ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 776/2021)

 

  16 Απριλίου 2024

[ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                        D. D.

 

                                                                                                Αιτήτρια,

                                         ΚΑΙ

 

             ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

   ΥΠΟΥΡΓEIOY ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Καθ’ ου η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Κ. Κουπαρή (κα), δικηγόρος για τον αιτητή.

Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τον καθ’ ου η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, η αίτητρια στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που υπέβαλε στις 8.5.2018 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 17.5.2021.

 

Προτού υπεισέλθω στην παράθεση των γεγονότων της υπόθεσης, οφείλει να επισημανθεί ότι  δια της αιτούμενης θεραπείας υπό παράγραφο (Β) της Προσφυγής επιζητούνται, ομοίως, τα όσα επιζητούνται ως θεραπεία και με το αιτητικό (Α) και ως εκ τούτου το αιτητικό Β απορρίπτεται.

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου η αιτήτρια, υπήκοος της Δημοκρατίας του Μαλί, αφίχθηκε για πρώτη φορά στις 15.10.2010 στο έδαφος της Δημοκρατίας μέσω των κατεχόμενων περιοχών. Ακολούθως η αιτήτρια υπέβαλε στις 3.11.2010 αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε στις 5.7.2011 από την Υπηρεσία Ασύλου. Κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, η αιτήτρια καταχώρησε στις 10.8.2011 διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Στις 16.9.2011 και ενόσω η αιτήτρια ανέμενε την έκδοση απόφασης επί της διοικητικής της προσφυγής απέκτησε τέκνο με κύπριο υπήκοο καταγωγής από το Καμερούν. Στις 12.1.2012 εκδόθηκε η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, δια της οποίας επικυρώνετο η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακολούθως στις 17.2.2012 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας διαμονής και εργασίας ως μητέρα κύπριου πολίτη, η οποία έτυχε και σχετικής  έγκρισης. Έκτοτε η ισχύς της αδείας διαμονής της αιτήτριας ανανεώνετο στη βάση του ίδιου καθεστώτος. Στις 16.5.2016 παραχωρήθηκε στην αιτήτρια άδεια με ένδειξη «απεριόριστης ισχύος» με σκοπό την παραμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία μαζί με το τέκνο της το οποίο είναι κύπριος υπήκοος. Ακολούθησε στις 5.10.2017 η τέλεση γάμου της αιτήτριας με αλλοδαπό με καταγωγή από το Καμερούν.

 

Στις 8.5.2018 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Η πιο πάνω αίτηση εξετάστηκε και απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος υιοθέτησε την απορριπτική εισήγηση της λειτουργού εξέτασης, η oποία περιλαμβάνετo σε σχετικό σημείωμα που ετοιμάστηκε, μετά από προσωπική συνέντευξη της αιτήτριας και αφού προηγουμένως, είχαν ληφθεί πληροφορίες από την ΚΥΠ, την Αστυνομία και στοιχεία από την ΙNTERPOL.

 

Η απορριπτική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 17.5.2021, με το ακόλουθο  περιεχόμενο:

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας ημερ. 8/05/2018 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και να σας πληροφορήσω ότι η αίτησή σας τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί βάσει του μεταναστευτικού σας ιστορικού κατά την διάρκεια της παραμονής σας στη Δημοκρατία και της καταχρηστικής αίτησης ασύλου, διαπιστώνεται  μη τήρηση των νόμων της Δημοκρατίας καθώς και μη συμμόρφωση με τις υποδείξεις και οδηγίες των αρχών.»

 

Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα Προσφυγή.

 

Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης προβάλλεται από την πλευρά της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης, μη δέουσας έρευνας, ανεπαρκούς αιτιολογίας καθώς και ότι η διοίκηση ενήργησε κακόπιστα και καταχρηστικά. Ειδικότερα η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι δεν επεξηγείται και δεν αιτιολογείται ποιο ειναι το μεταναστευτικό ιστορικό της αιτήτριας καθώς και ότι «το γεγονός ότι έλαβε αρνητική απάντηση από τους καθ΄ων δεν σημαίνει ότι η αίτηση (ασύλου) της έγινε καταχρηστικά». Περαιτέρω υποβάλλει η κα Κουπαρή ότι στο σημείωμα της λειτουργού έχουν παρεισφρήσει εσφαλμένα γεγονότα και ως εκ τούτου η αναφορά του καθ΄ου η αίτηση ότι η αιτήτρια δεν τήρησε τους νόμους της Δημοκρατίας ειναι ανυπόστατη. Πρόσθετος ισχυρισμός προβάλλεται περί του ότι κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης λήφθηκαν υπόψη εξωγενείς παράγοντες καθώς και περί μη παροχής δικαιώματος ακρόασης στην αιτήτρια. Καταληκτικά υποστηρίζει η ευπαίδευτη συνήγορος ότι δεν σταθμίστηκαν οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες της αιτήτριας και το συμφέρον του ανήλικου παιδιού της και ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν έδρασε με την προϋπόθεση της καλής πίστης.

 

Αντίθετα η ευπαίδευτη συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, επαρκώς αιτιολογημένη καθώς και ότι λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του Υπουργού Εσωτερικών χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει ουδεμία  πλάνη κατά τη λήψη της. Επισημαίνει δε, η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται δεν εξειδικεύονται κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 καθώς και ότι η αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της, τους οποίους προβάλλει με γενικό και αόριστο τρόπο. Τονίζει δε,  η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση με παραπομπή σε νομολογία ότι η πολιτογράφηση αποτελεί εξουσία η όποια ανάγεται στην κυριαρχική φύση του κράτους καθώς και ότι η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών είναι η ευρύτερη δυνατή, με μόνο περιορισμό την καλή πίστη. Περαιτέρω υποβάλλεται ότι το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του οργάνου αλλά περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας και στη διακρίβωση του κατά πόσον η διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της  ευχέρειας κατά την άσκηση της οποίας επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις του εκάστοτε αιτητή. Ειδικότερα επισημαίνεται ότι παρόλο που η αιτήτρια πληρεί τις τυπικές προϋποθέσεις, ο καθ΄ου η αίτηση προβαίνοντας καλόπιστα σε εξέταση όλων των στοιχείων και των προσωπικών δεδομένων της αιτήτριας κατέληξε στην απόφαση για μη πολιτογράφηση της αιτήτριας λόγω του μεταναστευτικού της προφίλ.

 

Κατά πάγια και διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους και επομένως η διοίκηση διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εξέταση των αιτημάτων, με μόνο περιορισμό να ενεργεί με καλή πίστη (Mohamad v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, ISSAE.EALYATIM v. Δημοκρατίας (2016)3Α.Α.Δ.496) Tulin Sabahatin Veysel κ.ά ν. Δημοκρατίας, (Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010)  Boulatnikova v. Δημοκρατίας, (Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερομηνίας 31.5.2007) Κυπριακή Δημοκρατία κ.α. ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20).Ακόμα δε και η πλήρωση των τυπικών προϋποθέσεων για πολιτογράφηση δεν συνεπάγεται δίχως άλλο ότι ο αιτητής δικαιούται αυτόματα πιστοποιητικό πολιτογράφησης, αφού η πλήρωση των τυπικών προσόντων παρέχει μόνο το δικαίωμα για υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση και όχι δικαίωμα έγκρισης τέτοιας αίτησης και απόκτησης άνευ έτερου της κυπριακής ιθαγένειας (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307) Reyes και Κυπριακής Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 181/12, ημερομηνίας 24/10/18).

 

Σχετικά είναι τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτό αποτελούσε το εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως εδώ ενδιαφέρουν:

 

«Ο Υπουργός, όταν υποβληθεί σ' αυτόν αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο και τρόπο από οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα και με πλήρη ικανότητα, ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα, δύναται να χορηγήσει σ' αυτόν πιστοποιητικό πολιτογράφησης.»

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Nabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011 3 Α.Α.Δ 66) λέχθηκαν τα εξής σχετικά και καθοδηγητικά ως προς το υπό εξέταση ζήτημα:

 

«Το Άρθρο 111 του Νόμου 141(Ι)/2002 παρέχει σε αλλοδαπό το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση, αλλά όχι το απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης. Η παραχώρηση πολιτογράφησης  είναι στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το ζήτημα εγγραφής κάποιου ως πολίτη της Δημοκρατίας άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα το ακυρωτικό δικαστήριο δύσκολα να επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας. Έτσι, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς, είναι πολύ ευρεία, όχι όμως απόλυτη, αφού υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο Νόμος. Όταν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Επίσης, το τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman vRepublic (1987) 3 C.L.R. 224) και η υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου, που μπορεί να επέμβει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, θεωρεί ότι τα συμπεράσματα της Διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. (Republic vGeorghiades (1972) 3 C.L.R. 594)».

 

Εν πρώτοις δε θα συμφωνήσω με τη θέση του καθ΄ου η αίτηση περί μη επαρκούς δικογράφησης, δεδομένου ότι οι προβληθέντες λόγοι ακύρωσης σαφώς περιλαμβάνονται και εξειδικεύονται στα νομικά σημεία της Προσφυγής και ως εκ τούτου θα τύχουν δικαστικής εξέτασης.

 

Επομένως και έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομολογιακά δοσμένες αρχές που διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα, προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισμούς της αιτήτριας όπως αυτοί αναπτύχθηκαν στη γραπτή της αγόρευση.

 

Ως υποδείχθηκε ανωτέρω, η πλευρά της αιτήτριας,  προς υποστήριξη των ισχυρισμών της περί πλάνης, ανεπαρκούς αιτιολογίας και ελλιπούς έρευνας, ισχυρίζεται ότι δεν αιτιολογείται ποιο είναι το μεταναστευτικό ιστορικό της αιτήτριας που λήφθηκε υπόψη. Περαιτέρω προβάλλει τη θέση ότι εφόσον αποτέλεσε εξαρχής ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η ζωή της κινδυνεύει, η αρνητική απόφαση που έλαβε επί της αίτησης ασύλου που υπέβαλε δεν σημαίνει ότι αυτή έγινε καταχρηστικά. Επισημάνει δε η ευπαίδευτη συνήγορος ότι για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης λήφθηκαν υπόψη εσφαλμένα γεγονότα, ότι η αιτήτρια είχε δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία ως αιτήτρια ασύλου μέχρι τις 12.1.2012 και ως εκ τούτου η αναφορά του καθ΄ου η αίτηση ότι η αιτήτρια δεν τήρησε τους νόμους της Δημοκρατίας ειναι ανυπόστατη.

Όλοι οι πιο πάνω ισχυρισμοί της αιτήτριας βάλλουν κατά της ορθότητας της κρίσης του καθ΄ου η αίτηση ότι το μεταναστευτικό ιστορικό της αλλοδαπής στη Δημοκρατία και η καταχρηστική αίτηση ασύλου της δεν δείχνουν σεβασμό στους νόμους του κράτους και ως εκ τούτου, λόγω της συνάφειας τους, θα εξεταστούν σωρευτικώς.

 

Δεν θα συμφωνήσω με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, οι οποίοι απορρίπτονται στην ολότητα τους. Καθοριστικά επί του θέματος ειναι τα όσα καταγράφονται στο σημείωμα της λειτουργού εξέτασης το οποίο υποβλήθηκε ενώπιον του Υπουργού. Τα παραθέτω:

 

«Η αιτήτρια γεννήθηκε στο Μαλί στις 15/08/1980 και ειναι πολίτης της χωράς της (Ερ.113). Αφίχθη για πρώτη φορά στην Κύπρο στις 30/10/2010 μέσω των κατεχομένων και αφού πέρασε στις ελεύθερες περιοχές αιτήθηκε στις 26/11/2010 πολιτικό άσυλο (Ερ.11). Η αίτηση της απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και από την Αν. Αρχή Προσφύγων καθότι οι λόγοι και ισχυρισμοί της κρίθηκαν αναξιόπιστοι (Ερ.26-16). Ενώ θα έπρεπε να αναχωρήσει λόγω του ότι στις 16/09/2011 απέκτησε παιδί με τον Ε/Κύπριο Μιχαήλ Χατζηχαραλάμπους, στις 17/02/2012  αιτήθηκε για άδεια διαμονής και εργασίας ως αυτοτελώς εργαζομένη μητέρα Κύπριου πολίτη. Έκτοτε κατόπιν διαδοχικών αιτήσεων της παραχωρείται άδεια διαμονής ως μέλος οικογένειας Κύπριου με την τελευταία να ειναι απεριόριστης ισχύος (Ερ. 109). Στις 5/10/2017 τέλεσε γάμο με τον αλλοδαπό[..].»

 

Από τις ανωτέρω καταγραφές προκύπτει ευκρινώς- και σε αντίθεση με τις αιτιάσεις της αιτήτριας- ότι επεξηγήθηκαν επαρκώς και με σαφήνεια τα γεγονότα τα οποία πλαισιώνουν το μεταναστευτικό ιστορικό της αιτήτριας, με αποτέλεσμα να μην αφήνεται οποιαδήποτε αμφιβολία περί του τι ήταν αυτό που εν προκειμένω λήφθηκε υπόψη.  

 

Ούτε όμως ευσταθεί η έτερη αναφορά της αιτήτριας ότι υπό πλάνη έχουν παρεισφρήσει εσφαλμένα γεγονότα κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, επειδή ως υποβάλλει η κα Κουπαρή, η λειτουργός στο υπηρεσιακό της σημείωμα, αφήνει να νοηθεί ότι η αιτήτρια όφειλε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία ενώ η αιτήτρια «στις 16/9/2011 απόκτησε παιδί με κύπριο και έκτοτε διαμένει στη Κ.Δ με απεριόριστη ισχύ άδεια. »

 

Έχω διεξέλθει όλα τα ενώπιον μου έγγραφα τα οποία περιέχονται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και διαπιστώνω ότι τα όσα καταγράφονται στο σημείωμα της λειτουργού επιβεβαιώνονται με τρόπο αναντίλεκτο από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης. 

 

Καταρχάς οφείλει να υπομνησθεί ότι η αιτήτρια η οποία εισήλθε από τις κατεχόμενες περιοχές, επί της ουσίας παράνομα, ως άλλωστε παραδέχεται και η ίδια η αιτήτρια δια της απαντητικής της αγόρευσης, διατηρούσε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία επί τη βάσει της αίτησης ασύλου και της μετέπειτα διοικητικής προσφυγής που υπέβαλε και συγκεκριμένα μέχρι τις 12.1.2012, ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απορριπτική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων οπόταν, ως ορθά υπέδειξε και η λειτουργός στο σημείωμα της, όφειλε πλέον να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία. Το αποκλειστικό γεγονός της γέννησης του τεκνού της αιτήτριας που έλαβε χώρα στις 16.9.2011, ήτοι κατά το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα που η αιτήτρια είχε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία ως αιτήτρια ασύλου, δεν προσέδωσε, σύμφωνα πάντοτε και με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, στην αιτήτρια οποιοδήποτε αυτόματο δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία και ούτε και βεβαίως προσκομίστηκε από πλευράς της αιτήτριας οποιαδήποτε μαρτυρία που να καταδεικνύει κάτι τέτοιο. Άλλωστε τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η ίδια η αιτήτρια -και ένα μήνα αργότερα από την έκδοση της απορριπτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων στις 12.1.2012- υπέβαλε δια πρώτη φορά στις 17.2.2012 (ερυθρό 38) αίτηση για να της παραχωρηθεί άδεια διαμονής και εργασίας ως μητέρα κύπριου πολίτη. Επομένως τα όσα η αιτήτρια ισχυρίζεται περί εμφιλοχώρησης πλάνης δήθεν διότι η ίδια διέμενε στη Δημοκρατία με άδεια απεριόριστης ισχύος από την απόκτηση του τεκνού της με κύπριο υπήκοο ουδόλως ευσταθούν, αφού τέτοια άδεια διαμονής, ως προκύπτει τόσο από το σημείωμα της λειτουργού εξέτασης όσο και από το ερυθρό 109 του διοικητικού φακέλου, παραχωρήθηκε στην αιτήτρια πολύ μεταγενέστερα από τη γέννηση του τεκνού της, ήτοι στις 16.5.2016. Ούτε όμως και η θέση της αιτήτριας ότι είναι εσφαλμένη και ανυπόστατη η διαπίστωση του καθ΄ου η αίτηση περί υποβολής καταχρηστικής αίτησης ασύλου από μέρους της αιτήτριας ευσταθεί, αφού όπως ρητώς επεξηγείται στο υποβληθέν σημείωμα, η αιτήτρια υπέβαλε μεν αίτηση ασύλου, πλην όμως οι ισχυρισμοί που προέβαλε κρίθηκαν αναξιόπιστοι και αβάσιμοι από την Υπηρεσία Ασύλου. Το ίδιο δε ανυπόστατοι κρίθηκαν οι ισχυρισμοί της και από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία επικύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου (ερυθρό 25 του διοικητικού φακέλου).

 

Έπεται ότι τα όσα παραθέτει η αιτήτρια ουδόλως αντικρούουν τα όσα αδιαμφισβήτητα νομίμως καταγράφονται στο σημείωμα της λειτουργού, το οποίο αποτέλεσε το έρεισμα για τη λήψη της απόφασης του Υπουργού και το περιεχόμενο του οποίου, σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένο με τη ληφθείσα απόφαση, συμπληρώνει την αιτιολογία αφού καταδεικνύει αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης (Vassiliou vRepublic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959 σελ. 185Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438).

 

Ούτε όμως εντοπίζω οποιαδήποτε κατάχρηση ή κακοπιστία στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, η οποία υπενθυμίζεται ότι ως νομολογιακά επιτάσσεται, είναι ιδιαίτερα ευρεία. Δεδομένης της πάγιας νομολογιακής αρχής ότι η  πολιτογράφηση είναι μια εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους και ασκείται με μόνο περιορισμό την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης, διαπιστώνω ότι τα ενώπιον του καθ΄ου η αίτηση δεδομένα παρέχουν επαρκές έρεισμα για την απορριπτική κατάληξη. Η κρίση της διοίκησης ότι το μεταναστευτικό ιστορικό της αιτήτριας στη Δημοκρατία και η καταχρηστική αίτηση ασύλου της δεν δείχνουν σεβασμό τους νόμους του κράτους κρίνεται εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του καθ΄ου η αίτηση.

 

Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου VARSIK MKRTCHYAN v. Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.18/17, ημερομηνίας 27/9/23) λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Στις 27.1.2010 η Εφεσείουσα αιτήθηκε εκ νέου για απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας πλην όμως και πάλι υπήρξε απόρριψη στις 14.7.2014. Η επιστολή κοινοποίησης της άρνησης των Εφεσιβλήτων είχε ως εξής:

«Η Κυπριακή Δημοκρατία, ασκώντας τα κυριαρχικά της δικαιώματα και αφού έλαβε υπό ότι:

(α) δεν έχετε επαρκείς πόρους συντήρησης,

(β) παραμείνατε και εργαστήκατε παράνομα στη Δημοκρατία από 20.12.2000 μέχρι 14.6.2002,

(γ) υπάρχουν επιφυλάξεις ως προς τη γνησιότητα του γάμου σας με τον αποβιώσαντα Ε/Κ και

(δ) το καθεστώς ως χήρα Κύπριου πολίτη που κατέχετε είναι αρκούντως ικανοποιητικό για την περίπτωσή σας αποφάσισε ότι δεν υφίσταται οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος για την πολιτογράφησή σας ως Κύπρια πολίτιδα».[..]

 

Ο πρώτος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγος συνδέονται άρρηκτα αφού αφορούν την ορθότητα – ή μη, κατά την Εφεσείουσα – της πρωτόδικης απόφασης να κρίνει πως η επίδικη Διοικητική Πράξη ήταν σύννομη, δεν αντίκειτο σε οποιανδήποτε αρχή Διοικητικού Δικαίου, ήταν αιτιολογημένη και προϊόν δέουσας έρευνας, και ότι στην κρίση του αρμοδίου οργάνου δεν παρεισέφρησαν εξωγενείς παράγοντες. Ως εκ της συνάφειας τους, οι λόγοι αυτοί θα εξεταστούν σε κοινό πλαίσιο.

 

Η ύπαρξη των τυπικών προσόντων εκ του ΄Αρθρου 111 (τρίτος πίνακας) του Νόμου απλώς δημιουργεί το δικαίωμα για υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση. Δεν δημιουργεί υποχρέωση χορήγησης υπηκοότητας. Το τελευταίο θα ήταν ασύμβατο με την έννοια κυριαρχίας του κράτους.

 

Όπως τονίστηκε στη Mohamad v. Δημοκρατίας (2010)3 Α.Α.Δ. 18:

«η  πολιτογράφηση είναι μια εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης». [..] 

 

Στη Siomina ΄Ηρωα v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

Το αναφερθέν άρθρο 5(2) του Νόμου δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Του παρέχει το δικαίωμα να αποταθεί για  πολιτογράφηση όπου θεωρεί ότι συντρέχουν οι τιθέμενες σ’ αυτό προϋποθέσεις. Και παρέχει στον Υπουργό την εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα. Οπότε ο Υπουργός «μπορεί να μεριμνήσει» για την  πολιτογράφηση αλλοδαπού. Πρόκειται για κρατική εξουσία η οποία, σε αυτές τις περιπτώσεις, ασκείται νόμιμα εφόσον ασκείται καλόπιστα. Ο ασκών την εξουσία δεν παύει να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφαση του για τη μη  πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε ο,τιδήποτε πέραν αυτής. [..]Εφόσον λοιπόν τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη σχύουν κατ’ αναλογίαν και εδώ τα όσα ανέφερε ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) στην Amanda Marga v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, στη σελ. 2587, τα οποία επικροτήθηκαν από την Ολομέλεια στη Moyo & Another v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203, και σε μεταγενέστερη νομολογία.[..]

 

Όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα υπόθεση η λογική αμφιβολία του αρμοδίου οργάνου είναι αρκετή στο να στηρίξει άρνηση χορήγησης υπηκοότητας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε ενδελεχώς όλα όσα ετέθησαν από τους Εφεσίβλητους ως προς την άρνηση χορήγησης αιτήματος πολιτογράφησης. 

 

Όπως ετέθη και στη Mohamad ανωτέρω, η παράνομη παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας, ακόμη και στο παρελθόν (πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης) αποτελεί ένα επιτρεπτό κριτήριο κρίσης. Το ίδιο και οι λοιπές επιφυλάξεις και εξηγήσεις που δόθηκαν από τους Εφεσίβλητους.

 

Υπενθυμίζουμε ότι εξετάζουμε την πράξη– και την επικυρωτική αυτής απόφαση – υπό το πρίσμα της θεώρησης της ύπαρξης καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, όρια που ορθώς εκρίθη από το Δικαστήριο, πως οι Εφεσίβλητοι επ΄ουδενί παραβίασαν(Βλ. 1. Meneka Madhumathi Senadhipathi S. Mudiyanselage κ.α ν. ΔημοκρατίαςΕΔΔ76/16, 25.9.2023).»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Απορριπτέα κρίνεται και η παντελώς γενική και αόριστη αναφορά της πλευράς της αιτήτριας ότι η αιτήτρια «δεν έχει καν ακροαστεί» αναφορικά με τα ευρήματα του καθ΄ου η αίτηση. Επί τούτου αρκεί να αναφέρω ότι πέραν του ότι δεν υφίσταται υποχρέωση στη διοίκηση να καλεί προς ακρόαση τα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση για πολιτογράφηση, η αιτήτρια είχε κάθε ευκαιρία να θέσει και μάλιστα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τις θέσεις της μέσω της αιτήσεως της και της προσωπικής της συνέντευξης (YULIA  KOCHETOVA  και  Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1444/14, ημερομηνίας 24/5/17) Tonu ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 415/2019, ημερομηνίας 16.2.2022) FAMIDE GUL  KASAPHOCA και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.1414/19, ημερομηνίας 17/11/22).

 

Ούτε όμως οι γενικόλογες και ατεκμηρίωτες αναφορές της αιτήτριας ότι δήθεν δεν σταθμίστηκαν από τους καθ΄ων η αίτηση οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες της αιτήτριας, οι επαρκείς οικονομικοί της πόροι, το συμφέρον της ανήλικης κόρης της καθώς και ότι η ανήλικη φοιτά σε δημόσιο σχολείο ευσταθούν. Τουναντίον το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και δη το σημείωμα της λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη, το οποίο τέθηκε ενώπιον του Υπουργού προς λήψη απόφασης, επιβεβαιώνουν με τρόπο αναντίλεκτο ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη δεδομένα και ότι διενεργήθηκε η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα αναφορικά με την αίτηση της αιτήτριας, περιλαμβανομένων και των όσων επικαλείται η αιτήτρια.

 

Ειδικότερα στο σημείωμα της λειτουργού καταγράφεται ότι η αλλοδαπή εργάζεται ως αυτοεργοδοτούμενη, απασχολούμενη με το πλέξιμο κώμης στο μόλο της Πάφου κατά την καλοκαιρινή περίοδο και έχει δηλωμένο εισόδημα στις κοινωνικές ασφαλίσεις €1000.  Περαιτέρω στο επίμαχο σημείωμα καταγράφονται και τα ακόλουθα: «Κατά την διάρκεια προσωπικής συνέντευξης που διεξήχθη στο Τμήμα μας στις 22/08/2019 διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια παρόλο που διαμένει Κύπρο από το 2010 και είναι μητέρα Κύπριου πολίτη δεν μιλά καθόλου την ελληνική γλώσσα. Ανάφερε ότι θέλει να παραμείνει Κύπρο γιατί της αρέσει η ζωή στην Κύπρο και εδώ γεννήθηκε και μεγαλώνει η κόρη της η οποία είναι μαθήτρια σε δημόσιο σχολείο.[..] »

 

Μάλιστα το σημείωμα της λειτουργού καταλήγει ως εξής: «Βάσει των πιο πάνω γίνεται εισήγηση όπως απορριφθεί η αίτηση της κας D. D. για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και να παραμείνει με το καθεστώς που κατέχει ως μητέρα Κύπριου πολίτη το οποίο της δίδει το δικαίωμα παραμονής και εργασίας στην Κύπρο.»

Από τα όσα παρατίθενται ανωτέρω προκύπτει αναντίλεκτα ότι όχι μόνο δεν παραγνωρίστηκαν οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις της αιτήτριας αλλά τουναντίον ότι αυτές διερευνήθηκαν με επάρκεια από τους καθ΄ων η αίτηση, περιλαμβανομένων και των όσων αφορούν την ανήλικη κόρη της αιτήτριας και του γεγονότος ότι αυτή κατέχει την κυπριακή υπηκοότητα. Ούτε όμως θα συμφωνήσω με την παντελώς αστήρικτη αναφορά της αιτήτριας ότι η μη ομιλία της ελληνικής γλώσσας συνιστά δήθεν εξωγενή παράγοντα. Αρκεί να υπομνήσω ότι στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Reyes και Κυπριακής Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 181/12, ημερομηνίας 24/10/18), λέχθηκαν για τον παράγοντα της ελληνικής γλώσσας κατά την εξέταση αιτήσεων για πολιτογράφηση  τα ακόλουθα: «Επιβάλλεται, για την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, να διερευνηθούν και άλλοι παράγοντες, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο Κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του να καταστεί Κύπριος πολίτης, λαμβανομένου υπόψη ότι επέδειξε καλή διαγωγή, ότι έμαθε και ομιλεί ικανοποιητικά την Ελληνική γλώσσα […]Τα ως άνω δε στοιχεία, εκτιμούνται ελευθέρως με στάθμιση των γενικότερων συμφερόντων του κράτους και σε συνάρτηση με τα τυχόν δημογραφικά, οικονομικά και εθνικά προβλήματα.»

Τελικώς ούτε η αναφορά της αιτήτριας ότι στην προσβαλλόμενη  απόφαση λήφθηκαν υπόψη εξωγενείς παράγοντες, ήτοι το πως θα επηρεαστεί το καθεστώς του συζύγου της αιτήτριας,  μπορεί να γίνει δεκτή αλλά ούτε και η θέση της ότι συνιστούν εξωγενείς παράγοντες οι αναφορές στο σημείωμα στους οικονομικούς πόρους του συζύγου της αιτήτριας και/ή στο γεγονός ότι αυτός λάμβανε επίδομα, ευσταθεί.

 

Τούτο διότι αφενός πουθενά δεν καταγράφεται η αναφορά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό το πρίσμα ότι θα επηρεαστεί το καθεστώς του συζύγου της αιτήτριας, θέση η οποία εν πάση περιπτώσει προβάλλεται χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση και στοιχειοθέτηση από μέρους της αιτήτριας. Αφετέρου διότι τα όσα αναφέρονται στο σημείωμα της λειτουργού αναφορικά με τα  εισοδήματα του αλλοδαπού συζύγου της αιτήτριας δεν αποτέλεσαν ως  και η ίδια η αιτήτρια παραδέχεται στη γραπτή της αγόρευσης εν τέλει το λόγο για τον οποίο απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας.

 

Εν πάση περιπτώσει και εάν ακόμα γινόταν δεκτή η θέση ότι τα όσα  αναφέρθηκαν από τη λειτουργό εξέτασης αναφορικά με το σύζυγο της αιτήτριας ήταν εξωγενείς,  ουδόλως θα επηρέαζαν τη νομιμότητα της προσβαλλομένης απόφασης αφού και σε μια τέτοια περίπτωση θα παρέμενε και πάλι στέρεο το συμπέρασμα ότι το μεταναστευτικό ιστορικό της αιτήτριας και η καταχρηστική αίτηση ασύλου της δεν καταδείκνυαν σεβασμό στους νόμους του κράτους, διαπίστωση την οποία η αιτήτρια  δεν κατόρθωσε να κλονίσει και η οποία συνιστά τον καίριο και αυτοτελή λόγο απόρριψης της επίδικης αίτησης (βλ.άρθρο 32 του Ν.158(Ι)/1999, RUPAWATHI PEDURUK ATHUKORALAGE και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 515/15, ημερομηνίας 26/4/18) Φυτή ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 368/2012, ημερομηνίας 22.10.2013) Φωτίου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 501). S. D.H. P. και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1156/20, ημερομηνίας 14/3/2023).

 

Έπεται ότι η αιτήτρια δεν έχει θέσει οτιδήποτε ικανό για να ανατρέψει το τεκμήριο της κανονικότητας που περιβάλλει την προσβαλλομένη απόφαση (Καττιμέρη v Δημοκρατία (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 65/2019, ημερομηνίας 22 Νοεμβρίου 2023).

 

Στη βάση των ανωτέρω καταλήγω ότι η απόφαση απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας δεν εκφεύγει της καλής πίστης και ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό το φως, των ενώπιον της διοίκησης, στοιχείων. Το Δικαστήριο και με δεδομένο ότι ουδεμία πλάνη ή κακοπιστία έχει καταδειχθεί δεν μπορεί να επέμβει και να αμφισβητήσει την απορριπτική κρίση της διοίκησης, η οποία κατά πάγια νομολογία, αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη (VARSIK MKRTCHYAN και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.18/2017, ημερομηνίας 27/9/23) Angela Siomina Ήρωα v. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 307) RANJEET KAUR v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 298/19, ημερομηνίας 27/6/22).

 

Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ουδείς λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται. Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1.300 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ του καθ’ ου η αίτηση.

 

 

Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο