ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 1674/2019)

 

   3 Απριλίου 2024

[ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                       K. N.

 

                                                                                                 Αιτητής,

                                         και

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

       Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης του Υπουργείου Εσωτερικών

Καθ’ ων η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Κ. Ποταμίτου (κα), για Ανδρέας Κ. Καρεκλάς & Συνεργάτες,  δικηγόρος για τον αιτητή.

Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που υπέβαλε στις 25.5.2017 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 6.11.2019.

 

Προτού υπεισέλθω στην παράθεση των γεγονότων της υπόθεσης, οφείλει να επισημανθεί ότι κατά το στάδιο των διευκρινήσεων της υπόθεσης και μετά από σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, η πλευρά του αιτητή προέβηκε σε απόσυρση της αιτούμενης θεραπείας υπό παράγραφο (Β) της Προσφυγής και ορθά βεβαίως αφού τα όσα επιζητούνται ως θεραπεία, επιζητούνται ομοίως ως θεραπεία και με το αιτητικό (Α).

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο αιτητής, υπήκοος  Νιγηρίας, αφίχθηκε στις 4.2.2010 για πρώτη φορά στη Δημοκρατία με θεώρηση εισόδου με ισχύ μέχρι 4.5.2010. Ακολούθησε η υποβολή διαδοχικών αιτήσεων εκ μέρους του αιτητή για ανανέωση της προσωρινής παραμονής του με σκοπό τη φοίτηση, οι οποίες έτυχαν σχετικής έγκρισης. Στις 19.3.2015 ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο με κύπρια υπήκοο και ακολούθως υπέβαλε αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης, η οποία του παραχωρήθηκε στις 8.5.2015 με ισχύ μέχρι τις 27.3.2016. Η μετέπειτα ανανέωση της ισχύς της αδείας διαμονής του διενεργήθηκε στη βάση του ίδιου καθεστώτος. Στις 14.5.2018 ο γάμος του αιτητή λύθηκε με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Στις 22.1.2019 ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου αίτηση για απόκτηση άδειας διαμονής ως μέλος οικογένειας κύπριου πολίτη, δηλώνοντας μάλιστα ότι διατηρούσε κατ΄ εκείνο το χρόνο δεσμό με άλλη ευρωπαία υπήκοο. Η σχετική άδεια παραχωρήθηκε στον αιτητή με ισχύ μέχρι τις 3.7.2020. Ο αιτητής με τη νέα του σύντροφο ρουμανικής καταγωγής απέκτησε ένα παιδί στις 20.7.2019.

 

Στις 25.5.2017 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Η πιο πάνω αίτηση εξετάστηκε και απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος υιοθέτησε την απορριπτική εισήγηση της λειτουργού εξέτασης, η oποία περιλαμβάνετo σε σχετικά σημειώματα που ετοιμάστηκαν, μετά από προσωπική συνέντευξη του αιτητή και αφού προηγουμένως, ως προκύπτει από τα ερυθρά  245-241 του διοικητικού φακέλου (Τεκμηρίου 1 Α) είχαν ληφθεί πληροφορίες από την ΚΥΠ, την Αστυνομία και στοιχεία από την ΙNTERPOL.

 

Η απορριπτική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 611.2019, με το ακόλουθο  περιεχόμενο:

 

« Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας ημερ. 25/5/2017 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και να σας πληροφορήσω ότι η αίτησή σας τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή, αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί καθότι δεν πληροίτε την προϋπόθεση 1(γ) του Τρίτου Πίνακα άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141(Ι)/2002, αφού στο παρελθόν έχετε απασχολήσει την Αστυνομία για διάφορα ποινικά αδικήματα. Συνεπώς, αποφάσισε ότι δεν υφίσταται οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος για την  πολιτογράφηση σας ως Κύπριου πολίτη.»

 

Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης προβάλλεται από την πλευρά του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης, μη δέουσας έρευνας, ελλιπούς αιτιολογίας, ότι λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, εκδόθηκε με μεγάλη καθυστέρηση, στηρίχθηκε σε παράνομη προπαρασκευαστική πράξη καθώς και ότι παραβιάζει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και δη το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ισότητας. Αποτελεί κύρια θέση του αιτητή επί της οποίας εδράζονται οι πιο πάνω ισχυρισμοί, ότι οι καθ΄ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση του για πολιτογράφηση στηριζόμενοι σε αναλήθειες και ψευδή στοιχεία ήτοι ότι ο αιτητής στο παρελθόν απασχόλησε την αστυνομία για ποινικό αδίκημα, κάτι που κατά την εισήγηση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο αιτητής, συνεχίζει ο ευπαίδευτος συνήγορος, ουδέποτε καταδικάστηκε από το Δικαστήριο ή διώχθηκε ποινικά και είναι λευκού ποινικού μητρώου. Περαιτέρω υποβάλλεται ότι και ενώ ο αιτητής παρείχε εξηγήσεις στους καθ΄ων η αίτηση για τη δήθεν εκκρεμούσα υπόθεση κατοχής κάνναβης, αναφέροντας ότι πρόκειται περί κακόβουλης καταγγελίας από τα πρώην πεθερικά του, εντούτοις αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη από τους καθ΄ων η αίτηση. Ούτε όμως λήφθηκε υπόψη από τους καθ΄ων η αίτηση ότι ο αιτητής μετά τη λήψη της επίδικης απόφασης αποτάθηκε στο Τμήμα για να λάβει γνώση σε ποιο αδίκημα αναφέρονται οι καθ΄ων η αίτηση, όπου και πληροφορήθηκε ότι δεν έχει καταδικαστεί για κανένα αδίκημα. Επισημαίνει δε η πλευρά του αιτητή ότι ο αιτητής είναι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας άτομο καλού χαρακτήρα και ότι με την επίδικη απόφαση οι καθ΄ων η αίτηση «ορφανεύουν» το τέκνο του αιτητή, το οποίο γεννήθηκε στη Δημοκρατία και είναι ευρωπαίος πολίτης. Δια της απαντητικής της αγόρευσης η πλευρά του αιτητή διατείνεται ότι αυτό που στην ουσία επιχειρείται είναι κατ΄ επίκληση ενός απορρήτου εγγράφου να αιτιολογηθεί η αναιτιολόγητη απόφαση των καθ΄ων η αίτηση.

 

Αντίθετα η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, απορρίπτοντας όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη καθώς και ότι λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του Υπουργού Εσωτερικών και κυρίως καλόπιστα. Επισημαίνει δε, ότι οι λόγοι ακύρωσης περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν δικογραφούνται καθώς και ότι ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε ούτε κατ’ ελάχιστον τους ισχυρισμούς του περί κατάχρησης εξουσίας και αλλότριου σκοπού, περί κακοπιστίας της διοίκησης και παραβίασης της αρχής της ισότητας, τους οποίους προβάλλει με γενικό και αόριστο τρόπο. Τονίζει δε,  η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση με παραπομπή σε νομολογία ότι η πολιτογράφηση αποτελεί εξουσία η όποια ανάγεται στην κυριαρχική φύση του κράτους καθώς και ότι η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών είναι η ευρύτερη δυνατή, με μόνο περιορισμό την καλή πίστη. Επί της ουσίας αποτελεί θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, των ευρημάτων της λειτουργού εξέτασης καθώς και από τα όσα ο αιτητής παράθεσε κατά τη συνέντευξη του προκύπτει ότι ο Υπουργός άσκησε καθόλα σύννομα τη διακριτική του ευχέρεια και απέρριψε την αίτηση του αιτητή κρίνοντας ότι δεν πληρεί την προϋπόθεση του καλού χαρακτήρα, επί τη βάση ότι εναντίον του εκκρεμούσε υπόθεση για παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.   

 

Κατά πάγια και διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους και επομένως η διοίκηση διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εξέταση των αιτημάτων, με μόνο περιορισμό να ενεργεί με καλή πίστη (Mohamad v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18), ISSA E.E ALYATIM v. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 496) Tulin Sabahatin Veysel κ.ά ν. Δημοκρατίας, (Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010)  Boulatnikova v. Δημοκρατίας, (Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007) Δημοκρατία κ.α. ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20). Ακόμα δε και η πλήρωση των τυπικών προϋποθέσεων για πολιτογράφηση δεν συνεπάγεται δίχως άλλο ότι ο αιτητής δικαιούται αυτόματα πιστοποιητικό πολιτογράφησης, αφού η πλήρωση των τυπικών προσόντων παρέχει μόνο το δικαίωμα για υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση και όχι δικαίωμα έγκρισης τέτοιας αίτησης και απόκτησης άνευ έτερου της κυπριακής ιθαγένειας (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307) Reyes και Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 181/12, ημερομηνίας 24/10/18).

 

Σχετικά είναι τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτό αποτελούσε το εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως εδώ ενδιαφέρουν:

 

«Ο Υπουργός, όταν υποβληθεί σ' αυτόν αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο και τρόπο από οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα και με πλήρη ικανότητα, ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα, δύναται να χορηγήσει σ' αυτόν πιστοποιητικό πολιτογράφησης.»

Στο δε Τρίτο Πίνακα, καταγράφονται τα προσόντα για πολιτογράφηση, ως εξής:

 

ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗ

 

«1. Με την τήρηση των διατάξεων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού που αιτείται τέτοια πολιτογράφηση, είναι τα ακόλουθα:

(α) Διαμονή στη Δημοκρατία για όλο το χρονικό διάστημα των αμέσως προηγούμενων 12 μηνών από την ημερομηνία της αίτησης, και

(β) κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων από το πιο πάνω αναφερόμενο δωδεκάμηνο χρονικό διάστημα επτά ετών, είτε διέμενε στη Δημοκρατία, είτε διετέλεσε στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας, είτε μερικώς το ένα και μερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήματα που αθροισμένα να μην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών: Νοείται ότι οι φοιτητές, επισκέπτες και αυτοεργοδοτούμενοι, καθώς και οι αθλητές, προπονητές, τεχνικοί αθλημάτων, οικιακοί βοηθοί, νοσοκόμοι και οι εργαζόμενοι σε Κύπριους ή ξένους εργοδότες ή σε υπεράκτιες εταιρείες, που διαμένουν στη Δημοκρατία αποκλειστικά με σκοπό την εργασία, όπως επίσης και οι σύζυγοι, τα τέκνα ή άλλα εξαρτώμενά τους πρόσωπα, πρέπει, κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων τουλάχιστον επτά ετών να συγκεντρώνουν συνολική διαμονή στη Δημοκρατία τουλάχιστον επτά ετών, από την οποία το ένα έτος αμέσως πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησής τους η διαμονή του να είναι συνεχής,

(γ) είναι καλού χαρακτήρα, και

(δ) έχει πρόθεση σε περίπτωση χορήγησης σ' αυτόν πιστοποιητικού

(i) να διαμένει στη Δημοκρατία,

(ii) να εισέλθει ή να εξακολουθήσει να διατελεί στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ή υπηρεσία σε διεθνή οργανισμό του οποίου η Δημοκρατία είναι μέλος ή υπηρεσία σε οποιοδήποτε σύνδεσμο, εταιρεία ή σώμα που ιδρύθηκε στη Δημοκρατία[..]»

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Nabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011 3 Α.Α.Δ 66) λέχθηκαν τα εξής σχετικά και καθοδηγητικά ως προς το υπό εξέταση ζήτημα:

 

«Το Άρθρο 111 του Νόμου 141(Ι)/2002 παρέχει σε αλλοδαπό το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση, αλλά όχι το απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης. Η παραχώρηση πολιτογράφησης είναι στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το ζήτημα εγγραφής κάποιου ως πολίτη της Δημοκρατίας άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα το ακυρωτικό δικαστήριο δύσκολα να επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας. Έτσι, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς, είναι πολύ ευρεία, όχι όμως απόλυτη, αφού υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο Νόμος. Όταν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Επίσης, το τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman vRepublic (1987) 3 C.L.R. 224)  και η υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου, που μπορεί να επέμβει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, θεωρεί ότι τα συμπεράσματα της Διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. (Republic vGeorghiades (1972) 3 C.L.R. 594)».

 

Εν προκειμένω και έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομολογιακά δοσμένες αρχές που διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα, διαπιστώνω ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή, όπως αυτοί αναπτύχθηκαν στη γραπτή του αγόρευση, ουδόλως ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτονται στην ολότητα τους.

 

Το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και δη τα σημειώματα της λειτουργού εξέτασης ημερομηνίας 17.11.2018 και 5.2.2019 τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Υπουργού προς λήψη απόφασης, επιβεβαιώνουν με τρόπο αναντίλεκτο ότι  λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη δεδομένα και ότι διενεργήθηκε η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα αναφορικά με την αίτηση του αιτητή  και ότι ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε.

 

Εν προκειμένω, καθοριστικός λόγος για την απόρριψη της αίτησης του αιτητή αποτέλεσε η ακόλουθη καταγραφή στο Σημείωμα της λειτουργού εξέτασης ημερομηνίας 17.11.2018, το οποίο τέθηκε ενώπιον του Υπουργού και η οποία παρατίθεται αυτούσια: «κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ο αιτητής προσκόμισε πιστοποιητικό λευκό ποινικού μητρώου (ερ. 223), όμως μετά από άλλες πληροφορίες που συλλέχθηκαν πρόσφατα στο πλαίσιο της έρευνας από την Αστυνομία για σκοπούς της παρούσας αίτησης  (ερ.274-244) προκύπτουν βάσιμες αμφιβολίες σχετικά με τον χαρακτήρα του. Συγκεκριμένα μεταξύ άλλων εκκρεμεί εναντίον του υπόθεση η οποία αφορά το αδίκημα της Παράνομης κατοχης ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄. Ως εκ τούτου κρίνεται πως η προϋπόθεση του τρίτου πίνακα 1 (γ) του άρθρου ΙΙΙ των Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων 2002-2013 δεν ικανοποιείται».

 

Έχω διεξέλθει όλα τα ενώπιον μου έγγραφα τα οποία περιέχονται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης (Τεκμήριο 1Α και 1Β). Πράγματι τα όσα καταγράφονται στο σημείωμα της λειτουργού επιβεβαιώνονται με τρόπο αναντίλεκτο από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης. Συγκεκριμένα στην επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας ημερομηνίας 2.11.2018 προς τον Αν. Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ( ερυθρά 247-246 Τεκμηρίου 1Α) καταγράφεται ότι από τις εκθέσεις που λήφθηκαν από τις αστυνομικές διευθύνσεις, τμήματα και μονάδες της Αστυνομίας αναφορικά με τον αιτητή, εντοπίστηκε ότι εκκρεμεί εναντίον η υπόθεση με στοιχεία ΥΚΑΝ/ΛΕΥ/Σ/χχ/χχχχ, η οποία αφορά το αδίκημα της παράνομης κατοχης ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β’, δηλαδή κάνναβης βάρους 1,7456 γραμμαρίων. Μάλιστα σημειώνεται ότι η υπόθεση -κατ΄ εκείνο το χρόνο- είχε ήδη συμπληρωθεί και αναμένετο να υποβληθεί στη νομική υπηρεσία με εισήγηση την ποινική δίωξη του αιτητή.

 

Δεν εντοπίζω οτιδήποτε μεμπτό στην κρίση των καθ΄ων η αίτηση και οι αιτιάσεις του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε επί αναληθών και ψευδών στοιχείων, είναι ολωσδιόλου αβάσιμες.  Τουναντίον διαπιστώνω ότι η απόφαση της διοίκησης ότι ο αιτητής δεν ικανοποιούσε το απαιτούμενο νομοθετικό προσόν του ατόμου καλού χαρακτήρα στηρίχθηκε σε επαρκές πραγματικό έρεισμα, εφόσον αποτελεί προϊόν συλλογής πληροφορίων από κατάλληλη και αξιόπιστη πηγή, ήτοι την αστυνομία, οι οποίες προκαλούσαν βάσιμη αμφιβολία αναφορικά με το χαρακτήρα του εν λόγω αιτητή. Άλλωστε και ως είναι παγίως νομολογημένο στα πλαίσια εξέτασης αίτησης πολιτογράφησης η απλή και μόνο ύπαρξη γενικών περί ενδεχόμενου προβλήματος και η  λογική αμφιβολία του αρμοδίου οργάνου είναι αρκετή για να δικαιολογήσει την αρνητική απόφαση της διοίκησης, η οποία λαμβάνεται στα πλαίσια του κυριαρχικού δικαιώματος της Δημοκρατίας να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της (Eddine v Δημοκρατίας  2008 (3 AAΔ.95) VARSIK MKRTCHYAN και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.18/2017, ημερομηνίας 27/9/23).

 

Ούτε βεβαίως επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης η θέση του συνηγόρου του αιτητή ότι ο αιτητής δεν έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα και/ή ότι δεν διώχθηκε ποινικά και ότι είναι λευκό ποινικού μητρώου. Τούτο διότι στα πλαίσια εξέτασης αίτησης για πολιτογράφηση ουδόλως αποτελεί κριτήριο για την αξιοπιστία των παρεχόμενων από τις αστυνομικές αρχές πληροφοριών, η άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του αιτητή, εφόσον μοναδικό ζητούμενο παραμένει το κατά πόσο ο αιτητής πληρεί το νομοθετικά τασσόμενο προσόν του καλού χαρακτήρα. Ως παρατηρώ στο σημείωμα της λειτουργού ημερομηνίας 17.11.2018 καταγράφεται με σαφήνεια ότι ο αιτητής έχει προσκομίσει λευκό ποινικό μητρώο. Οι πληροφορίες όμως που συλλέχθηκαν από το καθόλα αρμόδιο όργανο περί εκκρεμούσης εναντίον του αιτητή υπόθεσης για παράνομη κατοχή κάνναβης, ευλόγως θεωρήθηκαν από τους καθ΄ων η αίτηση ότι προκαλούν βάσιμες αμφιβολίες σχετικά με τον χαρακτήρα του αιτητή, παρέχοντας μάλιστα επαρκές πραγματικό και αιτιολογικό έρεισμα για την κρίση ότι ο αιτητής δεν πληρεί την νομοθετική απαίτηση του ατόμου με καλού χαρακτήρα.

 

Αντίστοιχοι ισχυρισμοί εξετάστηκαν στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου INAD M. AL. HAMDAN v Δημοκρατίας (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 141/2018, ημερομηνίας 6/3/24), τα κριθέντα της οποίας, τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση:

 

«Το Διοικητικό Δικαστήριο εξέτασε και τα αφορώντα στη διερεύνηση των περί εμπλοκής του Εφεσείοντα σε παράνομες δραστηριότητες στη βάση πληροφοριών που εξασφαλίσθηκαν από την ΚΥΠ.[..]

Διόλου δεν παραβλέπουμε, ότι ο Εφεσείων πρότεινε πως αν όντως υπήρχαν τέτοιες πληροφορίες οι Εφεσίβλητοι έπρεπε να του είχαν προσάψει ανάλογες κατηγορίες, κάτι που δεν έγινε.

 

Τούτο, όμως, δεν ήταν αναγκαίο.

 

Δεν αποτελεί απαρεγκλίτως κριτήριο αξιοπιστίας και αποφασιστικότητας των αρμοδίων αρχών, η απόφαση τους να διώξουν, ή όχι, ποινικά έναν αιτητή ή μια αιτήτρια, σε παρόμοιες ή όμοιες περιστάσεις, ενώ εξετάζουν αίτημα απόκτησης της Κυπριακής Υπηκοότητας με πολιτογράφηση. 

 

Αυτό, γιατί, ζητούμενο είναι, σε κάθε περίπτωση, αν ο αιτητής ή η αιτήτρια - και στην προκειμένη ο Εφεσείων - πληρούν τα νομοθετικώς προαπαιτούμενα τα οποία, συνυπολογιζόμενα, υπό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης, μπορεί να οδηγήσουν προς τη μια ή την άλλη απάντηση.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, ο Εφεσείων θεωρήθηκε, αιτιολογημένα και εμπεριστατωμένα από τους Εφεσίβλητους, ότι δεν πληρούσε τα σχετικά κριτήρια. Δόθηκε μάλιστα προς τούτο και επαρκές πραγματικό έρεισμα εφόσον, κατά νομολογιακή ευχέρεια, συγκεντρώθηκαν πληροφορίες από κατάλληλες πηγές - όπως η ΚΥΠ - που ευλόγως θεωρήθηκαν από τους Εφεσίβλητους ότι προκαλούν ανησυχία εν σχέσει προς την παρουσία τού εν λόγω ατόμου στην Κύπρο (Eddine ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, 98).»

 

Ούτε όμως  η θέση του αιτητή, ότι δήθεν εσφαλμενα δεν λήφθηκε υπόψη από τους καθ΄ων η αίτηση το γεγονός ότι μετά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ο αιτητής αποτάθηκε στην αστυνομία, η οποία του επιβεβαίωσε ότι δεν έχει  καταδικαστεί για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα, δύναται να τύχει δικαστικής κρίσεως. Εν  προκειμένω παρατηρώ ότι τα όσα ο αιτητής αναφέρει αφορούν μαρτυρία που εισάγεται ανεπίτρεπτα για πρώτη φόρα μέσω της γραπτής του αγόρευσης σε σχέση μάλιστα με κατ΄ ισχυρισμό ενέργειες του αιτητή μεταγενέστερες του ουσιώδους χρόνου και επομένως κατά πάγια νομολογία δεν δύναται να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο (Χατζηγεωργίου v  Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2015, ημερομηνίας 1/2/22), ECLI:CY:AD:2022:C40 ΕΖΕ v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/16, ημερομηνίας 19/5/22).  Εν πάση περιπτώσει τέτοιου είδους αναφορές κατ΄ ουδένα τρόπο δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού καθοριστικό παραμένει το γεγονός ότι ο Υπουργός κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είχε ενώπιον του τη συλλεχθείσα από το κατά νόμο αρμόδιο όργανο πληροφόρηση, η οποία, ως υποδείχθηκε ανωτέρω, παρείχε επαρκές έρεισμα για την έκδοση της επίδικης απόφασης.

 

Προδήλως αβάσιμη και συνεπώς απορριπτέα κρίνεται και η γενική και αόριστη θέση της πλευράς του αιτητή περί δήθεν αποστέρησης του δικαιώματος ακρόασης από τον αιτητή. Αρκεί να αναφέρω ότι πέραν του ότι δεν υφίσταται οποιαδήποτε  υποχρέωση στη διοίκηση να καλεί προς ακρόαση τα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση για πολιτογράφηση,  ο αιτητής, είχε κάθε ευκαιρία ως επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, να θέσει και μάλιστα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τις θέσεις του μέσω της προσωπικής του συνέντευξης (YULIA KOCHETOVA και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.1444/14, ημερομηνίας 24/5/17) Tonu ν. Δημοκρατίας, (Υπόθεση Αρ. 415/2019, ημερομηνίας 16.2.2022) FAMIDE GUL KASAPHOCA και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1414/19, ημερομηνίας 17/11/22). Μάλιστα όπως προκύπτει από το έντυπο προφορικής συνέντευξης του αιτητή (ερυθρό 278)  η λειτουργός εξέτασης -και έχοντας υπόψη τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από την αστυνομία για το πρόσωπο του αιτητή-  απεύθυνε συγκεκριμένη ερώτηση προς τον αιτητή αναφορικά με το κατά πόσο ο ίδιος είχε οποιαδήποτε ανάμειξη με τις αστυνομικές αρχές, δίδοντας του το δικαίωμα να τοποθετηθεί. Το μόνο δε, ως αυτολεξεί καταγράφεται στο έντυπο προφορικής συνέντευξης, που ο αιτητής δήλωσε επί τούτου, ήταν ότι «τα πρώην πεθερικά του δεν τον ήθελαν για γαμπρό τους και ότι έκαναν τα έκαναν αυτοί. »

Ο αιτητής εισηγείται και μάλιστα με γενικό και αόριστο τρόπο ότι ενώ παρείχε τις πιο πάνω εξηγήσεις, αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη. Δεν θα συμφωνήσω ούτε και με αυτόν τον ισχυρισμό, ο οποίος καταρρίπτεται ευθέως από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης. Αρκεί να σημειωθεί ότι την προφορική συνέντευξη του αιτητή ακολουθήσε δεύτερο σημείωμα της λειτουργού εξέτασης προς τον Υπουργό ημερομηνίας 5.2.2019, στο οποίο καταγράφονται με σαφήνεια τα όσα έλαβαν χώρα κατά το στάδιο της προφορικής συνέντευξης περιλαμβανομένου και των όσων ο αιτητής δήλωσε αναφορικά με το τιθέν εκ της λειτουργού ζήτημα, ήτοι κατά πόσο είχε απασχολήσει την αστυνομία. Ωστόσο και παρά τη λεπτομερή παράθεση των όσων διαμείφθηκαν επί του θέματος, το σημείωμα καταλήγει με την απόφαση της λειτουργού εξέτασης να εμμείνει στην αρχική της εισήγηση για απόρριψη της αίτησης του αιτητή, γεγονός που επισφραγίζει οριστικά τις όποιες αιτιάσεις του αιτητή περί ελλιπούς έρευνας και πλάνης.

 

Ολωσδιόλου αβάσιμες ειναι και οι αναφορές του αιτητή ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη ότι με την απορριπτική τους απόφαση «ορφανεύουν »  ένα παιδί. Αρκεί μόνο να επισημανθεί ότι τόσο από την αίτηση που ίδιος ο αιτητής υπέβαλε όσο και από το έντυπο της προσωπικής του συνέντευξης όπου καταγράφονται τα στοιχεία της οικογενειακής του κατάστασης, επιβεβαιώνεται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής και εξέτασης της αίτησης του, ο αιτητής δεν δήλωσε ότι είχε αποκτήσει οποιοδήποτε τεκνό.

 

Έπεται ότι τα όσα παραθέτει ο αιτητής ουδόλως αντικρούουν τα όσα αδιαμφισβήτητα νομίμως καταγράφονται στα σημειώματα της λειτουργού, τα οποία αποτέλεσαν το έρεισμα για τη λήψη της απόφασης του Υπουργού και το περιεχόμενο των οποίων, σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένο με τη ληφθείσα απόφαση, συμπληρώνει την αιτιολογία αφού καταδεικνύει αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης (Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959 σελ. 185) Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438). Άλλωστε δεν θα μπορούσα να μην παρατηρήσω ότι ο αόριστος και γενικολόγος ισχυρισμός του αιτητή για μη επαρκή αιτιολογία αναφέρεται  αποκλειστικά και μόνο στο περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 6.11.2019, η οποία ωστόσο δεν αποτελεί την απόφαση επί του αιτήματος του αιτητή, παρά μόνο συνιστά κοινοποίηση της ήδη ληφθείσας απόφασης του Υπουργού. Συνεπώς ο ισχυρισμός του αιτητή περί ελλιπούς αιτιολογίας στο σώμα της εν λόγω επιστολής, παραβλέπουν το πλήρες περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου το οποίο καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση πλήρως αιτιολογημένη.

 

Αναφορικά δε με τους ισχυρισμούς του αιτητή περί έκδοσης της προσβαλλομένης απόφασης κατά παράβαση του εύλογου χρόνου, περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της αρχής της ισότητας καθώς και των ισχυρισμών ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας ή κατά κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση και ότι αυτή στηρίχθηκε σε παράνομη προπαρασκευαστική πράξη, παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Εν πρώτοις διαπιστώνω ότι οι απλές αναφορές στη γραπτή αγόρευση του αιτητή ότι η απόφαση εκδόθηκε αφού παρήλθε ο εύλογος χρόνος προξενώντας ανεπανόρθωτη ζημιά στον αιτητή, ότι  παραβιάστηκε η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης  καθώς και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε παράνομη προπαρασκευαστική πράξη  δεν περιλαμβάνονται καν στα νομικά σημεία της Προσφυγής κατά παράβαση των απαιτήσεων που θέτει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η πάγια νομολογία και ως εκ τούτου δεν δύναται να τύχουν δικαστικής εξέτασης (Χριστοδουλίδης και Πανεπιστημίου Κύπρου (Αναθεωρητική Έφεση αρ.95/12, ημερομηνίας 6/7/18), ECLI:CY:AD:2018:C344 Λεωφορεία Λευκωσίας Λίμιτεδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56) MEHMET v Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσίων (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 33/13, ημερομηνίας 14/3/19), ECLI:CY:AD:2019:C84 .

 

Απορριπτέοι δε κρίνονται και οι λοιποί ισχυρισμοί του αιτητή περί κατάχρησης εξουσίας, παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της αρχής της ισότητας. Καταρχάς και ως ορθά υποδεικνύεται από τη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, οι ισχυρισμοί του αιτητή προβάλλονται με παντελώς αόριστο και γενικό τρόπο, χωρίς οποιαδήποτε, έστω στοιχειώδη, τεκμηρίωση. Ο αιτητής δεν αναπτύσσει οποιοδήποτε επιχείρημα με παραπομπή σε συγκεκριμένα στοιχεία προς στοιχειοθέτηση των πιο πάνω ισχυρισμών, με αποτέλεσμα οι ισχυρισμοί του αυτοί να παραμένουν γενικόλογοι, αόριστοι και ασαφείς και να μην επιδέχονται δικαστικής κρίσεως (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.60/2016, ημερομηνίας 6/9/2013)  (Καρατσαουσίδης και Δημοκρατία (Υπόθεση Αρ. 836/2016, ημερομηνίας 25/9/2020).  Η μόνη δε γενική και ατεκμηρίωτη αναφορά που διενεργείται προς υποστήριξη των ισχυρισμών του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στη βάση ρατσιστικών ή εκδικητικών επιδιώξεων  ή ένεκα του χρώματος του δέρματος του αιτητή, καταρρίπτεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου το οποίο με σαφήνεια δεικνύει τους λόγους για τους οποίους λήφθηκε η επίδικη απόφαση.

 

Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνω ότι ο Υπουργός ενήργησε, ως η υποχρέωση του, με καλή πιστή κατά την εξέταση της επίμαχης αίτησης του αιτητή. Το Δικαστήριο και με δεδομένο ότι ουδεμία πλάνη έχει καταδειχθεί δεν μπορεί να επέμβει και να αμφισβητήσει την απορριπτική κρίση της διοίκησης, η οποία κατά πάγια νομολογία, αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη (VARSIK MKRTCHYAN και Δημοκρατίας(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.18/2017, ημερομηνίας 27/9/23) Angela Siomina Ήρωα v. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 307) RANJEET KAUR v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 298/19, ημερομηνίας 27/6/22).

 

Στη βάση των ανωτέρω, καταλήγω ότι ο Υπουργός Εσωτερικών άσκησε την ευρύτατη διακριτική του εξουσία καλόπιστα και η απόφαση απόρριψης της αίτησης του αιτητή ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό το φως, των ενώπιον της διοίκησης, στοιχείων.

 

Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ουδείς λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται. Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1.700 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

                              

                                Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο