11.2003).

 

Ως εκ των πιο πάνω, και ο τρίτος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Εν κατακλείδι, κρίνω σκόπιμο να υπενθυμίσω ότι, κατά πάγια νομολογία, σε περιπτώσεις ως η εδώ κρινόμενη, επέμβαση του Δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον όπου διαπιστώνεται έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι του επιλεγέντος υποψηφίου (Θεοκλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 90/2013, ημερ. 26.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:C490), το δε βάρος να αποδείξει μια τέτοια υπεροχή φέρει ο αιτητής (Παναγιώτη Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755, Σολομωνίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 901/2010, ημερ. 8.10.2013, Δημοκρατία ν. Μάριος Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329). Εν προκειμένω, ο αιτητής είχε το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής, προκειμένου να πετύχει ακυρότητα της επίδικης πράξης. Ωστόσο, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν αποδείχθηκε από πλευράς αιτητή έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ., ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου (Δημήτριος Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023). Ούτε και υπήρξε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της καθ’ ης η αίτηση οπότε και μόνον θα μπορούσε το ακυρωτικό Δικαστήριο να παρέμβει (Georghiou v. Republic (1976) 3 CLR 74). Αντίθετα, κρίνω ότι η καθ’ ης η αίτηση ενήργησε μέσα σε επιτρεπτά όρια και η τελική απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Όπως υπενθύμισε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ταντελές ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 274/2012, ημερ. 19.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:C547, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου με την κρίση του αρμοδίου οργάνου, όταν η κρίση του οργάνου είναι εύλογα επιτρεπτή (βλ. και Α.Η.Κ. ν. Λοϊζου, Α.Ε. 141/2011, ημερ. 28.11.2017).

 

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση υπήρξε ορθή, νόμιμη και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1800 έξοδα υπέρ της καθ’ ης η αίτηση, και εναντίον του αιτητή, πλέον Φ.Π.Α..

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.



[1] Βλ. Α.Η.Κ. ν. Χ. Α., Α.Ε. 93/12, ημερ. 6.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:C343.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο