ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 1123/2020)

 

  28 Μαΐου 2024

                              [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                       Κ. Κ.  

 

                                                                                                 Αιτητής,

                                       και

 

                       Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του

Υπουργείου Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών  Ασφαλίσεων

 

 

Καθ’ ων η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Κ. Μάμαντος, για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε,  δικηγόροι για τον αιτητή.

Α. Καλησπέρα (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, συνιστά η νομιμότητα της απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή που υπέβαλε ο αιτητής κατά της απόφασης της Αναπληρωτρίας Διευθυντρίας Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων να απορρίψει την αίτηση του για παροχή σύνταξης ανικανότητας, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 20.10.2020.

 

Ως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής οικοδόμος στο επάγγελμα, ηλικίας 58 ετών, υπέβαλε στις 26.2.2020 αίτηση για παροχή σύνταξης ανικανότητας λόγω χειρουργικής επέμβασης στην οποία υποβλήθηκε για αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας. Με την εν λόγω αίτηση, ο αιτητής προσκόμισε ιατρική έκθεση του θεραπόντα καρδιοχειρούργου ιατρού του ημερομηνίας 20.2.2020, στην οποία καταγράφετο ότι δεν προβλεπόταν ότι ο αιτητής θα παραμείνει μόνιμα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του καθώς και ότι κατά τον θεράποντα ιατρό θα μπορούσε να επιστρέψει στην εργασία του στις 12.3.2020, εκτελώντας προσαρμοσμένη εργασία ήτοι εργασία η όποια απαιτεί περιορισμένες δυνάμεις.

 

Ως εκ τούτου - και χωρίς ο αιτητής να έχει παραπεμφθεί σε ιατρικό συμβούλιο-  με επιστολή ημερομηνίας 9.6.2020, γνωστοποιήθηκε στον αιτητή ότι η Αναπληρώτρια Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέρριψε την αίτηση του ένεκα του ότι δεν πληρείτο η απαιτούμενη προϋπόθεση του άρθρου 40 (1) (β) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (Ν.59(Ι)/2010). Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι με βάση τα στοιχεία που υπέβαλε ο αιτητής δεν προβλέπετο να παραμείνει μόνιμα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του.

 

Κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης ο αιτητής άσκησε δυνάμει των προνοιών του άρθρου 83 του Ν.59(Ι)/2010 ιεραρχική προσφυγή στην οποία ο αιτητής επισύναψε νέα έκθεση του ίδιου θεράποντα καρδιοχειρουργού ιατρού ημερομηνίας 13.7.2020. Σύμφωνα δε με το περιεχόμενο της εν λόγω ιατρικής έκθεσης - και σε αντίθεση με τα όσα καταγράφοντο στην προηγούμενη ιατρική έκθεση ημερομηνίας 20.2.2020- ο θεράπων ιατρός προέβλεπε ότι ο αιτητής θα παρέμενε μόνιμα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του και ότι δεν μπορούσε να εργάζεται με μερική απασχόληση στο συγκεκριμένο επάγγελμα αλλά ούτε και να εκτελεί προσαρμοσμένη εργασία. Μάλιστα ως σημειώνετο από το θεράποντα ιατρό η μόνιμη ανικανότητα του αιτητή άρχετο από τις 10.10.2019. Πρόσθετα ο αιτητής  με την ιεραρχική του προσφυγή επισύναψε και έτερη ιατρική βεβαίωση του ίδιου ιατρού στην οποία καταγράφετο ότι ο αιτητής υποβλήθηκε στις 10.10.2019 σε εγχείρηση ανοικτής καρδίας καθώς και ότι -κατά τη γνώμη του θεράποντα ιατρού- ο αιτητής δεν μπορούσε να ασκεί βαριάς φύσεως εργασία ως οικοδόμος.

 

Η Υπουργός Εργασίας Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή με απόφαση  ημερομηνίας 19.10.2020 (ερυθρό 22 διοικητικού φακέλου) με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«Μετά από εξέταση της υπόθεσης και αφού έχω λάβει υπόψη τα στοιχεία που βρίσκονται στον φάκελο του Κ. Κ., κρίνω ότι η απόφαση της Αν. Διευθυντρίας των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 19/06/2020 να απορρίψει την αίτηση του για σύνταξη ανικανότητας ημερομηνίας 26/02/2020, με την αιτιολογία ότι η Ιατρική Έκθεση την οποία προσκόμισε από τον θεράποντα καρδιοχειρούργο Ιατρό του ανέφερε ότι αυτός δεν ήταν μόνιμα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του, ειναι ορθή και ως εκ τούτου απορρίπτω την Ιεραρχική Προσφυγή».

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπουργού, η νομιμότητα της οποίας συνιστά και το αντικείμενο της υπό κρίση Προσφυγής,  κοινοποιήθηκε στον αιτητή  με επιστολή ημερομηνίας 20.10.2020, στην οποία καταγράφονταν και τα ακόλουθα:

 

«Η Προσφυγή σας εξετάστηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 83(1) και αφού λήφθηκαν υπόψη τα επιχειρήματα που έχετε καταθέσει στην Προσφυγή, έχει αποφασιστεί η απόρριψη της, εφόσον η Ιατρική Έκθεση που έχετε προσκομίσει από τον θεράποντα καρδιοχειρούργο Ιατρό σας  αναφέρει ότι δεν είστε μόνιμα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος σας, όπως προνοεί το άρθρο 40 (1) (β) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, ώστε να καταστείτε δικαιούχος σε  σύνταξη ανικανότητας. Συγκεκριμένα, ως αναφέρει ο θεράπων Ιατρό σας, η κατάσταση της υγείας σας θα σας επέτρεπε να αναλάβετε εργασία εντός 3 εβδομάδων και συγκεκριμένα από 12/03/20».

 

Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης προβάλλεται από την πλευρά του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας, πλάνης και ελλιπούς αιτιολογίας καθότι κατά τον αιτητή δεν διερευνήθηκαν και δεν λήφθηκαν υπόψη, ως οφείλετο, τα νέα ιατρικά στοιχεία που επισύναψε στην ιεραρχική του προσφυγή τα οποία, ως εισηγείται, δεικνύουν ότι ο αιτητής είναι μόνιμα ανίκανος προς άσκηση του επαγγέλματος του. Πουθενά κατά τον αιτητή, ούτε και στην έκθεση γεγονότων που ετοιμάστηκε για σκοπούς της ιεραρχικής προσφυγής από λειτουργό του Υπουργείου δεν γίνεται η παραμικρή αναφορά στη νέα ιατρική έκθεση και ιατρική βεβαίωση του θεράποντα ιατρού που προσκόμισε ο αιτητής με την ιεραρχική του προσφυγή, παρά μόνο εσφαλμένα, υπό πλάνη και αναιτιολόγητα γίνεται αναφορά μόνο στην πρώτη ιατρική έκθεση που προσκόμισε ο αιτητής. Κατά την εισήγηση, οι καθ΄ων η αίτηση όφειλαν να αιτιολογήσουν τη δυσμενή για τον αιτητή απορριπτική απόφαση τους, η οποία ήταν αντίθετη με τα ιατρικά πιστοποιητικά που υπέβαλε με την ιεραρχική προσφυγή. Περαιτέρω υποβάλλει η πλευρά του αιτητή ότι υπάρχει πλάνη των καθ΄ων η αίτηση καθότι τόσο στην ενημερωτική επιστολή ημερομηνίας 8.10.2020 της Υπηρεσίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου όσο και στο σημείωμα του λειτουργού που τέθηκε προς την Υπουργό γίνεται αναφορά σε άλλο πρόσωπο ήτοι σε κάποιον κ. Τρύφωνος και όχι στον αιτητή καθώς και ότι στην απόφαση της Υπουργού καταγράφεται εσφαλμένα και υπό πλάνη ότι η απόφαση της Αν. Διευθυντρίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων έφερε ημερομηνία 19.6.2020 αντί 9.6.2020, ημερομηνία κατά την οποία πράγματι εκδόθηκε.

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, απορρίπτοντας όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη καθώς και ότι λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα. Οι δε ισχυρισμοί του αιτητή, κατά την ευπαίδευτη συνήγορο, περί ελλιπή έρευνα και πλάνη, είναι γενικοί και δεν στοιχειοθετούνται. Επί της ουσίας του ζητήματος και προς αντίκρουση του ισχυρισμού περί μη επαρκούς αιτιολογίας, η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση υποβάλλει ότι οι καθ΄ων η αίτηση «δεν είχαν οποιαδήποτε υποχρέωση από το Νόμο  να αιτιολογήσουν ειδικώς τη «διαφωνία» τους με τους θεράποντες ιατρούς του αιτητή αναφορικά με την κατάληξη τους ως προς την ικανότητα του τελευταίου εργασία καθότι δεν είχαν εν προκειμένω διαφωνία». Υποβάλλει δε ότι με βάση και τις δυο εκθέσεις του θεράποντα ιατρού του αιτητή δεν προέκυπτε μόνιμη ανικανότητα για εργασία του αιτητή ως αυτή ερμηνεύεται στο Νόμο. Διερωτάται η ευπαίδευτη συνήγορος σε ποια νέα ιατρικά δεδομένα αναφέρεται ο αιτητής και τονίζει ότι η νέα ιατρική έκθεση που επισυνάφθηκε με την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή από τον ίδιο θεράποντα ιατρό «δεν άλλαζε κανένα από τα ιατρικά του δεδομένα» και «δεν αναφέρει ουσιαστικά κάτι διαφορετικό από την αρχική του θέση και ούτε βεβαιώνει ότι ο αιτητής θα παραμείνει μόνιμα ανίκανος για εργασία». Κατά την ευπαίδευτη συνήγορο το καθήκον των καθ΄ων η αίτηση περιοριζόταν στο να λάβουν υπόψη τις εκθέσεις και τα πιστοποιητικά του θεράποντα ιατρού, κάτι που εν προκειμένω οι καθ΄ων η αίτηση, έπραξαν. Καταληκτικά υποβάλλεται ότι ορθώς η Υπουργός προέβηκε στην επίδικη απόφαση αφού δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για χορήγηση της σύνταξης ανικανότητας στον αιτητή ενώ το κατά πόσον ο αιτητής είναι ικανός ή όχι να ασκεί την εργασία του είναι θέμα τεχνικό και εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου. Σε σχέση δε με τις αναφορές που διενεργούνται από τους καθ΄ων η αίτηση σε κάποιο κ. Τρύφωνος, η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση αντιτείνει ότι είναι πρόδηλο ότι οι αναφορές αυτές έγιναν εκ παραδρομής και από καθαρή αβλεψία/τυπογραφικό λάθος, αφού τόσο στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όσο και στο σημείωμα του λειτουργού και στην απόφαση της Διευθυντρίας γίνεται αναφορά στο ορθό όνομα του αιτητή και στον αριθμό δελτίου ταυτότητας του.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των συνηγόρων σε συνάρτηση με όλα τα τιθέμενα ενώπιον μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.

 

Εν πρώτοις και αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη στην κρίση των καθ΄ων η αίτηση διότι «λανθασμένα αντί να αναφέρονται στην περίπτωση του αιτητή αναφέρονταν σε κάποιο κ. Τρύφωνος» καθώς και ότι οι καθ΄ων η αίτηση «προέβηκαν σε ουσιώδες λάθος» αναφέροντας ως ημερομηνία λήψης της απόφασης της Αν. Διευθύντριας άλλη εσφαλμένη ημερομηνία, κρίνω ότι ουδόλως ευσταθεί. Εν προκειμένω -και σε πλήρη συμφωνία με τα όσα λέχθηκαν από την πλευρά των καθ’ ων η αίτηση- καθίσταται φανερό από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι η όποια μεμονωμένη αναφορά σε άλλο πρόσωπο, εκτός του αιτητή, καθώς και η μεμονωμένη εσφαλμένη αναφορά στην απόφαση της Υπουργού στην ημερομηνία λήψης της απόφασης της Αν. Διευθυντρίας (ήτοι 19.6.2020 αντί 9.6.2020), συνιστά προδήλως τυπογραφικό λάθος το οποίο ουδόλως  καταδεικνύει κατά την κρίση μου, ουσιώδη πλάνη που να επέδρασε στη λήψη της επίδικης απόφασης, ώστε να επιφέρει την ακυρότητα της. Από το σύνολο του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς να αφήνεται οποιαδήποτε αμφιβολία ότι τα καταγραφέντα στοιχεία, γεγονότα και δεδομένα αφορούσαν εξ ολοκλήρου την περίπτωση του αιτητή (Λουκίας Λόντη Αλεξάνδρου v Δήμου Λευκωσίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 117/2019, ημερομηνίας 8/12/2023) (Φραντζής v Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (2017) 3 Α Α.Α.Δ1).Αρκούμαι να αναφέρω ότι τόσο στο σημείωμα του λειτουργού το οποίο φέρει ως τίτλο «έκθεση γεγονότων- ιεραρχική προσφυγή κου Κ.Κ.» όσο και στην ενημερωτική επιστολή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 8.10.2020 η οποία έχει ως θέμα «σύνταξη ανικανότητας Κ. Κ., ΑΔΤ ΧΧΧΧΧΧ» στα οποία παραπέμπει ο ίδιος ο αιτητής προς επίρρωση του ισχυρισμού του, υπάρχουν ξεκάθαρες αναφορές στο πρόσωπο του αιτητή καθώς και στην ορθή ημερομηνία λήψης της απορριπτικής απόφασης  της Αν. Διευθυντρίας. Ούτε βεβαίως ο αιτητής έχει υποδείξει με ποιο τρόπο επέδρασαν αυτές οι εσφαλμένες, πράγματι, αναφορές στην νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Συνεπώς και στη βάση των ανωτέρω ο ισχυρισμός του αιτητή είναι υποκείμενος σε απόρριψη.

 

Επί της ουσίας, όμως δεν θα συμφωνήσω με τους καθ΄ων η αίτηση ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή περί ελλιπούς έρευνας και πλάνης είναι γενικοί και δεν στοιχειοθετούνται. Τουναντίον κρίνω, ότι δικαίως παραπονείται ο αιτητής και ότι είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί που εγείρει περί έλλειψης δέουσας έρευνας και ελλιπούς αιτιολογίας, ώστε να μην καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης να μην μπορεί να αποκλειστεί.  

 

Αποτελεί καθόλα παραδεκτό γεγονός ότι ο αιτητής ουδέποτε παραπέμφθηκε προς εξέταση σε ιατρικό συμβούλιο. Είναι επίσης καθόλα παραδεκτό γεγονός ότι ο αιτητής στην προκείμενη περίπτωση προσκόμισε, δύο ιατρικές εκθέσεις του ίδιου θεράποντα ιατρού, οι οποίες πράγματι έχουν προδήλως αντιφατικό περιεχόμενο ήτοι μια κατά την υποβολή της αίτησης του, η οποία προέβλεπε ότι ο αιτητής ειναι ικανός για μερική και προσαρμοσμένη άσκηση του επαγγέλματος του και μια άλλη κατά την υποβολή της ιεραρχικής του προσφυγής δια της οποίας ο θεράπων ιατρός βεβαίωνε ότι ο αιτητής προβλέπετο να παραμείνει μόνιμα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του οικοδόμου.

 

Αδιαμφισβήτητα, λοιπόν, τα δεδομένα αυτά, ήταν ενώπιον της Υπουργού Εργασίας κατά την εξέταση της  ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή.

 

Κατά πάγια νομολογία η εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, ως αυτή προνοείται στις διατάξεις του αρθρου 83 του Ν.59(Ι)/10, δεν λειτουργεί ως έφεση αλλά ως νέα διερεύνηση όλων των δεδομένων από το ιεραρχικά ανώτερο όργανο, ώστε να εξεταστούν όλα εξ υπαρχής, να διορθωθούν τα όποια λάθη ή παραλείψεις έγιναν ενδεχομένως από το διοικητικό όργανο και να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα. Είναι δε νομολογιακά σαφές ότι το δευτεροβάθμιο ιεραρχικό όργανο δεν δεσμεύεται από την απόφαση του κατώτερου οργάνου (Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R.426, Kyriakou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1207), Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΔΕΠΑ) Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 837, Ιωαννίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ 75) Ανδρέας Ιωάννου και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 547/2011, ημερομηνίας 24/1/13).

 

Εν προκειμένω και κατά την υπό κρίση περίπτωση, ζητούμενο κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή δεν ήταν ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, άλλα η εξ’ υπαρχής εξέταση και διερεύνηση όλων των δεδομένων από την αρμόδια Υπουργό, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως και της νέας ιατρικής έκθεσης και ιατρικής βεβαίωσης που υποβλήθηκε από τον αιτητή με την ιεραρχική του προσφυγή (Χ.Ν v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1702/18, ημερομηνίας 28/2/20) Καλλινίκου και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1069/16, ημερομηνίας 24/1/20).

Έχω διεξέλθει με προσοχή όλα τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου και δεν εντοπίζω οποιαδήποτε κρίση ή καταγραφή από την οποία να προκύπτει ότι πράγματι λήφθηκε υπόψη ή απασχόλησε την Υπουργό τα όσα καταγράφονται στην ιατρική έκθεση  του θεράποντος ιατρού ημερομηνίας  13.7.2020, η οποία επισυνάφθηκε στην ιεραρχική προσφυγή του αιτητή και στην οποία ρητώς καταγράφετο - και σε αντίθεση με την ιατρική έκθεση ημερομηνίας 12.2.2020- ότι προβλέπετο από τον θεράποντα ιατρό ότι ο αιτητής θα παραμείνει μόνιμα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του οικοδόμου. Μάλιστα ουδεμία έστω μνεία παρατηρώ να διενεργήθηκε σε αυτή τη δεύτερη ιατρική έκθεση και στο περιεχόμενο αυτής είτε στην έκθεση γεγονότων που ετοιμάστηκε από το λειτουργό και η οποία τέθηκε ενώπιον της Υπουργού, είτε στην ίδια την απόφαση της Υπουργού. Τουναντίον από το λεκτικό της απόφασης της Υπουργού (ως αυτό παρατέθηκε ανωτέρω) προκύπτει ότι η Υπουργός περιορίστηκε σε απλό έλεγχο νομιμότητας της απόφασης της Αν. Διευθύντριας, αρκούμενη να αναφέρει ότι η απόφαση της να απορρίψει την αίτηση του αιτητή «με την αιτιολογία ότι η Ιατρική Έκθεση την οποία προσκόμισε από τον θεράποντα καρδιοχειρούργο Ιατρό του ανέφερε ότι αυτός δεν ήταν μόνιμα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του ειναι ορθή»  χωρίς όμως να επεκτείνει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την έρευνα της στα νέα ιατρικά στοιχεία που προσκόμισε ο αιτητής με την ιεραρχική του προσφυγή. Η δε γενικόλογη αναφορά της Υπουργού ότι έχει λάβει υπόψη τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του αιτητή ουδόλως επαρκεί ώστε να προσδώσει την απαιτούμενη αιτιολογία, αφού τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας περίπτωσης, απαιτούσαν την ύπαρξη καταγεγραμμένης  κρίσης της Υπουργού ως προς το εάν εν τελεί ο αιτητής ήταν μόνιμα ανίκανος ή μη για εξάσκηση του επαγγέλματος του επί τη βάση όμως των όσων αναφέροντο και στις δυο εκ διαμέτρου αντίθετες ενώπιον της ιατρικές εκθέσεις (Κωνσταντινίδη και Δημοκρατίας   (Υπόθεση Αρ. 1142/2014, ημερομηνίας 31/3/16). Εν τη παντελή δε έλλειψη οποιασδήποτε τέτοιας καταγραφής ή επεξήγησης, καθίσταται σαφές ότι ουδόλως παρέχεται η απαιτούμενη αιτιολογία, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, για να μπορεί να καταστεί εφικτός ο δικαστικός έλεγχος περί της νομιμότητας της διαδικασίας. Ως εκ τούτου και υπό τις περιστάσεις που συναπαρτίζουν την παρούσα υπόθεση, δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή ούτε η  έτερη θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου δύναται να συμπληρώσει την ελλείπουσα αιτιολογία (GUO SHUYING v Δημοκρατίας(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 64/2017, ημερομηνίας 7/11/23) και Ιωάννης Σανταφιανός v Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ, 108/15, ημερομηνίας 3/6/22).

 

Ούτε βεβαίως η εκ των υστέρων, θέση της πλευράς των καθ’ ων η αίτηση ότι με τη νέα ιατρική έκθεση δεν υποβλήθηκε οτιδήποτε διαφορετικό το οποίο να αλλοιώνει τα ιατρικά δεδομένα του αιτητή μπορεί να γίνει δεκτή. Αφενός διότι η θέση αυτή παραβλέπει το περιεχόμενο της νέας ιατρικής έκθεσης που είχε υποβληθεί και αφετέρου διότι κάτι τέτοιο δεν εντοπίζεται ως καταγεγραμμένη κρίση του αρμοδίου οργάνου στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά πάγια δε νομολογία, τα επιχειρήματα που προβάλλονται από το δικηγόρο του διοικητικού οργάνου στη γραπτή του αγόρευση ουδόλως μπορούν να αναπληρώσουν το κενό της ελλείπουσας αιτιολογίας, η οποία πρέπει να δίδεται στον ουσιώδη χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (Φράγκου v Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ 270).

 

Εν προκειμένω, από το περιεχόμενο του φακέλου, προκύπτουν εύλογα ερωτήματα, τα οποία το Δικαστήριο, δεν είναι σε θέση να απαντήσει, αλλά ούτε, σύμφωνα με τη νομολογία δύναται να υπεισέλθει και να εκφράσει κρίση. Ειναι δε αυτή η πρόδηλη αντιφατικότητα και η εκ διαμέτρου διάσταση που αναφύεται από το περιεχόμενο των δυο υποβληθέντων ιατρικών εκθέσεων, προερχόμενων πάντα από τον ίδιο θεράποντα ιατρό, που επέτεινε έτι  περαιτέρω κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής την ανάγκη για πλήρη εξακρίβωση των ορθών και  αληθών δεδομένων,  που περιβάλλουν το ζήτημα, με καταγραφή και ως προς τούτο της απαιτούμενης αιτιολογίας. Εν ολίγοις, η πρωτογενής κρίση επί του κατά πόσον ο αιτητής είναι ή όχι μόνιμα ανίκανος για άσκηση του επαγγέλματος του οικοδόμου σύμφωνα πάντοτε με τις προσκομισθείσες ιατρικές εκθέσεις του καρδιοχειρούργου ιατρού του, το περιεχόμενο των οποίων ως καταγράφεται και στο ίδιο το προδιατυπωμένο έντυπο της ιατρικής έκθεσης ειναι ουσιώδες και καθοριστικό για τη λήψη της απόφασης αναφορικά με την αίτηση για σύνταξη ανικανότητας, αποτελεί αποκλειστικό έργο του αρμόδιου Υπουργού. Επί τούτου και κατά πάγια νομολογία το Δικαστήριο δεν δύναται υποκαταστήσει με τη δίκη του εκτίμηση την ελλείπουσα κρίση του αρμοδίου οργάνου, κρίση από την οποία εξαρτάται και το κατά πόσον εν τέλει πληρείται από τον αιτητή, η νομοθετική προϋπόθεση του άρθρου 40(1)(β) του Ν.59(Ι)/10 (SKETSIOS & LARCOS DEVELOPPERS LTD και Δημοκρατίας( Αναθεωρητική Έφεση αρ. 22/16, ημερομηνίας 6/6/23), ECLI:CY:AD:2023:C193 (Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000)3 ΑΑΔ 438), Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1997) 3Α.Α.Δ. 145).

Για τους  λόγους που έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω, ούτε η θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι  η κρίση του κατά πόσον ο αιτητής είναι ικανός ή όχι να ασκεί την εργασία του εκφεύγει, ως τεχνικό ζήτημα, του δικαστικού ελέγχου, θα μπορούσε να γίνει δεκτή δεδομένου ότι το σφάλμα που εντοπίζεται στην παρούσα υπόθεση, συνίσταται στην έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας (Αν. Οικονομίδης κ.α. ν. Α.Η.Κ. (Α.Ε. 140/2013, ημερομηνίας 8.5.2020), ECLI:CY:AD:2020:C147 Δημοκρατία ν. Παπαξενόπουλου κ.α. (Α.Ε. 114/13 ημερ. 6.10.2016).

 

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 Για τους πιο πάνω λόγους, η Προσφυγή επιτυγχάνει  με έξοδα €1600 πλέον Φ.Π.Α υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

 

Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο