ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

Υπόθεση αρ. 506/2024 (Κ)

                                                                                   (i-Justice)         

 

                         19 Απριλίου 2024

                              [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                               SAGAR KHADKA

 

                                                                                                   Αιτητής,

                                       και

              Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

 

Καθ’ ων η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Α. Ιωαννίδη (κα), για Γ. Στυλιανού & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον αιτητή.

Μ. Τρεμούρη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή και μετά την απόσυρση κατά το στάδιο των διευκρινήσεων του αιτητικού της Προσφυγής υπό παράγραφο (Δ), ο αιτητής ζητεί πλέον τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«(Α) Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 20/03/2024 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 21/03/24, με την οποίαν ο αιτητής κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (κ) του εδαφίου (1), του άρθρου 6 των Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσής Νόμο, και εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 14 είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

(Β) Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 20/03/2024 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 21/03/24 με την οποίαν εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

(Γ) Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 20/03/2024 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 21/03/24 με την οποίαν εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής είναι υπήκοος Νεπάλ, ο οποίος εισήλθε για πρώτη φορά στη Δημοκρατία στις 12.6.2019 με άδεια εισόδου ως φοιτητής. Ακολούθως, μετά από σχετική αίτηση, παραχωρήθηκε στον αιτητή άδεια για προσωρινή διαμονή του στη Δημοκρατία με ισχύ μέχρι τις 12.6.2020 για σκοπούς φοίτησης. Έκτοτε ο αιτητής δεν ανανέωσε την άδεια παραμονής του, παραμένοντας παράνομα στη Δημοκρατία.

 

Στις 26.1.2021, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αίτημα το οποίο κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 21.3.2023 ότι ο αιτητής απέσυρε σιωπηρά/εγκατέλειψε αφού ο ίδιος δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη για εξέταση της αίτησης ασύλου του. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου για κλείσιμο του φακέλου του αιτητή και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης του κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 27.3.2023. Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ο αιτητής δεν άσκησε οποιαδήποτε προσφυγή στο αρμόδιο Δικαστήριο.

 

Ακολούθως στις 19.3.2024, ο αιτητής εντοπίστηκε από μέλη της Αστυνομίας στην επαρχία Λευκωσίας και συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Στις 20.3.2024 εκδόθηκαν από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης διατάγματα κράτησης και απέλασης κατά του αιτητή, έρεισμα των οποίων, αποτέλεσε η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη λόγω της παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία από τις 22.4.2023, ημερομηνία κατά την οποία παρήλθε η  προθεσμία για αναχώρηση του από τη Δημοκρατία.

 

Η υπό εξέταση Προσφυγή καταχωρήθηκε στις 22.3.24.

 

Προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισμούς του αιτητή σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης (Τεκμήριο 1 Α) καθώς και του φακέλου της Υπηρεσίας Ασύλου (Τεκμήριο 1 Β), οι οποίοι κατατέθηκαν από τη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση κατά το στάδιο των διευκρινήσεων.

Επί της ουσίας, η πλευρά του αιτητή ισχυρίζεται ότι η έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων διενεργήθηκε υπό καθεστώς πλημμελούς και ελλιπούς έρευνας. Συγκεκριμένα εισηγείται ότι ενώ καταγράφεται ότι η αίτηση ασύλου του αιτητή απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου λόγω σιωπηρής απόσυρσης της, εντούτοις ο αιτητής ουδέποτε απέσυρε σιωπηρά την αίτηση του, γεγονός το οποίο δεν φαίνεται να έχει εξεταστεί από τους καθ΄ων η αίτηση. Προς υποστήριξη της θέσης αυτής υποβάλλεται ότι τόσο ο ίδιος ο αιτητής, δια μέσου τακτικής αποστολής μηνυμάτων στο 1199, όσο και ο δικηγόρος αυτού, δια μέσου αποστολής επιστολών, προσπάθησαν να τύχουν ενημέρωσης αναφορικά με την εξέλιξη της αίτησης ασύλου του αιτητή, χωρίς όμως να λάβουν οποιαδήποτε επίσημη πληροφόρηση. Η συνήγορος του αιτητή εισηγείται περαιτέρω ότι «δεν προκύπτει να έχει γίνει ενδελεχής έρευνα ώστε να κληθεί ο Αιτητής για σκοπούς συνέντευξης για συνέχισης της αίτηση του». Πρόσθετα και στα πλαίσια του ίδιου λόγου ακύρωσης περί ελλιπούς έρευνας, η πλευρά του αιτητή ισχυρίζεται ότι ουδέποτε κοινοποιήθηκε στον αιτητή η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Παρά το γεγονός ότι από τα έγγραφα του Συστήματος της Υπηρεσίας Ασύλου φαίνεται να έχει αποσταλεί στον αιτητή στις 27.3.23 επιστολή που να τον ενημερώνει ότι στις 21.3.23 λήφθηκε απόφαση επί της αιτήσεως του, εντούτοις, εισηγείται η πλευρά του αιτητή, δεν υπάρχει οποιαδήποτε υπογραφή του αιτητή στην εν λόγω απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία να καταδεικνύει ότι πράγματι έχει λάβει γνώση ο αιτητής.

 

Οι ισχυρισμοί του αιτητή είναι παντελώς αβάσιμοι και καταρρίπτονται στην ολότητα τους από τα ενώπιον μου έγγραφα, τα οποία επιβεβαιώνουν με τρόπο αναντίλεκτο ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβηκαν σε πλήρη και ορθή έρευνα των περιστατικών της υπόθεσης.

 

Εν προκειμένω, το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της Υπηρεσίας Ασύλου (Τεκμήριο 1Β) αποκαλύπτει ότι στις 21.3.2023 η Υπηρεσία Ασύλου έλαβε απόφαση για κλείσιμο του φακέλου του αιτητή και διακοπή της εξέτασης της αίτησης ασύλου του δυνάμει των άρθρων 16Β (1)(i) και 16 Β(2) (α)  του Περί Προσφυγών Νόμου. Τούτο διότι- ως αποκαλύπτουν τα ερυθρά 23-25 του Τεκμηρίου 1Β- και παρά τις συνεχείς προσπάθειες των αρμόδιων λειτουργών μέσω τηλεφωνικών κλήσεων αλλά και την αποστολή σχετικής  επιστολής στη τελευταία δηλωθείσα διεύθυνση του αιτητή, ο αιτητής δεν προσήλθε στις 9.3.2023 στην προκαθορισμένη συνέντευξη. Η δε θέση της συνηγόρου του αιτητή ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα συνιστούν προϊόν ελλιπούς έρευνας δήθεν διότι δεν εξετάστηκε από τους καθ΄ων η αίτηση ότι ο αιτητής προέβηκε σε ενέργειες που επιδείκνυαν το ενδιαφέρον του για την προώθηση της αίτησης ασύλου του (οι οποίες δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι αφορούν ενέργειες που ανάγονται σε παλαιότερο χρονικό διάστημα,ήτοι κατά τα έτη 2020-2021) παραβλέπει πλήρως ότι δια της παρούσας προσφυγής δεν δύναται να επιδιώκεται η ακύρωση και ή αναψηλάφηση προηγουμένων αυτοτελών διοικητικών αποφάσεων, οι οποίες περιβάλλονται με το τεκμήριο νομιμότητας  και οι οποίες απετέλεσαν το υπόβαθρο για την έκδοση των διαταγμάτων, ως εν προκειμένω η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Συνεπώς τα όσα ανεπίτρεπτα προβάλλει ο αιτητής με σκοπό να πλήξει τη νομιμότητα της απόφασης Υπηρεσίας Ασύλου, την οποία ουδέποτε προσέβαλε ενώπιον του αρμόδιου Δικαστήριου, ουδόλως μπορούν να τύχουν δικαστικής εξέτασης (M.L και Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 10/2014, ημερομηνίας 25/2/21) Δημοκρατία v  Milos Dejic (2008) 3 ΑΑΔ 358).

 

Ολωσδιόλου αβάσιμη κρίνεται και η θέση της συνηγόρου του αιτητή ότι ο αιτητής ουδέποτε έλαβε γνώση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, θέση την οποία, ως τόνισε και κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ουσιαστικά στηρίζει στο γεγονός ότι η ενημερωτική επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας  24.3.2023 δεν φέρει την υπογραφή του.  

 

Εύστοχα η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση παραπέμπει στο ερυθρό 58 του Τεκμηρίου 1Α το οποίο αποτελεί έγγραφο από το μηχανογραφημένο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου και στο οποίο ρητώς καταγράφεται ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 21.3.2023 κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 27.3.2023 δια μέσου «αποστολής απαντητικής επιστολής». Μάλιστα έχω ανατρέξει στο διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω εντοπίσει την επιστολή αυτή η οποία φέρει ημερομηνία  24.3.2023 (ερυθρό 34 Τεκμηρίου 1Β) καθώς και σχετική σφραγίδα με ένδειξη ταχυδρόμησης ημερομηνίας 27.3.2023. Περαιτέρω παρατηρώ ότι στο ημερολόγιο ενεργειών του διοικητικού φακέλου περιλαμβάνεται σχετική εγγραφή καταχώρηση «απόδειξης παραλαβής ταχυδρομείου» ημερομηνίας  4.4.23, απόδειξη η οποία επίσης περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο ως ερυθρό 35 και στην οποία αναγράφεται, ως τόπος αποστολής, η δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής του αιτητή.

 

Στη βάση των πιο πάνω, καθίσταται εμφανές ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή πως ουδέποτε έλαβε γνώση για την απόρριψη της αιτήσεως του, παρέμειναν αίολοι. Κατά πάγια νομολογία ο αιτητής είχε το βάρος να προσαγάγει την απαιτούμενη μαρτυρία προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού του ότι ουδέποτε παρέλαβε την επίμαχη επιστολή, πράγμα που στην προκειμένη περίπτωση απέτυχε να πράξει (Χατζηγεωργίου v Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2015, ημερομηνίας 1/2/22), ECLI:CY:AD:2022:C40 Eze v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.36/2016, ημερ.19.5.2022) SINGH v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 919/21, ημερομηνίας 22.10.2021).

 

Ούτε και βεβαίως ευσταθεί η έτερη αναφορά του αιτητή ότι η ημερομηνία 22.4.2023, η οποία αναγράφεται στο διάταγμα απέλασης ως η ημερομηνία εκ της οποίας άρχεται η παράνομη παραμονή του στη Δημοκρατία, είναι εσφαλμένη επειδή ο αιτητής είχε δικαίωμα Προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας εντός 30 ημέρων από την ημέρα που έλαβε γνώση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου καθώς και δικαίωμα εθελούσιας επιστροφής στη χώρα καταγωγής επτά ημέρων, το οποίο, κατά την εισήγηση, δεν δόθηκε στον αιτητή. Καθίσταται εμφανές ότι ο αιτητής σαφώς παραβλέπει τη ρητή διάταξη του άρθρου 12 Α (2) (ζ) του Ν. 73 (Ι)/18, η οποία προνοεί ότι κατά της απόφασης, η οποία λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 16Β, ως η περίπτωση του αιτητή, δύναται να ασκηθεί Προσφυγή ενώπιον του Δ.Δ.Δ.Π εντός προθεσμίας 15 ημερών και όχι 30 ημέρων από την ημερομηνία κοινοποίησης της εν λόγω απόφασης. Περαιτέρω και ως σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο της επίμαχης επιστολής ημερομηνίας 24.3.2023, η Υπηρεσία Ασύλου, πληροφορούσε τον αιτητή τόσο για το κλείσιμο του φακέλου του και τη διακοπή εξέτασης της αίτησης πολίτικου ασύλου που είχε υποβάλει κατ΄ εφαρμογή των προνοουμένων στα άρθρα 16Β (1)(i) και 16 Β(2) (α) του Περί Προσφύγων Νόμου, όσο και για την έκδοση απόφασης επιστροφής από το Τμήμα Μετανάστευσης, παρέχοντας μάλιστα και χρόνο επτά ημερών για οικειοθελή αναχώρηση του αιτητή από τη Δημοκρατία. Επομένως τα όσα αναφέρονται από τη πλευρά του αιτητή περί τούτου ουδόλως ευσταθούν.

 

Καθοριστικό δε παραμένει ότι ο αιτητής ουδέποτε αμφισβήτησε τη νομιμότητα της κοινοποιηθείσας απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 24.3.2023, αφήνοντας να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για ακύρωση της, γεγονός που επισφραγίζει οριστικά το ζήτημα. Συνεπώς -και σε πλήρη συμφωνία με τη θέση των καθ’ ων η αίτηση- διαπιστώνω ότι ο αιτητής και στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης και της εκ μέρους του διαπιστωθείσας παραβίασης της παραγράφου (κ) του άρθρου 6 (1)  του Κεφ. 105, νομίμως κρίθηκε απαγορευμένος μετανάστης, κρίση η οποία καθόλα ορθώς αποτέλεσε το έρεισμα για την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων. Συνεπακόλουθα κρίνω ότι καθόλα ορθά εκδόθηκε και το επίδικο διάταγμα απέλασης αφού κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης του, ήτοι στις 20.3.24 ο αιτητής αναντίλεκτα παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία ως απαγορευμένος μετανάστης, από τις 22.4.23, ημερομηνία κατά την οποία παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης του από τη Δημοκρατία, ως άλλωστε καταγράφεται ρητώς και στο σώμα της επίδικης απόφασης.

 

Περαιτέρω ο αιτητής διατείνεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν αυθαίρετα και/ή καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και/ή κατά παράβαση του Συντάγματος καθότι ως διατείνεται ο αιτητής συνελήφθη στις 19.3.2024 και τα προσβαλλόμενα διατάγματα εκδοθήκαν στις  20.3.2024 και επιδοθήκαν στον αιτητή στις 21.3.2024, με αποτέλεσμα η κράτηση του αιτητή να είναι παράνομη μέχρι την έκδοση και επίδοση των διαταγμάτων. Ναι μεν, συνεχίζει η συνήγορος του αιτητή,  ο αιτητής είχε ενημερωθεί από τον αρμόδιο αστυνομικό για τα δικαιώματα του κατά τη σύλληψη του σε γλώσσα κατανοητή αλλά πέραν τούτου δεν του επεξηγήθηκε επακριβώς το αδίκημα που διέπραξε και για ποιο λόγο κρατείτο.

 

Καθίσταται πρόδηλο ότι τα όσα ο αιτητής διατείνεται εκφεύγουν της δικαιοδοτικής κρίσης του παρόντος Δικαστηρίου αφού ανάγονται σε ζητήματα που συναρτώνται με τον τρόπο σύλληψης και/ή των δικαιωμάτων που παρασχέθηκαν κατά τη σύλληψη του αιτητή και/ή τη νομιμότητα της διάρκειας κράτησης του αιτητή, προ της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων (Μ.Ν v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 249/23, ημερομηνίας 4/5/2023). Εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω ότι ως επιβεβαιώνεται από τα ερυθρά 64-66 Τεκμήριου 1Α, στα οποία περιλαμβάνεται και η κατάθεση του επί καθήκοντι αστυνομικού, ο αιτητής συνελήφθη στις 19.3.2024 για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία και τέθηκε υπό κράτηση, αφού ενημερώθηκε πλήρως για τα δικαιώματα του. Σύμφωνα δε με το άρθρο 6(1Α) του Κεφ. 105 για να διαπιστωθεί εάν υπήκοος τρίτης χώρας είναι απαγορευμένος μετανάστης, η Αστυνομία δύναται να τον συλλάβει και να τον κρατήσει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις 24 ώρες. Κατά τη λήξη της περιόδου των 24 ωρών «ο υπήκοος τρίτης χώρας αφήνεται ελεύθερος, εκτός εάν εκδοθούν εναντίον του διατάγματα  κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14[…]», ως είναι και η περίπτωση του αιτητή, σύμφωνα με τα όσα αναδύονται από το διοικητικό φάκελο.

 

Απορριπτέος κρίνεται και ο έτερος ισχυρισμός του αιτητή ότι οι καθ΄ων η αίτηση τελούσαν υπό καθεστώς πλάνη καθότι ουδέποτε ειδοποίησαν τον αιτητή για την κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη συμφώνως με τον Κανονισμό 19 της Κ.Δ.Π 242/1972.

 

Ως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί και ως ορθά υποδεικνύει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, ο σχετικός Κανονισμός ουδόλως συναρτά την νομιμότητα έκδοσης του διατάγματος κράτησης και απέλασης υπό την προϋπόθεση προηγηθείσας ειδοποίησης περί κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη (Mensah ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 5735/2013, ημερομηνίας 31/5/17)  M.S v. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 164/2021, ημερομηνίας12/3/21). Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Islam και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 997/13, ημερομηνίας 9/7/13) λεχθήκαν τα εξής σχετικά, ως προς το υπό εξέταση ζήτημα:

 

«Παρατηρείται ότι ο Κανονισμός δεν επιβάλλει ούτε συσχετίζει την έκδοση του διατάγματος κράτησης και απέλασης με προηγηθείσα ειδοποίηση ότι ο αιτητής έχει κηρυχθεί σε απαγορευμένο μετανάστη. Εκείνο που προνοεί είναι ότι πρέπει να επιδοθεί ειδοποίηση περί του γεγονός ότι είναι απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με τον Δεύτερο Πίνακα της Κ.Δ.Π 242/72. Αυτό μπορεί να γίνει και ταυτόχρονα, αλλά δεν είναι, κρίνεται, επιτακτική η προηγούμενη ειδοποίηση, θεωρούμενης μάλιστα ως ουσιώδους τύπου».

 

Ομοίως απορριπτέες κρίνονται και οι γενικόλογες αναφορές του αιτητή ότι οι καθ΄ων η αίτηση υπό πλάνη δεν συνυπολόγισαν κατά το χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων άλλους παράγοντες και συγκεκριμένα ότι ο αιτητής αναγνώρισε εκουσίως το τέκνο της συμβίας του, το οποίο συντηρεί καθώς και ότι κατά το χρονικό διάστημα που παρέμενε στη Δημοκρατία εργαζόταν ανελλιπώς καταβάλλοντας κοινωνικές ασφαλίσεις. Ο αιτητής και πάλι παραβλέπει τη μόνη καθοριστική διαπίστωση, την οποία ουδόλως κατόρθωσε να κλονίσει, ήτοι ότι κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία ως απαγορευμένος μετανάστης. Είναι δε σαφές ότι τα όσα ο αιτητής επικαλείται ως παράγοντες που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη, αποτελούν αναμφίβολα στοιχεία τα οποία ουδόλως μπορούσαν να συνεκτιμηθούν αφού ουδεμία σχέση έχουν με την έκδοση των διαταγμάτων και τα οποία ουδόλως μπορούν να επηρεάσουν τη νομιμότητα των εκδοθέντων διαταγμάτων. Άλλωστε δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω ότι τα όσα ο αιτητής διατείνεται ουδόλως ενβρίσκουν πραγματικό έρεισμα στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Παντελώς αβάσιμος κρίνεται και ο γενικός και αόριστος ισχυρισμός του αιτητή αναφορικά με τη μη παροχή δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης. Αρκεί δε να επισημανθεί ότι η διοίκηση δεν είχε νομική υποχρέωση να παρέχει στον αιτητή δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων αφού ως είναι νομολογημένο τέτοια υποχρέωση, δεν εκτείνεται σε σχέση με διαδικασίες καθαρά διοικητικής φύσεως, όπως η παρούσα (Α.Ν v Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 89/2015, ημερομηνίας 3/6/22), ECLI:CY:AD:2022:C233  Kedoum v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505S.C v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 2/2023, ημερομηνίας 15/2/23) Borislav Borisov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 213/2013, ημερομηνίας 29.7.2013).

 

Απορριπτέοι δε κρίνονται και οι ισχυρισμοί του αιτητή περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της αρχής της ισότητας. Καταρχάς και ως ορθά υποδεικνύεται από τη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, οι ισχυρισμοί του αιτητή προβάλλονται με παντελώς αόριστο και γενικό τρόπο, χωρίς οποιαδήποτε, έστω στοιχειώδη, τεκμηρίωση. Ο αιτητής δεν αναπτύσσει οποιοδήποτε επιχείρημα με παραπομπή σε συγκεκριμένα στοιχεία προς στοιχειοθέτηση των πιο πάνω ισχυρισμών, με αποτέλεσμα οι ισχυρισμοί του αυτοί να παραμένουν γενικόλογοι, αόριστοι και ασαφείς και να μην επιδέχονται δικαστικής κρίσεως (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 60/2016, ημερομηνίας 6/9/2013) (Καρατσαουσίδης και Δημοκρατία (Υπόθεση Αρ. 836/2016, ημερομηνίας 25 Σεπτεμβρίου, 2020). Εν πάση περιπτώσει επισημαίνω ότι αφ΄ης στιγμής οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν δυνάμει συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των προνοιών του Κεφ. 105, δεν τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα παραβίασης  των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, οι οποίες  έχουν μόνο συμπληρωματικό χαρακτήρα εκεί όπου υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως βεβαίως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191) και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α. (Αναθεωρητική Έφεση αρ.19/11, ημερομηνίας  22/12/2016).

 

Αποτελεί πρόσθετο ισχυρισμό του αιτητή ότι παραβιάζεται η αρχή αναλογικότητας διότι υπήρχαν, πέραν της κράτησης του αιτητή, λιγότερα επαχθή μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν. Η δε δήλωση στην οποία προέβη ο αιτητής ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, επισημαίνει η πλευρά του αιτητή, δεν τον καθιστούσε και επικίνδυνο για διαφυγή.

 

Ουδέν από τα ανωτέρω ευσταθεί. Η έκδοση διατάγματος κράτησης για σκοπούς απέλασης, αποτελεί παρεχόμενη εξουσία του άρθρου 14(1) του Κεφ.105, η οποία σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του άρθρου 18 ΠΣΤ(1), επιτρέπεται ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής. Κατά πάγια δε νομολογία η κήρυξη ενός προσώπου ως παράνομου εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής ανά πάσα στιγμή (Mensah ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 5735/13,ημερομηνίας09/8/2013)El  Khouri  v. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 716/2014, ημερομηνίας 24/6/2016) Bibilashvili και Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 1954/2022(Κ), ημερομηνίας 20/12/22). Πόσο δε μάλλον στην προκειμένη περίπτωση όπου όπως επιμαρτυρείται από το περιεχόμενο της επιστολής ΥΑΜ Λευκωσίας ημερομηνίας 20.3.24-και άλλωστε παραδέχεται και η πλευρά του ίδιου του αιτητή- ο αιτητής κατά τον επίδικο χρόνο σύλληψης του δήλωσε ότι δεν γνώριζε την ακριβή διεύθυνση διαμονής του και δεν επιθυμούσε να επιστρέψει στη χώρα του.

 

Έπεται ότι τα όσα, ορθά, καταγράφονται στο εν λόγω διάταγμα κράτησης περί διαπίστωσης κινδύνου διαφυγής του αιτητή χωρίς περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, επειδή ο ίδιος δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και ήταν απρόθυμος στον επαναπατρισμό του, όχι μόνο δεν παραβιάζουν  της αρχής της αναλογικότητας αλλά καταδεικνύουν ότι η ευχέρεια των καθ΄ων η αίτηση για μη εναλλακτικά της κράτησης μέτρα ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της (Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, (Υπόθεση αρ. 1242/2022 ημερομηνίας  18/8/2022)  GSDAM. ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 626/2023, ημερομηνίας 9/6/23) M.I.U.H και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1507/23(Κ), ημερομηνίας 25/10/23). Άλλωστε, ο αιτητής δεν έχει υποδείξει ποια άλλα μέτρα, λιγότερο επαχθή από την κράτηση, θα μπορούσαν, υπό τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, να έχουν ληφθεί, τα οποία θα ήταν εξίσου ικανά με την κράτηση, για να εκπληρώσουν τον σκοπό της απέλασής του (Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 43/2022, ημερ. 19.5.2022).

 

Οι ανωτέρω διαπιστώσεις επιβεβαιώνουν δίχως άλλο το νόμιμο της αιτιολογίας των προσβαλλόμενων διαταγμάτων καθιστώντας προδήλως αβάσιμη και την παντελώς γενική και ατεκμηρίωτη θέση του αιτητή ότι η δοθείσα αιτιολογία δεν επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο.

 

Στη βάση των ανωτέρω, ουδείς εκ των λόγων ακύρωσης ευσταθεί. Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και οι επίδικες αποφάσεις επικυρώνονται με έξοδα €1200 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο