ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.

2149/2023 και 125/2024)

 

2 Απριλίου 2024

 

[Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ]

 

(Υπόθεση Αρ. 2149/2023)

Μεταξύ

J. T. A.

Αιτητή

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 125/2024)

Μεταξύ

J. T. A.

Αιτητή

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

 

Νικοδήμη Πεσίλικα (κα) για Δρα Χρίστο Π. Χριστοδουλίδη, για τον αιτητή.

Παύλος Βασιλείου για Γενικό Εισαγγελέα, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

          ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Με την Υπόθεση Αρ. 2149/2023 ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 13.12.2023 να απορρίψουν την ιεραρχική προσφυγή που άσκησε κατά της απόφασης ημερομηνίας 18.9.2023 να απορρίψουν το αίτημά του για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας Ευρωπαίας πολίτη ως διαζευγμένος. Με την Υπόθεση Αρ. 125/2024 ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης ημερομηνίας 25.1.2024 κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη και των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης ιδίας ημερομηνίας.

Λόγω του ότι οι πράξεις που προσβάλλονται στην Υπόθεση Αρ. 125/2024 εκδόθηκαν ως συνέπεια ή απόρροια της πράξης που προσβάλλεται στην Υπόθεση Αρ. 2149/2023, οι δύο υποθέσεις συνεκδικάζονται.

Το 20.7.2020 ο αιτητής παντρεύτηκε με Ευρωπαία πολίτη και υπέβαλε αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής και του παραχωρήθηκε άδεια διαμονής από τις 14.10.2020 μέχρι τις 14.10.2025. Κατόπιν εσωτερικής ενημέρωσης της διοίκησης στις 19.1.2022 ότι ο αιτητής αναχώρησε από την Κύπρο, στις 9.9.2022 η άδεια διαμονής του ακυρώθηκε και τέθηκε ξανά σε ισχύ στις 17.10.2022. Στις 10.8.2023 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής διαζευγμένος η οποία απορρίφθηκε στις 18.9.2023. Στις 17.10.2023 ο αιτητής άσκησε ιεραρχική προσφυγή κατά της εν λόγω απόφασης η οποία απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 2149/2023.

Στις 24.1.2024 ο αιτητής συνελήφθη για παράνομη παραμονή και στις 25.1.2024 εκδόθηκαν εναντίον του οι αποφάσεις αντικείμενο της Υπόθεσης Αρ. 125/2024.

Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής αφορούν σε πλάνη περί τον νόμο και τα πράγματα, έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.

Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, η άδεια διαμονής που παραχωρήθηκε στον αιτητή είχε ισχύ μέχρι τις 14.10.2025. Όπως ρητώς καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση, η εν λόγω άδεια τέθηκε ξανά σε ισχύ μετά την πρώτη της ακύρωση. Συνεπώς, ο αιτητής κατείχε άδεια διαμονής μέχρι τις 14.10.2025.

Στις 2.8.2023 η διοίκηση διενήργησε έλεγχο για τη γνησιότητα του γάμου του αιτητή και τα ευρήματα του ελέγχου αυτού καταγράφονται σε έκθεση ημερομηνίας 4.8.2023 που είναι το Παράρτημα 9 στην ένσταση. Προτού το ζήτημα τεθεί ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής, ο αιτητής υπέβαλε στις 10.8.2023 νέα αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής δηλώνοντας διαζευγμένος.

Η απόφαση απόρριψης της αίτησής του με ημερομηνία 18.9.2023 έχει το εξής περιεχόμενο:

«3.  Reason(s) for rejection:

Your EX- European Spouse, departed from Cyprus, before the divorce proceedings.

According to the EU Court Decision C-218/14, article 13(2) of Directive 2004/38/EC of the European Parliament and of the Council of 29 April 2004 on the right of citizens of the Union and their family members to move and reside freely within the territory of the Member States amending Regulation (EEC) No1612/68 and repealing Directives 64/221/EEC, 68/360/EEC, 72/194EEC, 73/148/EEC, 78/34/EEC, 75/35/EEC, 90/364/EEC and 93/96/EEC must be interpreted as meaning that a third-country national, divorced from a Union citizen, whose marriage lasted for at least three years before the commencement of divorce proceedings, including at least one year in the host Member State, cannot retain a right of residence in the Member State on the basis of that provision where the  commencement of the divorce proceedings is preceded by the departure from that Member State of the spouse who is a Union citizen.  According to Articles 32A(1) and (2) of Law 7(I)/2007, as amended, you may submit an hierarchical recourse to the Minister of Interior against the above mentioned decision within 20 days from the date of the decision.  According to Article 32A(3), the decision does not become enforceable before the expiry of the above mentioned time limit, or, in case of submission of a hierarchical recourse, before the Minister issues a decision.»

Σε σημείωμα προς τον καθ’ ου η αίτηση 1 ημερομηνίας 27.11.2023 καταγράφεται το ιστορικό και εισήγηση για απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή που άσκησε στις 17.10.2023. Το εν λόγω σημείωμα υπογράφεται από τον καθ’ ου η αίτηση 1 με την πρόταση «Απόρριψη 11/10/2023». Συνεπώς, με βάση όσα αποφασίστηκαν στη Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 6447/2013, 30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D643, τεκμαίρεται άσκηση αρμοδιότητας με απόφαση επικύρωσης της απόφασης που αποτέλεσε το αντικείμενο της ιεραρχικής προσφυγής και πλήρους υιοθέτησης των όσων καταγράφονται στο σημείωμα:

«Η σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης.  Αντίθετα, ενσωματώνει ολόκληρη την έκθεση του λειτουργού, την οποία υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία, ή, διαφοροποίηση.  Η απλή συμφωνία δεν εξυπακούει ότι ο Υπουργός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε άνευ ετέρου τη γνώμη ή εισήγηση τρίτου (Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, Υπόθ. αρ. 718/12, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151).»

Επί της ουσίας, όπως ο ίδιος ο αιτητής καταγράφει στην ιεραρχική προσφυγή που υπέβαλε μέσω των δικηγόρων του, η πρώην σύζυγος του αιτητή αναχώρησε από την Κύπρο στις 4.7.2023 αναφέροντάς του ότι «θέλει να χωρίσουν και δεν θα επιστρέψει στην Κύπρο» και στις 7.7.2023 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για έκδοση διαζυγίου.

Ο λόγος απόρριψης της αίτησής του ήταν η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στη C-218/14. Η εν λόγω απόφαση με ημερομηνία 16.7.2015 εκδόθηκε κατόπιν προδικαστικής παραπομπής από δικαστήριο της Ιρλανδίας. Παρατίθεται το σχετικό με τις υπό κρίση υποθέσεις απόσπασμα:

«       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

45      Η υπό κρίση υπόθεση αφορά τρεις υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι, κατόπιν του γάμου τους με πολίτες της Ένωσης οι οποίες διαμένουν και εργάζονται στην Ιρλανδία, απέκτησαν δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος αυτό, για διάρκεια μεταξύ τριών και πέντε ετών, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, ως σύζυγοι που συνοδεύουν ή μεταβαίνουν προς συνάντηση πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής.

46      Στις τρεις αυτές διαφορές της κύριας δίκης, συνομολογείται ότι, πριν από την πάροδο της χρονικής αυτής περιόδου, η σύζυγος πολίτης της Ένωσης αναχώρησε από την Ιρλανδία για να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος, ενώ ο σύζυγος υπήκοος τρίτης χώρας παρέμεινε στην Ιρλανδία.

47      Συνομολογείται επίσης ότι, λίγο μετά την αναχώρησή τους, οι σύζυγοι πολίτες της Ένωσης υπέβαλαν αιτήσεις διαζυγίου επί των οποίων εκδόθηκαν δικαστικές αποφάσεις περί λύσεως των γάμων μεταξύ των εν λόγω υπηκόων της Ένωσης και των υπηκόων τρίτων χωρών.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

48      Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας, που έχει διαζευχθεί πολίτη της Ένωσης, του οποίου ο γάμος διήρκησε τρία τουλάχιστον έτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου, εκ των οποίων το ένα έτος στο κράτος μέλος υποδοχής, δύναται να διατηρήσει το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος αυτό, βάσει της ως άνω διατάξεως, όταν ο σύζυγος που είναι πολίτης της Ένωσης αναχώρησε από το κράτος μέλος αυτό πριν από την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου.

49      Επομένως, πρέπει να διευκρινιστούν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38, και, μεταξύ άλλων, εάν ο σύζυγος, πολίτης της Ένωσης, υπηκόου τρίτης χώρας πρέπει να διαμένει στο κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως του διαζυγίου, ούτως ώστε ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας να μπορεί να επικαλείται το άρθρο 13, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

50      Όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής, στο κράτος μέλος υποδοχής, των υπηκόων τρίτων χωρών, μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, πρέπει να υπομνησθεί, προκαταρκτικώς, η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία τα δικαιώματα που παρέχονται στους υπηκόους τρίτων χωρών από την οδηγία 2004/38 δεν είναι αυτοτελή δικαιώματα των υπηκόων αυτών, αλλά παράγωγα δικαιώματα της ασκήσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας από πολίτη της Ένωσης. Ο σκοπός και η αιτιολόγηση των παράγωγων αυτών δικαιωμάτων βασίζονται στη διαπίστωση ότι η άρνηση αναγνωρίσεως των δικαιωμάτων αυτών μπορεί να επηρεάσει την ελευθερία κυκλοφορίας του πολίτη της Ένωσης, αποθαρρύνοντάς τον να ασκήσει τα δικαιώματά του εισόδου και διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής (βλ., συναφώς, απόφαση O. και B., C‑456/12, ΕU:C:2014:135, σκέψεις 36 και 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Υπενθυμίζεται επίσης ότι από την οδηγία 2004/38 δεν αντλούν δικαιώματα εισόδου και διαμονής σε κράτος μέλος όλοι οι υπήκοοι τρίτων χωρών, αλλά μόνον όσοι είναι «μέλη της οικογενείας», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, πολίτη της Ένωσης που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας εγκαθιστάμενος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου είναι υπήκοος (απόφαση Iida, C‑40/11, EΕ:C:2012:691, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Εξάλλου, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 το μέλος της οικογενείας του πολίτη της Ένωσης που μεταβαίνει ή διαμένει σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου είναι υπήκοος πρέπει να συνοδεύει τον εν λόγω πολίτη ή να μεταβαίνει προς συνάντησή του προκειμένου να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις της οδηγίας αυτής (βλ. απόφαση Iida, C‑40/11, EΕ:C:2012:691, σκέψη 61).

53      Το άρθρο 7 της οδηγίας 2004/38, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών, επιβάλλει, επίσης, προκειμένου να παρασχεθεί δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, όπως τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους τον συνοδεύουν ή μεταβαίνουν στο κράτος μέλος αυτό με σκοπό την οικογενειακή επανένωση (απόφαση Metock κ.λπ., C‑127/08, EΕ:C:2008:449, σκέψη 86).

54      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η προϋπόθεση κατά την οποία ο υπήκοος τρίτης χώρας οφείλει να συνοδεύει ή να μεταβαίνει σε κράτος μέλος με σκοπό την οικογενειακή επανένωση με τον πολίτη της Ένωσης πρέπει να νοείται υπό την έννοια ότι δεν αποσκοπεί στην υποχρέωση των συζύγων να συμβιώνουν υπό κοινή στέγη, αλλά στην υποχρέωσή τους να διαμένουν αμφότεροι στο κράτος μέλος όπου ο σύζυγος πολίτης της Ένωσης ασκεί το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας (βλ., συναφώς, απόφαση Ogieriakhi, C‑244/13, EΕ:C:2014:2068, σκέψη 39).

55      Επομένως, οι υπήκοοι τρίτων χωρών, μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, μπορούν να αξιώνουν να τους αναγνωρισθεί το δικαίωμα διαμονής που προβλέπει η οδηγία 2004/38 μόνο στο κράτος μέλος υποδοχής εντός του οποίου διαμένει ο πολίτης αυτός και όχι σε άλλο κράτος μέλος (βλ., συναφώς, απόφαση Iida, C‑40/11, EΕ:C:2012:691, σκέψεις 63 και 64).

56      Επιπλέον, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 αναγνωρίζει στα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που έχουν ιθαγένεια τρίτης χώρας, και συνοδεύουν ή μεταβαίνουν προς συνάντηση του εν λόγω πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής, δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών στο κράτος μέλος αυτό, εφόσον ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης πληροί ο ίδιος τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχεία α΄, β΄ ή γ΄, της οδηγίας αυτής.

57      Τέλος, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το δικαίωμα των μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης να διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, διατηρείται μόνον καθόσον αυτοί πληρούν τις τιθέμενες με τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις.

58      Επομένως, όταν πολίτης της Ένωσης, ευρισκόμενος σε κατάσταση όπως αυτή των συζύγων των προσφευγόντων της κύριας δίκης, εγκαταλείπει το κράτος μέλος υποδοχής και εγκαθίσταται σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, ο σύζυγος του εν λόγω πολίτη της Ένωσης, υπήκοος τρίτης χώρας, δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις για να έχει δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής με βάση το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38. Ωστόσο, πρέπει να εξετασθεί εάν, και υπό ποιες προϋποθέσεις, ο εν λόγω σύζυγος μπορεί να έχει δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38 στην περίπτωση που εκδόθηκε διαζύγιο μετά την αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης.

59      Δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38, το διαζύγιο δεν συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος διαμονής των µελών της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους «αν ο γάμος […] διήρκεσε, έως την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου […], τρία έτη τουλάχιστον, εκ των οποίων το ένα έτος στο κράτος μέλος υποδοχής».

60      Επομένως, η διάταξη αυτή ανταποκρίνεται στον σκοπό που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 15 της ίδιας οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στην παροχή νομικής προστασίας στα μέλη της οικογένειας σε περίπτωση θανάτου του πολίτη της Ένωσης, διαζυγίου, ακυρώσεως του γάμου ή λήξεως της καταχωρημένης σχέσεως, λαμβανομένων συναφώς μέτρων τα οποία θα εξασφαλίζουν ότι, στις περιπτώσεις αυτές, τα μέλη της οικογένειας τα οποία διαμένουν ήδη στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής διατηρούν το δικαίωμα διαμονής τους αποκλειστικά σε προσωπική βάση.

61      Η αναφορά, στην εν λόγω διάταξη, στο «κράτος μέλος υποδοχής», το οποίο καθορίζεται, βάσει του άρθρου 2, σημείο 3, της οδηγίας 2004/38, με μόνο κριτήριο την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του πολίτη της Ένωσης, αφενός, και με την «κίνηση της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου», αφετέρου, συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι το δικαίωμα διαμονής του συζύγου του πολίτη της Ένωσης, ο οποίος είναι υπήκοος τρίτης χώρας, μπορεί να διατηρηθεί μόνον, βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38, εάν το κράτος μέλος διαμονής του εν λόγω υπηκόου αποτελεί «το κράτος μέλος υποδοχής» σύμφωνα με το άρθρο 2, σημείο 3, της οδηγίας 2004/38, κατά την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου.

62      Τούτο δεν συντρέχει ωστόσο αν, πριν από την έναρξη της διαδικασίας αυτής, ο πολίτης της Ένωσης εγκαταλείψει το κράτος μέλος διαμονής του συζύγου του, προκειμένου να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, το παράγωγο δικαίωμα διαμονής του υπηκόου τρίτης χώρας, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, λήγει κατά την αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί πλέον να διατηρείται βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄.

63      Συνεπώς, εάν κατά την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου, ο υπήκοος τρίτης χώρας, σύζυγος πολίτη της Ένωσης, έχει δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το εν λόγω δικαίωμα διατηρείται βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της εν λόγω οδηγίας, τόσο κατά τη διαδικασία διαζυγίου όσο και μετά την έκδοση του διαζυγίου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 13, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.

64      Ωστόσο, στις τρεις διαφορές της κύριας δίκης, οι οικείες σύζυγοι, οι οποίες είναι πολίτες της Ένωσης, υπηκόων τρίτων χωρών έχουν αναχωρήσει από το κράτος μέλος υποδοχής και έχουν εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος πριν κινηθεί η διαδικασία διαζυγίου.

65      Από τη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, κατόπιν της αναχωρήσεως της συζύγου που είναι πολίτης της Ένωσης, ο σύζυγος υπήκοος τρίτης χώρας δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις του δικαιώματος διαμονής, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, στο κράτος μέλος υποδοχής.

66      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο πολίτης της Ένωσης, σύζυγος υπηκόου τρίτης χώρας, πρέπει να διαμένει στο κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, μέχρι την ημερομηνία ενάρξεως της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου, προκειμένου ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας να μπορεί να επικαλεστεί τη διατήρηση του δικαιώματός του διαμονής στο κράτος μέλος αυτό, βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

67      Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 27 των προτάσεών της, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, ήδη με την αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης έχει παύσει να υφίσταται το δικαίωμα διαμονής του συζύγου υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει στο κράτος μέλος υποδοχής. Η μεταγενέστερη υποβολή αιτήσεως διαζυγίου δεν επάγεται αναβίωση του δικαιώματος αυτού, καθόσον το άρθρο 13 της οδηγίας 2004/38 αναφέρεται μόνον σε «διατήρηση» υφιστάμενου δικαιώματος διαμονής.

68      Τούτο δεν συνεπάγεται ότι, βάσει του εθνικού δικαίου, το οποίο μπορεί να χορηγεί ευρύτερη προστασία, δεν μπορεί να επιτραπεί σε υπήκοο τρίτης χώρας, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, να εξακολουθήσει να διαμένει στο οικείο κράτος μέλος (βλ., συναφώς, απόφαση Melloni, C‑399/11, EΕ:C:2013:107, σκέψη 60).

69      Κατά τα λοιπά, στις τρεις διαφορές της κύριας δίκης, στους προσφεύγοντες, κατόπιν του διαζυγίου τους, χορηγήθηκε, δυνάμει του εθνικού δικαίου, προσωρινή άδεια διαμονής και εργασίας στην Ιρλανδία, χάρη στην οποία μπόρεσαν να συνεχίσουν να διαμένουν νομίμως στο εν λόγω κράτος μέλος, η δε άδεια αυτή μπορεί, κατ’ αρχήν, να ανανεωθεί, όπως προκύπτει από την απόφαση παραπομπής.

70      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος έχει διαζευχθεί πολίτη της Ένωσης, ο δε γάμος διήρκησε τρία τουλάχιστον έτη μέχρι την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου, εκ των οποίων το ένα έτος στο κράτος μέλος υποδοχής, δεν δύναται να διατηρήσει το δικαίωμα διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος βάσει της διατάξεως αυτής, όταν η αναχώρηση από το κράτος μέλος αυτό του συζύγου που είναι πολίτης της Ένωσης προηγήθηκε της ενάρξεως της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου.»

Το Άρθρο 13 παράγραφος 2 της Οδηγίας 2004/38 στο οποίο γίνεται αναφορά στην πιο πάνω απόφαση, είναι το αντίστοιχο του Άρθρου 26(2) του περί του Δικαιώµατος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισµένων Υπηκόων του Ηνωµένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαµένουν Ελεύθερα στη Δηµοκρατία Νόµου, Ν. 7(Ι)/2007, στο εξής ο Νόμος. Σύμφωνα, λοιπόν, με το εν λόγω Άρθρο:

«(2) Το διαζύγιο ή η ακύρωση του γάµου, δε συνεπάγεται απώλεια του δικαιώµατος διαµονής των µελών της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης, τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους µέλους, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Αν ο γάµος διήρκησε µέχρι την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου ή ακύρωσης του γάµου, τρία έτη τουλάχιστον, εκ των οποίων το ένα έτος στη ∆ηµοκρατία· ή

[…]»

Ο γάμος του αιτητή έγινε στις 20.7.2020 και η αίτηση διαζυγίου υποβλήθηκε στις 7.7.2023. Με βάση την πρόνοια του Άρθρου 26(2)(α) για να ενεργοποιείται το δικαίωμα μη απώλειας του δικαιώματος διαμονής του αιτητή, θα έπρεπε ο γάμος του να είχε διάρκεια το λιγότερο τρία έτη. Στην υπό κρίση περίπτωση η διάρκεια του γάμου του ήταν λιγότερη από τρία έτη και επομένως, ο αιτητής δεν έχει καν το δικαίωμα επίκλησης του δικαιώματος που πηγάζει από τον Νόμο για μη απώλεια του δικαιώματος διαμονής.

Στην απόφαση που επικαλέστηκαν οι καθ’ ων η αίτηση τονίζεται βεβαίως η απαίτηση της Οδηγίας για διάρκεια γάμου τριών τουλάχιστον ετών μέχρι την έναρξη της διαδικασία έκδοσης διαζυγίου αλλά και του ότι το δικαίωμα αυτό δεν επιβιώνει – ως παράγωγο δικαίωμα – εάν ο Ευρωπαίος πολίτης αναχώρησε από το κράτος μέλος πριν την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης του διαζυγίου.

Στην υπό κρίση περίπτωση, ο αιτητής δεν ικανοποιεί ούτε τις πρόνοιες του Άρθρου 26(2)(α) του Νόμου σχετικά με την ελάχιστη διάρκεια του γάμου του αλλά ακόμα και εάν τις πληρούσε, το δικαίωμα δεν θα επιβίωνε  εφόσον – ως ο ίδιος παραδέχεται – η πρώην σύζυγός του είχε αναχωρήσει από την Κύπρο πριν τις 7.7.2023 όταν υπέβαλε ο αιτητής αίτηση διαζυγίου.

Κατ’ επέκταση, η απόφαση που προσβάλλεται με την Υπόθεση Αρ. 2149/2023 κρίνεται νόμιμη.

Λόγω της πιο πάνω κατάληξης, η απόφαση κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και τα διατάγματα απέλασης και κράτησης επίσης κρίνονται νόμιμα αφού μετά την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή, η παραμονή του πλέον στη χώρα ήταν παράνομη και κατά παράβαση του Άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, με δικαίωμα στους καθ’ ων η αίτηση να τον κηρύξουν απαγορευμένο μετανάστη και να λάβουν τα δέοντα μέτρα για την απομάκρυνσή του, όπως και έπραξαν.

Για τους πιο πάνω λόγους, οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται. Επιδικάζονται €1600 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο