ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 1794/2018

8 Απριλίου, 2024

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με τα Άρθρα 146, 28 και 29 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Α. Π.

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

 

Η. Στεφάνου και Θ. Λουκά (κα), για Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Π. Κωνσταντίνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:   Η αιτήτρια, γεννηθείσα το 1967 και ράπτρια/εργάτρια σε φούρνο στο επάγγελμα, υπέβαλε στις 28.02.18 αίτηση για σύνταξη ανικανότητας, η οποία συνοδευόταν από ιατρική έκθεση του θεράποντος ιατρού της.  Στις 30.03.11, εξετάστηκε από Νευρολογικό/Νευροχειρουργικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανή για άσκηση του επαγγέλματός της.  Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου, απέρριψε την αίτηση, κοινοποιώντας την απόφασή του στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 11.06.18.  Με επιστολή της ημερομηνίας 14.06.18, η αιτήτρια προσέφυγε στην Υπουργό κατά της απόφασης του Διευθυντή, αιτούμενη όπως εξετασθεί από νέο Ιατρικό Συμβούλιο καθότι, βάσει της ιατρικής έκθεσης του θεράποντος ιατρού της, είναι ανίκανη για εργασία.  Την 01.08.18, κλήθηκε για εξέταση από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο επίσης γνωμάτευσε ότι είναι ικανή για εργασία, με βάση τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης και των εργαστηριακών εξετάσεών της.  Λαμβάνοντας υπόψη την εν λόγω γνωμάτευση, η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αποφάσισε την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής, κοινοποιώντας την απόφασή της στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 07.09.18. 

Εναντίον της εν λόγω απόφασης η αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή εγείροντας, τελικώς, έναν μόνο λόγο ακύρωσης, ήτοι ότι η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, την οποία υιοθέτησε και η Υπουργός, πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας καθότι οι ιατροί του Συμβουλίου παρέλειψαν να αναφέρουν τους λόγους για τους οποίους, αφενός, αυτή κρίθηκε ως ικανή για εργασία και, αφετέρου, διαφοροποιήθηκαν από την γνωμάτευση του θεράποντος κυβερνητικού ιατρού της.  Κατά τους ευπαιδεύτους δικηγόρους της αιτήτριας, η απλή αναφορά στην κλινική εξέταση και τις εργαστηριακές εξετάσεις της, δεν ικανοποιεί την απαίτηση για σαφή και επαρκή αιτιολογία.  Περαιτέρω, ως υποβάλλουν, σε περιπτώσεις αξιολόγησης ιατρικών εκθέσεων, όταν αυτές βρίσκονται σε διάσταση μεταξύ του ως προς τα συμπεράσματά τους, όπως είναι εν προκειμένω η περίπτωση, πρέπει να δίδεται ειδική αιτιολογία για παράκαμψη αντιφατικών στοιχείων του φακέλου. 

 

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας, το αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών τους, λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

Αξιολογώντας τις εκατέρωθεν θέσεις θα πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί πως, δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας, ως ανίκανος προς εργασία δεν θεωρείται γενικώς ο κάθε ασφαλισμένος, ο οποίος δυνατόν να αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, αλλά αυτός ο οποίος αντιμετωπίζει προβλήματα καθορισμένης έντασης και σοβαρότητας.  Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 40(5) του Ν.59(Ι)/2010, «ανίκανος προς εργασία», θεωρείται ο ασφαλισμένος, όταν λόγω ειδικής ασθένειας ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας, η οποία άρχισε ή επιδεινώθηκε ουσιωδώς μετά την ασφάλισή του, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία την οποία εύλογα αναμένεται να εκτελεί, λαμβανομένων υπόψη των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μόρφωσης και της συνήθους επαγγελματικής απασχόλησής του, πέραν από το ένα τρίτο ή, εάν πρόκειται για πρόσωπο ηλικίας μεταξύ εξήντα (60) και εξήντα τριών (63) ετών, πέραν από το ένα δεύτερο, του ποσού το οποίο κερδίζει συνήθως στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιές πρόσωπο της ίδιας μόρφωσης.  Το δε γεγονός ότι, ως προς την ικανότητα ενός ασφαλισμένου για εργασία, τα Ιατρικά Συμβούλια των καθ’ ων η αίτηση δυνατόν να καταλήξουν σε διαφορετικό εύρημα από αυτό του θεράποντος ιατρού του, δεν στοιχειοθετεί, δίχως άλλο, πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης. 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με την έκθεση ημερομηνίας 29.02.2018 του θεράποντος ιατρού της αιτήτριας, αυτή διαγνώστηκε με μηνιγγίωμα εγκεφάλου και το 2016 υποβλήθηκε σε κρανιοτομία και αφαίρεση εξεργασίας.  Λαμβάνει αντιεπιληπτική αγωγή λόγω επιληπτικής δραστηριότητας, πλην όμως κατά τον χρόνο σύνταξης της έκθεσης η πορεία της ασθένειάς της περιγράφεται ως σταθερή, ενώ ως προς τα περαιτέρω ευρήματα ο θεράπων ιατρός της περιορίζεται στην αναφορά σε αστάθεια βάδισης, την οποία ο ευπαίδευτος δικηγόρος της χαρακτήρισε κατά την ακρόαση ως το βασικό πρόβλημα που η αιτήτρια αντιμετωπίζει. 

 

Στη σχετική έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου καταγράφεται το ιατρικό ιστορικό της αιτήτριας, η φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει, οι κύριες ενοχλήσεις και συμπτώματα που παρουσιάζει («ζάλη και αστάθεια»), τα αποτελέσματα της διενεργηθείσας το 2017 αξονικής τομογραφίας («χωρίς υποτροπή όγκου») και του διενεργηθέντος το 2018 ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος («επιληπτογενής δραστηριότητα αριστερά»).  Συμφώνως δε του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης (Τεκμ.1 - Ερ. 35 – Συμπληρωματικές πληροφορίες και γενικές παρατηρήσεις του λειτουργού των Υ.Κ.Α. που παρίσταται στο Ιατρικό Συμβούλιο), η αιτήτρια εξετάστηκε και από τους 3 ιατρούς του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, οι οποίοι στο σχετικό πεδίο της έκθεσης το οποίο αναφέρεται στα νευρολογικά ευρήματα, αξιολόγησαν την κίνηση (δύναμη και ένταση) της αιτήτριας ως «φυσιολογική» και τον βηματισμό της ως «κανονικό».  Επιπλέον, όπως επίσης προκύπτει από το ίδιο ερυθρό του διοικητικού φακέλου, κατά την εξέτασή της από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, η αιτήτρια ανέφερε και ζήτημα σακχαρώδους διαβήτη, για το οποίο όμως λαμβάνει μόνο φαρμακευτική αγωγή, όχι ινσουλίνη.  Στη δε έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, στο σχετικό πεδίο που αφορά στο ενδοκρινικό σύστημα, καταγράφεται ότι η αιτήτρια παρουσιάζει σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ο οποίος όμως είναι πλήρως ρυθμισμένος, χωρίς υπογλυκαιμικές κρίσεις.

 

Ως εκ των ανωτέρω, καταλήγω ότι εν προκειμένω παρέχεται η αναγκαία αιτιολογία για την άσκηση δικαστικού ελέγχου ως προς την κατάληξη ότι, με βάση τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης και των εργαστηριακών εξετάσεών της, η αιτήτρια είναι ικανή για εργασία.  Ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της δεν είναι βάσιμος. 

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση Γεωργία Αγγελή ν Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. αρ. 125/2019, ημερ. 20.02.24, το Εφετείο έκρινε σχετικώς τα ακόλουθα:

 

«[…]Αυτό που, όντως, αμφισβητήθηκε από την εφεσείουσα με την ιεραρχική της προσφυγή ήταν, περιγραφικά, η ορθότητα και μόνο της ιατρικής κρίσης του Πρωτοβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, ιατρική έκθεση με την οποία η εφεσείουσα διαφώνησε και, κατ' επέκταση, διαφώνησε και με την απόφαση του Διευθυντή, ζητώντας, όπως η ίδια τύχει εξέτασης (και) από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο. Βεβαίως, δεν υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης σε σχέση με τα κλινικά ευρήματα και την κρίση των γιατρών των Ιατροσυμβουλίων, τα οποία αφορούν σε κατ' εξοχή επιστημονικά θέματα ειδικών γνώσεων. Το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στα επιστημονικά δεδομένα μιας απόφασης ειδικών γνώσεων, όπως είναι η απόφαση ενός Ιατροσυμβουλίου (βλ.Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 50/2015, ΣΠΑΝΟΥΔΗ v. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, απόφαση ημερομηνίας 28/1/2022), εκτός εάν αυτό ενήργησε με παράνομο τρόπο ή αν υπάρχει κατάχρηση εξουσίας (βλ. Eraclidou and another v. The Compensation Officer through the Ministry of Labour and Social Insurance (1968) 3 CLR 44 και Παναγή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 268/2005, ημερομηνίας 7.9.2006). Συνεπώς, ο λόγος έφεσης δύναται να εξεταστεί μόνο σε σχέση με τα όσα αναφέρονται για την αρτιότητα των πρακτικών της κρίσης (και σχετικής εισήγησης προς την Υπουργό) του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου.

 

[…]

 

Περαιτέρω δε, δεν συμφωνούμε με τη θέση της εφεσείουσας ότι, τα επίδικα πρακτικά του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, ήτοι η αναλυτική ιατρική έκθεση αυτού ημερομηνίας 27.10.2016 ήταν ελλιπώς συμπληρωμένη ή αναιτιολόγητη ή δεν στηρίζεται σε ιατρικά ευρήματα ή ήταν ασαφής. Είναι γεγονός ότι το σχετικό έντυπο της εν λόγω ιατρικής έκθεσης δεν συμπληρώθηκε στο σύνολό του, ωστόσο, όπως λέχθηκε, χαρακτηριστικά και στην Προσφυγή 1082/2012 Κυριάκος Καραολή ν. Δημοκρατίας, απόφαση (μονομέλειας) ημερομηνίας 23.12.2014 «το ζητούμενο σε τέτοιες υποθέσεις είναι αν το περιεχόμενο της ιατρικής έκθεσης επί του συνόλου της είναι δεόντως, έστω και κατ' ελάχιστο, τεκμηριωμένο ώστε να επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο». Το γεγονός ότι, δεν απαντήθηκαν όλες οι τυπωμένες ερωτήσεις στο σχετικό έντυπο της έκθεσης δεν προεξοφλεί την ελλιπή και/ή μη επαρκή αιτιολόγηση της κρίσης και/ή γνωμάτευσης εκάστου ιατροσυμβουλίου, εφ' όσον δεν είναι υποχρεωτικό να συμπληρωθούν όλα τα στοιχεία της έκθεσης, αλλά μόνο τα, συμφώνως προς τα ρητώς αναφερόμενα στο σχετικό έντυπο, απαραίτητα να συμπληρωθούν, στα οποία περιλαμβάνεται και η αιτιολόγηση της απόφασης του Ιατρικού Συμβουλίου (βλ. και απόφαση ημερομηνίας 25.9.2013 στην Προσφυγή Αρ. 657/2012 Nimal Gedara v. Δημοκρατίας και Ανδρέας Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 11.1.2013 στην Προσφυγή Αρ. 637/2011). Στην παρούσα περίπτωση είναι σαφώς και ρητώς καταγεγραμμένα στην αναλυτική ιατρική έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου το ιατρικό ιστορικό, οι σχετικές εργαστηριακές εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε η εφεσείουσα (βλ. ερυθρούν 62 του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, Τεκμήριο 1) και η αιτιολογία του σχετικού ιατρικού πορίσματος (βλ. ερυθρούν 59 του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, Τεκμήριο 1, βλ. επίσης και καταγραφή της αιτιολογίας της εισήγησης στο ερυθρούν 56 του ίδιου τεκμηρίου). Υπενθυμίζουμε και πάλιν ότι, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στον έλεγχο της ορθότητας της (εξειδικευμένων γνώσεων) ιατρικής κρίσης.

 

Τέλος, δεν θεωρούμε ότι, το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, την εισήγηση του οποίου η Υπουργός υιοθέτησε στην επίδικη απόφαση της (έναντι άλλων), έχει (πάντοτε ή, έστω, κατά κανόνα, χωρίς να του έχει ειδικώς ζητηθεί, όπως δεν έγινε στην παρούσα περίπτωση) υποχρέωση να αντιπαραβάλει και αιτιολογήσει ρητώς και/ή ειδικώς την επιστημονική κρίση του σε συσχετισμό με προηγούμενες, ενδεχομένως διαφορετικές ιατρικές κρίσεις άλλων προηγούμενων Ιατρικών Συμβουλίων ή των ιατρικών γνωματεύσεων που προσκομίζει ο ενδιαφερόμενος. Η ιατρική γνωμάτευση συνιστά, όταν βασίζεται σε εξετάσεις που διενεργούνται για το σκοπό αυτής, όπως στην παρούσα περίπτωση, απεικόνιση της ιατρικής κατάστασης προσώπου κατά τη δεδομένη στιγμή που διενεργείται, η οποία ενδέχεται να διαφέρει από προηγούμενα ή επόμενα ευρήματα άλλων ιατρών ή άλλων Ιατρικών Συμβουλίων, τα οποία βασίζονται στις δικές τους εξετάσεις, αυτές διενεργούμενες σε άλλη χρονική στιγμή και, ενδεχομένως, υπό άλλα δεδομένα. Το πλαίσιο εξέτασης από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο έχει τύχει, εύστοχα βρίσκουμε, περιγραφής στην απόφαση (μονομέλειας) ημερομηνίας 23.2.2010 στην Προσφυγή Αρ. 94/2009 ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΤΟΥΜΑΖΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

 

«Το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο δεν γνωμοδότησε με βάση τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του Πρωτοβάθμιου Ιατροσυμβουλίου, ούτε και η έρευνα του Πρωτοβάθμιου Ιατροσυμβουλίου αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της αιτήτριας, αποτέλεσε με οποιοδήποτε τρόπο βάση επί της οποίας το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο βάσισε τη γνωμοδότησή του. Το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο διενήργησε εξ υπαρχής έρευνα, τη δική του έρευνα, σαν αποτέλεσμα της οποίας κατέληξε στα δικά του ευρήματα και συμπεράσματα. Και είναι στα ευρήματα και συμπεράσματα στα οποία κατέληξε με βάση τη δική του έρευνα που το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο βάσισε τη γνωμοδότηση του περί ικανότητας της αιτήτριας να εργαστεί ως λογίστρια στη βάση πλήρους απασχόλησης. Παράλληλα εξειδικεύονται οι λόγοι που οδήγησαν στη συγκεκριμένη γνωμοδότηση.»

 

Στην δε, απόφαση (μονομέλειας) ημερομηνίας 9.7.2014 στην Προσφυγή Αρ. 506/2013 ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΓΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, εξετάζοντας το ζήτημα υπό το πρίσμα της δέουσας έρευνας ανέφερε τα εξής:

 

«Η έρευνα ήταν πλήρης. Η διαφωνία μεταξύ επιστημόνων, μεταξύ των γιατρών του αιτητή και των ιατρικών συμβουλίων, και η εύλογη υιοθέτηση της μιας γνώμης, προφανώς δεν εμπίπτει το πλαίσιο της έρευνας αλλά στην αξιολόγηση των ευρημάτων και των στοιχείων που έχει ενώπιον του το αποφασίζον όργανο, η δε κατάληξη του συνιστά την ουσιαστική κρίση της διοίκησης.  Αν ο Αιτητής είναι ή όχι ικανός να ασκεί την εργασία του, αποτελεί θέμα τεχνικό, που δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο κατά την αναθεωρητική δικαιοδοσία, εκτός εκεί όπου διαπιστώνεται πλάνη, κακοπιστία ή έλλειψη δέουσας έρευνας.»

 

Συνεπώς, με το σκεπτικό που προαναφέρθηκε στην παρούσα, ούτε ο λόγος έφεσης 2 ευσταθεί και απορρίπτεται.».

 

Με βάση τα ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα ύψους €1.400 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο