ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 1385/2021)

19 Απριλίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                Π. Α.                           

                                                                             Αιτητής

                                                   ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΜΕΣΩ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ξ. Ευγενίου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Σ. Καρασαμάνης, Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής ζητεί την ακύρωση της πράξης του Αρχηγού Αστυνομίας, η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 7.9.2021 και σύμφωνα με την οποία αποφασίστηκε να επιστραφεί στον αιτητή το χρηματικό ποσό των €42.145,00 αντί ολόκληρου του χρηματικού ποσού (εκ €70.242,39), που είχε κατακρατηθεί κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του, για την περίοδο από 26.3.2015 μέχρι 6.4.2021.  

 

O αιτητής, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στον Αστυνομικό Σταθμό Στρουμπιού, της Επαρχίας Πάφου, κατηγορήθηκε ότι, ενόσω ήταν μέλος της Αστυνομίας, ενήργησε κατά τρόπο απρεπή ή επιζήμιο για την πειθαρχία ή κατά τρόπο που είναι εύλογα δυνατό να δυσφημίσει την Αστυνομία. Σε βάρος του διερευνήθηκε ποινική υπόθεση, η οποία καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, για τα αδικήματα της κατοχής διαρρηκτικών εργαλείων και της χρήσης μηχανοκίνητου οχήματος με διακριτικά σημεία ταυτότητας, των οποίων η διακρίβωση δεν ήταν ευχερής, όσο και πειθαρχική υπόθεση που αφορούσε στο αδίκημα της ανάρμοστης συμπεριφοράς.

 

Στις 26.3.2015, ο αιτητής τέθηκε σε διαθεσιμότητα σύμφωνα με τον Κανονισμό 31 των περί Αστυνομίας Πειθαρχικών Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/1989), τόσο για την ποινική όσο και για την πειθαρχική υπόθεση που αντιμετώπιζε. Την ίδια μέρα διορίστηκε ερευνών αξιωματικός για τη διενέργεια πειθαρχικής έρευνας, η οποία συμπληρώθηκε στις 28.4.2015.

 

Στις 27.5.2015, η διαθεσιμότητα του αιτητή παρατάθηκε.

 

Στις 8.8.2019, ο αιτητής καταδικάστηκε στην πιο πάνω ποινική υπόθεση με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το οποίο έκρινε αυτόν ένοχο και για τις δυο προαναφερθείσες κατηγορίες. Ακολούθως, ενόψει της εν λόγω καταδίκης του αιτητή, τροποποιήθηκε το κατηγορητήριο στην εκκρεμούσα εναντίον του πειθαρχική υπόθεση, με την προσθήκη 3ης  κατηγορίας, αυτής της «καταδίκης για ποινικό αδίκημα».     

 

Τελικά, η πειθαρχική υπόθεση εναντίον του αιτητή εκδικάστηκε από τη Πειθαρχική Επιτροπή στις 5.4.2021, όπου, κατόπιν παραδοχής του αιτητή στην κατηγορία της «καταδίκης για ποινικό αδίκημα», επιβλήθηκε σε αυτόν ποινή προστίμου εκ €2.000. Όπως δε προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, οι άλλες δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο αιτητής, ανεστάλησαν προτού του απαγγελθούν και απαντήσει σε αυτές, ενόψει και της παραδοχής του στην 3η κατηγορία και του γεγονότος ότι τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούσαν το ποινικό αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε, ήσαν τα ίδια με αυτά που συνιστούσαν τις άλλες δύο κατηγορίες.

 

Στις 6.4.2021, ο Αρχηγός Αστυνομίας, ενόψει της καταδίκης του αιτητή, τόσο στην ποινική όσο και στην πειθαρχική υπόθεση, αποφάσισε την άρση της διαθεσιμότητάς του, ενώ στις 3.8.2021, ο Αρχηγός αποφάσισε όπως επιστραφεί στον αιτητή το χρηματικό ποσό των €42,145 που ισοδυναμούσε με το 60% του συνολικού ποσού των €70.242,39 που είχε κατακρατηθεί κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του.

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή δι’ επιστολής ημερομηνίας 7.9.2021, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή στις 19.11.2021.

 

Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση καταστρατηγεί τον σκοπό του Κανονισμού 31(ζ) της Κ.Δ.Π. 53/1989 και καταλήγει να είναι καθαρά τιμωρητικού χαρακτήρα, ενώ για τη διαμόρφωσή της, δεν ερευνήθηκαν επαρκώς όλα τα σχετικά στοιχεία. Εγείρονται επίσης ισχυρισμοί περί μη διενέργειας δέουσας έρευνας και έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας, ενώ προωθείται και ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του αιτητή, ιδίως ενόψει μιας τόσο δυσμενούς για τον αιτητή απόφασης.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, λήφθηκε δε αυτή σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Αρχηγού Αστυνομίας και δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε καταστρατήγηση διατάξεων. Όλοι δε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει η πλευρά του αιτητή, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, υποκείμενοι σε απόρριψη.

 

Άμεσα σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η διάταξη του Κανονισμού 31(ζ) της Κ.Δ.Π. 53/1989, σύμφωνα με την οποία-

 

«(ζ) σε περίπτωση που μέλος το οποίο είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα αναλαμβάνει εκ νέου τα καθήκοντά του, θα λάβει, από την ημερομηνία που τέθηκε σε διαθεσιμότητα, το μισθό και τα επιδόματα τα οποία θα εδικαιούτο σύμφωνα με τούς περί Αστυνομίας (Γενικούς) Κανονισμούς τον 1989 ή οποιουσδήποτε Κανονισμούς που τους τροποποιούν ή τους αντικαθιστούν, αν

(ι) αποφασίστηκε το μέλος αυτό να μην κατηγορηθεί για πειθαρχικό

αδίκημα, ή

(ιι) όλες οι εναντίον του κατηγορίες έχουν απορριφθεί:

 

Νοείται ότι αν βρέθηκε ένοχος και η ποινή που του επιβλήθηκε είναι άλλη από απόλυση, εξαναγκασμό σε παραίτηση ή υποβιβασμό κατά βαθμό ή τάξη, μπορεί να επιστραφεί στο μέλος τόσο ποσό από τις απολαβές και τα επιδόματα που του κατακρατήθηκαν, όσο ο Αρχηγός ήθελε αποφασίσει».

 

Είναι σαφές από την αμέσως πιο πάνω κανονιστική διάταξη ότι σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Αρχηγού Αστυνομίας το κατά πόσον θα επιστραφεί στο μέλος της Αστυνομίας οποιοδήποτε ποσό από τις απολαβές και τα επιδόματα που του κατακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του, καθώς και το ύψος του εν λόγω ποσού. Το θέμα επιστροφής και καθορισμού ύψους του εν λόγω χρηματικού πόσου, συναρτάται άρρηκτα με το εάν και ποια πειθαρχική ποινή έχει επιβληθεί και, συνεπώς, με τη διαπίστωση ευθύνης του μέλους. Στην περίπτωση που το μέλος δεν φέρει ευθύνη, τού επιστρέφεται όλο το ποσό, ενώ σε περίπτωση που φέρει ευθύνη και έχει τιμωρηθεί με ποινή άλλην από απόλυση, εξαναγκασμό σε παραίτηση ή υποβιβασμό κατά βαθμό ή τάξη, μπορεί να του επιστραφεί μέρος του ποσού, ως ήθελε ο Αρχηγός Αστυνομίας αποφασίσει.

 

Εν προκειμένω, από το περιεχόμενο της ίδιας της επίδικης απόφασης του Αρχηγού, ημερομηνίας 3.8.2021 (παράρτημα 6 στην ένσταση), κρίνω ότι στοιχειοθετείται με επάρκεια η αιτιολόγηση αυτής, κατά τρόπο που να καθίσταται ευχερής και η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου, ενώ ούτε κενό έρευνας εντοπίζεται. Κρίνεται σκόπιμη η αυτολεξεί παράθεση της επίδικης απόφασης:

 

«3. Σε βάρος του [ενν. του αιτητή] διερευνήθηκε τόσο η ποινική υπόθεση με στοιχεία Κούκλια Σ/[.] η οποία καταχωρήθηκε στο επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου με αρ. υπόθεσης [.] για τα αδικήματα της κατοχής διαρρηκτικών εργαλείων και της χρήσης μηχανοκίνητου οχήματος με διακριτικά σημεία ταυτότητας των οποίων η διακρίβωση δεν ήταν ευχερής, όσο και η Πειθαρχική υπόθεση με στοιχεία Πάφος [.] που αφορούσε το αδίκημα της Ανάρμοστης Συμπεριφοράς.

 

4. Στις 26.3.2015 κατόπιν έγκρισης του Αρχηγού Αστυνομίας τέθηκε σε διαθεσιμότητα σύμφωνα με τον Κανονισμό 31 των περί Αστυνομίας Πειθαρχικών Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/1989) τόσο για την ποινική όσο και για την πειθαρχική υπόθεση που αντιμετώπιζε. Την ίδια μέρα διορίστηκε ερευνώντας αξιωματικός για τη διενέργεια πειθαρχικής έρευνας, ο οποίος συμπλήρωσε την έρευνα στις 28.4.2015.

 

5. Στις 8.8.2019 το προαναφερόμενο μέλος καταδικάστηκε στην πιο πάνω ποινική υπόθεση σε πρόστιμο €2000 στην 1η κατηγορία και €500 στη 2η κατηγορία. Ακολούθως, εν όψη και της καταδίκης του από το Ποινικό Δικαστήριο τροποποιήθηκε το κατηγορητήριο στην πειθαρχική υπόθεση και προστέθηκε 3η κατηγορία, αυτή της «καταδίκης για ποινικό αδίκημα». H πειθαρχική υπόθεση εκδικάσθηκε από τη Πειθαρχική Επιτροπή στις 5.4.2021 όπου κατόπιν παραδοχής του στην κατηγορία της «καταδίκης για ποινικό αδίκημα», του επιβλήθηκε ποινή προστίμου €2000. Οι άλλες δύο κατηγορίες αναστάλθηκαν από τον εισαγγελεύοντα αξιωματικό, προτού του απαγγελθούν και απαντήσει σ' αυτές, εν όψη και της παραδοχής του στην 3η κατηγορία και του γεγονότος ότι τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούσαν το ποινικό αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε, ήταν τα ίδια με αυτά που συνιστούσαν τις άλλες δύο κατηγορίες.

 

6. Στις 6.4.2021 ο Αρχηγός Αστυνομίας εν όψη της καταδίκης του τόσο στην ποινική όσο και στην πειθαρχική υπόθεση, αποφάσισε την άρση διαθεσιμότητας του.

 

7. Στις 20.5.2021 τέθηκε ενώπιον μου επιστολή της Υπεύθυνης του Νομικού Τμήματος του Αρχηγείου σχετικά με τις κατακρατηθείσες απολαβές κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του προαναφερόμενου μέλους.

 

8. O Καν. 31(ζ) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ. Π. 53/89) προνοεί τα πιο κάτω:-

 

«σε περίπτωση που μέλος το οποίο είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα αναλαμβάνει εκ νέου τα καθήκοντα του, θα λάβει, από την ημερομηνία που τέθηκε σε διαθεσιμότητα, το μισθό και τα επιδόματα τα οποία θα εδικαιούτο σύμφωνα με τους περί Αστυνομίας (Γενικούς) Κανονισμούς που τους τροποποιούν ή τους αντικαθιστούν, αν αποφασίστηκε το μέλος αυτό να μην

(ι)   κατηγορηθεί για πειθαρχικό αδίκημα, ή

(ιι)  Όλες οι εναντίον του κατηγορίες έχουν απορριφθεί:

Νοείται ότι αν βρέθηκε ένοχος και η ποινή που του επιβλήθηκε είναι άλλη από απόλυση, εξαναγκασμό σε παραίτηση ή υποβιβασμό κατά βαθμό ή τάξη, μπορεί να επιστραφεί στο μέλος τόσο ποσό από τις απολαβές και τα επιδόματα που του κατακρατήθηκαν, όσο ο Αρχηγός ήθελε αποφασίσει.».

 

9. O Αστυφύλακας [.] Π. Α. κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του, λάμβανε χορήγημα διαθεσιμότητας το 1/2 του μισθού του, σύμφωνα με τον Κανονισμό 31(γ) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π.53/1989). Συνολικά το προαναφερόμενο μέλος παρέμεινε σε διαθεσιμότητα από τις 26.3.2015 μέχρι και τις 6.4.2021 και το ποσό που του κατακρατήθηκε κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του ανέρχεται στα €70,242,39.

 

10. Στο πλαίσιο άσκησης των εξουσιών μου, όπως αυτές πηγάζουν από τον Κανονισμό 31(γ) των Περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών (Κ.Δ.Π.53/1989) έλαβα υπόψη μου τις ακόλουθες νομολογιακές αρχές όπως αυτές πηγάζουν μέσα από τις κατά καιρούς αποφάσεις του Ανωτάτου και Διοικητικού Δικαστηρίου, που πραγματεύτηκαν το επίμαχο θέμα.

 

·Την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 8 Νοεμβρίου, 2012 στην Προσφυγή Αρ. 546/2011: «η διαθεσιμότητα δεν αποτελεί πειθαρχικό μέτρο ή πειθαρχική ποινή και ούτε έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλά είναι προληπτικό μέτρο για τη διευκόλυνση της περάτωσης μιας πειθαρχικής διαδικασίας».

 

·Την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Βασίλειος Τσαγγαρίδης (1995) 4Δ A.A.Δ. 517, Βασίλειος Τσαγγαρίδης (2001) 3Α A.A.Δ. 35: «η εξουσία του Αρχηγού για εφαρμογή του Κανονισμού 31(ζ) της K.Δ.Π. 53/1989 για κατακράτηση απολαβών, ασκείται με αναφορά όχι στο αδίκημα το οποίο αντιμετωπίστηκε με την επιβολή πειθαρχικής ποινής, αλλά στην αναγκαιότητα της διαθεσιμότητας σε σχέση με την οποία προέκυψε η κατακράτηση των απολαβών».

 

·Τις καθοδηγητικές γραμμές που απορρέουν από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή με αρ. 1147/2011, όπου καθορίζονται τα κριτήρια που θα πρέπει να σταθμίζονται για επιστροφή ή μη, μέρους ή ολόκληρου του ποσού που κατακρατήθηκε κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας. Σ' αυτήν επισημαίνεται ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας, ως αποφασίζον όργανο, προτού ασκήσει τη διακριτική του εξουσία θα πρέπει όχι μόνο να ερευνήσει επαρκώς όλα τα σχετικά στοιχεία αλλά και να τα αξιολογήσει ώστε να αναδειχθεί η σημασία του κάθε στοιχείου. Σ’ αυτήν αναφέρεται επίσης ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας θα πρέπει να προβαίνει σε ουσιαστική εκτίμηση και αξιολόγηση των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης και όχι σε απλή παράθεση του ιστορικού, μένοντας σε επιφανειακή έρευνα και εκτίμηση γεγονότων.

 

·Τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Τσαγγαρίδης ν Αρχηγός Αστυνομίας κ.α. (1995) 4Δ A.A.Δ. 517, και στην Αρχηγός Αστυνομίας κ.α. ν Τσαγγαρίδης (2001) 3Α A.A.Δ. 35, σύμφωνα με τις οποίες «οι πράξεις της διοίκησης και ιδιαίτερα οι πράξεις διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένες».

 

·Την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 8 Νοεμβρίου 2012 στην Προσφυγή με αρ. 546/2011: «ο Κανονισμός 31(ζ) δεν δίνει την εξουσία στον Αρχηγό Αστυνομίας να αναθεωρήσει την ποινή». Το ύψος της ποινής που επιβάλλεται στο μέλος αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα/κριτήριο, που θα πρέπει να σταθμίζεται και να λαμβάνεται υπόψη από τον Αρχηγό Αστυνομίας μέσα στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής του εξουσίας για επιστροφή ή μη, μέρους ή ολόκληρου του ποσού που κατακρατήθηκε κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας. H ποινή θα πρέπει να εξετάζεται όχι υπό το πρίσμα του κατά πόσο αυτή είναι αυστηρή ή όχι, με βάση τα πειθαρχικά αδικήματα που κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε, αλλά ως κριτήριο που θα επενεργεί υπέρ του διωκόμενου κατά την άσκηση των εξουσιών του Αρχηγού, που πηγάζουν από τον Κανονισμό 31(ζ) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών, (Κ.Δ.Π. 53/1989), στις περιπτώσεις μάλιστα που αυτή (ποινή) θα έχει δυσμενείς συνέπειες για το μέλος, στο εγγύτερο μέλλον ή στο διηνεκές. Ως εκ τούτου, η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας για την κατακράτηση ή μη, μέρους ή ολόκληρου του ποσού, δεν πρέπει να δίνει την εντύπωση ότι επαυξάνει την επιβαλλόμενη ποινή.

 

·Τα ευρήματα της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερ. 28.2.2017 στην Υπόθεση με αρ. 702/2014, Κ. Γ. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Αρχηγού Αστυνομίας, στην οποία ο έντιμος Δικαστής Διοικητικού Δικαστηρίου κ. Γ. Σεραφείμ, τεκμηριώνει την ακυρωτική απόφαση του στο γεγονός ότι με το ποσό των χρημάτων που δεν επιστράφηκε στον αιτητή της εν λόγω Προσφυγής (Αστ. [.] Κ. Γ.), από το σύνολο των απολαβών που κατακρατήθηκε από αυτόν κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του, ουσιαστικά επιβλήθηκε εκ νέου δυσανάλογη και εξοντωτική ποινή, σε σχέση με τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε και τις ποινές που του επιβλήθηκαν. Στην προαναφερόμενη απόφαση το Διοικητικό Δικαστήριο χαράσσει, πέραν από αυτές που ήδη υπάρχουν, σημαντικές και καθοριστικές καθοδηγητικές αρχές στα πλαίσια των οποίων ο Αρχηγός Αστυνομίας θα πρέπει να κινηθεί και να σταθμίσει για την λήψη της απόφασης του σε σχέση με την επιστροφή ή μη των απολαβών που κατακρατήθηκαν από μέλη της Αστυνομίας κατά τη διάρκεια διαθεσιμότητας τους. Συγκεκριμένα, το Διοικητικό Δικαστήριο στην προαναφερόμενη απόφαση του αναφέρει ότι, «κατά την αντίληψη μου καθίσταται σαφές ότι το θέμα επιστροφής (και ποσού) από του κατακρατημένου ποσού κατά τη διαθεσιμότητα μέλους (εδώ του αιτητή), συναρτάται άρρηκτα με το αν και ποια πειθαρχική ποινή τελικώς του έχει επιβληθεί, άρα με τη διαπίστωση ευθύνης του». Καταλήγοντας αναφέρει ότι η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας στην Προσφυγή με αρ. 702/2014 θα πρέπει να ακυρωθεί, «...αφού ο Αρχηγός Αστυνομίας δεν φαίνεται να συμπεριέλαβε στη σκέψη του τις κατηγορίες στις οποίες ο αιτητής καταδικάστηκε, καθώς και τις επιβληθείσες σ' αυτόν τελικά ποινές, ενώ δεν φαίνεται, ούτε να λήφθηκε υπόψη και να σταθμίστηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο η στάση και η συμπεριφορά του αιτητή (παραδοχές του) κατά την ποινική και πειθαρχική του υπόθεση».

 

11. Από τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετώπιζε o Αστυφύλακας [.] Π. Α., τα γεγονότα που τα περιστοιχίζουν καθώς επίσης και το γεγονός ότι υπήρξε το ενδεχόμενο επηρεασμού της ομαλής διεξαγωγής της διαδικασίας, αφού υπήρξε εμπλοκή μελών της αστυνομίας σ' αυτή, κρίνω ότι η απόφαση για διαθεσιμότητα όπως διαφάνηκε, ήταν όντως αναγκαία για τη διευκόλυνση της πειθαρχικής έρευνας και ορθή υπό τις περιστάσεις. Παράλληλα, επισημαίνεται ότι η διερεύνηση της πειθαρχικής υπόθεσης, κατά τη διάρκεια της οποίας το μέλος ήταν σε διαθεσιμότητα έγινε τάχιστα και εν πάση περίπτωση μέσα στο χρονικό διάστημα που επιτάσσει ο σχετικός με το θέμα Κανονισμός.

 

12. Πέραν από τα πιο πάνω έλαβα υπόψη μου ότι, η αναστολή των δύο κατηγοριών από τον εισαγγελεύοντα αξιωματικό, εν όψη της παραδοχής του πειθαρχικά διωκόμενου μέλους στην 3η κατηγορία (καταδίκη σε ποινικό αδίκημα) έγινε προτού του απαγγελθούν και απαντήσει σ' αυτές και με γνώμονα ότι τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούσαν το ποινικό αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ήταν τα ίδια με αυτά που συνιστούσαν τις δύο αυτές πειθαρχικές κατηγορίες. Κατ' επέκταση, για τις δύο αυτές κατηγορίες, το κατηγορούμενο μέλος απαλλάχθηκε αλλά δεν αθωώθηκε και ως εκ τούτου η περίπτωση αυτή δεν εμπίπτει στους δύο λόγους που αναφέρονται στον Κανονισμό 31(ζ) και επιβάλλουν την επιστροφή ολόκληρου του μισθού και των επιδομάτων που κατακρατήθηκαν από το μέλος κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του.

 

13. Αφού εκτίμησα τα πιο πάνω σφαιρικά, κρίνω ότι η άσκηση των αρμοδιοτήτων μου σε σχέση με τις κατακρατηθείσες απολαβές του Αστ. [.] Π. Α. δεν είναι δέσμια αλλά διακριτική, καθότι η αναστολή των κατηγοριών προτού ο κατηγορούμενος απαντήσει σε αυτές συνιστά απαλλαγή αλλά όχι αθώωση του.

 

14. Συνεκτιμώντας όλες τις προαναφερόμενες νομολογιακές αρχές και τις κατευθυντήριες γραμμές που χαράσσουν τα ευρήματα των Δικαστηρίων, για να σταθμίσω την απόφαση μου μέσα στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής μου εξουσίας, σύμφωνα με τον Κανονισμό 31 (ζ) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 53/1989) εξέτασα/έλαβα υπόψη μου ότι οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε ήταν σοβαρές και ότι στο μέλος έχει επιβληθεί χρηματική ποινή τόσο ως ποινική καταδίκη, όσο και στο πλαίσιο της πειθαρχικής του δίκης. Πέραν τούτου έλαβα υπόψη μου την παραδοχή του στην κατηγορία της «καταδίκης για ποινικό αδίκημα».

 

15. Καταλήγοντας και αφού στάθμισα ότι η διαθεσιμότητα δεν αποτελεί πειθαρχικό μέτρο ή πειθαρχική ποινή, αλλά ούτε και έχει τιμωρητικό χαρακτήρα και ότι ο Κανονισμός 31(ζ) δεν δίνει την εξουσία στον Αρχηγό Αστυνομίας να αναθεωρήσει την ποινή που επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση, καθώς επίσης και ότι μια ενδεχόμενη κατακράτηση μέρους ή ολόκληρου του ποσού δεν πρέπει να δίνει την εντύπωση ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας επαυξάνει την επιβαλλόμενη ποινή, επιβάλλοντας ουσιαστικά εκ νέου δυσανάλογη και εξοντωτική ποινή, αποφάσισα όπως, ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια που μου παρέχει ο Κανονισμός 31(ζ) των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/1989) επιστραφεί στον Αστ. [.] Π. Α. το χρηματικό ποσό των €42.145 που ισοδυναμεί με το 60% του συνόλου του ποσού των €70.242,39 που κατακρατήθηκε κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του.».

 

Εξετάζοντας τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, κρίνω, ότι η αιτιολογία, η οποία δόθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας κινείται, όντως, εντός των απαιτήσεων της ως άνω νομολογίας και των δικαστικών αποφάσεων, στις οποίες παραπέμπει. Ο Αρχηγός, καθοδηγούμενος και από την επί του θέματος νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά και αργότερα του Διοικητικού Δικαστηρίου, την οποία ρητώς στο σκεπτικό του μνημονεύει, φαίνεται, αφενός, να έχει ερευνήσει επαρκώς όλα τα σχετικά στοιχεία, αλλά και να τα έχει αξιολογήσει και να έχει προβληματιστεί και αναδείξει τη σημασία έκαστου στοιχείου για τη λήψη της επίδικης απόφασης, καταλήγοντας στις σχετικές διαπιστώσεις. Η απόφασή του βρίσκεται εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας που του παρέχεται σύμφωνα με τον Κανονισμό 31 της ΚΔΠ 53/1989.

 

Πράγματι στην Άριστος Στυλιανού v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1147/2011, ημερ. 2.4.2013, αλλά και στην Παμπόρης v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 546/2011, ημερ. 8.11.2012, στις οποίες γίνεται αναφορά στην απόφαση και τις οποίες επικαλείται η πλευρά του αιτητή, τέθηκαν οι κατευθυντήριες προκειμένου να εξετάζονται θέματα ως το υπό κρίση. Οι εν λόγω κατευθυντήριες σαφώς και ισχύουν και για την υπό κρίση περίπτωση και, όπως ρητά αναφέρεται στην απόφαση, λήφθηκαν υπόψη από τον Αρχηγό Αστυνομίας, παρόλο που και στις δυο προαναφερθείσες υποθέσεις, όπου εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση, είχε αποφασιστεί από τον Αρχηγό να μην επιστραφεί κανένα ποσό στους αιτητές, σε αντίθεση με ό,τι εδώ συμβαίνει, και κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι δεν είχε υπάρξει ούτε επαρκής αιτιολόγηση της απόφασης αλλ’ ούτε προηγηθείσα δέουσα έρευνα. Εντούτοις, δεν εντοπίζω εν προκειμένω οτιδήποτε που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό ότι η επίδικη απόφαση εκφεύγει των εν λόγω κατευθυντηρίων.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, και σε αντίθεση με ό,τι διαπιστώθηκε στην Άριστος Στυλιανού, ανωτέρω, ο Αρχηγός δεν περιορίστηκε σε γενικούς χαρακτηρισμούς, αλλά αιτιολόγησε με επάρκεια την κατάληξή του, παραθέτοντας με την απαιτούμενη συγκεκριμενοποίηση τα στοιχεία που αξιολόγησε και έλαβε υπόψη του για την κατάληξή του, κατά τρόπο που να αναδεικνύεται και η σημασία του κάθε τέτοιου στοιχείου. Με την αναγκαία υπαγωγή των γεγονότων της περίπτωσης, ο Αρχηγός αναφέρεται στις αρχές της οικείας νομολογίας επί του υπό συζήτηση θέματος, παραπέμποντας μάλιστα και στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 702/2014, ημερ. 28.2.2017, όπου εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα και τέθηκαν εκ νέου οι καθοδηγητικές αρχές επί του θέματος. Ειδικότερα, ο Αρχηγός έλαβε υπόψη του τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετώπιζε o αιτητής, κάνοντας αναφορά στην αναγκαιότητα της απόφασης για διαθεσιμότητα και στο χρονικό διάστημα εντός του οποίου αυτή διεκπεραιώθηκε. Αναφέρει επίσης ο Αρχηγός στην απόφασή του, ότι έλαβε υπόψη του ότι ο αιτητής απαλλάχθηκε, δεν αθωώθηκε όμως, από τις δυο εκ των τριών εναντίον του κατηγοριών, αλλά επίσης και το γεγονός ότι όλες οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο αιτητής, ήσαν σοβαρές, καθώς και ότι επιβλήθηκε σε αυτόν χρηματική ποινή τόσο ως ποινική καταδίκη, όσο και στο πλαίσιο της πειθαρχικής του δίκης. Καταλήγοντας ο Αρχηγός καταγράφει ότι στάθμισε το γεγονός ότι η διαθεσιμότητα δεν αποτελεί πειθαρχικό μέτρο ή πειθαρχική ποινή, αλλά ούτε και έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, καθώς επίσης και ότι μια ενδεχόμενη κατακράτηση μέρους ή ολόκληρου του ποσού δεν πρέπει να δίνει την εντύπωση ότι ο Αρχηγός Αστυνομίας επαυξάνει την επιβαλλόμενη ποινή, επιβάλλοντας ουσιαστικά εκ νέου δυσανάλογη και εξοντωτική ποινή

 

Ως εκ των πιο πάνω, κρίνω ότι στερείται ερείσματος ο ισχυρισμός του αιτητή περί καταστρατήγησης του Κανονισμού 31(ζ) της ΚΔΠ 53/1989. Επιπρόσθετα, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τον υπό του αιτητή χαρακτηρισμό της επίδικης απόφασης ως τιμωρητικού χαρακτήρα ή ότι αυτή ασκήθηκε εκδικητικά, εσφαλμένα ή καταχρηστικά.

 

Περαιτέρω, δεν εντοπίζεται ούτε κενό έρευνας, αλλ’ ούτε κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Πρόκειται για μια πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, στην οποία εκτίθενται οι νομικοί και πραγματικοί λόγοι έκδοσής της και εκτίθεται με σαφήνεια το σκεπτικό της, ούτως ώστε να μπορεί να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Τέλος, αδίκως διαμαρτύρεται η πλευρά του αιτητή ότι δεν παρασχέθηκε σε αυτόν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Επ’ αυτού, θα πρέπει εξ’ αρχής να επισημανθεί ότι οι γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, εν προκειμένω οι διατάξεις του άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Διακίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999) έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και εφαρμόζονται όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας που να διέπει ειδικά το θέμα (Reza Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3. Α.Α.Δ. 383). Οσάκις ένα θέμα ρυθμίζεται από νομοθετική διάταξη, οι γενικές αρχές υποχωρούν (Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμος Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345). Έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D50, Κώστας Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 72/1989, ημερ. 27.12.1990, Μαρία Λαζάρου Κούτσου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 720/1997, ημερ. 10.3.2000, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 232/2008, ημερ. 30.4.2010). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D71, το άρθρο 43(1) του Νόμου 158(Ι)/1999 οριοθετεί ρητά το δικαίωμα ακρόασης ως ισχύον εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά. Συνεπώς, άτομα, στα οποία ο νόμος δεν δίδει προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης δεν καλύπτονται (G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155). Η υπό εξέταση περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου 158(Ι)/1999 και δη του άρθρου 43(1) αυτού, εφόσον, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται «σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης». Συναφώς, όπως λέχθηκε στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α., ανωτέρω, αναφορικά με την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης-

 

«Το άρθρο 43(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, ταξινομεί τις περιπτώσεις παροχής προηγούμενου δικαιώματος ακρόασης όταν η έκδοση πράξης ή το διοικητικό μέτρο που θα ληφθεί είναι «... πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.». Η ερμηνευτική άσκηση που πρέπει να γίνει οφείλει να συμπλέει με την έννοια του κειμένου και η φράση «άλλως πως δυσμενούς φύσης», πρέπει να διαβαστεί ejusdem generis με τις προηγούμενες λέξεις που σαφώς υποδηλώνουν ότι το διοικητικό μέτρο ή η απόφαση επηρεάζει τη σχέση του διοικούμενου με την διοίκηση πειθαρχικώς ή που ενέχει κύρωση, περιέχοντας δηλαδή μομφή ως προς τον τρόπο ενάσκησης των καθηκόντων του διοικούμενου ή άπτεται της προσωπικότητας και αξιοπρέπειας του.  Με άλλα λόγια, το «άλλως πως δυσμενούς φύσης», διαβάζεται ως ανήκον στην ίδια κατηγορία με τα προηγηθέντα και όχι ανεξάρτητα και αυτόνομα.».

 

Υπό το φως των πιο πάνω, είναι σαφές ότι και στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση επιστροφής συγκεκριμένου χρηματικού ποσού στον αιτητή μετά τη διαθεσιμότητά του, σαφώς και δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1), αφού δεν αποτελεί ούτε κύρωση αλλ’ ούτε μέτρο πειθαρχικής φύσης (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις S.M.A.Y. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 238/2024, ημερ. 11.4.2024, S.K. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 938/2020, ημερ. 30.10.2023 και A.A.S. ν. Δημοκρατίας, 755/2018, ημερ. 29.6.2018).

 

Έτι δε περαιτέρω, διαπιστώνω ότι ο αιτητής, πέραν από του να προτάξει φραστικώς τη θέση περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασής του, δεν έθεσε ικανοποιητικό υπόβαθρο για την επίδραση που θα μπορούσαν να έχουν στα πράγματα οι όποιες θέσεις θα ανέπτυσσε αυτός ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση, εάν καλείτο να τις θέσει. Τίποτε συγκεκριμένο δεν ανέφερε επ’ αυτού η πλευρά του αιτητή, εκτός βεβαίως από τη θέση ότι όφειλαν οι καθ’ ων να παράσχουν ένα τέτοιο δικαίωμα στον αιτητή λόγω του ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ιδιαίτερα δυσμενής γι’ αυτόν. Έχει ωστόσο νομολογηθεί ότι, για το λυσιτελές της προβολής από τον διοικούμενο λόγου ακυρώσεως περί μη τηρήσεως του δικαιώματος προηγουμένης ακρόασης πριν από την έκδοση της δυσμενούς γι’ αυτόν πράξεως, απαιτείται και παράλληλη αναφορά και των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλλε ενώπιον της Διοίκησης, εάν είχε κληθεί προς τούτο (βλ. PAPOUIS DAIRIES LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 79/2018, ημερ. 15.3.2024, όπου υιοθετείται η προσέγγιση της Ελλαδικής νομολογίας επί του θέματος, με αναφορά στην ΣτΕ 4447/12 ).

 

Συνεπώς, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται και ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του αιτητή.

 

Κατά συνέπεια, δεν διαπιστώνεται βάσιμος λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1600 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο