ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 129/2018

29 Απριλίου, 2024

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Λ. Λ.

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ

Καθ’ ου η αίτηση.

--------------

 

Μ. Καλλένου (κα), για Ε. Φλουρέντζου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.

Γ. Χατζηχάννα (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:   Με την παρούσα προσφυγή, η οποία καταχωρίστηκε στις 29.01.2018, ο αιτητής αιτείται της ακόλουθης θεραπείας:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, ημερ. 13/11/2017, για την οποία ο Αιτητής έλαβε γνώση στις 14/11/2017 με τη διαταγή, ημερομηνίας 14/11/2017, Υπ’Αριθμό ΕΠ Φ.453/147/827780/Σ.2439/14 Νοε 2017/ΓΕΕΦ/ΔΙΠΡΟ/1, και σύμφωνα με την οποία ο Αιτητής τέθηκε σε διαθεσιμότητα, είναι άκυρη και στερημένη οιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.».

 

Τα ουσιώδη για την παρούσα υπόθεση γεγονότα έχουν παρατεθεί στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 03.09.2019 (με την οποία απορρίφθηκε σχετική αίτηση του αιτητή για προσαγωγή μαρτυρίας) και επαναλαμβάνονται για τους σκοπούς έκδοσης της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου.

 

Ο αιτητής, κατά τον ουσιώδη για την παρούσα προσφυγή, ήταν Μόνιμος Αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας και υπηρετούσε στο 32 Τάγμα Εθνοφυλακής στη Λεμεσό, ως Διοικητής.

 

Την 13.11.2017 ο αιτητής ενημέρωσε την προϊστάμενη Διοίκηση (3η Ταξιαρχία Υλικού Πολέμου) ότι το πρωί της ίδιας ημέρας, ενώ βρισκόταν στο γραφείο του μαζί με τον στρατιώτη Ι.Κ. και συζητούσαν επικείμενη αιτηθείσα άδεια του εν λόγω στρατιώτη, ο τελευταίος του επιτέθηκε αρχικά φραστικά και στη συνέχεια σωματικά.  Στην προσπάθεια τόσο του ιδίου του αιτητή όσο και των παρισταμένων Ανθυπασπιστή Γ.Χ. και στρατιώτη Α.Α. να ανακόψουν τον στρατιώτη Ι.Κ. για να μη χτυπήσει τον αιτητή, ο υπό αναφορά στρατιώτης τραυματίστηκε στον λαιμό και στο μάτι.  Ακολούθως και αφού ο στρατιώτης Ι.Κ. τους ξέφυγε, ξανακινήθηκε προς τον αιτητή βρίζοντας τον μέχρι που ανακόπηκε εκ νέου από άλλους στρατιώτες.

 

Ο εν λόγω στρατιώτης, μετά το πιο πάνω περιστατικό, επισκέφθηκε την ιατρό του στρατοπέδου και αφού εξετάστηκε παραπέμφθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού για περαιτέρω εξετάσεις, ενώ τόσο η μητέρα του στρατιώτη όσο και ο ίδιος ισχυρίστηκαν μέσω των MME ότι ο στρατιώτης έτυχε θύμα ξυλοδαρμού από τον αιτητή.

 

Η προϊστάμενη Διοίκηση, με επιστολές της ημερομηνίας 13.11.2017, ενημέρωσε σχετικά το ΓΕΕΦ και διέταξε τη διενέργεια ποινικής ανάκρισης προς εξακρίβωση των συνθήκων και αιτιών κάτω από τις οποίες ο στρατιώτης Ι.Κ. τραυματίστηκε στον λαιμό και στο μάτι.

 

Την ίδια μέρα, ήτοι την 13.11.2017, ο αιτητής μετέβη στην ιατρό της Μονάδας και κατόπιν εξέτασης διαγνώσθηκε με αυξημένη αρτηριακή πίεση και ταχυπαλμία και του χορηγήθηκε 1 ημέρα αναρρωτική άδεια.

 

Ακολούθως, την 13.11.2017 ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς ενημέρωσε τον Υπουργό Άμυνας, ο οποίος απουσίαζε στο εξωτερικό, σχετικά με το ανωτέρω περιστατικό και τις ενέργειες, οι οποίες δρομολογήθηκαν και το απόγευμα της ίδιας μέρας, η ώρα 18:11, το Γραφείου Τύπου του Υπουργείου Άμυνας εξέδωσε σχετική ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία ο Υπουργός Άμυνας, ο οποίος βρισκόταν στις Βρυξέλλες, ενημερώθηκε για την καταγγελία ξυλοδαρμού του εθνοφρουρού από αξιωματικό της Εθνικής Φρουράς και έδωσε οδηγίες, μεταξύ άλλων, για να τεθεί σε διαθεσιμότητα ο αξιωματικός εις βάρος του οποίου διεξάγεται έρευνα.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 14.11.2017, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ζήτησε από τον Αρχηγό Αστυνομίας όπως δοθούν οδηγίες για ποινική διερεύνηση από μέλη της Αστυνομίας του ισχυρισμού του ξυλοδαρμού του εθνοφρουρού.

 

Ακολούθως, ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, με επιστολή του ημερομηνίας 14.11.2017, πρότεινε στον Υπουργό Άμυνας, ο οποίος είχε επιστρέψει, όπως ο αιτητής τεθεί αμέσως σε διαθεσιμότητα σύμφωνα με το άρθρο 74 του περί του Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου του 2016 (Ν. 36(I)/2016).  

 

Με επιστολή ημερομηνίας 14.11.2017, ο αιτητής ενημερώθηκε ότι ο Υπουργός, αφού έλαβε υπόψη την ποινική ανάκριση που διενεργείτο προς εξακρίβωση των συνθηκών κάτω από τις οποίες ο στρατιώτης Ι.Κ. τραυματίστηκε στον λαιμό και στο μάτι, τη φύση και τη σοβαρότητα της υπόθεσης, την αποφυγή του ενδεχομένου επηρεασμού της ομαλής διεξαγωγής της ανάκρισης από τη συνέχιση παραμονής του αιτητή στην Υπηρεσία, την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των στελεχών και οπλιτών προς την Εθνική Φρουρά από την απομάκρυνση του αιτητή από την υπηρεσία μέχρι την ολοκλήρωση της ανάκρισης, την αποφυγή δυσμενών σχολίων και κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού προς της Εθνική Φρουρά και το δικαίωμα που του παρέχεται από το άρθρο 74 του Ν.36(I)/2016, τον έθεσε σε διαθεσιμότητα για λόγους δημοσίου συμφέροντος.  Παράλληλα τον ενημέρωσε για το δικαίωμα που του παρέχεται από το νόμο για να υποβάλει ένσταση εναντίον της εν λόγω απόφασης το αργότερο εντός 4 ημέρων.  

 

Με επιστολή ημερομηνίας 16.11.2017, ο Αρχηγός Αστυνομίας ζήτησε από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς όπως παραδοθεί ο φάκελος της ανάκρισης για τη διερεύνηση του εν λόγω περιστατικού στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού για διευκόλυνση του ανακριτικού έργου.

 

Ο αιτητής, ασκώντας την δικαίωμα που του παρέχεται από το άρθρο 74(4) του Ν. 36(I)/2016, την 17.11.2017 υπέβαλε ένσταση στην απόφαση του Υπουργού να τεθεί σε διαθεσιμότητα.

Με επιστολή του ημερομηνίας 20.11.2017, ο Υπουργός Άμυνας ενημέρωσε τον Αρχηγό Αστυνομίας ότι ο φάκελος της σχετικής ανάκρισης παραδόθηκε στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού και περαιτέρω ότι προτίθεται να τερματίσει τη διαθεσιμότητα του αιτητή, εκτός και αν υποδειχθεί ότι κρίνεται σκόπιμο να συνεχιστεί για διευκόλυνση της αστυνομικής ποινικής διερεύνησής.  Ο Αρχηγός Αστυνομίας, με απαντητική επιστολή ημερομηνίας 28.11.2017, ενημέρωσε τον Υπουργό Άμυνας ότι η σχετική έρευνα ολοκληρώθηκε, ο φάκελος της υπόθεσης τέθηκε στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και το κατά πόσον θα παραμείνει ο αιτητής σε διαθεσιμότητα ή όχι εξαρτάται από το κατά πόσον θα απαιτηθούν πρόσθετες έρευνες και εξετάσεις στη βάση τυχόν οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

 

Βάσει της ανωτέρω πληροφόρησης, την 30.11.2017 ο Υπουργός Άμυνας αποφάσισε την άρση της διαθεσιμότητας του αιτητή και ενημέρωσε σχετικά το ΓΕΕΦ, το οποίο με επιστολή ίδιας ημερομηνίας ενημέρωσε σχετικά τον αιτητή.

 

Την 05.12.2017, ο αιτητής επισκέφθηκε την ιατρό του στρατοπέδου, η οποία αφού τον εξέτασε διέγνωσε μετατραυματική διαταραχή άγχους και χορήγησε στον αιτητή 4ήμερη αναρρωτική άδεια.  Σημειώνεται ότι στην Ένσταση των καθ’ ων η αίτηση επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το Ατομικό Δελτίο Αδειών του αιτητή, δεν διαφαίνεται αυτός να έλαβε οποιαδήποτε αναρρωτική άδεια από 15.11.2017 μέχρι και 04.12.2017.

 

Εναντίον της απόφασης να τεθεί σε διαθεσιμότητα ο αιτητής εγείρει ως λόγους ακύρωσης τους ισχυρισμούς ότι η απόφαση εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας, από αναρμόδιο όργανο και χωρίς να τηρηθεί ο απαιτούμενος τύπος.  Επιπλέον, ότι η απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας, έχει ληφθεί υπό πλάνη περί τον νόμο και τα πράγματα, κατά παράβαση της αρχής της αμεροληψίας, με λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση, χωρίς την προηγούμενη διεξαγωγή επαρκούς και δέουσας έρευνας και προς επιδίωξη σκοπού έκδηλα ξένου και δυσανάλογου προς το σκοπό του νόμου, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και των αρχών της χρηστής διοίκησης.  

Οι καθ’ ων η αίτηση απορρίπτουν τους λόγους ακύρωσης, υποστηρίζοντας το νόμιμο της προσβαλλόμενης απόφασης. Στη βάση δε των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης και συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Υπουργός Άμυνας αποφάσισε την άρση της διαθεσιμότητας του αιτητή στις 30.11.2017, πριν δηλαδή την καταχώριση της παρούσας προσφυγής, εγείρουν προδικαστική ένσταση και ισχυρίζονται ότι η προσφυγή ήταν εξ αρχής άνευ αντικειμένου, εφόσον δεν υφίσταται διοικητική πράξη που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και ως εκ τούτου ο αιτητής στερείται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος για την προώθηση αυτής.  

 

Επαναλαμβάνοντας τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 03.09.2019 ότι, δηλαδή, τις ισχυριζόμενες ζημιογόνες συνέπειες ο αιτητής τις διασυνδέει, όχι με την προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση να τεθεί σε διαθεσιμότητα, αλλά με το γεγονός ότι η εν λόγω απόφαση είχε ανακοινωθεί πριν να λάβει γνώση αυτής ο ίδιος και άρα η ισχυριζόμενη από τον αιτητή ζημία που έχει υποστεί αφορά στη δημοσιοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης και όχι την έκδοσή της, καταλήγω ότι η προδικαστική ένσταση είναι βάσιμη.

 

Επαναλαμβάνεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία συνοψίζεται στην Οικονόμου ν Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 57/2013, ημερομηνίας 31.05.2019, ECLI:CY:AD:2019:C208, κατά βασική αρχή του διοικητικού δικαίου η δίκη καταργείται, μεταξύ άλλων, και λόγω ελλείψεως αντικειμένου, όπως είναι στην περίπτωση παρέλευσης του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο ίσχυσε διοικητική πράξη περιορισμένης χρονικής ισχύος.  Κατ’ εξαίρεση η δίκη δεν καταργείται όταν έχουν προκύψει ζημιογόνες συνέπειες στον αιτητή από την προσβαλλόμενη απόφαση και ενώ αυτή βρισκόταν ακόμα σε ισχύ, με τον αιτητή να έχει το βάρος απόδειξης τέτοιας ζημιάς, η οποία θα πρέπει να δικογραφείται στην προσφυγή.  Επιπλέον, οι ζημιογόνες για τον αιτητή συνέπειες, περιλαμβάνουν ζημία προκύψασα ευθέως και αποκλειστικώς από την ίδια την επίδικη πράξη και όχι από οποιαδήποτε άλλη, παρεμπίπτουσα στην πράξη, αιτία (Στράκκα Λτδ ν Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643, Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ν Σάββα (2006) 3 Α.Α.Δ. 435).

 

Στη δε απόφαση Ιωάννης Κουμέρας ν ΑΗΚ (2007) 3 ΑΑΔ 537, στην οποία η κα Χατζηχάννα ορθώς παραπέμπει, κρίθηκαν σχετικώς τα ακόλουθα:

 

«Αδελφός Δικαστής, ο οποίος πραγματεύθηκε πρωτόδικα την υπόθεση, αποδεχόμενος προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων, κατ' εφαρμογή των αρχών της Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490 και της Μουτήρης ν. Υπουργού Υγείας, Υπόθ. Αρ. 1138/02, ημερ. 15/6/04, ανέφερε τα εξής:-

«Η θέση των συνηγόρων του αιτητή είναι ορθή. Πράγματι η διαθεσιμότητα του αιτητή έπαυσε αυτοδίκαια να ισχύει από τις 15 Μαΐου 2005 και, επομένως, δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για ανάκλησή της δύο ημέρες αργότερα, στις 17 Μαΐου 2005.  Το ερώτημα επομένως το οποίο τίθεται δεν είναι κατά πόσο η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου λόγω εκλείψεως του εννόμου συμφέροντος του αιτητή να την προωθήσει εξ αιτίας της άρσης ή ανάκλησης της επίδικης απόφασης, αλλά κατά πόσο η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου λόγω εκλείψεως του εννόμου συμφέροντος του αιτητή να την προωθήσει μετά την, από 15 Μαΐου 2005, αυτοδίκαιη παύση της ισχύος της. Τούτο εξαρτάται από το κατά πόσο, σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης, θα προκύπτει θέμα για την Αρχή να πράξει οτιδήποτε προς συμμόρφωση ή να ικανοποιήσει οποιαδήποτε νόμιμη αξίωση του αιτητή. Στην προκείμενη περίπτωση είναι πρόδηλο ότι, σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης, δεν θα προκύπτει θέμα για την Αρχή να πράξει οτιδήποτε προς συμμόρφωση, ήτοι επαναφορά του αιτητή στα καθήκοντα του, εφόσον αυτός έχει ήδη επανέλθει αυτομάτως στα καθήκοντα του με την αυτοδίκαιη παύση της ισχύος της διαθεσιμότητας του στις 15 Μαΐου 2005. Ούτε θα έχει να ικανοποιήσει η Αρχή οποιαδήποτε νόμιμη αξίωση του αιτητή, όπως π.χ. για αποζημίωση του, εφόσον αυτός, για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια, δεν θα έχει υποστεί υλική ζημία κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του δοθέντος ότι, ενόσω αυτή διαρκούσε, απολάμβανε πλήρεις απολαβές. Είναι επίσης πρόδηλο ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπάρχει το ενδεχόμενο, όσο απομακρυσμένο, ή η πιθανολόγηση ότι ο αιτητής έχει υποστεί ζημία από την επίδικη απόφαση, τέτοια η οποία θα μπορούσε να αποκατασταθεί με εύλογη αποζημίωση ή άλλη θεραπεία δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Και τούτο διότι η ζημία την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη εξ αιτίας της επίδικης απόφασης (διασυρμός, ανησυχία, θλίψη, αγωνία, αισθήματα αδικίας, μείωση, απομόνωση, πόνος και οδύνη) είναι ηθική και όχι υλική. Σύμφωνα δε με την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ταλιαδώρου κ.ά. (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 586, η ηθική ζημία ή βλάβη δεν συνιστά κεφάλαιο ζημίας το οποίο να καλύπτεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.»

Ο εφεσείων, χωρίς να αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης ότι πρόκειται για αυτοδίκαιη παύση της διαθεσιμότητάς του και όχι ανάκλησή της από τους εφεσίβλητους, ισχυρίζεται ότι λανθασμένα εφαρμόστηκαν οι αρχές της Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας και της Μουτήρης ν. Υπουργού Υγείας, (πιο πάνω), οι οποίες αφορούν σε περιπτώσεις ανάκλησης των διοικητικών πράξεων. Η απουσία, υπέβαλε, ανάκλησης της διαθεσιμότητάς του και αναγνώρισης με αυτήν της παρανομίας της διατηρεί τα επαχθή γι' αυτόν αποτελέσματα - (διασυρμό, αισθήματα αδικίας, αγωνία) - και τα άλλα που θα ακολουθήσουν σε σχέση με την επαγγελματική του σταδιοδρομία.

Η συνήγορος των εφεσιβλήτων, με αναφορά σε συγγράμματα και νομολογία, υποστήριξε την ορθότητα της απόφασης και πρόσθεσε ότι τα περί δυσμενών συνεπειών στη σταδιοδρομία του εφεσείοντα καταρρίπτονται από το γεγονός και μόνο ότι αυτός, σε χρόνο πολύ κοντά στη διαθεσιμότητά του, θεωρήθηκε κατάλληλος υποψήφιος για θέσεις προαγωγής.

Πάγια θέση της νομολογίας στο θέμα της κατάργησης της δίκης είναι ότι εξαφάνιση του αντικειμένου της προσφυγής αποτελεί λόγο διαγραφής της.

Στην απόφαση της πλήρους Ολομέλειας Στράκκα Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643, σε σχέση με το ζήτημα αυτό, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 651)

«Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η δίκη καταργείται για διάφορους λόγους στους οποίους περιλαμβάνεται η έλλειψη αντικειμένου. Κατά κανόνα η προσφυγή δεν μπορεί να προωθηθεί και πρέπει να διαγραφεί αν μετά την καταχώρηση και πριν την εκδίκασή της επισυμβούν γεγονότα που έχουν ως συνέπεια την εξαφάνιση του αντικειμένου της, όπως π.χ. η ρητή ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης στο σύνολό της, η σιωπηρά ανάκλησή της η οποία εξυπακούεται από νέα πράξη του ίδιου οργάνου που ρυθμίζει το ίδιο θέμα και η πλήρης ικανοποίηση της αξίωσης του αιτητή. Στις περιπτώσεις αυτές η δίκη καταργείται γιατί η συνέχισή της δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό. Στην περίπτωση όμως που έχουν προκύψει στον αιτητή ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ή παράλειψη ενώ αυτή βρισκόταν ακόμα σε ισχύ, η δίκη δεν καταργείται. Εναπόκειται, βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι έχουν ήδη προκύψει σ' αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη πριν την ανάκλησή της ή την ικανοποίηση της αξίωσής του και συντρέχει, επομένως, λόγος για τη συνέχιση της δίκης.»

Στις ίδιες γραμμές κινήθηκε και η απόφαση στην Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), όπου γίνεται ευρεία ανασκόπηση της νομολογίας και υιοθέτηση των αποφασισθέντων στην Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Ε) Α.Α.Δ. 973.

Έχει νομολογηθεί ότι η διαθεσιμότητα δεν αποτελεί πειθαρχικό μέτρο ή πειθαρχική ποινή και ούτε έχει τιμωρητικό χαρακτήρα. Πρόκειται για προληπτικό διοικητικό μέτρο, με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση ολοκλήρωσης μιας πειθαρχικής διαδικασίας.

Έχουμε εξετάσει όλα όσα οι συνήγοροι συζήτησαν ενώπιόν μας. Συμφωνούμε με την, από άποψης αποτελέσματος επί της δίκης, αντιμετώπιση από τον αδελφό Δικαστή της λήξης του χρόνου ισχύος της διαθεσιμότητας. Με τη λήξη της ισχύος της, η δίκη έχασε το αντικείμενό της. Δεν υπήρχε, μετά τις 15/5/2005, οποιαδήποτε απόφαση για να ανακληθεί από τους εφεσίβλητους, αλλά ούτε και οι, κατ' ισχυρισμό, συνέπειες αποτελούν βλάβη, που να καλύπτεται από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για αποκατάσταση με εύλογη αποζημίωση ή άλλη θεραπεία.».

 

Ενόψει των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με έξοδα ύψους €1.500 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο