ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 238/2024(Κ) (i-Justice))

 

11 Απριλίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

        ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

  S. M. A. Y.

                                                                             Αιτητής

                                                         ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

3. ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

         

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής ζητεί-

«Α. Δήλωση ή/και Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 03/02/2024 με την οποίαν ο Αιτητής κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 14 και βάσει του Άρθρου 6(1)(Κ) του ΚΕΦ. 105 είναι παράνομη ή/και αντίθετη με το Σύνταγμα ή/και το ΚΕΦ. 105, ή/και τον περί Προσφύγων Νόμο Ν.6(Ι)/2000 ή/και τις Γενικές Αρχές Δικαίου Νόμο 158(Ι)/1999 ή/και τη Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων ή/και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες ή/και Κανονισμούς  ή/και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Β. Δήλωση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 03/02/2024 τα οποία εκδόθηκαν εναντίον του Αιτητή, είναι παράνομα ή/και αντίθετα με το Σύνταγμα ή/και το ΚΕΦ. 105 ή/και τον περί Προσφύγων Νόμο Ν.6(Ι)/2000 ή/και τις Γενικές Αρχές Δικαίου Νόμο 158(Ι)/1999 ή/και τη Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων ή/και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες ή/και Κανονισμούς  ή/και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και είναι άκυρα, παράνομα, αντισυνταγματικά και στερούνται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.».

 

Ο αιτητής είναι Αιγύπτιος υπήκοος, ο οποίος αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 29.1.2018 και του παραχωρήθηκε άδεια διαμονής ως επισκέπτη μέχρι και τις 7.2.2018.

 

Στις 5.2.2018, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 22.8.2021. Κατά την εν λόγω απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε, στις 28.9.2021, την προσφυγή αρ. 6361/2021 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), το οποίο την απέρριψε, με απόφασή του ημερομηνίας 26.7.2023. 

 

Περαιτέρω, στις 4.8.2022, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα») απέρριψε την αίτηση του αιτητή, ημερομηνίας 10.5.2022, για άδεια παραμονής και εργασίας στη Δημοκρατία.

 

Όπως επίσης προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία (επιστολή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (ΥΑΜ) Πάφου, ημερομηνίας 2.2.2024), στις 5.9.2023 η Σύρια σύζυγος του αιτητή κάλεσε τον Αστυνομικό Σταθμό Πέγειας και ζήτησε βοήθεια, καθότι, όπως ανέφερε, αντιμετώπιζε πρόβλημα ενδοοικογενειακής βίας και στις 27.11.2023, η εν λόγω αλλοδαπή κλήθηκε στο ΤΑΕ Πάφου και σε γραπτή κατάθεσή της, ανέφερε ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του συζύγου της, αλλά όπως του γίνει κάποια παρατήρηση.

 

Στις 2.2.2024, ο αιτητής συνελήφθη για παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία και στις 3.2.2024, εκδόθηκαν εναντίον του τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης.

 

Ας σημειωθεί επίσης ότι, μια μέρα αργότερα, στις 4.2.2024, ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, η οποία, μέχρι και το χρόνο ακρόασης της παρούσας προσφυγής, στις 5.4.2024, εκκρεμούσε.

 

Στις 12.2.2024, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή, ενώ στις 26.2.2024, και ενώ είχαν δοθεί οδηγίες για καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων εκ μέρους των συνηγόρων των διαδίκων, η πλευρά του αιτητή καταχώρησε αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας, η οποία, κατόπιν ακρόασης στη βάση γραπτών αγορεύσεων των μερών, απορρίφθηκε με απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ημερομηνίας 26.3.2024.

 

Η συνήγορος του αιτητή προβάλλει εν πρώτοις (1ος, 2ος και 3ος λόγος ακύρωσης), ότι η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων είναι ανεπαρκώς και/ή πλημμελώς αιτιολογημένη, καθώς και το προϊόν ελλιπούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο. Εντός αυτού του πλαισίου, προβάλλεται ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 18ΟΗ(5) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105), εφόσον κατά το χρόνο έκδοσής τους, εκκρεμούσε προς εξέταση αίτημα του αιτητή για εξασφάλιση παραμονής στη Δημοκρατία και, συνακόλουθα, είχε αυτός δικαίωμα παραμονής μέχρι την εξέταση του αιτήματός του.

 

Επιπρόσθετα, η συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται (4ος λόγος ακύρωσης) ότι τα επίδικα διατάγματα παραβιάζουν τα δικαιώματα του αιτητή στην προσωπική και οικογενειακή ζωή και αντίκεινται στο Άρθρο 15 του Συντάγματος, στο Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και στα Άρθρα 7, 24(2) και 24(3) του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντός αυτού του πλαισίου, η κα Χαραλαμπίδου υποβάλλει ότι δεν δόθηκε στον αιτητή κανένα χρονικό περιθώριο για να προετοιμάσει ο ίδιος την οικειοθελή αναχώρησή του από τη Δημοκρατία, «προγραμματίζοντας και διευθετώντας για το μέλλον της υπόλοιπης οικογένειας του». Επιπρόσθετα, εγείρεται ο ισχυρισμός ότι τα επίδικα διατάγματα αντίκεινται στα άρθρα 18ΟΖ, 18ΟΘ και 18ΟΠΕ του Κεφ. 105 (5ος λόγος ακύρωσης), καθώς και στο άρθρο 43(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (Ν.158(Ι)/1999), εφόσον δεν παραχωρήθηκε στον αιτητή το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης (6ος λόγος ακύρωσης).

 

Περαιτέρω, η κα Χαραλαμπίδου ισχυρίζεται ότι, με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής του, ο αιτητής ανέκτησε το καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας και η απόφαση της Διευθύντριας του Τμήματος για διατήρηση σε ισχύ των επίδικων διαταγμάτων, μετά την υποβολή της εν λόγω αίτησης, είναι παράνομη, αναιτιολόγητη, πεπλανημένη, καταχρηστική και το προϊόν μη δέουσας έρευνας (7ος και 8ος λόγος ακύρωσης). Κατά τη σχετική εισήγηση, ο αιτητής διατηρεί το καθεστώς αιτητή ασύλου από τις 4.2.2024, όταν και υπέβαλε τη μεταγενέστερη αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Αυτή δε η αίτησή του, συνεχίζει η πλευρά του αιτητή, δεν εξετάστηκε ακόμα, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή ή απαράδεκτη, με αποτέλεσμα ο αιτητής να συνεχίζει να διατηρεί το καθεστώς αιτητή ασύλου, παράνομα δε αυτός κρατείται, δυνάμει εσφαλμένης νομικής βάσης. Ισχυρίζεται επίσης η συνήγορος του αιτητή ότι, ακόμα και αν ο αιτητής δεν απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα που απολαμβάνουν οι αιτητές ασύλου, απολαμβάνει το δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία και της ελεύθερης διακίνησης, μέχρι να εξεταστεί η μεταγενέστερη αίτησή του, τουλάχιστον σε πρώτο βαθμό. Όφειλε δε η Διευθύντρια του Τμήματος, σύμφωνα πάντα με την κα Χαραλαμπίδου, να εκδώσει νέα αιτιολογημένη απόφαση ως προς το κατά πόσον η κράτηση του αιτητή θα έπρεπε να παραμείνει σε ισχύ και μετά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής του, κάτι ωστόσο που παρέλειψε να πράξει (9ος λόγος ακύρωσης).

 

Τέλος, η κα Χαραλαμπίδου ισχυρίζεται ότι, ως εκ των πιο πάνω, τα προσβαλλόμενα διατάγματα παραβιάζουν την αρχή της μη επαναπροώθησης και τα άρθρα 18ΟΖ και 18ΠΑ(1) του Κεφ. 105 (10ος λόγος ακύρωσης), καθώς και το άρθρο 18ΠΣΤ(1), (6) και (7) του Κεφ. 105 και το άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ (11ος λόγος ακύρωσης).

 

Από την πλευρά της, η συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 105 και κατ’ ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει στους καθ’ ων η αίτηση η οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της.

 

Τονίζει ιδιαίτερα η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ότι ουδέποτε οι καθ’ ων έλαβαν οποιοδήποτε αίτημα του αιτητή για διευθέτηση της παραμονής του στη Δημοκρατία, ως ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του αιτητή, ενώ, σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίζεται η κα Χαραλαμπίδου, είχε χρόνο ο αιτητής για οικειοθελή αναχώρηση από τη χώρα ήδη από το χρόνο έκδοσης της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ αναφορικά με την προς αυτόν χορήγηση διεθνούς προστασίας, οπότε και γνώριζε ότι θα έπρεπε να αποχωρήσει από τη Δημοκρατία.

 

Με αναφορά σε σχετική νομολογία υποστηρικτική των δικών της θέσεων, η κα Καρπούζη επιχειρηματολογεί υπέρ της νομιμότητας των επίδικων διαταγμάτων, ενώ επισημαίνει ότι η υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης εκ μέρους του αιτητή, δε νομιμοποιεί άνευ ετέρου την παραμονή του στη Δημοκρατία και δεν αναιρεί το καθεστώς του ως παράνομου μετανάστη.

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Θα ξεκινήσω, κατά προτεραιότητα, με τον ισχυρισμό περί παραβίασης των διατάξεων του άρθρου 18ΟΗ του Κεφ. 105: κατά τη σχετική εισήγηση, οι καθ’ ων η αίτηση, πεπλανημένα, αναιτιολόγητα και χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας, δεν έλαβαν υπόψη τους και/ή παραγνώρισαν την ύπαρξη επιστολής εκ μέρους της δικηγόρου του αιτητή προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ημερομηνίας 30.9.2021, «με την οποία ο Αιτητής αιτείτο να του παραχωρηθεί άδεια διαμονής ως επισκέπτης», εξαιτίας του γάμου του με Σύρια υπήκοο, η οποία κατέχει το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη Δημοκρατία. Αυτός ο ισχυρισμός, όπως δήλωσε η κα Χαραλαμπίδου κατά τις διευκρινίσεις, αποτελεί την προμετωπίδα της επιχειρηματολογίας του αιτητή κατά της νομιμότητας των επίδικων διαταγμάτων.

 

Την εν λόγω επιστολή, η οποία περιέχεται συνημμένη ως «παράρτημα 7» στην αίτηση ακυρώσεως, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ουδέποτε έλαβαν και αγνοούν την ύπαρξή της. Στον δε διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ως τεκμήριο κατά τις διευκρινίσεις, δεν εντοπίζεται καταχωρημένη μια τέτοια επιστολή, όπως δεν εντοπίζεται και οποιοδήποτε αποδεικτικό ότι πράγματι η εν λόγω επιστολή εστάλη, είτε δια συστημένης επιστολής είτε μέσω τηλεομοιότυπου, όπως αναφέρεται στο πάνω δεξιό μέρος αυτής. Με αυτά τα δεδομένα, και ενόψει του τεκμηρίου της κανονικότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων της Διοίκησης και το οποίο εν προκειμένω δεν έχει ανατραπεί, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι πράγματι, η εν λόγω επιστολή ουδέποτε εστάλη ή/και ουδέποτε παραλήφθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι κατά την ημερομηνία που φέρει η εν λόγω επιστολή (30.9.2021), ο αιτητής, ούτως ή άλλως, παρέμενε νόμιμα στη Δημοκρατία, καθότι είχε ακόμη το καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας, δεδομένου ότι η απορριπτική απόφαση του ΔΔΔΠ εκδόθηκε στις 26.7.2023. Μάλιστα, κατ’ αυτό το διάστημα και μεταγενέστερα της 30.9.2021, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για άδεια παραμονής και εργασίας, στις 10.5.2022, η οποία απορρίφθηκε στις 4.8.2022.  Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να υποβάλει ο αιτητής αίτημα όπως του παραχωρηθεί άδεια διαμονής ως επισκέπτη, όταν δεν κατείχε πλέον το καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας και διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία. Επισημαίνεται συναφώς ότι στη διάταξη του άρθρου 18ΟΗ(5)[1], γίνεται αναφορά σε «υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος παραμένει παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας».  Έτι δε περαιτέρω, θα πρέπει να τονιστεί ότι η επιστολή ημερομηνίας 30.9.2021, σύμφωνα με το περιεχόμενό της, δεν συνιστά αίτηση για παραχώρηση άδειας διαμονής του αιτητή ως επισκέπτη στη Δημοκρατία, όπως εισηγείται η κα Χαραλαμπίδου, αλλά αίτημα να του επιτραπεί να υποβάλει μια τέτοια αίτηση. Εν πάση δε περιπτώσει, ακόμα και η υποβολή μιας τέτοιας αίτησης, δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου την απόκτηση δικαιώματος παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία. Υπέρ αυτής της προσέγγισης, συνηγορούν οι ίδιες οι διατάξεις του άρθρου 18Η του Κεφ. 105, τις οποίες επικαλείται και η συνήγορος του αιτητή. Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρουν (η έμφαση προστέθηκε) -

 

«(4) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, ανά πάσα στιγμή, να χορηγήσει αυτόνομη άδεια διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής, για λόγους φιλευσπλαχνίας ή ανθρωπιστικούς λόγους, σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος παραμένει παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας. Στην περίπτωση αυτή -

(α) δεν εκδίδεται απόφαση επιστροφής· ή

(β) εφόσον η απόφαση επιστροφής έχει ήδη εκδοθεί, τότε αυτή ανακαλείται ή αναστέλλεται για τη διάρκεια της ισχύος του τίτλου διαμονής ή άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής.

 

(5) Εφόσον εκκρεμεί διαδικασία ανανέωσης άδειας διαμονής ή οποιασδήποτε άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος παραμένει παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας, ο Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης εξετάζει το ενδεχόμενο να μην εκδώσει απόφαση επιστροφής έως ότου ολοκληρωθεί η εκκρεμούσα διαδικασία, με την επιφύλαξη του εδαφίου (6).».

 

Είναι σαφές από τις πιο πάνω διατάξεις, ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης η έκδοση σε αλλοδαπό άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, ενώ, σε κάθε περίπτωση, ακόμα και όταν εκκρεμεί διαδικασία εξέτασης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής σε αλλοδαπό, και πάλιν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης να μην εκδώσει απόφαση επιστροφής του, έως ότου ολοκληρωθεί η εξέταση της αίτησης.

 

Ως εκ των πιο πάνω, κρίνω ότι, σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή και να γινόταν δεκτό ότι πράγματι υπεβλήθη η προαναφερθείσα αίτηση, αυτό ουδόλως επηρεάζει τη νομιμότητα των επίδικων διαταγμάτων. Κατά συνέπεια, οι ισχυρισμοί περί παραβίασης των διατάξεων του άρθρου 18ΟΗ του Κεφ. 105 και, συναφώς, περί πλάνης, έλλειψης αιτιολογίας και μη διενέργειας δέουσας έρευνας, όπως αναπτύσσονται στους τρεις πρώτους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Περαιτέρω, στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων γεγονότων και στοιχείων, κρίνω ότι καθόλα νόμιμα εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, εφόσον, όπως ορθά αναφέρεται σε αυτά, κατά το χρόνο έκδοσής τους, στις 3.2.2024, ο αιτητής ήταν παράνομος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, καθότι αυτός παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από την 26.7.2023, ήτοι από την ημερομηνία έκδοσης της απορριπτικής απόφασης από το ΔΔΔΠ, επί της προσφυγής που είχε καταχωρηθεί στις 28.9.2021, κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας. Ας σημειωθεί ότι μετά την 26.7.2023, ο αιτητής δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για νομιμοποίηση της παραμονής του στη Δημοκρατία, παρά μόνο προχώρησε στην καταχώρηση μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας μια μέρα μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, ήτοι στις 4.2.2024. Επ’ αυτού, όπως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω, κύριος ισχυρισμός του αιτητή, είναι ότι παράνομα εκδόθηκαν εναντίον του τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, καθότι, έχοντας υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση ασύλου η οποία εκκρεμούσε, διέμενε νόμιμα στη Δημοκρατία και δεν ήταν παράνομος μετανάστης. Οι καθ’ ων η αίτηση διαφωνούν ότι αιτητής που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, είναι αιτητής ασύλου, πριν η αίτησή του κριθεί παραδεκτή και, προς επίρρωση της θέσης αυτής, επικαλούνται την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Madber ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 8/2022, ημερ. 17.11.2022. Βέβαια, η δικηγόρος του αιτητή προβάλλει ότι τα γεγονότα στην Madber, ανωτέρω, ήταν διαφορετικά, καθότι εκεί η μεταγενέστερη αίτηση ασύλου είχε ήδη απορριφθεί ως απαράδεκτη πριν από τη σύλληψη του εκεί αιτητή/εφεσείοντα και ενόσω εκκρεμούσε η προσφυγή του στο ΔΔΔΠ, ενώ στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής τέθηκε υπό κράτηση βάσει των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης πριν από την εξέταση της μεταγενέστερης αίτησής του ως προς το παραδεκτό αυτής και ενόσω η εξέταση για λήψη μίας τέτοιας απόφασης από την Υπηρεσία Ασύλου εκκρεμούσε.

 

Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση. Στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων και/ή δεδομένων της παρούσας, αυτό που προκύπτει από τα λεχθέντα στην Madber, ανωτέρω, είναι πως ο αιτητής, από τη στιγμή που υπήρχε τελεσιδικία στην απόρριψη της αρχικής (και κύριας) αίτησής του για διεθνή προστασία, δεν μπορεί να θεωρείται αιτητής ασύλου. Κρίνεται σκόπιμη η παράθεση του ακόλουθου αποσπάσματος από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Madber, ανωτέρω (η έμφαση και η υπογράμμιση έχουν προστεθεί):

 

«To πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, υιοθετώντας σκεπτικό παλαιότερης απόφασης του επί παρόμοιων θεμάτων, πως δεν στοιχειοθετήθηκε οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί πεπλανημένης έκδοσης του διατάγματος απέλασης, ενώ έκρινε πως το μέτρο της κράτησης του αιτητή, εύλογα θεωρήθηκε αναγκαίο και ανάλογο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

 

Μια αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης, προτού ασχοληθούμε με τους λόγους έφεσης, κρίνεται αναγκαία.

 

Ο αιτητής ο οποίος είναι υπήκοος Mπαγκλαντές, αφίχθηκε στη Δημοκρατία μέσω των κατεχομένων περιοχών και εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές σε άγνωστο χρόνο και χώρο.

 

Στις 22/1/2020 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας η οποία απορρίφθηκε στις 22/2/2021 από την Υπηρεσία Ασύλου. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση τού γνωστοποιήθηκε στις 3/3/2021. Σημειώνεται πως κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ο αιτητής δεν άσκησε οποιοδήποτε ένδικο μέσο.

 

Στις 9/2/2022 υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, την οποίαν η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε στις 12/4/2022, ως απαράδεκτη, αφού κρίθηκε πως δεν είχε προσκομίσει οποιαδήποτε νέα στοιχεία ή πορίσματα από τα οποία να θεμελιώνεται η αναγκαιότητα χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Κατά της εν λόγω απορριπτικής αποφάσεως, ο αιτητής άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας την προσφυγή με αρ. 2580/2022, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.

 

Στις 17/5/2022 ο αιτητής συνελήφθη λόγω παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία και την ίδια μέρα εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει των άρθρων 14 και 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής.  Τη νομιμότητα των ανωτέρω διαταγμάτων προσέβαλε με την προσφυγή 1125/22, η απόφαση επί της οποίας αποτελεί το αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς με την κυρίαρχη, θα χαρακτηρίζαμε θέση, του εφεσείοντα, όπως αναπτύχθηκε με την επιχειρηματολογία της συνηγόρου του, πως ο εφεσείων, υποβάλλοντας τη μεταγενέστερη αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του, προ της έκδοσης των επιδίκων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, έχει δικαίωμα να παραμείνει στη Δημοκρατία μέχρι και την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης του Δικαστηρίου σε σχέση με την μεταγενέστερη αίτηση, θεωρώντας ότι το γεγονός της κατοχύρωσης τέτοιας αίτησης, παρέχει δικαίωμα αναστολής στην έκδοση νέας απόφασης απέλασης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρατήρησε πως δεν αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα η νομιμότητα της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 22/2/2021 επί της αρχικής αίτησης του για παροχή διεθνούς προστασίας, αφήνοντας να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για ακύρωση της, ορθά εκδόθηκαν στις 17/5/22 τα επίδικα διατάγματα.

 

Έκρινε πως με βάση τα ανωτέρω γεγονότα, οι εισηγήσεις του εφεσείοντα, περί ύπαρξης εκ μέρους του δικαιώματος να παραμείνει στη Δημοκρατία, μόνο και μόνο επειδή υπέβαλε προσφυγή κατά της απόφασης του προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου του ως απαράδεκτο, είναι αβάσιμες και αστήρικτες.

 

Αποφάσισε, αντλώντας καθοδήγηση από τις πρόνοιες των άρθρων 40 και 41 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε σχέση με τις μεταγενέστερες αιτήσεις ασύλου, πως αυτές αφορούν σε περαιτέρω διαβήματα προσώπου που είχε υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία, η οποία είχε απορριφθεί, χωρίς η αίτηση αυτή να συνιστά νέα αίτηση, γι' αυτό είναι δυνατή η τυχόν απόρριψη αυτής στη βάση της αρχής του δεδικασμένου.  Η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας.  Ξεκινά, δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου «.. ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου ξεκινά με δεδομένο πως ο εφεσείων δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και άρα η κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη όσο και τα διατάγματα κράτησης και απέλασης είναι νόμιμα.»

 

Η επιχειρηματολογία που προέταξε η συνήγορος του εφεσείοντα είναι ως και στο πρωτόδικο, η οποία έχει ήδη καταγραφεί.

 

Η συνήγορος των εφεσιβλήτων, υιοθετώντας το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, υποδεικνύει πως αφ' ης στιγμής η μεταγενέστερη αίτηση του εφεσείοντα απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ο εφεσείων δεν διατηρεί δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία ως Αιτητής Διεθνούς Προστασίας.

 

Είπε σχετικά επί τούτου του θέματος το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραθέτοντας εκτενή αναφορά στη νομοθεσία του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000:

 

«Το ερώτημα που ανακύπτει, εν προκειμένω, αφορά το κατά πόσον, πρόσωπο που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση/αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, θεωρείται αιτητής για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και κατά συνέπεια απολαμβάνει όλων των δικαιωμάτων που απολαμβάνουν αιτητές ασύλου, ως αυτά προδιαγράφονται στις διατάξεις του άρθρου 8 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Απάντηση στο ερώτημα δίδεται από τις διατάξεις του ίδιου του άρθρου 16Δ του προαναφερθέντος Νόμου, στις οποίες προνοείται πως, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν μεταχειρίζεται την μεταγενέστερη αίτηση ή τα νέα στοιχεία που υποβάλλονται μετά την αρχική αίτηση του αιτητή, ως νέα αίτηση, αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της ήδη αποφασισθείσας αίτησης. Εξ' ου και το γεγονός πως τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου, σύμφωνα με τις πρόνοιες της επιφύλαξης του εδαφίου (3)(α) του ίδιου άρθρου, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει πως ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα και σε τέτοια περίπτωση, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη και ως αναφέρεται στις διατάξεις του άρθρου 16Δ(3)(δ), τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 12Β τετράκις(2)(δ).

 

Η δυνατότητα παραμονής αιτητή διεθνούς προστασίας στη Δημοκρατία, καθ΄ όσο χρονικό διάστημα εκκρεμεί η εξέταση της αρχικής αιτήσεως του από την Υπηρεσία Ασύλου, είναι δεδομένη, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 8(1)(α) του Νόμου. Σε περίπτωση που η αρχική αυτή αίτηση απορριφθεί, ως προδιαγράφεται στις διατάξεις της παραγράφου (1Α) του ίδιου άρθρου, είτε ως αβάσιμη, είτε ως απαράδεκτη, η δυνατότητα παραμονής του στη Δημοκρατία, εξετάζεται και αποφασίζεται από το Δικαστήριο, εφόσον προηγηθεί σχετική ενδιάμεση αίτηση στα πλαίσια καταχώρησης προσφυγής κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και μέχρι την απόφαση του Δικαστηρίου επί της ενδιάμεσης αυτής αιτήσεως, ο αιτητής έχει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία.

 

Εξαίρεση από τα πιο πάνω, εισάγεται στην παράγραφο (1Β) του άρθρου 8, ήτοι στις περιπτώσεις που υποβάλλεται από το πρόσωπο αυτό, μεταγενέστερη αίτηση ασύλου ή/και νέα στοιχεία μετά την αρχική απόρριψη της αιτήσεως για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 16Δ(1).

 

Στις περιπτώσεις αυτές, μέχρι την εξέταση της υποβαλλόμενης αιτήσεως, ο εκάστοτε αιτητής, δεν έχει αυτούσιο δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, αλλά αυτό ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και εξετάζεται ad hoc σε περίπτωση υποβολής πρώτης μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, απλώς για καθυστέρηση ή παρεμπόδιση της απόφασης για άμεση απομάκρυνση του, η οποία καθίσταται εκτελεστή με την απόρριψη της αρχικής του αιτήσεως ή σε περίπτωση δεύτερης ή επόμενης μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, εφόσον προηγήθηκε η εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησης η οποία απερρίφθη ως απαράδεκτη ή αβάσιμη.

 

Η διακριτική, λοιπόν, ευχέρεια για εξέταση του δικαιώματος του αιτητή για παραμονή του στη Δημοκρατία, μέχρι τη διοικητική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, ανήκει στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος σε περίπτωση που κρίνει πως δεν παρέχεται τέτοιο δικαίωμα παραμονής, θα πρέπει, στη βάση της επιφύλαξης του εδαφίου (4)(β) του άρθρου 16Δ να ικανοποιηθεί πως τυχόν εκτέλεση απόφασης επιστροφής ή απομάκρυνσης, δεν θα συνεπάγεται στην άμεση ή έμμεση επαναπροώθησή του.

 

Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με το δικαίωμα παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, ενόσω εκκρεμεί δικαστική αμφισβήτηση της απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την μεταγενέστερη αίτηση που υπεβλήθη, ενώπιον του ΔΔΔΠ, κατόπιν ασκήσεως προσφυγής.

 

Η απόφαση του Προϊσταμένου για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, είναι άμεσα εκτελεστή, εξ' ου κι ο αιτητής δεν έχει αυτούσιο δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, τουλάχιστον μετά την άπρακτη πάροδο της δεκαπενθήμερης προθεσμίας που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 12Α(2) του Ν. 73(Ι)/2018. Σε περίπτωση που ασκηθεί τέτοια προσφυγή, το δικαίωμα παραμονής του αιτητή, εξετάζεται από το ΔΔΔΠ, ενώπιον του οποίου και εκκρεμεί η κυρίως προσφυγή, στα πλαίσια της οποίας ο αιτητής θα πρέπει να υποβάλει τέτοια αίτηση.

 

Υποβολή, όμως, τέτοιας ενδιάμεσης αιτήσεως και μόνον, δεν αναστέλλει την απόφαση για επιστροφή ή απομάκρυνση. Χρειάζεται διάταγμα και/ή άδεια του Δικαστηρίου. Συνεπώς, αφ' ης στιγμής η απορριπτική απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, είναι άμεσα εκτελεστή, τέτοια ενδιάμεση αίτηση θα πρέπει να υποβάλλεται πάραυτα, με την καταχώρηση της προσφυγής ενώπιον του ΔΔΔΠ, εφόσον οι ενέργειες της διοίκησης για επιστροφή, δεν αναστέλλονται και τέτοια ενδιάμεση αίτηση, δεν θα έχει πλέον στόχο και σκοπό την ουσιαστική αποκατάσταση και ικανοποίηση της κυρίως θεραπείας που ζητείται με την προσφυγή που εκκρεμεί.  

 

Εν κατακλείδι, σε σχέση με το ερώτημα που τίθεται πιο πάνω, αντλώντας καθοδήγηση και από τις πρόνοιες των άρθρων 40 και 41 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε σχέση με τις μεταγενέστερες αιτήσεις ασύλου, καταλήγω πως οι μεταγενέστερες αιτήσεις, αφορούν σε περαιτέρω διαβήματα προσώπου που είχε υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία η οποία είχε απορριφθεί, χωρίς η αίτηση αυτή να συνιστά νέα αίτηση, γι' αυτό είναι δυνατή η τυχόν απόρριψη αυτής στη βάση της αρχής του δεδικασμένου. Η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής, δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη.»

 

Κρίνουμε ως απόλυτα ορθό το σκεπτικό και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και θεωρούμε πως εφαρμογής τυγχάνουν τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του ΔΕΕ C-239/14 Abdoulaye Amadou Tall, 17/12/2015 και ειδικότερα στην παρ. 46 αυτής:

 

«46. Πρέπει εξάλλου, να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2005/85, όταν ο αιτών άσυλο υποβάλλει νέα αίτηση ασύλου χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, θα ήταν δυσανάλογο να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να ανοίγουν νέα πλήρη εξεταστική διαδικασία και, στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν επιλογή μεταξύ διαδικασιών που περιλαμβάνουν εξαιρέσεις ως προς τις εγγυήσεις των οποίων απολαύει κανονικά ο αιτών.»

 

Αναφορά μπορεί να γίνει στο σύγγραμμα των Π. Νάσκου-Περράκη, Γ. Παπαγεωργίου, Χρ. Μπαξεβάνη «Πρόσφυγες και Αιτούντες Άσυλο» 2017, όπου στις σελ. 195-196 σημειώνεται πως μια αίτηση διεθνούς προστασίας μπορεί να γίνει δεκτή οπότε και χορηγείται καθεστώς διεθνούς προστασίας ή να απορριφθεί ως αβάσιμη.  Μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί ως απαράδεκτη για διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων και όταν η αίτηση αποτελεί μεταγενέστερη αίτηση του αιτούντος και η προκαταρκτική εξέταση δεν κατέδειξε την ύπαρξη νέων ουσιωδών στοιχείων. Όπως και στην κρινόμενη περίπτωση, όπου η μεταγενέστερη αίτηση του εφεσείοντα εκρίθη απαράδεκτη λόγω μη προσκόμισης νέων ουσιωδών στοιχείων και η κρίση αυτή, οριοθέτησε το καθεστώς και την ιδιότητα του. Άλλως πως, σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή την παραχώρησης ιδιότητας αιτητή ασύλου και δικαιώματος παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρήσουν συνεχείς μεταγενέστερες αιτήσεις χωρίς την προσκόμιση στοιχείων νέων τα οποία να τις δικαιολογούν.

 

Συνεπώς ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.».

 

Τα πιο πάνω τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση. Ως ήδη ελέχθη, ο αιτητής ήδη από 26.7.2023, όταν και εκδόθηκε η απορριπτική απόφαση του ΔΔΔΠ επί της προσφυγής του (Υποθ. Αρ. 6361/2021), παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, μέχρι τον εντοπισμό και σύλληψή του από μέλη της Αστυνομίας και την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων στις 3.2.2024. Και βεβαίως, η καταχώρηση και μόνον της μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, υπό το φως της απόφασης στην Madber, ανωτέρω, δεν αποτελεί αυτόματη νομιμοποίηση της παραμονής του αιτητή. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ο αιτητής στην μεταγενέστερη αίτηση έχει δικαίωμα παραμονής, αλλά διευκρινίζεται πως αυτό το δικαίωμα δεν αποτελεί δικαίωμα για άδεια διαμονής, ούτε αποκτάται με την καταχώριση της μεταγενέστερης αίτησης, αλλά εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενόσω εκκρεμεί προς εξέταση η μεταγενέστερη αίτηση, κατά πόσον αυτή είναι παραδεκτή. Μόνο στην περίπτωση που κριθεί ως παραδεκτή η μεταγενέστερη αίτηση, ο αιτητής αποκτά την ιδιότητα του αιτητή ασύλου και έχει, ως εκ της ιδιότητάς του και μέχρι την εξέταση της αίτησης επί της ουσίας της, δικαίωμα παραμονής. Αυτή ήταν η προσέγγιση του Διοικητικού Δικαστηρίου και στην Α.Η. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2239/2022 (Κ) (i-Justice), ημερ. 25.1.2023, η οποία επίσης αφορούσε σε αιτητή που είχε υποβάλει πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, της οποίας η εξέταση εκκρεμούσε κατά το χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του (βλ. και ΤHI HONG ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2090/22 (Κ) (i-Justice), ημερ. 30.12.2022, ALI ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2186/2022 (Κ) (i-Justice), ημερ. 10/1/2023, καθώς και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις S.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1281/2023 (i-Justice), ημερ. 19.9.2023 και D.S. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 578/2023 (Κ) (i-Justice), ημερ. 1.6.2023).

 

Επιπρόσθετα, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονιστεί ότι, εν προκειμένω, από πουθενά δεν προκύπτει να έχουν προσκομιστεί και/ή τεθεί ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών αρχών οποιαδήποτε νέα στοιχεία που δεν υπήρχαν κατά το χρόνο υποβολής της πρώτης αίτησης του αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία και απορρίφθηκε, τόσο σε πρώτο βαθμό, από την Υπηρεσία Ασύλου, όσο και σε δεύτερο βαθμό, από το ΔΔΔΠ.

 

Περαιτέρω, με δεδομένο ότι ο αιτητής, βάσει της προεκτεθείσας νομολογίας και δη της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Madber, ανωτέρω, δεν θεωρείται αιτητής διεθνούς προστασίας με την υποβολή και μόνο της μεταγενέστερης αίτησής του, δεν τίθεται ζήτημα πλάνης περί το νόμο όσον αφορά στην απόφαση κράτησής του για σκοπούς απέλασης, εφόσον αυτός είχε τεθεί υπό κράτηση ως απαγορευμένος και/ή παράνομος μετανάστης βάσει του Κεφ. 105, η δε μεταγενέστερη αίτησή του, υποβληθείσα στις 4.2.2024, δεν είχε οτιδήποτε καινούριο να προσθέσει, ως έχει ήδη λεχθεί πιο πάνω (βλ. D.S., ανωτέρω, Α.Μ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2186/2022 (Κ) i-Justice, ημερ. 16.1.2023, E.Υ.O. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 351/2023 (Κ) i-Justice, ημερ. 10.4.2023, αλλά και την απόφαση στο προδικαστικό ερώτημα στην C-181/2016 Grandi, ημερ. 19.6.2018). 

 

Ως εκ των πιο πάνω, οι ισχυρισμοί του αιτητή περί εμφιλοχωρήσασας πραγματικής και νομικής πλάνης, ανεπαρκούς αιτιολογίας και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Παρομοίως, στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων, απορρίπτεται ως αβάσιμος και ο ισχυρισμός περί πάσχουσας, ως αναιτιολόγητης, πεπλανημένης και ως προϊόν μη δέουσας έρευνας, απόφασης της Διευθύντριας του Τμήματος, αλλά και περί παράλειψης της Διευθύντριας να εκδώσει νέα αιτιολογημένη απόφαση, μετά την υποβολή μεταγενέστερης αίτησης από τον αιτητή. Η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση εξαντλείται στα δεδομένα που είχαν ενώπιον τους οι καθ’ ων η αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων και δε χωρεί ενασχόληση με γεγονότα μεταγενέστερα της έκδοσης των διαταγμάτων, τα οποία, ούτως ή άλλως, δεν ήσαν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο, όπως είναι εν προκειμένω η περίπτωση με την υποβολή εκ μέρους του αιτητή μεγενέστερης αίτησης παροχής διεθνούς προστασίας, στις 4.2.2024, ήτοι μετά την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 3.2.2024 (M.S.A. Limon v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 126/2021, ημερ. 20.4.2022).

 

Περαιτέρω, κρίνω ότι στερείται ερείσματος ο ισχυρισμός ότι δεν παρασχέθηκε στον αιτητή χρόνος για οικειοθελή αποχώρησή του από τη Δημοκρατία. Επ’ αυτού, η κα Χαραλαμπίδου υποβάλλει ότι δεν δόθηκε στον αιτητή κανένα χρονικό περιθώριο για να προετοιμάσει ο ίδιος την οικειοθελή αναχώρησή του από τη Δημοκρατία. Σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 18ΟΘ του Κεφ. 105 (η έμφαση προστέθηκε)-

«Εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή εάν αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δόλια ή εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ο Διευθυντής δύναται είτε να μη χορηγεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης είτε να χορηγεί χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών.».

 

Εν προκειμένω, δυνάμει ρητής νομοθετικής διάταξης και κατ’ εφαρμογή του αμέσως πιο πάνω εδαφίου, οι καθ’ ων η αίτηση δύνανται, εφόσον συντρέχουν οι πιο πάνω περιπτώσεις, να μη χορηγήσουν οποιοδήποτε χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης, ή να χορηγήσουν χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών. Είναι λοιπόν σαφές, ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης να αποφασίσει, στη βάση του συνόλου των γεγονότων που έχει κάθε φορά ενώπιον της, εάν θα χορηγήσει χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης. Στην υπό κρίση περίπτωση, ο αιτητής ήδη από τις 26.7.2023, διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία και παρόλο που από την εν λόγω ημερομηνία γνώριζε ότι είναι παράνομος μετανάστης και όφειλε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, αυτός ουδέποτε αναχώρησε οικειοθελώς από τη χώρα, αλλ’ αντιθέτως, ήταν εξ’ αρχής αρνητικός στον επαναπατρισμό του, δεν συμμορφώθηκε σε προηγούμενη απόφαση επιστροφής του και υπήρχε βάσιμος κίνδυνος διαφυγής του. Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων της υπόθεσης και ιδιαίτερα του μεταναστευτικού προφίλ του αιτητή και της διαπίστωσης των καθ’ ων η αίτηση ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, η κρίση της Διοίκησης για μη παραχώρηση χρονικού διαστήματος στον αιτητή για οικειοθελή αναχώρηση, κρίνεται ορθή και νόμιμη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή (βλ. και ΜΑΝΑΚ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 740/2016, ημερ. 22.4.2020). Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της συνηγόρου του αιτητή, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Περαιτέρω, κρίνω ότι δεν ευσταθούν ούτε οι ισχυρισμοί περί παραβίασης του δικαιώματος στην προσωπική και οικογενειακή ζωή του αιτητή.

 

Εν πρώτοις, θα πρέπει να επισημάνω ότι συμφωνώ με τη θέση της συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση ότι είναι οι πράξεις και/ή οι παραλείψεις του ιδίου του αιτητή που οδήγησαν στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων και, κατ’ επέκταση, στον κίνδυνο στέρησης της οικογένειάς του. Ο ίδιος ο αιτητής επέλεξε από 26.7.2023, όταν και κατέστη παράνομος μετανάστης και το γνώριζε, να μην προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια προς νομιμοποίηση της παραμονής του στη Δημοκρατία, η δε έκδοση των διαταγμάτων είναι απότοκο της παράνομης συμπεριφοράς του, εφόσον, ως έχει εξηγηθεί πιο πάνω, δεν υπήρχε πλέον περιθώριο στη Διοίκηση να δράσει με διαφορετικό τρόπο.

 

Εν πάση δε περιπτώσει, έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι η κυριαρχία του κράτους για θέματα αλλοδαπών είναι ευρεία και η είσοδος αυτών, καθώς και η παραμονή τους στην Κύπρο, ρυθμίζεται από το Κεφ. 105 και όχι από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Κατά τη νομολογία, το δικαίωμα αλλοδαπού να παραμείνει στην επικράτεια μιας χώρας, κατ' επίκληση διατάξεων που προστατεύουν το θεσμό της οικογένειας, δεν διασφαλίζεται ούτε από την Ε.Σ.Δ.Α., ούτε από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ιδιαίτερα δε όταν ο αλλοδαπός δεν έχει αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στη χώρα, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση αναφορικά με τον αιτητή (Ahmed Ibrahim Kedoum v. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 505). Η πιο πάνω προσέγγιση ακολουθήθηκε αργότερα και στην S.S. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1484/2006, ημερ. 19.2.2008, ενώ στην Lindsay κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 503/1998, ημερ. 30.12.1998, το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι «το δικαίωμα των αλλοδαπών να εισέλθουν και να παραμείνουν σε μια χώρα δεν διασφαλίζεται ούτε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Application No. 1855/63, X ν. Denmark in Vol. 8 Yearbook (1965) p.200, 202-204).».

 

Περαιτέρω, δεν εντοπίζω κενό έρευνας ως προς την οικογενειακή κατάσταση του αιτητή, εφόσον το σύνολο των στοιχείων αναφορικά με τον αιτητή, τη σύζυγό του και τα τέκνα της, ήσαν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση. Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι λόγοι δημόσιας τάξης, δημοσίου συμφέροντος και λόγοι που άπτονται του συμφέροντος του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, υπερτερούν των προσωπικών και οικογενειακών δεδομένων. Η Διοίκηση δεν έχει υποχρέωση να αντιπαραβάλει ρητά τις οικογενειακές περιστάσεις του προς απέλαση αλλοδαπού με τους πιο πάνω λόγους, αλλά καθήκον της είναι η διερεύνηση του συνόλου των προσωπικών παραγόντων, ούτως ώστε να προκύπτει ότι διερευνήθηκαν και λήφθηκαν υπόψη όλοι οι σχετικοί παράγοντες (Τσαλικίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5944/2013, ημερ. 26.9.2013, Ιωάννης Καρωμένου ν. Υπουργείου Εσωτερικών, Υποθ. Αρ. 483/2015, ημερ. 9.7.2015). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Tanzilya Abekenova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 760/2005, ημερ. 28.3.2007, είναι επιτρεπτή η περιοριστική πολιτική σε θέματα μετανάστευσης μιας χώρας, ακόμη και εάν εξυπακούει επέμβαση στην οικογενειακή ζωή των μεταναστών, ώστε να μην μπορούν να προσκαλέσουν τις οικογένειές τους που διαβιούν στις χώρες προέλευσής τους για να συγκατοικήσουν όλοι μαζί στη χώρα της μετανάστευσης. Σε διαφορετική περίπτωση, ο θεσμός της οικογένειας θα μετατρέπετο σε όχημα καταστρατήγησης των διατάξεων του Κεφ. 105 και/ή σε μέσο διαμονής στη Δημοκρατία οποιοδήποτε αλλοδαπού που παράνομα διαμένει στη χώρα.

Ως εκ των πιο πάνω, και λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων της υπό κρίση υπόθεσης, και αυτός ο λόγος ακύρωσης κρίνεται αβάσιμος: δεν διαπιστώνεται παραβίαση του δικαιώματος της οικογενειακής και προσωπικής ζωής του αιτητή και είναι κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας που οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.

 

Τέλος, αδίκως διαμαρτύρεται η πλευρά του αιτητή ότι δεν παρασχέθηκε σε αυτόν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Επ’ αυτού, θα πρέπει εξ’ αρχής να επισημανθεί ότι οι γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, εν προκειμένω οι διατάξεις του άρθρου 43 του Νόμου 158(Ι)/1999, έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και εφαρμόζονται όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας που να διέπει ειδικά το θέμα (Reza Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3. Α.Α.Δ. 383). Οσάκις ένα θέμα ρυθμίζεται από νομοθετική διάταξη, οι γενικές αρχές υποχωρούν (Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμος Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345).  Έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, Κώστας Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 72/1989, ημερ. 27.12.1990, Μαρία Λαζάρου Κούτσου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 720/1997, ημερ. 10.3.2000, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 232/2008, ημερ. 30.4.2010). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014, το άρθρο 43(1) του Νόμου 158(Ι)/1999 οριοθετεί ρητά το δικαίωμα ακρόασης ως ισχύον εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά. Συνεπώς, άτομα, στα οποία ο νόμος δεν δίδει προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης δεν καλύπτονται (G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155). Η υπό εξέταση περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου 158(Ι)/1999 και δη του άρθρου 43(1) αυτού, εφόσον, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται «σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης». Συναφώς, όπως λέχθηκε στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α., ανωτέρω, αναφορικά με την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης-

 

«Το άρθρο 43(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, ταξινομεί τις περιπτώσεις παροχής προηγούμενου δικαιώματος ακρόασης όταν η έκδοση πράξης ή το διοικητικό μέτρο που θα ληφθεί είναι «... πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.». Η ερμηνευτική άσκηση που πρέπει να γίνει οφείλει να συμπλέει με την έννοια του κειμένου και η φράση «άλλως πως δυσμενούς φύσης», πρέπει να διαβαστεί ejusdem generis με τις προηγούμενες λέξεις που σαφώς υποδηλώνουν ότι το διοικητικό μέτρο ή η απόφαση επηρεάζει τη σχέση του διοικούμενου με την διοίκηση πειθαρχικώς ή που ενέχει κύρωση, περιέχοντας δηλαδή μομφή ως προς τον τρόπο ενάσκησης των καθηκόντων του διοικούμενου ή άπτεται της προσωπικότητας και αξιοπρέπειας του.  Με άλλα λόγια, το «άλλως πως δυσμενούς φύσης», διαβάζεται ως ανήκον στην ίδια κατηγορία με τα προηγηθέντα και όχι ανεξάρτητα και αυτόνομα.».

 

Υπό το φως των πιο πάνω, είναι σαφές ότι και στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση και δη η απόφαση έκδοσης του επίδικου διατάγματος κράτησης του αιτητή, σαφώς και δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1), αφού δεν αποτελεί ούτε κύρωση αλλ’ ούτε μέτρο πειθαρχικής φύσης (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις S.K. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 938/2020, ημερ. 30.10.2023, και A.A.S. ν. Δημοκρατίας, 755/2018, ημερ. 29.6.2018).

 

Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, αβάσιμος και απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του αιτητή.

 

Τέλος, οι λόγοι ακύρωσης που προωθούνται και έγκεινται σε ισχυρισμούς περί παραβίασης του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και/ή σε οποιοδήποτε άλλο νομικό πλαίσιο σχετικό με αιτητές διεθνούς προστασίας, δεν θα εξεταστούν, καθότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα διαδικασία και εκφεύγουν του δικαιοδοτικού ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου. Ειδικότερα, εκφεύγει του πεδίου ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου και δεν μπορεί να εξεταστεί ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, ως αφορών ευθέως σε ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής του περί περί Προσφύγων Νόμου και, γενικότερα, στο νομοθετικό πλαίσιο αναφορικά με την υποβολή αιτημάτων παροχής διεθνούς προστασίας.

 

Εν κατακλείδι, κρίνω ότι καθόλα σύννομα εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα. Ειδικά ως προς το επίδικο διάταγμα κράτησης, ρητά αναφέρεται σε αυτό ότι κρίθηκε αναγκαίο όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση έως ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ δεδομένης της απροθυμίας του για επαναπατρισμό του και της μη συμμόρφωσής του σε προηγούμενη απόφαση επιστροφής, δεν υπήρχαν περιθώρια για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Σχετικά είναι και τα όσα περιέχονται στην επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 2.2.2024 (παράρτημα 2 στο δικόγραφο της ένστασης), όπου γίνεται εισήγηση για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων εναντίον του αιτητή, για τους αμέσως πιο πάνω λόγους.

 

Είναι σαφές ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν, επειδή ο αιτητής είχε κηρυχθεί και ήταν κατά τον χρόνο έκδοσής τους, στις 3.2.2024, απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της προαναφερθείσας παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-

 

«6.-(1) Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-

[…]

(κ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo εισέρχεται ή διαμέvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση oπoιασδήπoτε απαγόρευσης, όρoυ, περιoρισμoύ ή επιφύλαξης πoυ περιλαμβάvεται στo Νόμo αυτό ή σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή σε oπoιαδήπoτε άδεια πoυ παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv Καvovισμώv αυτώv·».

 

Λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, η ευχέρεια της Διευθύντριας του Τμήματος ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της και δεν εντοπίζεται κατάχρηση εξουσίας, ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας, αλλ’ ούτε να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Η Διευθύντρια έκρινε ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα δεν ήταν επιλέξιμα, καθότι, όπως άλλωστε αναφέρεται και στο επίδικο διάταγμα κράτησης, υπήρχε κίνδυνος διαφυγής του αιτητή, ο οποίος, επιπρόσθετα, ήταν αρνητικός στον επαναπατρισμό του (βλ. και απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1242/2022 (Κ) (iJustice,) ημερ. 18.8.2022, καθώς και στην G.S.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 626/2023 (Κ) (i-Justice,) ημερ. 9.6.2023).

 

Τονίζεται, περαιτέρω, ότι το διάταγμα κράτησης εναντίον του αιτητή εκδόθηκε και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, σύμφωνα με την οποία-

 

«(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν άλλα επαρκή λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν-

(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής

(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.».

 

Είναι σαφές από την πιο πάνω διάταξη, ότι ο Υπουργός Εσωτερικών (και, κατόπιν εξουσιοδότησης, ο Διευθυντής/η Διευθύντρια) έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει υπό κράτηση τον υπό απέλαση ξένο υπήκοο για το σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία και δεν υπάρχει υποχρέωση για επιβολή διαβαθμισμένων μέτρων, αλλά επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια, αν ο ίδιος κρίνει ότι συντρέχει λόγος, να εφαρμοστούν άλλα, λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης, ιδιαίτερα δε του γεγονότος ότι ο αιτητής διέμενε παράνομα στη χώρα για χρονικό διάστημα πέραν των έξι μηνών, αλλά και δεδομένης της προεκτεθείσας πρόνοιας του άρθρου 18ΠΣΤ(1) και της εκεί προβλεπόμενης διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης να αποφασίζει την κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας, υποκείµενου σε διαδικασίες επιστροφής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις προεκτεθείσες περιπτώσεις των παραγράφων (α) ή (β) της εν λόγω διάταξης, ως εν προκειμένω, που διαπιστώθηκε ότι υφίστατο κίνδυνος διαφυγής, αλλά και ότι ο αιτητής δεν επιθυμούσε τον επαναπατρισμό του, αλλ’ ούτε και συμμορφώθηκε σε προηγούμενη απόφαση επιστροφής, οι ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση κρίνονται σύννομες, η δε έκδοση της επίδικης απόφασης κρίνεται ορθή και εύλογα επιτρεπτή και δεν συμφωνώ με τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του συνηγόρου του αιτητή.

 

Επιπρόσθετα, πέραν του ότι η κράτηση για σκοπούς απέλασης προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 14(1) του Κεφ. 105, ο αιτητής δεν έχει υποδείξει ποια άλλα μέτρα, λιγότερο επαχθή από την κράτηση, θα μπορούσαν, υπό τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, να έχουν ληφθεί, τα οποία θα ήταν εξίσου ικανά με την κράτηση, για να εκπληρώσουν τον σκοπό της απέλασής του (Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 43/2022 (iJustice), ημερ. 19.5.2022, G.S.D.M., ανωτέρω).

Ενόψει των πιο πάνω, η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή, ημερομηνίας 3.2.2024, κρίνεται νόμιμη και ορθή, εφόσον κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία ο αιτητής, πράγματι παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του Κεφ. 105, απαγορευμένος μετανάστης.

 

Τέλος, θεωρώ χρήσιμο, στο σημείο αυτό, να υπενθυμίσω και το υπό της πάγιας και διαχρονικής νομολογίας αναγνωρισμένο και αδιαμφισβήτητο κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφός της (Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, Ivan Todorov Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000) και αυτό βεβαίως καλύπτει και τις περιπτώσεις αλλοδαπών προσώπων που παράνομα διαμένουν στο έδαφός της, ως συμβαίνει εν προκειμένω με τον αιτητή.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται βάσιμος λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.

 

 



[1] Εκτίθεται κατωτέρω αυτολεξεί.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο