ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 993/2020

                                             

       9 Απριλίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 146, 28 και 15 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

             

                          M. R.

 

                          Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών

                                                      Καθ' ου η Αίτηση

 

......... 

 

Κασσάνδρα Κουππαρή, Δικηγόρος για Αιτητή

Νάταλη Τζιρτζιπή, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής αξιώνει:

 

«Α. Δήλωση και/ή Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ότι η αρνητική απάντηση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, του Υπουργείου Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 28.09.2020 στην αίτηση και/ή επιστολή, η οποία υποβλήθηκε κατά η περί τις 25.08.2017 είναι παράνομη και/ή αντίθετη με το Σύνταγμα και/ή με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και/ή Κανονισμούς και/ή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων

 

B. Ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 28.09.2020, για απόρριψη της επιστολής και/ή αίτησης του αιτητή, η οποία υποβλήθηκε κατά η περί τις 25.08.2017, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

 

Τα γεγονότα, ως προκύπτουν από τα δικόγραφα και διοικητικούς φακέλους είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Μπαγκλαντές, ο οποίος κατά την 17.03.2003, αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία ως φοιτητής στο Philips College, με Άδεια Εισόδου και παρέμεινε στην Κυπριακή Δημοκρατία με την ιδιότητα του φοιτητή δυνάμει σχετικής Αδείας Προσωρινής Παραμονής μέχρι και την 28.02.2004.

 

Κατά την 27.01.2004, ο Αιτητής υπέβαλε αίτημα για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και στη συνέχεια, κατόπιν υποβληθείσας εκ μέρους του σχετικής αίτησης, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (ΤΑΠ&Μ) εξέδωσε Άδεια Προσωρινής Παραμονής του ως Αιτητή Ασύλου, με ισχύ μέχρι και την 07.09.2005.

 

Κατά την 31.12.2005, η Υπηρεσία Ασύλου ενημέρωσε τον Αιτητή για την απόρριψη του αιτήματος του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και η ορθότητα της απόφασης της εν λόγω Υπηρεσίας, επιβεβαιώθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, κατά την 10.10.2006, ενώπιον της οποίας ο Αιτητής άσκησε Ιεραρχική Προσφυγή.

 

Αρχής γενομένης το Οκτώβριο του 2009, κατόπιν σχετικών αιτημάτων του εργοδότη του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση, από καιρό εις καιρόν, του παραχωρούσαν ή/και ανανέωναν άδεια διαμονής και εργασίας. Η σχετική άδεια που κατείχε ο Αιτητής πριν την υποβολή της παρούσας προσφυγής, είχε ισχύ μέχρι και την 19.06.2021.

 

Στις 25.08.2017, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση Μ127 για απόκτηση Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης πραγματοποίησε συνέντευξη του Αιτητή και, κατόπιν της όλης έρευνας του, με έκθεσή των λειτουργών του (η οποία μαζί με σχετικά έγγραφα και υπολογισμούς παρατίθεται ως Εγγ. 219-175 στο αντίγραφο Διοικητικού Φακέλου Αρ. Ε. 03-2880 vol II-Τεκμήριο 2 στη διαδικασία, και εφεξής αναφέρεται ως η «Έκθεση») και για συγκεκριμένους λόγους που θα γίνει αναφορά κατωτέρω, εισηγήθηκε όπως η αίτηση απορριφθεί.

 

Στο έγγ. 217 του Διοικητικού Φακέλου (εφεξής οποιαδήποτε αναφορά σε έγγραφα, δέον να θεωρείται ότι αφορά το ανωτέρω αντίγραφο διοικητικού φακέλου Ε. 03-2880 vol II-Τεκμήριο 2 στη διαδικασία) της Έκθεσης, αναφέρεται, στην παράγραφο 2:

 

«Όπως προκύπτει από το Φύλλο Υπολογισμού της Νομιμότητας διαμονής (ερ.180), ο αιτητής συμπλήρωσε την πιο πάνω απαιτούμενη διάρκεια νόμιμης διαμονής για σκοπούς απόδοσης ιθαγένειας. Το ίδιο διάστημα, ωστόσο, ο αιτητής δεν είχε τη σταθερή κατοικία του στην Κύπρο, δηλαδή δεν επέλεξε να διατηρεί το κέντρο των βιοτικών του δεσμών (οικογενειακών, επαγγελματικών/οικονομικών, κοινωνικών κλπ) εδώ, όπως φαίνεται αναλυτικά στην παράγραφο 3 πιο κάτω. Ως εκ τούτου, κρίνεται πως η προϋπόθεση της υπό-παραγράφου (β) της παραγράφου 1 του Τρίτου Πίνακα του Νόμου κρίνεται πως δεν ικανοποιείται».

 

Στην αναφερόμενη παράγραφο 3 καταγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι ο Αιτητής «από το 2004-2017 διέμενε στο εργοστάσιο του εργοδότη του με όλα τα έξοδα διαμονής και διατροφής πληρωμένα. Από το 01.01.2018 διαμένει σε ενοικιαζόμενο σπίτι στη Λεμεσό (..)», ότι «από το 2004 μέχρι σήμερα ο Αιτητής εργάζεται σε εργοστάσιο μανιταριών με μηνιαίες απολαβές 1.138 ευρώ μεικτά», ότι η ομοεθνής σύζυγός του και το ανήλικο τέκνο τους διαμένουν στο Μπαγκλαντές και τους αποστέλλει μηνιαίως το ποσό των €200 και ότι μιλά πολύ λίγο την ελληνική γλώσσα.

 

Στο εγγ. 215 της Έκθεσης αναφέρεται ότι η προϋπόθεση του 1(δ) του Τρίτου Πίνακα δεν ικανοποιείται καθότι:

 

«δεν συνεχίζει να διατηρεί τη σταθερή κατοικία του στην Κύπρο, δηλαδή το κέντρο  των βιοτικών του δεσμών, καθότι παρόλο που εργάζεται στη Δημοκρατία από το 2004 στον ίδιο εργοδότη εξασφαλίζοντας έγκριση από το Υπουργείο Εσωτερικών για την ανανέωση της άδειας παραμονής του. Ο Αιτητής από το 2004 μέχρι 1/1/18 διέμενε στο εργοστάσιο του εργοδότη του με όλα τα έξοδα διαμονής και διατροφής πληρωμένα. Ο Αιτητής παντρεύτηκε από το 2007 με ομοεθνή του μέσω τηλεφώνου. Η σύζυγος διαμένει μόνιμα στο Μπαγκλαντές από το 2011. Το 2012 απέκτησαν ένα παιδί το οποίο γεννήθηκε και φοιτά στο Μπαγκλαντές. Ο αιτητής από το 2012 μέχρι σήμερα στέλνει €200 το μήνα στην οικογένειά του. Δεν μιλά καλά την Ελληνική γλώσσα. Φαίνεται ότι η σχέση του αιτητή με την Δημοκρατία είναι καθαρά εργασιακή.

 

Η διαμονή του αιτητή το διάστημα των αμέσως προηγούμενων 2 μηνών από την ημερ. της αίτησης του δεν ήταν νόμιμη. Συγκεκριμένα διέμενε παράνομα 58 ημέρες (Ερ. 181Α,179-178)»

 

 

Στο εγγ. 210-207, ήτοι το Έντυπο Προσωπικής Συνέντευξης αναφέρεται ότι ο Αιτητής έχει ένα χωράφι αξίας 28.000 ευρώ στο Μπαγκλαντές για να κτίσει σπίτι, το οποίο σε περίπτωση που αποκτήσει Κυπριακή Υπηκοότητα θα πωλήσει για να κτίσει σπίτι στην Κύπρο, αναφέρονται τρία πρόσωπα Κυπριακής υπηκοότητας ως φίλοι και τρία άλλα διαφορετικά πρόσωπα (φαίνονται επίσης Κύπριοι) ως εγγυητές και ότι ο σκοπός του ως δηλώθηκε κατά την συνέντευξή, είναι να συνεχίσει να διαμένει στη Δημοκρατία και να εργάζεται και να φέρει τη σύζυγο και το παιδί του στην Κύπρο, να πωλήσει το χωράφι στο Μπαγκλαντές για να κτίσει σπίτι εδώ. Ως λόγοι που επιθυμεί την υπηκοότητα αναφέρονται ότι του αρέσει η χώρα στην οποία μένει πολλά χρόνια και ο κόσμος είναι φιλικός. Από τις ερωτήσεις ως προς τις βασικές γνώσεις του αναφορικά με την Κυπριακή Ιστορία και Πραγματικότητα φαίνεται να απάντησε εσφαλμένα στη μία (αναφέροντας ως ημερομηνία εορτασμού της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας την 01.10.1974) ενώ αναφέρεται ότι δεν επισκέφθηκε ποτέ τα κατεχόμενα.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 28.09.2020, οι Καθ’ ων η αίτηση πληροφόρησαν τον Αιτητή ότι η αίτηση του δεν μπορεί να εγκριθεί καθότι δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση όπως καθορίζονται στην παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141 (1)/2002 (ως είχε τότε) καθότι διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία για 58 ημέρες πριν την υποβολή της αίτησης, και ότι, επιπλέον, δεν πληρούσε την προϋπόθεση 1 (δ) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141 (1)/2002 (ως είχε τότε), δηλαδή δε διαπιστώθηκε η πρόθεση να παραμείνει μόνιμα στη Δημοκρατία και η σχέση του με αυτήν είναι καθαρά εργασιακή. Την εν λόγω απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση, ο Αιτητής προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

 

Εισαγωγικά αναφέρω ότι με τα δύο αιτητικά της προσφυγής προσβάλλεται η ίδια πράξη του Καθ’ ου η αίτηση στη βάση διαφορετικών νομικών βάσεων, πρακτική που ορθό είναι να αποφεύγεται (βλ. Προσ. Αρ. 640/2017 TΗUY ν Δημοκρατίας απόφαση ημερομηνίας 31.8.2017).

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή εγείρει διάφορους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης. Θέτει ότι η αίτηση του Αιτητή έπρεπε να εγκριθεί καθότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 111 και Τρίτου Πίνακα του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν. 141(I)/2002) (εφεξής ο «Νόμος»), ως είχε τότε, καθώς και ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι αναιτιολόγητη και αόριστη, προϊόν πλημμελούς έρευνας και πλάνης, κατάχρησης και/ή υπέρβασης εξουσίας και μη καλόπιστης άσκησης διακριτικής ευχέρειας.

 

Δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στο αναιτιολόγητο και ελλειμματικό στη διερεύνηση της προσβαλλόμενης. Στηρίζει τη θέση αυτή στο ότι, κατά την εισήγησή, ο Αιτητής ουδέποτε διέμεινε παράνομα κατά τους τελευταίους 12 μήνες. Περαιτέρω, θέτει ότι, ο Αιτητής με την αίτησή του αποδεικνύει τους δεσμούς του με την Κυπριακή Δημοκρατία, εφόσον, μεταξύ άλλων, έχει δηλωθέντες φίλους και εγγυητές Κύπριους πολίτες και κατοικεί για πέραν τη μισή ζωή του στη Δημοκρατία, στην οποία επιθυμεί να παραμείνει και να φέρει τη σύζυγο και τέκνο του, με αποτέλεσμα να μη γίνεται αντιληπτή η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία έκρινε ως απορριπτέα την αίτησή της λόγω ισχυριζόμενης «καθαρά εργασιακής» σχέσης του με τη Δημοκρατία και της μη πρόθεσής του για μόνιμη παραμονή σε αυτήν.

 

Δεν αμφισβητεί μεν την ευρεία διακριτική ευχέρεια του κράτους σε ζητήματα πολιτογράφησης, θεωρεί όμως ότι, υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, οι Καθ' ων η αίτηση έσφαλλαν ως προς την πλήρωση των προϋποθέσεων του Νόμου  και όφειλαν να διερευνήσουν πληρέστερα την αίτηση του Αιτητή και να αιτιολογήσουν δεόντως την απόφασή τους.

 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Καθ’ ου η αίτηση, υπεραμύνεται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης, υποβάλλοντας ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί, καθότι η ευρεία εν προκειμένω διακριτική εξουσία του Υπουργού Εσωτερικών, ασκήθηκε νόμιμα, καλόπιστα και μετά από δέουσα έρευνα επί όλων όσων μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, υπό τις περιστάσεις.

 

 

Έχω μελετήσει με  την απαραίτητη προσοχή τους αναπτυχθέντες λόγους ακύρωσης με αναδρομή και στο περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, οι οποίοι κατατέθηκαν και σημειώνω τα ακόλουθα:

 

Είναι καλά θεμελιωμένη Νομολογία του Ανωτάτου και Διοικητικού Δικαστηρίου ότι η παραχώρηση πολιτογράφησης εμπίπτει στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει όταν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, η δε υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, θεωρεί ότι τα συμπεράσματα της Διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή λήφθηκαν χωρίς τη δέουσα έρευνα. (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 74/2008 Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66).

 

 

Καταρχάς, ως προς την αιτιολόγηση στην προσβαλλόμενη περί παράνομης παραμονής του Αιτητή, θεωρώ ότι αφενός οι πληροφορίες του διοικητικού φακέλου είναι αντιφατικές αφετέρου δεν μπορώ να επιβεβαιώσω τις ημερομηνίες, τις οποίες η Διοίκηση επικαλείται ως διάστημα παράνομης παραμονής.

 

Ως ανέφερα ήδη πιο πάνω, στο έγγ. 217 της Έκθεσης, αναφέρεται, στην παράγραφο 2 ότι «Όπως προκύπτει από το Φύλλο Υπολογισμού της Νομιμότητας διαμονής (ερ.180), ο αιτητής συμπλήρωσε την πιο πάνω απαιτούμενη διάρκεια νόμιμης διαμονής για σκοπούς απόδοσης ιθαγένειας». Η «πιο πάνω απαιτούμενη διάρκεια νόμιμης διαμονής» αναφέρεται στην παράγραφο 1 του εγγ. 217, η οποία για τη περίπτωση του Αιτητή προβλέπει τους 12 μήνες πριν την αίτηση συν 7 έτη. Αυτή άρα η καταγραφή, η οποία δέχεται τη παραμονή του αιτητή ως νόμιμη εμφανώς αντιφάσκει με την θεώρησή των Καθ’ ων η αίτηση, η οποία αναφέρεται στο σώμα της προσβαλλόμενης αλλά και στο έγγ. 215 και πάλι κατ’ επίκληση του εγγ. 180 ότι ο Αιτητής διέμενε για 58 ημέρες παράνομα.

 

Από την άλλη μεριά, στο εγγ. 180 του διοικητικού φακέλου, στο οποίο καταγράφεται το επίμαχο χρονικό διάστημα των 58 ημερών, δεν επιβεβαιώνεται από τις άδειες παραμονής, τις οποίες ελάμβανε ο Αιτητής σε συνδυασμό με τις ημερομηνίες των αιτημάτων ανανέωσης των αδειών αυτών.

 

Εν προκειμένω, από τα έγγραφα 29 και 49 του φακέλου, διαπιστώνω ότι ο εργοδότης του Αιτητή με επιστολή του ημερομηνίας 10.04.2017 (ληφθείσα στις 12.04.2017), πέραν του ενός μηνός πριν την εκπνοή της προηγούμενης άδειας του Αιτητή (σύμφωνα με το εγγ.25 αυτή εξέπνεε στις 13.05.2017) αίτημα για ανανέωση της άδειάς προσωρινής παραμονής και εργασίας του, το οποίο όμως απαντήθηκε θετικά για σκοπούς προώθησης της αίτησης στις 13.06.2017 (έγγ. 49), ημερομηνία δηλαδή που εντάσσεται ήδη εντός του ισχυριζόμενου διαστήματος παράνομης παραμονής (13.05.2017-10.07.2017) ενώ στο εγγ. 55 ανευρίσκεται ανανέωση άδειας, η οποία όμως φαίνεται να εξεδόθη πολύ μεταγενέστερα, ήτοι στις 01.12.2017 επί της αίτησης ημερ. 12.07.2017 (έγγ. 53), η οποία ακολούθησε το έγγ. 49. Σημειώνω εδώ, ότι η απαίτηση που οι Καθ’ ων η αίτηση έθεσαν επί της προηγούμενης άδειάς του αιτητή ημερ. 15.09.2016 (έγγ. 26), ήταν όπως «αίτηση για παράταση της άδειας διαμονής πρέπει να υποβάλλεται τουλάχιστον ένα μήνα πριν από τη λήξη της».

 

Άρα στο συγκεκριμένο ζήτημα, θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη είναι αναιτιολόγητη εφόσον είτε η θεώρηση της διοίκησης παρουσιάζει αντιφατικές εκδοχές είτε δεν μπορώ να διαπιστώσω κατά ποίον τελικά τρόπο οι Καθ΄ων η αίτηση προσμέτρησαν τον χρόνο για να συμπεράνουν παράνομη παραμονή του Αιτητή για το χρονικό διάστημα 13.05.2017-10.07.2017.

 

Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι δεν είναι έργο του παρόντος να ανευρίσκει την αιτιολογία της διοικητικής κρίσης από σκόρπια στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Στην απόφαση  Αρ. 17/2021 Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. ημερ. 21.09.2021 με αναφορά στη σχετική νομολογία αναφέρθηκε (η έμφαση και υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Το Δ.Δ.Δ.Π. εξέτασε το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου για να διαπιστώσει κατά πόσο εντοπίζονταν στοιχεία από τα οποία μπορούσε να συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της απόφασης για την κράτηση του Εφεσείοντα.  Για την εξουσία του αυτή παρέπεμψε στο άρθρο 29 του Ν.158(Ι)/1999 και στις αποφάσεις Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 και Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 1175.

 

Στην Singh υιοθετείται το απόσπασμα που ακολουθεί από την Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, 168-9:

 

«Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου "για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή". (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56)».(βλ. ακόμα Χρυσάρης Λτδ ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Αναθ. Έφ. Αρ.141/2014, ημερ. 10/5/2021, ECLI:CY:AD:2021:C186, ECLI:CY:AD:2021:C186)».

 

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα έγγραφα, στα οποία αναφέρθηκα ήδη πιο πάνω, μεταξύ άλλων πληροφοριών, ο Αιτητής δήλωσε ως φίλους και εγγυητές, 6 πρόσωπα που πλείστοι αν όχι όλοι, είναι δηλωμένοι ως κύπριοι πολίτες. Αυτό, χωρίς φυσικά να καθιστά τον αλλοδαπό ενσωματωμένο στη Δημοκρατία, δε συνάδει εκ πρώτης όψεως με έναν αλλοδαπό που δεν έχει κοινωνικούς δεσμούς με τη Δημοκρατία, ως η θεώρηση της διοίκησης και, υπό τις περιστάσεις της παρούσας, είναι στοιχείο που έχριζε περαιτέρω διερεύνησης. Σχετικές είναι και οι αποφάσεις στην Αναθ. Έφεση Αρ. 181/12 Reyes ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Λειτουργού Μετανάστευσης Υπουργείο Εσωτερικών ημερ. 24.10.2018 και Πρ. Αρ. 478/2016 Vartanova ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 02.03.2021, στις οποίες θα αναφερθώ κατωτέρω με τα σχετικά αποσπάσματα.

 

Παράλληλα, οι δηλωθέντες ως σκοποί του Αιτητή να συνεχίζει να εργάζεται στη Δημοκρατία και να φέρει τη σύζυγο και τέκνο του και να κτίσει σπίτι (αφού πωλήσει το χωράφι του στη χώρα καταγωγής του) δεν φαίνεται, χωρίς περαιτέρω αιτιολόγηση, να συνάδει με το εύρημα των Καθ’ ων η αίτηση επί της προσβαλλόμενης περί μη απόδειξης της πρόθεσης του να παραμείνει μόνιμα στη Δημοκρατία και περί «καθαρά εργασιακής» με αυτή σχέσης.

 

Ο δηλωθείς σκοπός του Αιτητή να συνεχίζει να εργάζεται στην Δημοκρατία, συνάδει με την ιδιότητά του ως εργάτη σε κυπριακή εταιρεία, ιδιότητα που ήταν και το νομικό έρεισμα (Τρίτος Πίνακας του Νόμου, ως είχε τότε) να αιτηθεί πολιτογράφησης, συνεπώς από την επίδικη πράξη ή τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου, δεν γίνεται αντιληπτό για ποιον λόγο αυτό, αποτελεί αιτιολογία απόρριψης της αίτησής του. Από την άλλη μεριά δεν αιτιολογείται στο ελάχιστο για ποιον λόγο ο δηλωθείς σκοπός της επιθυμίας του να φέρει τη σύζυγο και το ανήλικο τέκνο του στη Δημοκρατία, τα οποία καταγράφονται στο έγγ. 208 (στο οποίο το έγγ. 214 παραπέμπει προκειμένου να αιτιολογήσει τη θεώρηση των Καθ΄ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν απέδειξε την πρόθεση παραμονής του), δεν αποδεικνύει την πρόθεσή του να παραμείνει στη Δημοκρατία ή καταδεικνύει καθαρά εργασιακή σχέση, εφόσον μάλλον δεικνύει πρόθεση ανάπτυξης περαιτέρω δεσμών με την Κύπρο παρά το αντίθετο.

 

 

Παράλληλα, ως προς τα όσα αφορούσαν το κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό γίγνεσθαι της Κύπρου οι απαντήσεις του Αιτητή (πλην μίας) ήταν ορθές. Όμως, από το Έντυπο Προσωπικής Συνέντευξης (έγγ. 206) στο σημείο 3 οι Καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν ότι «ο Αιτητής δεν απάντησε ορθά στις περισσότερες/όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν σχετικά με την κυπριακή ιστορία και πραγματικότητα». Αυτή η καταγραφή είναι εσφαλμένη και σε συνδυασμό με τη θεώρηση των Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν κατέδειξε πρόθεση να παραμείνει μόνιμα στη Δημοκρατία επίσης δημιουργεί αμφιβολία περί της δέουσας διερεύνησης των ενώπιον της διοίκησης στοιχείων και της ορθότητας αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης.

 

Με τα ως άνω δεδομένα, οι ισχυρισμοί περί πλημμέλειας έρευνας και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης, ευσταθούν εφόσον, πράγματι, ακόμα και με παραπομπή στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, δεν μπορεί να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα ως προς τη διοικητική κρίση. Σχετική είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Reyes (ανωτέρω), στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού επισημαίνει την ευρεία διακριτική εξουσία της Κυπριακής Πολιτείας στην πολιτογράφηση αλλοδαπών, σημειώνει το καθήκον της Διοίκησης για δέουσα διερεύνηση και αιτιολόγηση της απόφασής της επί μιας τέτοιας αιτήσεως αναφέροντας εν προκειμένω ότι (η υπογράμμιση και έμφαση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Η ύπαρξη των τυπικών κριτηρίων, δεν οδηγεί βεβαίως αυτομάτως και άνευ ετέρου σε έγκριση.  Εκτός από τη βούληση του ατόμου, η οποία εκφράζεται με την υποβολή αίτησης, απαιτούμενο στοιχείο είναι και η έκφραση κυρίαρχης βούλησης της πολιτείας που δύναται να προσδώσει την ιθαγένεια.   Συνεπώς, δεν επαρκεί μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου, όπως αναλύονται στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου.  Επιβάλλεται, για την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, να διερευνηθούν και άλλοι παράγοντες, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο Κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του να καταστεί Κύπριος πολίτης, λαμβανομένου υπόψη ότι επέδειξε καλή διαγωγή, ότι έμαθε και ομιλεί ικανοποιητικά την Ελληνική γλώσσα, τις γνώσεις του για τον Κυπριακό πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα και γενικά τη συμμετοχή του στον ντόπιο τρόπο ζωής, βλ. Δίκαιο Ιθαγένειας, Ζωή Παπασιώπη Πασιά, 7η έκδοση, σελ. 124-126.  Τα ως άνω δε στοιχεία, εκτιμούνται ελευθέρως με στάθμιση των γενικότερων συμφερόντων του κράτους και σε συνάρτηση με τα τυχόν δημογραφικά, οικονομικά και εθνικά προβλήματα.  Εντός του εν λόγω πλαισίου, εντάσσεται και φυσικά δεν αναιρείται, η υποχρέωση καλόπιστης εξέτασης του αιτήματος και διεξαγωγή δέουσας έρευνας.

 

Ο ασκών την εξουσία, δεν παύει να ενεργεί καλόπιστα, όταν η απόφαση του στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε οτιδήποτε πέραν αυτής.  Εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 A.A.Δ. 307).

 

Tο τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224). 

 

Από τα στοιχεία του φακέλου τα οποία, κατά το Δικαστήριο, συμπληρώνουν την αιτιολογία, έκδηλα προκύπτει ότι υπήρχαν στοιχεία που έχρηζαν περαιτέρω διερεύνησης και όχι μόνο. Υπήρχαν στοιχεία τα οποία αγνοήθηκαν παντελώς ή καταγράφησαν κατά τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του φακέλουˑ όπως ότι η εφεσείουσα εργάστηκε στην Ελληνική πρεσβεία ως μέλος βοηθητικού προσωπικού, και μάλιστα σε δύο χρονικές περιόδους, οπότε θα έπρεπε ενδεχομένως να διερευνηθεί περαιτέρω το θέμα των γνώσεων της στην Ελληνική.  Ότι η αδελφή της, όπως προκύπτει από το φάκελο, XXXXX Μικελλίδου, πολίτις της Κυπριακής Δημοκρατίας, διαμένει με τον Ελληνοκύπριο σύζυγο της στην Κύπρο.  Η υποκειμενική τελική τοποθέτηση της Διευθύντριας, ότι η εφεσείουσα «δεν έχει οποιοδήποτε άλλο δεσμό με την Κύπρο» δεν αντανακλά την αληθινή κατάσταση πραγμάτων.

 

Άλλωστε, η διαπίστωση ότι η εφεσείουσα ως αλλοδαπή δεν έχει δεσμούς με τον τόπο, είναι κρίση που δύναται να αποδοθεί σε κάθε αλλοδαπό.  Στην υπό κρίση περίπτωση, όχι μόνο δεν αναφέρεται οτιδήποτε στην επιστολή της Διευθύντριας που να δικαιολογεί τη διαπίστωση, αλλά αντιθέτως δεν αποκαλύπτεται και ως στοιχείο δυνάμενο να επιδράσει στη μόρφωση της τελικής απόφασης ο συγγενικός δεσμός με την αδελφή της.  Ο ισχυρισμός των εφεσίβλητων ότι η αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου είναι αβάσιμος.  Οι αναφορές των αρμοδίων είναι γενικές και αόριστες. Εν πάση περιπτώσει η εν λόγω αρχή δεν αποτελεί πανάκεια για να καλύψει κάθε κενό.  Η αιτιολογία αποτελεί εχέγγυο σύννομης άσκησης της διοίκησης αποκλείοντας την αυθαιρεσία.  Η κρίση ότι «δεν συντρέχει ουσιαστικός λόγος που να δικαιολογεί την έγκριση» και «δεν έχει δεσμούς με την Κύπρο» πάσχει από αοριστία.

 

Σε κάθε περίπτωση οι αρχές του διοικητικού δικαίου υποβάλλουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των συναφών ουσιωδών γεγονότων.  Η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ποικίλει αναλόγως με το υπό εξέταση ζήτημα.  Η έκταση που θα της προσδοθεί και η μορφή που θα πάρει η έρευνα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Η διερεύνηση των ουσιωδών θεμάτων τα οποία παρέχουν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα συνιστούν το κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας έρευνας ως πλήρους.  Η δε επάρκεια της ελέγχεται ως προς τη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το υπό εξέταση ζήτημα (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100)».

 

Με παρόμοιο τρόπο τοποθετήθηκε το Διοικητικό Δικαστήριο στην Vartanova (ανωτέρω), στην οποία αναφέρθηκε:

 

«Επιπρόσθετα, από τα ενώπιόν μου στοιχεία καταλήγω πως η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης περιορίστηκε σε γενικούς χαρακτηρισμούς καθότι δεν έγινε ουσιαστική διερεύνηση της κοινωνικής ενσωμάτωσης της αιτήτριας, αφού δεν προκύπτει να αντλήθηκαν πληροφορίες από τα άτομα τα οποία της ζητήθηκε να κατονομάσει ως Κύπριους φίλους της.  Ούτε φαίνεται να αξιολογήθηκαν καθοιονδήποτε τρόπο οι απαντήσεις της σε σχέση με τα ιστορικά και θεσμικά δεδομένα της Δημοκρατίας».

 

Έχοντας λοιπόν υπόψη και τα όσα, η πιο πάνω Νομολογία καθοδηγεί, ήταν, στην υπό κρίση περίπτωση, απαραίτητη η περαιτέρω διερεύνηση αλλά και αιτιολόγηση της απόφασης της Διοίκησης.

 

Ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει και ακυρώνεται με 1.800 ευρώ πλέον ΦΠΑ έξοδα υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο