ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 1399/2021)

 

26 Απριλίου 2024

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                               G. S. J.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

             ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ

                        ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

                                   ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Κ. Ταμπούρλας, για Αιτητή

Ν. Νικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Ινδίας, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 24.9.2021, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για έκδοση δελτίου διαμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, καθότι, όπως αναφέρεται στην επιστολή, διαπιστώθηκε ότι αυτός δεν διέμενε με την Ευρωπαία σύζυγό του, αφότου αυτή είχε αναχωρήσει από την Κύπρο.  

 

Ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 2.8.2017, με άδεια εισόδου για σκοπούς εργασίας και στις 2.11.2017, του παρασχέθηκε άδεια προσωρινής διαμονής ως εργάτη, με ισχύ μέχρι τις 11.7.2018.

 

Στις 8.6.2018, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 5.7.2019, λόγω απόσυρσης του αιτήματός του.

 

Στις 24.9.2018, ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο με Ρουμάνα υπήκοο και δυο μέρες αργότερα, στις 26.9.2018, αυτός υπέβαλε αίτηση στο Τμήμα για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης. Στο πλαίσιο εξέτασης της γνησιότητας του γάμου του αιτητή, μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων (ΥΑΜ) μετέβησαν, στις 15.2.2019, στη δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής του ζεύγους, όπου ο αιτητής και η σύζυγός του δεν εντοπίστηκαν. Τελικά, όπως αναφέρεται στη σχετική επιστολή της, ημερομηνίας 22.2.2019, η ΥΑΜ, εισηγήθηκε δια της υποβληθείσας έκθεσής της προς το Τμήμα, την απόρριψη της προαναφερθείσας αίτησης του αιτητή και όπως ο τελευταίος κληθεί να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, καθότι διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής είχε υποβάλει πλαστό ενοικιαστήριο συμβόλαιο και δεν είχε δηλώσει την αλλαγή στη διεύθυνση διαμονής του.

 

Στις 18.9.2019, το Τμήμα ενημέρωσε δια σχετικής επιστολής του τον αιτητή ότι η αίτησή του απορρίφθηκε, καθότι διαπιστώθηκε ότι δεν συμβίωνε με τη Ρουμάνα σύζυγό του, όπως επίσης καθότι είχε προσκομίσει πλαστά έγγραφα και τα εισοδήματα της συζύγου του δεν ήσαν σταθερά, αλλά περιοδικά. Καλείτο δε ο αιτητής όπως αναχωρήσει από την Κύπρο εντός 30 ημερών από τη λήψη της εν λόγω επιστολής, αλλιώς θα λαμβάνονταν μέτρα για την απομάκρυνσή του.

 

Στις 17.12.2019, ο φάκελος του αιτητή διαβιβάστηκε στην Αστυνομία για συμπερίληψη των στοιχείων του στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων (stop list), ενώ, σύμφωνα με ενημέρωση της ΥΑΜ προς το Τμήμα, ημερομηνίας 20.1.2020, σε επικοινωνία που είχαν τα μέλη της με τον αιτητή, αυτός ανέφερε ότι διέμενε στη Λάρνακα, χωρίς να δώσει οποιαδήποτε στοιχεία για τη διεύθυνσή του.

 

Στις 3.2.2020, ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης, η οποία, κατόπιν νέας εξέτασης της γνησιότητας του γάμου του αιτητή από την ΥΑΜ, μέλη της οποίας είχαν μεταβεί στη νέα διεύθυνση διαμονής του την 1.10.2020, απορρίφθηκε. Το Τμήμα γνωστοποίησε στον αιτητή την απορριπτική του απόφαση δι’ επιστολής του ημερομηνίας 24.9.2021. Όπως αναφέρεται στην επίδικη επιστολή, η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε, καθότι διαπιστώθηκε ότι αυτός δεν συμβίωνε με τη Ρουμάνα σύζυγό του, εφόσον η τελευταία είχε αναχωρήσει από την Κύπρο.

 

Στις 19.11.2021, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης. Εγείρονται επίσης ισχυρισμοί περί εμφιλοχωρήσασας πλάνης, αλλά και περί έλλειψης επαρκούς ή/και της δέουσας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης. Με αναφορά στην έκθεση του ερευνώντος Αστυφύλακα (παράρτημα 15 στο δικόγραφο της ένστασης), ο κ. Ταμπούρλας ισχυρίζεται ότι τα συμπεράσματα της σχετικής έρευνας ήσαν αυθαίρετα και διερωτάται γιατί δεν έγινε εισήγηση για ακύρωση του γάμου του αιτητή ως εικονικού. Όφειλαν δε οι καθ’ ων η αίτηση πρώτα να εξετάσουν εάν ο γάμος ήταν όντως εικονικός και μετά να προχωρήσουν σε τυχόν ακύρωση της άδειας διαμονής του αιτητή.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, καλόπιστα και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Τονίζεται εξ’ αρχής ότι το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της (βλ. ενδεικτικά Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Maria Slavova ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1272/2000, ημερ. 18.4.2002, «Η διακριτική εξουσία του κράτους να αποφασίζει επί θεμάτων που αφορούν την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της χώρας δεν είναι απεριόριστη. Η διοίκηση έχει καθήκον να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και εφόσον η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκείται καλόπιστα το δικαστήριο δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της απόφασης. Βλ. Reyes v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 860/92, ημερ. 9.2.96, Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 CLR 2583, Souleiman v. Republic (1987) 3 CLR 224 και Mushtag v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 251/94, ημερ. 21.7.95.». Η Δημοκρατία λοιπόν, στα πλαίσια του «προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της» (βλ. Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151), έχει ευρεία διακριτική εξουσία να δέχεται αλλοδαπούς στην επικράτειά της, με μόνο περιορισμό την τήρηση της αρχής της καλής πίστης, η δε εξουσία της αυτή, ως απόρροια της αρχής της εθνικής και εδαφικής της κυριαρχίας, τής παρέχει και τη δυνατότητα να αποκλείει αλλοδαπούς από το έδαφός της (βλ. Ivan Todorov Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000).

 

Επιπρόσθετα, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω την εγκυρότητα των πηγών και/ή της πληροφόρησης των καθ’ ων η αίτηση περί ψευδώς δηλωθείσας διεύθυνσης διαμονής του αιτητή και/ή προσκόμισης πλαστών εγγράφων από τον αιτητή αναφορικά με τη δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής του, διαπίστωση που αποτέλεσε έναν από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν στην απόρριψη της αίτησης του αιτητή. Πρόκειται για πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί από μια καθόλα αρμόδια προς τούτο κρατική αρχή, η οποία, ως εκ της φύσεως της, αποτελεί μια έγκυρη και αξιόπιστη πηγή, και αυτές οι πληροφορίες μπορούν ωσαύτως να αποτελέσουν επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα αιτιολόγησης της επίδικης απορριπτικής απόφασης (βλ. Anghel Viorel v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1064/2012, ημερ. 20.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:D338, Krisztian Befeki v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 293/2012, ημερ. 7.3.2012, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην TONU ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 415/2019, ημερ. 16.2.2022).

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, επισημαίνω τα εξής:

 

Ως έχει προαναφερθεί, βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας του αιτητή, συνιστά ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας. Ιδιαίτερα, αμφισβητείται η εγκυρότητα και/ή νομιμότητα, αλλά και η αξιοπιστία της έκθεσης του Αστ. Ο. Π., σχετικά με τη γνησιότητα του γάμου του αιτητή (παράρτημα 15 στην ένσταση). Κατά τη σχετική εισήγηση, στην εν λόγω έκθεση διαπιστώνονται κενά και η εμφιλοχώρηση πλάνης.

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις πιο πάνω θέσεις. Σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στην εν λόγω έκθεση:

 

«O υπό αναφορά στο θέμα αλλοδαπός [ενν. ο αιτητής] υπέβαλε για 1η  φορά αίτηση ως σύζυγος της ευρωπαίας στις 26/09/2018. Σχετικά με την γνησιότητα του γάμου τους έγιναν εξετάσεις από την YAM Λευκωσίας και σύμφωνα με την έκθεση της Αστ. [.] M. Φ. ερ. 90-91 διαπιστώθηκε ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο ήταν πλαστό, ο αλλοδαπός ουδέποτε διέμενε στην ψευδή δηλωθείσα διεύθυνση και ουδέποτε εντοπίστηκε η ευρωπαία σύζυγος του. O αλλοδαπός μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχε με την Αστ. [.] στις 15/02/2019  ανάφερε ότι διαμένει στην περιοχή Δρούσια στην Πάφο αποκρύπτοντας εσκεμμένα και παράνομα την ακριβή διεύθυνση του για ευνόητους λόγους.

Στις 31/12/2019 ο φάκελος στάλθηκε εκ νέου στην YAM αφού πρώτα ακυρώθηκε η αίτηση του και πέρασε η προθεσμία για Ιεραρχική Προσφυγή με οδηγίες για εντοπισμό και σύλληψη πράγμα το οποίο δεν κατέστη δυνατό με αποτέλεσμα να γίνει εισήγηση για τοποθέτηση των στοιχείων του αλλοδαπού στο STOP LIST ως αναζητούμενος.

 

Αποτέλεσμα των πιο πάνω εξετάσεων, ήταν το ΤΑΠ&Μ στις 03/02/2020 και ενώ ο αλλοδαπός βρισκόταν παράνομα στην Δημοκρατία, αποδέχθηκε νέα αίτηση από τον αλλοδαπό με τα ίδια δεδομένα της πρώτης αίτησης, για την οποία είχε ήδη απορριφθεί. Το πιο τραγικό απ' όλα είναι ότι η Λειτουργός του ΤΑΠ&Μ που έλαβε την νέα αίτηση (ερ.117) στην οποία αναγραφόταν ως διεύθυνση διαμονής του, η οδός [.] 6, διαμ. 32 στην Λάρνακα, παρέλαβε ως ενοικιαστήριο έγγραφο, φωτοαντίγραφο του πλαστού που κατατέθηκε στην 1η αίτηση με διεύθυνση διαμονής 33 [.] (ερ. 68 και 104).

 

Σύμφωνα με το σημ.11 διενήργησα νέες εξετάσεις σχετικά με την γνησιότητα του γάμου του αλλοδαπού με την ευρωπαία S. V. όπου διαπίστωσα τα ακόλουθα:

 

Στις 01/10/2020 μετέβηκα στην δηλωθείσα διεύθυνση [.] 6, διαμ. 32 στην Λάρνακα, όπου ο αλλοδαπός εντοπίστηκε να συζεί με την ομοεθνή του H. K. B., ΔΕΑ: [.] η οποία είναι κάτοχος άδειας παραμονής ως φοιτήτρια στο C.D.A College στην Λευκωσία.

 

Ο αλλοδαπός ρωτήθηκε διάφορες ερωτήσεις σχετικά με την τον γάμο και την σύζυγο του και δήλωσε τα ακόλουθα.

- Δεν γνωρίζει ημερομηνίες των αφιξοαναχωρήσεων της συζύγου. Απ' ότι είπε φαίνεται η σύζυγος του να ήρθε στην Κύπρο 2 φορές για περίοδο 3-4 ημερών την κάθε φορά. 1η κατά την τέλεση του γάμου και υποβολή της πρώτης αίτησης και 2η φορά κατά την υποβολή της 2ης  αίτησης στο ΤΑΠ&Μ.

Δήλωσε ότι το τηλέφωνο της συζύγου του είναι [.]. Του ζήτησα να τηλεφωνήσει της συζύγου του και είπε ότι δεν μπορούσε να τηλεφωνήσει γιατί δεν είχε λεφτά στο τηλέφωνο του. Να σημειωθεί ότι μετά από 30 λεπτά προσπάθησα να επικοινωνήσω με την σύζυγο του, το τηλέφωνο έδειχνε κλειστό και η τηλεφωνήτρια ανάφερε ότι δεν επιτρέπονται οι κλήσεις σε αυτό το τηλέφωνο.

- Δεν γνώριζε που παντρεύτηκε σε ποιο Δημαρχείο, επίσης δεν γνώριζε τους μάρτυρες που υπέγραψαν στον γάμο του.

- Δεν γνωρίζει που διαμένει η σύζυγος του. Δεν γνωρίζει πόλη και

διεύθυνση.

- Δεν γνωρίζει τα ονόματα των πεθερικών του άλλα ούτε γνωρίζει κατά

πόσο η σύζυγος του έχει αδέλφια.

- Επίσης δεν γνωρίζει πότε και αν θα επιστρέψει η σύζυγος του πίσω.

 

Τα συμπεράσματα είναι ξεκάθαρα ότι ο αλλοδαπός δεν συζεί μαζί με την ευρωπαία σύζυγο του και ουδέποτε συζούσε. Τέλεσε τον γάμο για να ικανοποιήσει τα συμφέροντα του πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεται για δεύτερη φορά.».

 

Προκύπτει από την εν λόγω έκθεση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα της περίπτωσης του αιτητή, περιλαμβανομένου βεβαίως και του μεταναστευτικού του προφίλ και του καθεστώτος αυτού κατά το χρόνο διαμονής του στη Δημοκρατία. Προκύπτει επίσης ευκρινώς ότι η έρευνα των καθ’ ων η αίτηση, προκειμένου να διαπιστωθεί με επάρκεια το θέμα της γνησιότητας της συμβίωσης και/ή του γάμου του αιτητή με τη Ρουμάνα υπήκοο, δε στηρίχθηκε μόνο στην εν λόγω έκθεση, αλλά και στις προηγηθείσες διαπιστώσεις, από την αρχική έρευνα, που είχε διενεργηθεί στο πλαίσιο εξέτασης της πρώτης υποβληθείσας αίτησης του αιτητή, τα ευρήματα της οποίας συνδέονται άρρηκτα με αυτά της δεύτερης έρευνας. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με την έκθεση, το ενοικιαστήριο έγγραφο που είχε προσκομίσει ο αιτητής την πρώτη φορά αναφορικά με τη δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής του, ήταν πλαστό και το ίδιο πλαστό έγγραφο υπέβαλε και κατά την υποβολή της δεύτερης αίτησής του.

 

Επιπρόσθετα, παρατηρώ ότι πέραν της έκθεσης, συμπληρώθηκε δεόντως από τους καθ’ ων η αίτηση και το σχετικό  έντυπο αναφορικά με τον έλεγχο της γνησιότητας του γάμου, σύμφωνα με το εγχειρίδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με παραπομπή μάλιστα και σε εντός του διοικητικού φακέλου έγγραφα. Σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στο εν λόγω έντυπο, ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία για να εργαστεί και ακολούθως εγκατέλειψε τον τόπο εργασίας του, ενώ δεν διέμενε μαζί με την προαναφερθείσα Ρουμάνα υπήκοο, η οποία διαμένει στη Ρουμανία. Καταγράφεται επίσης ότι δεν υπήρξε συμβίωση του ζεύγους και ότι ουδέποτε εντοπίστηκαν μαζί, καθώς και η δήλωση ψευδούς διεύθυνσης και η χρησιμοποίηση πλαστού ενοικιαστηρίου εγγράφου από τον αιτητή.

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει η διενέργεια της απαιτούμενης έρευνας, αλλά και η επάρκεια της αιτιολογίας της επίδικης απορριπτικής απόφασης κατά τρόπο που να καθίσταται ευχερής η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου. Περαιτέρω δεν διαπιστώνεται να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση. Αντίθετα, η επίδικη απόφαση είναι σύννομη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή. Από κανένα σημείο είτε των εγγράφων της ένστασης, είτε του οικείου διοικητικού φακέλου και εν γένει του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, δεν προκύπτει η παραμικρή ένδειξη ότι ο αιτητής συζούσε και είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο, διαρκή σχέση, δεόντως αποδεδειγμένη, με οποιαδήποτε πολίτη της Ένωσης.

 

Η επίδικη απόφαση, όπως προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενό της, βασίστηκε στις διατάξεις του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισμένων Υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου (Ν. 7(Ι)/2007), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Νόμου, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρουν-

«(2) Χωρίς επηρεασμό τυχόν ιδίου δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των ενδιαφερομένων διευκολύνεται η είσοδος και διαμονή στη Δημοκρατία σύμφωνα με τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, των ακόλουθων προσώπων:

(α) [.]

(β) του/της συντρόφου με τον/την οποίο/α ο πολίτης της Ένωσης έχει διαρκή σχέση, δεόντως αποδεδειγμένη.

 

(3) Για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (2), η αρμόδια αρχή αναλαμβάνει εκτενή εξέταση της προσωπικής κατάστασης των αναφερομένων στο εν λόγω εδάφιο προσώπων, περιλαμβανομένης της διεξαγωγής συνεντεύξεων με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα όπου αυτό απαιτείται, και αιτιολογεί κάθε άρνηση εισόδου ή διαμονής των προσώπων αυτών στη Δημοκρατία.

 

(4) Σε περίπτωση αμφιβολίας και, για σκοπούς διαπίστωσης του κατά πόσο υφίσταται διαρκής σχέση κατά την έννοια της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των άρθρων 7Α και 7Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου αναφορικά με τον εικονικό γάμο.».

 

Εν προκειμένω, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, εύλογα οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στη διαπίστωση ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα κριτήρια, προκειμένου να του εκδοθεί δελτίο διαμονής ως συντρόφου πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία είχε διαρκή σχέση, εφόσον μια τέτοια σχέση δεν μπορούσε επ’ ουδενί να αποδειχθεί με βάση τα ενώπιον τους τεθέντα στοιχεία. Κατά συνέπεια, ενόψει των πιο πάνω, εύλογα μπορεί να διαπιστωθεί ότι δεν προέκυπτε οποιαδήποτε αμφιβολία στους καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με το κατά πόσον πράγματι υφίστατο οποιαδήποτε διαρκής σχέση μεταξύ του αιτητή και της προαναφερθείσας Ρουμάνας υπηκόου, κατά την έννοια της προεκτεθείσας παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 4 του Νόμου, οπότε και μόνον θα ετύγχαναν εφαρμογής, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των άρθρων 7Α και 7Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) αναφορικά με τον εικονικό γάμο. Ελλείψει οποιασδήποτε αμφιβολίας επί του θέματος, αλλά και δεδομένου των όσων αναφέρονται στην προεκτεθείσα έκθεση, οι καθ’ ων η αίτηση δεν χρειαζόταν να προβούν σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια πριν από την επίδικη κατάληξή τους. Κατά συνέπεια, δεν εντοπίζεται κενό έρευνας, αλλ’ ούτε και να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη στην κρίση της Διοίκησης.

 

Επιπρόσθετα, και σε άμεση συνάρτηση με τα αμέσως πιο πάνω, θα πρέπει να λεχθούν και τα εξής: αποτελεί βασικό ισχυρισμό του συνηγόρου του αιτητή ότι θα έπρεπε πρώτα να εξεταστεί και αποφασιστεί το ζήτημα της γνησιότητας του γάμου του αιτητή, προτού ληφθεί η επίδικη απόφαση. Εισηγείται ουσιαστικά ο κ. Ταμπούρλας ότι θα έπρεπε πρώτα να τύχουν εφαρμογής τα άρθρα 7Α και 7Β του Κεφ. 105, στα οποία παραπέμπει το προεκτεθέν άρθρο 4 του Νόμου, προτού ληφθεί η επίδικη απόφαση. Τα εν λόγω άρθρα, ωστόσο, ρυθμίζουν τα περί εικονικότητας ενός γάμου και δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα, εφόσον, ως προκύπτει και από την προεκτεθείσα επίδικη απόφαση, η απόρριψη του αιτήματος, δεν έγινε στη βάση της γνησιότητας ή μη του γάμου, αλλά στη βάση του ότι οι σύζυγοι δεν διέμεναν μαζί, ήτοι στη βάση της έλλειψης του στοιχείου της συμβίωσης. Τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω τα νομολογηθέντα στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Nisse v. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 23/2015, ημερ. 4.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:C436, όπου υπήρξε διαπίστωση ότι οι εκεί σύζυγοι δεν διέμεναν μαζί και ότι ο Ευρωπαίος σύζυγος βρισκόταν στο εξωτερικό, κάτι το οποίο συνιστούσε αναντίλεκτο γεγονός ότι το ζεύγος δεν συμβίωνε. Παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:

 

«Σε ό,τι αφορά τον πρώτο Λόγο Έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 4 της Απόφασης του διαπίστωσε τα εξής:

 

«Παρατηρώ εξ αρχής πως τα όσα ο δικηγόρος της αιτήτριας προβάλλει σε σχέση με τη σημείωση από το λειτουργό των καθ’ ων η αίτηση ο οποίος διενήργησε έρευνα για τη γνησιότητα του γάμου, πως διατηρούσε αμφιβολίες σε σχέση με τη γνησιότητά του, δεν μπορούν να εγείρονται καθότι η απόρριψη του αιτήματος δεν έγινε στη βάση της γνησιότητας ή μη του γάμου αλλά στη βάση του ότι οι σύζυγοι δεν διαμένουν μαζί. Το δε άρθρο 4(2)(α) του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα της Δημοκρατίας του 2007, Ν. 9(Ι)/2007, («ο Νόμος») προβλέπει, μεταξύ άλλων, για συμβίωση «κάτω από την ίδια στέγη με τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης στην χώρα προέλευσης», εν προκειμένω τη Γαλλία. Οπότε, ούτε η επίκληση των διατάξεων του εν λόγω άρθρου βοηθά την αιτήτρια. Η δε επί τόπου έρευνα και τα συναχθέντα συμπεράσματα προηγήθηκαν τόσο της επιστολής του συζύγου όσο και της προσκόμισης από την αιτήτρια, των ιατρικών βεβαιώσεων για την υγεία του συζύγου της. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας στο στάδιο εκείνο, όταν δεν είχαν τεθεί ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση τα εκ των υστέρων προσκομισθέντα στοιχεία.»

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επεσήμανε ότι η απόρριψη του αιτήματος της Εφεσείουσας δεν είχε  γίνει στη βάση της γνησιότητας ή μη του γάμου, αλλά στη βάση του ότι οι σύζυγοι δεν διαμένουν μαζί, επεσήμανε ότι ούτε η επίκληση των προνοιών του Άρθρου 4(2)(α) του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου 7(Ι)/2007, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, για συμβίωση «κάτω από την ίδια στέγη με τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης στη χώρα προέλευσης», που στην προκείμενη περίπτωση ήταν η Γαλλία, μπορούσαν να βοηθήσουν την περίπτωση της Εφεσείουσας».

 

Παρομοίως, και στην υπό κρίση υπόθεση, από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι ξεκάθαρα ότι από τις έρευνες που διενεργήθηκαν στη δηλωθείσα διεύθυνση, διαπιστώθηκε η μη συμβίωση του ζεύγους, αλλά ότι ο αιτητής συζούσε με ομοεθνή του. Κατά συνέπεια, κρίνεται εύλογη η κρίση της αρμόδιας αρχής ότι ο αιτητής δεν συμβίωνε με τη Ρουμάνα σύζυγό του, η οποία είχε αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, και ούτε υπήρχε υποχρέωση εξέτασης της περίπτωσής του σύμφωνα με τις διατάξεις του  Κεφ. 105 (βλ. και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Β.Κ. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1600/2021 και 627/2023 (i-Justice), ημερ. 27.6.2023).

 

Δεν εντοπίζεται πλάνη, αλλ’ ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας της επίδικης απόφασης και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του συνηγόρου του αιτητή κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται. Προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία και δη από τα παραρτήματα της ένστασης, ότι οι καθ’ ων η αίτηση διενήργησαν ενδελεχή και, εν πάση περιπτώσει, επαρκή και/ή τη δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης. Στην επίδικη απόφαση, ως αυτή περιέχεται στην προεκτεθείσα επιστολή ημερομηνίας 24.9.2021, εκτίθενται τόσο η νομική βάση της απόφασης, όσο και ο λόγος, για τον οποίο απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή για έκδοση δελτίου διαμονής. Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της απόφασης από τα παραρτήματα της ένστασης και το σύνολο του διοικητικού φακέλου (βλ. άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371), κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου, που είναι και το ζητούμενο (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Εν προκειμένω, η δοθείσα αιτιολογία παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εκείνα, ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία, που να οδηγούν στη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης (Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΕΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΕΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023).

 

Τέλος, επισημαίνοντας ότι, σύμφωνα με το άρθρο 25 του Νόμου, η αναχώρηση πολίτη της Ένωσης από τη Δημοκρατία δεν θίγει το δικαίωμα διαμονής μόνο των μελών της οικογένειάς του, τα οποία είναι υπήκοοι κράτους μέλους και όχι τρίτων χωρών, κρίνω ότι εν προκειμένω, ο αιτητής, ως υπήκοος τρίτης χώρας, είχε ήδη απωλέσει το δικαίωμά του για διαμονή στη Δημοκρατία με την αναχώρηση της Ευρωπαίας συζύγου του.

 

Στην απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, στην M. I. U. H. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1507/2023 (i-Justice), ημερ. 25.10.2023, κρίθηκε ότι η παραμονή του εκεί αιτητή, υπηκόου τρίτης χώρας, στη Δημοκρατία, κατέστη παράνομη από την ημερομηνία αναχώρησης της Ευρωπαίας συζύγου του από την χώρα: εφόσον ο πολίτης της Ένωσης δεν ασκεί το δικαίωμα κυκλοφορίας, διαμένοντας εντός του κράτους υποδοχής (εν προκειμένω της Δημοκρατίας), ως συνέβη σε εκείνη την περίπτωση με τη Βουλγάρα σύζυγο του αιτητή, η οποία είχε ήδη αναχωρήσει για τη χώρα της, «δεν γεννάται το παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής στον/στην σύζυγο (εδώ στον αιτητή) και η άδεια διαμονής που του/της παραχωρείται με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 7(Ι)/2007 ακυρώνεται αυτοδικαίως». Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε από το Δικαστήριο τούτο πρόσφατα, στην A.S.O. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 818/2021, ημερ. 22.1.2024, αλλά και στην B.S. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 149/2022 (i-Justice), ημερ. 10.11.2023. Εξάλλου, υπέρ της θέσεως ότι το δικαίωμα παραμονής του αιτητή δεν είναι αυτοτελές, αλλά παρεπόμενο του δικαιώματος άσκησης ελεύθερης κυκλοφορίας της Ευρωπαίας συζύγου του, συνηγορεί και η νομολογία του Δ.Ε.Ε. (βλ. Aissatou Diana και Land Berlin, Υποθ. Αρ. C-267/83, ημερ. 13.2.1985, Subdelegacion del Gobierno en Ciudad Real κατά RH, Υπόθεση C-836/18, ημερ. 27.2.2020 και Erdem Deha Altiner. Isabel Hanna Ravn κατά Udlaandingestvrelsen, Υποθ. Αρ. C-230/17, ημερ. 27.6.2018). Όπως δε τονίστηκε στην B.S., ανωτέρω, αλλά και στην M.I.U.H., ανωτέρω, το δικαίωμα διαμονής που απορρέει από την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, δεν παρέχει αυτοτελή δικαιώματα στους υπηκόους τρίτων χωρών, ούτε και τους παρέχει άνευ ετέρου την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης: τα εν λόγω δικαιώματα είναι παράγωγα και απορρέουν από την ενάσκηση του δικαιώματος κυκλοφορίας του ιδίου του πολίτη της Ένωσης. Στις πιο πάνω υποθέσεις, αναφέρθηκαν από το παρόν Δικαστήριο και τα εξής:

 

«Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην απόφαση του Δ.Ε.Ε. στην Χ. ν. Έtat Belge, Υπόθ. Αρ. C-930/2019, ημερ. 2.9.2021, «στην περίπτωση κατά την οποία, πριν από την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου, ο πολίτης της Ένωσης εγκαταλείψει το κράτος μέλος στο οποίο κατοικεί ο σύζυγός του, προκειμένου να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, το παράγωγο δικαίωμα διαμονής του υπηκόου τρίτης χώρας, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, λήγει κατά την αναχώρηση του πολίτη της ένωσης και δεν μπορεί πλέον να διατηρηθεί βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α', της οδηγίας αυτής».

 

Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι η διαμονή του αιτητή κατέστη παράνομη από την ημερομηνία αναχώρησης της συζύγου του από τη Δημοκρατία, εφόσον δεν διατηρούσε πλέον αυτός το παράγωγο δικαίωμα διαμονής [...].».

 

Ούτε και έχει παρουσιαστεί οτιδήποτε εκ μέρους του αιτητή που να μπορεί να αναιρέσει και/ή ανατρέψει τις προεκτεθείσες διαπιστώσεις των καθ’ ων η αίτηση, με αποτέλεσμα να παραμένει αναντίλεκτο γεγονός ότι ο αιτητής, κατά τη διάρκεια του γάμου του με τη Ρουμάνα υπήκοο, ουδέποτε συμβίωσε μαζί της και, συνεπώς, πράγματι στην περίπτωσή του, δεν πληρούνταν οι προεκτεθείσες προϋποθέσεις του Νόμου, προκειμένου να μπορούσε να χορηγηθεί σε αυτόν δελτίο διαμονής του στη Δημοκρατία (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην A.R. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 736/2020, ημερ. 16.2.2023). Είναι ακριβώς στη βάση της αμέσως πιο πάνω διαπίστωσης που απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή.

 

Ενόψει δε των πιο πάνω διαπιστώσεων, ούτε και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης ή/και της καλής πίστης εντοπίζεται.

 

Εν κατακλείδι, λαμβανομένου υπόψη του προεκτεθέντος ιστορικού και/ή του πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ της καθ’ ης η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο