ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 1626/2021)

 

19 Απριλίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

        ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                 Δ. Ν.

                                                          Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

 

1.   ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

2. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Μ. Κωνσταντίνου, για Δημήτρης Παναούτας & Σια Δ.Ε.Π.Ε., για αιτητή

Π. Κωνσταντίνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για καθ’ ων η αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Κατά την 12.10.2021, λειτουργοί της Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («η Υπηρεσία») διενήργησαν επιθεώρηση σε ανεγειρόμενη οικοδομή στην περιοχή Αγίου Αθανασίου, στη Λεμεσό.

 

Κατά την επιθεώρηση, οι λειτουργοί της Υπηρεσίας διαπίστωσαν ότι στον εν λόγω χώρο εργάζονταν πέντε πρόσωπα, δυο εξ’ αυτών αλλοδαποί, οι οποίοι δεν ήσαν εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

Ως εκ των πιο πάνω, την ίδια μέρα (12.10.2021) εκδόθηκε στον αιτητή και εργοδότη των προαναφερθέντων προσώπων, η προβλεπόμενη στο άρθρο 85Α του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010 (Ν. 59(Ι)/2010), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), Ειδοποίηση Διαπίστωσης Παράβασης για αδήλωτη εργασία και/ή αδήλωτες αποδοχές των δυο αλλοδαπών. Με βάση την εν λόγω Ειδοποίηση, παρέχετο στον αιτητή το δικαίωμα υποβολής, εντός πέντε (5) ημερών από την επίδοσή της, παραστάσεων που να αποδεικνύουν με στοιχεία ότι αυτός δεν είχε διαπράξει την πιο πάνω παράβαση.

 

Ωστόσο, και αυτό αποτελεί παραδεκτό γεγονός, ο αιτητής δεν υπέβαλε οποιεσδήποτε παραστάσεις και/ή αποδεικτικά στοιχεία εντός της προθεσμίας, με αποτέλεσμα να εκδοθεί, στις 18.10.2021, η επίδικη Πράξη Επιβολής Προστίμου, με την οποία επιβλήθηκε στον αιτητή συνολικό διοικητικό πρόστιμο εκ €7000, δυνάμει του άρθρου 85Α(1) του Νόμου, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπήρχε αδήλωτη απασχόληση των δυο προαναφερθέντων αλλοδαπών. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, σε περίπτωση διαπίστωσης αδήλωτης εργασίας µισθωτού, έστω και αν πρόκειται για παράνοµη απασχόληση, επιβάλλεται στον εργοδότη διοικητικό πρόστιµο πεντακόσιων ευρώ (€500) για κάθε µισθωτό αναφορικά µε το µήνα στον οποίο διαπιστώθηκε η παράβαση, αυξανόµενο κατά πεντακόσια ευρώ (€500) για κάθε ηµερολογιακό µήνα ή οποιοδήποτε µέρος του ηµερολογιακού µήνα απασχόλησης, πριν από το µήνα µέσα στον οποίο διαπιστώθηκε η παράβαση. Εν προκειμένω, ως προκύπτει από την προσβαλλόμενη Πράξη Επιβολής Προστίμου, η διαπιστωθείσα παράβαση αφορούσε σε έξι μήνες απασχόλησης των συγκεκριμένων προσώπων.

 

Κατά της πιο πάνω Πράξης Επιβολής Διοικητικού Προστίμου, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή, στις 29.12.2021.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι στις 20.10.2021, ήτοι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αιτητής, δια σχετικής επιστολής του προς την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («η Υπουργός»), υπέβαλε τις παραστάσεις του επί των πιο πάνω.

 

Η πλευρά του αιτητή ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, καθώς και πραγματικής και νομικής πλάνης, ενώ στερείται αυτή επαρκούς και/ή της δέουσας αιτιολογίας. Επιπρόσθετα, προωθούνται ισχυρισμοί περί παραβίασης των αρχών της νομιμότητας, της αμεροληψίας, της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, αλλά και του υπό του άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999) προβλεπόμενου δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του αιτητή, καθώς και του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι, αντικρούοντας τα πιο πάνω, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη, λήφθηκε δε ορθά και σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής, ούτε και υπήρξε παραβίαση οποιασδήποτε αρχής δικαίου ή/και δικαιώματος του αιτητή.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων και ισχυρισμών που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων.

 

Εξ’ αρχής θα πρέπει να τονιστεί ότι είναι σαφές πως, από τη στιγμή που ο αιτητής δεν υπέβαλε οποιεσδήποτε παραστάσεις και/ή αποδεικτικά στοιχεία εντός της εκ του Νόμου προβλεπόμενης προθεσμίας των πέντε ημερών από την επίδοση σε αυτόν (στις 12.10.2021), της Ειδοποίησης Διαπίστωσης Παράβασης για αδήλωτη εργασία και/ή αδήλωτες αποδοχές των δυο αλλοδαπών, χωρίς μάλιστα να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση προς τούτο, καθόλα ορθά και σύννομα εκδόθηκε, στις 18.10.2021, η επίδικη Πράξη Επιβολής Προστίμου, δυνάμει του άρθρου 85Α(1) του Νόμου. Με αυτό ως δεδομένο, καθίσταται εύκολα αντιληπτό ότι οι ισχυρισμοί που προωθεί η πλευρά του αιτητή στερούνται ερείσματος και η προσφυγή του δεν μπορεί να έχει πιθανότητες επιτυχίας.

 

Εν πάση δε περιπτώσει, και προς ολοκλήρωση του σκεπτικού του Δικαστηρίου, επισημαίνεται ότι η επίδικη απόφαση ουδόλως στερείται αιτιολογίας, ενώ δεν εντοπίζεται κενό έρευνας, ούτε και έχει υποδειχθεί που έγκειται η κατ’ ισχυρισμόν πλάνη των καθ’ ων η αίτηση.

 

Ως προς το ζήτημα της έρευνας, είναι αρκετό να υπομνησθεί ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή, όπως αυτοί περιλήφθηκαν στην επιστολή του προς την Υπουργό, ημερομηνίας 20.10.2021, ορθώς δεν λήφθηκαν υπόψη και δεν αξιολογήθηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση, εφόσον αυτοί υποβλήθηκαν εκπρόθεσμα, ήτοι μετά την υπό του Νόμου προβλεπόμενη προθεσμία των πέντε (5) ημερών από την επίδοση της Ειδοποίησης Διαπίστωσης Παράβασης προς τον αιτητή.

 

Η δε αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης είναι σαφής, κατά τρόπο που δεν αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε τους καθ’ ων η αίτηση στη λήψη της, σύμφωνα εξάλλου και με τα όσα το άρθρο 28(1) του Νόμου 158(Ι)/1999 επιτάσσει. Στην επίδικη απόφαση περιέχονται συγκεκριμένα στοιχεία, επί των οποίων στηρίχθηκε η ουσιαστική κρίση της Διοίκησης και παρατίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμά της, ούτως ώστε και καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Εξάλλου, η δοθείσα αιτιολογία συμπληρώνεται από τα παραρτήματα της ένστασης και γενικότερα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (βλ. άρθρο 29 του Νόμου 158(Ι)/1999 και Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371), κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο, με αποτέλεσμα να προκύπτει με ακρίβεια τι είχε υπόψη του το αποφασίζον όργανο κατά τη λήψη της απόφασής του (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας  (1998) 3 Α.Α.Δ. 342).

 

Περαιτέρω, δεν μπορεί να έχει έρεισμα ούτε ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του αιτητή. Ως έχει προεκτεθεί, στην ίδια την Ειδοποίηση Διαπίστωσης Παράβασης που επιδόθηκε στον αιτητή στις 12.10.2021, ρητά αναγράφετο ότι παρεχόταν σε αυτόν το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων εντός πέντε ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της Ειδοποίησης. Ο αιτητής αποδεδειγμένα και ενυπόγραφα παρέλαβε την εν λόγω Ειδοποίηση στις 12.10.2021, αλλά δεν άσκησε το πιο πάνω δικαίωμά του εντός της υπό του Νόμου τασσόμενης προθεσμίας.

 

Συνεπώς, δεν μπορεί να εγείρεται ούτε ζήτημα παραβίασης δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, ούτε γενικότερα δικαιώματος δίκαιης δίκης του αιτητή. Ο συγκεκριμένος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Παρομοίως, και ενόψει των πιο πάνω, ως αβάσιμοι απορρίπτονται και οι ισχυρισμοί περί παραβίασης των αρχών της νομιμότητας, της αναλογικότητας, της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης. Δεδομένης της ύπαρξης συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου, δυνάμει του οποίου ενήργησαν οι καθ’ ων η αίτηση στην υπό εξέταση υπόθεση, είναι αρκετό να υπομνησθεί εν προκειμένω ότι η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει, ωστόσο, και δεν μπορεί να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191) και έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα, όπου υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως βεβαίως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (βλ. και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016). Στην O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ. 1/16, ημερ. 20.7.2021, επισημάνθηκε ότι «οι έννοιες της ίσης μεταχείρισης και της καλής πίστης, ως γενικές από τη φύση τους αρχές, δεν μπορούν να αποτελούν εύκολο όπλο χρήσης τους, όπως τονίστηκε στην Κώστας Παναγή ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. Υποθ. Αρ. 1250/12, ημερ. 19/12/2013, στην οποία λέχθηκε περαιτέρω ότι θα πρέπει «να υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα και γεγονότα αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης με τη δημιουργία καταστάσεων πλάνης, απάτης ή απειλής. Πρέπει να υπάρχουν αποδεδειγμένες διοικητικές παραλείψεις που επηρεάζουν το διοικούμενο και τον ωθούν προς μια ορισμένη διοικητική συμπεριφορά την οποία εκ των υστέρων η διοίκηση ανατρέπει ή αρνείται προς ζημιά του πολίτη» (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην HERMES AIRPORTS LTD ν. Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, Υποθ. Αρ. 1123/2015, ημερ. 14.10.2021).

 

Ως εκ των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται  €1600 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο