ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 944/2020

                                             

       11 Απριλίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 146, 28 και 15 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

             

                          G. F.

Αιτήτριας

                          Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών

                                                      Καθ' ου η Αίτηση

 

......... 

 

Κασσάνδρα Κουππαρή, Δικηγόρος για Αιτήτρια

Γεώργιος Χατζηπροδρόμου, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια αξιώνει:

 

«Α. Δήλωση και/ή Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ότι ή αρνητικές απαντήσεις και/ή αρνητική απάντηση για επανεξέταση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, του Υπουργείου Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 26/6/2019 και ημερ 13/8/2020 στην αίτηση πολιτογράφησης της αιτήτριας η οποία υποβλήθηκε κατά η περί τις 2/8/2017 και ημερ 10/1/2020 για επανεξέταση της αντίστοιχα είναι παράνομες και/ή αντίθετες με το Σύνταγμα και/ή με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και/ή Κανονισμούς και/ή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων

 

B. Ακύρωση της απόφασης των Καθ ων η αίτηση, ημερομηνίας 26/6/2019 και ακύρωση της απόφασης για επανεξέταση ημερ 13/8/2020, για απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας η οποία υποβλήθηκε κατά η περί τις 2/8/2017 και ημερ 10/1/2020, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Τα γεγονότα, ως προκύπτουν από τα δικόγραφα και διοικητικούς φακέλους είναι τα ακόλουθα:

 

Η αιτήτρια είναι υπήκοος Ινδίας, η οποία εισήλθε στη Δημοκρατία πρώτη φορά περί την 10.12.2004 με άδεια εργασίας ως φροντίστρια σε στέγη ευγηρίας. Συνέχισε να παραμένει στην Κυπριακή Δημοκρατία βάσει σχετικών (όχι πάντα διαδοχικών, κατά τους καθ’ ων η αίτηση) αδειών προσωρινής παραμονής και εργασίας ως φροντίστρια και με την τελευταία, προ της καταχώρισης της παρούσας προσφυγής, να έχει ισχύ μέχρι και την 04.12.2020.

 

Κατά την 02.08.2017, η Αιτήτρια υπέβαλε Αίτηση για απόκτηση Κυπριακής ιθαγένειας με πολιτογράφηση.

 

Το Τμήμα, κατόπιν έρευνας που διεξήγαγε, συμπεριλαμβανομένης και προσωπικής συνέντευξης της Αιτήτριας, με επιστολή ημερ. 26.06.2019 ενημέρωσε την Αιτήτρια ότι η αίτηση της απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών με την αιτιολογία ότι η σχέση της με την Κύπρο είναι καθαρά εργασιακή και η οικογένεια της (σύζυγος και τέκνο) διαμένει στην Ινδία.

 

Στη συνέχεια, η Αιτήτρια, με επιστολή ημερ. 10.01.2020 των τότε δικηγόρων της (εφεξής η «επιστολή 10.01.2020), ζήτησε από τους Καθ’ ων η αίτηση όπως επανεξετάσουν την αίτηση της ημερ. 02.08.2017. Επί της εν λόγω επιστολής επισυνάφθηκαν έγγραφα συνταχθέντα μεταξύ Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2019, άρα μεταγενέστερα της απορριπτικής απόφασης ημερομηνίας 26.06.2019.

 

Με επιστολή ημερ. 13.08.2020, οι Καθ’ ων η αίτηση αρνήθηκαν να επανεξετάσουν την αίτηση της Αιτήτριας ημερ. 02.08.2017.

 

Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε στις 07.10.2020, αποτελούν οι πιο πάνω δύο πράξεις, οι οποίες κοινοποιήθηκαν στην Αιτήτρια με τις εν λόγω επιστολές των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 26.06.2019 και 13.08.2020 (εφεξής για ευκολία αναφοράς θα αναφέρονται ως η «πράξη ημερομηνίας 26.06.2019» και η «πράξη ημερομηνίας 13.08.2020» αντίστοιχα).

 

Με την αγόρευσή της, η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας θέτει ότι οι προσβαλλόμενες είναι αναιτιολόγητες και αόριστες, προϊόντα πλημμελούς έρευνας και πλάνης και μη καλόπιστης άσκησης διακριτικής ευχέρειας.

 

Με την ένστασή του ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνεται της νομιμότητας των προσβαλλομένων, με τη δε αγόρευσή του αναπτύσσει επιπροσθέτως συγκεκριμένες προδικαστικές ενστάσεις.

 

Θέτει καταρχάς, ότι η πράξη ημερομηνίας 13.08.2020 δεν είναι εκτελεστή αλλά πληροφοριακή ή βεβαιωτική της πράξης ημερομηνίας 26.06.2019, η οποία ήταν η μόνη εκτελεστή και η οποία ουδέποτε προσεβλήθη. Λέγει μάλιστα, ότι η επιστολή 10.01.2020 δεν αποτελεί νέα αίτηση πολιτογράφησης καθότι δεν υποβλήθηκε ως προβλέπεται στη σχετική νομοθεσία. Δευτερευόντως αλλά συναφώς με τα πιο πάνω, θέτει ότι στην προσφυγή εγείρονται καταχρηστικά ισχυρισμοί εναντίον της πράξης ημερομηνίας 26.06.2019, την οποία όμως ουδέποτε η Αιτήτρια είχε προσβάλει έγκαιρα. Εκ της σημαντικότητας των προδικαστικών ζητημάτων, τα εξετάζω πρώτα.

 

Καταρχάς και προς απάντηση σε σχετική θέση της Αιτήτριας, σημειώνω ότι το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία εξέτασης των προδικαστικών ενστάσεων παρά τη μη δικογράφησή τους στην ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση. Η εκτελεστότητα και το εκπρόθεσμο της προσφυγής αποτελούν ζητήματα δημοσίας τάξεως και εξετάζονται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο [Δημοκρατία ν. Γεώργιου Mατθαίου (1990) 3 ΑΑΔ 2452].

 

Δεν έχω αμφιβολία ότι η, εκ των προσβαλλόμενων, πράξη ημερομηνίας 26.06.2019, η οποία κατά τις αναφορές της Αιτήτριας φαίνεται να περιήλθε σε γνώση της έκτοτε (σχετική η επιστολή 10.01.2020 και η παράγραφος 3 σε αίτηση ακυρώσεως) προσβάλλεται εκπρόθεσμα με την παρούσα προσφυγή. Εμφανώς αυτή καταχωρήθηκε πέραν των 75 ημερών από τη λήψη γνώσης της πράξης αυτής, και άρα η προσφυγή αναφορικά με την εν λόγω πράξη απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

 

Εξεταστέο τώρα είναι κατά πόσο η απάντηση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 13.08.2020 προσβάλλεται παραδεκτώς με την παρούσα προσφυγή. Ως ανέφερα, με την επιστολή 10.01.2020 επισυνάφθηκαν κάποια έγγραφα με ημερομηνίες μεταγενέστερες της έκδοσης της απορριπτικής πράξης ημερομηνίας 26.06.2019. Με την επιστολή τους ημερ. 13.08.2020, οι Καθ΄ων η αίτηση ουσιαστικά πληροφόρησαν την εμμονή τους στην προηγούμενη απόφασή τους αναφέροντας ότι δεν τίθεται ζήτημα επανεξέτασης της αίτησης της Αιτήτριας.

 

Στο σύγγραμμα του Καθ. Θ. Τσάτσου «Η Αίτηση Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας»  1971, Εκδ. 3η, σελ 149 στην παράγραφο 64 αναφέρεται:

 

«Δεν αποτελεί όμως άρνησιν ή παράλειψιν οφειλόμενης ενέργειας η άρνησις ή παράλειψης ανακλήσεως εκδοθείσης ήδη πράξεως, αλλά βεβαιωτικήν της μη ανακαλούμενης εκτός εάν εξ επιγενομένων γεγονότων ή γεγονότων καταστάντων γνωστών εκ των υστέρων έχη προκύψει νόμιμος υποχρέωσις προς τούτο και ζητηθή η εκπλήρωσις αυτής (υπογράμμιση του παρόντος)»

 

Σχετική είναι και απόφαση στις Συν. Υποθέσεις Αρ. 1307/2013 κ.α Odessa Hotels Ltd κ.α. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου ημερ. 29.08.2018 (Κωμοδρόμος, ΔΔΔ ως ήταν τότε) και η Συνεκδ. Υποθ. αρ. 1289/2013,  C. A. Holdings Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, ημερομηνίας 31.01.2019 (Ευσταθίου-Νικολετοπούλου, ΔΔΔ ως ήταν τότε). Εκεί εξετάστηκαν προσφυγές εναντίον επιβολής τελών και με τις ίδιες προσφυγές ζητείτο ακύρωση της άρνησης του καθ’ ου η αίτηση συμβουλίου να επανεξετάσει τα τέλη αυτά στη βάση νέων στοιχείων, προσκομισθέντων από τις Αιτήτριες. Στην Odessa Hotels Ltd αναφέρθηκε σχετικώς και υιοθετείται και στην παρούσα (η υπογράμμιση του παρόντος):

 

«Με αυτά δε τα δεδομένα, δεν μπορούν να έχουν έρεισμα ούτε και οι ισχυρισμοί περί άρνησης και/ή παράλειψης απάντησης του καθ' ου η αίτηση στην επιστολή των αιτητών, ημερομηνίας 8.3.2013. Δια της εν λόγω επιστολής, αυτό που αμφισβητείται, για πρώτη φορά, είναι η επιβολή των επίδικων τελών προς τους αιτητές, οι οποίοι, ως διατείνονται, έθεσαν ενώπιον του καθ' ου η αίτηση σωρεία νέων στοιχείων, τα οποία επέτασσαν την υπό της Διοίκησης επανεξέταση της απόφασης επιβολής των επίδικων τελών. Ωστόσο, η προαναφερθείσα επιστολή και τα όσα αναφέρονται σε αυτήν δεν αναιρεί το αδιαμφισβήτητο γεγονός της εκπρόθεσμης αμφισβήτησης της απόφασης επιβολής των επίδικων τελών και τη συνακόλουθη έλλειψη υποχρέωσης του καθ' ου η αίτηση να επανεξετάσει αυτήν (παρόλο που απάντησε δόθηκε δια της επιστολής ημερομηνίας 30.4.2013), δεδομένης της μη εμπρόθεσμης καταχώρησης προσφυγής κατά της επίδικης απόφασης και, συνακόλουθα, της έλλειψης νομιμοποιητικού ερείσματος των αιτητών προς αμφισβήτηση αυτής. Συνεπώς, ουδεμία παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας υφίσταται, ως οι αιτητές αβάσιμα υποστηρίζουν.

 

Σχετική περαιτέρω, κατ’ αναλογία, με το υπό κρίση ζήτημα είναι η απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 424/2015 Αγνή Σακκά ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ημερ. 27.09.2017 (η οποία επικυρώθηκε λίαν προσφάτως με την Έ. Δ. Δ. Αρ. 98/17 Αγνή  Σακκά v. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. ημερ. 06.12.2023), στην οποία αναφέρθηκαν:

 

«Εδώ η καθ' ης η αίτηση δεν αντιμετώπισε την επιστολή της αιτήτριας ως κανονιστικά προβλεπόμενο και κανονικά υποβληθέν αίτημα επανεξέτασης και αυτό καθίσταται φανερό και από την τιτλοφόρηση του θέματος στη συνεδρία της ημερομηνίας 20.1.2015 «Αίτηση Αγνής Σακκά (αρ. Πρωτ. 622/13)», αλλά και από το γεγονός, ότι δεν ασχολήθηκε με τα ενώπιον της νέα προσκομισθέντα στοιχεία από την αιτήτρια. Κάτι που, κατά την κρίση μου, δεν είχε δια σαφούς διατάξεως υποχρέωση να πράξει, αφού τέτοιο αίτημα δεν είχε υποβληθεί από την αιτήτρια στο νενομισμένο έντυπο, ούτε είχε καταβληθεί το καθορισμένο τέλος επανεξέτασης, προϋποθέσεις που πρέπει να ενυπάρχουν και δεν υφίστανται στην παρούσα περίπτωση, ως έχω προαναφέρει. Συνεπώς, με τα πιο πάνω ως δεδομένα, δεν βλέπω πως μπορεί δικαίως να υποστηρίζεται, ότι η καθ' ης η αίτηση λανθασμένα αρνήθηκε ή παρέλειψε να επανεξετάσει την ισοτιμία του διπλώματος της αιτήτριας, αφού προς τούτο δεν είχε οποιαδήποτε νομοθετική ή κανονιστική υποχρέωση, με δεδομένη την μη χρήση εκ μέρους της αιτήτριας του προβλεπόμενου εντύπου και καταβολής του καθορισμένου τέλους επανεξέτασης, ώστε να μπορεί να διενεργηθεί τέτοια επανεξέταση. Η όποια παράθεση νέων στοιχείων εκ μέρους της αιτήτριας, θα μπορούσε να δημιουργήσει υποχρέωση εξέτασης τους από την καθ' ης η αίτηση μόνο στην περίπτωση που ακολουθείτο η προβλεπόμενη δια ρητών διατάξεων (βλ. ανωτέρω) διαδικασία και καταβάλλετο το νενομισμένο τέλος επανεξέτασης. Ειδάλλως, αν απλά η παράθεση νέων στοιχείων χωρίς την τήρηση των εδώ νομοθετικά και κανονιστικά προβλεπομένων ήταν αρκετή για την δημιουργία υποχρέωσης στην καθ' ης η αίτηση επανεξέτασης ληφθείσας απόφασης της, κάτι τέτοιο θα εξοβέλιζε τις ρητές πρόνοιες και προυποθέσεις των σχετικών κανονισμών για την διενέργεια επανεξέτασης. Είναι σαφές, κατά την κρίση μου, ότι η τήρηση των νομοθετικά και κανονιστικά προβλεπομένων για την διενέργεια επανεξέτασης αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την δημιουργία υποχρέωσης στην καθ' ης η αίτηση επανεξέτασης της (αρχικώς) ληφθείσας απόφασης της για  οποιοδήποτε λόγο και, άρα, δεν παραμένει έδαφος για υποβολή αιτήματος αναθεώρησης μόνο με την υποβολή νέων στοιχείων εκτός της εδώ κανονιστικά προβλεπόμενης διαδικασίας και τους όρους αυτής και όχι στα πλαίσια τέτοιας. Στο σημείο αυτό είναι ορθό, για σκοπούς πληρότητας, να σημειωθεί, ότι νέα στοιχεία ήταν τα έγγραφα, τα οποία προσκόμισε η αιτήτρια με την επιστολή της σε σχέση με το δίπλωμα της και σαφώς όχι η αναφορά  της περί «συμπλήρωσης» σε συγκεκριμένο σημείο  της αιτήσεως της αυθαίρετα από λειτουργό της καθ' ης η αίτηση, δήλωση η οποία έμεινε στα επίπεδα του απλού ισχυρισμού, χωρίς οποιαδήποτε υποβολή στοιχείων προς υποστήριξη του ή τεκμηρίωση του. Είναι, επίσης, σαφές, από το περιεχόμενο της, ότι η εν λόγω επιστολή της αιτήτριας δεν αποτελούσε «νέα» αίτηση της, αλλά αίτημα επανεξέτασης της αρχικής απόφασης που λήφθηκε από την καθ' ης η αίτηση, χωρίς, όμως, ως προαναφέρθηκε, να τηρηθούν τα κανονιστικώς προβλεπόμενα.

 

 

Σημειώνεται, εν πάση περιπτώσει, εκ νέου, ότι ανεξαρτήτως της μη ύπαρξης υποχρεώσεως της καθ' ης η αίτηση, ως επεξηγήθηκε ανωτέρω, να επανεξετάσει την αίτηση της αιτήτριας, η καθ' ης η αίτηση όντως δεν τροποποίησε καθ' οιονδήποτε τρόπο την αρχική απόφαση της, αλλά σαφώς απλά βεβαίωσε αυτή. Πράξη θεωρείται βεβαιωτική προγενέστερης εκτελεστής, όταν εκδίδεται από την ίδια αρχή, απευθύνεται στο ίδιο πρόσωπο, σκοπεί στη ρύθμιση της ίδιας σχέσης, εδράζεται στην ίδια νομική και πραγματική βάση με την προγενέστερη και παράγει ταυτόσημα με αυτή νομικά αποτελέσματα (βλ., μεταξύ άλλων, PIERIS V. REPUBLIC (1983) 3 CLR 1054 και LARKOS V. REPUBLIC (1987) 3 CLR 2189), χαρακτηριστικά, τα οποία παρατηρούνται στην παρούσα περίπτωση.

 

 

Με βάση τα προαναφερθέντα, η προδικαστική ένσταση της καθ' ης η αίτηση γίνεται αποδεκτή. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτική προγενέστερης, ενώ δεν υφίσταται και παράνομη άρνηση ή παράλειψη επανεξέτασης της αρχικής απόφασης της, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν (υπογράμμιση και έμφαση του Δικαστηρίου).

 

Ερχόμενος στα εδώ κρινόμενα, είναι κατά την αντίληψή μου σαφές ότι, εάν επιθυμούσε η Αιτήτρια να υποβάλει νέα στοιχεία προκειμένου να καταδείξει τη στενή της σχέση με τη Δημοκρατία, η οποία εξελίχθηκε μέχρι και τα τέλη του 2019 (χρόνο που τα Παραρτήματα 1-4 στην επιστολή συντάχθηκαν), όφειλε να υποβάλει νέα αίτηση στον προβλεπόμενο από τη σχετική νομοθεσία τύπο, ήτοι τον Τύπο Ι του Δεύτερου Πίνακα των Περί του Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Κανονισμών του 1969, ως τροποποιήθηκαν (ο τύπος παραμένει ίδιος) καταβάλλοντας βεβαίως και το σχετικό τέλος εξέτασης της νέας αυτής αίτησης σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν.141(I)/2002), ως τροποποιήθηκε και ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο εκείνο. Και τα στοιχεία αυτά, θα έπρεπε να κριθούν συνολικά από τη Διοίκηση, σε συνάρτηση βέβαια και με τις υπόλοιπες απαιτήσεις της νομοθεσίας που εν προκειμένω λαμβάνονται υπόψη κατά τον χρόνο υποβολής της εκάστοτε αίτησης πολιτογράφησης (πχ χρονικά διαστήματα παραμονής στη Δημοκρατία πριν την αίτηση, συνεχές παραμονής κτλ) προκειμένου να καταδειχθεί η σχέση της Αιτήτριας με τη Δημοκρατία.

 

 

Η ενδεχόμενη κατ’ ουσία εξέταση και απόφανση επί των εγγράφων αυτών, τα οποία υπεβλήθηκαν όχι με νέα αίτηση, αλλά με τη μορφή αιτήματος αναθεώρησης της πράξης ημερ. 26.06.2019 με σκοπό ουσιαστικά συμπλήρωσης της αίτησης του 2017, θα εξοβέλιζε (όπως και στη Σακκά) τις ανωτέρω αναφερόμενες νομοθετικές και κανονιστικές πρόνοιες αναφορικά με τον τύπο, διαδικασία, τέλη και προϋποθέσεις εξέτασης ενός αιτήματος αυτής της φύσεως.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν ενώπιόν τους δέουσα, κατά την νομοθεσία, αίτηση κατόπιν της καταβολής των νενομισμένων τελών και άρα δεν είχαν νόμιμη υποχρέωση να επανεξετάσουν την αίτηση ημερομηνίας 02.08.2017 στη βάση εγγράφων τέτοιας φύσεως και μεταγενέστερων της απορριπτικής απόφασής τους. Με την επιστολή τους ημερομηνίας 13.08.2020 οι Καθ’ ων η αίτηση εξεδήλωσαν, ως μπορούσαν υπό τις πιο πάνω εκτεθείσες περιστάσεις νόμιμα να πράξουν, την εμμονή τους στην απόφασή τους ημερομηνίας 26.06.2019 και άρα με αυτή δεν κοινοποιείται οποιαδήποτε εκτελεστή πράξη αλλά βεβαιωτική της πράξης ημερομηνίας 26.06.2019.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη με 1.800 ευρώ έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο