ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

 

(Υπόθεση Αρ. 1321/2021)

 

23 Απριλίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                Κ. Τ.

                                                                             Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Α. Αργυρού (κα), για Παναγιώτη Π. Κλεοβούλου, για Αιτητή

Π. Βασιλείου, Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής στρέφεται κατά της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, η οποία περιέχεται σε επιστολή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 25.8.2021 και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή σύνταξης ανικανότητας.  

H προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί προϊόν επανεξέτασης, μετά την ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κ.Τ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1215/2015, ημερ. 13.6.2019, όπου κρίθηκε ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων για απόρριψη του αιτήματος του αιτητή, η οποία λήφθηκε βάσει και της γνωμάτευσης του Ψυχιατρικού Ιατρικού Συμβουλίου, πάσχει ως αναιτιολόγητη και αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας».

 

Ο αιτητής, γεννηθείς το 1958, υπέστη στις 25.11.2012 εγκεφαλική (υπαραχνοειδή) αιμορραγία, συνεπεία της οποίας, στις 27.11.2013 αποχώρησε λόγω μόνιμης ολικής ανικανότητας από το τραπεζικό ίδρυμα στο οποίο εργαζόταν μέχρι τότε ως τραπεζικός υπάλληλος, λαμβάνοντας και το σχετικό ωφέλημα της ασφαλιστικής εταιρείας με την οποία ήταν συμβεβλημένος. Στις 8.10.2014, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παροχή σύνταξης ανικανότητας, προσκομίζοντας σχετική ιατρική έκθεση από τον θεράποντα ιατρό του (νευρολόγο) ημερομηνίας 4.11.2014, στην οποία αναφερόταν ανικανότητα για εργασία. Στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής του, ο αιτητής κλήθηκε και προσήλθε, στις 14.1.2015, για εξέταση από Νευρολογικό Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε ότι αυτός ήταν ικανός για άσκηση του επαγγέλματός του.

 

Ακολούθως, η Ιατρική Σύμβουλος των καθ’ ων η αίτηση συνέστησε όπως ζητηθεί από τον αιτητή να προσκομίσει ιατρική έκθεση, εάν παρακολουθείτο, από ψυχίατρο. Ο αιτητής προσκόμισε ιατρική έκθεση από ιδιώτη ψυχίατρο, ο οποίος γνωμάτευσε ότι ο αιτητής είναι μόνιμα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματός του, παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, και στα αποτελέσματα ψυχομετρικών εξετάσεων οι οποίες διενεργήθηκαν από κλινικό ψυχολόγο. Στις 24.4.2015, ο αιτητής κλήθηκε και προσήλθε για εξέταση από Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε ότι ο αιτητής είναι ικανός για άσκηση του επαγγέλματός του.

 

Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνιών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τις γνωματεύσεις των Ιατρικών Συμβουλίων, απέρριψε την αίτηση του αιτητή, ο οποίος αντέδρασε, καταχωρώντας κατ’ αυτής της απόφασης, την προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 1215/2015, που απέληξε στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Στο πλαίσιο της επανεξέτασης, συνήλθε εκ νέου το Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο, στις 15.4.2021, μετά το διορισμό των μελών του από τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων («η Διευθύντρια»), σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(3) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ιατρικά Συμβούλια, Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο και Ειδικοί Ιατροί) Κανονισμών του 2010 (Κ.Δ.Π. 286/2010). Το εν λόγω Συμβούλιο γνωμάτευσε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο αιτητής ήταν ικανός για εργασία.

 

Τελικά, η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε και ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 25.8.2021.

 

Κατά της αμέσως πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή στις 5.11.2021.

 

Η πλευρά του αιτητή, προωθεί δια της γραπτής της αγόρευσης, τέσσερεις λόγους ακύρωσης: (α) ισχυρίζεται εν πρώτοις, ότι η επίδικη απόφαση είναι απόρροια προηγούμενης ασυνεπούς, κακόπιστης και αντιφατικής συμπεριφοράς της Διοίκησης, η οποία ενήργησε κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας: και τούτο καθότι «το ιατροσυμβούλιο επένδυσε με αιτιολογία σκοπιμότητας την εν λόγω παλαιότερη απόφαση, η οποία αιτιολογία τίθεται με σκοπό να προσδώσει στην προσβαλλόμενη απόφαση νομιμοφάνεια», (β) πάσχει η επίδικη απόφαση λόγω μη διενέργειας επαρκούς και/ή της δέουσας έρευνας, κυρίως λόγω της υπό των καθ’ ων η αίτηση παραγνώρισης ιατρικών πιστοποιητικών του αιτητή, που καταδεικνύουν την ανικανότητά του για εργασία, αλλά και λόγω εμφιλοχωρήσασας νομικής και πραγματικής πλάνης, (γ) η δοθείσα αιτιολογία είναι καθόλα ανεπαρκής και επιτείνεται από την υπό του αποφασίζοντος οργάνου «παθητική υιοθέτηση» της γνωμοδότησης του Ιατρικού Συμβουλίου, χωρίς το ίδιο το όργανο να προβεί σε ιδία έρευνα και αιτιολόγηση, με αποτέλεσμα να έχει απεμπολήσει την αποφασιστική του αρμοδιότητα, (δ) δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά κατά τη διαδικασία λήψης της επίδικης απόφασης.

 

Αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, από το αρμόδιο προς τούτο όργανο, κατόπιν δέουσας έρευνας, στο πλαίσιο της οποίας λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά με την περίπτωση στοιχεία, και κατ’ ορθή εφαρμογή των διατάξεων της οικείας νομοθεσίας, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της, αλλ’ ούτε και υπήρξε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, ως ο αιτητής διατείνεται.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Θα ξεκινήσω κατά προτεραιότητα με τον ισχυρισμό περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών, ο οποίος μπορεί, ως ζήτημα δημοσίας τάξεως, να εξεταστεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Ο συγκεκριμένος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης συνδέεται άρρηκτα όχι μόνον με την αρχή της χρηστής διοίκησης, αλλά και με το ζήτημα της αρμοδιότητας και λειτουργίας του αποφασίζοντος οργάνου και, ως τέτοιο, δεν μπορεί παρά να αποτελεί θέμα δημοσίας τάξεως, το οποίο μπορεί να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (THERMPHASE LIMITED ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2714, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314).

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με την επίδικη επιστολή προς τον αιτητή, ημερομηνίας 25.8.2021, «Μετά την ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 1215/2015 ημερομηνίας 13/06/2019, η Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων επανεξέτασε την υπόθεση σας με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής της αίτησης σας για σύνταξη ανικανότητας από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων» και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης. Ωστόσο, έχοντας διεξέλθει προσεκτικά το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που τέθηκε ενώπιον μου κατά τις διευκρινίσεις, δεν έχω εντοπίσει πουθενά οποιαδήποτε απόφαση της Διευθύντριας επί της αιτήσεως του αιτητή. Ούτε και με παρέπεμψε η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση σε οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο εντός του διοικητικούυ φακέλου. Περαιτέρω, από πουθενά δε φαίνεται να έχει παρασχεθεί εξουσιοδότηση στον κ. Λ.Κ., ο οποίος και υπογράφει την επιστολή ημερομηνίας 25.8.2021 «για Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων», να ενεργεί και να εξετάζει αιτήσεις για χορήγηση σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010 (Ν.59(Ι)/2010), ως ο Νόμος αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), δυνάμει του οποίου και λήφθηκε η επίδικη απόφαση. Συνακόλουθα, εξ’ αυτού και μόνον, προκύπτει ζήτημα αναρμοδιότητας αναφορικά με τη λήψη της επίδικης απόφασης, εφόσον ελλείπει η απαιτούμενη έγγραφη καταχώρηση λήψης της απόφασης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, ενώ δεν στοιχειοθετείται ούτε η αρμοδιότητα του συγκεκριμένου Λειτουργού να εξετάζει και να αποφασίζει επί αιτήσεων ως αυτής που υπεβλήθη από τον αιτητή.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 79(1) του Νόμου, «Κάθε αίτηση για παροχή εξετάζεται σε εύλογο χρόνο από το Διευθυντή ή από οποιοδήποτε λειτουργό των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων που εξουσιοδοτείται από το Διευθυντή για το σκοπό αυτό.». Σύμφωνα δε με το εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου, «Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η αίτηση για παροχή δύναται (α) να εγκριθεί εν όλω ή εν μέρει, ή (β) να απορριφθεί».

 

Όπως προκύπτει από την αμέσως πιο πάνω διάταξη, το μοναδικό αρμόδιο όργανο που εξετάζει αίτηση για χορήγηση κοινωνικής σύνταξης και τελικά αποφασίζει επ’ αυτής, είναι ο Διευθυντής, εν προκειμένω η Διευθύντρια, ή λειτουργός των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τον οποίο η ίδια η Διευθύντρια ήθελε εξουσιοδοτήσει για το σκοπό αυτό. Δεδομένης λοιπόν της εν λόγω διάταξης, θα πρέπει να προκύπτει κάθε φορά με επαρκή σαφήνεια η υπό της Διευθύντριας εξουσιοδότηση σε συγκεκριμένα πρόσωπα να ενεργούν εκ μέρους της. Ωστόσο, στην υπό κρίση περίπτωση, από πουθενά δεν προκύπτει ότι η Διευθύντρια παρέσχε την εξουσιοδότησή της στον κ. Λ. Κ. για να εξετάζει αιτήσεις ως η υπό αναφορά, στη βάση των διατάξεων του Νόμου, που εδώ τυγχάνει εφαρμογής. Ούτε και έχω εντοπίσει εντός του διοικητικού φακέλου, που κατατέθηκε ως τεκμήριο κατά τις διευκρινίσεις, οποιαδήποτε καταχώρηση που να επιτρέπει στο Δικαστήριο να ελέγξει ότι η απόφαση λήφθηκε αρμοδίως, ήτοι από τον συγκεκριμένο Λειτουργό, κατόπιν εξουσιοδότησης. Η επιστολή ημερομηνίας 25.8.2021, όπου και περιέχεται η επίδικη απόφαση, υπογράφεται από τον κ. Κ. «για Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων», χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε καταχώρηση στο φάκελο ή στα έγγραφα της ένστασης που να στοιχειοθετεί την ύπαρξη της απαιτούμενης προς τούτο εξουσιοδότησης ή/και να καταμαρτυρεί ότι το εν λόγω πρόσωπο αρμοδίως ενήργησε εκ μέρους της Διευθύντριας, ως ρητά επιτάσσει η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 79(1) του Νόμου.

 

Στην υπόθεση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987, τονίστηκε ότι τα διοικητικά όργανα πρέπει να τηρούν έγγραφες καταχωρήσεις ("written records") των αποφάσεών τους. Αυτό επιβάλλεται από τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Σε εκείνη την περίπτωση, δεν υπήρχε καταγραμμένη απόφαση της αρμόδιας αρχής, ήτοι του Υπουργού ή του Γενικού Διευθυντή, για την μετάθεση της εφεσείουσας. Λέχθηκαν  συναφώς τα εξής:

 

«Στην απουσία έγγραφης καταχώρισης που να επιβεβαιώνει ότι η απόφαση για τη μετάθεση έχει ληφθεί από το όργανο στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την σχετική αρμοδιότητα θεωρούμε ότι το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων δεν διαθέτει την εμβέλεια να ενδύει με τον μανδύα της νομιμότητας τα όσα χρειάζονται να συντελεσθούν για να διενεργηθεί νόμιμα μια μετάθεση - καταγράφονται στις παραγρ. (1) - (3), πιο πάνω. Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση των Αρχών της χρηστής διοίκησης οι οποίες υπαγορεύουν την τήρηση εγγράφων καταχωρίσεων το δε τεκμήριο της κανονικότητας θα προσέφερε ασυλία σε πράξεις αναρμοδίων οργάνων με τη δικαιολογία ότι είχαν ενεργήσει ύστερα από οδηγίες των αρμοδίων οργάνων».

 

Η πιο πάνω προσέγγιση ακολουθήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο και στην Ελένη Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 201/2012, ημερ. 28.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:D382, όπου εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα (βλ. επίσης την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Μ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 118/2022, ημερ. 11.12.2023, ECLI:CY:AD:2023:D26 και στην Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 308/2020 ημερ. 11.8.2022, τις αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου στις GAZIOGLU ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1358/2017, ημερ. 9.12.2021 και Αγαθοκλέους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1154/2014, ημερ. 26.6.2017, καθώς και την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αθανάσιος Αθανασιάδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 856/2012,  ημερ. 17.10.2014).

 

Κατά συνέπεια, ως εκ των πιο πάνω, ο συγκεκριμένος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, ευσταθεί, εφόσον, ελλείψει άρτιου πρακτικού και/ή της απαιτούμενης και/ή δέουσας εξουσιοδότησης και της έγγραφης καταχώρησης αυτής, η απόφαση ημερομηνίας 25.8.2021, η οποία υπογράφεται «για Διευθύντρια» πάσχει, εφόσον έχει υπό τις περιστάσεις ληφθεί από αναρμόδιο όργανο και  θα πρέπει να ακυρωθεί.

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), «Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.». Η τήρηση πρακτικών και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης επιβάλλεται από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και αποτελεί υποχρέωση της Διοίκησης (Dome Investments Ltd v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας κ.ά. (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 741). Στην S. HADJICHRISTOFI CONSTRUCTION LIMITED ν. Δήμου Αγλαντζιάς, Υποθ. Αρ. 480/2011, ημερ. 26.2.2013, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά και στην Χρυσάφη v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, τόνισε ότι η τήρηση άρτιου πρακτικού συνιστά εχέγγυο χρηστής διοίκησης και προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων. Προηγουμένως στην Κυπριανίδου Ανδρούλλα Ηλία ν. Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς (2009) 4 Α.Α.Δ. 721, με αναφορά και στην Medcon Construction a.ο. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535 και Χρυσάφη, ανωτέρω, αναφέρθηκε ότι «η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία, γιατί συνιστά εχέγγυο για χρηστή διοίκηση και αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων» (βλ. και Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 417).

 

Άμεσα συναφές με το υπό συζήτηση θέμα είναι και το ζήτημα της υποχρέωσης των διοικητικών οργάνων να τηρούν έγγραφες καταχωρήσεις (“written records”) των αποφάσεών τους. Αυτό ακριβώς τονίστηκε, ως επιβαλλόμενο από τις αρχές της χρηστής διοίκησης, στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987 και επαναλήφθηκε στην FEREOS  LIMITED ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 647/2004, ημερ. 7.11.2008 (βλ. επίσης Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 252, 283).

Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Κούτσιου, ανωτέρω, στην απουσία έγγραφης καταχώρισης που να επιβεβαιώνει ότι η απόφαση έχει ληφθεί από το όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την σχετική αρμοδιότητα, το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων δεν διαθέτει την εμβέλεια να ενδύει με τον μανδύα της νομιμότητας τα όσα χρειάζονται να συντελεστούν για να θεωρείται ως έγκυρα ληφθείσα μια απόφαση.  Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση των αρχών της χρηστής διοίκησης, οι οποίες υπαγορεύουν την τήρηση εγγράφων καταχωρίσεων, το δε τεκμήριο της κανονικότητας θα καθίστατο όχημα προς την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης (βλ. επίσης τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Ελένη Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 201/2012, ημερ. 28.7.2016, ECLI:CY:AD:2016:D382 και Αθανάσιος Αθανασιάδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 856/2012,  ημερ. 17.10.2014).

 

Παρομοίως, και στην υπό κρίση περίπτωση, η απουσία οποιασδήποτε απόφασης της ίδιας της Διευθύντριας, ή έστω εξουσιοδοτημένου από αυτήν λειτουργού των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στοιχειοθετούν ζήτημα έλλειψης της απαιτούμενης έγγραφης καταχώρησης και/ή μη τήρησης άρτιου πρακτικού που ουδόλως ανταποκρίνεται στις εκ της αρχής της χρηστής διοίκησης απορρέουσες επιταγές, αλλ’ ούτε στις επιταγές του προαναφερθέντος άρθρου 24 και στην ανάγκη να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού (βλ. Σωτήρης Χ’ Γαβριήλ ν. Συμβουλίου Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων (1995) 4 Α.Α.Δ. 2583 Ιωάννης Δημητριάδης κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ., Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 507/05 και 566/05, ημερ. 20.7.2007, Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, Γεώργιος Αλετράρης ν. Δήμος Λάρνακος, Υποθ. Αρ. 719/2010 ημερ. 31.1.2012 και Στυλιανός Αγαθοκλέους ν. Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Α.Ε. Αρ. 29/2011, ημερ. 21.7.2016).

 

Η τήρηση άρτιου πρακτικού και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης επιβάλλεται από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και αποτελεί υποχρέωση της Διοίκησης (βλ. Dome Investments Ltd, ανωτέρω, Κυπριανίδου, ανωτέρω και Medcon Construction, ανωτέρω), σε αντίθετη δε περίπτωση, κλονίζεται το τεκμήριο της νομιμότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων της Διοίκησης και η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση υπόκειται σε ακύρωση. Εν προκειμένω, κρίνω ότι το τεκμήριο της νομιμότητας έχει ανατραπεί.

 

Οι πιο πάνω διαπιστωθείσες πλημμέλειες σαφώς και επηρεάζουν την εγκυρότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αποβαίνουν καταλυτικές για την έκβαση της παρούσας προσφυγής, αφού αναπόφευκτα στοιχειοθετούνται λόγοι ακύρωσης συνιστάμενοι στην έλλειψη νομιμότητας, λόγω της παντελούς απουσίας έγκυρης απόφασης επί της αιτήσεως του αιτητή και/ή της απουσίας της απαιτούμενης έγγραφης καταχώρησης και, συνακόλουθα, της μη τήρησης άρτιου πρακτικού, ως έχει εξηγηθεί ανωτέρω, με αποτέλεσμα να υφίσταται σαφής παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.

 

Επιπρόσθετα, όμως, οι πιο πάνω διαπιστώσεις συνδέονται και με έτερους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που προωθούνται, αυτούς περί ανεπαρκούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, αλλά και περί παραβίασης της αρχής της νομιμότητας. Κατά τον αιτητή, το αποφασίζον όργανο υιοθέτησε παθητικά τη γνωμοδότηση του Ιατρικού Συμβουλίου, χωρίς το ίδιο το όργανο να προβεί σε ιδία έρευνα και αιτιολόγηση, με αποτέλεσμα αυτό να έχει απεμπολήσει την αποφασιστική του αρμοδιότητα.

 

Στην επίδικη επιστολή, ημερομηνίας 25.8.2021, αναφέρονται τα εξής:

 

2.   Μετά την ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 1215/2015 ημερομηνίας 13/06/2019, η Διευθύντρια Υπηρεσιών. Κοινωνικών Ασφαλίσεων επανεξέτασε την υπόθεση σας με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής της αίτησης σας για σύνταξη ανικανότητας από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

3. Συγκεκριμένα, το Ψυχιατρικό Ιατρικό Συμβούλιο που σας εξέτασε στις 24/04/2015 συνήλθε εκ νέου στις 15/04/2021 μετά από ορισμό των μελών του από την Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(3) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ιατρικά Συμβούλια, Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο και Ειδικοί Ιατροί) Κανονισμών του 2010 K.Δ.Π. 286/2010. Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία, εξετάσεις και ιατρικές εκθέσεις τις οποίες προσκομίσατε από θεράποντες Ιατρούς σας, το εν λόγω Ιατρικό Συμβούλιο γνωμάτευσε ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήσασταν ικανός για εργασία.

 

4. Το Ιατρικό Συμβούλιο που σας εξέτασε γνωμάτευσε ότι: «δεν παρουσιάζετε οξέα ψυχοπαθολογικά στοιχεία. Τα συμπτώματα που περιγράφετε κρίνονται δευτερογενούς αιτιολογίας λόγω επεισοδίων υπαραχνοειδούς αιμορραγίας. Τα αναφερθέντα συμπτώματα είναι ήπιας μορφής». Σύμφωνα με την έκθεση του κλινικού ψυχολόγου σας, ημερομηνίας 2/3/2015, παρουσιάζατε «ήπια μελαγχολικά στοιχεία, ήπια θλίψη και δεν παρουσιάζετε κλινικά διαγνώσιμη διαταραχή». Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση του Νευρολόγου θεράποντα ιατρού σας, ημερομηνίας 11/3/2015, παρουσιάζετε «συμπτώματα άγχους κατάθλιψης τα οποία δεν αναδεικνύονταν κατά τον ουσιώδη χρόνο της αξιολόγησης σας από το Ιατρικό Συμβούλιο. Επιπρόσθετα, η φαρμακευτική αγωγή του θεράποντα Ιατρού σας αναφέρεται σε χαμηλόδοσο θεραπευτικό σχήμα.

 

5. Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 40 (1)(β) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010 (Ν. 59(1)/2010) και τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, πληροφορείστε ότι η αίτηση σας για σύνταξη ανικανότητας δεν μπορεί να εγκριθεί.».

 

Πέραν της παντελούς απουσίας αναφοράς σε απόφαση του αρμόδιου προς τούτο οργάνου, από το πιο πάνω κείμενο προκύπτει ότι την επίδικη απόφαση έλαβε ουσιαστικά το Ιατρικό Συμβούλιο που είχε εξετάσει και γνωματεύσει για τον αιτητή, εφόσον καμία αναφορά δε γίνεται σε απόφαση ληφθείσα από το αρμόδιο όργανο, ούτε καν αναφορά σε υιοθέτηση της γνωμάτευσης του Ιατρικού Συμβουλίου από το αποφασίζον όργανο. Δεν προκύπτει καμία ανάμειξη του αποφασίζοντος οργάνου στη διαμόρφωση της επίδικης απόφασης, με αποτέλεσμα, πέραν του προαναφερθέντων προβλημάτων, να προκύπτει και ζήτημα ανεπαρκούς αιτιολογίας, αλλά και ζήτημα παραβίασης του άρθρου 79(1) του Νόμου, το οποίο ξεκάθαρα ορίζει ότι την απόφαση επί αιτήσεων ως η υπό εξέταση, λαμβάνει η Διευθύντρια ή δεόντως εξουσιοδοτημένος προς τούτο Λειτουργός.

 

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις απολήγουν καθοριστικές για την έκβαση της υπό κρίση προσφυγής.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1900 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο