ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                                                             Υπόθεση Αρ. 713/2021

 

                                                  9 Απριλίου, 2024

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Μ. Α.

                                                                                                          Αιτήτριας,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΚΑΙ/Η ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Καθ' ων η Αίτηση.

   

 __________________

 

Ολ. Χριστοφή,  για Χριστοφή, Μερακλής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι της Αιτήτριας.

 

Αθ. Αχιλλέως, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για τους Καθ' ων η Αίτηση.

  ___________________

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ. : Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή εξαιτείται: «Α. Δήλωση και/ή απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 18 Μαΐου 2021 η οποία γνωστοποιήθηκε και/ή κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με την οποία την πληροφορούσαν ότι ενόψει της καταδικαστικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην υπόθεση με αρ. 23634/15 εναντίον της Αιτήτριας και την επιβολή χρηματικού προστίμου, για τους λόγους που αναφέρονται στη σχετική απόφαση και βάσει των προνοιών του Περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999(86(1)/1999, άρθρο 16(2)(ε), δεν δύναται να διατελεί μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται νόμιμου αποτελέσματος».

 

Επίσης, η Αιτήτρια αιτείται ως «Β. Δήλωση και/ή απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι τα αδικήματα για τα οποία έχει καταδικαστεί η Αιτήτρια δεν ενέχουν έλλειψη εντιμότητας και ηθικής αισχρότητας» και ως «Γ. Δήλωση και/ή απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η Αιτήτρια μπορεί να διατελεί ως μέλος στο Κοινοτικό Συμβούλιο Εργατών.», θεραπείες οι οποίες ωστόσο εκφεύγουν της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας που δίδεται στο παρόν Δικαστήριο από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Ειδικότερα, το Διοικητικό Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 146.4 του Συντάγματος, ενεργεί κατά κανόνα ως ακυρωτικό δικαστήριο και έχει τη δυνατότητα δια της αποφάσεώς του: «(α) να επικυρώση, εν όλω ή εν μέρει, την τοιαύτην απόφασιν ή πράξιν ή παράλειψιν- ή (β) να κηρύξη την απόφασιν ή την πράξιν, εν όλω ή εν μέρει, άκυρον και εστερημένην οιουδήποτε αποτελέσματος- ή (γ) να κηρύξη την παράλειψιν εν όλω ή εν μέρει άκυρον και ό,τι πάν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή·». Με τις εν λόγω θεραπείες το Δικαστήριο καλείται επί της ουσίας να υποκαταστήσει τη Διοίκηση και/ή να εκδώσει το ίδιο διοικητική πράξη, κάτι που καταφανώς εκφεύγει της δικαιοδοσίας του. Συνεπώς, το παρόν Δικαστήριο αδυνατεί να προχωρήσει στην εξέταση των θεραπειών τις οποίες ζητά η Αιτήτρια υπό (β) και (γ) και οι οποίες απορρίπτονται.

 

Λέγοντας τούτα, προχωρώ στην εξέταση της υπό (α) θεραπείας, αφού πρώτα παραθέσω τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και έχουν ως εξής:

 

Η Αιτήτρια, κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης στις 18/05/2021 αποτελούσε εκλεγμένο μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών. Ως η σχετική τροποποίηση του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (86(I)/1999) με τον Ν.123(Ι)/2021 και τον Ν.5(Ι)/2022,  και το άρθρο 116Δ, η θητεία των μελών των Κοινοτικών Συμβουλίων έχει παραταθεί μέχρι και τον επόμενο Ιούνιο 2024 οπότε θα διεξαχθούν οι εκλογές για εκλογή νέων εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Η συγκεκριμένη πρόνοια είναι η ακόλουθη :

«Ειδική διάταξη για παράταση της θητείας κοινοταρχών και μελών των Συμβουλίων

116Δ. Ανεξαρτήτως των διατάξεων των άρθρων 13, 17 και 19, η θητεία των νυν εν ενεργεία κοινοταρχών, είτε εκλελεγμένων είτε ασκούντων κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Κοινοτήτων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2021 καθήκοντα κοινοτάρχη, καθώς και η θητεία των νυν εν ενεργεία μελών των Συμβουλίων, παρατείνεται από την 1η Ιανουαρίου 2022 μέχρι και την τελευταία ημέρα του μηνός κατά τον οποίο θα διενεργηθούν οι εκλογές για ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά το  έτος 2024 και η διενέργεια των εκλογών αυτών δεν διατάσσεται πριν από την ως άνω ημερομηνία (…)»

 

Το έτος 2015 καταχωρήθηκε εναντίον της Αιτήτριας και άλλων 15 προσώπων η ποινική υπόθεση υπ. αριθμόν 23634/15, αναφορικά με αδικήματα τα οποία τελέστηκαν ενώ διατελούσε εκλεγμένο Μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών. Στις 9/08/2019, χρόνος κατά τον οποίον η Αιτήτρια συνέχιζε να διατελεί εκλεγμένο μέλος του εν λόγω κοινοτικού συμβουλίου, εκδόθηκε τελική απόφαση στην εν λόγω υπόθεση.

 

Όπως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με ημερομηνία 9/08/2019, η Αιτήτρια ως Μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών και άλλα πρόσωπα, μετά από παραδοχή τους, καταδικάστηκαν σε ποινή προστίμου σε κατηγορίες που αφορούσαν τη συλλογή και μεταφορά αποβλήτων, ήτοι κλαδεμάτων της κοινότητας και βαριών σκυβάλων από τη Βιομηχανική Περιοχή της Κοινότητας, χωρίς άδεια διαχείρισης αποβλήτων, κατά παράβαση αντίστοιχων άρθρων του περί Στερεών και Επικίνδυνων Αποβλήτων Νόμου, Ν. 215(Ι)/2002, αφού το Κοινοτικό Συμβούλιο για συγκεκριμένες περιόδους, μεταξύ των οποίων και σε χρόνο που η Αιτήτρια αποτελούσε Μέλος της τοπικής αρχής, δεν προχώρησε σε ανάθεση εργασιών σε αδειούχους εργολάβους, αλλά ανέθετε σε μη αδειούχα πρόσωπα τα οποία υπέβαλαν τις χαμηλότερες προσφορές. Όπως σχετικά δέχτηκε το Δικαστήριο, «δεν υπήρξε οποιοδήποτε ζήτημα ρύπανσης ή να τέθηκε σε κίνδυνο η υγεία μελών της κοινότητας ή ευρύτερα, ούτε υπήρξε από πλευράς των κατηγορουμένων αποκόμιση κέρδους, ούτε άμεσου ή έμμεσου οφέλους, ενώ δεν αφορούσαν συμβάσεις για μεγάλα ποσά ή ανύπαρκτες ανάγκες».

 

Μέσα στα πλαίσια της ίδιας δικαστικής διαδικασίας, η Αιτήτρια μαζί με άλλους 8 αξιωματούχους του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών, επίσης μετά από παραδοχή τους, καταδικάστηκαν σε ποινή προστίμου σε μία κατηγορία η οποία αφορούσε αγορά δώδεκα (12) ασημένιων εικόνων συνολικής αξίας Λ.Κ. 120 με χρήματα του Κοινοτικού Συμβουλίου, οι οποίες δωρίστηκαν από το Κοινοτικό Συμβούλιο στις ή στους συζύγους τους, ως ένδειξη εκτίμησης για τη στήριξη και τη βοήθεια που τους παρείχαν στην εκτέλεση των καθηκόντων τους ως μέλη της τοπικής αρχής.

 

Μετά την εν λόγω καταδικαστική απόφαση, στις 31/10/2019 υποβλήθηκε στην Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας επιστολή του Προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών, με την οποία ενημέρωνε ότι η Αιτήτρια είχε περιληφθεί στο κατηγορητήριο της ποινικής υπόθεσης με αρ. 23634/2015 και καταδικασθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο για τις κατηγορίες 1, 2, 3, 5, 7 και 41, αποστέλλοντας αντίγραφο της εν λόγω απόφασης. Δεδομένου τούτου, ζήτησε τις απόψεις της Επαρχιακής Διοίκησης, για το κατά πόσο η Αιτήτρια υπό το φως της καταδίκης της στις προαναφερθείσες κατηγορίες, δύναται να διατηρεί τη θέση της ως Μέλος στο Κοινοτικό Συμβούλιο Εργατών.

 

Η Επαρχιακή Διοίκηση με επιστολή προς τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 16/3/2020 ζήτησε νομική γνωμάτευση για το κατά πόσο τα διαπραχθέντα αδικήματα και η καταδίκη της Αιτήτριας είναι ασυμβίβαστα με το αξίωμα της και αποτελούν λόγο παύσης της, λαμβάνοντας υπόψη το Άρθρο 16(2) (ε) του Περί Κοινοτήτων Νόμου ή οποιοδήποτε άρθρο της σχετικής Νομοθεσίας.

 

Η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, απάντησε μέσω επιστολής δικηγόρου της με ημερομηνία 7/4/2021, η οποία κατέληγε ότι, η φύση των αδικημάτων είναι τέτοια ώστε «μπορεί να λεχθεί ότι αυτά ενέχουν έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα». Το ακριβές κείμενο της γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας, έχει ως εξής:

«Θέμα: Αρ. Υπόθεσης 23634/20. Απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για καταδίκη Μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών.

Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, και σε απάντηση των επιστολών σας με τελευταία ημερομηνία 26.3.2021, Αρ. Φακ. 19.01.33.061, αναφέρω τα ακόλουθα.

Σύμφωνα με το άρθρο 16(2)(ε) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999, Ν.86(ί)/99 , ως έχει τροποποιηθεί, δεν μπορεί να διατελεί Κοινοτάρχης ή μέλος Συμβουλίου πρόσωπο το οποίο έχει καταδικαστεί μετά την εκλογή του σε αδίκημα ατιμωτικής φύσης ή ηθικής αισχρότητας.

Το μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών, Μ. Α. βρέθηκε ένοχη στις κατηγορίες 1, 2, 3, 5 και 7 και της επιβλήθηκε ποινή προστίμου ύψους €1000 στην κάθε κατηγορία και στην κατηγορία 41, ποινή προστίμου ύψους €250.

Τα αδικήματα τα οποία της επιβλήθηκε ποινή προστίμου αφορούν επιχείρηση συλλογής αποβλήτων χωρίς άδεια και παράλειψη να παραδώσει τα απόβλητα σε πρόσωπο το οποίο κατείχε άδεια διαχείρισης αποβλήτων καθώς και της κατάχρησης εξουσίας, ήτοι αγόρασε ασημένια εικόνα αξίας Λ.Κ. 120 με χρήματα του Κοινοτικού Συμβουλίου, την οποία δώρισε στην σύζυγο της.

Είναι η θέση μου ότι η φύση των αδικημάτων είναι τέτοια ώστε μπορεί να λεχθεί ότι αυτά ενέχουν έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.

Είμαι στη διάθεσή σας για οτιδήποτε χρειασθείτε.»

 

Στις 18/05/2021 η Αιτήτρια έλαβε επιστολή από την Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας η οποία την πληροφορούσε ότι, ενόψει της καταδικαστικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και την επιβολή χρηματικού προστίμου, για τους λόγους που αναφέρονται στη σχετική απόφαση και βάσει των προνοιών του Περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999(86(1)/1999, άρθρο 16(2)(ε), δεν δύναται να διατελεί πλέον μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών. Μέσω της επιστολής, την πληροφορούσαν ότι, το γραφείου του Επάρχου Λευκωσίας «έχει εξασφαλίσει Γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα αναφορικά με τα αδικήματα για τα οποία έχετε καταδικαστεί, σύμφωνα με την οποία τα αδικήματα αυτά ενέχουν έλλειψη εντιμότητας και ηθική αισχρότητα και κατά συνέπεια, προκύπτει ασυμβίβαστο με βάση το άρθρο 16 (2)(ε) του Περί Κοινοτήτων Νόμου, που προνοεί ότι δεν μπορεί να διατελεί Κοινοτάρχης ή Μέλος Συμβουλίου, πρόσωπο το οποίο μετά την εκλογή του καταδικάστηκε για αδικήματα ατιμωτικής φύσης ή ηθικής αισχρότητας.» Καταληκτικά πληροφορούσαν την Αιτήτρια ότι, «εν όψει των πιο πάνω δεν μπορείτε να διατελείτε πλέον μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών».

 

Η Επαρχιακή Διοίκηση ταυτόχρονα, με επιστολή της με ίδια ημερομηνία 18/5/2021, ενημέρωσε για την πιο πάνω απόφαση της τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών, με συνέπεια η Αιτήτρια να παύσει να αποτελεί Μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών.

 

Ο δικηγόρος της Αιτήτριας ισχυρίζεται ότι, η ανωτέρω απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση είναι έκδηλα παράνομη, καθώς και ότι στηρίχθηκε σε εξωγενές κριτήριο. Προβάλει, ως κύριους λόγους ακύρωσης, την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, υποστηρίζοντας ότι έχει υπεισέλθει πλάνη στην προσβαλλόμενη απόφαση. Οι δύο κύριοι λόγοι ακύρωσης οι οποίοι προωθούνται μέσω των γραπτών της αγορεύσεων και αναφέρονται στο στάδιο των Διευκρινήσεων είναι οι εξής: «1. Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και/ή καθόλου και/ή δεν είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και/ή στερείται νόμιμης αιτιολογίας., 2. Η  προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα.». Άλλοι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και ότι αυτή παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της αναλογικότητας.

 

Αντίθετα, με την αγόρευση της, η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης.  Στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση εγείρονται δύο προδικαστικές ενστάσεις ως προς το παραδεκτό της προσφυγής. Η πρώτη προδικαστική ένσταση που εγείρει η πλευρά των Καθ' ων η Αίτηση είναι ότι, δια της παρούσας προσφυγής προσβάλλεται μη εκτελεστή διοικητική πράξη. Η δεύτερη προδικαστική ένσταση την οποίαν εγείρουν οι Καθ' ων η Αίτηση, αφορά την έλλειψη έννομου συμφέροντος της Αιτήτριας, αφού ισχυρίζονται αλυσιτέλεια της προσφυγής, καθότι ακόμη και σε περίπτωση επιτυχίας αυτής, δεν μπορεί να επιτευχθεί εξαναγκασμός μέτρων προς την κατεύθυνση που επιδιώκει η Αιτήτρια, αλλά το διοικητικό όργανο, συμμορφούμενο με το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης, θα επανεξετάσει και θα λάβει νέα απόφαση. Με βάση το σκεπτικό αυτό, είναι η θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου των Καθ' ων η Αίτηση ότι η Αιτήτρια δεν θα έχει οποιοδήποτε όφελος. Τέλος, υποστηρίζει ότι «τέτοια απόφαση στη βάση του άρθρου 16(1) του περί Κοινοτήτων Νόμου, η οποία θα αφορούσε κώλυμα ή απουσία προσόντος εκλογιμότητας και προαποκλεισμό υποψηφίου από εκλογική διαδικασία, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου αλλά στη δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου».

 

Προς υποστήριξη των προδικαστικών ενστάσεων, οι οποίες λόγω συνάφειας έχουν αναπτυχθεί σωρευτικά, η δικηγόρος των Καθ΄ων η Αίτηση επικαλείται την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ. 423/2002, Μάριος Νεοφύτου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 21/04/2003, η οποία υποστηρίζει την θέση της περί αναρμοδιότητας του παρόντος δικαστηρίου, όπως και αναφορές στην Ενδιάμεση Απόφαση η οποία εκδόθηκε στην παρούσα υπόθεση στις 10/08/2021. 

 

Αντίθετα, είναι η θέση της Αιτήτριας ότι, οι προδικαστικές ενστάσεις θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, αφού αυτή έχει όντως ενεστώς, άμεσο και προσωπικό συμφέρον, στην προώθηση και την επιτυχία της παρούσας υπόθεσης. Με αναφορά σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και παραθέτοντας αποσπάσματα από αυτές, τονίζει ότι ακριβώς, με την προσβαλλόμενη πράξη/απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση έχει επέλθει η παύση της από Μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών. Επίσης υποστηρίζει ότι, ενόσω η προσβαλλόμενη πράξη συνεχίζει να ισχύει παράγοντας έννομα αποτελέσματα, στερείται του δικαιώματος της να επαναδιεκδικήσει την επανεκλογή της στην ίδια θέση στις επερχόμενες Δημοτικές εκλογές. Τονίζει δε ότι, «Ενόψει της παύσης της Αιτήτριας από μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου, έπαυσε να καταβάλλεται και ο μισθός και/ή επίδομα το οποίο λάμβανε, το συνολικό ποσό του οποίου, σε περίπτωση επιτυχίας της παρούσας προσφυγής, δύναται να το διεκδικήσει, βάσει του άρθρου 146 (6) του Συντάγματος.»

 

Έχω διαβάσει προσεκτικά τα επιχειρήματα των δύο πλευρών ως προς τις ως άνω προδικαστικές ενστάσεις, πάντα σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ως προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο.

 

Εξετάζοντας και το Δικαστήριο σωρευτικά τις προδικαστικές ενστάσεις, εντοπίζω ότι αντίστοιχο ζήτημα αρμοδιότητας εξετάστηκε στην Yπόθεση Αρ. 20/2012, Μιχαήλ Πολυβίου ν. Κ.Δ. μέσω Επάρχου Πάφου ως Εφόρου Κοινοτικών Εκλογών, ημερομηνίας 24.10.2013, όπου στη μεταγενέστερη της Μάριος Νεοφύτου (ανωτέρω) την οποία επικαλείται η δικηγόρος των Καθ΄ων η Αίτηση, αυτή απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναλύθηκε και απορρίφθηκε παρόμοια προδικαστική ένσταση. Παραπέμπω στο σχετικό απόσπασμα (η έμφαση προστίθεται):

 

«Προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης που εγείρουν οι καθ' ων η αίτηση.  Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση εισηγείται, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος, δεν έχει εξουσία να επιληφθεί της υπόθεσης αλλά δικαιοδοσία έχει, βάσει των άρθρων 31 και 39 του Νόμου, το Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας στην οποία εμπίπτει η κοινότητα όπου έλαβε χώρα η προσβαλλόμενη εκλογή ως εκλογοδικείο, αφού με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται θέμα  που άπτεται του δικαιώματος του αιτητή να γίνει ή να παραμείνει μέλος Κοινοτικού Συμβουλίου.  Προς υποστήριξη της θέσης της έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 423/2002, ημερομηνίας 21.4.2003 στην οποία προβλήθηκε με επιτυχία πανομοιότυπη προδικαστική ένσταση.

 

Αντίθετη είναι η θέση του αιτητή, ο οποίος ισχυρίζεται ότι το υπό εξέταση ζήτημα δεν αφορά στη διαδικασία εκλογής αλλά σε διοικητική απόφαση που λήφθηκε μετά την ολοκλήρωση της εκλογής και ανακήρυξης του αιτητή ως μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου.

 

Με όλο το σεβασμό, δεν μπορώ να συμφωνήσω με το σκεπτικό της Νεοφύτου (ανωτέρω).  Τα άρθρα 31 και 39 του Νόμου προνοούν για ανάλογη εφαρμογή του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου, Ν.72/79 και για την εκδίκαση εκλογικών αιτήσεων από το Επαρχιακό Δικαστήριο ως Εκλογοδικείο δυνάμει του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Εκλογικαί Αιτήσεις) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1981, σε ότι αφορά όμως αιτήσεις για ακύρωση εκλογής και εκλογικά δικαιώματα. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στα θέματα εκλογικών αιτήσεων, ούτε αφορά κώλυμα ή προσόν εκλογιμότητας και προαποκλεισμό υποψηφίου, ώστε να εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου.  Αφορά σε ασυμβίβαστο για τη θέση μέλους του Κοινοτικού Συμβουλίου, θέμα που ανέκυψε μετά την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας και τη δημοσίευση των εκλογικών αποτελεσμάτων και που οδήγησε στη λήψη της επίδικης απόφασης από τους καθ' ων η αίτηση, εκτός του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου θα μπορούσε να ανακύψει αρμοδιότητα του Εφόρου Εκλογών που θα ενέπιπτε στη δικαιοδοσία Εκλογοδικείου.   Το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά υποθέσεων πολύ πιο προσφάτων από τη Νεοφύτου, στις οποίες η διοίκηση θεώρησε ότι οι αιτητές δεν μπορούσαν να είναι ή να συνεχίσουν να είναι κοινοτάρχες ή μέλη κοινοτικού συμβουλίου, στη βάση πάντοτε του άρθρου 16(2) του Νόμου, ανέλαβε δικαιοδοσία ακυρώνοντας μάλιστα τη σχετική απόφαση της διοίκησης (Βλ. Υπόθ. Αρ. 1498/2009 Πάμπακας ν. Δημοκρατίας ημερ. 19.9.2011, Υπόθ. Αρ. 445/2008 Τρύφωνος ν. Δημοκρατία ημερ. 6.11.2009, Υπόθ. Αρ. 1342/2008 Ιεζεκιήλ ν. Δημοκρατίας, ημερ. 15.10.2008 και Αναθεωρητική Έφεση 152/2008 Δημοκρατία ν. Ιεζεκιήλ (2011) 3Β Α.Α.Δ. 706).  Κρίνεται λοιπόν πως η παρούσα περίπτωση δεν εντάσσεται στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως Εκλογοδικείου.  Επομένως, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται και θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της προσφυγής.»

 

Έχοντας διαβάσει με προσοχή την ενδιάμεση απόφαση της προηγούμενης φυσικής Δικαστού της παρούσας υπόθεσης, ΑΒΡΑΞΙΔΗ ν. Κ. Δ. ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Ή ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 713/2021, 10/8/2021, την οποία επίσης επικαλείται η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση, δεν αντιλαμβάνομαι ότι το λεκτικό αυτής καθορίζει οτιδήποτε άλλο, πέραν της αποτυχίας της εκεί αίτησης για λήψη προσωρινού μέτρου, όπως είχε επιδιώξει σε εκείνο το στάδιο η Αιτήτρια.

 

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Αιτήτρια ενημερώθηκε ότι δεν μπορεί να διατελεί πλέον μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε και στον Κοινοτάρχη, ο οποίος είχε απευθυνθεί ζητώντας τη θέση του προϊστάμενου οργάνου δεδομένης της δικαστικής απόφασης που προέκυψε, όπως και τα υπόλοιπα Μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών. Αποτέλεσμα της απόφασης αυτής ήταν να παύσει η Αιτήτρια από το να διατελεί μέλος του εν λόγω Κοινοτικού Συμβουλίου, ενώ η θητεία των υπόλοιπων μελών του συγκεκριμένου σώματος τοπικής αυτοδιοίκησης, ως προαναφέρθηκε, διαρκεί μέχρι και το τέλος του ερχόμενου Ιουνίου τρέχοντος έτους, λαμβάνοντας ταυτόχρονα και τη σχετική αντιμισθία σε αντίθεση με την Αιτήτρια.

 

Στην υπόθεση Περικλεούς ν. Συμβ. Βελτ. Αγ. Νάπας (Αρ.2), (1992) 4 Α.Α.Δ. 2835, έγιναν σαφή τα ακόλουθα σχετικά: «Το κύριο στοιχείο της έννοιας της εκτελεστής πράξης είναι η άμεση παραγωγή έννομου αποτελέσματος, που συνίσταται στη δημιουργία, τροποποίηση ή κατάλυση νομικής κατάστασης, δηλαδή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρα του διοικούμενου. (Βλ., μεταξύ άλλων, Nicos Kolokassides ν. The Republic of Cyprus through the Minister of Finance (1965) 3 C.L.R. 542· Republic (Council of Ministers and Others) v. Costas Ch. Demetriou and Others (1972) 3 C.L.R. 219, σελ. 222, 223- Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παντελή Χατζηπαντελή, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 827 (Απόφαση δόθηκε στις 25 Απριλίου, 1989)· Εταιρεία Μουτουλλάς - Καλοπαναγιώτης Μεταφοραί Λτδ. ν. Αρχής Αδειών και Αλλων, Υπόθεση Αρ. 60/87, (Απόφαση δόθηκε στις 7 Οκτωβρίου, 1989)).»  Ομοίως στην απόφαση στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, 27 αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα: «..Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεστεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους.»

 

Στη βάση των όσων ανωτέρω παρατέθηκαν, η προσβαλλόμενη πράξη των Καθ' ων η Αίτηση, ήτοι η διαπίστωση τους ότι η καταδίκη της Αιτήτριας στην υπόθεση με αρ. 23634/2015 αφορά αδικήματα τα οποία ενέχουν έλλειψη εντιμότητας και ηθική αισχρότητα, με αποτέλεσμα στη συνέχεια με την ίδια επιστολή να κρίνει το όργανο της διοίκησης ότι, προκύπτει ασυμβίβαστο με βάση το άρθρο 16 (2)(ε) του Περί Κοινοτήτων Νόμου, που προνοεί ότι δεν μπορεί να διατελεί Κοινοτάρχης ή Μέλος Συμβουλίου, δημιούργησε άμεσο έννομο αποτέλεσμα ήτοι την παύση της Αιτήτριας από Μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών. Είναι προφανές ότι η επιστολή αυτή της διοίκησης, εν προκειμένω της Λειτουργού η οποία υπογράφει

για τον Αναπληρωτή Έπαρχο, αποτελεί πράξη διοικητικού οργάνου, παράγουσα έννομα αποτελέσματα με άμεση νομική ισχύ για τον διοικούμενο. Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι, αυτή αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία μπορεί να προσβληθεί στο παρόν δικαστήριο δυνάμει του Αρθρου 146.1 του Συντάγματος.

 

Αντίστοιχη είναι και η προσέγγιση μου στην προδικαστική ένσταση περί αλυσιτέλειας της παρούσας προσφυγής. Μετά τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω για την εκτελεστότητα της προσβαλλομένης πράξης, διαπιστώνω ότι όντως η Αιτήτρια έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον στο να προωθεί την παρούσα προσφυγή, καθότι όπως τονίζει ο δικηγόρος της, σε περίπτωση επιτυχίας αυτής και ακύρωση της πράξης των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 18/5/2021, θα έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει ως κατάλοιπο ζημίας αναφορικά με την αντιμισθία και/ή το επίδομα Μέλους Κοινοτικού Συμβουλίου, το οποίο απώλεσε συνεπεία της προσβληθείσας απόφασης, βάσει του άρθρου 146(6) του Συντάγματος.

 

Η απάντηση στον τρίτο ισχυρισμό των Καθ' ων η Αίτηση ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου αλλά στη δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου, πιστεύω, έχει δοθεί διεξοδικά μέσω της απόφασης Μιχαήλ Πολυβίου ανωτέρω, εκτενές απόσπασμα της οποίας έχω συμπεριλάβει στην παρούσα, υιοθετώ και επαναλαμβάνω.

 

Μετά την απόρριψη των προδικαστικών ενστάσεων, θα προχωρήσω επίσης στην εξέταση των δύο κύριων ισχυρισμών τους οποίους προωθεί η Αιτήτρια και περιλαμβάνονται στο πρώτο λόγο ακύρωσης τον οποίο προωθεί και αναπτύσσει, ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα αφού οι Καθ' ων η Αίτηση δεν αξιολόγησαν τη φύση των αδικημάτων για τα οποία η Αιτήτρια καταδικάστηκε, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι αυτά ενέχουν έλλειψη τιμιότητας και ηθική αισχρότητα, ενώ, ως συνέπεια αυτής της στάσης του διοικητικού οργάνου, η απόφαση της διοίκησης στερείται νόμιμης αιτιολογίας.

 

Υποστηρίζει συγκεκριμένα η Αιτήτρια ότι, η αιτιολογία της απόφασης παύσης της από μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών είναι καθαρά συμπερασματική, με απλή παράθεση του άρθρου της σχετικής νομοθεσίας και απλής αναφοράς σε γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα η οποία αναφέρει ότι τα αδικήματα για τα οποία η Αιτήτρια καταδικάστηκε ενέχουν έλλειψη εντιμότητας και ηθική αισχρότητα.

 

Εν προκειμένω, είναι η κάθετη θέση της Αιτήτριας ότι, η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα είναι ανεπαρκής, χωρίς να υπεισέρχεται σε οποιαδήποτε ανάλυση της φύσης των αδικημάτων και σε υπαγωγή με τα πραγματικά περιστατικά και γεγονότα τα οποία οδήγησαν το ποινικό δικαστήριο στην καταδίκη, μεταξύ αρκετών άλλων, της Αιτήτριας για συλλογή και μεταφορά αποβλήτων χωρίς άδεια διαχείρισης αποβλήτων και κατάχρηση εξουσίας. Αρκείται, υποστηρίζει, απλά σε αναφορά στη φύση των αδικημάτων για τα οποία της επεβλήθη ποινή ονομαστικά, τα πρόστιμα που επεβλήθηκαν και αυθαίρετα κρίνεται ότι, τα αδικήματα αυτά ενέχουν έλλειψη τιμιότητας και ηθική αισχρότητα. Επίσης, όπως τονίζει ο δικηγόρος της Αιτήτριας με την Απαντητική του Αγόρευση αλλά και στο στάδιο των Διευκρινήσεων, εντοπίζεται διάσταση στα γεγονότα που αξιολόγησε η διοίκηση, αφού στο κείμενο της γνωμάτευσης καταγράφεται λανθασμένα ότι η Αιτήτρια, «αγόρασε ασημένια εικόνα αξίας Λ.Κ. 120 με χρήματα του Κοινοτικού Συμβουλίου, την οποία δώρισε στην σύζυγο της», ενώ τα ακριβή γεγονότα όπως καθορίζονται από το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης να είναι πολύ διαφορετικά, ήτοι ότι, με το συνολικό ποσό των 120 Λιρών Κύπρου αγοράστηκαν 12 εικόνες, από το τότε Κοινοτικό Συμβούλιο, οι οποίες δωρήθηκαν στους αντίστοιχους συζύγους των τοπικών αξιωματούχων ως αναμνηστικά δώρα. 

 

Προς υποστήριξη της θέσης της ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα και η αιτιολογία που δόθηκε είναι ελλιπής, υποδεικνύει τα χαρακτηριστικά τα οποία θα έπρεπε να εξετάσει η διοίκηση για να οδηγηθεί σε ένα ασφαλές συμπέρασμα, ως προς τα αδικήματα που κρίθηκαν ατιμωτικά. Ειδικότερα, παραθέτει απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Suphrine Securites κ.α. Αρ. Υπόθεσης 11426/2005, 28/9/2007, καταδεικνύοντας ότι εφόσον δεν υπήρχε δόλος από την πλευρά της Αιτήτριας, δεν υπάρχει και η έλλειψη τιμιότητας, κάτι που στη παρούσα περίπτωση δεν εξετάστηκε και ουδόλως απασχόλησε τη διοίκηση. Υποστηρίζει, με αναφορά στην απόφαση αυτή, εφόσον δεν υπάρχει ο δόλος δεν υπάρχει ούτε το χαρακτηριστικό της ατιμωτικής πράξης, και αν γινόταν η δέουσα έρευνα στα περιστατικά και γεγονότα της υπόθεσης δεν θα μπορούσε η διοίκηση να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, τα δύο αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε η Αιτήτρια, ενέχουν έλλειψη εντιμότητας και ηθική αισχρότητα.

 

Συμπληρωματικά σημειώνει ότι, «παρά το γεγονός ότι η νομολογία μας δεν καθορίζει επακριβώς την έννοια της «ηθικής αισχρότητας» και ο όρος «moral turpitude» δεν χρησιμοποιείται στο Ηνωμένο Βασίλειο - από το οποίο αντλούμε καθοδήγηση σε τέτοιες περιπτώσεις - σύμφωνα με το Black's Law Dictionery (4th Edition) η ερμηνεία που δίδεται στο Αμερικάνικο Δίκαιο όπου ο όρος χρησιμοποιείται είναι «An act of baseness, vileness, or depravity in the private and social duties which a man owes to his fellow men, or to society in general, contrary to the accepted and customary rule of right and duty between man and man». Συνεπώς, ο εν λόγω όρος όπως ακριβώς ερμηνεύτηκε στις Η.Π.Α. φαίνεται να συμπεριλαμβάνει το στοιχείο της διαφθοράς στην άσκηση των ιδιωτικών και κοινωνικών καθηκόντων που ένας άνθρωπος οφείλει στους συνανθρώπους του ή στην κοινωνία γενικότερα, ή συμπεριφορά αντίθετη προς τη δικαιοσύνη, την τιμή ή την ηθική.»

 

Υποστηρίζει, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Αιτήτριας, ότι η συμπεριφορά αυτή, για την οποία καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, όπως αναλύθηκε και προκύπτει και μέσα από την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενέχει το στοιχείο της διαφθοράς, ούτε η συμπεριφορά αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως αντίθετη προς την τιμή και την ηθική.  Σε κάθε περίπτωση, τονίζει ότι, η γνωμάτευση της Γενικής Εισαγγελείας αυτή είναι ανεπαρκής χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία και χωρίς εξήγηση για την κατάληξη της.

 

Αντίθετα, η θέση την οποία προβάλει η δικηγόρος των Καθ’ ων η Αίτηση είναι ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα επαρκώς αιτιολογημένη κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτός και ευχερής ο δικαστικός έλεγχος. Από το ίδιο το σώμα της επίδικης απόφασης προκύπτουν σαφώς και συγκεκριμένα όλοι οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι για τους οποίους οι Καθ’ ων η Αίτηση κατέληξαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και η νομική βάση αυτής. Παραπέμπω σχετικά στο ίδιο το σώμα της προσβαλλόμενης πράξης ημερ.18/05/2021. Περαιτέρω, η αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία των σχετικών διοικητικών φακέλων, και δη, μεταξύ άλλων, από τη Γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέως στην οποία η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει.»

 

Αποφεύγοντας να επαναλάβω τα γεγονότα και το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης  απόφασης, σημειώνω ότι αυτή στηρίζεται αποκλειστικά στη γνωμάτευση της δικηγόρου  της Νομικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 7/4/2021, η οποία κατέληγε ότι, η φύση των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε η Αιτήτρια είναι τέτοια ώστε «μπορεί να λεχθεί ότι αυτά ενέχουν έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα». Τα όσα εύστοχα έχει επισημάνει ο δικηγόρος της Αιτήτριας, ουδόλως φαίνεται να απασχόλησαν τη διοίκηση, είτε κατά τη σύνταξη της Γνωμάτευσης είτε, στη συνέχεια, για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Το Δικαστήριο, ανατρέχοντας στο ακριβές κείμενο της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, το οποίο έχουμε παραθέσει ανωτέρω, δεν εντοπίζει τη στοιχειώδη ανάλυση της φύσης των αδικημάτων και την απαραίτητη υπαγωγή αυτών στα πραγματικά περιστατικά και γεγονότα τα οποία οδήγησαν το ποινικό δικαστήριο στην καταδίκη της Αιτήτριας. Δεν καθίσταται δυνατόν να αντιληφθεί το Δικαστήριο, με ποιο συλλογισμό οδηγήθηκε η συντάκτρια της γνωμάτευσης σε αυτή της τη κατάληξη, η οποία οδήγησε στην απόφαση του Αναπληρωτή Επάρχου για παύση της Αιτήτριας από τα καθήκοντα της.

 

Επίσης, όντως επιβεβαιώνεται από τη δικαστική απόφαση και η λανθασμένη αντίληψη της συντάκτριας της γνωμάτευσης της ότι, ως προς το δεύτερο αδίκημα, αγοράστηκε από την Αιτήτρια μία εικόνα αξίας 120 Λ.Κ. με χρήματα του Κοινοτικού Συμβουλίου την οποία δώρισε στην σύζυγο της, ενώ η πραγματικότητα ήταν ουσιωδώς διαφορετική. Αυτό το προφανές λάθος το οποίο ξεκαθαρίστηκε πλήρως ενώπιον των διαδίκων και στο στάδιο των Διευκρινήσεων, μαζί με την διαπιστωθείσα έλλειψη ουσιαστικής ενασχόλησης με το ζήτημα επί του οποίου κατέληξε ο συντάκτης της γνωμάτευσης, ενισχύει τη θέση της Αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας για τους σκοπούς σύνταξης της εν λόγω γνωμάτευσης.

 

Καταλήγοντας, θα συμφωνήσω πλήρως με τη διαπίστωση της Αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι τα διαπραχθέντα αδικήματα και η καταδίκη της Αιτήτριας είναι ασυμβίβαστα με το αξίωμα της και αποτελούν λόγο παύσης της σύμφωνα με το άρθρο 16(2)(ε) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999, είναι καθαρά συμπερασματική, με απλή παράθεση του άρθρου της σχετικής νομοθεσίας και επίκληση της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα η οποία διαπιστώνει ότι τα αδικήματα για τα οποία η Αιτήτρια καταδικάστηκε ενέχουν έλλειψη εντιμότητας και ηθική αισχρότητα. Ούτε το κείμενο της απόφασης, ούτε το άλλο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου αποτρέπει αυτή τη διαπίστωση του Δικαστηρίου, παρά τη θέση την οποία προβάλει η δικηγόρος των Καθ΄ων η Αίτηση. Το περιεχόμενο της γνωμάτευσης και συνακόλουθα η υιοθέτηση της από τη διοίκηση στη προσβαλλόμενη πράξη δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να αντιληφθεί την συλλογιστική για τη κατάληξη στο εν λόγω αποτέλεσμα. Η αιτιολογία που δίδεται είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης. Αυτή η διαπίστωση πως «μπορεί να λεχθεί ότι αυτά ενέχουν έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα», η οποία κρίνεται πάσχουσα ως ελλιπής, αναιτιολόγητη και αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας, αποτελεί και την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση, η οποία δεν μπορεί παρά να οδηγηθεί σε ακύρωση.  

 

Παραπέμπω σχετικά με την υποχρέωση επαρκούς αιτιολογίας εκ μέρους του διοικητικού οργάνου στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 27/03/1998, [ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ/στών] στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2021, ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΦΡΑΓΚΟΥ v. Κ. Δ., ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΟΥ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ, όπου καταγράφηκαν τα ακόλουθα:

«Σειρά αποφάσεων της Νομολογίας μας σε πλήρη ταύτιση με την θέση της Ελληνικής Νομολογίας έχει τονίσει την ανάγκη για αιτιολογία των ατομικών διοικητικών πράξεων (Βλ. ανάμεσα σ' άλλα Papadopoulos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070, 1079, J M C Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 301, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 183, 186, 187).

 

Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία v. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).

 

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

 

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς v. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476). »

 

Δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να ασκεί πρωτογενή έλεγχο, ούτε να λάβει απόφαση υποκαθιστώντας τη διοίκηση, ωστόσο διαπιστώνω ότι εντός του διοικητικού φακέλου και των σχετικών εγγράφων δεν υφίστανται αυτά τα στοιχεία στα οποία να μπορεί το Δικαστήριο να ανατρέξει για να εξακριβώσει πως από την έρευνα την οποία διεξήγαγε η διοίκηση και τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, αποφάσισε ως ανωτέρω. Συνεπώς, θα δεχτώ τη θέση του δικηγόρου της Αιτήτριας για μη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας προς λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ούτε προκύπτει από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, επαρκής αιτιολογία και εν πάση περιπτώσει ποια στοιχεία ακριβώς έλαβαν υπόψιν τους οι Καθ’ ων η αίτηση και τα οποία τους έχουν οδηγήσει στο ασφαλές συμπέρασμα ότι τα αδικήματα αυτά για τα οποία επιβλήθηκε πρόστιμο στην Αιτήτρια ενέχουν ηθική αισχρότητα και συνεπώς αποτελούν ασυμβίβαστο με την ιδιότητα του Μέλους Κοινοτικού Συμβουλίου την οποία κατείχε. Συνακόλουθα, θα δεχτώ και τη θέση της Αιτήτριας για αόριστη και κενή περιεχομένου αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Η κατάληξη και διαπίστωση μου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και στερείται νόμιμης αιτιολογίας με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος, καθιστά μη αναγκαία την ενασχόλησή μου με τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που εγέρθηκαν, ότι η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και ότι αυτή παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της αναλογικότητας.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται.

 

Η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα ύψους 1700 Ευρώ πλέον ΦΠΑ, υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο