ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 870/2021

                                             

     29 Απριλίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ Τ0 ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                           Κ. Κ.,

 

Αιτητής

                          Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εργασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων

 

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

 

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης δ.ε.π.ε,  Δικηγόροι για Αιτητή

Παύλος Βασιλείου, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.:  Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση των Καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 20.06.2021, με την οποία κατόπιν επανεξέτασης από ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 1820/2019, οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν εκ νέου την ένσταση που ο Αιτητής είχε υποβάλει εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας ημερομηνίας 14.02.2019, να τερματίσουν τη παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος.

 

Στις 12.08.2014, ο Αιτητής, ηλικίας τότε 23 ετών, υπέβαλε αίτηση στην Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας (εφεξής η «ΥΔΕΠ»), για παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (εφεξής "ΕΕΕ"), ως λήπτης δημοσίου βοηθήματος, η οποία εγκρίθηκε για την περίοδο από τον 2/2016 - 1/2019, συνολικού ύψους €31.300,36.  Τον Φεβρουάριο του 2019, η καταβολή τερματίστηκε από την Υπηρεσία και ο Αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 14.02.2019.

 

Εναντίον της απόφασης της ΥΔΕΠ, ο Αιτητής υπέβαλε ένσταση στην Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.  Στις 17.09.2019, ετοιμάστηκε έκθεση γεγονότων επί του σχετικού Εντύπου Αξιολόγησης Ένστασης και η αρμόδια Υπουργός στις 19.09.2019 αποφάσισε όπως απορρίψει την ένσταση και ο Αιτητής ενημερώθηκε με σχετική επιστολή ημερομηνίας 30.09.2019. Την εν λόγω απόφαση, ο Αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του αρ. 1820/2019.

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο στις 31.05.2021 εξέδωσε την απόφασή του επί της προσφυγής αρ. 1820/2019 και ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη. Κατόπιν της ακυρωτικής απόφασης, η οποία δεν εφεσιβλήθηκε, οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε επανεξέταση. Στις 29.06.2021, ετοιμάστηκε έκθεση γεγονότων επί του σχετικού Εντύπου Αξιολόγησης Ένστασης και η αρμόδια Υπουργός στις 30.06.2021 αποφάσισε εκ νέου όπως απορρίψει την ένσταση και ο Αιτητής ενημερώθηκε με σχετική επιστολή ημερομηνίας 30.09.2019. Είναι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή.

 

 

Ο Αιτητής, με την αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του, βάλλει κατά της επίδικης απόφασης θεωρώντας ότι παραβιάζει το δεδικασμένο της απόφασης στην προσφυγή αρ. 1820/2019, ότι είναι αναιτιολόγητη, προϊόν πλημμελούς έρευνας και πλάνης και ότι παραβιάζει το δικαίωμα ακρόασης του Αιτητή. Από τη μεριά του, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση απορρίπτει το σύνολο των ισχυρισμών του Αιτητή.

 

Ξεκινώντας από τον τελευταίο ισχυρισμό του Αιτητή περί παράβασης του δικαιώματος ακρόασης στη βάση του άρθρου 35Α του Περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου του 2014 (Ν. 109(Ι)/2014) (εφεξής ο «Νόμος»), θεωρώ ότι αυτός πρέπει να απορριφθεί. Το άρθρο 35Α του Νόμου εισήχθη στον Νόμο με τον περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών (Τροποποιητικό) Νόμο του 2020 (Ν. 23(I)/2020), ο οποίος δημοσιεύθηκε και τέθηκε σε ισχύ στις 27.03.2020 και άρα δεν ετύγχανε εφαρμογής όταν τερματίστηκε το ΕΕΕ του Αιτητή ένα και πλέον έτος πριν, τον Φεβρουάριο 2019.

 

Κατά τον χρόνο τερματισμού του ΕΕΕ υπήρχε (όπως και εξακολουθεί) δικαίωμα ένστασης δυνάμει του άρθρου 32 του Νόμου, το οποίο ο Αιτητής άσκησε υποβάλλοντας προς τον αρμόδιο Υπουργό τους λόγους για μη τερματισμό του υπέρ του ΕΕΕ και άρα ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στο ζήτημα αυτό. 

 

Προχωρώ να εξετάσω τον λόγο ακύρωσης περί παράβασης του δεδικασμένου της απόφασης στην προσφυγή αρ. 1820/2019, ο οποίος εγείρεται και αναπτύσσεται πρώτος από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Αιτητή.

 

Στα πλαίσια της ακυρωτικής απόφασής του στην προσφυγή αρ. 1820/2019 ημερ. 31.05.2021 (εφεξής η «Ακυρωτική Απόφαση»), το Διοικητικό Δικαστήριο ανέφερε, μεταξύ άλλων (οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου):

 

«Στην ένσταση του εναντίον της απόφασης της ΥΔΕΠ, ο αιτητής είχε υποβάλει, όπως καταγράφεται στην έκθεση γεγονότων (Παράρτημα 7 στην Ένσταση), ότι εγγράφτηκε ως νέος κτηνοτρόφος και έλαβε επιχορήγηση από τον ΚΟΑΠ για να κάνει φάρμα, σε μια προσπάθεια να έχει μια απασχόληση.  Για να γίνει η φάρμα, ο πατέρας του έλαβε επιπρόσθετο δάνειο ύψους €74.000 περίπου και υπάρχουν πολλά έξοδα.  Για να μπορέσουν δε να έχουν εισόδημα από την φάρμα, χρειάζεται να περάσει περίοδος κάποιων χρόνων.  Αναφέρεται επίσης, ότι η μητέρα του αιτητή δεν μπορεί να εργαστεί λόγω προβλημάτων υγείας και ότι η μικρότερη του αδελφή αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας, ο δε πατέρας του δεν μπορεί να καλύπτει τη δόση του δανείου και τα επιπρόσθετα έξοδα του αιτητή.

 

Στην εισήγηση της η κα Χ' Ιωάννου για απόρριψη της ένστασης, αναφέρει "ότι τα εισοδήματα της οικογένειας υπερβαίνουν το ΕΚΔ.  Με βάση το άρθρο 12 (1), εισόδημα από εργασία αυτοτελώς εργαζομένου υπολογίζεται στο ΕΕΕ όπως επίσης και η χορηγία από τον ΚΟΑΠ αφού οποιαδήποτε χορηγία ή επίδομα ή άλλη παροχή ή άλλες κοινωνικές παροχές υπολογίζονται για την παροχή του ΕΕΕ και σε περίπτωση που τα εισοδήματα που αναφέρονται στο άρθρο 12 (1) καταβάλλονται εφάπαξ καταμερίζονται σε περίοδο 12 μηνών.  Και με τον υπολογισμό του επιδόματος αναπηρίας ύψους €368,38 ο αιτητής δεν καθίσταται δικαιούχος ΕΕΕ αφού η διαφορά των εισοδημάτων από το ΕΚΔ είναι €451,66".

 

Στην δε προσβαλλόμενη απόφαση της Υπουργού, η ένσταση απερρίφθη, όπως αναφέρεται, "λόγω εισοδημάτων, άρθρο 12 (1)".

 

Ο αιτητής, ο οποίος είναι 23 ετών, πάσχει από νοητική και κινητική αναπηρία λόγω σπάνιας νευρογενετικής συνδρομής.  Στην ένσταση του που υπέβαλε και η οποία λήφθηκε στις 4/4/2019 (Παράρτημα 6 στην Ένσταση), είχε αναφέρει πέραν των όσων αναγράφονται στην έκθεση γεγονότων, ότι σε επικοινωνία που είχε με την ΥΔΕΠ, έτυχε διαβεβαιώσεων πως δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα να εγγραφεί ως νέος κτηνοτρόφος και ότι αυτό δεν θα οδηγούσε στην αποκοπή του ΕΕΕ.

 

Διευκρινίζει ότι, οι €10.000 που του δόθηκαν από τον ΚΟΑΠ, χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση της κτηνοτροφικής μονάδας και ότι δεν έχει κανένα περιουσιακό στοιχείο, ούτε καταθέσεις στο όνομα του.  Με την αποκοπή του επιδόματος, δεν μπορεί να αυτοσυντηρηθεί, με αποτέλεσμα να οδηγείται στην ζητιανιά, ενώ επιθυμία του είναι να προσφέρει στη κοινωνία.

 

Στο έντυπο της ένστασης που ο αιτητής συμπλήρωσε, ανέφερε ότι πληρώνει κοινωνικές ασφαλίσεις ως αυτοτελώς εργαζόμενος, με σκοπό να πάρει την επιχορήγηση από τον ΚΟΑΠ, αφού αυτό προνοούσε το σχέδιο και ότι δεν έχει "ακόμα εισοδήματα αλλά μόνον έξοδα" από την κτηνοτροφική του μονάδα.

 

Όπως έχει αναφερθεί, οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτοντας την ένσταση του αιτητή, επικαλέστηκαν τις διατάξεις του άρθρου 12 (1) του Ν.109(Ι)/2014, οι οποίες διαλαμβάνουν τα ακόλουθα:

 

«12.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των πιο κάτω εδαφίων, το εισόδημα περιλαμβάνει τα μηνιαία εισοδήματα του αιτητή ή/και δικαιούχου και όλων των μελών της οικογενειακής μονάδας, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ή/και κατά την ημερομηνία καταβολής του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ως ακολούθως:

 

(α) Από εργασία μισθωτού·

 

(β) από εργασία αυτοτελώς εργαζομένου:

 

Νοείται ότι για οποιοδήποτε εισόδημα δηλώνεται από τον αυτοτελώς εργαζόμενο θα λαμβάνονται υπόψη τα εισοδήματα του ιδίου κατά την περίοδο των δώδεκα (12) μηνών που προηγείται της αίτησής του για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος:

 

Νοείται περαιτέρω ότι το κατώτατο όριο που λαμβάνεται υπόψη ως εισόδημα για τους σκοπούς της νομοθεσίας είτε σε περίπτωση που ο μισθωτός είναι συγγενής με τον ιδιοκτήτη ή με το μέτοχο εταιρείας ή είναι ο ίδιος διευθυντής ή μέτοχος εταιρείας στην οποία εργοδοτείται είτε σε περίπτωση αυτοτελώς εργαζομένου, είναι το ποσό των ασφαλιστέων αποδοχών που αναφέρεται στους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Εισφορές) Κανονισμούς, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, τηρουμένου του δικαιώματος υποβολής ένστασης όπως προβλέπεται στους Κανονισμούς αυτούς·

 

(γ) ποσά που παρέχονται ως διατροφή, με βάση το άρθρο 33 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και το άρθρο 5 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και εφόσον έχουν αποδεδειγμένα παρασχεθεί·

 

(δ) χορηγία ή/και επίδομα ή/και βοήθημα ή/και άλλη παροχή ή/και άλλες κοινωνικές παροχές·

 

(ε) οποιοδήποτε εισόδημα από συνταξιοδοτικό σχέδιο ή/και ταμείο ή/και ασφαλιστικό σχέδιο ή/και επαγγελματικό σχέδιο:

 

Νοείται ότι οποιοδήποτε εισόδημα από σύνταξη από το ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων λαμβάνεται υπόψη ως εισόδημα για τους σκοπούς της νομοθεσίας από το μήνα που έπεται της ημερομηνίας που για πρώτη φορά πληρώθηκε·

 

(στ) οποιοδήποτε εισόδημα από κινητή ή/και ακίνητη περιουσία ή/και χρηματοοικονομικά στοιχεία».

 

Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 30/9/2019, παράγραφος 5, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, τα εισοδήματα της οικογενειακής μονάδας του αιτητή κατά τον ουσιώδη χρόνο, υπολογίζονται συνολικά και προέρχονται από εισοδήματα του αιτητή ως αυτοτελώς εργαζόμενου και εισόδημα από τον ΚΟΑΠ.  Κρίθηκε δε ότι τα εισοδήματα υπερβαίνουν το ΕΕΕ.

 

Ανατρέχοντας στις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του σχετικού Νόμου,

 

««εισόδημα από εργασία αυτοτελώς εργαζομένου» σημαίνει οποιαδήποτε διαφορά του κύκλου εργασιών που ο αυτοτελώς εργαζόμενος πραγματοποιεί σε μια περίοδο δώδεκα (12) μηνών και των εξόδων που πραγματοποιούνται κατά την ίδια περίοδο για τους σκοπούς του επαγγέλματός του».

 

(Η έμφαση προστέθηκε).

 

Όπως έχει αναφερθεί, ο αιτητής στην ένσταση του είχε αναφέρει ότι δεν είχε ακόμα εισοδήματα από την κτηνοτροφική του μονάδα, αλλά μόνο έξοδα.

 

Δεν φαίνεται να απασχόλησε τους καθ' ων η αίτηση η πτυχή αυτή του θέματος.  Η διαφορά δηλαδή του κύκλου εργασιών του αιτητή από την εργασία του στη κτηνοτροφική μονάδα την περίοδο των 12 μηνών και των εξόδων που πραγματοποιήθηκαν την ίδια περίοδο για την κτηνοτροφική μονάδα, δεδομένου ότι ο αιτητής είχε υποδείξει ότι τα λεφτά που του χορηγήθηκαν από τον ΚΟΑΠ, χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση της κτηνοτροφικής μονάδας και μόνο έξοδα είχε για τους σκοπούς του επαγγέλματος του και κανένα εισόδημα.

 

Συναφώς το Δικαστήριο, αδυνατεί να αντιληφθεί την διαφορά εσόδων και εξόδων από την εργασία του αιτητή στην κτηνοτροφική μονάδα και πώς η διαφορά αυτή οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τα εισοδήματα της οικογενειακής μονάδας υπερβαίνουν το ΕΕΕ ».

 

Ανατρέχοντας στην έκθεση γεγονότων ημερομηνίας 29.06.2021, στην οποία ενσωματώνεται η απορριπτική προσβαλλόμενη απόφαση, διαπιστώνω ότι οι Καθ΄ων η αίτηση δεν εξέτασαν την πτυχή του θέματος υπό την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του Νόμου, η οποία προβλέπει ότι:

 

 ««εισόδημα από εργασία αυτοτελώς εργαζομένου» σημαίνει οποιαδήποτε διαφορά του κύκλου εργασιών που ο αυτοτελώς εργαζόμενος πραγματοποιεί σε μια περίοδο δώδεκα (12) μηνών και των εξόδων που πραγματοποιούνται κατά την ίδια περίοδο για τους σκοπούς του επαγγέλματός του».

 

Η Ακυρωτική Απόφαση, στο κατ’ ουσίαν διατακτικό της, και αφού είχε καταγράψει τα όσα ο Αιτητής είχε υποβάλει με την ένστασή του και όσα αποφάσισαν οι Καθ΄ων η αίτηση, έκρινε, δεσμευτικά και (πλέον) τελεσίδικα ότι, η πιο πάνω ερμηνευτική διάταξη τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση διαφορά και έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη από τους Καθ’ ων η αίτηση για τον υπολογισμό των εισοδημάτων του.

 

Έπρεπε δηλαδή να εξεταστεί η διαφορά του κύκλου εργασιών του Αιτητή από την εργασία του στη κτηνοτροφική μονάδα την περίοδο των 12 μηνών και των εξόδων που πραγματοποιήθηκαν την ίδια περίοδο για την κτηνοτροφική μονάδα, δεδομένου ότι ο Αιτητής είχε υποδείξει ότι τα λεφτά που του χορηγήθηκαν από τον ΚΟΑΠ, χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση της κτηνοτροφικής μονάδας και μόνο έξοδα είχε για τους σκοπούς του επαγγέλματος του και κανένα εισόδημα.

 

Καμία όμως τέτοια ενασχόληση των Καθ’ ων η αίτηση προκύπτει στην προσβαλλόμενη απόφασή τους.

 

Οι Καθ΄ων η αίτηση περιορίστηκαν μόνον σε αναφορές ως προς το πόθεν έλαβαν πληροφόρηση για τα εισοδήματα του Αιτητή ως αυτοτελώς εργαζομένου αλλά και από τον ΚΟΑΠ και ότι βασικά αυτό έγινε από τη διασύνδεσή τους με τις υπηρεσίες αυτές. Αυτές όμως οι αναφορές τους δεν εκπληρώνουν το καθήκον τους να εξετάσουν το ζήτημα υπό την ως άνω πτυχή, την οποία κατέγραψε η Ακυρωτική Απόφαση.

 

Σημειώνω περαιτέρω ότι οι αναφορές του ευπαίδευτου συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση ότι με την ένσταση του ο Αιτητής δεν είχε θέσει υπόψη των Καθ’ ων η αίτηση οποιαδήποτε συγκεκριμένα στοιχεία που να επιμαρτυρούν ότι η επιδότηση του ΚΟΑΓ είχε αναλωθεί σε έξοδα, πρέπει να απορριφθούν για δύο λόγους:

 

Πρώτον, στην Ακυρωτική Απόφαση αναφέρθηκαν συγκεκριμένα στοιχεία και ισχυρισμοί, του Αιτητή, μεταξύ αυτών, ότι ο Αιτητής εγγράφτηκε ως νέος κτηνοτρόφος και έλαβε επιχορήγηση από τον ΚΟΑΠ για να κάνει φάρμα, ότι ο πατέρας του έλαβε δάνειο ύψους €74.000 περίπου για την φάρμα και ότι δεν είχε ακόμα εισοδήματα από την κτηνοτροφική του μονάδα, αλλά μόνο έξοδα.

 

Κρίθηκε δε στην Ακυρωτική Απόφαση ότι τα στοιχεία αυτά δεν φαίνεται να απασχόλησαν τους καθ' ων η αίτηση. Δεν τους απασχόλησε η πτυχή της διαφοράς του κύκλου εργασιών του Αιτητή από την εργασία του στη κτηνοτροφική μονάδα την περίοδο των 12 μηνών και των εξόδων που πραγματοποιήθηκαν την ίδια περίοδο για την κτηνοτροφική μονάδα, «δεδομένου ότι ο αιτητής είχε υποδείξει ότι τα λεφτά που του χορηγήθηκαν από τον ΚΟΑΠ, χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση της κτηνοτροφικής μονάδας και μόνο έξοδα είχε για τους σκοπούς του επαγγέλματος του και κανένα εισόδημα».

 

Αυτά δεν διερευνήθηκαν ούτε στην εδώ προσβαλλόμενη και είναι εκεί που εντοπίζεται η παράβαση του δεδικασμένου της Ακυρωτικής Απόφασης.

 

Δεύτερον, οι αναφορές στην αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση, ουσιαστικά επιχειρούν να υποκαταστήσουν την αξιολόγηση και έρευνα αυτών των στοιχείων, προβαίνοντας σε πρωτογενή κρίση της βαρύτητάς ή επάρκειάς τους, έρευνα όμως που ήταν έργο των Καθ’ ων η αίτηση να κάνουν (υπό το φως βέβαια και των όσων τους υπέδειξε η Ακυρωτική Απόφαση) και όχι του ευπαιδεύτου δικηγόρου τους στα πλαίσια της παρούσας δικαστικής διαδικασίας.

 

Περαιτέρω, στο σημείο αυτό σημειώνω ότι στην έκθεση γεγονότων ημερ. 29.06.2021, γίνεται η πιο κάτω αναφορά (εφεξής η πιο κάτω αναφορά της έκθεσης γεγονότων θα αναφέρεται ως το «Απόσπασμα»):

 

«Το ποσό που υπολογίζεται ως εισόδημα από εργασία μισθωτού στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα λαμβάνεται από τη διασύνδεση με τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων και μεταβάλλεται ανάλογα με το ποσό που δηλώνεται και πληρώνει εισφορές για κάθε περίοδο ο αιτητής. Για τον υπολογισμό του ποσού αυτού εφαρμόζονται οι διατάξεις της περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νομοθεσίας, εξετάζονται τα έσοδα και έξοδα βάση των σχετικών διατάξεων και λαμβάνει απόφαση τηρουμένου και του δικαιώματος υποβολής ένστασης- από το αρμόδιο τμήμα. Το ποσό που αποφασίζεται από το αρμόδιο Τμήμα αποτελεί τεκμήριο με βάση τη Νομοθεσία, το οποίο λαμβάνεται υπόψη για την παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος».

 

Η πιο πάνω όμως καταγραφή περί εσόδων και εξόδων που αφορά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 12 του Νόμου[1], ουδόλως καλύπτει το ζήτημα, το οποίο αποφασίστηκε στην Ακυρωτική Απόφαση, όπου ακριβώς, έχοντας ληφθεί υπόψη η θέση των Καθ΄ ων η αίτηση ως προς την εφαρμογή του άρθρου 12 του Νόμου, έκρινε ότι το όλο ζήτημα των εισοδημάτων του Αιτητή δέον να εξετάζεται υπό την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του Νόμου.

 

Συνεπώς και δεδομένων των όσων ανέφερα πιο πάνω, συμφωνώ με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι, εν προκειμένω, παραβιάσθηκε το δεδικασμένο της Ακυρωτικής Απόφασης εφόσον οι Καθ’ ων η αίτηση δεν διερεύνησαν τα στοιχεία αυτά υπό την πτυχή και την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του Νόμου και άρα η προσβαλλόμενη απόφαση είναι έκθεση σε ακύρωση για τον λόγο αυτό.

 

Περαιτέρω όμως, με αναφορά στο Απόσπασμα, θεωρώ ότι προκύπτει η προσβαλλόμενη πράξη να είναι και προϊόν πλημμελούς έρευνας αλλά και αναιτιολόγητη για τον ακόλουθο λόγο:

 

Στην ένστασή του ημερ. 04.04.2019 (Παράρτημα 6-Ερ.225) ο Αιτητής είχε ρητώς αναφέρει:

 

«έχω κάνει αίτηση στην Κοινωνικές Ασφαλίσεις για να μου γίνει μείωση Ασφαλιστικών Αποδοχών που είναι υψηλές για την κατάστασή μου. Αυτό διαπίστωσε και το ίδιο το Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων».

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση στο Απόσπασμα, παρέπεμψαν μάλιστα στις διατάξεις της περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νομοθεσίας και ότι βάσει αυτής εξετάζονται τα έσοδα και έξοδα και το αρμόδιο τμήμα λαμβάνει απόφαση τηρουμένου του δικαιώματος υποβολής ένστασης. Η εν λόγω νομοθεσία είναι οι περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Εισφορές) Κανονισμοί του 2010 (Κ.Δ.Π. 289/2010), στους οποίους παραπέμπει και η δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 12(1)(β) του Νόμου[2]. Ο Κανονισμός 17 της Κ.Δ.Π. 289/2010  προβλέπει για δικαίωμα αίτησης μείωσης των ασφαλιστέων αποδοχών αυτοτελώς εργαζομένων προσώπων. Αυτό ακριβώς δηλαδή που ο Αιτητής ανέφερε στην ένστασή του προς τους Καθ’ ων η αίτηση ότι έπραξε.

 

Στην απόφασή τους όμως ουδεμία αναφορά γίνεται κατά πόσο οι Καθ’ ων η αίτηση διερεύνησαν αν το ποσό που φαινόταν στη διασύνδεση τους με τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής οι «ΥΚΑ») είχε τύχει τελικά μείωσης κατόπιν της αίτησης του Αιτητή, παρά μόνον περιορίστηκαν στο να παραπέμψουν στη διασύνδεση αυτή. Μάλιστα τα έγγραφα Ερ. 295-294 (αυτά αποτελούν εκτύπωση από την διασύνδεση με τις ΥΚΑ), στα οποία παραπέμπει η έκθεση γεγονότων ημερομηνίας 29.06.2021 είναι πανομοιότυπα με τα έγγραφα που οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν παραπέμψει (Ερ. 59-58) για τον αρχικό τερματισμό του ΕΕΕ άρα πριν την ένσταση του Αιτητή ημερομηνίας 04.04.2019 που τους πληροφόρησε για την αίτηση μείωσης και δεν φέρουν καν ημερομηνία ώστε να γίνει κατανοητό ποια ημερομηνία της διασύνδεσης λήφθηκε υπόψη και κατά πόσο ήταν πριν ή μετά την υποβολή της αίτησης μείωσης εκ μέρους του Αιτητή ώστε να παρουσίαζε μια ενδεχόμενη μείωση των ασφαλιστέων αποδοχών του ήθελε αποφασιστεί από τις ΥΚΑ.

 

Συνεπώς, όφειλαν οι Καθ’ ων η αίτηση (ιδίως από τη στιγμή που είχαν και διασύνδεση με τις ΥΚΑ από όπου λάμβαναν στοιχεία για τερματισμό ή έγκριση του ΕΕΕ) να είχαν διερευνήσει ή εν πάση περιπτώσει, να είχαν επαληθεύσει και καταγράψει στην αιτιολογία τους κατά πόσο το ύψος των ασφαλιστέων αποδοχών και άρα εισοδημάτων του Αιτητή ως αυτοεργοδοτούμενου, μετά την εκ μέρους του αίτηση μείωσης στις ΥΚΑ, παρέμενε στο ύψος προ του αρχικού τερματισμού του ΕΕΕ.

 

Και απ’ αυτού άρα είναι ακυρωτέα η προσβαλλόμενη απόφασή τους και αυτό μάλιστα είναι πέραν του ότι οι Καθ’ ων η αίτηση αστόχησαν να υπολογίσουν τα εισοδήματα του Αιτητή υπό την πτυχή του άρθρου 2 του Νόμου που κατέγραψε, με ισχύ δεδικασμένου, η Ακυρωτική Απόφαση.

 

Δεδομένων όσων ανέφερα πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται.

 

Επιδικάζονται 1.800 ευρώ έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ΄ων η αίτηση.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 

 



[1] Συγκεκριμένα στη δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 12(1)(Β) του Νόμου, η οποία προβλέπει:

 

«Νοείται περαιτέρω ότι το κατώτατο όριο που λαμβάνεται υπόψη ως εισόδημα για τους σκοπούς της νομοθεσίας είτε σε περίπτωση που ο μισθωτός είναι συγγενής με τον ιδιοκτήτη ή με το μέτοχο εταιρείας ή είναι ο ίδιος διευθυντής ή μέτοχος εταιρείας στην οποία εργοδοτείται είτε σε περίπτωση αυτοτελώς εργαζομένου, είναι το ποσό των ασφαλιστέων αποδοχών που αναφέρεται στους περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Εισφορές) Κανονισμούς, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, τηρουμένου του δικαιώματος υποβολής ένστασης όπως προβλέπεται στους Κανονισμούς αυτούς»·

 

[2] Το κείμενο της εν λόγω επιφύλαξης έχει παρατεθεί στην αμέσως προηγούμενη υποσημείωση της παρούσας.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο