ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

                                                                 (Υπόθεση αρ. 1496/2018)

 

                         30 Απριλίου 2024

                              [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                      Η. Χ.

 

                                                                                                   Αιτητής,

                                        και

 

                      ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω

 Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων    και/ή του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων

 

                                                                              Καθ’ ων η αίτηση

                      ––––––––––––––––––––––––––––––––

Μ. Χριστοφή (κα) για Ηλίας Νεοκλέους & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για τον αιτητή.

Τ. Ιακωβίδου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.

                                   Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής ζητεί την ακόλουθη θεραπεία:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη των Καθ' ων η αίτηση η οποία περιέχεται στην επιστολή τους ημερομηνίας 13.07.2018 και με την οποία απορρίπτεται η Ιεραρχική Προσφυγή του Αιτητή ημερομηνίας 16.11.2017 εναντίον της απόφασης των Καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 08.11.2017, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

Τα ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου καθώς και από τα παραρτήματα της ένστασης, δεν αμφισβητούνται και έχουν ως ακολούθως:

 

Ο αιτητής εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα για 16 συνεχή έτη. Από το Σεπτέμβριο του 1994 προσλήφθηκε ως καθηγητής στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, από την οποία αφυπηρέτησε στις 31.8.2017.

 

Στις 14.6.2017 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για λήψη  θεσμοθετημένης σύνταξης από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με δήλωση ότι επιθυμεί να λάβει σύνταξη γήρατος από την ηλικία των 63 ετών και 10 μηνών με 7,5% αναλογιστική μείωση.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 8.11.2017 ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων πληροφόρησε τον αιτητή ότι η αίτηση του για θεσμοθετημένη σύνταξη εγκρίθηκε από τις 6.9.2017 και ότι το μηνιαίο ποσό της σύνταξης του υπολογίστηκε σε €1752,68 με 7,5% αναλογιστική μείωση.

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης ο αιτητής υπέβαλε στις 8.11.2017 ιεραρχική προσφυγή δυνάμει του άρθρου 83(1) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμοι του 2010 (Ν.59(Ι)/2010) (ως αυτό ίσχυε τότε), δια της οποίας προέβαλε ότι διαφωνεί με το καθοριζόμενο μηναίο ποσό ύψους €1752,68 διότι έχει αφυπηρετήσει στις 31.8.2017, χρόνος, ο οποίος, ως υπέβαλε, δεν έχει προστεθεί στον ασφαλιστικό του λογαριασμό. Περαιτέρω ο αιτητής κατέγραψε και τα ακόλουθα, τα οποία παραθέτω αυτούσια: «θεωρώ δεδομένο ότι δεν υφίσταται θέμα οποιουδήποτε συμψηφισμού για τις ασφαλίσεις που έχω για την περίοδο απασχόλησής μου στον ιδιωτικό τομέα (φαίνεται στον επισυναπτόμενο ασφαλιστικό μου λογαριασμό)». Ο αιτητής αναφέρθηκε και «στο θέμα συμψηφισμού της σύνταξης των Κοινωνικών Ασφαλίσεων και της Κυβερνητικής Σύνταξης». Επί τούτου σημείωσε ότι «όσον αφορά τον ασφαλιστικό μου λογαριασμό από την απασχόληση μου στο Δημόσιο Τομέα, ο συμψηφισμός αφορά μόνο την περίοδο απασχόλησης μου από 1/9/1994, οπότε διορίστηκα μέχρι την 31/12/2011. Με την αλλαγή του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου το μέρος της συνεισφοράς μας στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων που εγίνετο από το Κράτος μέχρι την ως άνω ημερομηνία, ανελήφθη από τους εργαζόμενους και δεν υφίσταται πλέον θέμα συμψηφισμού, από 1/1//2012 και μετέπειτα.» Επισύναψε δε ο αιτητής δυο ενημερωτικά δελτία της σύνταξης του από το Γενικό Λογιστήριο, όπου κατά τη θέση του αποκόπηκε υψηλότερο ποσό για συμψηφισμό από ότι ο ίδιος υπολόγισε.

 

Στα πλαίσια εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή ετοιμάστηκε και τέθηκε ενώπιον του αρμόδιου Υπουργού σχετικό σημείωμα ημερομηνίας 30.4.2018.

 

Ο Υπουργός Εργασίας Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με απόφαση του ημερομηνίας 2.5.2018, απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή κρίνοντας ότι η απόφαση του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων  ως προς τον υπολογισμό του  μηνιαίου ποσού της θεσμοθετημένης σύνταξης του αιτητή είναι καθόλα ορθή.

 

Η πιο πάνω απόφαση, η νομιμότητα της οποίας συνιστά και το αντικείμενο της υπό κρίση Προσφυγής, κοινοποιήθηκε εν τέλει στον αιτητή με επιστολή του Υπουργείου Εργασίας Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 13.7.2018 (αφού ως ειναι παραδεκτό είχε προηγηθεί η εκ παραδρομής αποστολή της επιστολής ημερομηνίας 3.5.2018, η οποία όμως αφορούσε σε ιεραρχική προσφυγή άλλου προσώπου).

 

Επισημαίνω ότι μεταξύ των ως άνω καταγραφόμενων γεγονότων έχουν παρεμβάλει σχετικές επιστολές και αλληλογραφία του αιτητή προς τους καθ’ ων η αίτηση, το περιεχόμενο των οποίων δεν αποτελεί  επίδικο ζήτημα ή για τις οποίες δεν προωθούνται οποιοιδήποτε λόγοι ακύρωσης.

 

Προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισμούς του αιτητή, όπως αυτοί προβάλλονται στη πολυσέλιδη γραπτή του αγόρευση προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, υπό το φως της πάγιας νομολογίας και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.

 

Εν πρώτοις ο αιτητής ισχυρίζεται ότι υπήρξε «παράτυπη και εξωθεσμική διαδικασία εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής» και ότι η Υπουργός «δεν άσκησε κυριαρχικά την εξουσία» της απεμπολώντας ουσιαστικά την εκ του Νόμου αρμοδιότητα της. Προς υποστήριξη του λόγω ισχυρισμού ο αιτητής εισηγείται ότι δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο οποιαδήποτε απόφαση της Υπουργού για ανάθεση σε συγκεκριμένο λειτουργό της εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής και μάλιστα επί ορισμένων μόνο θεμάτων. Αντιθέτως, υποβάλλει η πλευρά του αιτητή, «η Υπουργός φαίνεται να έχει αφήσει και/ή να έχει αναθέσει την εξ ολοκλήρου εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής που άσκησε ο αιτητής στον πιο πάνω κατονομαζόμενο λειτουργό» και όχι την εξέταση ορισμένων μόνο θεμάτων, ως ο Νόμος προνοεί. Εισηγείται δε η ευπαίδευτη συνήγορος ότι εκ μέρους του λειτουργού δεν ετοιμάστηκε πόρισμα, ως το άρθρο 83 του Νόμου προνοεί αλλά μια έκθεση γεγονότων. Καταλήγει δε η πλευρά του αιτητή ότι δεν έχει καμία απόφαση της Υπουργού στην κατοχή της και ότι αυτό που η Υπουργός έπραξε στην προκειμένη περίπτωση ήταν να υιοθετήσει πλήρως την έκθεση γεγονότων του λειτουργού και να εγκρίνει την απόφαση του «χωρίς οποιαδήποτε αυτοτελή εξέταση, κατά τρόπο που σαφέστατα συνιστά απεμπόληση της αρμοδιότητας της.»

 

Οι ισχυρισμοί του αιτητή, δεν με βρίσκουν σύμφωνη. Στο άρθρο 83 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 2010 Ν. 59(Ι)/2010 (στο εξής ο «Νόμος»), στις διατάξεις του οποίου παραπέμπει ο αιτητής, προβλέπονται, ως εδώ ενδιαφέρουν, τα ακολούθα αναφορικά με τη διαδικασία της ιεραρχικής προσφυγής:

 

«83.(2) Ο Υπουργός εξετάζει χωρίς υπαίτια βραδύτητα την ενώπιον του προσφυγή, αποφασίζει γι’ αυτή και γνωστοποιεί χωρίς καθυστέρηση την απόφασή του στον προσφεύγοντα:[..]

Νοείται περαιτέρω ότι, ο Υπουργός, δύναται να αναθέσει σε λειτουργό ή επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου του, να εξετάσει ορισμένα θέματα που αναφύονται στην προσφυγή και να υποβάλει στον Υπουργό το πόρισμα τέτοιας εξέτασης, προτού αυτός εκδώσει την απόφασή του για την προσφυγή […]»

 

Δεν διαβλέπω οτιδήποτε μεμπτό στη διαδικασία και τα όσα ο αιτητής διατείνεται έχουν εξεταστεί κατ’ επανάληψη και με δεσμευτικό τρόπο από την νομολογία.  

 

Αντίστοιχα ζητήματα εξετάστηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ελένη Ιωαννίδου κα. v Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ 75) όπου τέθηκε από τους εκεί εφεσείοντες αντίστοιχη επιχειρηματολογία κατ΄ επίκληση του Κανονισμού 7(5) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμός του 1990, Κ.Δ.Π. 55/90, το περιεχόμενο του οποίου είναι όμοιο με το περιεχόμενο της επιφύλαξης του εδάφιου 2 του άρθρου 83 του Ν. 59(Ι)/2010 που εν προκειμένω επικαλείται ο αιτητής προς υποστήριξη των ισχυρισμών του. Το Ανώτατο Δικαστήριο με παραπομπή στο δεσμευτικό λόγο των αποφάσεων Στρούθος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72 και Χριστοδούλου κ.ά. ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3Β Α.Α.Δ. 810 απέρριψε τους λόγους έφεσης των εφεσειόντων, τονίζοντας ότι ο Κανονισμός 7(5), δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί προϋπόθεση η τυπική ανάθεση διενέργειας έρευνας. Όπως δε εκ νέου επισημάνθηκε η διατύπωση του εν λόγω κανονισμού, δεν δικαιολογεί μια τέτοια σχολαστική προσέγγιση και δεν αποκλείει την υποβολή απόψεων από τρίτους. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο αν και εκτενές, απαντά στην όλη επιχειρηματολογία του αιτητή:

 

«Με βάση τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμό του 1990, Κ.Δ.Π. 55/90, η ιεραρχική προσφυγή εναντίον πολεοδομικής απόφασης υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο (Καν. 7(1)).[..] Το Υπουργικό Συμβούλιο εκχώρησε με γνωστοποίηση της Κ.Δ.Π. 249/87, όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 196/93, τις εξουσίες του για τη λήψη απόφασης σε ιεραρχική προσφυγή που υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 31(1) του Νόμου, σε τετραμελή Επιτροπή, αργότερα έγινε τριμελής, με συγκεκριμένη πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο[..]


Ο Κανονισμός 7 στην έκταση που μας αφορά προνοεί τα εξής:

                                                           

«7.- [..] (5) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει σε Υπουργό ή επιτροπή από Υπουργούς την εξέταση ορισμένων θεμάτων σχετικών με την προσφυγή και να αναμένει το πόρισμά τους, πριν εκδώσει την απόφασή του για την προσφυγή.[..]

 

Ότι η Υπουργική Επιτροπή είχε εξουσία να εξετάσει την ιεραρχική προσφυγή δεν αμφισβητείται από τις εφεσείουσες. Ο πυρήνας του παραπόνου των εφεσειουσών είναι ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών ενήργησε αυτοβούλως και χωρίς προηγουμένως να δοθούν οδηγίες από το αρμόδιο όργανο, την Υπουργική Επιτροπή, για να εξετάσει τις ιεραρχικές προσφυγές. Θα έπρεπε, είναι η θέση των εφεσειουσών, να προηγηθεί ανάθεση στον Υπουργό Εσωτερικών από την ίδια την Υπουργική Επιτροπή με βάση τον Κανονισμό 7(5) και για ορισμένα θέματα μόνο, ο οποίος στη συνέχεια να υποβάλει προς την Επιτροπή το πόρισμά του ως προπαρασκευαστική και/ή συμβουλευτική έκθεση.[..]

 

Το θέμα εξετάστηκε από την Ολομέλεια στη Χριστοδούλου κ.ά. ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810, πάνω στην οποία βασίστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο[.].

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειουσών προβάλλει τη θέση, πως η υπόθεση Χριστοδούλου, ανωτέρω, δεν εξέτασε το όλο νομικό ζήτημα δυνάμει του Ν. 158(Ι)/1999, αν μπορούσε το Υπουργείο Εσωτερικών αυτοβούλως να ενεργήσει χωρίς ανάθεση από την Υπουργική Επιτροπή, ούτε και κάτω από το λόγο της υπόθεσης Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85. Επικεντρώθηκε στο ερώτημα αν μπορούσε το Υπουργείο Εσωτερικών να διεξάγει έρευνα αντί της Υπουργικής Επιτροπής. Καλείται λοιπόν τώρα το Δικαστήριο να αποφασίσει το ζήτημα υπό το φακό της ορθής, όπως εισηγείται θέσης, όπως εκφράστηκε στη Δημητριάδη. Δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση. Στη Στρούθος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72 όπως και στη Χριστοδούλου, ανωτέρω, το Υπουργείο Εσωτερικών έθεσε ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή τα διάφορα στοιχεία και τις δικές του απόψεις που αφορούσαν την υπόθεση. Η Ολομέλεια στη Στρούθος, ανωτέρω, απόρριψε ως ολωσδιόλου αβάσιμο τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι οι απόψεις του Υπουργείου Εσωτερικών τέθηκαν ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής παρανόμως και χωρίς προηγουμένως να ζητηθεί κάτι τέτοιο κρίνοντας ότι το Υπουργείο Εσωτερικών, καθηκόντως όφειλε να θέσει ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής, που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή, όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στην υπόθεση.

 

Και στη  Χριστοδούλου  η ολομέλεια υιοθετώντας τη Στρούθος προχώρησε το σκεπτικό προσθέτοντας:

«Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο Κανονισμός 7(5) δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα. Δεν αποτελεί προϋπόθεση η τυπική ανάθεση διενέργειας έρευνας. Ο κανονισμός δεν δικαιολογεί μια τέτοια σχολαστική προσέγγιση. Η εναρκτήρια φράση: “Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει” εισάγει, αναμφίβολα, διακριτική εξουσία, η οποία στην περίπτωσή μας ασκείται από την Υπουργική Επιτροπή. Ο κανονισμός, όπως διατυπώνεται, δεν αποκλείει την υποβολή απόψεων από τρίτους, όταν μάλιστα εμπλέκονται εξαρχής (όπως εδώ το Υπουργείο Εσωτερικών) στη διαδικασία. Και, περαιτέρω, έχουν, όπως και οι άλλοι φορείς που ρωτήθηκαν, την εμπειρία εφαρμογής του Νόμου. Σε καμιά δε περίπτωση δεν επικρίθηκε η διεξαχθείσα έρευνα ως ελλιπής ή στρεβλωτική της κατάστασης. Όπως θα προσέξει ένας, το Σημείωμα περιέχει και κάθε στοιχείο σχετιζόμενο με τη μεταγενέστερη αλλαγή των χρήσεων της ζώνης, που βρίσκονται τα επίδικα καταστήματα. Δόθηκε ολοκληρωμένη και πιστή εικόνα. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, στην οποία παραπέμπει ο πρωτόδικος δικαστής, έχει λεχθεί ότι:-

“Η αναζήτηση των απόψεων τρίτων, στο πλαίσιο της διερεύνησης των γεγονότων, προς το σκοπό άσκησης της εξουσίας η οποία εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο, δε συνιστά απεμπόληση εξουσίας, αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων.»

 

Δεν διαπιστώνουμε καμιά διάσταση στη νομολογία. Η απόφαση  Στρούθος και  Χριστοδούλου  που ακολούθησαν αναφέρθηκαν και στη Δημητριάδη, ενώ και πιο πρόσφατα η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 325, κατά τρόπο που καθίσταται σαφές ότι δεν είναι ανάγκη να προηγηθεί τυπική ανάθεση προς το συμβουλευτικό όργανο πριν τη λήψη της τελικής απόφασης από το αρμόδιο όργανο.

Σε κάθε περίπτωση είναι αδιαμφισβήτητο ότι η τελική απόφαση λήφθηκε από το κατά νόμο αρμόδιο όργανο, την Υπουργική Επιτροπή στην οποία εκχωρήθηκαν οι εξουσίες του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία εξέτασε ως σώμα τις διάφορες θέσεις των εμπλεκομένων τμημάτων αλλά και τις ενστάσεις των αιτητών προτού λάβει απόφαση.

 

Η νομολογία αποκαλύπτει ότι η εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής δεν λειτουργεί ως έφεση αλλά ως νέα διερεύνηση όλων των δεδομένων από το ιεραρχικά ανώτερο όργανο, ώστε να εξεταστούν όλα εξ υπαρχής, να διορθωθούν τα όποια λάθη ή παραλείψεις έγιναν ενδεχομένως από το διοικητικό όργανο και να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα (βλ. Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 431, Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΔΕΠΑ) Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 837).

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειουσών εισηγείται πως το Υπουργείο Εσωτερικών και οι αρμόδιες υπηρεσίες αναρμοδίως ανέλαβαν πρωτοβουλία και παρανόμως έθεσαν ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής τα διάφορα στοιχεία και τις δικές τους απόψεις: ενώ δεν τους ζητήθηκε κάτι τέτοιο[..]Όπως αποφασίστηκε και στην υπόθεση Προκατασκευασμένα Υλικά Σκυροδέματος Ύψωνας Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 905/2007, ημερ. 21.10.1999, η υποβολή απόψεων από το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο είχε πάρει προηγουμένως τις απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, δεν ήταν λανθασμένη διαδικασία ούτε κρίθηκε ως αναρμόδια η ανάμειξη του Υπουργείου.[…]

 

Η θέση ότι η Υπουργική Επιτροπή απλώς σφράγισε με την απόφασή της τα ευρήματά της Πολεοδομικής Αρχής ή του Υπουργείου Εσωτερικών στερείται ερείσματος: Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία υιοθετεί πρόταση του αρμοδίου οργάνου κρίνεται από τη νομολογία ως επαρκώς αιτιολογημένη ιδιαιτέρως εκεί όπου δεν απαιτείται εκ του Νόμου η καταγραφή ρητής αιτιολογίας(Demetriou a.o.ν. The Republic (1988)3 C.L.R.91 και Chrysanthou v. The Republic (1989) 3(A) C.L.R. 589). Έτσι και στην εδώ περίπτωση όπου ο Κανονισμός 7 και η Κ.Δ.Π. 55/90 δεν ορίζει ότι απαιτείται οποιαδήποτε αιτιολογία κατά τη λήψη της απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής.[…]

 

Οι εφεσείουσες αιτήτριες προβάλλουν επιπροσθέτως ότι υπάρχει παράνομη εμπλοκή με τη συμμετοχή στη διαδικασία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών: δεν του είχε ζητηθεί ή ανατεθεί οποιαδήποτε έρευνα από την Υπουργική Επιτροπή.

 

Η νομολογία καταδεικνύει ότι σε αριθμό αποφάσεων της ολομέλειας αλλά και των μονομελών Δικαστηρίων, ιδίου περιεχομένου και εμβέλειας επιχειρήματα έχουν απορριφθεί. Ακριβώς δε στη Στρούθος ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, όπου η εισήγηση όπως είδαμε απορρίφθηκε ως αβάσιμη, αναφέρθηκαν και τα πιο κάτω:

« […]Κρίνουμε ολωσδιόλου αβάσιμη την εισήγηση. Αντίθετα με αυτή, έχουμε τη γνώμη πως ορθά ενήργησε το Υπουργείο Εσωτερικών, γιατί καθηκόντως όφειλε να θέσει ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής, που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή, όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στην υπόθεση.»[..]

 

Η απόφαση πηγάζει ως επιβάλλεται από το όργανο το οποίο έχει αποφασιστική αρμοδιότητα, την Υπουργική Επιτροπή. Στις υπό εξέταση υποθέσεις η εισήγηση της αρμόδιας αρχής υποβλήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών. Την επίδικη απόφαση εξέδωσε αρμόδια Πολεοδομική Αρχή, το Επαρχιακό Γραφείο Πολεοδομίας Λευκωσίας. Η όποια προεργασία, ετοιμασία και συλλογή στοιχείων από Τμήμα ή όργανο της διοίκησης και η υποβολή τους προς το αποφασίζον όργανο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προκαταβάλλει την απόφαση του αρμόδιου οργάνου, το οποίο καλείται να λάβει τη δική του απόφαση.

 

 Οι ιεραρχικές προσφυγές εξετάστηκαν από την Υπουργική Επιτροπή και λήφθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις. Δεν υπήρξε ούτε υφαρπαγή της εξουσίας της Πολεοδομικής Αρχής από την Υπουργική Επιτροπή ούτε απεμπόληση αρμοδιότητας από την τελευταία. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτούργησαν οι πιο πάνω Αρχές περιορίστηκε σε εκείνο το οποίο θέτει ο νόμος. Οι ιεραρχικές προσφυγές υποβλήθηκαν στο όργανο που ο νόμος όρισε (Άρθρο 31) και αρμοδίως αποφάσισε.»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Τα πιο πάνω τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στη υπό κρίση υπόθεση και καθιστούν για τους ιδίους λόγους απορριπτέους τους ισχυρισμούς του αιτητή.

 

Έπεται ότι η θέση του αιτητή ότι θα έπρεπε να προηγηθεί ρητή πράξη ανάθεσης από την Υπουργό στον λειτουργό του Υπουργείου και για ορισμένα θέματα μόνο κρίνεται απορριπτέα αφού, ως έχει ήδη υποδειχθεί ανωτέρω και κατ΄ εφαρμογή της πάγιας νομολογίας, δεν είναι ανάγκη να προηγηθεί τυπική ανάθεση για διενέργεια έρευνας προς το συμβουλευτικό όργανο πριν τη λήψη της τελικής απόφασης από το αρμόδιο όργανο (Παπαδόπουλος κα v Δημοκρατίας (2017) 3Β Α.Α.Δ 706).

 

Κατ’ επέκταση ούτε η θέση του αιτητή ότι ο λειτουργός εσφαλμένα εξέτασε εφ’ όλης της ύλης την ιεραρχική προσφυγή αντί να περιοριστεί στην εξέταση ορισμένων μόνων θεμάτων που θα έπρεπε να του είχαν ανατεθεί, ευσταθεί. Δεδομένου ότι δεν υφίσταται οποιοσδήποτε άτεγκτος κανόνας -και βεβαίως ούτε η πλευρά του αιτητή παραπέμπει σε κάποιον- που να επιβάλλει ως νομολογιακό προαπαιτούμενο την παροχή ειδικής εντολής για τη χορήγηση βοήθειας από άλλα κατώτερα όργανα (Σκαπούλαρος v Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ 540), η υποβολή επεξηγηματικού σημειώματος εκ μέρους του διοικητικού λειτουργού, προς υποβοήθηση της Υπουργού, στο οποίο περιλαμβάνονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία και γεγονότα και δη οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις που διέπουν τον τρόπο υπολογισμού της θεσμοθετημένης σύνταξης με αναφορά στα στοιχεία του ασφαλιστικού λογαριασμού του αιτητή ήταν απόλυτα νόμιμη και ορθή και ουδόλως στοιχειοθετεί οποιονδήποτε λόγο ακύρωσης.

 

Ούτε βεβαίως η ονομασία που φέρει το εν λόγω έγγραφο, μπορεί να αλλοιώσει από οποιανδήποτε σκοπιά και αν ιδωθεί την ουσία των πραγμάτων. Η θέση του αιτητή ότι το υποβληθέν σημείωμα δεν συνιστά πόρισμα επειδή φέρει τον τίτλο «έκθεση γεγονότων-Ιεραρχική Προσφυγή κ. Ηλία Χρυσάνθου», παραβλέπει ότι δια του υποβληθέντος σημειώματος, ο λειτουργός, έθεσε επί της ουσίας, ενώπιον της Υπουργού, όλα εκείνα τα απαραίτητα στοιχεία για να μπορεί η Υπουργός να ασκήσει την αποφασιστική της αρμοδιότητας, πράγμα το οποίο εν προκειμένω έπραξε (Μαγδαληνή Παπαλουκά κα v Δημοκρατίας (2010) 4Α Α.Α.Δ 53).

 

Επισημαίνεται  ότι σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου δεν υπάρχει αναγκαιότητα που να υπαγορεύει τη διεξαγωγή έρευνας από το ίδιο το αποφασίζον όργανο. Το ζητούμενο είναι να συλλεγούν και να διαπιστωθούν τα ουσιώδη γεγονότα ώστε η έρευνα να είναι πλήρης (Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270). 

 

Εν προκειμένω, από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου επιβεβαιώνεται με τρόπο αναντίλεκτο ότι η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή εξετάστηκε, ως επιβάλλεται από τις πρόνοιες του άρθρου 83 του Νόμου από το αποφασίζον όργανο, την Υπουργό, η οποία άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική της αρμοδιότητα αξιολογώντας κατάλληλα όλα τα ενώπιον της στοιχεία. Η δε κύρια εισήγηση του αιτητή περί απλής και μόνο υιοθέτησης του πορίσματος του λειτουργού από την Υπουργό με σκοπό να καταδειχθεί η απεμπόληση αρμοδιότητας εκ μέρους της τελευταίας, ουδόλως ενβρίσκει έρεισμα στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Αυτό δε που αποκαλύπτεται από το διοικητικό φάκελο είναι ότι η Υπουργός δεν περιορίστηκε μόνο, ως ο αιτητής ισχυρίζεται, στην υιοθέτηση του σημειώματος του λειτουργού, κάτι το οποίο εν πάση περιπτώσει σύμφωνα με τη νομολογία ουδόλως συνιστά απεμπόληση αρμοδιότητας(Τζιωνής v Δημοκρατία (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 57/2006, ημερομηνίας 23/12/2009) αλλά προχώρησε στη λήψη συγκεκριμένης απόφασης ημερομηνίας 2.5.2018 (ερυθρό 23) επί της ιεραρχικής προσφυγής. Στην εν λόγω απόφαση καταγράφεται μάλιστα ρητώς ότι η Υπουργός και αφού πρώτα προέβηκε στην εξέταση της υπόθεσης και αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του αιτητή, έκρινε ότι η απόφαση του Διευθυντή για υπολογισμό του ποσού της θεσμοθετημένης σύνταξης του αιτητή είναι ορθή και απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή.

 

Συνεπώς καθίσταται αδιαμφισβήτητο ότι η τελική απόφαση επί της Ιεραρχικής Προσφυγής του αιτητή λήφθηκε από το κατά νόμο αρμόδιο όργανο ήτοι την Υπουργό και τα όσα ο αιτητης διατείνεται περί απεμπόλησης εξουσίας και περί του ότι η Υπουργός «προχώρησε στην ουσία  μέχρι του σημείου της πλήρους μεταβίβασης στον συγκεκριμένο λειτουργό της εξουσίας εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής» ουδόλως ευσταθούν και ουδόλως ανταποκρίνονται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Περαιτέρω ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης στηριζόμενη επί λανθασμένων πραγματικών στοιχείων καθώς και ότι παραβιάζει τα άρθρα 35 και 35 Α του Ν. 59(Ι)/2010.

Οι πιο πάνω λόγοι ακύρωσης, οι οποίοι είναι αλληλένδετοι και θα εξεταστούν σωρευτικά ερείδονται επί της κύριας και βασικής θέσης του αιτητή ότι ο υπολογισμός του ποσού της θεσμοθετημένης σύνταξης είναι εσφαλμένο καθότι λήφθηκαν υπόψη για σκοπούς συμψηφισμού περισσότερες ασφαλιστικές μονάδες από ότι θα έπρεπε πραγματικά να ληφθούν υπόψη. Συγκεκριμένα η πλευρά του αιτητή υποβάλει ότι οι καθ΄ων η αίτηση κατά τη μεθοδολογία υπολογισμού τους έλαβαν εσφαλμένα υπόψη το σύνολο των ασφαλιστικών μονάδων του αιτητή ύψους 143,02 στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και μονάδες που κερδήθηκαν στα πλαίσια της ιδιωτικής απασχόλησης του αιτητή. Από απλό μαθηματικό υπολογισμό, συνεχίζει η πλευρά του αιτητή,  διαπιστώνεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση όφειλαν να λάβουν υπόψη ασφαλιστικές μονάδες ύψους 124,98, οι οποίες αντιστοιχούν αποκλειστικά στην περίοδο 1994-2017 κατά την οποία ο αιτητής εργοδοτείτο στο δημόσιο και όχι να συμψηφίζουν και/ή να αφαιρούν ποσά, ως εσφαλμένα έπραξαν, βασιζόμενοι σε ασφαλιστικές μονάδες περιόδων που ο αιτητής εργοδοτείτο εκτός του Δημοσίου.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση εισηγείται ότι οι πιο πάνω ισχυρισμοί του αιτητή είναι ανυπόστατοι. Υποβάλει δε ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση για το ύψος της θεσμοθετημένης σύνταξης λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και συνάδει με το γράμμα του Νόμου. Προς υποστήριξη της θέσης της,  η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση παραθέτει εκτεταμένη ανάλυση ως προς τη διαδικασία που εφαρμόστηκε τόσο για τον υπολογισμό της θεσμοθετημένης σύνταξης όσο και ως προς τη διαδικασία υπολογισμού της συμπληρωματικής θεσμοθετημένης σύνταξης με αναφορά στη συντάξιμη περίοδο που προβλέπεται στο άρθρο 93 του Νόμου για σκοπούς αφαίρεσης της από την επαγγελματική σύνταξη του αιτητή.

 

Εν προκειμένω τα όσα οι καθ΄ων  η αίτηση παραθέτουν στη γραπτή τους αγόρευση αντανακλούν τα όσα αναγράφονται στο σημείωμα του λειτουργού που περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο και το οποίο τέθηκε ενώπιον του Υπουργού κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το περιεχόμενο του εν λόγω σημειώματος:

 

«Ο κ. Χ. με επιστολή του ημερ. 16/11/2017 (ερ.7-1), ζητά επανεξέταση της απόφασης του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 8/11/2017 αναφορικά το ύψος της σύνταξης γήρατος που του έχει εγκριθεί από 6/12/2016.

 

2. Σύμφωνα με τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο του 2010, άρθρο 35, πρόσωπο δικαιούται θεσμοθετημένη σύνταξη, εάν συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία και ταυτόχρονα ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις. Το ύψος της θεσμοθετημένης σύνταξης υπολογίζεται σε συνάρτηση του χρόνου ασφάλισης του ασφαλισμένου, του ύψους των εισφορών του και του αριθμού των εξαρτωμένων του προσώπων. Γενικά, όσο ψηλότερες είναι οι εισφορές, όσο μεγαλύτερη είναι η περίοδος εισφορών και όσα περισσότερα είναι τα εξαρτώμενα, τόσο μεγαλύτερη είναι η σύνταξη.

 

3. Επίσης σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 37, του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010, ο δικαιούχος θεσμοθετημένης σύνταξης, δικαιούται από την  ημέρα που συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία, αύξηση του εβδομαδιαίου ύψους της σύνταξης του, ίση με 1,5% της εβδομαδιαίας αξίας των ασφαλιστικών μονάδων πραγματικής ασφάλισης του, για την περίοδο από τον ουσιώδη χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση της συντάξιμης ηλικίας. Η αύξηση αυτή, προστίθεται στο ποσό της βασικής σύνταξης του δικαιούχου, στο μέτρο που το εν λόγω άθροισμα δεν υπερβαίνει το ανώτερο ποσό βασικής σύνταξης, που θα μπορούσε να καταβληθεί στην περίπτωση του και το τυχόν υπόλοιπο προστίθεται στο ποσό της συμπληρωματικής σύνταξης του δικαιούχου.

 

4. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 93 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, σε περίπτωση που ασφαλισμένος έχει συμπληρώσει οποιαδήποτε περίοδο ασφάλισης από  6/10/1980 και μετά, σε εργοδότη που εφαρμόζει επαγγελματικό σχέδιο σύνταξης χωρίς εισφορές από μέρους του ασφαλισμένου, τότε η επαγγελματική σύνταξη μειώνεται κατά το ποσό της συμπληρωματικής θεσμοθετημένης σύνταξης που αντιστοιχεί στην εν λόγω περίοδο (συντάξιμη περίοδος). Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις που αναφέρονται στο συμψηφισμό της επαγγελματικής σύνταξης με τη συμπληρωματική θεσμοθετημένη σύνταξη σύμφωνα πάντοτε  με τη συντάξιμη περίοδο που καθορίζει ο εργοδότης ο οποίος διενεργεί και τη μείωση της επαγγελματικής σύνταξης. Κατά τον υπολογισμό της συμπληρωματικής θεσμοθετημένης σύνταξης που αντιστοιχεί στη συντάξιμη περίοδο δε λαμβάνονται υπόψη τυχόν περίοδοι απουσίας από τον εργοδότη που εφαρμόζει επαγγελματικό σχέδιο σύνταξης, ή ασφάλιση εκτός του συγκεκριμένου εργοδότη, ούτε ασφάλιση από αυτοεργοδότηση.

 

5. Ο κ. Η. Χ. με ΑΔΤ ΧΧΧΧΧ, υπέβαλε αίτηση για θεσμοθετημένη σύνταξη, στις 14/6/2017 και δήλωσε ότι επιθυμεί να λάβει  τη σύνταξη του στην ηλικία των 63 ετών και 9 μηνών, με 7 ½% αναλογιστική μείωση (ερ.16-15). Ως εκ τούτου, η αίτηση του για θεσμοθετημένη σύνταξη εγκρίθηκε από 6/9/2017 και σχετική επιστολή έγκρισης του αποστάληκε στις 8/11/2017 (ερ. 14).

6. Σύμφωνα με το συνολικό χρόνο ασφάλισης του και το ύψος των εισφορών του, η σύνταξη του υπολογίστηκε σε €1752,68 με 7½% αναλογιστική μείωση και του καταβλήθηκε χωρίς αύξηση για εξαρτώμενα πρόσωπα.

 

7. Συγκεκριμένα, στον ασφαλιστικό του λογαριασμό, (ερ 12) από την ηλικία που συμπλήρωσε το 16ο έτος της ηλικίας του μέχρι την  ημερομηνία  που απέκτησε δικαίωμα σε θεσμοθετημένη σύνταξη, περιλαμβάνεται συνολική βασική ασφάλιση 46,25 ασφαλιστικών μονάδων και συμπληρωματική ασφάλιση 143,02 ασφαλιστικών μονάδων, από απασχόληση ως μισθωτός. Σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων  Νόμου του 2010, στη βασική ασφάλιση, περιλαμβάνεται εξομοιούμενη ασφάλισή για τακτική εκπαίδευση 6 ασφαλιστικών μονάδων που είναι ο ανώτατος αριθμός που παραχωρείται για τακτική εκπαίδευση και 2,26 ασφαλιστικές μονάδες για θητεία στην Εθνική Φρουρά.

 

8.Η θεσμοθετημένη σύνταξη αποτελείται από βασικό και συμπληρωματικό μέρος, το οποίο πολλαπλασιάζεται επί τέσσερα για να εξευρεθεί το μηνιαίο ύψος της σύνταξης. Η βασική θεσμοθετημένη σύνταξη χωρίς εξαρτώμενα ισούται με το 60% της εβδομαδιαίας αξίας του ετήσιου μέσου όρου των ασφαλιστικών μονάδων βασικής ασφάλισης στην περίοδο αναφοράς. Η περίοδος αναφοράς είναι η περίοδος που μεσολαβεί μεταξύ της ηλικίας των 16 και των 63 ετών, ημερομηνία που αποκτάται το δικαίωμα σε σύνταξη. Στην περίπτωση του κ. Χρυσάνθου, η περίοδος αναφοράς αντιστοιχεί σε 47,18 έτη. Η εβδομαδιαία αξία βρίσκεται πολλαπλασιάζοντας με τον ετήσιο μέσο όρο ασφαλιστικών μονάδων με το ποσό των βασικών ασφαλιστέων  αποδοχών που ισχύει το έτος που αποκτάται δικαίωμα που στην περίπτωση αυτή ήταν 172,98. Επομένως η βασική σύνταξή του υπολογίστηκε ως εξής: 46,25: 47,17χ60% χ €172,98χ4= €407,04, μείον 7 ½% αναλογιστική μείωση, το ύψος της βασικής σύνταξης ανέρχεται σε €379,56.

 

9. Η συμπληρωματική σύνταξη ισούται με 1,5% της εβδομαδιαίας αξίας των ασφαλιστικών μονάδων συμπληρωματικής ασφάλισης και στην περίπτωση του κ. Χρυσάνθου, υπολογίστηκε ως εξής: 143,02 χ €172,98χ 1,5%χ4= €1484,38  μείον 7 ½ % αναλογιστική μείωση, το ύψος της συμπληρωματικής σύνταξης ανήλθε σε €1373,12 και ως εκ τούτου, το συνολικό ύψος της θεσμοθετημένης σύνταξης του κ. Χρυσάνθου με 7½% αναλογιστική μείωση, ισούται με το άθροισμα της βασικής και συμπληρωματικής σύνταξης: €379,56 + €1373,12= €1752,68.

 

10. Αναφέρεται ότι, εφαρμόζοντας τις προαναφερόμενες στην παράγραφο 4 πρόνοιες του Νόμου για σκοπούς εφαρμογής του συμψηφισμού της επαγγελματικής σύνταξης με τη συμπληρωματική θεσμοθετημένη σύνταξη του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, με επιστολή του ημερ. 7/9/2017, διευκρίνισε ότι ο κ. Χρυσάνθου είχε εργαστεί στο Γενικό Λογιστήριο για την περίοδο από 1/9/1994-31/8/2017 και ζήτησε να πληροφορηθεί το ύψος της συμπληρωματικής θεσμοθετημένης σύνταξης του, που αναλογεί στην εν λόγω περίοδο. Με επιστολή ημερ. 7/3/2018, οι ΥΚΑ πληροφόρησαν το Γενικό Λογιστήριο για το ύψος της συμπληρωματικής σύνταξης του που κερδήθηκε  από εισφορές του Κράτους για την προαναφερθείσα συντάξιμη περίοδο, αφαιρούμενης της περιόδου της ασφάλισης του εκτός του Γενικού Λογιστηρίου. Το ποσό αυτό ισούταν με €932,12 (ερ10).

 

11. Αναφέρεται περαιτέρω ότι, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες της νομοθεσίας που αναφέρονται στην παράγραφο 3 πιο πάνω, κατά την συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του κ. Χ., θα επανεξεταστεί η αίτηση του και θα ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε εισφορές θα έχει καταβάλει μετά τις 6/12/2016 που συμπλήρωσε το 63ο  έτος της ηλικίας του.

 

12. Σημειώνεται τέλος ότι, ο υπολογισμός της θεσμοθετημένης σύνταξης του κ. Χ. καθώς και το Επαγγελματικό του Σχέδιο, όπως όλες οι θεσμοθετημένης συντάξεις και τα Επαγγελματικά Σχέδια ελέγχθηκαν για την ορθότητα τους και από τον Κλάδο Εσωτερικού Ελέγχου των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

13. Ως εκ τούτου, η θεσμοθετημένη σύνταξη καθώς και το Επαγγελματικό σχέδιο του κ. Η. Χ. υπολογίστηκε  σύμφωνα με τον ασφαλιστικό του λογαριασμό και τις πρόνοιες της νομοθεσίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

14. Παρακαλώ για την απόφαση σας. »

 

Εν πρώτοις διαπιστώνω ότι τα όσα καταγράφονται με ενδελεχή τρόπο στο εν λόγω σημείωμα του λειτουργού, συνάδουν με το περιεχόμενο των νομοθετικών ρυθμίσεων που διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα, οι οποίες φανερώνουν ότι ο τρόπος υπολογισμού της θεσμοθετημένης σύνταξης συνιστά μια σύνθετη και πολύπλοκη διεργασία, η μεθοδολογία της οποίας καθορίζεται ρητά από τις διατάξεις του Νόμου και συγκεκριμένα, αλλά όχι αποκλειστικά, από τη συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 19, 35 Α, Μέρος ΙV του Τέταρτου Πίνακα καθώς και από τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του Νόμου.

 

Επί της ουσίας και με όλο το σεβασμό ο αιτητής φαίνεται να συγχέει αφενός την έννοια και τον τρόπο υπολογισμού της συμπληρωματικής ασφάλισης και της συμπληρωματικής θεσμοθετημένης σύνταξης και αφετέρου την όλη μεθοδολογία υπολογισμού της θεσμοθετημένης σύνταξης με τη διαδικασία που διενεργείται δυνάμει του άρθρου 93 του Νόμου, η οποία αφορά αποκλειστικά και μόνο τον τρόπο υπολογισμό της συμπληρωματικής θεσμοθετημένης σύνταξης για σκοπούς του μετέπειτα συμψηφισμού της με την επαγγελματική σύνταξη από το Γενικό Λογιστήριο. Επιβάλλεται ευθύς εξαρχής να υπομνησθεί ότι ως καταγράφεται και στο σημείωμα του λειτουργού, η θεσμοθετημένη σύνταξη αποτελείται από βασικό και συμπληρωματικό μέρος, ήτοι από βασική θεσμοθετημένη σύνταξη και συμπληρωματική θεσμοθετημένη σύνταξη, ο υπολογισμός των οποίων καθορίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους ΙV του Τέταρτου Πίνακα, στις οποίες παραπέμπει ρητά το άρθρο 35 Α του Νόμου. Τις παραθέτω:

 

       Μέρος IV – ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΓΗΡΑΤΟΣ, ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΧΗΡΕΙΑΣ

                                    Εβδοµαδιαίο ύψος σύνταξης  

                   

         Βασικό                                                           Συμπληρωματικό

(α) 60% της εβδοµαδιαίας αξίας του ετήσιου µέσου όρου ασφαλιστικών µονάδων που έχει σε πίστη του ο ασφαλισµένος στη βασική του ασφάλιση κατά την περίοδο αναφοράς, αυξανόµενο στο 80%, 90% ή 100% όταν ο δικαιούχος έχει ένα, δύο ή τρεις εξαρτωµένους, αντίστοιχα. Σε περίπτωση ασφαλισµένου προσώπου που δεν δικαιούται αύξηση σύνταξης γήρατος ή ανικανότητας για τον ή την σύζυγο ανάλογα µε την περίπτωση, καταβάλλεται αύξηση του 10% για κάθε εξαρτώµενο µέχρι δύο

 

α) Συντάξεις γήρατος και  ανικανότητας: 1,5%  της εβδοµαδιαίας αξίας του ολικού αριθμού ασφαλιστικών µονάδων της συμπληρωματικής ασφάλισης του ασφαλισμένου.

 

Επομένως από τις πιο πάνω διατάξεις καθίσταται φανερό ότι βασικό προαπαιτούμενο για τον ορθό υπολογισμό της βασικής και συμπληρωματικής σύνταξης του αιτητή, συνιστά ο ορθός υπολογισμός της αντίστοιχης βασικής και συμπληρωματικής ασφάλισης του αιτητή.

 

Από τα ενώπιον μου δεδομένα και συγκεκριμένα από το εν λόγω σημείωμα προκύπτει με σαφήνεια ότι για σκοπούς υπολογισμού της συμπληρωματικής σύνταξης του αιτητή κρίθηκε ότι ο αριθμός των ασφαλιστικών μονάδων της συμπληρωματικής ασφάλισης του αιτητή ανέρχετο σε 143,02 ασφαλιστικές μονάδες. Εδώ δε είναι που επικεντρώνεται και το παράπονο του αιτητή. Αυτό λοιπόν που στην ουσία εισηγείται ο αιτητής, είναι ότι υπό πλάνη λήφθηκαν υπόψη 143,02 ασφαλιστικές μονάδες αντί 124 αφού, ως υποβάλει, από ένα απλό μαθηματικό υπολογισμό, στον οποίο προέβη προκύπτει ότι εσφαλμένα περιλήφθηκαν ασφαλιστικές μονάδες από τον ασφαλιστικό του λογαριασμό, οι οποίες αντιστοιχούν σε περιόδους στις οποίες ο αιτητής εργοδοτείτο εκτός του δημόσιου τομέα.

Η εισήγηση του αιτητή παραβλέπει αδιαμφισβήτητα τα όσα με αυστηρό μάλιστα τρόπο προνοούνται στις διατάξεις του Νόμου για τη μετατροπή των ασφαλιστέων αποδοχών σε ασφαλιστικές μονάδες και τη μέθοδο καθορισμού της βασικής ασφάλισης και συμπληρωματικής ασφάλισης. Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του  Νόμου:

 

«βασική ασφάλιση» σηµαίνει τη βασική ασφάλιση, όπως ορίζεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 19·

 

 «συµπληρωµατική ασφάλιση» σηµαίνει τη συµπληρωµατική ασφάλιση, όπως ορίζεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 19

 

Καθίσταται ευθέως αναγκαία η παράθεση των επίμαχων προνοιών του άρθρου 19 του Νόμου:

 

«19.-(1) Οι πραγµατικές και εξοµοιούµενες ασφαλιστέες αποδοχές του ασφαλισµένου σε κάθε έτος εισφορών µετατρέπονται σε ασφαλιστικές µονάδες αφού διαιρεθούν διά του ποσού των ετήσιων βασικών ασφαλιστέων αποδοχών που ορίστηκε για το εν λόγω έτος και στρογγυλευτεί το πηλίκο της διαίρεσης στο πλησιέστερο εκατοστό: Νοείται ότι, ο αριθµός των ασφαλιστικών µονάδων για το έτος εισφορών 1981, ο οποίος προέκυψε από πραγµατικές ασφαλιστέες αποδοχές, αναπροσαρµόζεται µε τον πολλαπλασιασµό του επί τον αριθµό 0,8.

(2) Οι εισφορές που πληρώθηκαν ή πιστώθηκαν αναφορικά µε ασφαλισµένο πριν από τις 6 Οκτωβρίου 1980, µετατρέπονται σε ασφαλιστικές µονάδες, αφού πολλαπλασιαστεί ο αριθµός των εβδοµάδων εισφορών για τις οποίες πληρώθηκαν ή πιστώθηκαν οι εν λόγω εισφορές, επί τον αριθµό 0,02:

Νοείται ότι, ο αριθµός των ασφαλιστικών µονάδων που προκύπτει δεν µπορεί να είναι µεγαλύτερος του αριθµού των ετών στην περίοδο πριν από την 6η Οκτωβρίου 1980, που λαµβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του παρόντος Νόµου.

 

(3) Η πρώτη από τις ασφαλιστικές µονάδες, όπως υπολογίζονται για κάθε έτος εισφορών σύµφωνα µε το εδάφιο (1), αποτελεί τη βασική ασφάλιση και οποιοσδήποτε αριθµός µονάδων πέραν της µιας µονάδας αποτελεί τη συµπληρωµατική ασφάλιση του ασφαλισµένου:

Νοείται ότι, όταν η περίοδος που λαµβάνεται υπόψη είναι µικρότερη του ενός έτους εισφορών, η αντίστοιχη βασική ασφάλιση µειώνεται ανάλογα µε τη σχέση των εβδοµάδων εισφορών στην περίοδο αυτή προς τον αριθµό πενήντα δύο (52).

 

 (4) Οι ασφαλιστικές µονάδες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), προσµετρούν µόνο ως βασική ασφάλιση ».

Καθίσταται απόλυτα σαφές ότι οι αόριστες και ατεκμηρίωτες εισηγήσεις του αιτητή περί πεπλανημένου υπολογισμού των ασφαλιστικών του μονάδων σε 143,02 αντί 124 δεν μπορούν να γίνουν δέκτες. Είναι φανερό ότι ο αιτητής και χωρίς να παραπέμπει σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη που να δικαιολογεί τον υπολογισμό στον οποίο ο ίδιος προβαίνει, έχει υποκαταστήσει τη διεργασία που προνοεί το άρθρο 19 του Νόμου για υπολογισμό της συμπληρωματικής ασφάλισης, η οποία είναι εξόχως τεχνική, με ένα, ως ο ίδιος άλλωστε παραδέχεται, πρόχειρο αθροιστικό μαθηματικό υπολογισμό των ασφαλιστικών μονάδων. Είναι ορθή δε η θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι η συμπληρωματική ασφάλιση άρχεται από τις 6.10.1980 (ημερομηνία έναρξης του αναλογικού σχεδίου κοινωνικών ασφαλίσεων) το οποίο άλλωστε εξάγεται και από τις διατάξεις του άρθρου 19 του Νόμου.

 

Η δε θέση του αιτητή ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη για σκοπούς υπολογισμού της θεσμοθετημένης σύνταξης μόνο οι ασφαλιστικές μονάδες που απεκόμισε από την περίοδο εργοδότησης του στο δημόσιο τομέα, δεν ενβρίσκει έρεισμα σε καμία νομοθετική διάταξη. Ούτε βέβαια ο αιτητής στη μακροσκελή του αγόρευση υποδεικνύει ή παραπέμπει, ως και θα αναμένετο, σε οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια που να υποστηρίζει τις εισηγήσεις του. Το μόνο δε που παραθέτει ο αιτητής προς επίρρωση της θέσης του είναι οι πρόνοιες του Μέρους ΙV του Τέταρτου Πίνακα, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 35 Α του Νόμου, οι οποίες όμως, ως ήδη υποδείχθηκε ανωτέρω, όχι μόνο δεν αποδεικνύουν τα όσα ισχυρίζεται άλλα επιβεβαιώνουν έτι περισσότερο την εσφαλμένη αντίληψη του αιτητή ως προς την εφαρμογή των εν λόγω προνοιών. Παρεμβάλλω δε ότι η απλή και μονολεκτική αναφορά του αιτητή περί παραβίασης του άρθρου 35 του Νόμου παρέμεινε παντελώς ασύνδετη με τους ισχυρισμούς του αιτητή και χωρίς καμία απολύτως ανάπτυξη ή τεκμηρίωση.

 

Έπεται ότι ο αιτητής ουδόλως κατόρθωσε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που έφερε και να καταδείξει ότι οι καθ’ ων η αίτηση για σκοπούς υπολογισμού της συμπληρωματικής σύνταξης εσφαλμενα προσμέτρησαν στη συμπληρωματική ασφάλιση του αιτητή ασφαλιστικές μονάδες ύψους 143,02, οι οποίες ως ρητώς καταγράφεται στο σημείωμα περιλαμβάνονταν στον ασφαλιστικό λογαριασμό του αιτητή από απασχόληση του ως μισθωτός. Τούτο βεβαίως ως επισημαίνεται άλλωστε και στο σημείωμα του λειτουργού επενέργησε ευεργετικά και προς όφελος του αιτητή αφού όσο υψηλότερες είναι οι εισφορές και όσο μεγαλύτερη είναι η περίοδος εισφορών που λαμβάνεται υπόψη, τόσο υψηλότερο είναι και το ποσό της θεσμοθετημένης σύνταξης.

Αυτό που τελικώς προκύπτει από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του αιτητή  είναι η σύγχυση η οποία φαίνεται να υπάρχει από μέρους του ως προς τον τρόπο υπολογισμού της συμπληρωματικής ασφάλισης επί της οποίας στηρίζεται ο υπολογισμός της συμπληρωματικής θεσμοθετημένης σύνταξης με τον υπολογισμό της συμπληρωματικής θεσμοθετημένης σύνταξης που προβλέπεται στο άρθρο 93 του Νόμου, με αναφορά στη συντάξιμη περίοδο, για σκοπούς μείωσης από την επαγγελματική σύνταξη του ποσού της συμπληρωματική σύνταξης, η οποία διενεργείται από το Γενικό Λογιστήριο βάσει άλλης νομοθεσίας.

 

Στο άρθρο 93 του Νόμου, ως εδώ ενδιαφέρουν προβλέπονται τα ακόλουθα:

 

«93.-(1) Το ποσό οποιασδήποτε περιοδικής πληρωµής, που καταβάλλεται σε µισθωτό ή αναφορικά µε µισθωτό, από οποιοδήποτε επαγγελµατικό σχέδιο συντάξεων, για περιόδους απασχόλησης από τις 6 Οκτωβρίου 1980 και µετέπειτα, µειώνεται κατά το ποσό της αντίστοιχης συµπληρωµατικής παροχής που καταβάλλεται στο µισθωτό ή αναφορικά µε αυτόν δυνάµει του παρόντος Νόµου, µε βάση τις ασφαλιστέες αποδοχές, για τις οποίες καταβλήθηκαν εισφορές αναφορικά µε το µισθωτό για τις εν λόγω περιόδους[..]»

 

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ξεκάθαρα προκύπτει, ότι οι καθ΄ων η αίτηση και κατ΄ επιταγή του άρθρου 93 του Νόμου έλαβαν υπόψη για τον υπολογισμό του ύψους της συμπληρωματικής σύνταξης μόνο την περίοδο 1994-2017. Αυτή δε είναι η χρονική περίοδος  κατά την οποία ο αιτητής εργαζόταν στο δημόσιο τομέα και η οποία αντιστοιχεί στη συντάξιμη περίοδο, ως αυτή καθορίστηκε και κοινοποιήθηκε στους καθ’ ων η αίτηση στις 7.9.2017 (ερυθρό 10 διοικητικού φακέλου )από τον ίδιο τον εργοδότη, το  Γενικό Λογιστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο για την αποκοπή από την επαγγελματική σύνταξη του αντίστοιχου ποσού της συμπληρωματικής σύνταξης. Ως δε μάλιστα καταγράφεται και στο ίδιο το σημείωμα του λειτουργού, το περιεχόμενο του οποίου επιβεβαιώνεται ευθέως από τα ενώπιον μου έγγραφα οι καθ΄ων η αίτηση στις 7.3.2018 (ερυθρό 10 διοικητικού φακέλου) πληροφόρησαν το Γενικό Λογιστήριο «για το ύψος της συμπληρωματικής σύνταξης του αιτητή που κερδήθηκε από εισφορές του Κράτους για την προαναφερθείσα συντάξιμη περίοδο, αφαιρούμενης της περιόδου της ασφάλισης του εκτός του Γενικού Λογιστηρίου. Το ποσό αυτό ισούταν με €932, 12 (ερ10).»

 

Έπεται ότι η αποσπασματική επίκληση του αιτητή στα όσα καταγράφονται στο σημείωμα του λειτουργού ότι δεν λαμβάνονται υπόψη περίοδοι ασφάλισης «εκτός του συγκεκριμένου εργοδότη» και η οποία αφορά αποκλειστικά το ζήτημα υπολογισμού της συμπληρωματικής σύνταξης που αντιστοιχεί στη συντάξιμη περίοδο για σκοπούς συμψηφισμού της με την επαγγελματική σύνταξη, ουδόλως μπορεί να υποστηρίξει τη θέση ότι κατά τον υπολογισμό των ασφαλιστικών μονάδων στα πλαίσια υπολογισμού της συμπληρωματικής ασφάλισης θα έπρεπε να είχαν αφαιρεθεί οι περίοδοι ασφάλισης έκτος του δημοσίου τομέα.

 

Οι δε έτεροι ισχυρισμοί του αιτητή ότι υπό πλάνη δεν λήφθηκαν υπόψη οι εισφορές του αιτητή στο κυβερνητικό σχέδιο σύνταξης δυνάμει του Ν. 216(Ι)/12 ή ότι ως διαζευκτικά τέθηκε, υπό πλάνη δεν εφαρμόσθηκαν και/ή δεν λήφθηκαν υπόψη οι πρόνοιες του Ν. 216(Ι)/12 και δη οι συντελεστές που προνοεί το άρθρο 7 καθώς και η πρόσθετη εισήγηση του αιτητή ότι οφείλαν οι καθ΄ων η αίτηση να προβούν σε διαχωρισμό της σύνταξης του ώστε οι συντάξιμες απολαβές του να μην επιδέχονταν αποκοπών και μειώσεων στο σύνολο τους, δεν δύνανται να τύχουν καν δικαστικής εξέτασης. Απλή ανάγνωση του περιεχομένου της ιεραρχικής προσφυγής και της επιχειρηματολογίας που την στηρίζει, φανερώνει αναντίλεκτα ότι ο αιτητής ουδέποτε έθεσε ενώπιον της Υπουργού τα όσα δια πρώτη φορά εγείρει μέσω της γραπτής του αγόρευσης ενώπιον του Δικαστηρίου. Μάλιστα δε ουδεμία αναφορά ως παρατηρώ διενεργήθηκε από μέρους του αιτητή στις νομοθετικά προβλεπόμενες ρυθμίσεις του Ν. 216(Ι)/2012, τις οποίες επικαλείται τώρα για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του και επομένως τα όσα διατείνεται δεν δύνανται κατά πάγια νομολογία να τύχουν πρωτογενούς εξέτασης από το Δικαστήριο(Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342) Δημοκρατίας ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ΕΔΔ 3/2020, ημερομηνίας 28.1.2022) Αδάμος Νικηφόρου v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 9/2018, ημερομηνίας 17/11/23).

 

Εν πάση περιπτώσει και παρά την ανωτέρω καταλυτική διαπίστωση  δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω ότι η θέση του αιτητή ότι πεπλανημένα δεν λήφθηκαν υπόψη από τους καθ’ ων η αίτηση «κατά τον υπολογισμό της σύνταξης του καθώς και για τον υπολογισμό του συμψηφιζόμενου ποσού» οι από μέρους του αιτητή εισφορές από 1.1.2013 και μετέπειτα δυνάμει του περί Συνταξιοδοτικών Ωφεληµάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου ∆ηµόσιου  Τοµέα  περιλαµβανοµένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (∆ιατάξεις Γενικής Εφαρµογής) Νόµοι Ν. 216(Ι)/12 είναι παντελώς ανυπόστατη. Τούτο διότι οι αποκοπές που νομοθετικά προβλέφθηκαν δυνάμει του εν λόγω Νόμου για σκοπούς διασφάλισης της βιωσιμότητας του Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάξεων ουδόλως σχετίζονται με τον υπολογισμό της θεσμοθετημένης σύνταξης που προνοείται στον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο Ν.59(Ι)/2010. Όπως άλλωστε ρητώς προνοείται και στο άρθρο 4 του ίδιου του Ν. 216(Ι)/12 «οι αποκοπές που γίνονται δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν καθιστούν το Κυβερνητικό Σχέδιο Συντάξεων ή οποιοδήποτε σχέδιο συντάξεων όµοιο µε αυτό, ως σχέδιο µε εισφορές, για τους σκοπούς του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, δεδοµένου ότι ούτε το ύψος ούτε ο τρόπος υπολογισµού των συνταξιοδοτικών ωφεληµάτων στηρίζεται στις εν λόγω αποκοπές ή συνδέεται µ΄ οποιοδήποτε τρόπο µ΄ αυτές».

 

Για τους ίδιους λόγους απορριπτέα κρίνεται και η ατεκμηρίωτη αναφορά του αιτητή ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι συντελεστές που προνοούνται στο άρθρο 7 του Ν.216(Ι)/12 για  υπηρεσία πριν από τη 1.1.2013 και για υπηρεσία μετά την 1.1.2013. Ως επεξηγήθηκε ανωτέρω αυτό που παραβλέπει ο αιτητής  είναι ότι  ουδεμία εφαρμογή έχει στο αντικείμενο  της παρούσας προσφυγής, ως αυτό καθορίζεται από το αιτητικό της Προσφυγής, που αφορά μόνο τον υπολογισμό της θεσμοθετημένης σύνταξης, το ρυθμιστικό πλαίσιο άλλης νομοθεσίας με διαφορετικό αντικείμενο. Η δε έτερη αναφορά του αιτητή -η οποία διενεργείται χωρίς καμία τεκμηρίωση ή παραπομπή σε οποιαδήποτε διάταξη του Ν 59 (Ι)/10 που να την υποστηρίξει-ότι οι καθ΄ων η αίτηση όφειλαν να διαχωρίσουν το μέρος της σύνταξης του αιτητή που κερδήθηκε από τον ιδιωτικό τομέα ώστε όταν οι καθ΄ων η αίτηση εφαρμόσουν τις πρόνοιες του Ν. 168 (Ι)/12 οι συντάξιμες απολαβές του να μην επιδέχονταν αποκοπών και μειώσεων στο σύνολο τους,  επίσης παραβλέπει ότι αντικείμενο της επίδικης διαφοράς δεν είναι η καταβολή σύνταξης επί της οποίας διενεργήθηκε οποιαδήποτε μείωση.

 

Εν προκειμένω ουδεμιά πλάνη εντοπίζεται στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση. Τουναντίον από τις νομοθετικές διατάξεις που ρυθμίζουν το υπό εξέταση ζήτημα, το περιεχόμενο των οποίων ο αιτητής εμφανώς παραβλέπει καθώς και σε συνάρτηση με τα ενώπιον μου δεδομένα αποκαλύπτεται με σαφήνεια ότι καθ’ ων η αίτηση εφάρμοσαν καθόλα ορθά τα όσα νομοθετικώς επιτάσσονται προβαίνοντας στον υπολογισμό του ποσού της θεσμοθετημένης σύνταξης του αιτητή. Ορθά λοιπόν προσμέτρησαν ως συμπληρωματική ασφάλιση 143,02 ασφαλιστικές μονάδες που περιλαμβάνονταν στον ασφαλιστικό λογαριασμό του αιτητή περιλαμβανομένων και των ασφαλιστικών μονάδων που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του ως μισθωτού στον ιδιωτικό τομέα. Καθόλα ορθά όμως έπειτα αφαίρεσαν δυνάμει του άρθρου 93 του Νόμου για σκοπούς υπολογισμού του ποσού της συμπληρωματικής σύνταξης που θα απέκοπτε το Γενικό Λογιστήριο από την μηνιαία επαγγελματική σύνταξη του αιτητή, τις ασφαλιστικές μονάδες που κερδήθηκαν με εισφορές από την ιδιωτική απασχόληση του αιτητή, υπολογίζοντας το ύψος της συμπληρωματικής σύνταξης επί τη βάσει των κυβερνητικών εισφορών, που απεκόμισε ο αιτητής κατά την περίοδο απασχόλησης του στο δημόσιο τομέα.

 

Έπεται ότι ο αιτητής, ο οποίος έφερε και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του, ουδόλως κατόρθωσε να καταδείξει οποιοδήποτε σφάλμα στην κρίση των καθ΄ων αίτηση και δη απέτυχε να τεκμηριώσει τις εισηγήσεις του περί εμφιλοχώρησης πλάνης και εσφαλμένης εφαρμογής του Νόμου κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Υπό αυτές τις περιστάσεις το Δικαστήριο δεν δύναται να επέμβει και να υποκαταστήσει τη κρίση της διοίκησης και μάλιστα επί ενός τέτοιου εξιδεικευμένου ζητήματος.

 

Απόλυτα σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Αρχή Τηλεπικοινωνίων Κύπρου v Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού κ.α (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 60/2016, ημερομηνίας 6/9/23) όπου επαναλήφθηκαν οι αρχές που διέπουν τα όρια παρέμβασης του Δικαστηρίου στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας. Παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Έργο του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει εάν η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου. Στα πλαίσια αυτά, κατά κανόνα, δεν παρεμβαίνει σε ευρήματα γεγονότων, ιδιαίτερα όταν αυτά είναι τεχνικής φύσης. Το  βάρος απόδειξης πλάνης περί τα πράγματα και παράλειψης διενέργειας δέουσας έρευνας εκ μέρους της διοίκησης, βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος έχει υποχρέωση, προσκομίζοντας επαρκή στοιχεία, να κλονίσει το τεκμήριο της νομιμότητας που περιβάλλει κάθε διοικητική πράξη. Το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του εξουσίας, περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβληθείσας διοικητικής πράξης, με εξουσία να την ακυρώσει. Προς αυτή την κατεύθυνση, του ελέγχου δηλαδή της νομιμότητας, δεν υπεισέρχεται στην ορθότητα των συμπερασμάτων της διοίκησης, εάν αυτά κινούνται εντός ευλόγων ορίων».

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός του αιτητή περί παραβίασης του δικαιώματος προηγουμένης ακρόασης, στα πλαίσια του οποίου ο αιτητής διατείνεται ότι ο Υπουργός δεν προέβη σε ουσιαστική εξέταση των θέσεων του αιτητή και απλώς υιοθέτησε το σημείωμα του λειτουργού. Κατά τη θέση του αιτητή δεν εξετάστηκαν ουσιωδώς τα  όσα τέθηκαν από τον ίδιο, τα οποία ως εισηγείται, εάν πράγματι λαμβάνονταν υπόψη θα διαπιστωνόταν σωρεία σφαλμάτων. Δεν θα συμφωνήσω ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και δεν εξετάστηκαν από το αρμόδιο όργανο οι θέσεις του αιτητή. Ο Υπουργός είχε ενώπιον του τόσο την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή όσο και το σχετικό σημείωμα του λειτουργού. Το γεγονός ότι ο Υπουργός υιοθέτησε το περιεχόμενο του εν λόγω σημειώματος, όπως ήδη επεξηγήθηκε ανωτέρω, ουδόλως μπορεί να υποστηρίξει τη θέση ότι παραγνωρίστηκαν ή αγνοήθηκαν τα όσα ο αιτητής  έθεσε δια της ιεραρχικής του προσφυγής. Τόσο η ίδια η απόφαση του Υπουργού όσο και τα όσα με αναλυτικό τρόπο καταγράφονται στο σημείωμα, επεξηγούν επαρκώς τους λόγους για τους οποίους οι θέσεις του αιτητή δεν μπορούσαν να γίνουν δέκτες. Επεξηγείται δε αναλυτικά ο ορθός τρόπος υπολογισμού της θεσμοθετημένης σύνταξης επί τη βάσει του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου και με ειδική αναφορά στα στοιχεία του ασφαλιστικού λογαριασμού του αιτητή. Ούτε όμως ευσταθεί το επιχείρημα του αιτητή, το οποίο δια πρώτη φορά εισάγεται με την απαντητική του αγόρευση, ότι η Υπουργός όφειλε να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια και να καλέσει τον αιτητή να εκθέσει προφορικά τα επιχειρήματα του.  Ο αιτητής  αδίκως παραπονείται και ως προς τούτο. Καθίσταται σαφές ότι το άρθρο 83 του Νόμου παρέχει το δυνητικό δικαίωμα και όχι υποχρέωση στον Υπουργό να ακούσει τον εκάστοτε προσφεύγοντα, εν προκειμένω τον αιτητή, ο οποίος  άλλωστε είχε κάθε ευκαιρία να θέσει τις απόψεις του, ως ο ίδιος θεωρούσε αναγκαίες κατά την άσκηση της ιεραρχικής του προσφυγής (Ελένη Ιωαννίδου κα. v Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ 75). Όπως δε έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η παροχή δυνατότητας υποβολής αιτήματος αναθεώρησης, στην παρούσα περίπτωση, ιεραρχικής προσφυγής, αποτελεί, στην ουσία, παροχή δικαιώματος ακρόασης (Μίχαλος Δημητρίου Λτδ και Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 675) Ανδρέας Ιωάννου v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.547/11, ημερομηνίας 21/1/13) (Τουμαζή v Δημοκρατίας  (Υπόθεση αρ. 1643/18, ημερομηνίας 31/1/22).

 

Ούτε όμως ευσταθούν τα όσα ο αιτητής αναφέρει περί παραβίασης των γενικών αρχών του διοικητικού δίκαιου από μερους των καθ΄ων η αίτηση και ότι ο αιτητής «υπήρξε θύμα παραπληροφόρησης» διότι αρχικώς οι καθ΄ων η αίτηση πληροφόρησαν τον αιτητή ότι θα αποκόψουν ως ποσό συμψηφισμού το ποσό των €780 και μετέπειτα άλλαξαν τη θέση τους και τον πληροφόρησαν ότι θα αποκόψουν το ποσό των €940, αποκοπές οι οποίες εμφαίνονται στα ενημερωτικά δελτία συντάξεως του.

 

Το παράπονο του αιτητή για παραπληροφόρηση του από τους καθ’ ων η αίτηση είναι αίολο. Έχω διεξέλθει το διοικητικό φάκελο και δεν έχω εντοπίσει καν τέτοια πληροφόρηση, ως ο αιτητής εισηγείται, από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Τουναντίον -και σε αντίθεση με τις αιτιάσεις του αιτητή -το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου επιμαρτυρεί ότι προτού καν ληφθεί η απόφαση για έγκριση της υποβληθείσας αίτησης του αιτητή για θεσμοθετημένη σύνταξη στις 8.11.2017, οι καθ΄ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 26.7.2017 και προς απάντηση σχετικού ερωτήματος του αιτητή με επιστολή του ημερομηνίας 17.5.2017 επεσήμαναν τα ακόλουθα επί του θέματος στον αιτητή: «δεν δύναται να πληροφορηθείτε ενωρίτερα από την εξέταση του αιτήματος σας σε θεσμοθετημένη σύνταξη για το ύψος της αναλογικής σύνταξης που θα σας αποκόπτεται μελλοντικά από το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας καθότι τα δεδομένα που λαμβάνονται υπόψη για τον τρόπο υπολογισμού του εν λόγω ποσού ειναι μεταβλητά και μια τέτοια πληροφόρηση δεν θα ήταν ορθή.»

 

Άλλωστε αυτό που φαίνεται και πάλι να παραγνωρίζει ο αιτητής είναι ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν έχουν οποιαδήποτε εξουσία να διενεργούν την αποκοπή της συμπληρωματικής σύνταξης από την επαγγελματική σύνταξη, αρμοδιότητα που εμπίπτει αποκλειστικά στο Γενικό Λογιστήριο και επομένως η όποια τυχόν πληροφόρηση που δυνατό να είχε ο αιτητής επί τούτου από το Γενικό Λογιστήριο και η οποία δεν αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου, δεν αφορά το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Καθοριστικό δε για σκοπούς της υπό κρίσης υπόθεσης, παραμένει, ότι οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν δυνάμει  συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου εφαρμόζοντας καθόλα ορθά το άρθρο 93 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, κάτι το οποίο ουδόλως κατόρθωσε να κλονίσει ο αιτητής. Επομένως δεν τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, η οποία ως γενική αρχή του διοικητικού δικαίου δεν υπερφαλαγγίζει την αρχή της νομιμότητας στη λειτουργία της διοίκησης αλλά έχει μόνο συμπληρωματικό χαρακτήρα εκεί όπου υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως βεβαίως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191) και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α. (Αναθεωρητική Έφεση αρ.19/11, ημερομηνίας 22/12/2016).

 

Περαιτέρω ο αιτητής προβάλλει ως λόγο ακύρωσης ότι «η προσβαλλόμενη πράξη ειναι αντισυνταγματική και/ή αντίκεται στα άρθρα 23 και 28 του Συνταγματος, αφού αποστερεί από τον αιτητή κεκτημένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και παραβιάζει την αρχή της ισότητας.» Επισημαίνεται ότι ο αιτητής κατά την επιχειρηματολογία του υπό αναφορά λόγου ακύρωσης περιορίζεται στην ανάπτυξη μόνο της θέσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ισότητας και ουδεμία αναφορά διενεργείται στο άρθρο 23 του Συντάγματος. Συνεπώς και σύμφωνα με την πάγια νομολογία ο  αντίστοιχος ισχυρισμός θεωρείται ότι εγκαταλείφθηκε (Λούκα Σκυλλουριώτη v Δήμου Λευκωσίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 38/16, ημερομηνίας 1/7/22). Ως προς την παραβίαση της αρχής της ισότητας, η εισήγηση του αιτητή στηρίζεται σε δυο λόγους.  Αφενός, ως ο αιτητής  ισχυρίζεται, ο ίδιος βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση έναντι των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι δεν υπηρέτησαν στη δημόσια υπηρεσία και επομένως δεν υπέστησαν καμία μείωση στην επαγγελματική τους σύνταξη κατά το ποσό της συμπληρωματικής θεσμοθετημένης σύνταξης.  Αφετέρου  διότι η προσβαλλόμενη πράξη, ως εμφαίνεται και στο Παράρτημα 3 της Προσφυγής  είναι «προϊόν εφαρμογής μνημονιακών νομοθεσιών» και συγκεκριμένα του άρθρου 7 του Ν.216 (Ι)/12 το οποίο καθιερώνει μια συγκεκριμένη μεθοδολογία υπολογισμού θεσμοθετημένης σύνταξης και το οποίο δεν συνάδει με το Σύνταγμα και/ή με τη διάταξη του άρθρου 28 του Συντάγματος. Πρόσθετα συνεχίζει, η πλευρά του αιτητή, η εφαρμογή του Ν.216(Ι)/12 δημιούργησε δυσμενή διάκριση μεταξύ των συνταξιοδοτημένων δημοσίων υπάλληλών που αφυπηρέτησαν πριν την εφαρμογή και μετά την εφαρμογή του εν λόγω Νόμου. Βάσει αυτών των λόγων, λοιπόν, η πλευρά του αιτητή προβαίνει σε μια μακροσκελή ανάλυση περί παραβίασης της αρχής της ισότητας.

 

Οι ισχυρισμοί του αιτητή είναι παντελώς αβάσιμοι. Καταρχάς παρατηρώ ότι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε κακώς και εσφαλμένα στο αντισυνταγματικό κατά τον αιτητή άρθρο 7 του Ν.216(Ι)/12 είναι πρόδηλα αντιφατική με την  έτερη  θέση που ο ίδιος ο αιτητής προωθεί με τη γραπτή του αγόρευση  ότι  υπό πλάνη και εσφαλμένα οι καθ΄ων η αίτηση  δεν εφάρμοσαν  τις πρόνοιες του άρθρου 7 και τις διατάξεις του Ν. 216 (Ι)/12. Άλλωστε και ως ρητώς έχει υποδειχθεί ανωτέρω ο Ν.216(Ι)/12, ο οποίος εφαρμόζεται σε σχέση με τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα των υπαλλήλων που καταβάλλονται δυνάμει του Κυβερνητικού Σχεδίου Συντάξεων ουδεμία σχέση έχει με το αντικείμενο της παρούσας Προσφυγής και το εν λόγω άρθρο ούτε εφαρμόστηκε αλλά ούτε και θεμελίωσε ο αιτητής ότι θα έπρεπε να είχε εφαρμοσθεί ώστε να δικαιολογείται η έγερση οποιουδήποτε ζητήματος ως προς τη συνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 7 στα πλαίσια της παρούσας Προσφυγής. Το δε Παράρτημα 3 που έχει επισυνάψει ο αιτητής στην Προσφυγή του, στο οποίο ο ίδιος παραπέμπει στην προσπάθεια του να διασυνδέσει την προσβαλλομένη απόφαση  με το άρθρο 7 του Ν. 216(Ι)/12 ουδόλως αποδεικνύει τα όσα ισχυρίζεται, αφού ως παρατηρώ δεν αποτελεί απόφαση προερχόμενη από τους καθ΄ων η αίτηση αλλά επιστολή του Γενικού  Λογιστηρίου ημερομηνίας  29.9.2017.  Μάλιστα η  δε αναφορά που γίνεται στο περιεχόμενο της επιστολής στην εφαρμογή του Ν. 216(Ι)/12 προδήλως αφορά την ετήσια σύνταξη του αιτητή και ουδεμία σχέση έχει με τον υπολογισμό της θεσμοθετημένης σύνταξης που αποτελεί το μόνο αντικείμενο της παρούσας Προσφυγής.

 

Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω  δεν ευσταθεί ούτε η θέση του αιτητή ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας επειδή σύμφωνα πάντοτε με τον αιτητή στους δημοσίους υπαλλήλους διενεργείται μείωση επαγγελματικής σύνταξης σε αντίθεση με τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, στη περίπτωση των οποίων δεν διενεργείται. Αυτό που πρωτίστως παραβλέπει ο αιτητής είναι ότι η μείωση της επαγγελματικής σύνταξης και οποιοδήποτε επιχειρήματα σχετίζονται με αυτήν δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας  Προσφυγής, η οποία αφορά την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή αναφορικά με τον υπολογισμό της θεσμοθετημένης σύνταξης που δικαιούται από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Επαναλαμβάνω ότι η μείωση που διενεργείται δυνάμει του άρθρου 45(1) του περί Συντάξεων Νόμου, Ν. 97(I)/97 αφορα  την επαγγελματική σύνταξη, η νομιμότητα της οποίας δεν προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.

 

Συνεπακόλουθα εκφεύγουν του δικαστικού ελέγχου, όπως αυτός οροθετείται πάντοτε από την προσδιορισθείσα αιτούμενη θεραπεία (Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ 530), οι ισχυρισμοί του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη πράξη στηρίχθηκε στον αντισυνταγματικό Νόμο 168(Ι)/12 και/ή ότι το άρθρο 3 και ή το άρθρο 3(α) του Ν. 168(Ι)/12 αντίκειται στα άρθρα 23, 24, 26 και 28 του Συντάγματος. Υπενθυμίζεται για ακόμη μια φορά ότι αντικείμενο της Προσφυγής, ως αυτό καθορίζεται από το ίδιο το αιτητικό της,  δεν είναι, ως διατείνεται ο αιτητής,  η οποιαδήποτε τυχόν μείωση με «συγκεκριμένες κλιμακωτές περικοπές» που υπέστη η σύνταξη του αιτητή ένεκα των διατάξεων του περί Μείωση των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου, Ν. 168(Ι)/2012  ή η οποιαδήποτε «μονομερής παρέμβαση στο ύψος της μηνιαίας σύνταξης του αιτητή» εξαιτίας της εν λόγω νομοθεσίας αλλά η νομιμότητα της απόφασης της Υπουργού επί της ιεραρχικής προσφυγής δια της οποίας  επικυρώθηκε η απόφαση του Διευθυντή για υπολογισμό της θεσμοθετημένης σύνταξης του αιτητή. Αναφορικά με την απόφαση Πετρίδη v 1.Δημοκρατίας, 2. Κυπριακού Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών (Υπόθεση αρ. 320/2015, ημερομηνίας 29/7/2019) στην όποια η πλευρά του αιτητή ως δήλωσε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων στηρίζει τους πιο πάνω ισχυρισμούς της, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι ανατράπηκε κατ΄ έφεση με την πρόσφατη απόφαση Κυπριακού Οργανισμού Αγροτικών Πληρωμών v Πετρίδη στις Εφέσεις Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 155/2019 και 162/2019, ημερομηνίας 21/3/24, όπου το Εφετείο υιοθέτησε το δεσμευτικό λόγο του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση Δημοκρατία ν Αυγουστή κ.ά. (Ε.Δ.Δ. 177/2018 κ.α., ημερ. 10.4.2020). Άλλωστε εν αντίθεση με την παρούσα, αντικείμενο σε εκείνη τη υπόθεση ήταν  η  μείωση των συντάξεων που λάμβανε ο αιτητής, περιλαμβανομένου και της σύνταξης γήρατος, κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του  Ν. 168(Ι)/2012 από το Γενικό Λογιστήριο.

 

Δεν παρέμεινε οτιδήποτε άλλο προς εξέταση. Στη βάση των ανωτέρω διαπιστώνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ουδείς λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1.900 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

                                      Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο