ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 340/2020)

 

18 Απριλίου 2024

 

[Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ]

 

Μεταξύ

Φ. Λ. Χ.

Αιτήτριας

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ ης η Αίτηση

…………………………

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Μαρία Κυπριανού (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την καθ’ ης η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

          ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Με την προσφυγή της η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 14.2.2020 με την οποία κατόπιν επανεξέτασης αποφάσισε την προαγωγή του Σ. Ι. (στο εξής το «ενδιαφερόμενο μέρος») στη μόνιμη θέση επιθεωρητή γενικών μαθημάτων δημοτικής εκπαίδευσης, αντί της αιτήτριας.

Με απόφασή της που δημοσιεύτηκε στις 6.10.2017 η καθ’ ης η αίτηση αποφάσισε την προαγωγή στην επίδικη θέση του ενδιαφερόμενου μέρους από 1.3.2017. Κατά της απόφασης η αιτήτρια άσκησε την προσφυγή αρ. 521/2017. Το Διοικητικό Δικαστήριο με απόφαση ημερομηνίας 21.11.2019 ακύρωσε την απόφαση της καθ’ ης η αίτηση. Η καθ’ ης η αίτηση σε συνεδρία της ημερομηνίας 11.12.2019 αποφάσισε να προχωρήσει σε επανεξέταση της απόφασής της που ακυρώθηκε δικαστικά και σε συνεδρία της ημερομηνίας 27.12.2019 έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η αιτήτρια συνοψίζονται σε παραβίαση του δικαστικού δεδικασμένου, υπεροχή της αιτήτριας στα αντικειμενικά κριτήρια και συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με τα στοιχεία του φακέλου και έλλειψη αιτιολογίας στην κρίση της καθ’ ης η αίτηση για την απόδοση των υποψηφίων στις προφορικές συνεντεύξεις.

Στην υπόθεση Χριστοπούλου ν. Ε.Δ.Υ., Υπόθεση Αρ. 521/2017, 21.11.2019 το Δικαστήριο αποφάσισε τα ακόλουθα:

«Η συγκριτική εικόνα αιτήτριας και Ε.Μ. αναφορικά με τα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης, με βάση το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων, αποκαλύπτει τα εξής:

Στο κριτήριο της αξίας, ως αυτή αποτυπώνεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις τους, οι δυο υποψήφιοι είναι περίπου ισοδύναμοι, δεδομένου ότι η αιτήτρια εξασφαλίζει μέσο όρο 38,8 μονάδες και το Ε.Μ. 38,7.

Στην προφορική συνέντευξη, η αιτήτρια αξιολογήθηκε ως «Σχεδόν εξαίρετη», ενώ το Ε.Μ. ως «Εξαίρετος».  Σημειώνεται ότι προηγουμένως, ο Αν. Διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης, ο οποίος παρίστατο στις συνεντεύξεις και απεχώρησε πριν από την υπό της Ε.Ε.Υ. αξιολόγηση των υποψηφίων, αξιολόγησε αιτήτρια και Ε.Μ. ως «Σχεδόν εξαίρετους».  Όσον αφορά στο περιεχόμενο των οικείων διοικητικών φακέλων, που σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις επίσης λαμβάνεται υπόψη για την αξιολόγηση των υποψηφίων στο κριτήριο της αξίας, αιτήτρια και Ε.Μ. κρίνονται ισοδύναμοι. 

Ως προς τα προσόντα, παρατηρείται ότι πέραν των υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενων, η αιτήτρια, σε αντίθεση με το Ε.Μ., κατέχει πρόσθετο προσόν, σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, ήτοι το πτυχίο Bachelor of Education από το University of Wales του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο δεν φαίνεται να λήφθηκε δεόντως υπόψη από την καθ' ης η αίτηση, εφόσον, ως η ίδια η Ε.Ε.Υ. αναφέρει στο πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης, ημερομηνίας 17.2.2017, τέτοιου είδους πρόσθετα προσόντα «δεν συνιστούν πλεονέκτημα και, συνεπώς, τα προσόντα αυτά δε δίνουν προβάδισμα σε οποιοδήποτε υποψήφιο, αλλά έχουν μόνο οριακή σημασία».

Σαφώς και η πιο πάνω θέση είναι εσφαλμένη.  Είναι πάγια και διαχρονικά νομολογημένο ότι πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης, ως συμβαίνει εν προκειμένω.  Απόκειται δε στο διορίζον όργανο να τα αξιολογήσει και σταθμίσει, αποφεύγοντας τα δυο άκρα, ήτοι, αφενός, να μη δοθεί σ' αυτά υπερβολική βαρύτητα, ώστε να ισοδυναμούν με απόδοση έκδηλης υπεροχής, αλλά, αφετέρου, η σημασία που τους δίδεται να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.

[…]

Έχει επίσης νομολογηθεί, σε περίπτωση ισοδύναμων υποψηφίων ως προς τις υπηρεσιακές εκθέσεις, ότι πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, παρέχουν πλεονέκτημα στον κάτοχό τους για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (βλ. απόφαση Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Δημοκρατίας κ.α. ν. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395).

[…]

Εν προκειμένω, εσφαλμένα, κατά παράβαση των πιο πάνω νομολογιακών αρχών και υπό πλάνη, η Ε.Ε.Υ. παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση και δεν έλαβε υπόψη της το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας, η κατοχή του οποίου, δεδομένης και της, έστω οριακής, υπεροχής της στις υπηρεσιακές εκθέσεις, έδιδε σε αυτήν υπεροχή και/ή πλεονέκτημα έναντι του Ε.Μ.. Πλεονέκτημα, ωστόσο, που ουδόλως λήφθηκε υπόψη από την καθ' ης η αίτηση, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στο πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης, με αποτέλεσμα τη διαπίστωση περί εμφιλοχωρήσασας πλάνης.

Το γεγονός ότι στην προφορική συνέντευξη ενώπιον της Ε.Ε.Υ. το Ε.Μ. αξιολογήθηκε ως «Εξαίρετος» ενώ η αιτήτρια ως «Σχεδόν εξαίρετη», δεν διαφοροποιεί ουσιωδώς τα πράγματα και δεν αναιρεί την προηγηθείσα διαπίστωση περί πλάνης, εφόσον, λαμβανομένων υπόψη των ως αμέσως ανωτέρω λεχθέντων, δεδομένα υπήρξε εσφαλμένη εκτίμηση ως προς τη συγκριτική εικόνα των δυο υποψηφίων στο κριτήριο προσόντα, η οποία φαίνεται ότι επηρέασε την τελική κρίση της καθ' ης η αίτηση.

Δεν παραγνωρίζω ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, για θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία, ως η επίδικη, η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο κρίσης, στο οποίο προσδίδεται αυξημένη βαρύτητα.  Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων κρίσης και της συγκριτικής εικόνας των δυο υποψηφίων, δεν μπορώ να συμφωνήσω με την κατάληξη της Επιτροπής ότι στην υπό κρίση περίπτωση, η συγκεκριμένη υπεροχή του Ε.Μ. έναντι της αιτήτριας στο συγκεκριμένο στοιχείο κρίσης ήταν αρκετή για να οδηγήσει στην επιλογή του Ε.Μ.:  επισημαίνω ότι η αξιολόγηση «Εξαίρετος» έναντι αυτής του «Σχεδόν Εξαίρετος», με την οποία αξιολογήθηκε η αιτήτρια, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί οριακή.

[…]

Περαιτέρω, δεν μπορώ παρά να επισημάνω την υπεροχή της αιτήτριας έναντι του Ε.Μ. και σε αρχαιότητα, εφόσον αυτή προήχθη στη θέση Διευθυντή την 1.12.2007, ενώ το Ε.Μ. την 1.9.2008.  Αρχαιότητα, η οποία επιφέρει μαζί της και υπέρτερη πείρα, η οποία και επαυξάνει την αξία ενός υποψηφίου (βλ. Ελευθερίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 5/2009, ημερ. 2.4.2012, Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.α., Α.Ε. 3039/31.3.2003 και Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 915).

[…]

Υπ' αυτά τα δεδομένα, και με βάση τη συγκριτική εικόνα των δυο υποψηφίων στα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης, δεν έχω πεισθεί για τους λόγους που κρίθηκε ότι το Ε.Μ. υπερείχε της αιτήτριας.  Προκύπτει δε ότι στην υπό κρίση περίπτωση, ανεπίτρεπτα και κατά παράβαση της πάγιας επί του θέματος νομολογίας, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη, η οποία, αντί να αποτελέσει συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης, ως ο ίδιος ο Νόμος προβλέπει, λειτούργησε ως υπερκριτήριο, επικαλύπτοντας τα πάντα και υποσκελίζοντας την υπεροχή της αιτήτριας στα λοιπά στοιχεία κρίσης, με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται πλάνη και υπέρβαση της εύλογης διακριτικής ευχέρειας της Ε.Ε.Υ.» 

Από τα πιο πάνω αποσπάσματα προκύπτει ότι το Δικαστήριο έκρινε περίπου ισοδύναμους ή ισοδύναμους τους δύο υποψηφίους στο κριτήριο της αξίας και εντόπισε πλάνη στην απόφαση της καθ’ ης η αίτηση λόγω μη δέουσας αξιολόγησης των πρόσθετων προσόντων της αιτήτριας. Έκρινε, επίσης, ότι η καλύτερη αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους στην προφορική συνέντευξη ήταν οριακή και η πλάνη που εμφιλοχώρησε από τον μη δέοντα υπολογισμό των πρόσθετων προσόντων της αιτήτριας δεν θα μπορούσε να διασωθεί από την οριακά καλύτερη αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους. Έκρινε, τέλος, το Δικαστήριο ότι η αιτήτρια υπερέχει σε αρχαιότητα.

Η καθ’ ης η αίτηση στη συνεδρία της ημερομηνίας 27.12.2019 αποφάσισε τα εξής:

«3.    Ο λόγος της ακύρωσης είναι ότι η απόφαση της Επιτροπής πάσχει και υπόκειται σε ακύρωση ως πεπλανημένη αλλά και ως προϊόν υπέρβασης των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι ανεπίτρεπτα και κατά παράβαση της πάγιας επί του θέματος νομολογίας, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη, η οποία, αντί να αποτελέσει συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης, όπως προβλέπεται στο Νόμο, λειτούργησε ως υπερκριτήριο, επικαλύπτοντας τα πάντα και υποσκελίζοντας την υπεροχή της αιτήτριας στα λοιπά στοιχεία, κρίσης, με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται πλάνη και υπέρβαση της εύλογης διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής.

[…]

5.      Η Επιτροπή αποφάσισε όπως, κατά την επανεξέταση της πιο πάνω υπόθεσης, λάβει υπόψη της την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, που είχε διαβιβαστεί με επιστολή της με αρ. φακ. 15.21.21.3/4 και ημερ. 20.1.2017 (Σχετικό Παράρτημα 1 στα πρακτικά ημερομηνίας 7.2.2027).

[…]

11.    Η Επιτροπή λαμβάνοντας υπόψη της τον λόγο της ακύρωσης της απόφασής της, αποφάσισε να επαναξιολογήσει και επανασυνεκτιμήσει, την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων.

12.    Η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη (ι) την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που φαίνεται στα πρακτικά με ημερ. 7.2.2017, (ιι) το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και (ιιι) την εντύπωση που αποκόμισε κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, που έγιναν στις 17.2.2017, όπως φαίνεται πιο πάνω, προέβη σε αξιολόγηση των υποψηφίων με βάση τα κριτήρια της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας και κατέληξε στα ακόλουθα:

12.2  Προσόντα: Τα ακαδημαϊκά προσόντα των υποψηφίων φαίνονται αναλυτικά στο Παράρτημα Β (επισυνάπτεται).

Πέρα από τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας (Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στις Επιστήμες της Αγωγής ή στα Παιδαγωγικά ή σε συναφές θέμα και Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος, διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, στις Επιστήμες της Αγωγής ή στα Παιδαγωγικά ή στην Εκπαιδευτική Διοίκηση ή σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης), η υποψήφια Χ.-Λ. Φ. κατέχει το προσόν Bachelor of Education, University of Wales, UK (1989), το οποίο, ωστόσο, δεν είναι αυτοτελές πρώτο πτυχίο, (βλέπε Παράρτημα Β) και ως εκ τούτου έχει μόνο οριακή σημασία. Επισημαίνεται ότι το εν λόγω πτυχίο (Bachelor of Education, University of Wales, UK (1989)) αποκτήθηκε μετά από μερική φοίτηση (διετή φοίτηση) στο Frederick και χρησιμοποιήθηκε για την ένταξή της στην κλίμακα Α8-Α10.  Παραταύτα, η Επιτροπή σημειώνει το προσόν αυτό και θα το λάβει υπόψη όταν θα γίνει η συνεκτίμηση των τριών κριτηρίων.

[…]

13.    Συμπερασματικά, η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, όπως αυτά αναλύθηκαν με βάση τα τρία νόμιμα κριτήρια -αξία, προσόντα, αρχαιότητα-, καθώς και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, που εκδόθηκε στις 21.11.2019, έκρινε ότι ο Ι. Σ. υπερέχει των ανθυποψηφίων του και τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο για προαγωγή στη θέση Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης.  Αιτιολογώντας την απόφασή της, η Επιτροπή σημείωσε τα ακόλουθα:

Ο υποψήφιος Ι. Σ. υπερέχει των ανθυποψηφίων του σε αξία.  Πιο συγκεκριμένα, ενώ είναι ισοδύναμος με αυτούς στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων Υπηρεσιακών Εκθέσεων και περίπου ισοδύναμος στο σύνολο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, υπερέχει σαφώς έναντι τους όσον αφορά στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη. Όσον αφορά τα προσόντα, όλοι οι υποψήφιοι είναι περίπου ισοδύναμοι, εφόσον η Επιτροπή έκρινε ότι το πρόσθετο προσόν που κατέχει η υποψήφια Χ.-Λ. Φ. έχει μόνο οριακή σημασία (βλ. παρ. 12.2 πιο πάνω). Στο κριτήριο της αρχαιότητας υστερεί ο υποψήφιος Ι. Σ. έναντι των ανθυποψηφίων του. Ωστόσο η Επιτροπή κρίνει ότι, σύμφωνα και με τη σχετική νομολογία, η υπεροχή σε αρχαιότητα δεν μπορεί να υπερσκελίσει την υπεροχή σε αξία, ειδικά όταν πρόκειται για την πλήρωση υψηλόβαθμων θέσεων.»

Η αιτήτρια εισηγείται ότι το Δικαστήριο στην ακυρωτική απόφαση έκρινε ότι η αιτήτρια υπερέχει σε αξία, πρόσθετα προσόντα και αρχαιότητα και συνεπώς, η καθ’ ης η αίτηση κατά παράβαση του δεδικασμένου δεν επέλεξε την αιτήτρια.

Η καθ’ ης η αίτηση κατά την επανεξέταση όφειλε να διορθώσει τα σφάλματα που εντόπισε το Δικαστήριο στην 521/2017 και εξηγούνται πιο πάνω. Στην προηγούμενη διαδικασία που ακυρώθηκε από το Δικαστήριο στη Χριστοπούλου εντοπίστηκε, μεταξύ άλλων, πλάνη λόγω μη δέουσας αξιολόγησης του πρόσθετου προσόντος της αιτήτριας. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίας της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 17.2.2017 (Τεκμήριο 1, κυανό 104 ε – ζ) στη διαδικασία που προηγήθηκε και ακυρώθηκε από το Δικαστήριο, είχε δοθεί ακριβώς η ίδια αιτιολογία σε σχέση με το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας.

Λέχθηκε συγκεκριμένα ότι:

«Πέρα από τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας (Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στις Επιστήμες της Αγωγής ή στα Παιδαγωγικά ή σε συναφές θέμα και Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος, διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, στις Επιστήμες της Αγωγής ή στα Παιδαγωγικά ή στην Εκπαιδευτική Διοίκηση ή σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης), συγκεκριμένα η υποψήφια Χ.-Λ. Φ. έχει επιπρόσθετο προσόν το Bachelor of Education, University of Wales, UK (1989), το οποίο, ωστόσο, δεν είναι αυτοτελές πρώτο πτυχίο (βλέπε Παράρτημα Β).  Σημειώνεται, ότι, σύμφωνα και με σχετική νομολογία, προσόντα τα οποία δεν είναι απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, δεν συνιστούν πλεονέκτημα και, συνεπώς, τα προσόντα αυτά δε δίνουν προβάδισμα σε οποιοδήποτε υποψήφιο, αλλά έχουν μόνο οριακή σημασία.»

Δεν διαπιστώνω κάποια διαφοροποίηση στην αξιολόγηση της αιτήτριας κατά την επανεξέταση που να φαίνεται ότι συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο της Χριστοπούλου. Αντίθετα, επανέλαβε όσα ακυρώθηκαν δικαστικά. Ο λόγος ακύρωσης επομένως που προβάλλει η αιτήτρια για παραβίαση του δεδικασμένου, ευσταθεί.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της αιτήτριας και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση.

 

 Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο