ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 807/2020

                                             

       16 Απριλίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

             

      Seashell Development Limited

Αιτήτρια

                          Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών

                                                      Καθ' ου η Αίτηση

 

......... 

 

Στέφανος Σάββα για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για Αιτήτρια

Αθανασία Αχιλλέως, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση να απορρίψουν την Ιεραρχική Προσφυγή της ημερομηνίας 09.09.2016, η οποία της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 24.06.2020.

 

 

 

Τα γεγονότα, ως προκύπτουν από τα δικόγραφα και διοικητικούς φακέλους είναι τα ακόλουθα:

 

Στις 01.12.2015, η Αιτήτρια υπέβαλε στον Επαρχιακό Λειτουργό Λευκωσίας, Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (στο εξής η «Πολεοδομική Αρχή») τις αιτήσεις με αρ. ΛΕΥ/01632/2Ο15 και ΛΕΥ/01633/2015 για προσθήκες/μετατροπές και αλλαγή χρήσης δύο (2) καταστημάτων σε εργαστήριο αλλαγής ελαστικών και εργαστήριο αλλαγής υαλοπινάκων αυτοκινήτων σε τεμάχιο στην Αγλαντζιά.

 

Στις 27.07.2016, η Πολεοδομική Αρχή, αποφάσισε να αρνηθεί τη χορήγηση των αιτούμενων πολεοδομικών αδειών ως οι όροι 500, 501, 502 και 503 στη Γνωστοποίηση Αρνήσεως Χορηγήσεως Πολεοδομικής Άδειας. Εναντίον της εν λόγω απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, η Αιτήτρια υπέβαλε στις 09.09.2016, μέσω των δικηγόρων της, Ιεραρχική Προσφυγή με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου.

 

Η Πολεοδομική Αρχή με επιστολή της ημερομηνίας 24.03.2017 και την επ’ αυτής συνημμένη έκθεση τοποθετήθηκε επί της Ιεραρχικής Προσφυγής όπως έπραξε και ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως με σχετικό Σημείωμα, το οποίο υπέβαλε στην αρμόδια Υπουργική Επιτροπή με εισήγηση την απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής. Απόρριψη εισηγήθηκε και ο Δήμος Αγλαντζιάς.

 

Η αρμόδια Υπουργική Επιτροπή στις συνεδρίες της με ημερομηνία 18.12.2019 και 09.01.2020, αποφάσισε ομόφωνα να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή, κρίνοντας ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής είναι ορθή και σύμφωνη με τις πρόνοιες της πολεοδομικής νομοθεσίας και της Δήλωσης Πολιτικής. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 24.06.2020, η οποία είναι η προσβαλλόμενη.

 

Με την αγόρευσή των ευπαιδεύτων συνηγόρων της, η Αιτήτρια προωθεί δύο ουσιαστικά λόγους ακυρότητας, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα και ότι είναι αναιτιολόγητη. Τους εν λόγω ισχυρισμούς, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση απορρίπτει θέτοντας παράλληλα προδικαστικώς, ότι όσοι ισχυρισμοί δεν είχαν εγερθεί στην ιεραρχική προσφυγή ή δεν έχουν δικογραφηθεί επί της αίτησης ακυρώσεως θα πρέπει να απορριφθούν χωρίς περαιτέρω εξέταση επί της ουσίας τους.

 

Ξεκινώ από τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί πλημμελούς έρευνας. Αυτός εδράζεται στην αντίληψη της ότι, η Πολεοδομική Αρχή στην έκθεσή της, εσφαλμένα θεώρησε ότι η Αιτήτρια δεν τοποθετήθηκε ως προς τον λόγο απόρριψης (500) δεδομένου ότι, κατά την Αιτήτρια, το ζήτημα καλύφθηκε από συγκεκριμένη αναφορά στη σελίδα 8 της Ιεραρχικής της Προσφυγής.

 

Επί τούτου καταρχάς διαπιστώνω ότι στη σελίδα 8 της Ιεραρχικής της Προσφυγής γίνεται πράγματι μια γενική αναφορά σε εσφαλμένη εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση ερμηνεία της παραγράφου 16.11.1 του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας όσο αφορά το εμβαδόν του κάθε εργαστηρίου. Ανέφερε συγκεκριμένα:

 

«Είναι η θέση μας ότι η Απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής είναι αποτέλεσμα έλλειψης έρευνας και πλάνης σε σχέση με τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης, λόγω του ότι εσφαλμένα ερμήνευσε τις πρόνοιες της παραγράφου 16.11.1 του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, όσον αφορά το εμβαδό του κάθε εργαστηρίου».

 

Η πιο πάνω γενική αναφορά της Αιτήτριας, θεωρώ ότι καλύπτεται πλήρως από τα όσα ανέφερε η Πολεοδομική Αρχή στην Έκθεσή της, χωρίς να τίθεται ζήτημα πλημμέλειας έρευνας ή αιτιολογίας.

 

Συγκεκριμένα η Πολεοδομική Αρχή τόσο στην απόφασή της ημερ. 27.07.2016, όσο και κυριότερα στην Έκθεσή της ημερ. 24.03.2017, η οποία εκπονήθηκε για τους σκοπούς της Ιεραρχικής προσφυγής, ρητώς ανέφερε την αντίληψή της ως προς τα εμβαδά των εργαστηρίων και τον τρόπο που αυτά, αθροιζόμενα με τους χώρους των καταστημάτων, μεσοπατωμάτων και υπογείου καταλήγουν σε μεγαλύτερα από τα προνοούμενα στο Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας. Ανέφερε εν προκειμένω:

 

«4.1 Η προτεινόμενη ανάπτυξη αφορά τροποποίηση των ισογείων των δύο εγκριμένων καταστημάτων ως εξής:

 

i. Προσθήκες/μετατροπές στο δυτικό αδειούχο κατάστημα, το οποίο έχει εμβαδόν 186 τ.μ. (συμπεριλαμβανομένου του εμβαδού του μεσοπατώματος), και διαθέτει εγγεγραμμένη επί του Τίτλου Ιδιοκτησίας αποθήκη στο υπόγειο, εμβαδού 136 τ.μ., που επικοινωνεί απευθείας με το κατάστημα, συνολικού δηλαδή εμβαδού 322 τ.μ., και αλλαγή χρήσης τμήματος του, εμβαδού 30 τ.μ σε εργαστήριο αλλαγής ελαστικών αυτοκινήτων, με χωροθέτηση των δύο απαιτούμενων για την προτεινόμενη ανάπτυξη χώρων στάθμευσης, εντός του εσωτερικού χώρου, και

 

ii. Προσθήκες/μετατροπές στο αδειούχο ανατολικό κατάστημα, με εμβαδόν 280 τ.μ. (συμπεριλαμβανομένου του εμβαδού του μεσοπατώματος), και διαθέτει εγγεγραμμένη επί του Τίτλου Ιδιοκτησίας αποθήκη στο υπόγειο, εμβαδού 142 τ.μ., που επικοινωνεί απευθείας με το κατάστημα, συνολικού δηλαδή εμβαδού 422 τ.μ., και αλλαγή χρήσης τμήματος του, εμβαδού 30 τ.μ., σε εργαστήριο αλλαγής υαλοπινάκων αυτοκινήτων, με χωροθέτηση των δύο απαιτούμενων για την προτεινόμενη ανάπτυξη χώρων στάθμευσης, εντός του εσωτερικού χώρου,

 

4.2 Η Πολεοδομική Αρχή θεωρεί ότι ουσιαστικά το κάθε εργαστήριο εμβαδού 30 τ.μ.  κατά τη λειτουργία του, δεν περιορίζεται στον εξαιρετικά μικρού εμβαδού για την  προτεινόμενη χρήση χώρο, ο οποίος δεν διαθέτει υγειονομικές ή άλλες απαιτούμενες διευκολύνσεις με βάση τη νομοθεσία, αλλά θα λειτουργεί σε συνέργεια με το κατάστημα πώλησης (είτε ελαστικών, είτε υαλοπινάκων), με αποτέλεσμα το συνολικό εμβαδόν διεξαγωγής της επιχείρησης και η ένταση της ανάπτυξης να αυξάνεται κατά πολύ περισσότερο από το μέγιστο επιτρεπόμενο.

 

4.3 οι πιο πάνω προσθήκες/μετατροπές στα δύο καταστήματα και η προαναφερόμενη αλλαγή χρήσης τους φαίνονται στην κάτοψη ισογείου της οικοδομής, που επισυνάπτεται  ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3.

 

4.4 Η Πολεοδομική Αρχή, απέρριψε την αίτηση στις 27/07/2016, για τους ακόλουθους Λόγους Άρνησης.

 

(500) Τα προτεινόμενα εργαστήρια αλλαγής ελαστικών και γυαλιών αυτοκινήτων εμβαδού 30 τ.μ. το κάθε ένα, ως δεικνύονται στα υποβληθέντα σχέδια, λειτουργούν σε άμεση σχέση με τους χώρους πώλησης ελαστικών και γυαλιών, στους οποίους εσωτερικούς χώρους προτείνονται και οι χώροι στάθμευσης οχημάτων, με αποτέλεσμα το εμβαδό κάθε εργαστηρίου να υπερβαίνει τα 200 τ.μ. που μπορεί να επιτραπεί σε Εμπορικό Άξονα Κατηγορίας Ι, κατά παράβαση των προνοιών της παραγράφου 16.11.1 του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας.

(…)»

 

Οι ανωτέρω αναφορές καθώς και ο όλος διοικητικός φάκελος, καταδεικνύει ότι η Πολεοδομική Αρχή διερεύνησε επαρκώς τα στοιχεία της αίτησης της Αιτήτριας. Στηρίχθηκε στα σχέδια αλλά και στους τίτλους ιδιοκτησίας (σχετικό το ερ. 29 του διοικητικού φακέλου-Τεκμήριο 2 όπου κατά την εξέταση της αίτησης από την Πολεοδομικής Αρχή στις 01.07.2016, στο σημείο 13, για τα εμβαδά οι Καθ΄ων η αίτηση παραπέμπουν στους τίτλους ιδιοκτησίας), τα οποία η ίδια η Αιτήτρια υπέβαλε, και εμφανίζονται ότι τα δύο ακίνητα διαθέτουν και μεσοπατώματα και, περαιτέρω, έκαστο εξ αυτών χώρο και στο υπόγειο περιλαμβανομένης αποθήκης (ερ. 1-6 και ερ. 14 σε διοικητικό φάκελο αρ. ΛΕΥ/1632-3/2015, ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2 στη διαδικασία) καθώς και τα εμβαδά αυτών.

 

Περαιτέρω όμως ουδεμία συγκεκριμενοποίηση ή αιτιολόγηση έγινε στην Ιεραρχική Προσφυγή ως προς τον λόγο που η Αιτήτρια θεωρεί ότι η Πολεοδομική Αρχή έσφαλε κατά τον υπολογισμό των τετραγωνικών περιλαμβάνοντας σε αυτά και το εμβαδόν των καταστημάτων, μεσοπατωμάτων και χώρων του υπογείου. Μόνο περιορίστηκε στο συνοπτικό ισχυρισμό, στον οποίο αναφέρθηκα ανωτέρω, ότι δηλαδή η Πολεοδομική Αρχή «εσφαλμένα ερμήνευσε τις πρόνοιες της παραγράφου 16.11.1 του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, όσον αφορά το εμβαδό του κάθε εργαστηρίου». Παρόμοια συνοπτική τοποθέτηση γίνεται και στην αγόρευση της Αιτήτριας στα πλαίσια της παρούσας, όπου και πάλι, κατά γενικό τρόπο, αμφισβητείται ότι τα μεσοπατώματα και το υπόγειο χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες των επιχειρήσεων αυτών και ότι ουδεμία απόδειξη υπάρχει εντός του διοικητικού φακέλου που να αποδεικνύει κάτι τέτοιο.

 

Δε συμφωνώ όμως ότι από τον φάκελο απουσιάζουν εκείνα τα στοιχεία που μπορούσαν να οδηγήσουν την Πολεοδομική Αρχή στο συμπέρασμα ότι οι χώροι λειτουργούν σε συνέργεια μεταξύ τους και δεν είναι μόνον τα 30 τμ έκαστου συνεργείου (αλλαγής ελαστικών και υαλοπινάκων) αλλά και τα καταστήματα, τα μεσοπατώματα και η αποθήκη.

 

Τα στοιχεία (τίτλοι ιδιοκτησίας και σχέδια), στα οποία αναφέρθηκα πιο πάνω και ρητώς παρέπεμψε η Πολεοδομική Αρχή ήταν επαρκή για τη διοικητική κρίση, όφειλε δε η Αιτήτρια, εφόσον υπέβαλε Ιεραρχική Προσφυγή γνωρίζοντας τη θεώρηση της Πολεοδομικής Αρχής ως προς τη χρήση των χώρων, να καταγράψει τη διαφορετική της προσέγγιση αιτιολογώντας τους λόγους που δεν πρέπει να υπολογιστούν τα εμβαδά των καταστημάτων, μεσοπατωμάτων και υπογείου σε αυτά, δεδομένου ότι τα υπόλοιπα στοιχεία έδειχναν ότι οι χώροι αυτοί λειτουργούσαν σε άμεση συνέργεια με τα εργαστήρια. Η υποχρέωση για κατ’ ελάχιστον αιτιολόγηση εκ μέρους της Αιτήτριας των λόγων της ιεραρχικής της προσφυγής συνάδει με τη φύση της στα πλαίσια του μηχανισμού ιεραρχικού ελέγχου της διοίκησης. Στο σύγγραμμα «Η Eνδικοφανής Προσφυγή» του Σ. Κύβελου, 2016, σελ. 237-238, αναφέρεται (η υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«Αντίστοιχη υποχρέωση πρέπει να θεωρηθεί ότι υπέχει ο προσφεύγων που ασκεί ενδικοφανή διοικητική προσφυγή, με την έννοια ότι πρέπει να παρατίθεται στη αίτηση του μία κατ’ ελάχιστον αιτιολογία θεμελίωσης ενός, έστω λόγου σαφούς και συγκεκριμένου που να δικαιολογεί την επανεξέταση της αμφισβητούμενης πράξης (βλ. ΔΕφΘεσ/νίκης 621/1995, ΔΔικ 1996, σ.1191). Η απαίτηση ύπαρξης κατ’ ελάχιστον αιτιολόγησης και θεμελίωσης των προβαλλόμενων λόγων συνάδει και με την επιθυμία του προσφεύγοντος για τη διενέργεια, εκ μέρους της Διοίκησης, ενός πιο αποτελεσματικού ελέγχου της αμφισβητούμενης πράξης. Σε διαφορετική περίπτωση, η Διοίκηση δεν εμποδίζεται να απορρίψει είτε ρητά είτε σιωπηρά την ενδικοφανή προσφυγή, ως αόριστη και καταχρηστικώς ασκηθείσα».

 

Ούτε όμως συμφωνώ ότι η Πολεοδομική Αρχή έσφαλλε ως προς τη κρίση της ότι η Αιτήτρια δεν υπέβαλε με την αίτησή της πλήρες σετ σχεδίων. Προκύπτει από τον ίδιο τον διοικητικό φάκελο και δη την αίτηση της Αιτήτριας (ερ. 24-1 του  Τεκμηρίου 2) ότι τα μόνα σχέδια, τα οποία υπεβλήθησαν ήταν τα ερ. 15 και 7 παρά τις σαφείς διατυπώσεις, οι οποίες αναφέρονται στο Παράρτημα του εντύπου αίτησης-ερ. 23 γι’ αυτόν προφανώς το λόγο, η Αιτήτρια με την Ιεραρχική Προσφυγή των ευπαιδεύτων δικηγόρων της, επεσύναψε περαιτέρω σχέδια (τα σχέδια στο ερ. 1-10 και η ιεραρχική προσφυγή στα ερ. 55-64 σε διοικητικό φάκελο 5.33.4.2.624, ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στη διαδικασία) αναφέροντας μάλιστα:

 

«Επιπλέον επισυνάπτουμε όλα τα απαιτούμενα σχέδια ως προνοείται στους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμούς (όψεις, τομείς, κάτοψη υπογείου, κάτοψη μεσοπατώματος)(ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ)»

 

Από εκεί και πέρα βέβαια, παρά το ότι, με την Ιεραρχική της Προσφυγή επεσύναψε τα σχέδια αυτά, δεν επικαλέστηκε στα πλαίσιά της, ότι τα σχέδια αυτά αντιφάσκουν, σε οποιοδήποτε σημείο, με την κρίση της πολεοδομικής αρχής ως προς τα εμβαδά, χώρους στάθμευσης ή επηρεασμού οδικής ασφάλειας, ώστε να μπορεί να επικαλείται πλημμέλεια έρευνας της προσβαλλόμενης απόφασης, έστω και στα πλαίσια της Ιεραρχικής της Προσφυγής.

 

Δεδομένων άρα των πιο πάνω, δε θεωρώ ότι οι Καθ’ ων η αίτηση πλανήθηκαν ως προς τα ενώπιόν τους στοιχεία ούτε τα διερεύνησαν πλημμελώς και άρα ο πρώτος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

 

Ο δεύτερος λόγος ακύρωσης, εδράζεται στη θέση της Αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη είναι αναιτιολόγητη με αναφορά σε συγκεκριμένους λόγους άρνησης χορήγησης αιτούμενης άδειας. Αρχικά αναφέρεται στο ότι οι Καθ’ ων η αίτηση αναιτιολόγητα θεώρησαν ότι η λειτουργία των εργαστηρίων ξεπερνά τα 200 τμ. Δεδομένων όσων ανέφερα αναφορικά με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, δε θεωρώ ότι η απόφαση  των Καθ’ ων η αίτηση είναι αναιτιολόγητη. Είναι εμφανές από το απόσπασμα τόσο της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής όσο και, ιδίως, στην Έκθεσή της ημερ. 24.03.2017 για τους σκοπούς της Ιεραρχικής Προσφυγής, ο τρόπος που υπολόγισε τα εμβαδά και ότι το άθροισμά των επιμέρους χώρων καταλήγει πολύ πέραν των 200 τμ άρα ουδεμία αμφιβολία περί της κρίσης της δημιουργείται, η οποία να έχριζε επιπρόσθετης ή καλύτερης αιτιολογίας.

 

Ούτε όμως αμφιβολία ή σφάλμα αιτιολογίας θεωρώ υπάρχει αναφορικά με τον λόγο άρνησης (503) δηλαδή για το ζήτημα των χώρων στάθμευσης, επί του οποίου η Αιτήτρια θέτει ότι δεν προκύπτει από πουθενά στην προσβαλλόμενη στη βάση ποιου νόμου ή κανονισμού πραγματοποιήθηκε ο υπολογισμός των 15 χώρων στάθμευσης.

 

Επ’ αυτού, σημειώνω πρώτα ότι η ίδια η Αιτήτρια, στην σελ. 3 της αίτησης της (ερ. 23 σε Τεκμήριο 2 και σελ. 3 σε Παράρτημα Ζ αίτησης ακυρώσεως), πρότεινε ως συνολικό αριθμό 15 χώρους στάθμευσης (σημειώνοντας επί της αίτησής της 11+4). Περαιτέρω βέβαια, σε συμφωνία με τη σχετική θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση, τόσο η Πολεοδομική Αρχή στην παράγραφο 7.1 της Έκθεσής της (Παράρτημα Δ σε ένσταση) όσο και στις παραγράφους 6(β) και 7(α) του Σημειώματος με αρ. 121/4 του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (Παράρτημα Ε σε ένσταση) παρέπεμψαν ρητώς στις πρόνοιες της Εντολής 1/2016, η οποία αφορά και ρυθμίζει τους χώρους στάθμευσης.

 

Περαιτέρω όμως έκριναν, θεωρώ εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας και της τεχνικής τους κρίσης ότι με την υπόδειξη, εκ μέρους της Αιτήτριας, των 11 χώρων στο υπόγειο και των υπολοίπων 4 εντός των υπό λειτουργία εργαστηρίων αλλαγής ελαστικών και υαλοπινάκων, δε θα διασφαλίζεται η οδική ασφάλεια και η ασφαλής διακίνηση των εξυπηρετούμενων από τα εργαστήρια οχημάτων, διαμέσου του δημόσιου δρόμου. Δεν μπορώ να εντοπίσω λοιπόν οποιοδήποτε σφάλμα αιτιολογίας στη διοικητική κρίση ούτε επί του θέματος τούτου.

 

Σημειώνω παρενθετικά περαιτέρω ότι η Αιτήτρια δεν δικογραφεί στην αίτηση ακυρώσεως παράβαση της σχετικής περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας νομοθεσίας ούτε της εν λόγω Εντολής, συνεπώς δεν μπορεί καν, θεωρώ, με την αγόρευσή της (και μάλιστα με την απαντητική) να αναπτύσσει ως λόγο ακύρωσης, παράβαση συγκεκριμένης πρόνοιας της Εντολής 1/2016 ως η παράγραφος 5β(ii) αυτής.

 

Σύμφωνα με την Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 47/2013 Ευθυμίου κ.α. ν. Υπουργικού  Συμβουλίου κ.α. ημερ.18.03.2019,[1] η Εντολή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του νομοθετικού πλαισίου, συνεπώς, στη βάση της σχετικής νομολογίας, εάν η Αιτήτρια είχε παράπονο ότι παραβιάσθηκε η σχετική πολεοδομική νομοθεσία περιλαμβανομένης της Εντολής, όφειλε να είχε δικογραφήσει δεόντως επί της αίτησης ακυρώσεως τη θέση της αυτή με συγκεκριμένη αναφορά στις παραβιασθείσες πρόνοιές της και όχι να εγείρει τον ισχυρισμό αυτό (πιο σαφώς μάλιστα μόλις στην απαντητική της) στα πλαίσια της ανάπτυξης ισχυρισμού περί πλημμελούς αιτιολογίας.

 

Σχετική με την δέουσα δικογράφηση παράβασης νόμου (και γενικώς νομοθετικού πλαισίου) είναι η απόφαση στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Svetlana Shalaeva (2010) 3 ΑΑΔ 598, στην οποία αναφέρθηκε (υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«Για το λόγο ακύρωσης που αφορούσε στην πλάνη, δύο ήταν τα θέματα που εν πάση περιπτώσει ηγέρθηκαν πρωτοδίκως στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της Εφεσίβλητης: (α) πλάνη ως προς την έλλειψη αρμοδιότητας του κ. Πηλαβά και (β) έλλειψη δέουσας έρευνας σε σχέση με την ύπαρξη έγκυρου γάμου.  Σε σχέση με το πρώτο θέμα, έγινε αναφορά στο Άρθρο 71 του Νόμου 92(Ι)/2003.  Όμως καμιά άλλη διασύνδεση του πιο πάνω Νόμου δεν έγινε με άλλα ζητήματα και κατά την άποψή μας δεν έπρεπε η υπόθεση να κριθεί στη βάση του πιο πάνω Νόμου.  Δεν υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου ένα τέτοιο επίδικο θέμα, αφού όχι μόνο δεν τέθηκε ως νομικό σημείο στην προσφυγή, αλλά ούτε και υπήρξε οποιαδήποτε αιτιολόγηση που έστω και χαλαρά να θεωρηθεί ότι εγείρει ένα τέτοιο ζήτημα.  Ούτε στην γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της Εφεσίβλητης υπήρξε πρωτοδίκως οποιαδήποτε αναφορά (πλην του Άρθρου 71) στο ότι ο Νόμος εφαρμόζεται στην περίπτωση της Εφεσίβλητης και ότι η διοίκηση παρέβη συγκεκριμένες πρόνοιές του».

 

Ανεξάρτητα των ανωτέρω, και, σε κάθε περίπτωση, σημειώνω ότι δε με βρίσκει σύμφωνο ο υπολογισμός των χώρων στάθμευσης εκ μέρους της Αιτήτριας κατ’ ερμηνεία της παραγράφου 5β(ii) της Εντολής, δεδομένου ότι ο υπολογισμός της δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη τους βοηθητικούς και αποθηκευτικούς χώρους, οι οποίοι, σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο της Εντολής, ρητώς πρέπει να περιλαμβάνονται στη συνολική επιφάνεια της ανάπτυξης και άρα επαυξάνουν τους απαραίτητους χώρους στάθμευσης.

 

Τέλος, ως προς την καταληκτική αναφορά της Αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη είναι αναιτιολόγητη καθότι δεν αναφέρεται σε ποια συμπεράσματα και ευρήματα της Πολεοδομικής Αρχής, Διευθυντή και Δήμου Αγλατζιάς στηρίχθηκε, θεωρώ ότι, είναι ξεκάθαρο ότι εφόσον η Ιεραρχική Προσφυγή απορρίφθηκε επί όλων των λόγων ακύρωσης με ρητή μάλιστα υιοθέτηση της αιτιολογίας της Πολεοδομικής Αρχής, δεν αφήνεται οποιαδήποτε αμφιβολία ποιο από τα επιχειρήματα της Πολεοδομικής Αρχής υιοθετήθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Εμφανώς η αιτιολογία της Πολεοδομικής Αρχής υιοθετήθηκε στην ολότητά της και σχετική επί τούτου είναι η αναφορά στο ερ. 186 Πρακτικά ημερ. 18.12.2019 και 09.01.2020) και στο ερ. 185, το οποίο αφορά ειδικά την Αιτήτρια. Δε θεωρώ άρα ότι απαιτείτο η Υπουργική Επιτροπή να προβεί σε οποιαδήποτε, πιο εξειδικευμένη ή εξατομικευμένη παραπομπή στα επιμέρους στοιχεία της αιτιολόγησης της Πολεοδομικής Αρχής.

 

Δεδομένων των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι, αρκούντως αιτιολογημένη και άρα ουδεμία πλημμέλεια εντοπίζω, η οποία να την καθιστά έκθετη σε ακύρωση.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με 1.800 ευρώ πλέον ΦΠΑ έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των Αιτητών.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1] Στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 47/2013 Ευθυμίου κ.α. ν. Υπουργικού  Συμβουλίου κ.α. ημερ.18.03.2019 αναφέρθηκε (η έμφαση του Δικαστηρίου):

 

«(…) με την έκδοση και δημοσίευση της Εντολής αρ. 1/94, η οποία και εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 6 του Νόμου και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του νομοθετικού πλαισίου που διέπει την παρούσα υπόθεση».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο