ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 828/2020

                                             

       8 Απριλίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

             

                         R. S.

Αιτήτρια

                          Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών,

Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

                                                      Καθ' ου η Αίτηση

 

......... 

 

Άντρεα, Π. Βασιλείου (κα), για Δράκος και Ευθυμίου Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για Αιτήτρια

Παύλος Βασιλείου, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση, η οποίας της κοινοποιήθηκε στις 10.07.2020 με επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 15.10.2019, με την οποία απερρίφθη η αίτηση της ημερ. 20.12.2017 για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

 

Τα γεγονότα, ως προκύπτουν από τα δικόγραφα και διοικητικούς φακέλους είναι τα ακόλουθα:

 

Η Αιτήτρια, είναι υπήκοος Κίνας. Αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 10.10.2004 με άδεια εισόδου για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός.

 

Με επιστολή της εργοδότριας της ημερ. 19.11.2004, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ενημερώθηκε γραπτώς ότι κατά την 16.11.2004, πέντε περίπου δηλαδή βδομάδες μετά την είσοδό της στη Δημοκρατία, η Αιτήτρια εγκατέλειψε το χώρο διαμονής και εργασίας της, με αποτέλεσμα τα στοιχεία της να καταχωρηθούν στον Κατάλογο Αναζητούμενων Προσώπων.

 

Ακολούθως, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ενημερώθηκε με γραπτή επιστολή της αρμόδιας υπηρεσίας ημερ. 07.02.2005 ότι η Αιτήτρια, στις 10.11.2004, υπέβαλε Αίτηση παραχώρησης σε αυτήν Καθεστώτος Διεθνούς Προστασίας. Η εν λόγω αίτησή της απορρίφθηκε και ο φάκελος της έκλεισε από την αρμόδια υπηρεσία στις 24.11.2005, αφού η Αιτήτρια δεν παρουσιάστηκε στην καθορισμένη συνέντευξη.

 

Η Αιτήτρια παρέμεινε στην Κυπριακή Δημοκρατία παράνομα μέχρι και την 28.10.2007, ημερομηνία κατά την οποία εντοπίστηκε στη Λευκωσία με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να απελαθεί στη χώρα καταγωγής της την 31.10.2007. Στο Παράρτημα 4Α επί της ένστασης βρίσκονται τα σχετικά διατάγματα κράτησης και απέλασης καθώς και σημείωμα της αρμόδιας υπηρεσίας, στο οποίο καταγράφεται το ιστορικό της Αιτήτριας και οι συνθήκες παράνομης διαμονής και όλης συμπεριφοράς της κατά την σύλληψη της.

 

Στη συνέχεια, η Αιτήτρια αφίχθηκε εκ νέου στη Δημοκρατία σε άγνωστο χρόνο και τόπο μέσω κατεχομένων και κατά τις 08.07.2009, τέλεσε πολιτικό γάμο με Κύπριο υπήκοο.

 

Κατόπιν του γάμου της, και παρά την αρχική άρνηση της διοίκησης να της δώσει άδεια παραμονής (για τους λόγους που αναφέρονται στο Παράρτημα 5 στην Ένσταση), η Αιτήτρια παρέμεινε στην Κυπριακή Δημοκρατία βάσει σχετικών αδειών παραμονής ως σύζυγος Κύπριου υπηκόου.

 

Στις 27.09.2016, η Αιτήτρια υπέβαλε Αίτηση για απόκτηση Κυπριακής Ιθαγένειας με Εγγραφή ως σύζυγος Κύπριου υπηκόου, η οποία απορρίφθηκε για τους λόγους που αναφέρεται στο σημείωμα και στην απόφαση, τα οποία αποτελούν μέρος του Παραρτήματος 9 της Ένστασης (λόγω παράνομης εισόδου στη Δημοκρατία και κακού χαρακτήρα).

 

Στις 20.12.2017, η Αιτήτρια υπέβαλε Αίτηση για απόκτηση Κυπριακής ιθαγένειας με Πολιτογράφηση. Το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, κατόπιν εξέτασης της αίτησης, λαμβάνοντας και προσωπική συνέντευξη της Αιτήτριας, με επιστολή ημερ. 26.06.2020 ενημέρωσε την Αιτήτρια ότι η σχετική αίτηση της απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, καθότι διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1(γ) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, Ν. 141 (1)/2002 λόγω της εκ μέρους της έλλειψης σεβασμού και μη τήρησης των νόμων της Δημοκρατίας.

 

Με την γραπτή της αγόρευση, η Αιτήτρια προωθεί ως λόγους ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι αναιτιολόγητη και προϊόν πλημμελούς έρευνας επειδή δε λήφθησαν υπόψη ο γάμος της με Κύπριο υπήκοο και ότι η άδεια παραμονής της ανανεωνόταν ανελλιπώς έχοντας ενσωματωθεί πλήρως στην Κυπριακή κοινωνία. Θεωρεί ότι έπρεπε κατά τη συνέντευξη της να είναι παρών μεταφραστής ώστε να εξηγήσει τις συνθήκες υποβολής της αίτησης παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Οι Καθ΄ ων η αίτηση, από την πλευρά τους, θεωρούν την προσβαλλόμενη ως πλήρως αιτιολογημένη και σε αρμονία με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και τα δεδομένα της Αιτήτριας, τα οποία διερευνήθηκαν δεόντως με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη να είναι καθ’ όλα νόμιμη.

 

Έχοντας εξετάσει το σύνολο του διοικητικού φακέλου σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, δε θεωρώ ότι η παρούσα προσφυγή μπορεί να επιτύχει.

 

Καταρχάς σημειώνω ότι, είναι καλά θεμελιωμένη Νομολογία του Ανωτάτου και του Διοικητικού Δικαστηρίου ότι η παραχώρηση πολιτογράφησης εμπίπτει στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει όταν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, η δε υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου.

 

 

Το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, θεωρεί ότι τα συμπεράσματα της Διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή λήφθηκαν χωρίς τη δέουσα έρευνα. (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 74/2008 Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66). Στη απόφαση στην Αναθ. Έφεση Αρ. 181/12 Reyes ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Λειτουργού Μετανάστευσης Υπουργείο Εσωτερικών ημερ. 24.10.2018, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε (η υπογράμμιση και έμφαση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Η ύπαρξη των τυπικών κριτηρίων, δεν οδηγεί βεβαίως αυτομάτως και άνευ ετέρου σε έγκριση.  Εκτός από τη βούληση του ατόμου, η οποία εκφράζεται με την υποβολή αίτησης, απαιτούμενο στοιχείο είναι και η έκφραση κυρίαρχης βούλησης της πολιτείας που δύναται να προσδώσει την ιθαγένεια.   Συνεπώς, δεν επαρκεί μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου, όπως αναλύονται στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου.  Επιβάλλεται, για την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, να διερευνηθούν και άλλοι παράγοντες, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο Κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του να καταστεί Κύπριος πολίτης, λαμβανομένου υπόψη ότι επέδειξε καλή διαγωγή, ότι έμαθε και ομιλεί ικανοποιητικά την Ελληνική γλώσσα, τις γνώσεις του για τον Κυπριακό πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα και γενικά τη συμμετοχή του στον ντόπιο τρόπο ζωής, βλ. Δίκαιο Ιθαγένειας, Ζωή Παπασιώπη Πασιά, 7η έκδοση, σελ. 124-126.  Τα ως άνω δε στοιχεία, εκτιμούνται ελευθέρως με στάθμιση των γενικότερων συμφερόντων του κράτους και σε συνάρτηση με τα τυχόν δημογραφικά, οικονομικά και εθνικά προβλήματα.  Εντός του εν λόγω πλαισίου, εντάσσεται και φυσικά δεν αναιρείται, η υποχρέωση καλόπιστης εξέτασης του αιτήματος και διεξαγωγή δέουσας έρευνας.

 

Η Αιτήτρια δεν αμφισβητεί ότι στο παρελθόν εγκατέλειψε την εργασία της και παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, ούτε τις συνθήκες και τους λόγους απέλασής της ή παράνομης επανεισόδου της σε αυτήν. Ούτε ότι είχε υποβάλει αίτηση ασύλου, η οποία απορρίφθηκε λόγω μη εμφάνισής της στη συνέντευξη.

 

Αμφισβητεί όμως, σε επίπεδο γεγονότων και στο μέτρο που, αποτέλεσε ένα εκ των στοιχείων που προσμέτρησαν προς απόρριψη της αίτησής της, ότι είχε υποβάλει την αίτηση ασύλου καταχρηστικά αλλά διότι, ως ισχυρίζεται, είχε παραπλανηθεί κατά την υποβολή της. Η ισχυριζόμενη παραπλάνηση έγκειτο στο ότι την αίτηση ασύλου υπέβαλε άγνωστο της πρόσωπο, το οποίο την είχε προσεγγίσει για σκοπό υποβολής αίτησης πολιτογράφησης αποσπώντας της χρήματα ενώ τελικά το πρόσωπο αυτό υπέβαλε αίτηση ασύλου εν αγνοία της, κάτι που το πληροφορήθηκε μεταγενέστερα (δεν διευκρινίζει πότε).

 

Καταρχάς, για αυτόν τον ισχυρισμό της περί παραπλάνησης, όπως ορθά θέτει ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση ουδεμία απόδειξη προσέφερε, με αποτέλεσμα να είναι πλήρως ατεκμηρίωτος. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν γινόταν αποδεκτός, το συμπέρασμα είναι ότι η παραμονή της θα έπρεπε να θεωρηθεί ως παράνομη, όχι μόνον μετά την απόρριψη της αίτησης ασύλου και μέχρι την απέλασή της αλλά και κατά την εκκρεμότητα της εν λόγω αίτησης της, εφόσον για όλον αυτόν τον χρόνο, είχε εγκαταλείψει την οικία στην οποία εργαζόταν, και διέμενε στη Δημοκρατία χωρίς να έχει διευθετήσει τη νομιμότητα της διαμονής της.

 

 

Άρα, εάν ήθελε γίνει δεκτός ο εν λόγω ισχυρισμός της Αιτήτριας, το χρονικό διάστημα της παράνομης διαμονής της θα έπρεπε να θεωρηθεί ακόμα μεγαλύτερο και άρα ο ισχυρισμός είναι προφανώς αλυσιτελής, εφόσον η αποδοχή του δεν θα οδηγούσε σε οποιαδήποτε ωφέλεια την Αιτήτρια. Είναι γνωστή άλλωστε αρχή ότι, όχι μόνον η προσφυγή αλλά και οι λόγοι ακύρωσης πρέπει να προβάλλονται μετ’ εννόμου συμφέροντος [Υπόθ. Αρ. 571/95 Αντώνη Αναστασίου ν. Κ.Ο.Τ., ημερ. 16.09.1996, Αντώνη Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 ΑΑΔ 339].

 

Από την άλλη μεριά, ως προς την παράνομη συμπεριφορά (περιλαμβανομένης της παράνομης διαμονής) της, η οποία οδήγησε στην απέλαση, αλλά και την επιστροφή της μέσω παράνομου σημείου εισόδου (κατεχόμενα), τα οποία επίσης απετέλεσαν μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης, είναι σαφές ότι η κρίση των Καθ΄ων η αίτηση αναφορικά με τον χαρακτήρα της, ήταν εντός των ευλόγων και νομίμων πλαισίων, ως έχει καθορίσει και η νομολογία. Στην απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1493/2006 Atotunde A Edu κ.α ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α ημερ. 07.10.2008 καθώς και στην Υπόθ. Αρ. 708/2005  Vera Joudina v. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 20.07.2006 το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η παράνομη διαμονή στη Δημοκρατία, κατά παράβαση της νομοθεσίας, ήταν ικανό στοιχείο για κρίση ως προς το χαρακτήρα των εκεί Αιτητών. Και αυτό κρίθηκε, παρά άλλα στοιχεία, τα οποία συνηγορούσαν υπέρ του καλού χαρακτήρα των εκεί αιτητών. Στην Joudina αναφέρθηκε συγκεκριμένα:

 

Στην παρούσα υπόθεση, οι καθ΄  ων η αίτηση, είχαν ενώπιον τους από τη μια την ευνοϊκή σύσταση του οικείου Επάρχου και από την άλλη την έκθεση της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης σύμφωνα με την οποία υπήρχαν πληροφορίες ότι η αιτήτρια ήταν πρόσωπο χαμηλού ηθικού επιπέδου το οποίο μετήλθε διάφορες μεθόδους με σκοπό τη νομιμοποίηση της παραμονής της ιδίας και της οικογενείας της στη Δημοκρατία.  Οι καθ΄  ων η αίτηση όμως, εκτός από τις προαναφερόμενες πληροφορίες, είχαν ενώπιόν τους και δύο περιπτώσεις στις οποίες η αιτήτρια παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα παραβιάζοντας κατ΄  αυτό τον τρόπο τους σχετικούς νόμους και κανονισμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτά τα στοιχεία ήταν, κατά την κρίση μου, αρκετά για να δημιουργήσουν εύλογη αμφιβολία στους καθ΄ ων η αίτηση αναφορικά με το χαρακτήρα της αιτήτριας  και κατ΄  επέκταση την καταλληλότητά της να αποκτήσει την Κυπριακή ιθαγένεια.

 

 

Περαιτέρω βέβαια, ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί πλημμελειών στη συνέντευξη της λόγω μη παρουσίας μεταφραστή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Αφενός δεν δικογραφείται ότι οι Καθ΄ων η αίτηση είχαν την υποχρέωση, νομοθετικώς ή κανονιστικώς, πλήρωσης μιας τέτοια απαίτησης, αφετέρου, αντιφάσκει με την ίδια τη φύση του αιτήματος πολιτογράφησης, εφόσον ως καταγράφει η νομολογία, η ικανοποιητική χρήση της ελληνικής γλώσσας είναι εντός των στοιχείων που προσμετρούν για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας των Καθ’ ων η αίτηση κατά την εξέταση αιτήσεων ως η υπό κρίση.

 

Σε κάθε περίπτωση, στη συνέντευξή η οποία διενεργήθηκε στην ελληνική (Κ 264 σε Διοικητικό φάκελο Τεκμήριο 1 κατά την διαδικασία),  η ίδια η Αιτήτρια υπέγραψε το έντυπο προσωπικής συνέντευξης (Κ. 265 σε Παράρτημα 11 σε ένσταση) αναφέροντας ότι κατανοεί το περιεχόμενο της συνέντευξής της, και ότι είναι σύμφωνη με αυτό συνεπώς δεν θεωρώ ότι μπορεί να παραπονείται τώρα, εκ των υστέρων, για μια τέτοια πλημμέλεια κατά τη συνέντευξη είτε περί ελλιπούς έρευνας αναφορικά με όσα εκεί καταγράφονται. 

 

Στο σημείωμα ημερομηνίας 22.04.2019, το οποίο αποτελεί μέρος του Παραρτήματος 11 και ο Υπουργός προσυπέγραψε απορρίπτοντας την αίτηση της Αιτήτριας καταγράφεται εκτενώς (παράγραφος 3) το ιστορικό της Αιτήτριας καθώς και η παράνομη συμπεριφορά της πριν τον γάμο της, η οποία είχε οδηγήσει σε απέλασή της αλλά και σε επάνοδό της από μη ελεγχόμενο σημείο εισόδου. Επίσης αναφέρεται, σε αρμονία με την προσωπική της συνέντευξη το επίπεδο γνώσης της στην ελληνική γλώσσα και ότι δεν εργάζεται ή συνδέεται φιλικά ή κοινωνικά με Κυπρίους (παράγραφος 6). Στην ίδια δε τη συνέντευξη αναφέρεται το γεγονός και ημερομηνία του γάμου της με τον σύζυγό της, γεγονός μάλιστα που εμφανώς ελήφθη υπόψη χωρίς να αμφισβητηθεί το γνήσιον του γάμου (παράγραφος 4 σημειώματος) καθώς και άλλες πληροφορίες όπως, μεταξύ άλλων, ότι δεν εργάζεται ούτε έχει καταθέσεις σε κυπριακή τράπεζα, ότι δεν γνωρίζει τους εγγυητές της και ως λόγους που επιθυμεί να αποκτήσει την ιθαγένεια επειδή της αρέσει η Κύπρος και θέλει να μείνει εδώ.

 

Από όλα τα πιο πάνω άρα και ανακεφαλαιώνοντας, θεωρώ ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση, βρίσκεται εντός των πλαισίων της νομολογίας και είναι δεόντως αιτιολογημένη και προϊόν επαρκούς διερεύνησης όλων των ουσιωδών γεγονότων. Οι Καθ’ ων η αίτηση έλαβαν υπόψη το χρόνο νόμιμης αλλά και παράνομης διαμονής της Αιτήτριας αλλά και το γεγονός του γάμου της με Κύπριο υπήκοο. Είχαν όμως εν προκειμένω την δυνατότητα να απορρίψουν την αίτηση της λόγω της προηγούμενης παράνομης συμπεριφοράς της, η δε προσωπική της συνέντευξη διεξήχθη ορθά χωρίς να προκύψει ή να υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο ή γεγονός, το οποίο οι Καθ΄ων δεν διερεύνησαν επαρκώς.

 

Ως εκ των ανωτέρω, δεν εντοπίζω πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146(4)(α) του Συντάγματος. Τα έξοδα επιδικάζονται στα 1.800 ευρώ υπέρ των Καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο