ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 1789/2019)

23 Απριλίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 23, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Α. Ε. Α.

Αιτητής

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Α. Ε. Α., παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Παύλος Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την προσφυγή του, ο αιτητής αξιώνει από το Δικαστήριο, την ακόλουθη θεραπεία:-

«Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη του Καθ’ ου η Αίτηση, για την οποία ο Αιτητής έλαβε γνώση με την επιστολή ημερομηνίας 24 Σεπτεμβρίου 2019, την οποία παρέλαβε ταχυδρομικώς στις 30 Σεπτεμβρίου 2019, δια της οποίας πληροφορήθηκε ότι η απαίτησή του για καταβολή αποζημίωσης για υπερωριακή απασχόληση η οποία ανερχόταν σε χίλιες τριακόσιες τριάντα επτά (1337) ώρες, κατά την υπηρεσία του στην Αστυνομία Κύπρου, δεν μπορεί να εκπληρωθεί καθότι δεν φαίνεται να του οφείλεται οποιαδήποτε αποζημίωση, είναι άκυρη και στερούμενη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».

 

  Ο αιτητής ενεγράφη στην Αστυνομία την 12.11.1997. Με επιστολή του ημερομηνίας 5.10.2018, υπέβαλε προς τον Αρχηγό Αστυνομίας, αίτημα για πρόωρη αφυπηρέτηση από τις τάξεις της Αστυνομίας, από 5.11.2018, ζητώντας παράλληλα, την καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης που αφορούσε την υπηρεσία του στην Αστυνομία. Παράλληλα, με επιστολή του ημερομηνίας 10.10.2018, υπέβαλε προς τον Αρχηγό Αστυνομίας αίτημα για καταβολή του συνόλου της υπερωριακής αποζημίωσης για υπερωριακή απασχόληση, κατά τις διατάξεις του Κανονισμού 17 (3) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 51/1989. Η αφυπηρέτηση του αιτητή έγινε αποδεκτή από τον Αρχηγό Αστυνομίας από 5.11.2018, όπως αυτό του γνωστοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 2.11.2018. Σε σχέση με το αίτημα του για καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης, γνωστοποιήθηκε στον αιτητή, η επιστολή ημερομηνίας 24.9.2019, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτω αυτούσιο:-

 

«Θέμα: Καταβολή Υπερωριακής Απασχόλησης

   […]

2. Όσον αφορά το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α΄ και τις υπερωρίες της περιόδου 08/07/2011 – 31/01/2019, αφού λήφθηκαν οι απόψεις του Διοικητή ΥΚΑΝ, του Διευθυντή Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος και του Διευθυντή του Τμήματος Τροχαίας Αρχηγείου, το Κεντρικό Λογιστήριο της Αστυνομίας έχει προβεί σε έλεγχο των καταχωρήσεων και διαπιστώθηκε ότι το υπόλοιπο των οφειλομένων ωρών ανέρχεται στις 19,91 ώρες.

3. Όσον αφορά το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β1, αφού λήφθηκαν οι απόψεις του Διευθυντή Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος και του Διευθυντή Τμήματος Τροχαίας Αρχηγείου, το Κεντρικό Λογιστήριο της Αστυνομίας έχει προβεί σε έλεγχο των καταχωρήσεων και διαπιστώθηκε ότι παρουσιάζεται αρνητικό υπόλοιπο -41,68 ωρών.

4. Όσον αφορά το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β2΄, στο οποίο φαίνονται συσσωρευμένες υπερωρίες 1140,5 ωρών, της περιόδου 02/01/2003-30/09/2009 ο έλεγχος της ορθότητας των καταχωρήσεων δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί, αφού όλα τα ημερολόγια καθηκόντων της περιόδου 01/01/2003-31/12/2009 έχουν καταστραφεί σύμφωνα με τις πρόνοιες της Α/Δ.1/45.

5. Ως εκ των πιο πάνω δε φαίνεται να σας οφείλεται οποιαδήποτε αποζημίωση για υπερωριακή απασχόληση».

 

  Η νομιμότητα της πιο πάνω διοικητικής αποφάσεως, αποτελεί το αντικείμενο της υπό εκδίκαση προσφυγής.

 

  Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκεται στις διατάξεις του Άρθρου 23 του Συντάγματος, αφού κατά τις εισηγήσεις του, το δικαίωμα στην υπερωριακή αποζημίωση, εμπεριέχεται στο δικαίωμα στην περιουσία, λόγω του ότι αποτελεί κεκτημένο οικονομικό συμφέρον, για το οποίο υπάρχει νόμιμη προσδοκία για καταβολή του, ενώ συνιστά αναφαίρετο δημόσιο δικαίωμα, κατ’ επίκληση σχετικής προς τούτο νομολογίας (μεταξύ άλλων Τσικουρής ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1990) 3 Α.Α.Δ. 4417, Παπαγιώργης ν. Α.Η.Κ. ν. Φιλιαστίδη (2003) 3 Α.Α.Δ. 563). Με αναφορά στα όσα λέχθηκαν στην Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2006) 4 Α.Α.Δ. 260, σε σχέση με τις διατάξεις του Κανονισμού 17(3)(α) της Κ.Δ.Π. 51/1989, υποστηρίζει πως η επιλογή της Αστυνομίας να παραχωρήσει χρόνο ανάπαυσης, αντί πληρωμή υπερωριών, πρέπει να γίνεται σε εύλογα σύντομο χρόνο μετά από την υπερωριακή υπηρεσία, σε διαφορετική περίπτωση, θεωρείται πως η διοίκηση θα πρέπει να καταβάλει την υπερωριακή αποζημίωση. Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει ο αιτητής, οι καθ’ ων η αίτηση δεν αμφισβητούν την υπερωριακή απασχόληση του και πως η μη τήρηση των εγκυκλίων εκ μέρους των ανωτέρων του, καθώς και η καταστροφή των ημερολογίων, δεν μπορούν να λειτουργήσουν εναντίον του. 

 

  Πρόσθετος ισχυρισμός, άπτεται παραβίασης του Άρθρου 28 του Συντάγματος, αφού κατά τις θέσεις που προωθήθηκαν, υπό τις ίδιες συνθήκες με άλλους πρώην συναδέλφους του, οι οποίοι εργάστηκαν υπερωριακά και των οποίων τα ημερολόγια δεν καταστράφηκαν, θα ήταν δυνατή η καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης. Τέλος, διατείνεται ο αιτητής πως οι καθ’ ων η αίτηση δεν ερεύνησαν δεόντως τα ενώπιον τους στοιχεία, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αναιτιολόγητη.

 

  Αντίθετες υπήρξαν οι θέσεις και εισηγήσεις των καθ’ ων η αίτηση. Στη γραπτή αγόρευση που καταχωρήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Δημοκρατίας, περιλήφθηκε ζήτημα απουσίας εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του αιτητή να προωθήσει την υπό εκδίκαση προσφυγή. Κατ΄ επίκληση του Κανονισμού 17(3)(α) της Κ.Δ.Π. 51/89, βάσει του οποίου υφίσταται δυνατότητα των καθ’ ων η αίτηση, είτε να χορηγήσουν υπερωριακό επίδομα, είτε ανάλογο χρόνο ανάπαυσης, υποστήριξε πως στην περίπτωση του αιτητή, για την συνολική περίοδο 2003-2019, παραχωρήθηκε χρόνος ανάπαυσης, χρόνο τον οποίο αποδέχτηκε αδιαμαρτύρητα. Ενόψει της συμπεριφοράς του, τέθηκε η θέση πως ο αιτητής δεν μπορεί να διαμαρτύρεται εκ των υστέρων, αξιώνοντας την καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης, αντί της παραχώρησης χρόνου ανάπαυσης, ο οποίος του παραχωρήθηκε ήδη.

 

  Άνευ βλάβης τούτου, η Δημοκρατία υποστηρίζει πως η αποζημίωση για υπερωριακή απασχόληση, δεν εμπίπτει στην έννοια της περιουσίας του Άρθρου 23 του Συντάγματος, κατ΄επίκληση των νομολογηθέντων στην Δημοκρατία ν. Αυγουστή κ.ά., Ε.Δ.Δ. 177/2018 κ.ά., ημερομηνίας 10.4.2020, όπως ακριβώς κρίθηκε για το τιμαριθμικό επίδομα, ενώ τέθηκε κι η θέση πως ο ίδιος έχει απεμπολήσει το δικαίωμα του να αξιώσει τέτοια αποζημίωση, μετά την πάροδο έντεκα και πλέον χρόνων.

 

  Επίδικο, στην υπό εκδίκαση προσφυγή, ζήτημα συνιστά το αίτημα του αιτητή για καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης, ως οι διατάξεις του Κανονισμού 17(3)(α) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989, Κ.Δ.Π. 51/89, όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί, στις διατάξεις του οποίου ορίζονται τα εξής:-

«17.-[…]

(3) (α) Τηρούμενων των διατάξεων του παρόντα Κανονισμού, όταν μέλος της Δύναμης για το οποίο ισχύει η πιο πάνω παράγραφος (2) παραμένει σε καθήκον μετά το πέρας της φάσης του καθήκοντος ή ανακαλείται σε υπηρεσία μεταξύ δύο φάσεων καθήκοντος, θα χορηγείται σ' αυτό υπερωριακό επίδομα ή ανάλογος χρόνος ανάπαυσης, όπως στην περίπτωση των μελών της Δημόσιας Υπηρεσίας.»

 

  Εγέρθηκε από τη Δημοκρατία, ζήτημα ελλείψεως εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του αιτητή να προωθήσει την προσφυγή του, καθότι κατά τις θέσεις που προβλήθηκαν μέσα από τη γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου, στον αιτητή έχει παραχωρηθεί χρόνος ανάπαυσης, αντί καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης για τον χρόνο που εργάστηκε υπερωριακά κι ενόψει τούτου, ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να προωθήσει την προσφυγή του.

 

  Εντούτοις, στον προσωπικό φάκελο του αιτητή, ο οποίος κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1, δεν έχω εντοπίσει πως πράγματι παραχωρήθηκε στον αιτητή, χρόνος ανάπαυσης αντίστοιχος με τις ώρες που αυτός εργάστηκε υπερωριακά, ούτε κι υπήρξε οποιαδήποτε παραπομπή σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, αφού κάτι τέτοιο, δεν προβλήθηκε, ούτε κι από τους καθ’ ων η αίτηση στην προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 24.9.2019. Επομένως, δεν έχω ενώπιον μου ασφαλές υπόβαθρο γεγονότων, προκειμένου ν΄αποδεχτώ την πιο πάνω θέση, η οποία εγέρθη εκ μέρους του δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση, μέσα στην γραπτή του αγόρευση, ενώ είναι πάγια νομολογημένο πως οι γραπτές αγορεύσεις δεν συνιστούν μέσο θεμελίωσης γεγονότων.

 

  Στην απουσία οποιουδήποτε εγγράφου που να υποστηρίζει αυτή τη θέση, ήτοι το γεγονός δηλαδή πως έχει παραχωρηθεί προς τον αιτητή, αντίστοιχος χρόνος ανάπαυσης, αντί υπερωριακού επιδόματος, για τη χρονική περίοδο που αυτός εργάστηκε υπερωριακά, δεν μπορώ να αποδεχτώ την εγερθείσα προδικαστική ένσταση περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος ενόψει αποδοχής του αιτητή, να υποβάλει το επίδικο αίτημα, χωρίς όμως να αποφασίζω εάν πράγματι παραχωρήθηκε ή όχι τέτοιος χρόνος.  

  Προχωρώντας να εξετάσω το υποβληθέν αίτημα, όπως προκύπτει από την επιστολή ημερομηνίας 10.10.2018 και τα Παραρτήματα Α, Β και Γ της αίτησης ακυρώσεως, ο ίδιος ο αιτητής διαχώρισε το αίτημά του, σε τρείς κατηγορίες: (α) για την χρονική περίοδο 2.1.2003 – 30.9.2009 (Παράρτημα Α της αίτησης ακυρώσεως), (β) την χρονική περίοδο 24.2.2013 – 2.2.2019 (Παράρτημα Β της αίτησης ακυρώσεως) και (γ) χρονική περίοδο 8.7.2011 – 31.1.2019 (Παράρτημα Γ της αίτησης ακυρώσεως).

 

  Όπως διαφαίνεται από τα Παραρτήματα Β και Γ στην Ένσταση, οι καθ’ ων η αίτηση, δεν αρνήθηκαν τις θέσεις του αιτητή για υπερωριακή απασχόληση. Αντιθέτως, στις 16.10.2018, 20.12.2018 και 8.1.2019, δόθηκαν οδηγίες προς τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Οικονομικών, τον οικείο Αστυνομικό Διευθυντή και τον Διευθυντή της ΥΚΑΝ, όπως γίνουν οι απαραίτητοι έλεγχοι, για σκοπούς πιστοποίησης της ορθότητας των καταχωρήσεων στις κάρτες υπερωριών που παρουσίασε ο αιτητής.

 

  Το αποτέλεσμα της διερεύνησης, περιέχεται στο Παράρτημα Η της Ένστασης κι ανέδειξε τα εξής: (α) για τις απαιτήσεις της χρονικής περιόδου 2.1.2003 – 30.9.2009, ο έλεγχος της ορθότητας των καταχωρήσεων, δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί, ενόψει της καταστροφής των ημερολογίων, σύμφωνα με τις διατάξεις της Αστυνομικής Διάταξης αρ. 1/45, (β) για τις απαιτήσεις της χρονικής περιόδου 24.2.2013 – 2.2.2019, ενώ ζητείτο από τον αιτητή καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης για 37,7 ώρες, η έρευνα ανέδειξε αρνητικό υπόλοιπο -41,68 ωρών και τέλος, (γ) για τις απαιτήσεις της χρονικής περιόδου 8.7.2011 – 31.1.2019, διαφάνηκε υπόλοιπο οφειλόμενων ωρών 19,91 και όχι 158,7 που ζητούσε ο αιτητής.

 

  Στη βάση των πιο πάνω, προκύπτει πως οι καθ’ ων η αίτηση, δεν αρνήθηκαν την καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης, αλλά προχώρησαν σε διερεύνηση για διαπίστωση των ωρών που πραγματικά οφείλονταν. Ενόψει της μη άρνησης των καθ’ ων η αίτηση για καταβολή της αποζημίωσης, εκεί που πράγματι υπήρχε, κρίνεται πως δεν έχουν θέση οι ισχυρισμοί που προβάλλονται από τον αιτητή περί παραβίασης των διατάξεων του Άρθρου 23 του Συντάγματος. Ομοίως, απορριπτέοι κρίνονται κι οι προβληθέντες ισχυρισμοί περί παράβασης του Άρθρου 28 του Συντάγματος, αφού, αφενός, κανένα στοιχείο έχει προσκομιστεί από τον αιτητή προκειμένου να εξεταστεί η ομοιότητα κι ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών με άλλες περιπτώσεις κι αφετέρου, δεν υπήρξε άρνηση ικανοποίησης, αλλά το αίτημα διερευνήθηκε για την εξακρίβωση των οφειλόμενων ωρών.

 

  Έχοντας μελετήσει τα ενώπιον μου στοιχεία, διαπιστώνω πως υπάρχει διάσταση απόψεων, όσον αφορά τις πραγματικά οφειλόμενες ώρες υπερωριακής απασχόλησης. Ο αιτητής παραθέτει τους δικούς του υπολογισμούς για συγκεκριμένες ώρες που αυτός εργάστηκε, μέσα από τα Παραρτήματα Α έως και Γ. Οι καθ΄ ων η αίτηση, από την άλλη, παραθέτουν τους δικούς τους υπολογισμούς, όπως αυτοί προκύπτουν από το Παράρτημα Η της Ένστασης. Το αποτέλεσμα, είναι η ύπαρξη διαφωνίας ως προς τον αριθμό των υπερωριών που ο αιτητής εργάστηκε. Επ’ αυτού, όμως, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει, ασκώντας έλεγχο νομιμότητας, παρά μόνον να εξετάσει το κατά πόσον έχει προηγηθεί, της προσβαλλόμενης διοικητικής αποφάσεως, η δέουσα έρευνα και κατά πόσον δόθηκε επαρκής, επί τούτου, αιτιολογία.

 

  Έχω ήδη αναφερθεί στη διερεύνηση που ακολούθησε της υποβολής του αιτήματος του αιτητή και στον έλεγχο της ορθότητας των καταχωρήσεων που περιέχονται στα συνημμένα επί του Παραρτήματος Η της Ένστασης, «έντυπα υπερωριών», διερεύνηση που βασίστηκε και στις απόψεις των προϊσταμένων των Τμημάτων στα οποία ο αιτητής εργάστηκε. Η πιο πάνω διερεύνηση, κρίνεται επαρκής, καίτοι για την παλαιότερη χρονική περίοδο τα ημερολόγια καθηκόντων έχουν καταστραφεί, κατ’ εφαρμογή της Αστυνομικής Διάταξης αρ. 1/45, η οποία ορθά εφαρμόστηκε, παρελθούσης της σχετικής χρονικής περιόδου, που εξάλλου, δεν προβλήθηκε οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος για μη εφαρμογή της, εν ευθέτω, τότε, χρόνο. Ομοίως κι η αιτιολογία που δόθηκε στον αιτητή, κρίνεται επαρκής, αφού εμπεριέχονται σ’ αυτήν οι λόγοι για τους οποίους δεν κατέστη δυνατή η αποδοχή του αιτήματός του.

 

  Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.800 έξοδα εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.             

 

 

 

          Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο