ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Νομική Αρωγή αρ. 4/2024)

30 Απριλίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002, Ν. 165(Ι)/2002, ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΡ. 1 ΤΟΥ 2003

ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ:

T. W.

Αιτητής

……………………………

Ο αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.

Ραφαέλα Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

[Ζωοπηγή Αβρααμίδου, μεταφράστρια, παρούσα για πιστή μετάφραση από Ελληνικά στα Αγγλικά και αντίστροφα].

 

 

       Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση για παροχή προς αυτόν δωρεάν νομικής αρωγής, έτσι ώστε να δυνηθεί να διορίσει δικηγόρο, προκειμένου να προωθήσει προσφυγή κατά της νομιμότητας της έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης κι απέλασης, ημερομηνίας 5.3.2024, τα οποία εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, ως αυτός έχει τροποποιηθεί, αφού θεωρήθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6(1)(δ) και (κ) του ίδιου Νόμου.

 

  Μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου, καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εμφανίστηκε για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, σχετικό σημείωμα, στο οποίο και περιγράφονται τα γεγονότα ως εξής:

 

Ο αιτητής είναι υπήκοος Καμερούν. Εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές σε άγνωστο χρόνο και στις 17.2.2020 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Ενώ εκκρεμούσε η εξέταση του αιτήματός του, εναντίον του καταχωρήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, η ποινική υπόθεση με αρ. 2800/2023, στα πλαίσια της οποίας του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών μηνών για το αδίκημα της κλοπής. Στις 26.5.2023 ο αιτητής αποφυλακίστηκε, χωρίς όμως να εκδοθούν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, καθότι τότε εκκρεμούσε ακόμα η εξέταση της αίτηση ασύλου που είχε υποβάλει.

 

  Στις 21.12.2023, ο αιτητής παρουσιάστηκε και πάλιν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, αυτή τη φορά στα πλαίσια εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης με αρ. 12318/2023, όπου του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης πέντε μηνών, για το ποινικό αδίκημα της ληστείας. Στις 16.1.2024, το αίτημα που υπέβαλε για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Όπως διευκρινίστηκε κατά την ακροαματική διαδικασία από την συνήγορο του Γενικού Εισαγγελέα, η απορριπτική απόφαση δεν προσεβλήθη με προσφυγή ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου.

  Παρενθετικά και για σκοπούς πληρότητας, καίτοι αυτά αποτελούν μεταγενέστερα των επιθυμούμενων να προσβληθούν διαταγμάτων κράτησης κι απέλασης ημερομηνίας 5.3.2024, αναφέρεται πως ο αιτητής, αργότερα, υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, η οποία είχε απορριπτική κατάληξη στις 29.3.2024, κατά της οποίας άσκησε την προσφυγή με αρ. Τ 597/24 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

  Επανερχόμενη στον επίδικο ουσιώδη χρόνο, στις 5.3.2024 εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή διατάγματα κράτησης κι απέλασης, βάσει των διατάξεων του άρθρου 14 του Κεφ. 105, αφού θεωρήθηκε ως ανεπιθύμητος μετανάστης, δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ) και (κ) του Κεφ. 105, ενόψει της καταδίκης του για το ποινικό αδίκημα της κλοπής και της καταδίκης του για το ποινικό αδίκημα της ληστείας, σε τρεις και πέντε μήνες αντίστοιχα. Τα εν λόγω διατάγματα επιδόθηκαν στον αιτητή στις 28.3.2024, τα οποία επιθυμεί να προσβάλει δια προσφυγής, για την καταχώρηση της οποίας αιτείται την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής.

 

  Η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, στο σημείωμα που κατέθεσε στο Δικαστήριο, ανέφερε ότι η περίπτωση κράτησης παρανόμως παραμένοντα υπηκόου τρίτης χώρας, δεν καλύπτεται από τις διατάξεις του άρθρου 6Γ(2) του περί Νομικής Αρωγής Νόμου. Υπέβαλε πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος για έγκριση της αίτησης, αφού η περίπτωση δεν καλύπτεται από τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο, λόγω του ότι στις διατάξεις του άρθρου 6Γ(2) του περί Νομικής Αρωγής Νόμου, δεν περιλαμβάνεται η έκδοση διαταγμάτων κράτησης που εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ του Κεφ. 105. Ως προς το διάταγμα απέλασης, υποστήριξε πως και πάλιν δεν καλύπτεται από τις νομοθετικές διατάξεις, καθότι δεν πρόκειται, ούτε περί απόφασης επιστροφής, ούτε απομάκρυνσης, ούτε και απαγόρευσης εισόδου.

 

  Υπέβαλε πως, ακόμα κι εάν θεωρηθεί πως η περίπτωση του αιτητή εμπίπτει στις διατάξεις του Νόμου, υποστήριξε πως και πάλιν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 6Γ(2)(ββ) του Νόμου, εφόσον δεν υπάρχει πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης σε περίπτωση καταχώρησης της προσφυγής κατά των διαταγμάτων κράτησης κι απέλασης ημερομηνίας 5.3.2024. Τούτο, αφού ο αιτητής παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία, δεν έχει νόμιμο καθεστώς παραμονής, ενώ η ίδια η συμπεριφορά του δικαιολογεί την έκδοση των εναντίον του διαταγμάτων.

 

  Αντίγραφο του υπό αναφορά σημειώματος του Γενικού Εισαγγελέα μεταφράστηκε στον αιτητή σήμερα και δόθηκε στον αιτητή η δυνατότητα να αναφέρει οτιδήποτε επιθυμούσε. Ανέφερε πως όλα τα γεγονότα βρίσκονται καταγεγραμμένα στον φάκελο της υπόθεσης και ζητά μία δεύτερη ευκαιρία. Δεν εργάζεται και δεν έχει εισοδήματα, γι’ αυτό κι υποβάλλει την υπό εκδίκαση αίτηση, ενώ δεν έχει άδεια παραμονής στη Δημοκρατία.   

 

  Το νομικό πλαίσιο στο οποίο στηρίζεται η παρούσα αίτηση, στη βάση και των προνοιών του περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικού Κανονισμού (Αρ. 1) του 2003, είναι ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος του 2002, Ν. 165(Ι)/2002, ως αυτός έχει τροποποιηθεί.

 

  Ειδικότερα, στις διατάξεις του άρθρου 6Γ του Νόμου, προβλέπεται η δυνατότητα παροχής δωρεάν νομικής αρωγής σε παρανόμως παραμένοντες υπηκόους τρίτης χώρας. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο εδάφιο (2) του εν λόγω άρθρου:-

 

«(2) Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε παρανόμως παραμένοντα υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά - 

(α) απόφασης επιστροφής που εκδίδεται από το Διευθυντή σύμφωνα µε το άρθρο 18ΟΗ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και αφορά τον εν λόγω υπήκοο, ή

(β) απόφασης περί απομάκρυνσης που εκδίδεται από τον Υπουργό Εσωτερικών σύμφωνα µε το άρθρο 18Π του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και αφορά τον εν λόγω υπήκοο, ή

(γ) απαγόρευσης εισόδου που εκδίδεται από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα µε το άρθρο 18ΠΓ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και αφορά τον εν λόγω υπήκοο.».

 

  Από την έγγραφη δήλωση του αιτητή που συνοδεύει την υπό εκδίκαση αίτηση, ο ίδιος επιθυμεί να προσβάλει τη νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης κι απέλασης ημερομηνίας 5.3.2024, τα οποία εκδόθηκαν βάσει των διατάξεων του άρθρου 14 του Κεφ. 105, καθότι αυτός κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6(1)(δ) και (κ) του Κεφ. 105, λόγω της καταδίκης του για τα ποινικά αδικήματα της κλοπής και της ληστείας και της επιβολής ποινής φυλάκισης τριών και πέντε μηνών αντίστοιχα.

 

  Κατόπιν διαπίστωσης εκ μέρους της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης πως υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ως προνοείται στο άρθρο 18ΠΣΤ του Κεφ. 105 αλλά και λόγω της καταδίκης του σε ποινή φυλάκισης, διαπιστώθηκε πως δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, εκδόθηκε το διάταγμα κράτησης ίδιας ημερομηνίας, το οποίο επίσης ερείδεται επί του άρθρου 6(1)(δ) και (κ) του Κεφ. 105.

 

  Στις διατάξεις του περί Νομικής Αρωγής Νόμου, δεν υπάρχει πρόνοια για δυνατότητα παροχής νομικής αρωγής σε παρανόμως διαμένοντα υπήκοο τρίτης χώρας, σε σχέση με το διάταγμα κράτησης, συνεπώς, η δυνάμει του άρθρου 18ΠΣΤ απόφαση έκδοσης διατάγματος κράτησης, εκπίπτει του πεδίου εφαρμογής των νομοθετικών διατάξεων.

 

  Ως προς το διάταγμα απέλασης, ίδιας ημερομηνίας, την νομιμότητα του οποίου ο αιτητής επιθυμεί επίσης να προσβάλει με προσφυγή, θεωρώ πως ούτε αυτό εμπίπτει στις εξαντλητικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 6Γ. Τούτο, αφού η επιθυμούμενη να προσβληθεί διοικητική απόφαση απέλασης, δεν συνιστά, ούτε απόφαση επιστροφής, ούτε απομάκρυνσης, ούτε απαγόρευσης εισόδου.

 

  Ακόμα όμως και σε περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί πως το διάταγμα απέλασης, ημερομηνίας 5.3.2024, συνιστά μορφή απομάκρυνσης, ήτοι φυσική μεταφορά του αιτητή εκτός της Δημοκρατίας, εμπίπτον (το διάταγμα απέλασης) κατ’ αυτόν τον τρόπο εντός των προνοιών του άρθρου 18Π του Κεφ. 105 και της παραγράφου (2)(β) του άρθρου 6Γ του περί Νομικής Αρωγής Νόμου, ήτοι απόφασης απομάκρυνσης και πάλιν η δική μου θεώρηση είναι πως δεν πληρείται η έτερη προϋπόθεση της υποπαραγράφου (ββ), για την ύπαρξη πιθανότητας να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση υπέρ του αιτητή.

 

  Τούτο, αφού για να πετύχει η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί πως υπάρχει πιθανότητα να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας εκδίκασης της προσφυγής, την οποία ο αιτητής προτίθεται να καταχωρήσει, αξιολόγηση που διενεργείται από το Δικαστήριο στη βάση των στοιχείων που τίθενται ενώπιον του, στα πλαίσια πάντοτε της παρούσας διαδικασίας. 

 

  Προς το σκοπό αξιολόγησης αυτής της πιθανότητας, λαμβάνοντας υπόψη τα έγγραφα τα οποία έχουν τεθεί υπόψη μου και τα όσα έχει δηλώσει σήμερα ο αιτητής, χωρίς να προβαίνω σε απόφανση επί της οριστικής τύχης της προσφυγής που ενδεχομένως θα καταχωρηθεί από τον αιτητή, διαπιστώνω πως δεν έχει τεθεί υπόψη μου οποιοδήποτε στοιχείο που να υποδηλώνει πλάνη της διοίκησης για το καθεστώς του αιτητή στη Δημοκρατία, αλλά ούτε και για τα πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα, ή για την συμπεριφορά του αιτητή, καθόσον χρονικό διάστημα ο ίδιος παρέμενε στη Δημοκρατία. Η καταδίκη του αιτητή σε δύο ποινικά αδικήματα ιδιαιτέρως σοβαρά, κρίνεται πως παρέχουν επαρκές έρεισμα στην απόφαση της Διευθύντριας να θεωρήσει τον αιτητή ως ανεπιθύμητο μετανάστη. Επιπροσθέτως, δεν διαφεύγει της προσοχής μου και το γεγονός της μη κατοχής εκ μέρους το αιτητή άδειας προσωρινής παραμονής στη Δημοκρατία, ενώ ο ίδιος δεν έχει ούτε εισοδήματα, ούτε κι εργάζεται, όπως δήλωσε κι ο ίδιος.

 

  Δοθέντος του γεγονότος πως ο αιτητής καταδικάστηκε δύο φορές για σοβαρά ποινικά αδικήματα και παράλληλα, παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία, καταλήγω πως η συνακόλουθη έκδοση των εναντίον του διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, ημερομηνίας 5.3.2024, φαίνεται να είναι, εκ πρώτοις όψεως, νόμιμη.

  Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση απορρίπτεται. Ο αιτητής βεβαίως, εφόσον επιθυμεί, διατηρεί το δικαίωμα να προχωρήσει με την καταχώρηση προσφυγής, εντός της προβλεπόμενης εκ του Συντάγματος προθεσμίας, με δικά του έξοδα.

 

  Τα έξοδα της μεταφράστριας, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.                                                  

 

 

                        Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο