ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                 

 

(Υπόθεση Αρ. 570/2023)

 

25 Απριλίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

    1. EKO CYPRUS LIMITED

2. PAMBINOS PETROL STATION LTD                                                                         Αιτήτριες

                                                 ΚΑΙ

 

                                      ΔΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

 

Καθ’ ου  η Αίτηση

 

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 18.7.2023 ΓΙΑ ΠΡΟΣΑΓΩΓΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Μ. Αντωνίου (κα), για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτριες

Μ. Χριστοφή (κα), για Ηλίας Νεοκλέους & Σια Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ’ ου η Αίτηση

Η. Νικολαΐδου (κα), για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σια Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενα Μέρη

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Οι αιτητές καταχώρησαν στις 6.4.2023, την προσφυγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο, δια της οποίας ζητούν-

«Α. Δήλωση και/ή απόφαση του σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ` ων η αίτηση, για την οποία οι αιτήτριες έλαβαν γνώση με επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερ. 8.3.2023 την οποία παρέλαβαν στις 13.3.2023 (Επισύναψη 1) και με την οποία ενημέρωναν τον Διευθυντή της αιτήτριας υπ' αρ. 2, ότι η αίτηση ΠΑ [.] για τη χωροθέτηση της ανάπτυξης πρατηρίου πετρελαιοειδών στα τεμάχια με αρ. [.] και [.] του Φ.ΣΧ. 54/[.] επί της Λεωφόρου Γιάννου Κρανιδιώτη, Αγία Φύλαξης, Λεμεσός, εγκρίθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 20.1.2022 υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους Φ. Α. (Α.Δ.Τ. [.]), είναι άκυρη και/ή παράνομη και χωρίς οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα.

 

B. Δήλωση και/ή απόφαση του σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση, γιο την οποία οι αιτήτριες έλαβαν γνώση στις 28.2.2023 με ενημέρωση προφορικά από τους καθ' ων η αίτηση και με την οποία ενημερώθηκαν ότι στις 28.2.2023 εκδόθηκε η άδεια οικοδομής ΔΜ[.] για τη χωροθέτηση της ανάπτυξης πρατηρίου πετρελαιοειδών στα τεμάχια με αρ. [.] και [.] του Φ. ΣΧ. 54/[.] επί της Λεωφόρου Γιάννου Κρανιδιώτη, Αγία Φύλαξης, Λεμεσός, υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους Φ. Α. (Α.Δ.Τ. [.]), είναι άκυρη και/ή παράνομη και χωρίς οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα.».

 

Ο καθ’ ου η αίτηση και τα ενδιαφερόμενα μέρη (Ε.Μ) καταχώρησαν ένσταση επί της πιο πάνω αίτησης, δια της οποίας ήγειραν σειρά προδικαστικών ενστάσεων. Συγκεκριμένα, ο καθ’ ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι (α) οι αιτήτριες στερούνται άμεσου, ιδίου και προσωπικού εννόμου συμφέροντος προς προώθηση της προσφυγής τους, καθότι δεν εξειδικεύουν και/ή δεν αποδεικνύουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει προκαλέσει σε αυτές οποιαδήποτε υλική ή/και ηθική βλάβη και ούτε υπάρχει οποιαδήποτε ειδική έννομη σχέση και/ή αιτιώδης συνάφεια των αιτητριών με την προσβαλλόμενη πράξη, ενώ δεν δύνανται οι αιτήτριες να θεωρηθούν «ανταγωνιστές» εν τη εννοία που δίδεται από την οικεία νομολογία σε αυτές τις περιπτώσεις, (β) η προσφυγή υπόκειται σε απόρριψη ως αλυσιτελής, καθότι ακόμα και η ακύρωση των επίδικων πράξεων, δεν θα επιφέρει οποιοδήποτε έννομο όφελος στις αιτήτριες και δεν θα ικανοποιήσει τα κατ’ ισχυρισμόν συμφέροντά τους και (γ) η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, καθότι ο καθ’ ου η αίτηση εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση χορήγησης Πολεοδομικής Άδειας σε συνεδρία του ημερομηνίας 20.1.2022 και/ή με τη γνωστοποίηση χορήγησης Πολεοδομικής Άδειας στις 13.9.2022 και οι αιτήτριες καταχώρησαν την προσφυγή πολύ αργότερα, στις 6.4.2023, αναληθώς δε και αβάσιμα αυτές επικαλούνται την 13.3.2023 ως ημερομηνία που έλαβαν γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Από την πλευρά τους, και τα Ε.Μ. ήγειραν εν είδει προδικαστικής ενστάσεως ισχυρισμούς περί εκπροθέσμου της προσφυγής καθώς και περί έλλειψης του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος εκ μέρους των αιτητριών, ενώ επιπρόσθετα ισχυρίστηκαν προδικαστικώς ότι (α) η προσφυγή υπόκειται σε απόρριψη λόγω κατάχρησης, αφού, στην ουσία, αποτελεί προσπάθεια να αποφύγουν οι αιτήτριες με πλάγιο τρόπο «τον ευγενή, υγιή και επιτρεπόμενο ανταγωνισμό» και (β) η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, καθότι οι αιτήτριες και/ή οι αξιωματούχοι αυτών καταχώρησαν ιεραρχική προσφυγή και παράπονο προς εξέταση στο Υπουργείο Εσωτερικών, τα οποία απορρίφθηκαν στις 5.4.2023 και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πρόωρη και έχει απορροφηθεί η εκτελεστότητά της από την απορριπτική απόφαση επί της ιεραρχικής προσφυγής, η οποία και δεν έχει αμφισβητηθεί.

 

Στη συνέχεια, εκκρεμούσης της προσφυγής, καταχωρήθηκε από τις αιτήτριες η υπό κρίση αίτηση, δια της οποίας ζητείται-

 

«Α. Άδεια και/ή Διαταγή του σεβαστού Δικαστηρίου που να επιτρέπει στις αιτήτριες την προσαγωγή μαρτυρίας με Ένορκες Δηλώσεις μέσω των οποίων θα κατατεθεί στο Δικαστήριο η μαρτυρία που παρατίθεται στις Ένορκες Δηλώσεις του κ. Π. Σ. και του κ. Η. Χ., οι οποίες επισυνάπτονται στην Ένορκη Δήλωση του κ. Π. Σ. που συνοδεύει την παρούσα αίτηση ως Τεκμήρια A και B αντίστοιχα, και η οποία σχετίζεται με την στοιχειοθέτηση και τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντος των αιτητριών να προσβάλουν την επίδικη Πολεοδομική Άδεια ΠΑ [.], η οποία προσβάλλεται με το αιτητικό υπό Α. της Προσφυγής, και την επίδικη Άδεια Οικοδομής ΔΜ[.], η οποία προσβάλλεται με το αιτητικό υπό B. της Προσφυγής, την εμπρόθεσμη καταχώρηση της υπό κρίση Προσφυγής όπως προκύπτει από την ημερομηνία που οι αιτήτριες έλαβαν πλήρη γνώση για την έκδοση των επίδικων Αδειών από τους καθ' ων η αίτηση, καθώς και το γεγονός ότι οι προσβαλλόμενες άδειες αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις.».

 

Το δε «Τεκμήριο Α», στο οποίο περιέχεται η μαρτυρία που ο αιτητής επιθυμεί να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου («η πρώτη προτεινόμενη ένορκη δήλωση»), συνίσταται στην ένορκη δήλωση του κ. Π. Σ., εργαζόμενου ως Ανώτερος Διευθυντής Πωλήσεων στην αιτήτρια αρ. 1, η οποία αναφέρεται σε τρία (3) «Τεκμήρια», τα οποία επισυνάπτονται σε αυτήν και τα οποία, κατά τον ενόρκως δηλούντα, είναι απαραίτητο όπως προσαχθούν ως μαρτυρία, ήτοι: (1) πιστοποιητικά ότι η αιτήτρια αρ. 1 είναι εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη σύμφωνα με τους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας και δραστηριοποιείται στον τομέα των πετρελαιοειδών στην Κύπρο, (2) επιστολή της αιτήτριας αρ. 1 προς τον καθ’ ου η αίτηση, ημερομηνίας 1.3.2023, στην οποία αναφέρεται ότι περιήλθε στην αντίληψή της ότι επέκειτο η έκδοση και/ή ότι είχε εκδοθεί Πολεοδομική Άδεια που αφορούσε ανέγερση πρατηρίου πετρελαιοειδών στα επίδικα τεμάχια, επικαλούμενη την ανέγερση και λειτουργία του δικού της πρατηρίου απέναντι από τα τεμάχια, σε απόσταση λιγότερη των 2000 μέτρων και ζητώντας ενημέρωση για το θέμα, καθώς και απαντητική επιστολή  του καθ’ ου η αίτηση ημερομηνίας 8.3.2023 και (3) Εγκύκλιος του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 14.4.2015, στην οποία γίνεται αναφορά στην προαναφερθείσα επιστολή του καθ’ ου η αίτηση, ημερομηνίας 8.3.2023. Σύμφωνα με την πρώτη προτεινόμενη ένορκη δήλωση, με την επιστολή του καθ’ ου η αίτηση ημερ. 8.3.2023, η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 έλαβε για πρώτη φορά γνώση για την υποβολή της αίτησης ΠΑ 656/21 και ότι αυτή είχε εγκριθεί από το Δημοτικό Συμβούλιο του καθ’ ου η αίτηση, στη συνεδρία του ημερ. 20.1.2022.

 

Περαιτέρω, στην πρώτη προτεινόμενη ένορκη δήλωση γίνεται αναφορά στο πραγματικό πλαίσιο της υπόθεσης: όπως αναφέρεται, η αιτήτρια αρ. 2 είναι ο πρατηριούχος, στον οποίο έχει παραχωρηθεί από την αιτήτρια αρ. 1 Άδεια Χρήσης (License Agreement) για λειτουργία και εκμετάλλευση του πρατηρίου πετρελαιοειδών που βρίσκεται στα τεμάχια [.], [.], [.], [.] και [.], Φ.ΣΧ. [.]/49, επί της Λεωφόρου Γιάννου Κρανιδιώτη αρ. [.], Κάτω Πολεμίδια, Λεμεσός («το πρατήριο»). Η αιτήτρια αρ. 1 με βάση την εν λόγω Άδεια Χρήσης, ημερ. 4.11.2004, επιτρέπει στην αιτήτρια αρ. 2 να χρησιμοποιεί το πρατήριο υγρών καυσίμων για αποθήκευση, χειρισμό και εμπορία των προϊόντων της καθώς επίσης και για σκοπούς πλυσίματος και λίπανσης των οχημάτων καθώς και άλλων προϊόντων. Το δε πρατήριο είναι αδειοδοτημένο και λειτουργεί νόμιμα από το Νοέμβριο του 2006.

 

Τέλος, στην πρώτη προτεινόμενη ένορκη δήλωση τονίζεται ότι ο παράγοντας της τοποθεσίας του πρατηρίου αποτελεί την παράμετρο με τη μεγαλύτερη βαρύτητα αναφορικά με την επιλογή ενός πρατηρίου από αυτοκινητιστή. Εν προκειμένω, το τεμάχιο, στο οποίο έχει αδειοδοτηθεί το πρατήριο πετρελαιοειδών των Ε.Μ., βρίσκεται ακριβώς απέναντι και σε πολύ κοντινή απόσταση από το πρατήριο των αιτητριών, με αποτέλεσμα η λειτουργία του προτεινόμενου πρατηρίου να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις πωλήσεις του πρατηρίου των αιτητριών, τόσο σε πετρελαιοειδή όσο και σε άλλα προϊόντα και υπηρεσίες, εφόσον τόσο οι διερχόμενοι αυτοκινητιστές, όσο και οι περίοικοι θα μπορούν να εξυπηρετηθούν και από το νέο πρατήριο, το οποίο δεν πληροί τις ελάχιστες προϋποθέσεις σε σχέση με την απόσταση που θέτει η Εγκύκλιος 1/2013 και το Τοπικό Σχέδιο Λεμεσού 2013. Προς υποστήριξη των θέσεων αυτών, παρατίθενται στην πρώτη προτεινόμενη ένορκη δήλωση εν είδει πινάκων, τέσσερα παραδείγματα πρατηρίων ιδιοκτησίας της αιτήτριας αρ. 1, οι πωλήσεις των οποίων, κατά τον σχετικό ισχυρισμό, έχουν επηρεαστεί αρνητικά λόγω λειτουργίας άλλων πρατηρίων σε κοντινή απόσταση, στην ίδια περιοχή. Οι εν λόγω πίνακες ετοιμάστηκαν από τον κ. Σ. λόγω της θέσης του στην εταιρεία και, όπως αναφέρει ο ομνύων, τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τα επίσημα στοιχεία που καταγράφει η αιτήτρια αρ. 1 με βάση τις χονδρικές πωλήσεις της προς τα πρατήρια. Τα αμέσως πιο πάνω, συνεχίζει ο ενόρκως δηλών, αποδεικνύουν ότι οι πωλήσεις της αιτήτριας αρ. 1 έχουν μειωθεί σημαντικά λόγω ακριβώς της λειτουργίας ανταγωνιστικών πρατηρίων σε απόσταση μικρότερη από την απαιτούμενη των 2.000 μ..

 

Συνεπώς, καταλήγει ο κ. Σ., προκύπτει ότι η εφαρμογή και εκτέλεση των επίδικων αδειών θα προκαλέσει ιδιαίτερα αρνητικό και καταλυτικό ρόλο στα συμφέροντα των αιτητριών. Σε τέτοια περίπτωση η ζημιά των αιτητριών είναι ανεπανόρθωτη και/ή η βλάβη που θα υποστούν θα είναι δυσχερώς επανορθώσιμη, όχι μόνο πρωταρχικά οικονομική ή χρηματική, αλλά θα επηρεάσει αρνητικά και τα γενικότερα συμφέροντα των ιδιοκτητών και των αδειούχων πρατηρίων πετρελαιοειδών, λόγω της εφαρμογής και/ή εκτέλεσης έκδηλα παράνομα αδειών.

 

Επιπρόσθετα, οι αιτητές επιδιώκουν την προσαγωγή μαρτυρίας δια του «Τεκμηρίου Β» στην ένορκη δήλωση του κ. Σ.: στο εν λόγω «Τεκμήριο Β» περιέχεται ένορκη δήλωση του κ. Η. Χ., ενός εκ των Διευθυντών της αιτήτριας αρ. 2 («η δεύτερη προτεινόμενη ένορκη δήλωση»), ο οποίος αναφέρει ότι γνωρίζει καλά τα γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης από προσωπική γνώση και ανάμειξη λόγω της θέσης του, καθώς και από πληροφόρηση που έλαβε από λειτουργούς και αρμοδίους που εργάζονται στην αιτήτρια αρ. 1 και από τον πατέρα του, κ. Π. Χ., ο οποίος είναι επίσης ένας εκ των Διευθυντών της αιτήτριας αρ. 2, που είχαν εμπλοκή στην υπόθεση. Είναι δε πλήρως και δεόντως εξουσιοδοτημένος από τις αιτήτριες να προβεί στην δική του Ένορκη Δήλωση, ενώ έχει λάβει νομική συμβουλή από το δικηγορικό γραφείο κ.κ. Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.. Η δεύτερη προτεινόμενη ένορκη δήλωση αναφέρεται σε οκτώ (8) «Τεκμήρια», τα οποία επισυνάπτονται σε αυτήν και τα οποία, κατά τον ενόρκως δηλούντα, είναι απαραίτητο όπως προσαχθούν ως μαρτυρία, ήτοι (1) πιστοποιητικά ότι η αιτήτρια αρ. 2 είναι εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη σύμφωνα με τους νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας (συναφώς αναφέρεται και στην δεύτερη προτεινόμενη ένορκη δήλωση ότι η αιτήτρια αρ. 2 είναι ο πρατηριούχος, στον οποίο έχει παραχωρηθεί από την αιτήτρια  αρ. 1 Άδεια Χρήσης (License Agreement) για λειτουργία και εκμετάλλευση του πρατηρίου, η δε αιτήτρια αρ. 1 με βάση την Άδεια Χρήσης, επιτρέπει στην αιτήτρια αρ. 2 να χρησιμοποιεί το πρατήριο υγρών καυσίμων για αποθήκευση, χειρισμό και εμπορία των προϊόντων της καθώς επίσης και για σκοπούς πλυσίματος και λίπανσης των οχημάτων καθώς και άλλων προϊόντων), (2) επιστολή του καθ’ ου η αίτηση προς την αιτήτρια αρ. 2 ημερομηνίας 8.3.2023 (βλ. και τεκμήριο 2 της πρώτης προτεινόμενης ένορκης δήλωσης), (3) και (4) δυο ηλεκτρονικά μηνύματα του κ. Π. Χ. προς τους καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 28.2.2023, δια των οποίων ζητούνται εξηγήσεις αναφορικά με την έκδοση της επίδικης Πολεοδομικής Άδειας ΠΑ[.] και Άδειας Οικοδομής, (5) ηλεκτρονικό μήνυμα του κ. Π. Χ. προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ημερομηνίας 2.3.2023 αναφορικά με το υπό αναφορά ζήτημα, το οποίο, κατά τον ομνύοντα, δεν αποτελεί Ιεραρχική Προσφυγή ενώπιον του Υπουργού ή άλλη παρόμοιας φύσης διαδικασία, (6) επιστολή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ημερ. 12.7.2023 των δικηγόρων των αιτητριών προς τον Υπουργό Εσωτερικών, (7) συγκριτικά στοιχεία του ακινήτου των αιτητριών και του ακινήτου, για το οποίο εκδόθηκαν οι επίδικες άδειες και (8) περιγραφή της εγγύτητας των δυο ακινήτων με τη χρήση της εφαρμογής «google maps», προς υποστήριξη του ισχυρισμού ότι σε περίπτωση που η απόσταση μεταξύ των δύο πρατηρίων διανυθεί με όχημα, τότε όλες οι πιθανές διαδρομές που μπορούν να ακολουθηθούν υπολογίζονται σε απόσταση μικρότερη των 2000 μέτρων, δηλαδή μικρότερη της απόστασης που απαιτείται με βάση την Εγκύκλιο 1/2013 του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 12.2.2013.

 

Όλα τα πιο πάνω, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του κ. Σ., η οποία συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση, είναι απολύτως σχετικά και αναγκαία όπως προσαχθούν ως μαρτυρία, καθότι αποσκοπούν να στοιχειοθετήσουν και να τεκμηριώσουν το άμεσο, ενεστώς και προσωπικό έννομο συμφέρον των αιτητριών και ειδικότερα την άμεση και ειδική σχέση που έχει το πρατήριο με το πρατήριο υπέρ ου εκδόθηκαν οι επίδικες άδειες, καθώς και τη ζημιά και βλάβη που οι αιτήτριες υφίστανται από την έκδοση των επίδικων αδειών. Ειδικότερα, η επιδιωκόμενη μαρτυρία αποσκοπεί να αποδείξει ότι το πρατήριο «βρίσκεται ακριβώς απέναντι και σε απόσταση 40 μέτρων από το επίδικο τεμάχιο στο οποίο σκοπείται να ανεγερθεί πρατήριο πετρελαιοειδών και σε απόσταση μικρότερη αν διανυθεί με αυτοκίνητο των 2000 μέτρων», δηλαδή μικρότερη της απόστασης που απαιτείται σύμφωνα με την Εγκύκλιο 1/2013 του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 12.2.2013. Επιπρόσθετα, η επιδιωκόμενη μαρτυρία αποσκοπεί στη στοιχειοθέτηση και τεκμηρίωση του χρόνου κατά τον οποίο οι αιτήτριες έλαβαν πλήρη γνώση για την έκδοση των επίδικων αδειών από τον καθ’ ου η αίτηση υπέρ των Ε.Μ, ούτως ώστε να μπορεί να κριθεί από το Δικαστήριο από πότε άρχεται η προθεσμία των 75 ημερών για την καταχώρηση προσφυγής. Τέλος, σύμφωνα με τον ομνύοντα, η επιδιωκόμενη προς προσαγωγή μαρτυρία αποσκοπεί στο να καταδείξει ότι οι αιτήτριες αμφισβητούν τις προσβαλλόμενες άδειες, ως τις μόνες εκτελεστές διοικητικές πράξεις, και ότι αυτές ούτε έχουν καταχωρήσει ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος σε τέτοια περίπτωση, θα εξέδιδε απόφαση, η οποία θα ήταν προσβλητή με προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, αλλ’ ούτε και έχουν υποβάλει παράπονο ή έχουν κινήσει άλλη διαδικασία τέτοιας φύσης η οποία να καταλήγει σε έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης, στην οποία να ενσωματώνονται οι επίδικες άδειες.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί των αιτητριών, καταλήγει ο κ. Σ., στηρίζονται αποκλειστικά στις επιστολές και έγγραφα και στα γεγονότα που τα περιβάλλουν και παρατίθενται στα «Τεκμήρια Α» και «B» και η προσαγωγή μαρτυρίας θα είναι αποφασιστικής σημασίας για την προώθηση και έκβαση της υπόθεσης και θα βοηθήσει το Δικαστήριο στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. H δε προσαγωγή της εν λόγω μαρτυρίας είναι ο μόνος τρόπος για τις αιτήτριες να στοιχειοθετήσουν και να αποδείξουν το έννομο τους συμφέρον, ότι η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα καθώς και ότι αυτή στρέφεται εναντίον εκτελεστών διοικητικών πράξεων.

 

Τα ίδια εν πολλοίς αναφέρονται και στην γραπτή αγόρευση των συνηγόρων των αιτητριών, που, με αναφορά και σε σχετική επί του θέματος νομολογία, τονίζουν τη σχετικότητα της αιτούμενης προς προσαγωγή μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα, και δη με τα δια των προδικαστικών ενστάσεων εγειρόμενα. Αυτή η μαρτυρία, ως εισηγούνται, θα βοηθήσει το Δικαστήριο στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης και θα το διαφωτίσει ως προς τα θέματα αυτά, με τη διαμόρφωση μιας πιο σφαιρικής εικόνας των πραγμάτων, υποβάλλοντας τελικά την εισήγηση ότι η υπό εξέταση αίτηση θα πρέπει να επιτύχει και να επιτραπεί η προσκόμιση της εν λόγω μαρτυρίας. Ειδικότερα, κατά την κα Αντωνίου, τα επισυνημμένα «τεκμήρια» στις δυο προτεινόμενες ένορκες δηλώσεις, είναι απόλυτα σχετικά και απαραίτητα για την στοιχειοθέτηση του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος των αιτητριών, αλλά και των ισχυρισμών περί εμπρόθεσμης καταχώρησης της προσφυγής και περί εκτελεστότητας των προσβαλλόμενων πράξεων.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις των συνηγόρων του καθ’ ου η αίτηση, οι οποίοι, αρχικώς δια της ενστάσεώς τους και εν συνεχεία δια της γραπτής τους αγόρευσης, εισηγούνται την απόρριψη της αίτησης, προβάλλοντας κυρίως ότι-

 

1. Δεν υφίσταται αναγκαιότητα της αιτούμενης προς προσαγωγή μαρτυρίας και δεν δικαιολογείται η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και/ή είναι παντελώς αβάσιμη, ενώ τυχόν αποδοχή της, σε τίποτε δεν θα βοηθούσε το έργο του Δικαστηρίου·

 

2. Με την αιτούμενη προσκόμιση μαρτυρίας, προωθούνται αιτήματα που δε συνάδουν με τις αρμοδιότητες και/ή τη φύση του ακυρωτικού ελέγχου του Διοικητικού Δικαστηρίου και τυχόν αποδοχή της εν λόγω μαρτυρίας, θα ισοδυναμούσε με ανάληψη δικαιοδοσίας ελέγχου της ουσιαστικής κρίσης της Διοίκησης, η οποία δεν είναι επιτρεπτή από τη νομολογία·

 

3. Με την υπό εξέταση αίτηση, οι αιτήτριες επιδιώκουν να προσαγάγουν μαρτυρία, η οποία δεν είναι σχετική με την εγκυρότητα των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων, αλλ’ ούτε και αναγκαία, αφού δεν είναι δυνατό να τεκμηριώσει οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης των επίδικων πράξεων και, συνακόλουθα, δεν μπορεί να βοηθήσει το Δικαστήριο στην επίλυση των επίδικων θεμάτων. Η επιδιωκόμενη μαρτυρία δεν είναι αποδεικτική οποιουδήποτε γεγονότος που να τεκμηριώνει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, όλο δε το σχετικό υλικό βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου και αυτό, κατά τη σχετική εισήγηση, είναι πέραν από αρκετό για να δώσει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφασίσει εάν ορθά, δίκαια και αιτιολογημένα άσκησε ο καθ’ ου η αίτηση τη διακριτική του εξουσία·

 

4. Οι αιτήτριες επιδιώκουν με την αίτησή τους να θέσουν μαρτυρία, η οποία δεν τέθηκε επίσημα ενώπιον του αρμόδιου οργάνου κατά τον ουσιώδη χρόνο και/ή έπεται του ουσιώδους χρόνου, προς απόδειξη ισχυρισμών αναφορικά με ζητήματα τα οποία πρέπει απαραιτήτως και αποκλειστικά να αποφασίζονται με βάση το περιεχόμενο των σχετικών διοικητικών φακέλων που θα κατατεθούν ως τεκμήρια στο Δικαστήριο και τα οποία μπορούν εν πάση περιπτώσει να εξακριβωθούν από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων. Με την αποδοχή δε της αιτούμενης μαρτυρίας, διαφοροποιείται και/ή αλλοιώνεται και/ή μεταβάλλεται το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων και/ή των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, γεγονός που καθιστά ανεπίτρεπτη την αποδοχή μαρτυρίας επί τέτοιου θέματος·

 

5. H επίδικη αίτηση και/ή η μαρτυρία που επιθυμούν να προσαγάγουν οι αιτήτριες είναι κακόπιστη και/ή επινοημένη και/ή αποτελεί εκ των υστέρων σκέψη και/ή κατασκεύασμα και/ή οι αιτήτριες επιδιώκουν αλλότριους σκοπούς και/ή είναι καταχρηστική και/ή εκλαμβάνει τη μορφή της επιχειρηματολογίας, η προβολή της οποίας δεν γίνεται μέσω της διαδικασίας της προσαγωγής μαρτυρίας·

 

6. Η επιδιωκόμενη προς προσαγωγή μαρτυρία θα προκαλέσει περαιτέρω καθυστέρηση σε μια διαδικασία μάλιστα που οι ίδιες οι αιτήτριες επέμεναν να εκδικαστεί ταχέως·

 

7. Η επίδικη αίτηση και/ή η μαρτυρία που επιθυμούν να προσαγάγουν οι αιτήτριες, δεν θα πρέπει να γίνει αποδεκτή αφού εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου, το οποίο, στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, δεν υπεισέρχεται σε διαπιστώσεις πρωτογενών γεγονότων και/ή στην αξιολόγηση πραγματικών στοιχείων, ούτε προβαίνει σε κρίση επί αντικρουόμενων θέσεων και/ή ούτε εξετάζει και/ή να αξιολογεί τεχνικής φύσεως ζητήματα·

 

8. Αποδοχή της επίδικης αίτησης και/ή της σκοπούμενης προς προσαγωγή μαρτυρίας δεν είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και θα έχει ως αποτέλεσμα τον εκτροχιασμό των επίδικων ζητημάτων και/ή της δίκης.

 

Την ένσταση του καθ’ ου η αίτηση συνοδεύει ένορκη δήλωση της κας Μ. Π., Νομικής Λειτουργού στην υπηρεσία του Δήμου Λεμεσού, στην οποία αναφέρονται εν πολλοίς τα όσα περιέχονται στην ένσταση και έχουν ήδη εκτεθεί πιο πάνω.

 

Η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη να προβεί στην ένορκη δήλωσή της, γνωρίζει δε αυτή τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση, ενώ σε σχέση με τα νομικά σημεία που εγείρονται στην αίτηση, προβαίνει στη δήλωσή της μετά από νομική συμβουλή που έλαβε από τους δικηγόρους του καθ’ ου η αίτηση. Αφού πρώτα αναφέρεται στο ιστορικό της υπόθεσης, η κα Π. δηλώνει ότι η σκοπούμενη προς προσαγωγή μαρτυρία γίνεται υπό το μανδύα της εξειδίκευσης και της αντίκρουσης των προδικαστικών ενστάσεων του καθ’ ου η αίτηση και δεν είναι σχετική με τα επίδικα θέματα. Σε αρκετές δε περιπτώσεις, η σκοπούμενη μαρτυρία παρουσιάζεται υπό το μανδύα απόδειξης του εννόμου συμφέροντος, ενώ στην πραγματικότητα οι αιτήτριες επιχειρούν να παρουσιάσουν μαρτυρία που υπεισέρχεται σε τεχνικής φύσεως ζητήματα σε σημείο μάλιστα, που τυχόν αποδοχή της, θα ισοδυναμούσε με ανάληψη δικαιοδοσίας ελέγχου της ουσιαστικής κρίσης της Διοίκησης. Δεν πρόκειται για μια καλόπιστη προσαγωγή μαρτυρίας, αλλά για μια μαρτυρία, η οποία εξυπηρετεί τα συμφέροντα και τις θέσεις των αιτητριών κατά τρόπο λανθασμένο, ανεπίτρεπτο και καταχρηστικό. Τονίζει, τέλος, η ομνύουσα ότι δεν πληρούνται αι προϋποθέσεις της νομολογίας για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και για την αποδοχή της σκοπούμενης προς προσαγωγή μαρτυρίας. Τυχόν δε αποδοχή της αίτησης, θα μεταβάλει την τροχιά της διαδικασίας και θα συνεπαγόταν αδικαιολογήτως και ανεπίτρεπτη καθυστέρηση.

 

Οι πιο πάνω θέσεις αναπτύσσονται, ενίοτε με παραπομπή σε σχετική νομολογία, και στη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του καθ’ ου η αίτηση.

 

Η πλευρά των Ε.Μ. ρητά δήλωσε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι δεν προτίθετο να καταχωρήσει δική της ένσταση επί της αιτήσεως, ούτε γραπτή αγόρευση, αλλά υιοθετεί αυτές του καθ’ ου η αίτηση.

 

Έχω εξετάσει την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, είτε υπέρ είτε κατά της βασιμότητας της υπό εξέταση αίτησης, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη τις επίδικες πράξεις, τους σχετικούς προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης που προωθούνται στην προσφυγή, αλλά και τα γεγονότα της περίπτωσης.

 

Υπενθυμίζω, εν πρώτοις, ότι η νομολογία  αντιμετωπίζει τις αιτήσεις για προσαγωγή μαρτυρίας με εξαιρετική φειδώ, επιβεβαιώνουσα το γνωστό κανόνα ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και ουδέποτε υπεισέρχεται σε διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων ή στην αξιολόγηση των δεδομένων από πλευράς πραγματικών στοιχείων, ούτε  βέβαια προβαίνει σε κρίση επί αντικρουόμενων θέσεων (Κωνσταντίνος Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 529/2009, ημερ. 25.2.2011, Φώτης Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 52/2009, ημερ. 30.12.2010).

 

Πρωταρχικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας, δεδομένου του εξεταστικού χαρακτήρα της ακυρωτικής διαδικασίας, είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η μαρτυρία είναι εύλογα σχετική και αποδεικτική οποιουδήποτε επίδικου θέματος (Petrolina Ltd κ.α. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. Αριθ. 223/2000, ημερ. 4.4.2002, Ζαρβός ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 106, Kyriakides v. Republic, 1 RSCC 66).  Προσαγωγή μαρτυρίας επιτρέπεται μόνον όταν η απόδειξη των συγκεκριμένων γεγονότων μπορεί να τεκμηριώσει ισχυρισμό αναφορικά με οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης (Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 999/91, ημερ. 24.9.1992, Lordos Hotels Holdings Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υποθ. Αρ. 71/97, ημερ. 18.11.1999). Επιπρόσθετα, η έγκριση του αιτήματος για προσαγωγή μαρτυρίας θα πρέπει να είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης (Tasni Enviro Ltd και Telmen Ltd ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 862/2005, ημερ. 26.6.2008).

 

Ταυτόχρονα, έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί το ανεπιθύμητο της διαφοροποίησης, αλλοίωσης ή μεταβολής των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον της Διοίκησης κατά τον ουσιώδη χρόνο, και το οποίο πηγάζει από τη φύση της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και από τις αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο των διοικητικών πράξεων. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας που διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη, προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης, το οποίο συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασης και, ως εκ τούτου, πηγή πληροφόρησης και υλικό για την οποιαδήποτε επιχειρηματολογία αποτελεί ο διοικητικός φάκελος και το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο (βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549 και Ράφτη κ.α. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 335). Αν δε τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνισή τους δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο, που έχει και την ευθύνη για την αξιολόγησή τους (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 999/91 ημερ. 24.9.92 και Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317, 325).

 

Περαιτέρω, έχει κατ’ επανάληψη επισημανθεί ότι «όταν εγείρεται θέμα ελλιπούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, τα ζητήματα αυτά πρέπει αποκλειστικά να αποφασίζονται με βάση το περιεχόμενο των σχετικών φακέλων και αποδοχή μαρτυρίας για τα ζητήματα αυτά δυνατό να διαφοροποιήσει, αλλοιώσει ή μεταβάλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη και τέτοια πορεία δεν τυγχάνει της επιδοκιμασίας της νομολογίας» (Δημοκρατία ν. D.J. Karapatakis Sons Ltd Consortium, Α.Ε. 125/14, ημερ. 13.7.2015, Μ. Σχίζα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 691/2002, ημερ. 16.9.2004).

 

Όλες οι πιο πάνω νομολογιακές κατευθυντήριες, είχαν διατυπωθεί προηγουμένως στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 507, από την οποία παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα (βλ. Phedias Kyriakides v. The Republic (1961) 1 R.S.C.C. 66, Skourides v. Attorney General (1967) 3 C.L.R. 518, Lambrakis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 72 και Antoniou v. Republic (1971) 3 C.L.R. 417). To θέμα εξετάστηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Α. 106, όπου το Δικαστήριο υιοθετώντας την απόφαση Phedias Kyriakides παρατήρησε ότι,

 

"...ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που θα ακολουθούνται στην εξέταση της αποδοχής οποιασδήποτε μαρτυρίας είναι κατά πόσο τέτοια μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οιονδήποτε επίδικο θέμα και αποδειχτική οιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιον του Δικαστηρίου και μπορεί ή όχι να βοηθήσει το Δικαστήριο στην απονομή δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τη δικαιοδοσία του." (βλ. επίσης Constantinides v. The Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 387, Λέλλα Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, 668/90 της 30/9/93, Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 ΑA.Δ. 145,162 και Μάρω Ράφτη και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Δ.Δ. 335).

 

Επιπρόσθετα πρέπει να σημειωθεί ότι "δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μαρτυρία η οποία να διαφοροποιεί, να αλλοιώνει ή να μεταβάλλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη προς ενίσχυση του κύρους της απόφασης", αφού "το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς των πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη". (Βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδης και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ. 549).

 

Πρέπει να τονιστεί ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να προσαγάγουν μαρτυρία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Η παροχή της άδειας του Δικαστηρίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για  την παρουσίαση μαρτυρίας. Η σχετική άδεια μπορεί να δοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 των Κανονισμών του 1962 κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται, είτε προφορικά είτε εγγράφως (βλ. Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281)».

 

Εν προκειμένω, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων και λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της επιδιωκόμενης προς προσαγωγή μαρτυρίας, κρίνω, υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, ότι η υπό εξέταση αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και δεν μπορεί να επιτραπεί η προσκόμιση της μαρτυρίας που ζητούν οι αιτήτριες δι’ αυτής.

 

Στην κατάληξή μου αυτή, έλαβα σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι όλα τα «τεκμήρια», στα οποία γίνεται αναφορά στις προτεινόμενες ένορκες δηλώσεις και των οποίων σκοπείται η προσκόμιση, πλην του τεκμηρίου 1 στις δυο ένορκες δηλώσεις και των τεκμηρίων 7 και 8 στην δεύτερη προτεινόμενη ένορκη δήλωση (για αυτά γίνεται ειδική αναφορά πιο κάτω), περιέχονται στον οικείο διοικητικό φάκελο και/ή αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου που θα κατατεθεί κατά το στάδιο των διευκρινίσεων: αυτό δηλώθηκε ρητά από τις συνηγόρους των αιτητριών και του καθ’ ου η αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τις δικασίμους ημερομηνίας 5 και 7 Μαρτίου 2024. Συνεπώς, τα εν λόγω «τεκμήρια» και/ή η όποια χρησιμότητα και/ή διασύνδεσή τους με τα επίδικα θέματα, θα τύχουν αξιολόγησης κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.

 

Και οι δυο προτεινόμενες ένορκες δηλώσεις, περιλαμβανομένων βεβαίως και των εκεί περιεχόμενων «τεκμηρίων», εστιάζουν σε ζητήματα που άπτονται και/ή αφορούν ευθέως στις προαναφερθείσες προδικαστικές ενστάσεις που ήγειραν ο καθ’ ου η αίτηση και τα Ε.Μ.. Εν πρώτοις, ως προς το ζήτημα της ύπαρξης της απαιτούμενης νομιμοποίησης των αιτητριών, ας σημειωθεί εξ’ αρχής ότι αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι το πρατήριο των αιτητριών και το πρατήριο για το οποίο χορηγήθηκαν οι επίδικες άδειες, βρίσκονται απέναντι και σε κοντινή απόσταση. Αυτό εξάλλου αναφέρθηκε και στη δικάσιμο της 5.3.2024. Επιπρόσθετα, παρατηρώ ότι στην ίδια την αίτηση ακυρώσεως οι αιτητές έχουν ήδη δικογραφήσει και περιλάβει ισχυρισμούς περί ζημίας και/ή δυσμενούς επηρεασμού των συμφερόντων τους από τυχόν ανέγερση του πρατηρίου των Ε.Μ., με αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως ζημία, ως η οικεία νομολογία απαιτεί (Γιώργος Νεοκλέους κ.α ν. Δήμου Αγλαντζιάς κ.α., Υποθ. Αρ. 1183/2011, ημερ. 29.10.2015).

 

Τα αμέσως πιο πάνω σχετίζονται άμεσα με την ύπαρξη του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος, χωρίς να υφίσταται κατ’ ανάγκην λόγος αναφοράς, σε αυτό το στάδιο, στην Εγκύλιο 1/2013, ημερομηνίας 12.2.2013 («τεκμήριο 3» στην πρώτη προτεινόμενη ένορκη δήλωση) και γενικά στο νομοθετικό πλαίσιο, υπό το φως βεβαίως και της νομολογίας επί του συγκεκριμένου θέματος της ύπαρξης ανταγωνισμού μεταξύ πρατηρίων πετρελαιοειδών που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση. Εξάλλου, η εν λόγω Εγκύκλιος αυτή καθ’ εαυτήν μπορεί να τεθεί ανά πάσα στιγμή ενώπιον του Δικαστηρίου ως δευτερογενής νομοθεσία, χωρίς την ύπαρξη αίτησης ως η υπό κρίση.

 

Εν πάση δε περιπτώσει, δεδομένων των αμέσως πιο πάνω, και εφόσον βεβαίως η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση και των Ε.Μ. συνεχίσει να προωθεί τη συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση, μπορούν οι συνήγοροι των διαδίκων να αναπτύξουν τις θέσεις τους δια των γραπτών τους αγορεύσεων στο πλαίσιο της κυρίως αίτησης, χωρίς να χρειάζεται αναφορά στο περιεχόμενο των προτεινόμενων ενόρκων δηλώσεων ή/και σε οποιοδήποτε από τα επιδιωκόμενα προς προσαγωγή «τεκμήρια».

 

Στο πλαίσιο πάντα του ζητήματος της ύπαρξης της απαιτούμενης νομιμοποίησής των αιτητριών προς καταχώρηση της υπό αναφορά προσφυγής, πέραν των αμέσως πιο πάνω, θα πρέπει να λεχθούν και τα εξής: προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους περί ύπαρξης εννόμου συμφέροντος, οι αιτήτριες περιέλαβαν στη δεύτερη προτεινόμενη ένορκη δήλωση του κ. Η. Χ., τα «τεκμήρια» 7 και 8: στο «τεκμήριο 7» εκτίθενται στοιχεία των δυο ακινήτων (του πρατηρίου και του ακινήτου υπέρ ου εκδόθηκαν οι επίδικες άδειες) περιλαμβανομένου και ενός έγχρωμου χάρτη, τα οποία ετοιμάστηκαν από τον κ. Χ.. Στο δε «τεκμήριο 8» περιέχονται τρεις περιπτώσεις περιγραφής της εγγύτητας των δυο ακινήτων, που επίσης ετοιμάστηκαν από τον κ. Χ., με τη χρήση της εφαρμογής «google maps» στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή. Είναι σαφές ότι η συγκεκριμένη προτεινόμενη μαρτυρία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η εν λόγω μαρτυρία προδήλως δεν μπορεί να αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου. Αρμόδιο δε όργανο για την αξιολόγηση των εν λόγω, τεχνικής φύσεως, θεμάτων, που απαιτούν ειδικές γνώσεις, είναι το διοικητικό όργανο και όχι η πλευρά των αιτητριών και δη ο Διευθυντής της αιτήτριας αρ. 2 κ. Χ.. Θα συμφωνήσω δε στο σημείο αυτό με τη θέση της συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση, αναφορικά με το «τεκμήριο 8» της δεύτερης προτεινόμενης ένορκης δήλωσης, ότι η διαδικτυακή πλατφόρμα «google maps» δεν μπορεί να θεωρηθεί ασφαλής και αποδεκτή πηγή πληροφόρησης και αξιόπιστης μαρτυρίας για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, οι δε μετρήσεις, τις οποίες επικαλείται ο κ. Χ. με αναφορά στην εν λόγω πλατφόρμα, εμπίπτουν, για τους σκοπούς της υπό κρίση υπόθεσης, αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου. Τυχόν αντίθετη προσέγγιση, θα προσέκρουε ευθέως στις προεκτεθείσες αρχές της νομολογίας και θα οδηγούσε σε ακροσφαλή και/ή αυθαίρετα συμπεράσματα.

 

Όπως βεβαίως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία που περιέχεται στις παραγράφους 13 και 14 της πρώτης προτεινόμενης ένορκης δήλωσης του κ. Σ., όπου παρατίθενται εν είδει πινάκων τέσσερα παραδείγματα πρατηρίων ιδιοκτησίας της αιτήτριας αρ. 1, προκειμένου να καταδειχθεί ότι οι πωλήσεις τους έχουν επηρεαστεί αρνητικά λόγω της λειτουργίας άλλων πρατηρίων σε κοντινή απόσταση στην ίδια περιοχή. Οι εν λόγω πίνακες, στους οποίους εκτίθενται οι συνολικές πωλήσεις καυσίμων της αιτήτριας αρ. 1 για τα έτη 2010, 2011 και 2012, ετοιμάστηκαν από τον κ. Σ. λόγω, όπως ο ίδιος αναφέρει, της θέσης που κατέχει, τα δε εκεί περιεχόμενα στοιχεία προκύπτουν από τις επίσημες καταγραφές της αιτήτριας και αποδεικνύουν τη μείωση των πωλήσεών της λόγω της λειτουργίας ανταγωνιστικών πρατηρίων. Είναι σαφές ότι τα εν λόγω στοιχεία, πέραν του ότι δεν αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου, στερούνται της απαιτούμενης εξειδίκευσης και/ή συγκεκριμενοποίησης, με αποτέλεσμα τυχόν αποδοχή τους ως μαρτυρίας, να οδηγούσε σε επισφαλή και/ή αυθαίρετα συμπεράσματα και/ή ανακριβείς διαπιστώσεις. Πρόκειται για στοιχεία τα οποία δεν ετοιμάστηκαν από κάποια αρμόδια αρχή, αλλά από τον Ανώτερο Διευθυντή Πωλήσεων της αιτήτριας αρ. 1 και τα οποία σχετίζονται άμεσα με θέματα τεχνικής φύσεως και/ή ειδικών γνώσεων, τα οποία προδήλως απαιτούν περισσότερες πληροφορίες: εν προκειμένω, ωστόσο, είναι άγνωστο στη βάση ποιων παραμέτρων και/ή στοιχείων και/ή αξιολογήσεων διαμορφώθηκαν οι συγκεκριμένοι υπολογισμοί αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμόν μείωση των πωλήσεων της αιτήτριας αρ. 1. Και εν πάση περιπτώσει, από πουθενά δεν προκύπτει μετά βεβαιότητας ότι αυτή η μείωση προήλθε λόγω της εγγύτητας των πρατηρίων, χωρίς την ύπαρξη άλλων παραγόντων.

 

Περαιτέρω, τόσο το ζήτημα της εμπρόθεσμης ή εκπρόθεσμης καταχώρησης της προσφυγής, όσο και το ζήτημα της εκτελεστότητας των προσβαλλόμενων πράξεων που εγείρονται προδικαστικά, θα κριθεί στο πλαίσιο εξέτασης της κυρίως αίτησης, στη βάση του συνόλου των στοιχείων που περιέχονται στο δικόγραφο της ένστασης και βεβαίως στο διοικητικό φάκελο. Υπενθυμίζεται ότι όλα τα έγγραφα, των οποίων η προσαγωγή επιδιώκεται με τις δυο προτεινόμενες ένορκες δηλώσεις αναφορικά με τα ζητήματα που εγείρονται με τις συγκεκριμένες δυο προδικαστικές ενστάσεις, βρίσκονται εντός του οικείου διοικητικού φακέλου, σύμφωνα και με τις συνηγόρους αιτητριών και καθ’ ου η αίτηση. Η όποια επιχειρηματολογία των συνηγόρων των διαδίκων επί των συγκεκριμένων ζητημάτων, αφ’ ης στιγμής όλα τα έγγραφα παραδεκτώς αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου, μπορεί να αναπτυχθεί δια των γραπτών αγορεύσεων των μερών στο πλαίσιο της κυρίως αίτησης, ενδεχομένως με παραπομπή σε σχετικά έγγραφα του φακέλου, τις οποίες το Δικαστήριο τούτο θα εξετάσει και θα αποφανθεί. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το κατά πόσον η επιστολή και/ή ηλεκτρονικό μήνυμα του κ. Π. Χ., ημερομηνίας 2.3.2023 («τεκμήριο 5» στη δεύτερη προτεινόμενη ένορκη δήλωση), αποτελεί πράγματι ιεραρχική προσφυγή, ως διατείνεται η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση, η απλώς μια επιστολή, θα τύχει εξέτασης (όπως και η αλληλογραφία που ακολούθησε) στο πλαίσιο της ουσίας της υπόθεσης. Όπως βεβαίως και η αλληλογραφία που σχετίζεται με το χρόνο που οι αιτήτριες έλαβαν γνώση των επίδικων πράξεων. Θεωρώ ότι τα όσα αναφέρονται στις δυο προτεινόμενες ένορκες δηλώσεις αναφορικά με τα εν λόγω ζητήματα, με ευθεία αναφορά στα σχετικά «τεκμήρια», δεδομένης της συμπερίληψης των τελευταίων στο διοικητικό φάκελο, είναι αχρείαστα και δεν μπορούν, στο παρόν στάδιο, να προσθέσουν στην σχετική επιχειρηματολογία των αιτητριών.

 

Τελος, όσον αφορά στο «τεκμήριο 1» και των δυο προτεινόμενων ενόρκων δηλώσεων, θεωρώ ότι αυτό είναι άσχετο με τα επίδικα θέματα και τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης και ουδέν μπορεί να προσθέσει στην επιχειρηματολογία των αιτητριών. Εξάλλου δεν αμφισβητείται ότι οι αιτήτριες είναι δεόντως εγγεγραμμένες εταιρείες στην Κύπρο, οι οποίες δραστηριοποιούνται-και δραστηριοποιούνταν κατά τον ουσιώδη χρόνο-στον τομέα των πετρελαιοειδών. Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, ούτε και η προσαγωγή του «τεκμηρίου 1» στις δυο προτεινόμενες ένορκες δηλώσεις μπορεί να επιτραπεί.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η αιτούμενη προς προσαγωγή μαρτυρία, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Είναι σαφές, ότι τυχόν αποδοχή της, θα προσέκρουε ευθέως στις προεκτεθείσες αρχές της νομολογίας.

 

Κρίνω σκόπιμο στο σημείο αυτό να τονίσω ότι με την κατάληξή μου επί της υπό κρίση αίτησης, σε καμία περίπτωση δεν προδικάζεται η τύχη των ηγερθεισών προδικαστικών ενστάσεων, οι οποίες, επαναλαμβάνω, θα τύχουν εξέτασης και θα κριθούν με βάση το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και δη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, κατά το στάδιο εξέτασης της κυρίως αίτησης. Παρομοίως, και το κατά πόσον ο καθ’ ου η αίτηση ορθά και νόμιμα εξέδωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις, είναι θέμα που θα κριθεί στο πλαίσιο εξέτασης της βασιμότητας των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται, με βάση το υλικό του οικείου διοικητικού φακέλου που θα τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η Διοίκηση κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης.

 

Κατά συνέπεια, η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον των αιτητριών αρ. 1 και 2, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της προσφυγής.

 

Η προσφυγή ορίζεται για περαιτέρω οδηγίες στις 14.5.2024 και ώρα 9.00 π.μ..

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο