ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 359/18

29 Απριλίου, 2024

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με τα Άρθρα 28, 29 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Χ. Χ.

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.   ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

 

Χ. Νεοφύτου, για Νεοφύτου & Νεοφύτου Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.

Φ. Σωτηρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:   Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αξιώνει την ακόλουθη θεραπεία:

 

«Διακήρυξη ή/και δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη του Καθ’ ου η Αίτηση να εξετάσει το παράπονο του Αιτητή διά μέσου επιστολής με ημερομηνία 30.11.2017 είναι άκυρη, παράνομη, αντίθετη προς τα άρθρα του Συντάγματος και ότι παραλείφθηκε να διενεργηθεί, να διαταχθεί ή/και να γίνει».

 

Τα ουσιώδη για την υπόθεση γεγονότα, όπως αυτά περιγράφονται στην Ένσταση και προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο, έχουν ως ακολούθως:

 

Η M.D.L. από το Νεπάλ αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 07.09.2016, με άδεια εισόδου για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός, με εργοδότη τον αιτητή και προς το σκοπό αυτό εξασφάλισε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι τις 07.09.2020.

 

Στις 17.11.2016 ο αιτητής υπέβαλε στο Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Αμμοχώστου γραπτό παράπονο εναντίον της M.D.L. για εγκατάλειψη του τόπου διαμονής και εργασίας.  Την ίδια ημέρα η M.D.L. υπέβαλε επίσης παράπονο εναντίον του αιτητή για εργατική διαφορά.

 

Τα παράπονα των δύο πλευρών εξετάστηκαν αρχικά από το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 27.01.2017, στην παρουσία μόνο της M.D.L., αφού σύμφωνα με το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες που κατέβαλε το εν λόγω Τμήμα για επικοινωνία με τον αιτητή και τον δικηγόρο του, εντούτοις δεν υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους του αιτητή στη συνάντηση. 

 

Ακολούθως, τα παράπονα εξετάστηκαν από την Επιτροπή Εξέτασης Εργατικών Διαφορών, η οποία σε συνεδρία της ημερομηνίας 18.05.2017 αποφάσισε όπως επιτραπεί στην M.D.L. να εξεύρει νέο εργοδότη και να κληθεί ο αιτητής να της καταβάλει το ποσό των €217, το οποίο αφορά διαφορά μισθού και αναλογία ετήσιας άδειας.  Επιπλέον, αποφασίστηκε να γίνει σύσταση στον αιτητή όπως στο μέλλον τηρεί πιστά τους όρους συμβολαίων των αλλοδαπών που εργοδοτεί και ότι θα έπρεπε, είτε ο ίδιος είτε κάποιος αντιπρόσωπός του, να παρευρεθεί στη συνάντηση που ορίσθηκε για την εξέταση της εν λόγω εργατικής διαφοράς.

 

Ο αιτητής ενημερώθηκε για την απόφαση με επιστολή του Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 28.06.2017, αντίγραφο της οποίας κοινοποιήθηκε και στον δικηγόρο του αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 30.06.2017.

 

Ο αιτητής δεν αμφισβήτησε με προσφυγή την εν λόγω απόφαση, αλλά, με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 04.07.2017, εξέφρασε την αντίθεση του στη ληφθείσα απόφαση και ζήτησε την ανάκληση αυτής.  

 

Η Επιτροπή Εξέτασης Εργατικών Διαφορών επανεξέτασε την υπόθεση σε συνεδρία της ημερομηνίας 13.07.2017 και αποφάσισε όπως η απόφασή της παραμείνει η ίδια.  Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στον δικηγόρο του αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 15.11.2017, στην οποία σημειώνεται η εισήγηση όπως, σε σχέση με τις ισχυριζόμενες από τον αιτητή οικονομικές απαιτήσεις εναντίον της M.D.L., ο αιτητής θα μπορούσε να προσφύγει στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

 

Με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 30.11.2017, ο αιτητής εξέφρασε εκ νέου την αντίθεσή του στη ληφθείσα απόφαση και επιπλέον ζήτησε όπως, προς το σκοπό μελέτης της εισήγησης για προσφυγή στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, του κοινοποιηθούν τα στοιχεία της M.D.L., εφόσον της έχει δοθεί δικαίωμα για αλλαγή εργοδότη, ώστε τυχόν αίτηση εργατικής διαφοράς στο Δικαστήριο να της επιδοθεί δεόντως.

 

Στις 06.03.2018 ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή αιτούμενος ως ανωτέρω. 

 

Στις 15.03.2018 απεστάλη στους δικηγόρους του αιτητή επιστολή με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«Θέμα: Εργατική διαφορά που προέκυψε από την εργοδότηση της αλλοδαπής M.D.L.

Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας ημερομηνίας 30/11/2017 με την οποία ζητάτε όπως σας κοινοποιήσουμε τα στοιχεία επικοινωνίας της αλλοδαπής M.D.L. σε περίπτωση που θα αποφασίζατε να προχωρήσετε με προσφυγή στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών με τις απαιτήσεις του πελάτη σας έναντι της εν λόγω αλλοδαπής και να σε πληροφορήσω ότι το πιο πάνω αίτημά σας θα μπορούσε να επανεξετασθεί όταν όντως θα προβαίνατε στην πιο πάνω ενέργεια».

 

Με νέα επιστολή ημερομηνίας 04.04.2018, οι δικηγόροι του αιτητή επεσήμαναν ότι η απάντηση ημερομηνίας 15.03.2018 δεν απαντά στο αίτημα ημερομηνίας 30.11.2017 να δοθεί στον αιτητή η διεύθυνση της M.D.L. και ότι, ένεκα της παράλειψης του Τμήματος να απαντήσει, ο αιτητής έχει καταχωρίσει την παρούσα προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, η οποία θα μπορούσε να αποσυρθεί μόνο στην περίπτωση ρητής απάντησης στο αίτημα.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 12.04.2018, ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης πληροφόρησε τους δικηγόρους του αιτητή ότι η απάντηση του Τμήματος για το εν λόγω αίτημα παραμένει η ίδια με την απάντηση που αναφέρεται στην επιστολή ημερομηνίας 15.03.2018.

 

Διά της γραπτής αγόρευσης του ευπαιδεύτου δικηγόρου του ο αιτητής διατείνεται ότι η (μεταγενέστερη της καταχώρισης της παρούσας προσφυγής) απάντηση των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 15.03.2018, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι άρει την παράλειψη απάντησης στο αίτημά του, η οποία επάγεται έννομες συνέπειες για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του και ως εκ τούτου συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, ελεγχόμενη με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.  Θεωρεί δε ότι η προσβαλλόμενη παράλειψη παραβιάζει τα Άρθρα 28 και 29 του Συντάγματος καθώς και τα άρθρα 33-37, 44-46 και 50-52 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/99).

 

Οι καθ’ ων η αίτηση απορρίπτουν τους λόγους ακύρωσης και εγείρουν προδικαστικώς ζήτημα παραδεκτού της παρούσας προσφυγής, εισηγούμενοι, με παραπομπή σε σχετική νομολογία, ότι το αίτημα το οποίο ο αιτητής υπέβαλε διά της επιστολής ημερομηνίας 30.11.2017, βρίσκεται εκτός της δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου.  Ειδικότερα, η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση υποβάλλει ότι ο αιτητής ζήτησε απλώς μία πληροφόρηση από τους καθ’ ων η αίτηση και δεν υπέβαλε οποιοδήποτε αίτημα, η παράλειψη απάντησης στο οποίο να συνιστά παράλειψη έκδοσης εκτελεστής διοικητική πράξης.

 

Η προδικαστική ένσταση ευσταθεί.  Ειδικότερα, είναι μεν καταρχήν ορθή η θέση του αιτητή ότι το Άρθρο 29 του Συντάγματος αποσκοπεί στη διασφάλιση των αρχών της χρηστής διοίκησης και κατοχυρώνει το δικαίωμα προσώπου να απευθύνεται στις αρχές και να απαιτεί από αυτές την εξέταση του θέματος και τη λήψη δεόντως αιτιολογημένης απόφασης εντός προθεσμίας μη υπερβαίνουσας τις τριάντα ημέρες.  Πλην, όμως, σύμφωνα με θεμελιώδη αρχή του διοικητικού δικαίου, την οποία επισημαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο στη Βούρης κ.ά. ν Δημοκρατίας, Αναθ. Εφ. Αρ. 116/2012, ημερ. 20.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:C551:

 

«[…] για να είναι επιτρεπτή η ανάληψη δικαιοδοσίας δυνάμει του ΄Άρθρου 146.1 του Συντάγματος κατ' επίκληση του ΄Άρθρου 29 του Συντάγματος, πρέπει το ζήτημα που εγείρεται από τον αιτητή να αφορά σε εκτελεστή διοικητική πράξη, (βλ. Charilaos Xenophontos and The Republic (Minister of Interior) 2 R.S.C.C. 89, Modestos Pitsillos v. The Minister of the Interior through The Director - General and Another (1971) 3 C.L.R. 397, Republic v. Nissiotou (1985) 3 C.L.R. 1335 και Δημοκρατία ν. Γιωργαλλή κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 590).».

 

Στην προ μερικών ημερών απόφαση Ανδρέας Γεωργίου ν Δημοκρατίας, ΕΔΔ αρ. 99/18, ημερ. 22.04.2024, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο[1], έκρινε σχετικώς τα ακόλουθα:

 

«Ισχυρίζεται επίσης ο εφεσείων ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 29 διότι το αίτημα του δεν απαντήθηκε. Τούτο γιατί η διοίκηση παραλείπει οφειλόμενη ενέργεια εφόσον όφειλε να απαντήσει με πλήρη σαφήνεια στο παράπονο του εφεσείοντα. Έπρεπε να υπάρξει με βάση τα όσα ίσχυαν στον χρόνο υποβολής της «διοικητικής προσφυγής» του εφεσείοντα μια πλήρης εξέταση χωρίς καθυστέρηση. Αντίθετα η επιστολή της διοίκησης δεν είναι τελική εκτελεστή πράξη. Συνεπώς υπάρχει παραβίαση οφειλόμενης εκ του Συντάγματος και της νομοθεσίας εξέτασης αιτήματος.

 

Στην Γεωργιάδης ν. Υπουργικό Συμβούλιο (1995) 3 ΑΑΔ 165 επισημάνθηκε ότι:

 

«.Παραλείψεις της Διοίκησης είναι εκτελεστές και μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναθεώρησης μόνο εφόσον η λήψη θετικής ενέργειας επιβάλλεται από το νόμο. Όπου ο νόμος παρέχει εξουσία για διοικητική ενέργεια και αφήνει την άσκηση της στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου να προβεί στη λήψη απόφασης δεν είναι εκτελεστή. Η έκδοση απόφασης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του οργάνου και ό,τι μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης είναι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας και απόφαση η οποία συναρτάται με αυτή» (Βλ. επίσης, Παχίπης ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2014) 3 Α.Α.Δ. 320 και Τσιήσσιου ν. Δήμου Παραλιμνίου, Ε.Δ.Δ. 107/16, ημερ. 3.10.2023).

(Βλ. Φάρμα Α/φών Κωνσταντίνου Λτδ ν. Κυπριακή Δημοκρατία δια του Υπουργικού Συμβουλίου, ΕΔΔ Αρ. 125/16, ημερ. 14.11.2023)

 

Έχοντας υπόψη τα παραπάνω ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως δεν επρόκειτο για περίπτωση παράβασης του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 29.».

 

Εν προκειμένω, σε συμφωνία με την κα Σωτηρίου, καταλήγω ότι ο αιτητής, με την επιστολή ημερομηνίας 30.11.2017, ζήτησε από τους καθ’ ων η αίτηση απλώς μία πληροφόρηση, η οποία όμως αφορά ισχυριζόμενη ιδιωτική διαφορά.  Δεν ήγειρε, δηλαδή, οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης, ώστε να είναι επιτρεπτή η ανάληψη δικαιοδοσίας δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.  Υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή επιδικάζονται έξοδα ύψους €1.500.

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.



[1] Στη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του συμφώνως του άρθρου 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο