ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                      Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1334/2018 και 1343/2018

                                             

      5 Απριλίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Αναφορικά με τα Άρθρα 146 του Συντάγματος

 Αρ. 1334/2018

                 CNP Asfalistiki Ltd

Αιτήτριας

                          Και

 

      Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του

  Υπουργείου Οικονομικών και/ή του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείου 

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

------

Αναφορικά με τα Άρθρα 6, 24-26, 28, 29 και 146 του Συντάγματος

Αρ. 1343/2018

              S.E.P.A.S Trading Ltd

Αιτήτριας

                            Και

       Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Διευθυντή Τμήματος Τελωνείου

Καθ' ων η αίτηση

......... 

Μ. Χριστοφή (κα) για κ.κ. Ηλίας Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Αιτήτρια σε Πρ. Αρ. 1334/2018,

κ. Νικολάου για κ.κ. Κώστας Τσιρίδης & Σία ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Αιτήτρια σε Πρ. Αρ. 1343/2018,

Σ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

                                               

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Η Αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 1334/2018 (εφεξής η «Ασφαλίστρια»), αποτελεί ασφαλιστική εταιρεία με την οποία η Αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 1343/2018 Εταιρεία (εφεξής αναφερομένη ως «η Ασφαλισμένη Εταιρεία») διατηρεί ασφαλιστήρια συμβόλαια (εφεξής η Ασφαλίστρια και η Ασφαλισμένη Εταιρεία θα αναφέρονται συλλογικά ως «οι Αιτήτριες»).

 

Η Ασφαλίστρια παρείχε και/ή έχει καταθέσει συνεχή εγγύηση αναφορικά με την Αποθήκη Τελωνειακής Αποταμίευσης Αρ. T505500CY, ιδιοκτησίας της Ασφαλισμένης Εταιρείας, για το ποσό των €128.145,10 (Λ.Κ.75.000), με την οποία δεσμεύεται όπως καταβάλει οποιοδήποτε ποσό το οποίο δύναται να οφείλεται από την Ασφαλισμένη Εταιρεία στον Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείου.

 

Επιπλέον, η Ασφαλίστρια παρείχε και/ή έχει καταθέσει συνεχή εγγύηση αναφορικά με την Αποθήκη Τελωνειακής Αποταμίευσης Αρ. A514200CY, ιδιοκτησίας της Ασφαλισμένης Εταιρείας, για το ποσό των €85.140 με την οποία δεσμεύεται όπως καταβάλει οποιοδήποτε ποσό το οποίο δύναται να οφείλεται από την Ασφαλισμένη Εταιρεία στον Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείου.

 

Περί την 20.05.2018, ο διευθυντής της Ασφαλισμένης Εταιρείας, προχώρησε εκ μέρους της Ασφαλισμένης Εταιρείας, σε καταγγελία στην Αστυνομία διάρρηξης και κλοπής στις αποθήκες της. Συγκεκριμένα κατήγγειλε ότι κατά ή περί την 19.05.2018 και/ή 20.05.2018 διαπράχθηκε διάρρηξη του αποθηκευτικού χώρου/τελωνειακών αποθηκών της Ασφαλισμένης Εταιρείας που ευρίσκεται στη Λεμεσό από την οποία κλάπηκαν 15 κιβώτια Χ 10.000 τσιγάρα μάρκας Ashima Super Slim και 68 κιβώτια Χ 10.000 τσιγάρα μάρκας King Red and Blue καθώς και αλκοολούχα ποτά. Στη σχετική Βεβαίωση Καταγγελίας Θύματος, ημερ. 30.05.2018 της Αστυνομίας Κύπρου για την εν λόγω διάρρηξη, τα μέλη του ΤΑΕ Λεμεσού κατέγραψαν ότι η είσοδος-έξοδος των δραστών στην αποθήκη της Ασφαλισμένης Εταιρείας, επιτεύχθηκε από αλουμινένια διπλή πόρτα αφού πρώτα απεκόπηκε και αφαιρέθηκε η τσακροκλειδωνιά και στην συνέχεια η πόρτα παραβιάστηκε με αιχμηρό αντικείμενο.

 

Με επιστολή της ημερ. 29.05.2018, η Ασφαλισμένη Εταιρεία ενημέρωσε τους Καθ’ ων η αίτηση (Τμήμα Τελωνείου Λεμεσού) για την εν λόγω διάρρηξη και κλοπή.

 

Στις 04.06.2018, λειτουργός των Καθ’ ων η αίτηση πραγματοποίησε αποθεματικό έλεγχο στις πιο πάνω αναφερόμενες φορολογικές αποθήκες και επιβεβαίωσε έλλειμμα αλκοολούχων ποτών και τσιγάρων, ανάλογο της δηλωθείσας ποσότητας εμπορευμάτων, η οποία είχε κλαπεί.

 

Ακολούθως, οι Καθ’ ων η αίτηση απέστειλαν στις Αιτήτριες τέσσερις επιστολές τους όλες ημερομηνίας 25.06.2018 (δύο επιστολές προς έκαστη Αιτήτρια). Με τις δύο εξ αυτών, τις υπό τίτλο «Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 206/18» και «Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 206Β/18» πληροφόρησαν την Ασφαλισμένη Εταιρεία και την Ασφαλίστρια αντίστοιχα, ότι σύμφωνα με την απόφαση τους, σε συνέχεια του αποθεματικού ελέγχου που διενεργήθηκε και τη διαπίστωση των ελλειμμάτων, έκαστη εξ αυτών, οφείλει προς την Κυπριακή Δημοκρατία Φόρο Κατανάλωσης €409,75, Φόρο Προστιθέμενης Αξίας €284,77 και Χρηματική Επιβάρυνση €69,45 και πλέον τόκους ετησίως επί του καταβλητέου ποσού συμπεριλαμβανομένης και της χρηματικής επιβάρυνσης από την ημέρα που το ποσό της οφειλής κατέστη οφειλόμενο, σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 23 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου Αρ. 91(Ι)/2004.

 

Με τις άλλες δύο επιστολές τους ίδιας ημερομηνίας (25.06.2018), αυτές με τίτλο «Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 205/18» και «Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 205Β/18» πληροφόρησαν την Ασφαλισμένη Εταιρεία και την Ασφαλίστρια αντίστοιχα, ότι σύμφωνα με την απόφαση τους, σε συνέχεια του αποθεματικού ελέγχου που διενεργήθηκε και τη διαπίστωση των ελλειμμάτων, οφείλει έκαστη εξ αυτών προς την Κυπριακή Δημοκρατία Εισαγωγικό Δασμό €3.556,81, Φόρο Κατανάλωσης €100.845, Φόρο Προστιθέμενης Αξίας €21.009,59, Χρηματική Επιβάρυνση €12.541,14 και πλέον τόκους ετησίως επί του καταβλητέου ποσού συμπεριλαμβανομένης και της χρηματικής επιβάρυνσης από την ημέρα που το ποσό της οφειλής κατέστη οφειλόμενο σύμφωνα με τα άρθρα 48 και 52 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου Αρ. 94(Ι)/2004.

 

Κατόπιν τούτων, οι Αιτήτριες καταχώρησαν τις πιο πάνω προσφυγές. Με το αιτητικό Α στην προσφυγή αρ. 1334/2018, η Αιτήτρια αιτείται ακύρωσης της Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης Άλλης Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 206Β/18, με το δε αιτητικό Β στην ίδια προσφυγή, η εν λόγω Αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης Άλλης Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 205Β/18. Με το αιτητικό Α στην προσφυγή αρ. 1343/2018, η Αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης Άλλης Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 205/18, με το δε αιτητικό Β στην ίδια προσφυγή αρ. 1343/2018, αξιώνει ακύρωση της Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης Άλλης Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 206/18.

 

Κατόπιν αιτήματος της Αιτήτριας στην προσφυγή αρ. 1343/2018 και παρά την αρχική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, η οποία τελικώς δεν προωθήθηκε, οι πιο πάνω δύο προσφυγές συνεκδικάσθησαν δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 08.07.2022.

 

Με τις ενστάσεις της και στις δύο προσφυγές, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση εγείρει καταρχάς προδικαστική ένσταση ότι με τα δύο αιτητικά έκαστης προσφυγής δεν προσβάλλονται συναφείς πράξεις. Θεωρεί ότι η μία δεν αποτελεί προϋπόθεση της άλλης αλλά ούτε πληρούν τη διαζευκτική προϋπόθεση συνάφειας (ταυτότητα διαδίκου, διατάξεων νόμου, αιτιολογία, ταυτότητα εκδόντος οργάνου, ίδια διοικητική διαδικασία).

 

Εντελώς διαφορετική είναι η προσέγγιση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Αιτητριών, οι οποίοι θεωρούν ότι πληρούται η διαζευκτική προϋπόθεση συνάφειας ως εκ τούτου καλούν το Δικαστήριο να απορρίψει την προδικαστική ένσταση, παραπέμπουν δε αμφότεροι προς υποστήριξη στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπ.Αρ. 1657/2008 Κόσμος Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Λτδ ν. Υπουργού Οικονομικών μέσω Διευθυντή Τελωνείων ημερ. 29.03.2010. Στην απόφαση αυτή αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων:

 

Σύμφωνα με τη νομολογία και τα σχετικά συγγράμματα, υπάρχει συνάφεια «όταν η μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία».  (Βλ. μεταξύ άλλων Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 273, 274, Θ. Τσάτσου «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», Έκδοση Τρίτη σελ. 68, Επαμεινώνδα Σπηλιωτοπούλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 5η έκδοση σελ. 518, Συμεωνίδου κα ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 358, Χριστοφίδης & άλλος ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 766 και Κιττής κα ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 734).

(…)

Στρεφόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προσέχω ότι με την προσφυγή προσβάλλονται συνολικά 7 διαφορετικές αποφάσεις, 2 ημερ. 18/8/08, 2 ημερ. 27/8/08, 2 ημερ. 1/9/08 και 1 ημερ. 5/9/08.  Η πρώτη της 18/8/08 αφορά εμπορεύματα που αποταμιεύθηκαν στις 12/1/00, η δεύτερη της 18/8/08 εμπορεύματα που αποταμιεύτηκαν στις 16/12/03.  Από αυτές της 27/8/08 η πρώτη αφορά εμπορεύματα που αποταμιεύτηκαν στις 22/1/97 και η δεύτερη στις 14/7/00.  Από αυτές της 1/9/08 η πρώτη αφορά εμπορεύματα που αποταμιεύτηκαν στις 17/12/03 και η δεύτερη στις 19/6/97.  Αυτή της 5/9/08 αφορά εμπορεύματα που αποταμιεύτηκαν στις 30/4/02,

 

Όλες οι πιο πάνω αποφάσεις έχουν ακριβώς πανομοιότυπη αιτιολογία που βασίζεται σε έλεγχο που πραγματοποιήθηκε κατά τους μήνες Δεκέμβριο του 2007 και Ιανουάριο του 2008 κατά τον οποίο διαπιστώθηκαν τα ελλείμματα των διαφόρων εμπορευμάτων (τσιγάρα, ποτά, μακαρόνια κ.λ.π.) που αναφέρονται στην κάθε απόφαση.

 

Εξετάζοντας τις διοικητικές πράξεις και/ή αποφάσεις που προσβάλλονται με την παρούσα προσφυγή, όπως με λεπτομέρεια ανέφερα πιο πάνω, κρίνω ότι αυτές μπορούν να θεωρηθούν συναφείς, έστω και αν η μια δεν αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, αφού καλύπτονται από το διαζευκτικό κριτήριο ότι αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του Νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο.  Βασίζονται όλες στην ίδια διαδικασία, δηλαδή τον έλεγχο της αποθήκης που έγινε τον Δεκέμβριο του 2007 και Ιανουάριο του 2008 και στο αποτέλεσμα του εν λόγω ελέγχου.  Το μόνο που διαφέρει είναι η ημερομηνία της κάθε απόφασης που δεν το κρίνω τόσο σημαντικό να διαταχθεί διαχωρισμός.  Το μόνο που θα επιτυγχάνετο με τέτοια διαταγή, είναι πολλαπλότητα της διαδικασίας και δημιουργία πολύ περισσότερων εξόδων.  Έτσι απορρίπτεται και η (α) προδικαστική ένσταση.

 

Έχοντας υπόψη την ανωτέρω καθοδήγηση αλλά και γενικώς τη νομολογία ως προς το ζήτημα καθώς και τα γεγονότα, ως εκτέθηκαν πιο πάνω θεωρώ ότι η θέση των Αιτητριών περί συνάφειας είναι ορθή. Οι συμπροσβαλλόμενες (σε έκαστη εκ των δύο προσφυγών) εμφανώς πληρούν τη διαζευκτική προϋπόθεση συνάφειας εφόσον αφορούν την ίδια αιτήτρια, εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο, βασίζονται στην ίδια διαδικασία, δηλαδή τον έλεγχο των αποθηκών που έγινε στις 04.06.2018 κατόπιν καταγγελίας για την κλοπή, στο αποτέλεσμα του εν λόγω ελέγχου και τέλος στην έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων ίδιας ημερομηνίας 25.06.2018.

 

Περαιτέρω, οι εν λόγω συμπροσβαλλόμενες καταγράφουν ότι βασίζονται στα (ίδια) άρθρα 20 και 23 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου Αρ. 91(Ι)/2004 και 5(4) και 13 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 95(Ι)/2000 και φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία, με μόνη διαφορά ότι στη μία εξ αυτών[1], οι Καθ’ ων η αίτηση εδράστηκαν περαιτέρω και στον περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμο 94(Ι)/2004 επιβάλλοντας και εισαγωγικό δασμό δεδομένου ότι εκείνα από τα κλαπέντα εμπορεύματα είχαν εισαχθεί από τρίτες χώρες, εκτός δηλαδή της ΕΕ. Η εν λόγω διαφοροποίηση δε θεωρώ ότι είναι τέτοιας φύσης, που θα έπρεπε να οδηγήσει σε καταχώρηση ξεχωριστής προσφυγής ή διαχωρισμό δικογράφου. Το μόνο που θα επιτυγχάνετο με κάτι τέτοιο θα ήταν τελικά πολλαπλότητα της διαδικασίας και δημιουργία πολύ περισσότερων εξόδων με εμφανή μάλιστα και τον κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, ιδίως δεδομένων και συγκεκριμένων προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης (πχ αναρμοδιότητα), οι οποίοι πλήττουν τη κοινή διοικητική διαδικασία που προηγήθηκε. 

 

Περαιτέρω και ανεξάρτητα των πιο πάνω, θα έλεγα, ότι με την αποδοχή της αίτησης συνεκδίκασης από τους Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι είχαν αρχικά υποβάλει ένσταση επικαλούμενοι, μεταξύ άλλων, και τη μη συνάφεια των συμπροσβαλλόμενων, έμμεσα αλλά ουσιαστικά αποδέκτηκαν και οι ίδιοι τη συνάφεια τους.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται και προχωρώ να εξετάσω τους λόγους ακυρότητας.

 

Ως πρώτο λόγο ακύρωσης, οι Αιτήτριες[2] αναπτύσσουν την ισχυριζόμενη αναρμοδιότητα του εκδόντος τις προσβαλλόμενες πράξεις οργάνου. Θεωρούν ότι ο λειτουργός των Καθ’ ων η αίτηση, ο οποίος τις υπέγραψε δεν ήταν προς τούτο εξουσιοδοτημένος. Με την αγόρευσή τους στην προσφυγή αρ. 1334/2018 οι Καθ’ ων η αίτηση απαντούν ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακυρότητας δεν πρέπει να εξεταστεί ως μη δικογραφημένος, άνευ βλάβης δε αυτού, στις αγορεύσεις τους σε αμφότερες προσφυγές, παραπέμπουν σε γραπτή εξουσιοδότηση του Διευθυντή των Καθ’ ων η αίτηση προς τον υπογράφοντα λειτουργό ημερομηνίας 01.12.2015. Το εν λόγω έγγραφο αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου  με αρ. Π.Φ. 1079, ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2 στη διαδικασία. Εκεί αναφέρεται ότι ο Διευθυντής των Καθ’ ων η αίτηση εξουσιοδοτεί τον εν λόγω λειτουργό όπως «ασκεί εκ μέρους μου τις εξουσίες και καθήκοντα και να διενεργεί οποιανδήποτε άλλη πράξη την οποία είμαι υπόχρεος ή εντεταλμένος σύμφωνα με οποιανδήποτε νομοθετική διάταξη να πράξω».   

 

Καταρχάς σημειώνω ότι, εφόσον ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας, παγίως εμπίπτει σε αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο λόγο ακύρωσης (Συνδ. Ασφ. Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτρ. Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314), δεν  διαδραματίζει ρόλο προς απόρριψη του η μη δικογράφηση του στην αίτηση ακυρώσεως αρ. 1334/2018. Κατά τα λοιπά, συμφωνώ με τους Καθ’ ων η αίτηση ότι από το εν λόγω έγγραφο ημερομηνίας 01.12.2015, προκύπτει η δέουσα εξουσιοδότηση, δυνάμει μάλιστα ρητών προνοιών της νομοθεσίας (άρθρα 2 και 6 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου), του Διευθυντή των Καθ’ ων η αίτηση προς τον υπογράφοντα τις προσβαλλόμενες, Ανώτερο Τελωνειακό Λειτουργό (εφεξής ο «ΑΤΛ») να εκδώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις.

 

Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν και στο άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου [Ν. 23(Ι)/1962], το οποίο δίδει εξουσία εκχωρήσεως τέτοιων εξουσιών σε περίπτωση που ο νόμος δεν την απαγορεύει καθώς και στις πρόνοιες του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου [Ν. 91 (1)/2004] και του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου.

 

Συμφωνώ ότι ο  Ν. 23(Ι)/1962 εφαρμόζεται στα υπό κρίση δεδομένα αφ’ ης στιγμής ο περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμος όχι μόνον δεν απαγορεύει αλλά, ως ανέφερα πιο πάνω, ρητώς προβλέπει την δυνατότητα τέτοιας εκχώρησης, η δε ως άνω περί φόρου κατανάλωσης και φόρου προστιθέμενης αξίας νομοθεσία επίσης δεν απαγορεύει την εκχώρηση αυτή με το άρθρο 150[3] του Ν. 91 (1)/2004 να προβλέπει μάλιστα ρητώς ότι οι εξουσίες του διευθυντή δυνάμει της τελωνειακής νομοθεσίας ισχύουν αναλογικά και στα πλαίσια του εν λόγω νόμου. Σχετικές και καθοδηγητικές για την εφαρμογή του  Ν. 23(Ι)/1962 είναι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Cyprus Bureau of Shipping ν. Yπουργού Oικονομικών και Άλλου (2000) 3 ΑΑΔ 491, Zηνοβίου Aνδρούλλα ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Yπουργικού Συμβουλίου και/ή της Yπουργού Παιδείας (1997) 3 ΑΑΔ 385, Υπόθ. Αρ. 874/2004 Cafe City Path Entertainment Ltd v. Δημοκρατίας ημερομηνίας 01.02.2006, Τtakkas Marinos Motor Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 4 ΑΑΔ 68.

 

O ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας στην προφορική του τοποθέτηση κατά τις διευκρινίσεις, επικεντρώθηκε στη θέση του ότι, ακόμα και εάν γινόταν δεκτή η νομιμότητα του εγγράφου ημερομηνίας 01.12.2015, σε κάθε περίπτωση οι προσβαλλόμενες αποφάσεις λήφθησαν από αναρμόδιο όργανο καθότι πλην του ΑΤΛ, τον οποίο αφορά το έγγραφο ημερομηνίας 01.12.2015, τα αντίγραφα των προσβαλλόμενων, που επισυνάπτονται στην ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, φέρουν την υπογραφή και άλλου λειτουργού Τελώνη (εφεξής «ΛΤ») στην υπηρεσία των Καθ΄ ων η αίτηση.

 

Δε συμφωνώ με τη θέση αυτή. Πράγματι διαπιστώνω ότι οι προσβαλλόμενες, ως αυτές παρατίθενται στην ένσταση (Παραρτήματα 23 και 24) αλλά και εντός του διοικητικού φακέλου φέρουν και την υπογραφή του ΛΤ. Παρ’ όλα αυτά, η υπογραφή του δεν τίθεται στο σημείο υπογραφής του προσώπου που τις εξέδωσε, αλλά σε άλλο σημείο της επιστολής, επιπλέον δε, στην εν λόγω υπογραφή, δεν αναφέρεται ότι ο ΛΤ λειτουργεί με οποιαδήποτε εξουσία, ως αντιθέτως αυτό πράττει ο εξουσιοδοτημένος ΑΤΛ, ο οποίος ρητώς αναφέρει κάτωθεν της υπογραφής/σφραγίδας του ότι υπογράφει «Για Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων».

 

Επιπροσθέτως, από το σύνολο του διοικητικού φακέλου, διαπιστώνω ότι ο ΛΤ τελούσε υπό τις οδηγίες του  ΑΤΛ κατά τον χρόνο που προηγήθηκε της έκδοσης των προσβαλλόμενων καθώς ήταν εντός των λειτουργών που διερεύνησαν την υπόθεση κατόπιν της καταγγελίας της κλοπής. Συγκεκριμένα παραπέμπω στο έγγραφο Κ2/1 του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στη διαδικασία, όπου  ο ΑΤΛ δίδει τις ακόλουθες οδηγίες στον ΛΤ:

 

«Να ζητηθεί έκθεση της Αστυνομίας. Να ελεγχθούν τα αποθέματα, και να ετοιμαστεί τελωνειακή οφειλή».

 

Περαιτέρω στο έγγραφο Κ4/1 του ιδίου φακέλου, υπάρχει σημείωμα προς τον ΛΤ από άλλη λειτουργό των Καθ’ ων η αίτηση, η οποία είχε ελέγξει τις αποθήκες της Ασφαλισμένης Εταιρείας, με την οποία γίνεται καταγραφή των ελλειμάτων, τις οποίες διαπίστωσε.

 

Συνεπώς, από τα ως άνω, δε θεωρώ ότι υπήρξε οποιαδήποτε αποφασιστική αρμοδιότητα του προσώπου αυτού στην όλη διαδικασία έκδοσης των προσβαλλόμενων αλλά αντιθέτως, η όλη συμμετοχή του στη διαδικασία ήταν προς το σκοπό υποβοήθησης στην ετοιμασία των προσβαλλόμενων πράξεων λειτουργώντας κάτω από τις οδηγίες του ΑΤΛ, ο οποίος ΑΤΛ, κατά δέουσα εξουσιοδότηση, έλαβε και τις τελικές αποφάσεις. Αυτό μάλιστα επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι οι προσβαλλόμενες, ως αυτές επισυνάπτονται ως Παραρτήματα στις αιτήσεις ακυρώσεως, εστάλησαν στις Αιτήτριες χωρίς την υπογραφή άλλου προσώπου πλην του ΑΤΛ.

 

Η νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων απόφαση στην Πρ. Αρ. 475/2019 Arzumanyan ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α. ημερ. 14.03.2022) έχει καθορίσει ότι δεν είναι μεμπτή η συμμετοχή λειτουργών προς υποβοήθηση του έργου του αρμοδίου οργάνου. Στην υπό κρίση περίπτωση αυτό, θεωρώ, έγινε και δεν είναι επιλήψιμο ούτε συμβάλει σε πλημμέλεια των προσβαλλόμενων.

 

Ως συνάγεται εκ των ανωτέρω, ο ισχυρισμός των Αιτητριών περί αναρμοδιότητας απορρίπτεται και περνώ στους υπόλοιπους λόγους ακυρότητας. Δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία των δύο Αιτήτριων δεν ακολουθεί την ίδια ανάπτυξη, προχωρώ να εξετάσω τους υπολοίπους λόγους ακυρότητας σε σχέση με έκαστη προσφυγή.

 

Σε σχέση με την Προσφυγή Αρ. 1334/2018, σημειώνω τα ακόλουθα:

 

Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι οι Καθ' ων η Αίτηση εξέδωσαν εσφαλμένα και καταχρηστικά δύο ξεχωριστές βεβαιώσεις τελωνειακής οφειλής σε σχέση με το ίδιο γεγονός, την κλοπή των τσιγάρων (αρ. 205/18 και 205Β/18) που αποστάλθηκαν η μία στην ίδια και η άλλη στην Ασφαλισμένη Εταιρεία και δύο άλλες ξεχωριστές διοικητικές αποφάσεις για τα αλκοολούχα ποτά (αρ. 206/18 και 206Β/18).

 

Περαιτέρω, η Αιτήτρια δέχεται ότι στη βάση της εγγύησης που υπέγραψε και με βάση το άρθρο 84 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013[4], οι Καθ’ ων η αίτηση δικαιούνται να απαιτήσουν την καταβολή του ποσού που κατά την άποψή τους, συνιστά νόμιμη τελωνειακή οφειλή τόσο από την Αιτήτρια Ασφαλίστρια όσο και από την Ασφαλισμένη Εταιρεία, εντούτοις θεωρεί ότι οι Καθ' ων η Αίτηση δεν δικαιούνται να εκδώσουν ξεχωριστή διοικητική πράξη εναντίον της, καθώς η ίδια δεν είναι οφειλέτης και η όποια ευθύνη της για την πληρωμή των δασμών ως εγγυητής είναι αστικής φύσης. Τυχόν δε, διεκδίκηση της πληρωμής από την ίδια μπορεί να γίνει μόνο ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου εάν, σε περίπτωση απόρριψης της προσφυγής της Ασφαλισμένης Εταιρείας, επικυρωθεί η διοικητική απόφαση που επιβλήθηκε στην Ασφαλισμένη Εταιρεία και η τελευταία, αρνηθεί την πληρωμή.

 

Δε συμφωνώ με τις ως άνω εισηγήσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων της Αιτήτριας. Ως προς τη δυνατότητα έκδοσης δύο διοικητικών πράξεων  σχετική είναι η  απόφαση στην Υπόθ. αρ. 1453/2014 Cnp Asfalistiki LTD v. Υπουργού Οικονομικών κ.α. ημερ. 31.10.2019, στην οποία το Διοικητικό Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα, τα οποία θεωρώ ότι ισχύουν και στην παρούσα και τα υιοθετώ:

 

«Σε ό, τι αφορά τον ισχυρισμό των αιτητών ότι επιβλήθηκε διπλή φορολογία μέσω της έκδοσης αυτών των βεβαιώσεων, μια εναντίον της εταιρείας και μια εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας, δηλαδή τους αιτητές, η κυρία Εργατούδη στο στάδιο των διευκρινίσεων επανέλαβε προφορικά αυτό που κατέγραψε και στη γραπτή της αγόρευση, ότι αν υπάρχουν περισσότεροι οφειλέτες η οφειλή είναι αλληλέγγυα, αλλά περαιτέρω, τόνισε ότι το Τελωνείο βεβαίως θα εισπράξει τα χρήματα μόνο μια φορά και δεν έχει πρόθεση να εισπράξει εις διπλούν το οφειλόμενο ποσό.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92, «Οφειλέτης» σημαίνει «κάθε πρόσωπο που υποχρεούται να καταβάλει το ποσό τελωνειακής οφειλής».

 

Έχοντας υπόψη ότι οι αιτητές δεν αμφισβητούν ότι στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ως νόμιμη η απόφαση των καθ' ων η αίτηση, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος και ο Κανονισμός για την γέννηση της τελωνειακής οφειλής, αυτοί υποχρεούνται να καταβάλουν το ποσό της τελωνειακής οφειλής, ως εγγυητές των υποχρεώσεων της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης, προκύπτει ότι δεν τίθεται εν αμφιβόλω από τους ίδιους, το γεγονός ότι εγγυήθηκαν τις οικονομικές υποχρεώσεις που θα προκύψουν από την απώλεια εμπορευμάτων από την αποθήκη αυτή.

 

Ως και οι ίδιοι επομένως «υπόχρεοι στην καταβολή του ποσού της τελωνειακής οφειλής», που ήθελε νόμιμα επιβληθεί στην αποθήκη βάσει του ανωτέρω ορισμού και της εγγυητικής που παραχώρησαν, αποτελούν και οι ίδιοι «οφειλέτη».

 

Εννοείται πως η υποχρέωση των αιτητών συντρέχει με αυτήν της Τελωνειακής Αποθήκης και αυτό δεν αμφισβητείται από κανένα από τα διάδικα μέρη. Προς τούτο η κα Εργατούδη προέβη, όπως ανέφερα ανωτέρω, εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, σε δήλωση στο Δικαστήριο, όπ το ποσό θα εισπραχθεί αυτονοήτως μόνο μία φορά.

 

Παρά το γεγονός επομένως, ότι ο καθ' ου η αίτηση βεβαίως μπορούσε να απαιτήσει σε μία βεβαίωση και από τους δύο αλληλέγγυους οφειλέτες τα ποσά του επίδικου φόρου και τελών, το γεγονός ότι εξέδωσε δύο παράλληλες βεβαιώσεις, θεωρώ πως δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης, ούτε διπλής φορολογίας, ειδικότερα ενόψει των διευκρινίσεων που δόθηκαν. Σημειώνεται επίσης ότι στο Νόμο παρέχονται εγγυήσεις επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και αυτό είναι σε γνώση των καθ' ων η αίτηση (βλ. άρθρο 27 του Νόμου). Ο λόγος ακυρώσεως ότι η επίδικη απόφαση είναι παράνομη, καθ' ότι αποτελεί διπλή φορολογία απορρίπτεται ».

 

Και στην παρούσα περίπτωση η Αιτήτρια αντιλαμβάνεται και δέχεται το εύρος της ευθύνης που ανέλαβε βάσει της εγγύησης (τρίτη παράγραφος σε σελ. 11 γραπτής αγόρευσης Αιτήτριας), οι δε Καθ’ ων η αίτηση ρητώς ανέφεραν ότι θα εισπράξουν μόνον μία φορά την οφειλή (τρίτη παράγραφος σε σελ. 25 και τέταρτη παράγραφος σε σελ. 26  γραπτής αγόρευσης Καθ’ ων η αίτηση).  

 

Δεν διαφοροποιεί, κατά την άποψη μου, την κατάσταση το γεγονός ότι, ως θέμα πρακτικής, μηχανογραφημένου συστήματος, νομικής ή άλλης θεώρησης, οι Καθ΄ ων η αίτηση εξέδωσαν για την ίδια τελωνειακή οφειλή, διαφορετικές Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεις προς τους διαφορετικούς κατά νόμο αλληλέγγυα υπόχρεους. Όπως δεν θα διαφοροποιούσε εάν σε μία διοικητική πράξη σωρεύονταν πλείονες διοικητικές πράξεις (πχ «πολλαπλή διοικητική πράξη», η οποία κατά τον Καθ. Θ. Τσάτσο[5] «εμφανιζόμενη εξωτερικώς ως μία πράξις, περιέχει πλείονας αποφάσεις αφορώσες εις πλείονα πρόσωπα ή αντικείμενα»).

 

Η τελωνειακή οφειλή, εκ του περιεχόμενου της είναι δυσμενής για αμφότερες τις Αιτήτριες, και αυτό που έχει σημασία είναι οι Αιτήτριες, ως διοικούμενοι που θίγονται, να πληροφορηθούν το περιεχόμενο της, τα δε τυχόν οφειλόμενα ποσά, ανεξάρτητα ότι ζητήθηκαν με διαφορετικές Εκ των υστέρων βεβαιώσεις, είναι δεδομένο ότι θα πρέπει να εισπραχθούν μόνο μία φορά από τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

Σε κάθε δε περίπτωση, αν και δεν αφορά την παρούσα διαδικασία ως υποθετικό σενάριο, ορθά η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση παραπέμπει σε πρόνοιες του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου και περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου, των οποίων μπορεί να απαιτηθεί η εφαρμογή τους, για την επιστροφή του οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού ήθελε εισπραχθεί εις διπλούν από την διοίκηση.

 

Ως εκ των ανωτέρω απορρίπτω τον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης.

 

 

Με τον τρίτο λόγο ακύρωσης, η Αιτήτρια επιχειρηματολογεί ως προς τα ισχυριζόμενα σφάλματα στη διαδικασία έκδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων, τα οποία θεωρεί ότι επιμόλυναν εν τέλει και την τελική προσβαλλόμενη απόφαση. Συντρέχει, λέγει, πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο, λόγω ελλιπούς και/ή ανύπαρκτης έρευνας και λόγω λήψης υπόψη εξωγενών κριτηρίων. Οι αστοχίες αυτές, είχαν ως συνέπεια και την λανθασμένη αιτιολογία που εν τέλει δόθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Πρώτα τίθεται ο ισχυρισμός περί εσφαλμένης κοστολόγησης των κλαπέντων εμπορευμάτων Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι, η αξία των προϊόντων υπολογίστηκε εσφαλμένα και συνεπώς, εσφαλμένοι είναι οι εισαγωγικοί δασμοί, φόρος κατανάλωσης και Φ.Π.Α. που επιβλήθηκαν επί των εσφαλμένων αξιών.

 

Ανατρέχοντας στα στοιχεία που προσκόμισε η Ασφαλισμένη Εταιρεία, διαπιστώνω τα ακόλουθα:

 

Όπως προκύπτει από το Παράρτημα 19 της Ένστασης των Καθ' ων η Αίτηση, η Ασφαλισμένη Εταιρεία, ενημέρωσε τους Καθ’ ων η αίτηση για τα αποτελέσματα της καταμέτρησης των αποθεμάτων των αποθηκών της και δήλωσε ελλείμματα εμπορευμάτων τιμολογιακής αξίας $7.060,00 και €1.088,21.

 

Σύμφωνα με τη Βεβαίωση με αρ. 205Β/18 - Παράρτημα 23 της Ένστασης των Καθ' ων η Αίτηση, η αξία των κλαπέντων τσιγάρων καθορίστηκε στο συνολικό ποσό ύψους €6.175,00, που αναλύεται στο ποσό των €4.467,00 για τη διασάφηση με αρ. 2017603585048 και το ποσό των €1.708,00 για τη διασάφηση με αρ. 2017603498087. Η δηλωθείσα αξία στην εν λόγω διασάφηση με αρ. 2017603498087 (η οποία αφορά τα Cigarettes Ashima Super Slims) για 40 κιβώτια ανέρχεται στο ποσό των €4.555,00, συνεπώς το έλλειμμα των 15 κιβωτίων (υπενθυμίζεται ότι η κλοπή αφορούσε τα 15 από τα 40 κιβώτια) αντιστοιχεί σε αξία ελλείμματος προς €1.708,13.  

 

Σύμφωνα με τη Βεβαίωση με αρ. 206Β/18 - Παράρτημα 24 της Ένστασης των Καθ' ων η Αίτηση, η αξία των κλαπέντων αλκοολούχων ποτών καθορίστηκε στο συνολικό ποσό ύψους €1.089,00 ως ακολούθως: €57,00 για την διασάφηση με αρ. 2017603461860, €264,00 για την διασάφηση με αρ. 2017603477672, €231,00 για την διασάφηση με αρ. 2016100016706, €273,00 για την διασάφηση με αρ. 2017603502296, €150,00 για το απόθεμα της διασάφησης με αρ.  2016603315744/02 και €114,00 για το απόθεμα της διασάφησης με αρ. 2017603536287/01.

 

Επομένως, η συνολική αξία των κλαπέντων εμπορευμάτων δυνάμει των Βεβαιώσεων με αρ. 205Β/18 και 206Β/18 ανέρχεται στο ποσό των €7.264,00.

 

Τα πιο πάνω ποσά προκύπτουν από τα στοιχεία που η ίδια η Ασφαλισμένη Εταιρεία προσκόμισε στους Καθ’ ων η αίτηση.

 

Όσον δε αφορά την ισοτιμία, στην βάση των άρθρων 53 και 54 του Κανονισμού 952/2013 σε συνδυασμό με το άρθρο 146 του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, οι διατάξεις του οποίου, μεταξύ άλλων, προνοούν ότι σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κώδικα, η ισοτιμία που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του νομίσματος για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας είναι η συναλλαγματική ισοτιμία που δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την προτελευταία Τετάρτη κάθε μήνα.

 

Αυτή η συναλλαγματική ισοτιμία εφαρμόζεται για ένα μήνα, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα. Στην παρούσα περίπτωση λοιπόν, η ορθή ισοτιμία είναι αυτή της EUR προς USD 1,2388 στις 18.04.2018, δηλαδή την προτελευταία Τετάρτη του μήνα που προηγείται της ημερομηνίας γένεσης της οφειλής που εν προκειμένω, βάσει της εκδοχής των Καθ’ ων η αίτηση (την οποία βέβαια, ως φαίνεται με την πιο κάτω ανάλυση, αποδέχομαι ως ορθή), είναι η ημερομηνία της διάπραξης της κλοπής.

 

Επιπρόσθετα, στη βάση του άρθρου 101 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013, γίνεται ο καθορισμός του ποσού των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, το οποίο, μεταξύ άλλων, προνοεί ότι το ποσό του καταβλητέου εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού καθορίζεται από τις τελωνειακές αρχές (παράγραφος 1) και όταν το ποσό του δασμού δεν συνίσταται σε ακέραιο αριθμό, το ποσό αυτό μπορεί να στρογγυλοποιείται (παράγραφος 3).

 

Το άρθρο 36(2) του Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου προνοεί ότι τα ως άνω ισχύουν και αναφορικά με τον Φ.Π.Α. και τον φόρο κατανάλωσης εμπορευμάτων που εισάγονται στη Δημοκρατία.

 

Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης αιθυλικής αλκοόλης για ποτά ως τα υπό κρίση σύμφωνα με το άρθρο 51 του Περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004 (Ν. 91(I)/2004), υπολογίζεται στη βάση του  περιεχόμενου άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης σύμφωνα με το Δεύτερο Παράρτημα, (σε θερμοκρασία προϊόντος 20◦C), συνεπώς δεν επηρεάζεται από την αξία των προϊόντων.

 

Η διαφορά των στρογγυλοποιήσεων, επί του συντελεστή Φ.Π.Α. (19%) καταλήγει στο ποσό των €0,15 περίπου. Συνεπώς εάν γινόταν η στρογγυλοποίηση προς τα άνω, στα τελικά ποσά των φόρων που οφείλονται για τα εν λόγω κλαπέντα εμπορεύματα, τότε το συνολικό ποσό των φόρων κατανάλωσης θα αυξανόταν από τα €409,75 στα €410,00 και του Φ.Π.Α. από τα €284,75, στα €285,00.

 

Συνεπώς, θεωρώ ότι ορθά και βάση της ως άνω νομοθεσίας, οι Καθ’ ων η αίτηση υπολόγισαν τους προσβαλλόμενους δασμούς και φόρους στη βάση των στοιχείων που τους κόμισε η Ασφαλισμένη Εταιρεία.

 

Σημειώνω σε αυτό το σημείο ότι, το γεγονός ότι η εν λόγω Εταιρεία στη διασάφησή της με αρ. 2017603498087 (Παραρτήματα 11 και 11Α)  είχε δηλώσει το ποσό αξίας σε ευρώ ενώ στο Παράρτημα 19 σε δολάρια, δεν είναι σφάλμα έρευνας, το οποίο μπορεί να πιστωθεί εις βάρος των Καθ’ ων η αίτηση, καθότι η ίδια η Ασφαλισμένη Εταιρεία, η οποία είναι και υπεύθυνη να προσκομίσει τα ορθά στοιχεία τους Καθ’ ων η αίτηση, κατά τον κρίσιμο χρόνο διερεύνησης της υπόθεσης κατόπιν της κλοπής, δήλωσε την αξία τους σε δολάρια, δρομολογώντας άρα την όλη διοικητική ενέργεια σε αυτή τη βάση αξίας του εν λόγω προϊόντος. 

 

Περαιτέρω βέβαια και ανεξάρτητα των ως άνω, θα έλεγα ότι οι μικρές αποκλίσεις, τις οποίες επικαλείται η Αιτήτρια στις σελ. 16-17 της αγόρευσης της, τελικά απολήγουν προς όφελός της (εφόσον καταλήγουν σε οφειλόμενα ποσά μικρότερα από αυτά που η Αιτήτρια ισχυρίζεται ως ορθά), με αποτέλεσμα να μη μπορεί καν να θεωρηθεί αυτός ο ισχυρισμός ότι θα οδηγούσε σε ακυρωτικό εύρημα (ως αλυσιτελής), εφόσον η θέση της Αιτήτριας θα χειροτέρευε από την ακύρωση στη βάση ενός τέτοιου ευρήματος. Είναι γνωστή άλλωστε αρχή ότι, όχι μόνον η προσφυγή αλλά και οι λόγοι ακύρωσης πρέπει να προβάλλονται μετ’ εννόμου συμφέροντος [Υπόθ. Αρ. 571/95 Αντώνη Αναστασίου ν. Κ.Ο.Τ., ημερ. 16.09.1996, Αντώνη Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 ΑΑΔ 339].

 

Ως εκ των πιο πάνω απορρίπτεται και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης.

 

Περαιτέρω η Αιτήτρια Ασφαλίστρια ισχυρίζεται ότι η σύμβαση συνεχούς εγγύησης που παρείχε προς την Ασφαλισμένη Εταιρεία δεν καλύπτει την περίπτωση απώλειας από κλοπή, ζημιά, αντικατάσταση με άλλα εμπορεύματα. Αυτό όμως, ως η Αιτήτρια ισχυρίζεται, άπτεται της ερμηνείας της σύμβασης εγγύησης, και αρμόδιο δικαστήριο να ερμηνεύσει την ιδιωτικής φύσεως συμφωνία, είναι το πολιτικό δικαστήριο. Η Αιτήτρια ισχυρίζεται περαιτέρω ότι, η απουσία αναφοράς στις προσβαλλόμενες αποφάσεις στο περιεχόμενο των εγγυήσεων που παρείχε η Αιτήτρια, αφενός αποδεικνύουν το ελλιπές της έρευνας των Καθ' ων η Αίτηση και αφετέρου ότι η Αιτήτρια δεν είναι υπεύθυνη δίχως άλλο απλά και μόνο λόγω της ιδιότητας της ως τριτεγγυητής, για την καταβολή των επιβληθέντων δασμών και τελών.

 

Καταρχάς σημειώνω ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είναι αντιφατικός με την προηγουμένως διατυπωθείσα θέση της Αιτήτριας (τρίτη παράγραφος σε σελ. 11 γραπτής αγόρευσης Αιτήτριας), περί του εύρους ευθύνης της στη βάση της εγγύησης, την οποία ανέλαβε και ως εκ τούτου είναι φυσιολογικά απορριπτέος για τον λόγο αυτό. Παρά τη διαπίστωσή μου αυτή, θεωρώ ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ούτως η άλλως και στη βάση των όσων έχει καθορίσει ο λόγος της δεσμευτικής για το παρόν απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Stephanou Kirzis Container, Terminal & Bonded Warehousing κ.α. ν. Κ. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 575, την οποία σχολιάζουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και των δύο πλευρών. Στην απόφαση αυτή αναφέρθηκε μεταξύ άλλων:

 

«Δηλώθηκε ενώπιόν μας, και πολύ ορθά, πως εφόσον κριθεί αυτό το ερώτημα υπέρ των αιτητών τότε το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να εξετάσει τίποτε άλλο, παρά μόνο και την προδικαστική ένσταση που ο δικηγόρος της Δημοκρατίας θέλει να διατηρήσει, ότι δηλαδή οι εγγυητές, Κατηγορία Γ, δε νομιμοποιούνται να προσφεύγουν στη διοικητική δικαιοσύνη, γιατί η όποια διαφορά που προκύπτει στην υπόθεση, από την απαίτηση της διοίκησης, ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, της ερμηνείας δηλαδή και εφαρμογής της σύμβασης εγγύησης που υπεγράφη. Η εισήγηση στηρίζεται σε πρωτόδικη απόφαση του αδελφού δικαστή Κραμβή, στην υπόθεση Ζήνων Μερκή Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 42/2001, 20.6.2003.

 

Να εξετάσουμε πρώτα την προδικαστική ένσταση. Έχουμε διαφορετική γνώμη από αυτή που εκφράστηκε στην πιο πάνω απόφαση και ο συνάδελφος, που μετέχει της παρούσας σύνθεσης, συμμερίζεται τώρα την άποψη της Ολομέλειας. Η ευθύνη του αιτητή-εγγυητή για την πληρωμή των δασμών διέρχεται μέσω της διοικητικής απόφασης με την οποία επιβάλλονται. Ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τη διοικητική απόφαση γιατί, αν αυτή ακυρωθεί, αποφασίζεται ταυτόχρονα πως ο ίδιος δεν έχει ευθύνη για την πληρωμή των δασμών. Αν όμως η διοικητική απόφαση επικυρωθεί τότε δημιουργείται και η ευθύνη του, που προκύπτει από τη σύμβαση εγγύησης. Οτιδήποτε αφορά αυτή τη σύμβαση στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου ασφαλώς αποφασίζεται από το αρμόδιο επαρχιακό δικαστήριο. (έμφαση και υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)»

 

Αποτελεί γεγονός ότι οι επίδικες οφειλές γεννήθηκαν στα πλαίσια της αποθήκευσης των επίδικων εμπορευμάτων στις αποθήκες που εγγυάται η Αιτήτρια. Παραδεκτά οι εγγυήσεις δόθηκαν στη βάση συγκεκριμένων νομοθετικών απαιτήσεων προκειμένου οι Καθ’ ων η αίτηση να μπορούν να εξασφαλίσουν την πληρωμή της τελωνειακής οφειλής. Και στη βάση των νομοθετικών αυτών προνοιών, οι Καθ΄ ων η αίτηση τα αξίωσαν με τις προσβαλλόμενες. Εάν, από εκεί και πέρα η Αιτήτρια αμφισβητεί την συμβατική της ευθύνη για κάλυψη των αποθηκών στην περίπτωση της κλοπής, τότε ως αναφέρεται και στην πιο πάνω υπόθεση Kirzis Container, αυτό ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και θα μπορούσε να αποφασιστεί από το αρμόδιο επαρχιακό δικαστήριο.

 

Άρα απορριπτέος και ο ισχυρισμός αυτός της Αιτήτριας.

 

Περαιτέρω, η Αιτήτρια ισχυρίζεται (σημείο 3.3 της αγόρευσής της) ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου, Ν. 91 (1)/2004 και δεν υπήρξε έρευνα εκ μέρους των Καθ' ων η Αίτηση ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του Νόμου. Θεωρεί ότι ο φόρος που επιβλήθηκε με τις προσβαλλόμενες πράξεις, δεν ήταν απαιτητός, αφού το έλλειμμα οφείλεται σε κλοπή που θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί ως τυχαίο γεγονός ή και ανωτέρα βία και επομένως να μην επιβληθεί φόρος κατανάλωσης.

 

Θέτει συναφώς ότι, οι Καθ' ων η Αίτηση ουδεμία έρευνα διενήργησαν σε σχέση με τα γεγονότα και τα μέτρα που η Ασφαλισμένη Εταιρεία έλαβε προς αποφυγή ενδεχομένου κλοπής αλλά και αστόχησαν να προσδώσουν την ορθή αξία στα στοιχεία και γεγονότα που αναφέρονται στην βεβαίωση της Αστυνομίας. Η ίδια θεωρεί ότι η Ασφαλισμένη Εταιρεία έλαβε κάθε δέον μέτρο προς αποτροπή της κλοπής, η οποία δε θα μπορούσε να είχε αποτραπεί και άρα κακώς επιβλήθηκαν στην ίδια οι εκ των Υστέρων Βεβαιώσεις Τελωνειακής Οφειλής και/ή άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 205Β/2018 και 206Β/2018. Σε κάθε περίπτωση, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ακόμη και αν τα μέτρα ήταν ελλιπή, αυτό δεν είναι κάτι που πρωτογενώς μπορεί να αποφασίσει το Δικαστήριο, αφού ελλείπει εν προκειμένω η έρευνα, η αξιολόγηση και η αιτιολόγηση του συμπεράσματος αυτού από το διοικητικό όργανο.

 

Συναφώς ισχυρίζεται (σημείο 3.4 αγόρευσης) ότι οι Καθ’ ων η αίτηση υπέπεσαν σε πλάνη σε σχέση με το εύρημα ότι η κλοπή μπορεί να θεωρηθεί ως παράδοση αγαθών που πραγματοποιείται «εξ επαχθούς αιτίας» για τους σκοπούς φορολόγησης τους με τον σχετικό Φ.Π.Α.

 

Θεωρώ ότι οι πιο πάνω ισχυρισμοί απαντώνται από την νομολογία του ΔΕΕ, στην οποία με παραπέμπει η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’  ων η αίτηση. Στην απόφαση στις υποθέσεις 186/82 και 187/82, Esercizio Magazzini Generali και Mellina Agosta,  νομολογήθηκε ότι, στην περίπτωση της κλοπής, μπορεί να υποτεθεί ότι το εμπόρευμα εισέρχεται στο εμπορικό κύκλωμα της Κοινότητας και ότι η απώλεια εμπορεύματος δεν περιλαμβάνει την κλοπή, ανεξαρτήτως συνθηκών υπό τις οποίες διαπράχθηκε. Περαιτέρω, αποφασίστηκε ότι σύμφωνα με τους ισχύοντες δασμολογικούς κοινοτικούς κανόνες, η αφαίρεση από τρίτους, έστω και χωρίς πταίσμα του οφειλέτη, εμπορευμάτων που υπόκεινται σε δασμό, δεν αποσβένει τη σχετική υποχρέωση.

 

Επίσης βέβαια λίαν σχετική είναι η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-273/12, Directeur général des douanes et droits indirects, Chef de lagence de poursuites de la Direction nationale du renseignement et des enquêtes douanières κατά Harry Winston SARL ημερ. 11.07.2013 η οποία επίσης αφορά υπόθεση κλοπής εμπορευμάτων από αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης. Στην εν λόγω απόφαση, υιοθετήθηκαν όσα αναφέρθηκαν στην Esercizio Magazzini Generali και Mellina Agosta ότι δηλαδή σε περίπτωση κλοπής, το εμπόρευμα εισέρχεται στο εμπορικό κύκλωμα της Ένωσης, ότι η κλοπή εμπορευμάτων τελούντων υπό καθεστώς τελωνειακής αποταμιεύσεως συνιστά απομάκρυνση των εν λόγω εμπορευμάτων από την τελωνειακή επιτήρηση, η οποία γεννά τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή και επίσης ότι συνεπάγεται γενεσιουργό αιτία που καθιστά απαιτητό το φόρο προστιθέμενης αξίας. Στην εν λόγω απόφαση, γίνεται μάλιστα αναφορά στην απόφαση C-435/03, British American Tobacco και Newman Shipping, την οποία επικαλείται η Αιτήτρια, και εξηγεί γιατί δεν τυγχάνει εφαρμογής.

 

Περαιτέρω και αναφορικά με τη γένεση Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης σε κλοπιμαία εμπορεύματα, σχετικές είναι οι υποθέσεις C-314/06 Pipeline et Rhone (SPMR) ν. Administration des douanes et droits indirects και Direction nationale du renseignement et des enqustes (DNRED) του Δ.Ε.Ε., 18/12/2007 (σκέψη 28), και C 374/06, BATIG Gesellschaft Beteiligungen mbH ν.   Bielefeld, της 13ης Δεκεμβρίου 2007, στην οποία, μεταξύ άλλων αναφέρθηκαν:

 

«29.  Εξάλλου, οσάκις, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης,  καπνού που κυκλοφορούν υπό καθεστώς αναστολής κλέπτονται, η κλοπή τους συνιστά αντικανονική έξοδο από καθεστώς αναστολής υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο α', της οδηγίας 92/12, οπότε ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός εντός του κράτους μέλους εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η κλοπή, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας (...)»

 

48. Είναι αληθές ότι τα κλαπέντα προϊόντα δίνουν αφορμή, εν πάση περιπτώσει, για είσπραξη του ειδικού φόρου κατανάλωσης εντός του κράτους μέλους εντός του οποίου διαπιστώθηκε η αντικανονική έξοδος από το καθεστώς αναστολής (...)»

 

Συμπεραίνω, ότι, η νομολογία του ΔΕΕ δεν εντάσσει την κλοπή στον όρο του τυχαίου γεγονότος ή ανωτέρας βίας συνεπώς είναι αδιάφορο αν η Ασφαλισμένη Εταιρεία είχε λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης από κλοπή και δεν θα μπορούσε να την είχε αποτρέψει. Στην υπόθεση Harry Winston SARL (ανωτέρω), τα γεγονότα ίσως ήταν ακόμα πιο εμφανή περί αδυναμίας αποτροπής εκ μέρους του αποθηκευτή. Εκεί είχε γίνει ένοπλη ληστεία και κλάπηκαν κοσμήματα, λόγω δε των όλων χαρακτηριστικών της ένοπλης ληστείας, εγέρθηκε ο ισχυρισμός ότι δεν μπορούσε να αποφευχθεί η απώλεια και άρα θα έπρεπε να συνιστά περίπτωση ανωτέρας βίας που οδήγησε στην ανεπανόρθωτη απώλεια του εμπορεύματος. Το ζήτημα όμως δεν κρίθηκε ως σχετικό αλλά θεωρήθηκε ότι η περίπτωση μιας τέτοιας απώλειας συνεπεία εγκλήματος κατά της ιδιοκτησίας, γεννά κατά του θύματος-αποθηκευτή τις σχετικές τελωνειακές οφειλές και φόρους.

 

Συνεπώς θεωρώ ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση εφάρμοσαν ορθά την νομοθεσία, ως αυτή ερμηνεύθηκε με τις πιο πάνω αποφάσεις του Δ.Ε.Ε. Περαιτέρω, ειδικά έχοντας υπόψη μου το περιεχόμενο των προσβαλλόμενων πράξεων θεωρώ ότι αυτές ήταν αιτιολογημένες στον απαιτούμενο βαθμό, δεδομένου ότι αναφέρθηκε ρητά στις Αιτήτριες τόσο το πραγματικό όσο και το νομικό υπόβαθρο της θεώρησης των Καθ΄ων η αίτηση ως προς τον δασμολογικό/φορολογικό χειρισμό των υπό κρίση οφειλών με ρητή αναφορά στο ότι αυτές προέκυψαν λόγω της κλοπής των εμπορευμάτων. Ως ανέφερα, δεν απαιτείτο καν για τους σκοπούς της παρούσας διαφοράς, βάσει της ως άνω νομολογίας να εξετασθεί η πιθανή ευθύνη της Ασφαλισμένης Εταιρείας για τα μέτρα που έλαβε προς αποτροπή της κλοπής, άρα δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας ούτε περί έλλειψης αιτιολογίας ή πλάνης ή εν πάση περιπτώσει, εσφαλμένης εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας.  Σημειώνω ότι παρόμοια προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 1453/2014 Cnp Asfalistiki Ltd (ανωτέρω).

 

Ως εκ τούτου απορρίπτω και τους ισχυρισμούς αυτούς της Αιτήτριας.

 

Με τον τέταρτο λόγο ακύρωσης, η Αιτήτρια εισηγείται ότι οι επίδικες θα πρέπει να ακυρωθούν ως παραβιάζουσες την αρχή της δίκαιης μεταχείρισης που προβλέπει ο Κανονισμός 952/2013 και επιβάλλει, όπως σε περιπτώσεις που o οφειλέτης ήταν καλόπιστος και έλαβε τα δέοντα μέτρα ή αν συντρέχουν άλλες ειδικές περιστάσεις, η αρμόδια αρχή να εξετάζει και κατά περίπτωση να διαγράφει τους επιβληθέντες δασμούς για σκοπούς δίκαιης μεταχείρισης. Παραπέμπει προς υποστήριξη, στις αποφάσεις του ΔΕΚ C-86/97 και C-435/03, και στα άρθρα 116, 119, 120 και 121 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013. Σε σύνδεση με αυτά, ισχυρίζεται ότι χωρεί εφαρμογής και το Άρθρο 28 του Συντάγματος και το άρθρο 38 του Ν. 158(Ι)/99 και συναφώς ότι παραβιάζονται οι αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και αναλογικότητας καθώς και ότι πλήττεται το δικαίωμα εργασίας και τα οικονομικά και επαγγελματικά συμφέροντα της Ασφαλισμένης Εταιρείας και της Αιτήτριας.

 

Εν προκειμένω θα συμφωνήσω καταρχάς με τους Καθ’ ων η αίτηση ότι, οι ισχυρισμοί περί παράβασης του δικαιώματος εργασίας και οικονομικών/επαγγελματικών συμφερόντων δεν δικογραφούνται στην αίτηση ακυρώσεως αλλά περαιτέρω είναι και αόριστοι ως εκ τούτου απορριπτέοι. Μη δικογραφημένη και αόριστη είναι και η παράβαση της του Άρθρου 28 του Συντάγματος και άρθρου 38 του Ν. 158(Ι)/99 η οποία, δεδομένης και της υπόλοιπης πιο κάτω ανάλυσης ως προς τα άρθρα 116, 119, 120 και 121 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013, είναι επίσης απορριπτέα. Το ίδιο ισχύει και για την αρχή της αναλογικότητας, η οποία εν πάση περιπτώσει σχολιάζεται και κατωτέρω.

 

Θα συμφωνήσω επίσης με τους Καθ’ ων η αίτηση, ότι, εφόσον οι Αιτήτριες δεν υπέβαλαν αίτημα διαγραφής, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για εφαρμογή των όσων αποφασίστηκαν στην απόφαση C-86/97 όπου είχε υποβληθεί σχετικό αίτημα εκ μέρους των φορολογικών υποκειμένων και την άρνηση τους προσέβαλαν οι εκεί αιτητές.

 

Περαιτέρω βέβαια η (μεταγενέστερη) νομολογία των Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και ιδίως η Harry Winston SARL (ιδίως σκέψεις 30 και επόμενες), στην οποία αναφέρθηκα απαντά στα υπό κρίση νομικά ερωτήματα, απαντά δε και για ποιον λόγο η επικαλούμενη από την Αιτήτρια C-435/03 δεν τυγχάνει εφαρμογής σε γεγονότα ως τα υπό κρίση. Προσθέτω μάλιστα ότι και η πρόσφατη C-154/16 - Latvijas dzelzceļš VAS v Valsts ieņēmumu dienests ημερ. 18.05.2017 με τη σκέψη 42[6] επιβεβαίωσε την εφαρμογή της Harry Winston SARL.

 

Δεν βλέπω δε, στην υπό κρίση περίπτωση πως θα μπορούσαν να εφαρμοστούν τα άρθρα 116, 119-121 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 δεδομένου ότι η περίπτωση δεν εμπίπτει σε χρέωση οποιουδήποτε επιπλέον ποσού για δασμό ή για ελαττωματικά εμπορεύματα ή που μπορεί να αποδοθεί σε σφάλμα των αρμοδίων αρχών.

 

Ούτε άλλωστε η Αιτήτρια ή η Ασφαλισμένη Εταιρεία υπέβαλε οποιοδήποτε στοιχείο, ούτε ισχυρισμό, ενώπιον των Καθ΄ων η αίτηση προς υποστήριξη των όσων το εδάφιο 2 του Άρθρου 120 θέτει περί «αποδεδειγμένης και εξαιρετικής μειονεκτικής θέση έναντι σε άλλους οικονομικούς φορείς». Αν το είχε πράξει, είτε με τα στοιχεία που είχε υποβάλει πριν την έκδοση των προσβαλλόμενων είτε μέσω πχ αιτήματος διαγραφής δυνάμει του Άρθρου 121 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013, ενδεχόμενα τότε να ετύγχανε εφαρμογής το Άρθρο αυτό. Πάντως ελλείψει τέτοιων στοιχείων ή ισχυρισμών εντός του φακέλου, δεν βλέπω πως θα δύνατο να το είχαν εντοπίσει και να είχαν διαγράψει την οφειλή, αυτεπάγγελτα μάλιστα, οι Καθ΄ ων η αίτηση.

 

Ως προς όσα η Αιτήτρια αναφέρει αναφορικά με ισχυριζόμενη  παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της αναλογικότητας, θεωρώ ότι σε περιπτώσεις ως οι επίδικες, έχει πλέον νομολογιακά, καθοριστεί ότι δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας.  

 

Στις πρόσφατες αποφάσεις στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων ν. Φεραίος Λτδ ημερ. 01.07.2019, Αρ. 227/2012 Δημοκρατία ν. Panipsos Ltd ημερ. 15.01.2019 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ομόφωνα επιβεβαίωσε ότι δεν χωρεί η εφαρμογή των αρχών της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου επί οφειλόμενων δασμών και φόρων. Το ίδιο και με την απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 197/2010 Κυπριακή Δημοκρατία ν. Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd (2016) 3 ΑΑΔ 389, όπου απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί των Αιτητριών περί παράβασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, καλής πίστης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όπου εκεί μάλιστα είχε ανακληθεί, προηγούμενη, λανθασμένη, πράξη της διοίκησης με την οποία οι δασμοί/φόροι δεν είχαν καταλογιστεί με αποτέλεσμα οι εκεί Αιτήτριες να χρεωθούν μετά από αρκετά έτη τη σχετική φορολογία, κατόπιν της ανάκλησης.

 

Η αρμοδιότητα που άσκησαν οι Καθ΄ων η αίτηση με την έκδοση των Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεων Άλλης Τελωνειακής Οφειλής 205Β/2018 και 206Β/2018 ήταν δέσμια, γι' αυτό και δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της αναλογικότητας στην παρούσα περίπτωση.

 

Με βάση όλα τα ανωτέρω, θεωρώ ότι δεν στοιχειοθετείται οποιοσδήποτε λόγος ακύρωσης, που να δικαιολογεί την επέμβαση του παρόντος ως εκ τούτου η προσφυγή αρ. 1334/2018 απορρίπτεται.

 

 

Προχωρώ να εξετάσω την  Πρ. Αρ. 1343/2018

 

Η Αιτήτρια Ασφαλισμένη Εταιρεία προς ανάπτυξη των νομικών σημείων 14, 15, 18, 19 και 20 της Αίτησης Ακύρωσης (πλημμελής αιτιολογία, πλάνη περί τα πράγματα και τον νόμο, παράβαση αρχών νομιμότητας, καλής πίστης, αναλογικότητας, προστατευόμενης εμπιστοσύνης)  παραθέτει τη δική της εκδοχή των γεγονότων της υπόθεσης. Ειδικότερα θέτει ότι η κλοπή των επίδικων εμπορευμάτων έλαβε χώρα παρά τις προσπάθειες, τις οποίες διενήργησε για  προστασία των τελωνειακών αποθηκών, αφού έλαβε όλα τα δέοντα μέτρα για την ασφάλεια των αποθηκών και ότι ουδεμία ευθύνη φέρει για το συμβάν. Ως εκ τούτου κακώς της επιβλήθηκαν οι εκ των Υστέρων Βεβαιώσεις Τελωνειακής Οφειλής και/ή άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 205/2018 και  206/2018.

 

Ισχυρίζεται ότι η επίκληση των άρθρων 48 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου και του άρθρου 20 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου αρ. 91(1)/2004 ως βάση των προσβαλλόμενων πράξεων συνιστά νομική πλάνη εφόσον ουδεμία ηθελημένη καταστρατήγηση του Νόμου από την Αιτήτρια ή τουλάχιστον συνειδητή παράλειψη ή αμέλεια παρουσίασης των ορθών στοιχείων υφίσταται. Επίσης θέτει ότι, δεν υπάρχει αντιστοιχία των προσβαλλόμενων αποφάσεων και του άρθρου 20 (1) και (2) του Περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου αρ. 91 (1)/2004.

 

Τέλος, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο τρόπος υπολογισμού του εισαγωγικού δασμού και του Φόρου Κατανάλωσης σε σχέση με τα κατεργασμένα καπνά ήταν λανθασμένος. Αυτό διότι οι Καθ' ων η Αίτηση, προς υπολογισμό του εισαγωγικού δασμού στηρίχθηκαν σε ένα έγγραφο - τιμολόγιο «μηδαμινής», ως το χαρακτηρίζουν, αξίας για σκοπούς υπολογισμού εισαγωγικού δασμού και περαιτέρω σε ουδεμία έρευνα προχώρησαν προς διαπίστωση της αξίας των καπνών αλλά αυθαίρετα στηρίχθηκαν στο έγγραφο-τιμολόγιο. Όσο δε αφορά τον Φόρο Κατανάλωσης ο οποίος επιβλήθηκε στην Αιτήτρια, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι υφίσταται έλλειψη έρευνας και αυθαιρεσία από μέρους των Καθ' ων η Αίτηση κατά παράβαση των άρθρων 81-85 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 91(1)/2004, αφού ως ισχυρίζεται ο υπολογισμός του οφειλόμενου ποσού των €100.845 ως Φόρος Κατανάλωσης, χωρίς την ύπαρξη λιανικής ή άλλης τιμής, είναι αυθαίρετος και σε κάθε περίπτωση άγνωστος για την Αιτήτρια.

 

Στη βάση των όσων ανέφερα και αναφορικά με την προσφυγή αρ. 1334/2018 είναι απορριπτέοι και οι πιο πάνω ισχυρισμοί της Αιτήτριας Ασφαλισμένης Εταιρείας. Το γεγονός της κλοπής των επίδικων εμπορευμάτων συνεπάγεται σύμφωνα με τις πιο πάνω παρατεθείσες νομοθετικές διατάξεις, την παράτυπη έξοδό τους από το καθεστώς αναστολής και την εισαγωγή τους και/ή είσοδό τους στην Κυπριακή αγορά, χωρίς την καταβολή των αναλογούντων σε αυτά δασμών και φόρων. Η διαπίστωση της ελλείπουσας ποσότητας τσιγάρων από την αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης και/ή αλκοολούχων ποτών από τη φορολογική αποθήκη της Αιτήτριας, δεν μπορούσε παρά να απολήξει σε γένεση τελωνειακής οφειλής και κατ' επέκταση σε υποχρέωση της Αιτήτριας για καταβολή των αναλογούντων στα ελλείποντα, από τις αποθήκες τους, εμπορεύματα εισαγωγικών δασμών και φόρων.

 

Περαιτέρω, θεωρώ, κατ’ ερμηνεία και της νομολογία του ΔΕΕ στην οποία έκανα ήδη αναφορά πιο πάνω (βλ. Harry Winston SARL) αλλά και στην οικεία νομολογία (σχετική η ανωτέρω Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd στην οποία επίσης η νομιμοποιητική βάση της απαίτησης των Καθ΄ων η αίτηση ήταν τα άρθρα 20 και 23 του Νόμου αρ. 91 (1)/2004) και σε συμφωνία με τους Καθ΄ ων η αίτηση, ότι το άρθρο 20 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου αφορά σε όλες τις περιπτώσεις που προκύπτει οφειλόμενο ποσό Φόρων Κατανάλωσης το οποίο δεν καταβλήθηκε από τον διοικούμενο ανεξαρτήτως υπαιτιότητας η πταίσματός του τελευταίου, περιλαμβανομένων άρα και των περιπτώσεων κλοπής εμπορευμάτων από αποθήκη χωρίς την καταβολή των αναλογούντων σε αυτά δασμών και φόρων, ως η παρούσα.

 

Ως ανέφερα και στην περίπτωση της προσφυγής αρ. 1334/2018, η αρμοδιότητα των Καθ’ ων η αίτηση με την έκδοση των Εκ των Υστέρων Βεβαιώσεων Άλλης Τελωνειακής Οφειλής 205/2018 και 206/2018 ήταν δέσμια, γι' αυτό και δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης στην παρούσα περίπτωση. Σε αυτό καθοδηγεί και η πιο πάνω αναφερθείσα δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd ,Φεραίος Λτδ και Panipsos Ltd. Στη λίαν πρόσφατη ΈΔΔ Αρ. 112/2016 I.K. Print Direct ημερ. 16.01.2024 (στην οποία τελικώς ανατράπηκε η πρωτόδικη, την οποία είχε η Αιτήτρια επικαλεστεί στην αγόρευση της) αναφέρθηκε:

 

Η υποχρέωση της ορθής κατάταξης στη δασμολογική κλάση ανήκε στους εφεσίβλητους, όπως στο άρθρο 54 αναφέρεται, οι δε εφεσείοντες υπείχαν και υπέχουν ευθύνη αναζήτησης και είσπραξης των οφειλόμενων τελών όταν το λάθος γίνει αντιληπτό, άλλως πως, θα αφήνετο η έννοια της καλής πίστης, να καταλήξει σε κατάργηση της νομιμότητας στη λειτουργία της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 ΑΑΔ 166).  Όπως επισημάνθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Σκούλλου ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α (2004) 3 ΑΑΔ 530,534, «το Τελωνείο δεν μπορούσε και δε δικαιούτο να απαλλάξει τον εισαγωγέα από την πληρωμή νόμιμα οφειλομένων δασμών που αποτελεί απαράγραπτο χρέος προς τη Δημοκρατία και η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να μεταβληθεί με διοικητική απόφαση.»

 

Αναφορικά με την αιτιολογία, είναι δεδομένο ότι η επάρκεια της συναρτάται άμεσα με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης και εξαρτάται, όχι από την έκταση του λεκτικού της αλλά από την ουσία του περιεχομένου της. Θεωρώ έχοντας υπόψη μου το περιεχόμενο των προσβαλλόμενων πράξεων ότι αυτές ήταν αιτιολογημένες στον απαιτούμενο βαθμό, δεδομένου ότι και εδώ (όπως και στην 1334/2018), αναφέρθηκε ρητά στην Αιτήτρια τόσο το πραγματικό όσο και το νομικό υπόβαθρο της θεώρησης των Καθ΄ων η αίτηση ως προς τον δασμολογικό/φορολογικό χειρισμό των υπό κρίση οφειλών με ρητή αναφορά στο ότι αυτές προέκυψαν λόγω της κλοπής των εμπορευμάτων. Ως ανέφερα, δεν απαιτείτο καν για τους σκοπούς της παρούσας διαφοράς, βάσει της ως άνω νομολογίας να εξετασθεί η πιθανή ευθύνη της Ασφαλισμένης Εταιρείας για τα μέτρα που έλαβε προς αποτροπή της κλοπής.

 

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας για τον κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο τρόπο υπολογισμού του εισαγωγικού δασμού και Φόρου Κατανάλωσης σε σχέση με τα κατεργασμένα καπνά, θεωρώ ότι, η αξία των ελλειπόντων εμπορευμάτων που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των εισαγωγικών δασμών και του φόρου προστιθέμενης αξίας, εμφαίνεται από τα έγγραφα στα οποία η Αιτήτρια παρέπεμψε και βασικά στα τιμολόγια εισαγωγής τους. Δεν με βρίσκει σύμφωνο ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι το τιμολόγιο με αρ. 138/2017 (Παράρτημα 4Α της Ένστασης), συνιστά έγγραφο μηδαμινής αξίας. Προφανώς αυτό συνιστά το τιμολόγιο αγοράς των επίδικων εμπορευμάτων, το οποίο δηλώθηκε από την Αιτήτρια επί της διασάφησης εισαγωγής των προϊόντων και ειδικότερα στη 2η σελίδα του  Παραρτήματος 4 στην Ένσταση, (ψηλά στη σελίδα) υπό τον τίτλο «Complementary Data (Declaration)» όπου αναφέρεται «Invoice 138-2017» και στην ίδια σελίδα (στη μέση περίπου) στο σημείο με αρ. 40 όπου επίσης  αναφέρεται ως «previous document/summary declaration» ο αριθμός του εν λόγω τιμολογίου ήτοι «138/2017». Άρα σαφώς και μπορούσαν οι Καθ’ ων η αίτηση να στηριχθούν σε αυτό για τον υπολογισμό της επίδικης φορολογίας.

 

Αποδέχομαι την θέση των Καθ΄ων η αίτηση ότι ο τρόπος υπολογισμού του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα τσιγάρα ήταν ορθός βάσει του Τρίτου Παραρτήματος του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου, το οποίο (αναφορικά με το άρθρο 82 του Νόμου) προνοεί ότι: «(...) ανεξάρτητα από την ανώτερη τιμή λιανικής πώλησης των τσιγάρων, θα εισπράττεται ελάχιστος ειδικός φόρος κατανάλωσης ίσος προς €2,43 τα 20 τσιγάρα»  το οποίο, κατόπιν μιας απλής μαθηματικής πράξης[7], προκύπτει εμφανώς ότι εφαρμόστηκε ορθά από τους Καθ’ ων η αίτηση με τελικό αποτέλεσμα το ποσό των €100.845,00.

 

Συνεπώς ουδεμία πλημμέλεια εντοπίζεται στον υπολογισμό του ύψους της φορολογίας και ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Με την ανάπτυξή της αναφορικά με τα νομικά σημεία 1-5, 7-12 και 17 της αίτησης ακυρώσεώς της, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις και/ή αποφάσεις ελήφθησαν κατά παράβαση του Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου (Ν. 94(Ι)/2004), του Περί Φόρου Κατανάλωσης Νόμου, του Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, των εκδοθέντων δυνάμει αυτών Κανονισμών, τον Κανονισμό (ΕΕ) αρ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Οκτωβρίου 2013 για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου Νόμου και τις παγίως νομολογημένες αρχές του Δημοσίου Δικαίου καθώς και ήταν αποτέλεσμα έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Η Αιτήτρια περαιτέρω ισχυρίζεται ότι οι Καθ' ων η Αίτηση λανθασμένα επικαλούνται το άρθρο 5(4) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αφού ως ισχυρίζεται οι μόνες χώρες από τις οποίες εισήχθησαν αγαθά και δεν είναι κράτη μέλη είναι o Λίβανος και η Σερβία (Παραρτήματα 4 και 5 στην Ένσταση). Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι οι Καθ' ων η Αίτηση δεν ασχολήθηκαν με τα μέτρα ασφαλείας των αποθηκών που η Αιτήτρια έλαβε, δεν εξέτασαν αν αυτά ήταν επαρκή ή όχι, δεν εξέτασαν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η κλοπή και αν η Αιτήτρια είχε συμβολή και ευθύνη σε αυτήν, την οποία ουδόλως συσχέτισαν με την σχετική νομοθεσία. Τουναντίον, ως η Αιτήτρια ισχυρίζεται,  αποφάνθηκαν παντελώς πεπλανημένα ότι «τα κλαπέντα εμπορεύματα θεωρούνται ότι έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία στο έδαφος της Κοινότητας και η κλοπή δεν εντάσσεται στον όρο ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια ή τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία, γι' αυτό γεννάται εναντίον σας Τελωνειακή Οφειλή».

 

Ως προς τις αναφερόμενες χώρες προέλευσης των προϊόντων (Λίβανος και Σερβία), είναι σαφές ότι αυτές βρίσκονται εκτός ΕΕ, συνεπώς δεν γίνεται αντιληπτό, για ποιον λόγο η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι οι Καθ΄ων η αίτηση έσφαλαν επικαλούμενοι το άρθρο 5(4) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου. Ορθά θεωρώ το επικαλέστηκαν και ελλείψει οποιασδήποτε άλλης εξειδίκευσης του παραπόνου της Αιτήτριας, αυτός ο ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Κατά τα λοιπά και στη βάση των όσων ανέφερα στην πιο πάνω κατά την ανάλυση μου επί της προσφυγής αρ. 1334/2018, είναι απορριπτέοι και εδώ οι λοιποί ισχυρισμοί της Ασφαλισμένης Εταιρείας. Σχετικές είναι οι αποφάσεις του ΔΕΕ στις υποθέσεις Esercizio Magazzini Generali και Mellina Agosta και Harry Winston SARL, όπου αναλύεται ο φορολογικός χειρισμός περιπτώσεων κλοπής (και ότι οι σχετικοί φόροι και δασμοί επιβάλλονται) αλλά και η επί παρόμοιων πραγματικών και νομικών χαρακτηριστικών απόφαση στην Υπ. αρ. 1453/2014 Cnp Asfalistiki LTD.

 

Ως λοιπόν προκύπτει από την ανωτέρω ανάλυση, ουδείς, θεωρώ, λόγος ακυρότητας στοιχειοθετείται στην προσφυγή 1343/2018.

 

Δεδομένων όσων εκτέθηκαν πιο πάνω, οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα υπέρ των Καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον των Αιτητριών, ως θα υπολογιστούν και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1] Νοείται σε έκαστη προσφυγή

[2] Λόγος Ακύρωσης 1 σε Αγόρευση Αιτήτριας Ασφαλίστριας και αναπτύξη αναφορικά με Νομικά σημεία 6,13 και 16 σε Αγόρευση Ασφαλισμένης Εταιρείας

[3] «Οι διατάξεις της εκάστοτε σε ισχύ τελωνειακής νομοθεσίας οι οποίες ρυθμίζουν οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με τις εξουσίες του Διευθυντή, ή οποιοδήποτε άλλο θέμα που σχετίζεται με την επιβολή, είσπραξη και καταβολή τελωνειακών δασμών, ισχύουν κατ' αναλογία και εφαρμόζονται και για σκοπούς του παρόντος Νόμου εκτός εάν ο παρών Νόμος προβλέπει διαφορετικά. »

[4] Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Οκτωβρίου 2013 για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα

[5] Θ. Δ. Τσάτσος, «Η Αίτηση Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1971, σελ 151, υπ. 3

[6] Εκεί αναφέρθηκε:

 

«Στο πλαίσιο αυτό, συνιστά διαφυγή εμπορεύματος από την τελωνειακή επιτήρηση, κατά την έννοια του άρθρου 203, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα, οποιαδήποτε απομάκρυνση, χωρίς την έγκριση της αρμόδιας τελωνειακής αρχής, εμπορεύματος υποκείμενου σε τελωνειακή επιτήρηση από τον εγκεκριμένο χώρο εναποθέσεως, είτε ακουσίως είτε εκ προθέσεως, όπως στην περίπτωση της κλοπής (βλ., υπʼ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2001, D. Wandel, C66/99, EU:C:2001:69, σκέψεις 48 και 50· της 12ης Φεβρουαρίου 2004, Hamann International, C337/01, EU:C:2004:90, σκέψη 36, καθώς και της 11ης Ιουλίου 2013, Harry Winston, C273/12, EU:C:2013:466, σκέψεις 30 και 33)».

[7] [(68 κιβώτια + 15 κιβώτια) x 10.000 τεμάχια τσιγάρων]=830.000/20 τσιγάρα=41.500 x €2,43 =€100.845,00


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο