ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

                                      (Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 1310/2019, 1311/2019 και 1343/19)

 

 31 Μαΐου 2024

                            [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση αρ. 1310/2019)

                                    Έ. Π.

 

Αιτήτρια,

                                      και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

 

Καθ’ ων η αίτηση

__________________________________

(Υπόθεση αρ. 1311/2019)

                                    Έ. Π.

Αιτήτρια,

                                      και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

 

Καθ’ ων  η αίτηση

__________________________________

(Υπόθεση αρ. 1343/2019)

                                   Λ. Μ.

Αιτήτρια,

                                      και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

 

Καθ’ ων  η αίτηση

__________________________________

M. Κλεάνθους (κα), για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για την αιτήτρια στις Προσφυγές αρ. 1310/19 και αρ. 1311/19.

Σ. Τσαχίδου (κα) για Αχιλλεύς & Αιμίλιος, Κωνσταντίνος Αιμιλιανίδης Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για την αιτήτρια στην Προσφυγή αρ. 1343/19.

Δ. Εργατούδη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.

Π. Παναγιώτου με Π. Προκοπίου, για Κωνσταντίνου-Παναγιώτου & ΣΙΑ ΔΕΠΕ, δικηγόρος για τα ενδιαφερόμενα μέρη

 

 

                         Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ,Δ.Δ.Δ.: Οι πιο πάνω υποθέσεις συνεκδικάστηκαν δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 23.10.2020.

 

Μετά από προαγωγική διαδικασία η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας με απόφαση της ημερομηνίας 19.6.2019 προήγαγε τις υποψήφιες Έ. Μ. και Ι. -Μ. Σ., στη μόνιμη θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων Α', Βουλή των Αντιπροσώπων από 15.7.2019.

 

Σημειώνεται εξαρχής ότι τόσο η αιτήτρια στις Προσφυγές αρ. 1310/19 και 1311/19 όσο και η αιτήτρια στην Προσφυγή αρ. 1343/19 συμμετείχαν ως υποψήφιες στην πιο πάνω διαδικασία.

 

Η αιτήτρια Π. με την Προσφυγή αρ.1310/19 στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, η οποία εμπεριέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 9.7.2019, με την οποία η Επιτροπή απάντησε σε επιστολή της αιτήτριας με θέμα αναγνώριση εργασιακής πείρας.

 

Η ίδια αιτήτρια καταχώρησε ακολούθως και την Προσφυγή αρ. 1311/19 η οποία στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη Έ. Μ. και Ι.-Μ. Σ. στη μόνιμη θέση Λειτουργού  Διεθνών Σχέσεων Α', Βουλή Αντιπροσώπων από 15.7.2019.

 

Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απόφασης στρέφεται και η Προσφυγή αρ. 1343/19. Σημειώνεται ότι η αιτήτρια δια της Προσφυγής της, προσέβαλε αρχικά την προαγωγή των Μ. και Σ. στις επίδικες θέσεις. Έπειτα όμως από σχετική απόσυρση της Προσφυγής σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Μ., η Προσφυγή αρ. 1343/2019 στρέφεται πλέον μόνο κατά της νομιμότητας της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους  Σ..

 

Προσφυγή αρ.1310/19

 

Μεσούσης της διαδικασίας για πλήρωση δυο κενών μόνιμων θέσεων Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων Α’, Βουλή των Αντιπροσώπων (Θέση Προαγωγής-Κλ. Α11(ii), η αιτήτρια, η οποία, ήταν μια εκ των υποψηφίων, ζήτησε με επιστολή της, η οποία παραλήφθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στις 18.6.2019, όπως η προηγούμενη υπηρεσία της στη μόνιμη θέση Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών (Αγγλική γλώσσα) «αναγνωριστεί για σκοπούς αρχαιότητας» ως πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων, θέση την οποία κατείχε κατά τον επίδικο χρόνο. Τούτο διότι σύμφωνα με το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής το σχέδιο υπηρεσίας των δυο θέσεων, ήτοι της θέσης Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών και της θέσης Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων, είχε ευρεία συνάφεια καθηκόντων και όμοιων απαιτούμενων προσόντων. Η επιστολή κατέληγε με την συναφή επιθυμία της αιτήτριας όπως η πείρα αυτή  προσμετρηθεί σε περίπτωση προαγωγών στη θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων Α’ (Κλίμακα Α11).

 

Το πιο πάνω αίτημα τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής σε συνέδρια της ημερομηνίας 19.6.2019, στα πλαίσια εξέτασης της πλήρωσης των δυο κενών μόνιμων θέσεων Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων Α’, Βουλή των Αντιπροσώπων. Στο τηρηθέν πρακτικό της εν λόγω συνεδρίας καταγράφονται, επί του θέματος, τα ακόλουθα, τα οποία και παραθέτω αυτούσια:

 

«Ενώπιον της Επιτροπής τέθηκε επιστολή της υποψήφιας με α/α 5 του καταλόγου αρχαιότητας, Π. Έ., που λήφθηκε στο Γραφείο της Επιτροπής στις 18.6.2019, με την οποία ζητά όπως, για σκοπούς αρχαιότητας, υπολογιστεί η προηγούμενη υπηρεσία της στη μόνιμη θέση Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών, για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας.

 

Η Επιτροπή σημείωσε τα όσα αναφέρονται στην πιο πάνω επιστολή, ωστόσο παρατήρησε ότι η προηγούμενη υπηρεσία οποιουδήποτε δημόσιου υπάλληλου σε άλλη δημοσιοϋπαλληλική θέση συνυπολογίζεται, για σκοπούς αρχαιότητας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του αρθρου 49 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (Αρ. 3) του 2017 ».

 

Κατά την ιδία συνεδρία, στην οποία κλήθηκε και παρέστη για σκοπούς σύστασης ο Γενικός Διευθυντής της Βουλής των Αντιπροσώπων, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στις Μ. και Σ. στη θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων Α’, Βουλή των Αντιπροσώπων, τις οποίες η Επιτροπή επέλεξε, ως τις πιο κατάλληλες, αφού έκρινε ότι υπερείχαν των ανθυποψηφίων τους, συμπεριλαμβανομένου και της αιτήτριας.

 

Ακολούθησε επιστολή της Επιτροπής ημερομηνίας 9.7.2019 προς την αιτήτρια, εις απάντηση της επιστολής της, δια της οποίας η αιτήτρια πληροφορείτο ότι το περιεχόμενο της επιστολής της τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής σε πρόσφατη συνεδρία της στα πλαίσια διαδικασίας πλήρωσης δυο κενών μόνιμων θέσεων Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων Α’, Βουλή των Αντιπροσώπων, στην οποία η αιτήτρια ήταν υποψήφια και στην οποία αναφέρονταν τα ακόλουθα: «η Επιτροπή σημείωσε ότι η προηγούμενη υπηρεσία οποιουδήποτε δημόσιου υπαλλήλου σε άλλη δημοσιοϋπαλληλική θέση συνυπολογίζεται για σκοπούς αρχαιότητας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 49 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 11909 έως (Αρ. 3) του 2017, στοιχείο που λήφθηκε υπόψη και στα πλαίσια της διαδικασίας στην οποία ήσασταν υποψήφια »

 

Η αιτήτρια ακολούθως καταχώρησε την παρούσα Προσφυγή με την οποία επιζητεί δήλωση του Δικαστηρίου όπως «η απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση που γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια κατά ή/περί τις 16/7/2019 με επιστολή ημερ.09/07/2019 (Παράρτημα Α) και με την οποία δεν έκαναν δεκτό το αίτημα της να προσμετρηθεί για σκοπούς αρχαιότητας η προηγούμενη υπηρεσία της στη μόνιμη θέση Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών (Αγγλικής Γλώσσας) με την υπηρεσία της στη μόνιμη θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων από 01/12/2011 μέχρι και την ημέρα υποβολής του αιτήματος της για αναγνώριση εργασιακής πείρας λόγω συνάφειας των σχεδίων υπηρεσίας των δυο θέσεων και/ή όμοιων απαιτούμενων προσόντων πρόσληψης για σκοπούς προαγωγών στη μόνιμη θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων Α΄ (Κλίμακα Α11) ειναι άκυρη και στερημένη έννομου αποτελέσματος.»

 

Παράλληλα η αιτήτρια καταχώρησε και την Προσφυγή αρ.1311/19,  δια της οποίας προσβάλλεται η νομιμότητα της προαγωγής των Μ. και Σ..

 

Σημειώνεται ότι η αιτήτρια καταχώρησε μια ενιαία γραπτή αγόρευση τόσο για την Προσφυγή αρ. 1310/19 όσο και για την έτερη Προσφυγή της αρ.1311/19 στα πλαίσια της οποίας προβάλλει ως βασική της θέση «ότι εάν ελαμβάνετο υπόψη στο στάδιο διαδικασίας λήψης απόφασης για τις προαγωγές στη θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων Α’ για σκοπούς αρχαιότητας η πείρα που απέκτησε ως Λειτουργός Τύπου και πληροφοριών[..]θα προαγόταν στην επίδικη θέση».  Εισηγείται η αιτήτρια ότι η πεπλανημένη παραγνώριση της πείρας της, επηρέασε την αξιολόγηση των συγκριτικών δεδομένων αφού κατά τη θέση της εάν ελαμβάνετο υπόψη η πείρα της αιτήτριας, ως το αίτημα της, η ίδια θα υπερείχε σε αρχαιότητα έναντι των ενδιαφερομένων μερών. Σε σχέση δε με την Προσφυγή αρ. 1310/19 το μόνο που εντοπίζω να εγείρεται είναι μια επιγραμματική και γενική αναφορά της αιτήτριας ότι η ΕΔΥ δεν ερεύνησε δεόντως το αίτημα της και δεν προέβηκε σε καμία αντιπαραβολή των σχεδίων υπηρεσίας που η αιτήτρια υπέδειξε.

 

Με τη γραπτή της αγόρευση η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι δια της Προσφυγής δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη. Συγκεκριμένα εισηγήθηκε ότι η επίδικη απόφαση αποτελεί πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα και ότι η μόνη εκτελεστή  απόφαση είναι η απόφαση της Επιτροπής με την οποία προήχθησαν οι υποψήφιες Μ. και Σ. και η οποία αποτελεί το αντικείμενο των Προσφυγών αρ. 1311/19 και 1343/19. Σε κάθε περίπτωση και χωρίς επηρεασμό των ανωτέρω, συνεχίζει η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, η λήψη απόφασης για το θέμα της αρχαιότητας αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της σύνθετης διοικητικής ενέργειας της λήψης απόφασης για την πλήρωση των επίδικων θέσεων, η οποία συνιστά, κατά την εισήγηση, τη μόνη εκτελεστή απόφαση.

 

Παρεμβάλλεται ότι αντίστοιχη επιχειρηματολογία περί μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης με την Προσφυγή αρ.1310/19 απόφασης αναπτύχθηκε και στις γραπτές αγορεύσεις που καταχωρήσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στα πλαίσια  των Προσφυγών αρ. 1311/19 και 1343/19. Πλην όμως οφείλει να επισημανθεί ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν αποτελούν διάδικα μέρη στα πλαίσια της υπό εξέταση Προσφυγής αρ.1310/19. Επομένως και δεδομένης της πάγιας νομολογιακής αρχής ότι η συνεκδίκαση των προσφυγών δεν εξομοιώνει τα επίδικα θέματα και ότι η κάθε προσφυγή διατηρεί την αυτοτέλεια της, τα όσα αναφέρονται, επί του θέματος, στις γραπτές αγορεύσεις των ενδιαφερομένων μερών δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη (Στυλιανίδου κ.ά. και Α.ΤΗ.Κ. (Αρ. 2) (1993) 4 Α.Α.Δ. 1835) Μακρίδης και Μιχαηλίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 416)Γεωργίου ν. Δήμου Λ/σού (Αρ.4) (1992) 4 Α.Α.Δ. 3225). 

 

Η πλευρά της αιτήτριας και προς αντίκρουση της προδικαστικής ένστασης αντιτείνει ότι δεν χωρεί αμφιβολία ότι η απάντηση που περιέχεται στην επιστολή της Επιτροπής ημερομηνίας 9.7.2019 είναι μια καθόλα εκτελεστή πράξη. Κατά την αιτήτρια η απόφαση αυτή επηρέασε δυσμενώς τα συμφέροντα της, δημιουργώντας μια de facto νομική κατάσταση βάσει της οποίας προσδιορίστηκε η αρχαιότητα της αιτήτριας «και η οποία της στέρησε υπεροχή σε αρχαιότητα λόγω της πείρας που είχε έναντι των ε/δ μερών»  που εν τέλει προήχθησαν.

 

Προέχει η εξέταση της φύσης της προσβαλλόμενης δια της Προσφυγής αρ. 1310/19 πράξης.

 

Εν προκειμένω και ως επιβεβαιώνεται από το πρακτικό συνεδρίας της Επιτροπής ημερομηνίας 19.6.2019,  η εξέταση του αιτήματος της αιτήτριας διενεργήθηκε στα πλαίσια της διαδικασίας για πλήρωση των δυο κενών θέσεων Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων Α,’ Βουλή των Αντιπροσώπων, στην οποία η ίδια η αιτήτρια συμμετείχε ως υποψήφια και η οποία έλαβε χώρα σε μια και μοναδική συνεδρία, απολήγοντας στην προαγωγή των υποψήφιων Μ. και Σ..

 

Ως υποδείχθηκε και ανωτέρω κατά της εν λόγω απόφασης προαγωγής η αιτήτρια καταχώρησε την Προσφυγή αρ. 1311/19 εγείροντας με τη γραπτή της αγόρευση λόγους ακύρωσης που συναρτώνται ευθέως με την εξέταση του τρόπου που αξιολογήθηκε η αρχαιότητα και η πείρα της συμπεριλαμβανομένου και της θέσης ότι η ΕΔΥ και παρά την επιστολή της αιτήτριας, η οποία ήταν ενώπιον της, δεν προσμέτρησε κατά τη διαδικασία λήψης απόφασης των επίδικων προαγωγών την προηγούμενη υπηρεσία της αιτήτριας για σκοπούς αρχαιότητας, με αποτέλεσμα να επιλέξει για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Είναι δε η θέση της αιτήτριας σύμφωνα πάντα και με την αιτουμένη θεραπεία, η οποία καθορίζει κατά πάγια νομολογία το αντικείμενο της Προσφυγής (Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ 530), ότι η ΕΔΥ απέρριψε, ήτοι «δεν έκανε δεκτό το αίτημα» της αιτήτριας «να προσμετρήσει» την υπηρεσία της για σκοπούς αρχαιότητας.

 

Δεν διαβλέπω όμως από το επίμαχο πρακτικό συνεδρίας να έχει εκδοθεί οποιαδήποτε άλλη ανεξάρτητη αυτοτελής και δη απορριπτική απόφαση από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, πλην της απόφασης για προαγωγή των Μ. και Σ.. Ούτε βεβαίως διαπιστώνω το αίτημα της αιτήτριας να εξετάστηκε αυτοτελώς, παρά μόνο τέθηκε στα πλαίσια εξέτασης για πλήρωση των κενών θέσεων Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων Α΄, η οποία επαναλαμβάνω απέληξε στη προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, η οποία και υπό τα ιδιαίτερα δεδομένα της παρούσας, συνιστά τη μονή εκτελεστή πράξη. Είναι δε δια τούτο το λόγο που δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα αποφασισθέντα στην απόφαση Μιχαήλ κ.α v Δημοκρατίας (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις αρ. 5731/13, ημερομηνίας 7/4/17) την οποία η αιτήτρια επικαλείται και η οποία επικυρώθηκε προσφάτως  κατ΄ έφεση (Δημοκρατία v Μιχαήλ κ.α (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 38/2017, ημερομηνίας 6/3/24). Σε εκείνη την περίπτωση και σε αντίθεση με τα δεδομένα της παρούσας υπήρξε ρητή άρνηση της ΕΔΥ να αναγνωρίσει, ως το αίτημα των εκεί εφεσιβλήτων, την προηγούμενη υπηρεσία που αυτοί κατείχαν σε άλλο κράτος μέλος, αίτημα το οποίο εξετάστηκε από την Επιτροπή αυτοτελώς και ουδόλως συναρτήθηκε ή εξετάστηκε με οποιαδήποτε προαγωγική διαδικασία, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Κρίθηκε δε ότι η απορριπτική απόφαση της ΕΔΥ παραβίαζε το ευρωπαϊκό κεκτημένο, πρίσμα υπό το οποίο και εξετάστηκε το όλο ζήτημα.

 

Συνεπακόλουθα δεν ευσταθεί ούτε η αναφορά της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δημιουργεί μια de facto νομική κατάσταση βάσει της οποίας προσδιορίστηκε η αρχαιότητα της αιτήτριας, αφού αυτό που παραβλέπει η αιτήτρια είναι ότι η μόνη απόφαση που λήφθηκε από μέρους της ΕΔΥ είναι η απόφαση που λήφθηκε στα πλαίσια διαδικασίας πλήρωσης των επίδικων θέσεων προαγωγής, η νομιμότητα της οποίας συμπεριλαμβανομένου και της νομιμότητας του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η αρχαιότητα και η πείρα της αιτήτριας σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του αιτήματος που είχε ενώπιον της η ΕΔΥ, θα κριθεί στα πλαίσια της Προσφυγής  αρ. 1311/19. Άλλωστε η αιτήτρια  δεν αμφισβητεί με τη γραπτή της αγόρευση ότι το ζήτημα εξετάστηκε αποκλειστικά και μόνο στα πλαίσια της προαγωγικής διαδικασίας και ούτε προβάλλει οποιουσδήποτε λόγους ακύρωσης προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά ούτε και προσέβαλε την παράλειψη της ΕΔΥ να εξετάσει το αίτημα της αυτοτελώς.

 

Με δεδομένο ότι η αιτήτρια έχει προσβάλλει δια της Προσφυγής αρ. 1311/19 την απόφαση προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών, το κατά πόσον όφειλε ή μη να προσμετρηθεί εν τέλει για σκοπούς αρχαιότητας η προηγούμενη υπηρεσία της αιτήτριας σε άλλη δημοσιοϋπαλληλική θέση και επομένως το κατά πόσον ορθά ή μη αντιμετωπίστηκε η αρχαιότητα της αιτήτριας συνιστά, ως ήδη επισημάνθηκε, επίδικο ζήτημα στην Προσφυγή αρ. 1311/19, το οποίο και ως τέτοιο, θα εξεταστεί.  

 

Επί της ουσίας με την επιστολή ημερομηνίας 9.7.2019 δεν κοινοποιήθηκε οποιαδήποτε αυτοτελής απορριπτική απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, πλην της ίδιας της πληροφόρησης που εμπεριέχετο, ότι η προηγουμένη υπηρεσία οποιουδήποτε υπαλλήλου συνυπολογίζεται για σκοπούς αρχαιότητας σύμφωνα με τα όσα προνοούνται στο άρθρο 49 του Ν. 1/90, στοιχείο το οποίο λήφθηκε υπόψη στα πλαίσια της προαγωγικής διαδικασίας στην οποία η αιτήτρια ήταν υποψήφια.

 

Συνεπώς η εν λόγω επιστολή δεν περιλαμβάνει απόφαση η οποία συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, δυνάμενη να αποτελέσει αφ' εαυτής και αυτοτελώς αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου.

 

Συνεπακόλουθα η προδικαστική ένσταση που εγέρθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση περί έλλειψης εκτελεστότητας της προσβαλλομένης πράξης, γίνεται δεκτή.

 

Κατά συνέπεια η Προσφυγή αρ. 1310/19 κρίνεται ως απαράδεκτη και απορρίπτεται.

 

Με την Προσφυγή αρ. 1311/19 και προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών Μ. και Σ. προβάλλεται από την πλευρά της αιτήτριας Ε. Π., ότι υπό πλάνη και ελλιπή έρευνα παραγνωρίστηκε από την Επιτροπή «η σημαντική υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα και πείρα» καθότι δεν συνυπολογίστηκε η προηγούμενη εργασιακή της πείρα, ότι εσφαλμένα δεν απασχόλησε την ΕΔΥ το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. υπηρετούσε με απόσπαση από το 2016 αλλά ούτε και τα καθήκοντα που εκτελούσε κατά την απόσπαση της. Πρόσθετα υποβάλλεται ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η ΕΔΥ να ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης αναφορικά με την κατοχή των πρόσθετων προσόντων των ενδιαφερομένων μερών «αφού ουδεμία αναφορά γίνεται από την ΕΔΥ για το είδος των μεταπτυχιακών τίτλων και τη συσχέτιση που αυτά έχουν με τα καθήκοντα της θέσης». Η ΕΔΥ, εισηγείται η αιτήτρια, παρέλειψε να παρέχει αιτιολογία ως προς το λόγο που τα επιπρόσθετα προσόντα των ενδιαφερομένων μερών ήταν ικανά να υποσκελίσουν το επιπρόσθετο προσόν που κατείχε η αιτήτρια.

 

Με την Προσφυγή αρ. 1343/19, η οποία στρέφεται μόνο κατά της νομιμότητας της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους  Σ., η αιτήτρια Λ. Μ. βάλλει πρώτιστα κατά της σύστασης του Γενικού Διευθυντή. Ειδικότερα η πλευρά της αιτήτριας ισχυρίζεται ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, αναιτιολόγητη καθώς και προϊόν ελλιπούς έρευνας και πλάνης καθότι δεν αξιολογήθηκε η υπεροχή της αιτήτριας σε πρόσθετα προσόντα έναντι του ενδιαφερόμενου μερους. Πρόσθετα με έτερο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια βάλλει και κατά της νομιμότητας της απόφασης της ΕΔΥ η οποία, ως ισχυρίζεται, συνιστά προϊόν ελλιπούς έρευνας και μη επαρκούς αιτιολογίας και η οποία συμπαρασύρεται σε ακυρότητα αφού η Επιτροπή υιοθέτησε την πάσχουσα σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

 

Προέχει η εξέταση του ισχυρισμού της αιτήτριας στην Προσφυγή αρ. 1343/19 περί παράνομης και τρωτής σύστασης του Γενικού Διευθυντή.

 

Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται ότι η αιτήτρια στα πλαίσια της Προσφυγής αρ. 1311/19 δεν εγείρει οιονδήποτε ξεχωριστό λόγο ακύρωσης δια του οποίου να ισχυρίζεται ότι πάσχει η σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Το μόνο δε που εντοπίζω να αναφέρεται σε όλη την έκταση της  γραπτής αγόρευσης της αιτήτριας είναι ότι «θα έπρεπε ο Γενικός Διευθυντής και στη συνέχεια η ΕΔΥ, να εξηγήσει γιατί τα επιπρόσθετα προσόντα που κατείχαν τα ε/δ μέρη ειναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και το βαθμό σχετικότητας του με τα καθήκοντα πλήρωσης της επίδικης θέσης.» Τούτη όμως η γενική και μεμονωμένη αναφορά παρέμεινε παντελώς ατεκμηρίωτη και σε κάθε περίπτωση ασύνδετη προς τα καθήκοντα της επίδικης θέσης του σχεδίου υπηρεσίας και τα κατεχόμενα από τα ενδιαφερόμενα μέρη πρόσθετα προσόντα. Ο Διευθυντής εξέτασε την σχετικότητα τόσο του προσθέτου προσόντος Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Εξειδίκευσης στην Ευρωπαϊκή Διοίκηση και Πολιτική που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος Σ. όσο και των πρόσθετων προσόντων Master of Arts in International Politics, Master of Laws in European Law και Postgraduate Diploma in European Union Law που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. αλλά και του πρόσθετου προσόντος που κατέχει η αιτήτρια Master of Laws in International Relation, καταλήγοντας ότι τα όλα είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και ως προς τούτο δεν θεωρώ -και βεβαίως η αιτήτρια η οποία είχε και το βάρος απόδειξης δεν έχει καταδείξει κάτι τέτοιο -ότι θα έπρεπε να δοθούν υπό τις περιστάσεις πρόσθετες εξηγήσεις (Σπύρου και Αρχή Λιμένων(Αναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 232/12 κ.α, ημερομηνίας 19/7/19). Είναι δε άλλωστε παγίως νομολογημένο ότι η αξιολόγηση του κατά πόσον συγκεκριμένο πρόσθετο προσόν εξυπηρετεί τα καθήκοντα και τις ανάγκες της υπό πλήρωση θέσης ανήκει αποκλειστικά στο διοικητικό όργανο το οποίο έχει και την ευθύνη της ερμηνείας και εφαρμογής του σχεδίου υπηρεσίας και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκτός αν η ερμηνεία που δίδεται δεν είναι εύλογα επιτρεπτή( Σαββίδου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 410) Γιαγκουλλής v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 481).

Επανερχόμενη στην Προσφυγή αρ. 1343/19 παρατηρώ ότι όλη η επιχειρηματολογία της αιτήτριας ερείδεται επί της θέσης ότι συστήθηκε -και εν τέλει επιλέχθηκε -το ενδιαφερόμενο μέρος Σ. ένεκα της υπεροχής της έναντι της αιτήτριας σε ηλικιακή αρχαιότητα χωρίς όμως να απασχολήσει το Γενικό Διευθυντή η υπεροχή της αιτήτριας σε προσόντα και συγκεκριμένα το γεγονός ότι η αιτήτρια κατείχε πέραν του ενός μεταπτυχιακού τίτλου που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος Σ. και πρόσθετο μεταπτυχιακό τίτλο. Είναι η θέση της αιτήτριας, παραπέμποντας συναφώς σε νομολογία, ότι η αρχαιότητα που ανάγεται σε ημερομηνία γέννησης, δεν έχει παρά μηδαμινή αξία και υπεισέρχεται ως κριτήριο μόνο όταν οι υποψήφιοι ειναι ίσοι σε αξία και προσόντα, πράγμα που κατά την εισήγηση της, δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση όπου η αιτήτρια υπερέχει έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους στο κριτήριο των προσόντων. Ο Γενικός Διευθυντής περιορίστηκε, συνεχίζει η πλευρά της αιτήτριας, μόνο στο να αναφερθεί στο μεταπτυχιακό προσόν που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος Σ., χωρίς όμως να προβεί σε οποιαδήποτε σύγκριση των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους και της αιτήτριας και χωρίς να αιτιολογήσει πως η υπεροχή της αιτήτριας σε πρόσθετα προσόντα μπορεί να παραγκωνιστεί από την ηλικιακή αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους. Συναφώς υποβάλλει, ότι η αποσιώπηση των προσόντων της αιτήτριας δημιουργεί την αίσθηση ότι η συστηθείσα δεν υστερεί στο κριτήριο των προσόντων έναντι της αιτήτριας. Καταλήγει δε η αιτήτρια ότι η εκμηδένιση των προσόντων της κατά τη σύσταση του ενδιαφερόμενου μέρους Σ. καθιστά τη σύσταση αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. Πρόσθετα στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας αναφέρεται και ότι «η αιτήτρια κατέχει πείρα σε θέσεις άμεσα σχετική με την επίδικη, η οποία δεν αναφέρθηκε από το Γενικό Διευθυντή, αν έκρινε ότι οι υποψήφιες ήταν ισοδύναμες.»

 

Η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση υποστηρίζοντας τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης αντιτείνει ότι η αρχαιότητα λόγω ηλικίας μπορεί να θεωρείται συμβολική αλλά δεν παύει να είναι ένα δια νόμου αναγνωρισμένο διαφοροποιητικό υπέρ του κατόχου της στοιχείο, εφόσον όλα τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ισοδύναμα, όπως ισχύει και την προκειμένη περίπτωση. Κατά την πλευρά των καθ’ ων η αίτηση ο Γενικός Διευθυντής αναφέρθηκε τόσο στα πρόσθετα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους όσο και της αιτήτριας και σε καμία περίπτωση δεν παραγνώρισε τα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας, τα οποία έκρινε ως σχετικά προσδίδοντας τους την ανάλογη βαρύτητα.

 

Η πλευρά του ενδιαφερόμενου μέρους  Σ. δια της δικής της γραπτής αγόρευσης, απορρίπτει τους ισχυρισμούς της αιτήτριας περί πάσχουσας και αναιτιολόγητης σύστασης. Εισηγείται δε ότι ο Γενικός Διευθυντής και σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, αναφέρθηκε στα πρόσθετα μη προβλεπόμενα προσόντα της αιτήτριας. Κατά πάγια νομολογία υποβάλλει η πλευρά του ενδιαφερόμενου μέρους, τα πρόσθετα προσόντα λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θεσης. Στην προκειμένη δε περίπτωση παρόλο που η αιτήτρια κατέχει δυο μεταπτυχιακούς τίτλους και το ενδιαφερόμενο μέρος ένα μεταπτυχιακό δίπλωμα, ο μεταπτυχιακός τίτλος της αιτήτριας Μ.Α in English Studies: Writing in the Modern Age δεν είναι σχετικός με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και συνεπώς ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι υπερέχει σε προσόντα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της επίδικης σύστασης και των ενώπιον μου προσωπικών φακέλων.

 

Η συγκριτική εικόνα των υποψηφίων όπως αυτή αναδύεται από τους υπηρεσιακούς φακέλους δεικνύει ότι η αιτήτρια Μ. και το ενδιαφερόμενο μέρος Σ. είναι ίσες σε αξία. Στο κριτήριο των προσόντων η αιτήτρια και πέραν των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο Master of Arts (International Studies) καθώς και επιπρόσθετο δεύτερο μεταπτυχιακό τίτλο επιπέδου Master Μ.Α in English Studies:Writing in the Modern Age ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Εξειδίκευσης στην Ευρωπαϊκή Διοίκηση και Πολιτική. Σε ότι αφορά την μεταξύ τους αρχαιότητα, δοθέντος ότι αμφότερες διορίστηκαν κατά την ίδια ακριβώς ημέρα στη θέση του Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων, ήτοι στις 16.3.1992, η διαφορά έγκειται στην ηλικιακή αρχαιότητα όπου διαπιστώνεται υπεροχή της αιτήτριας.

 

Δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας περιστρέφονται γύρω από τη νομιμότητα της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, κρίνεται αναγκαίο να παρατεθούν τα όσα ο Γενικός Διευθυντής ανέφερε ενώπιον της Επιτροπής κατά τη συνέδρια της ημερομηνίας 19.6.19:

 

«Γνωρίζω προσωπικά και τους πέντε υποψηφίους για προαγωγή, λόγω της επαφής που έχω μαζί τους από τη θέση του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων, αλλά και από τη θέση του Διευθυντή Υπηρεσίας Διεθνών Σχέσεων που μέχρι πρόσφατα κατείχα. Προκειμένου, όμως, να προβώ σε σύσταση, έχω μελετήσει τους Προσωπικούς τους Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων.

 

Με βάση τα πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια για προαγωγή στο σύνολο τους -αξία, προσόντα, αρχαιότητα- καθώς και τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας των υπό πλήρωση θέσεων, κρίνω ως καταλληλότερες για προαγωγή στις θέσεις Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων Α’, τις Σ. Ι.- Μ. και Μ. Έ., τις οποίες και συστήνω.

 

Όσον αφορά το θέμα της αρχαιότητας, η Σ. Ι.-Μ. υπερέχει σε αρχαιότητα στην παρούσα της θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων κατά δυο μήνες έναντι της Π. Έ. και σε αρχαιότητα που ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης έναντι των λοιπών υποψηφίων. Η συστηθείσα ειναι ισοδύναμη σε αξία με τους υπόλοιπους υποψηφίους, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση αυτές των τελευταίων χρόνων, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία, αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη. Σε ό,τι αφορά τα προσόντα, η Σ. Ι.-Μ. κατέχει επιπρόσθετα προσόντα, τα οποία, παρόλο που δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, ειναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και τους έδωσα την ανάλογη βαρύτητα, αφού τα συνεκτίμησα με τα υπόλοιπα κριτήρια. Συγκεκριμένα, η Σ. κατέχει Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Εξειδίκευσης στην Ευρωπαϊκή Διοίκηση και Πολιτική από το Πάντειο Πανεπιστήμιο.

 

Συγκρινόμενοι μεταξύ τους οι υπόλοιποι τέσσερις υποψήφιοι, Κ. Β., Μ. Έ., Μ. Λ. και Π. Έ., είναι ισοδύναμοι μεταξύ τους σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις, με έμφαση αυτές των τελευταίων χρόνων, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία.

 

Όσον αφορά το θέμα της αρχαιότητας, η συστηθείσα Μ. Έ. υπερέχει σε αρχαιότητα στην παρούσα της θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων κατά δυο μήνες έναντι της Π. Ε. είναι ίση σε αρχαιότητα στην παρούσα της θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων με τη Μ. Λ. (προηγείται αυτής λόγω ημερομηνίας γέννησης), ενώ υστερεί έναντι του Κ. Β. σε αρχαιότητα που ανάγεται στην ημερομηνία γέννησης, γεγονός που συνυπολόγισα στην απόφαση μου. Έλαβα ωστόσο, υπόψη ότι η Μ. υπερέχει έκδηλα σε προσόντα έναντι του Κ., τα οποία παρόλο που δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και τους έδωσα την ανάλογη βαρύτητα, αφού τα συνεκτίμησα με τα υπόλοιπα κριτήρια.

 

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το θέμα των προσόντων, οι υποψήφιοι Κ. Β., Μ. Έ., Μ. Λ και Π. Έ. κατέχουν επιπρόσθετα προσόντα, τα οποία, παρότι δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και τους έδωσα την ανάλογη βαρύτητα. Συγκρινόμενοι μεταξύ τους, η συστηθείσα Μ. Έ. υπερέχει σε προσόντα έναντι των υπόλοιπων υποψηφίων. Ειδικότερα η Μ. κατέχει τρεις μεταπτυχιακούς τίτλους Master of Arts in International Politics από το College DEtudes Interdisciplinaires De LUniversite Paris-Sud της Γαλλίας, Master of Laws in European Law από το University of London του Η.Β και Postgraduate Diploma in European Union Law  από το Kings College του Η.Β. Ο υποψήφιος Κ. Β. κατέχει Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές με εξειδίκευση σε Διεθνείς Σχέσεις από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, η Π. Έ. κατέχει Master of Laws in International Relation από το City University of New York των Η.Π.Α και η Μ. Λ. κατέχει Master of Arts (International Studies) από το  Birmingham University του Η.Β και Μ.Α in English Studies: Writing in the Modern Age  από το Queen Mary University of London του Η.Β.»

Καθίσταται σαφές, ότι έχει δίκαιο να παραπονείται η αιτήτρια και οι ισχυρισμοί της αναφορικά με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν τα πρόσθετα προσόντα της από το Γενικό Διευθυντή ευσταθούν.

 

Κατά πάγια νομολογία η ηλικιακή αρχαιότητα ενέχει μόνο συμβολική και όχι ουσιαστική σημασία και λαμβάνεται υπόψη μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι απολύτως ίσοι στα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης ήτοι σε αξία και προσόντα (Αλευρά κ.ά. ν. Ηρακλέους κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 85 ) Σουρουλά και Δημοκρατία (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 74/13, ημερομηνίας 10/10/19)Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ 585) και  Αρχή Λιμένων Κύπρου v Μακρίδου (2011) 3 Α Α.Α.Δ. 51) Θεοφίλου v Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ 2199).

 

Απόλυτα σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοκρατία v Άννας Κυρατζιή- Κτωρίδου (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 31/16, ημερομηνίας 8/5/23), ECLI:CY:AD:2023:C154 όπου επαναβεβαιωθήκαν οι πάγιες νομολογιακές αρχές αναφορικά με τη σημασία της ηλικιακής αρχαιότητας:

 

«Η διαφορά που υπήρχε μεταξύ του ΕΜ 4 και της Εφεσίβλητης σε ό,τι αφορά την αρχαιότητα λόγω ηλικίας θα μπορούσε να είχε τη σημασία της, νοουμένου ότι τα λοιπά στοιχεία κρίσης ήταν ίσα. Το ζήτημα της ηλικιακής αρχαιότητας και της σημασίας της έχει απασχολήσει τη νομολογία σε αριθμό αποφάσεων και έχει καθιερωθεί η αρχή σύμφωνα με την οποία μια τέτοια υπεροχή είναι συμβολική, οριακής σημασίας (Αλευρά κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 85) και δύσκολα μπορεί να ληφθεί υπόψη για μεταβολή της υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων. Παρόλο τούτο, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ίση ή ισοπεδωτική βαθμολόγηση αξίας και ισάξια προσόντα, η οριακή, έστω, υπεροχή κάποιου, αποκτά σημασία (Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 654/2001, ημερ. 19/1/2002). 

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Με δεδομένο ότι αιτήτρια και ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ίσοι σε βαθμολογική αξία καθώς και ότι το κριτήριο της αρχαιότητας αναγόταν αποκλειστικά στην αρχαιότητα που προέκυπτε από την ημερομηνία γέννησης τους, αυτό που νομολογιακά επιβαλλόταν, προς ανεύρεση του καταλληλότερου υποψήφιου, ήταν η συγκριτική αξιολόγηση αιτήτριας και ενδιαφερόμενου μέρους στο κριτήριο των προσόντων. Μόνο τότε και εφόσον διαπιστωνόταν ότι οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι προς τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, η ηλικιακή αρχαιότητα, ως διαφοροποιητικό στοιχείο, θα μπορούσε να κλίνει  την πλάστιγγα υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Αυτό λοιπόν που σαφέστετα αναμένετο ήταν η ύπαρξη συγκεκριμένης και ρητώς διατυπωμένης θέσης του Γενικού Διευθυντή, ως προς την συγκριτική εικόνα των υποψήφιων αναφορικά με τα επιπρόσθετα μη προβλεπόμενα αλλά συναφή με τα καθήκοντα της θέσης προσόντα (Θωμά και Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Υπόθεση αρ.700/17, ημερομηνίας 30/10/20).

 

Κάτι τέτοιο όμως δεν διαβλέπω να έπραξε ο Γενικός Διευθυντής, με σκοπό την ανεύρεση των καταλληλότερων υποψηφίων, με αποτέλεσμα η σύσταση να καθίσταται αναιτιολόγητη.

 

Το περιεχόμενο της επίδικης σύστασης επιμαρτυρεί ότι και ενώ ο Γενικός Διευθυντής εντόπισε την ισοδυναμία της αιτήτριας και του ενδιαφερόμενου μέρους Σ. σε βαθμολογική αξία καθώς και την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι της αιτήτριας σε αρχαιότητα ως προς την ημερομηνία γέννησης, ουδόλως προέβηκε όπως και επιτακτικά απαιτούσαν τα υπό κρίση δεδομένα, σε  οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ της αιτήτριας και του ενδιαφερόμενου μέρους Σ. στο κριτήριο των προσόντων.

 

Το μόνο δε που παρατηρείται να έπραξε ο Γενικός Διευθυντής στα πλαίσια της σύστασης του για προαγωγή της υποψήφιας Σ., αναφορικά με το κριτήριο των προσόντων, ήταν η μεμονωμένη και αποκλειστική μνεία στην κατοχή του μεταπτυχιακού διπλώματος  Εξειδίκευσης στην Ευρωπαϊκή Διοίκηση και Πολιτική από μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους, το οποίο και έκρινε σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης προσδίδοντας του την ανάλογη βαρύτητα.

 

Η μόνη δε αναφορά στα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας, παρατηρώ να διενεργήθηκε αποκλειστικά και μόνο στα πλαίσια σύγκρισης της αιτήτριας με την συστηθείσα Μ., κατά την οποία κρίθηκε ότι η Μ. ένεκα της κατοχής τριών πρόσθετων μεταπτυχιακών τίτλων υπερέχει έναντι της αιτήτριας σε προσόντα. Στα πλαίσια της εν λόγω σύγκρισης γίνεται μάλιστα αναφορά ότι τα πρόσθετα προσόντα της  αιτήτριας κρίνονται ως «σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης» και τους δίδεται «η ανάλογη βαρύτητα», ώστε να μην υπέχει οποιουδήποτε ερείσματος ούτε και η θέση του ενδιαφερόμενου μέρους ότι ένα εκ των πρόσθετων προσόντων της αιτήτριας δεν είναι σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. 

 

Αναφορικά όμως με το ενδιαφερόμενο μέρος Σ., κατά της προαγωγής της οποίας στρέφεται η παρούσα Προσφυγή, δεν εντοπίζω τη διενέργεια οποιασδήποτε συγκριτικής αξιολόγησης μεταξύ της αιτήτριας και του ενδιαφερόμενου μέρους στο κριτήριο των πρόσθετων προσόντων, παρά το γεγονός ότι η αιτήτρια κατείχε δυο μεταπτυχιακούς τίτλους ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε ένα μονάχα μεταπτυχιακό τίτλο (Κωνσταντινίδου v Δημοκρατίας( Αναθεωρητική Έφεση αρ. 46/15, ημερομηνίας 1/2/22), ECLI:CY:AD:2022:C41.

 

Συνεπώς και εν τη παντελή απουσία οποιασδήποτε διαπίστωσης περί υπεροχής ή όχι της αιτήτριας σε προσόντα, παραμένει ολωσδιόλου άγνωστο, ποια επίπτωση εν τέλει θα είχε η διαπίστωση αυτή επί της συνολικής συγκριτικής αξιολόγησης των υποψήφιων, δεδομένου ότι η ηλικιακή αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους θα μπορούσε να διαδραματίσει ύστατο ρόλο στην προσπάθεια σύγκρισης και επιλογής των καταλληλότερων υποψηφίων μόνο αν αυτοί παρουσιάζονταν ίσοι στο κριτήριο των προσόντων. Είναι δε για όλους τους πιο πάνω λόγους που η αναφορά του Γενικού Διευθυντή ότι απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα στα πρόσθετα σχετικά προσόντα της αιτήτριας, απολήγει εν τέλει και υπό τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης και του κενού αιτιολογίας που διαπιστώνεται, απλά φραστική διατύπωση (Δημοκρατίας v Ανδρέα Μιχαηλίδη (2011) 3Β Α.Α.Δ 871).

 

Απόλυτα σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοκρατία  v  Κέκκου κα. (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.148/20, ημερομηνίας 19/10/21) τα οποία και παραθέτω: 

  

«Επιπλέον, ο Διευθυντής έχοντας εξαρχής αναφέρει ότι συνεκτίμησε την αρχαιότητα για τους σκοπούς της σύστασης του υπέρ των Ενδιαφερόμενων Μερών, τοποθετείται ότι οι υποψήφιες που συστήνονται υπερτερούν σε αρχαιότητα όλων των υποψηφίων που δεν συστήνονται, χωρίς παράλληλα να προβαίνει σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη τοποθέτηση. Ωστόσο, όπως προκύπτει, η αρχαιότητα του Ενδιαφερόμενου Μέρους xxx Γαβριηλίδου αφορά σε αρχαιότητα λόγω ηλικίας, η οποία με βάση τη νομολογία είναι συμβολική και όχι ουσιαστική (Αλευρά κ.ά. ν. Ηρακλέους κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 85 και Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ 585). Η εν λόγω διαπίστωση έχει τη σημασία της σε ό,τι αφορά το υπό εξέταση ζήτημα, εφόσον παραμένει άγνωστο και ασαφές κατά πόσο η εν λόγω διαφορά στην αρχαιότητα έχει υποσκελίσει την κατοχή από την Αιτήτρια XXX (Γεωργίου) Δημοσθένους του πρόσθετου συναφούς με την επίδικη θέση προσόντος, μη προβλεπόμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας (ήτοι Lower Certificate in Secretarial Studies), το οποίο ο Διευθυντής έχει, με βάση τα όσα καταγράφονται στη σύσταση του, πιστώσει σε αυτή, αποδίδοντας την «ανάλογη βαρύτητα». Σύμφωνα δε με την πάγια νομολογία, το κριτήριο της αρχαιότητας υπερισχύει μόνο όταν στα δύο κριτήρια, της αξίας και προσόντων, οι υποψήφιοι είναι ίσοι, ενώ η αρχαιότητα η οποία βασίζεται στη διαφορά ηλικίας είναι συμβολική και όχι ουσιαστική.

 

Το καταληκτικό δε της σύστασης του Διευθυντή περί υπεροχής των Ενδιαφερόμενων Μερών έναντι των άλλων υποψηφίων στη βάση της γενικόλογης τοποθέτησης του ότι, συνεκτιμώντας τα στοιχεία κρίσης μαζί με τα επιπρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα στα οποία απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα, δίδεται υπό τη μορφή κατάληξης, χωρίς όμως σαφή και επαρκή αιτιολογία. Εν ολίγοις, ό,τι διαπιστώνεται είναι ότι απουσιάζει από την κατάληξη η αναφορά οποιασδήποτε στάθμισης των στοιχείων και δεδομένων και γενικότερα οποιασδήποτε κρίσης που θα απέληγε σε αιτιολογία ώστε να εξηγείται η κατάληξη».

 

Συνεπώς διαπιστώνεται ότι εσφαλμένα και αναιτιολόγητα ο Γενικός Διευθυντής κατέληξε στη σύσταση υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους,  το οποίο υπερείχε μόνο σε ηλικιακή αρχαιότητα, παραγνωρίζοντας πλήρως ότι τέτοια αρχαιότητα ως συμβολική, θα μπορούσε να διαδραματίσει κάποιο οριακό ρολό, μόνο εάν η επιβεβλημένη συγκριτική αξιολόγηση αιτήτριας και ενδιαφερόμενου μέρους στο κριτήριο των προσόντων καταδείκνυε ότι ήταν ίσοι, πράγμα που απέτυχε να πράξει.

 

Βάσει των ανωτέρω καταλήγω ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους Σ. πάσχει ως αναιτιολόγητη, γεγονός που συμπαρασύρει σε ακύρωση και την επίδικη απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, η οποία προσμέτρησε τη σύσταση αυτή ως ουσιώδες στοιχείο κρίσης κατά την τελική της απόφαση για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μερους Σ.. Κατ’ επέκταση η προσβαλλόμενη απόφαση προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους Σ. ακυρώνεται.

Με δεδομένη την πάγια και δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο νομολογία, η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους Σ. καθιστά άνευ αντικειμένου την Προσφυγή αρ. 1311/19 στην έκταση που αφορά το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος. Επομένως και παρά το γεγονός ότι στα πλαίσια της Προσφυγής αρ. 1311/19 εγείρονται επακριβώς όμοιοι ισχυρισμοί και για τα δυο ενδιαφερόμενα μέρη Μ. και Σ., προχωρώ να εξετάσω τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, σε συνάρτηση πλέον μόνο ως προς την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Μ., η νομιμότητα της οποίας παρέμεινε άθικτη με την πιο πάνω διαπίστωση περί πάσχουσας σύστασης του Γενικού Διευθυντή και δεν εξετάστηκε, αφού ως ήδη επισημάνθηκε  η Προσφυγή αρ. 1343/19 στρεφόταν μόνο κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους Σ. (Κυριακίδης v Δημοκρατίας  (Εφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 145/19 κ.α, ημερομηνίας 21/3/23).

 

Αποτελεί βασική θέση της πλευράς της αιτήτριας στην Προσφυγή αρ. 1311/19, όπως αυτή τίθεται στη γραπτή της αγόρευση, ότι η «αιτήτρια υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι των ε/δ μερών κατά έξι χρόνια σε προηγούμενη της επίδικης θέσης, αφού κατείχε  τη θέση Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών από το 2005 μέχρι 2011, κάτι το οποίο παραγνώρισε η ΕΔΥ». Η αιτήτρια αποδέχεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. υπερέχει έναντι της σε αρχαιότητα στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, ήτοι στη θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων κατά 2 μήνες, πλην όμως αποτελεί κεντρική θέση της αιτήτριας ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ενεργώντας υπό πλάνη και ελλιπή έρευνα παραγνώρισε, ως και το αίτημα της ενώπιον της ΕΔΥ, την προηγούμενη υπηρεσία της αιτήτριας και επομένως απέτυχε να προσμετρήσει τα χρόνια υπηρεσίας της σε εκείνη τη θέση, για σκοπούς αρχαιότητας.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, απορρίπτοντας τον πιο πάνω ισχυρισμό, αντιτείνει ότι το ζήτημα της αρχαιότητας ρυθμίζεται από τις πρόνοιες του άρθρου 49 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, τις οποίες και παραθέτει, παραπέμποντας συγκεκριμένα στο άρθρο 49(1). Τονίζει η ευπαίδευτη συνήγορος ότι καμία πλάνη ή έλλειψη δέουσας έρευνας υπήρξε εκ μέρους της ΕΔΥ, η οποία αξιολόγησε την αρχαιότητα των υποψήφιων σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 49 του Νόμου, στη βάση του οποίου το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι της αιτήτριας κατά δυο μήνες στην παρούσα θέση του Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων.

 

Το ενδιαφερόμενο μέρος, υιοθετώντας τα όσα αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση, υποβάλλει ότι η θέση της αιτήτριας ουδόλως υποστηρίζεται από το άρθρο 49 του Ν.1/90. Επισημαίνει δε ο ευπαίδευτος συνήγορος ότι τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχαν τη θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων και επομένως η αρχαιότητα τους έπρεπε να υπολογιστεί στη βάση της ημερομηνίας διορισμού τους σε αυτή, όπου το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί έναντι της αιτήτριας κατά δυο μήνες.

 

Ο ισχυρισμός της αιτήτριας, ως προς τη πτυχή, ότι η προηγούμενη εργασιακή της πείρα σε άλλη θέση στη δημόσια υπηρεσία, ήτοι στη θέση Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών (Αγγλική γλώσσα) όφειλε να προσμετρηθεί για σκοπούς αρχαιότητας δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου κρίνεται απορριπτέος.

 

Η αξιολόγηση και η επιμέτρηση της αρχαιότητας διέπεται από το άρθρο 49 του Ν. 1/90, το οποίο η ΕΔΥ εφάρμοσε, σύμφωνα και με τα όσα καταγράφονται στο επίμαχο πρακτικό αλλά και στην επιστολή που απέστειλε η ΕΔΥ στην αιτήτρια προς απάντηση του αιτήματος της. Κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν οι πρόνοιες του άρθρου 49 (1), ως εδώ ενδιαφέρουν:

 

«49.—(1) Η αρχαιότητα µεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια µόνιµη θέση ή τάξη της ίδιας θέσης, είτε µόνιµα είτε προσωρινά είτε από µήνα σε µήνα είτε µε απόσπαση, είτε µε σύµβαση, κρίνεται µε βάση την ηµεροµηνία της ισχύος του διορισµού, της προαγωγής ή απόσπασης τους στη συγκεκριµένη θέση ή τάξη, ανάλογα µε την περίπτωση, ανεξάρτητα από τον τρόπο κατοχής της.»

 

Ως προκύπτει από τους προσωπικούς φακέλους του ενδιαφερόμενου μέρους και της αιτήτριας αλλά και από τον σχετικό κατάλογο υποψηφίων, ο οποίος τέθηκε ενώπιον της ΕΔΥ και ο οποίος περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο, αιτήτρια και ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκαν στη θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων, ήτοι στην αμέσως προηγουμένη θέση της επίδικης θέσης με διαφορά 2 μηνών, γεγονός το οποίο η αιτήτρια ουδόλως αμφισβητεί. Συγκεκριμένα το ενδιαφερόμενο μέρος του οποίου ο διορισμός προηγείται χρονικά, διορίστηκε στις 3.10.2011 και η αιτήτρια στις 1.12.2011. Η αιτήτρια κατείχε προηγουμένως άλλη μόνιμη θέση στη δημόσια υπηρεσία, ήτοι τη θέση Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών (αγγλική γλώσσα), θέση στην οποία διορίστηκε στις 15.11.2005 και στην οποία υπηρέτησε μέχρι την ημερομηνία διορισμού της στη θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων.

 

Ως υπομνήσθηκε στην Κωνσταντίνου v Αντωνίου και Δημοκρατίας (2017) 3Β Α.Α.Δ 907) αυτό που δεσμεύει το Δικαστήριο είναι ο Νόμος και στην προκείμενη περίπτωση οι πρόνοιες του άρθρου 49 (1), οι οποίες υπέχουν εφαρμογής. Με δεδομένο ότι ενδιαφερόμενο μέρος και αιτήτρια κατείχαν την ίδια μόνιμη θέση, ήτοι τη θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων, η οποία συνιστά την προηγούμενη θέση της επίδικης, η μεταξύ τους αρχαιότητα για  σκοπούς προαγωγής στη θέση  Διεθνών Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων Α', Βουλή των Αντιπροσώπων, όφειλε να κριθεί κατ΄ επιταγή του άρθρου 49 (1), µε βάση την ημερομηνία ισχύος του διορισμού τους στη συγκεκριμένη θέση και όχι σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη θέση, την οποία κατείχε η αιτήτρια προηγουμένως στη δημόσια υπηρεσία. Επομένως καθόλα ορθά η ΕΔΥ εφάρμοσε το άρθρο 49 του Νόμου, διαπιστώνοντας την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα έναντι της αιτήτριας λόγω της πρωθύστερης κατά δυο μήνες ημερομηνίας διορισμού του στη θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων (Κουτσουπίδης κα v Δημοκρατία (1997) 4 Α.Α.Δ 2935).

 

Έπεται ότι η θέση της αιτήτριας ότι εσφαλμένα η Επιτροπή παρέλειψε να ερευνήσει για σκοπούς αρχαιότητας την συνάφεια των καθηκόντων των σχεδίων υπηρεσίας της θέσης του Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών και της θέσης Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων και επομένως να διαπιστώσει  την υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα ένεκα της προηγούμενης της υπηρεσίας στη θέση Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών ουδόλως ενβρίσκει έρεισμα στις πρόνοιες του άρθρου 49 (1) του Νόμου και επομένως ουδόλως μπορεί να επηρεάσει την νομιμότητα της κρίσης της Επιτροπής ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα.

 

Καθοριστικό δε παραμένει ότι η αιτήτρια ουδόλως υποδεικνύει αλλά ούτε και εισηγείται ότι η συγκεκριμένη διάταξη εφαρμόστηκε εσφαλμένα και πεπλανημένα. Αφ’ ης στιγμής η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προηγούμενη υπηρεσία της έπρεπε να προσμετρηθεί για σκοπούς αρχαιότητας, είναι η ίδια που είχε και το βάρος να υποδείξει που ερείδονται τα όσα εισηγείται, κάτι που εν προκειμένω απέτυχε να πράξει (Αρχή Τηλεπικοινωνίων Κύπρου v Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού κ.α (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 60/2016, ημερομηνίας 6/9/23).Ούτε και όμως, η αιτήτρια προέβαλε οποιοδήποτε ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου αυτού ή ασυμβατότητας του με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, με αποτέλεσμα η εφαρμογή του, εκ μέρους της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, να  παρέμεινε αλώβητη.

Έπεται ότι η προηγούμενη εργασιακή πείρα της αιτήτριας δεν μπορούσε να ανατρέψει, υπό τις περιστάσεις, τις διαπιστώσεις των καθ΄ων η αίτηση σε σχέση με το κριτήριο της αρχαιότητας μεταξύ της αιτήτριας και του ενδιαφερόμενου μέρους, στο οποίο νομίμως κρίθηκε ότι υπερέχει το ενδιαφερόμενο μέρος. Ούτε όμως οι διάσπαρτες γενικές αναφορές της αιτήτριας στη γραπτή της αγόρευση περί υπεροχής της σε ηλικιακή αρχαιότητα ευσταθούν, αφού, ως αναλυτικά επεξηγήθηκε, στην προκειμένη περίπτωση εφαρμοστέες είναι οι πρόνοιες του άρθρου 49 (1) του Ν.1/90.

 

Η  πλευρά της αιτήτριας όμως εισηγήθηκε και κάτι άλλο με τη γραπτή της αγόρευση, ήτοι ότι παραγνωρίστηκε η σημαντική υπεροχή της αιτήτριας σε πείρα, ένεκα της προηγούμενης εργασιακής πείρας που κατείχε στη θέση Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών, στοιχείο το οποίο, κατά την εισήγηση, ουδόλως εξετάστηκε και ουδόλως αξιολογήθηκε, παρά το ότι η ΕΔΥ είχε ενώπιον της, την επιστολή της αιτήτριας με την οποία έθετε υπόψιν της, την ομοιότητα των καθηκόντων των σχεδίων υπηρεσίας της θέσης του Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών και της θέσης Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, συνεχίζει η αιτήτρια υπήρξε διαπίστωση αναφορικά με την προηγούμενη υπηρεσία της αιτήτριας, ώστε να της προσδωθεί η βαρύτητα που της άρμοζε υπό τις περιστάσεις, λαμβανομένου υπόψη, ως εισηγείται και των υπόλοιπων συγκριτικών αξιολογικών στοιχείων μεταξύ της αιτήτριας και του ενδιαφερόμενου μέρους. Στη δε απαντητική αγόρευση της αιτήτριας το εγειρόμενο ζήτημα περί ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας αναφορικά με την απουσία οποιαδήποτε διαπίστωσης ως προς την εργασιακή πείρα της αιτήτριας, συνοψίστηκε ως ακολούθως: «Όταν είναι αποδεκτό ότι συνιστά μετρήσιμο στοιχείο της αξίας του υπαλλήλου, πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε σε έκτακτη βάση, ομοίως και στην υπό κρίση περίπτωση θα έπρεπε η ΕΔΥ έστω να έχει αξιολογήσει εάν όντως η αιτήτρια είχε αποκτήσει από τη θέση Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών, πείρα σχετική με τα καθήκοντα που απαιτούσε η επίδικη θέση πόσο δε μάλλον όταν ένα τέτοιο αίτημα είχε υποβληθεί ήδη στην ΕΔΥ από την αιτήτρια.»

 

Επί τούτου η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση απαντά ότι «η υπεροχή σε αρχαιότητα επιφέρει μαζί της και υπέρμετρη πείρα». Η δε πλευρά του ενδιαφερόμενου μέρους ανταπαντά ότι είναι παγίως νομολογημένο ότι «η πείρα αν και δεν αποτελεί θεσμοθετημένο με βάση τη νομοθεσία κριτήριο αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν αποκτηθεί σε θέση που προηγείται της επίδικης» παραθέτοντας, ως προς τούτο, συναφή νομολογία.

 

Δεν θα συμφωνήσω με τις θέσεις των καθ΄ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου μέρους. Τουναντίον κρίνω ότι δικαίως παραπονείται η αιτήτρια.

 

Αρχίζοντας από τη θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι η υπεροχή σε αρχαιότητα επιφέρει μαζί της και υπέρμετρη πείρα επισημαίνω ότι αυτό που οι καθ’ ων η αίτηση παραβλέπουν είναι ότι η πείρα μπορεί να έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση καθηκόντων και σε άλλες θέσεις εκτός της αμέσως προηγούμενης θέσης προαγωγής. Όταν δε αυτή η πείρα είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης συνιστά και κατά πάγια νομολογία, στοιχείο που προσμετρά στην αξία, των υποψηφίων.

 

Επί τούτου απόλυτα σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοκρατίας και Χατζηστεφάνου (Αναθεωρητική Έφεση αρ.23/14, ημερομηνίας 28/4/20), ECLI:CY:AD:2020:C130 με παραπομπή στο δεσμευτικό λόγο της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου Μακκουλή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 782). Παραθέτω το ακόλουθο σχετικό απόσπασμα:

 

«Η διασύνδεση της πείρας με την αρχαιότητα τονίστηκε γιατί στην Περικλέους συνέπιπταν. Όμως η σχετική με μια θέσης  προαγωγής  πείρα, ως θέμα πραγματικό, μπορεί να έχει αποκτηθεί και κατά την διάρκεια εκτέλεσης καθηκόντων σε θέση άλλη από την αμέσως προηγούμενη θέση προαγωγής αλλά και με διαφορετικό τρόπο. Όπως λέχθηκε στη Ζαχαριάδης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 722, 724, η  πείρα σε συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας είναι δηλωτική του γνωσιολογικού βάθρου των υποψηφίων. Στην Μακκουλή κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Αναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 104/11 και 114/11, ηµερ. 18.10.2017, εξετάστηκε η θέση των εκεί εφεσειουσών ότι η  πείρα τους ως έκτακτες στο Τµήµα Ανάπτυξης Υδάτων αγνοήθηκε, αφού καμιά αναφορά  δεν έγινε για αυτή στο πρακτικό της Ε.Δ.Υ., με την εφεσίβλητη να αντιτείνει ότι η περισσότερη πείρα των εφεσειουσών δεν ήταν δυνατόν να προσµετρήσει περισσότερο και από πλεονέκτημα, ούτε να επενεργήσει ως υπερκριτήριο. Αναφέρθηκε ότι:

 

«Η  πείρα όταν είναι συναφής προς τα καθήκοντα και τις ευθύνες της επίδικης θέσης, αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της αξίας την οποία και επαυξάνει, (βλ. Σιακάς ν Δηµοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 468). Είναι δε αδιάφορο αν η  πείρα αυτή αποκτάται σε οργανική θέση µόνιµη ή προσωρινή, ή µε απόσπαση ή µε έκτακτη βάση.»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Έχω διεξέλθει  το επίμαχο πρακτικό και δεν διαβλέπω να έχει γίνει οποιαδήποτε αξιολόγηση ή έστω αναφορά και/ή καταγραφή της πείρας της αιτήτριας στη θέση του Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών, πείρα η οποία ήταν βεβαίως άλλη από αυτή που προσμέτρησε ώστε να κριθεί ότι η αιτήτρια πληρούσε τις προϋποθέσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας για την επίδικη θέση προαγωγής. Τούτη δε όμως η αξιολόγηση της προηγούμενης πείρας της αιτήτριας ήταν και υπό τις περιστάσεις της παρούσας περίπτωσης όχι μόνο αναμενόμενη αλλά και επιβεβλημένη ένεκα και της ενώπιον της ΕΔΥ επιστολής της αιτήτριας με θέμα «αναγνώριση εργασιακής πείρας» δια της οποίας υποβαλλόταν και αίτημα όπως η προηγούμενη της πείρα προσμετρηθεί σε περίπτωση τυχών προαγωγών στη θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων Α’ (Κλίμακα Α11) λόγω της ισχυριζόμενης πάντοτε από την αιτήτρια ευρείας συνάφειας των καθηκόντων των δυο αυτών θέσεων Λειτουργού, ως αυτά καταγράφονται στα αντίστοιχα σχέδια υπηρεσίας που προσκόμισε η αιτήτρια με την επιστολή της (Κολοκασίδου v Δημοκρατίας(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.41/18, ημερομηνίας 10/1/24).

 

Επομένως διαπιστώνεται ότι ήταν αναγκαία η ύπαρξη καταγεγραμμένης κρίσης της ΕΔΥ αναφορικά με την πείρα της αιτήτριας για να καταφανεί πρωτίστως εάν η πείρα αυτή, κατά την κρίση της ΕΔΥ, ήταν πράγματι συναφής με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και κατά δεύτερον σε περίπτωση που κρινόταν ως τέτοια, να διαφανεί εάν όντως λήφθηκε υπόψη κατά την συνολική αξιολόγηση των υποψηφίων λαμβάνοντας, πάντοτε, τη βαρύτητα την όποια το καθ΄ ύλην όργανο, κατά την κρίση του, θα αποφάσιζε να της προσδώσει.

 

Η  θέση  που προβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερομένου μέρους ότι η πείρα για να έχει αποφασιστική σημασία πρέπει να είχε αποκτηθεί σε θέση που προηγείται της επίδικης αποτελεί διαχρονική νομολογιακή αρχή και δεν αμφισβητείται. Πλην όμως στη προκειμένη περίπτωση αυτό που εντοπίζεται είναι η παντελής έλλειψη οποιαδήποτε εξέτασης της πείρας που η αιτήτρια είχε αποκτήσει κατά την εξαετή υπηρεσία της στη μόνιμη θέση Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών, για την οποία μάλιστα η αιτήτρια εισηγείτο ότι ενείχε συναφή καθήκοντα και όμοια απαιτούμενα προσόντα με την αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων. Και αυτή δε η ελλείπουσα εκτίμηση του αρμοδίου οργάνου δεν δύναται κατά πάγια νομολογία να αναπληρωθεί πρωτογενώς από το Δικαστήριο (SKETSIOS & LARCOS DEVELOPPERS LTD και Δημοκρατίας( Αναθεωρητική Έφεση αρ. 22/16, ημερομηνίας 6/6/23), ECLI:CY:AD:2023:C193 (Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000)3 ΑΑΔ 438), Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1997) 3Α.Α.Δ. 145).

 

Είναι δε για αυτό ακριβώς το λόγο που και υπό τα ιδιαίτερα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, δεν θα μπορούσε και στην πλήρη απουσία οποιασδήποτε κρίσης και αξιολόγησης, να θεωρηθεί ότι αρκεί η απλή καταγραφή και μόνο στον κατάλογο υποψηφίων ότι η αιτήτρια κατείχε τη θέση Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών από τις 15.11.2005- 1.12.2011, ώστε να  εξαχθεί ότι αξιολογήθηκε  η πείρα της αιτήτριας. Είναι δε σαφές ότι από πουθενά δεν προκύπτει και τίποτα δεν καταδεικνύει -και βεβαίως ουδείς επιχειρεί να αντιτείνει κάτι τέτοιο- ότι η ΕΔΥ προέβηκε πράγματι σε οποιαδήποτε εξέταση των καθηκόντων που εκτελούσε η αιτήτρια κατά την υπηρεσία της στη θέση Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών και τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον της Επιτροπής, με την επιστολή της αιτήτριας.

 

Συνεπώς και επί τη βάση των πιο πάνω διαπιστώνεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση και παρά την επιστολή που είχαν ενώπιον τους, απέτυχαν στην υποχρέωση τους, ως και η νομολογία επιτάσσει, να εξετάσουν και να εντάξουν στη συνολική αξιολόγηση των υποψηφίων το στοιχείο της  πείρας της αιτήτριας, προκειμένου να καταλήξουν στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου (Σάββας Χαραλαμπίδης v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.85/17, ημερομηνίας 14/12/23).

 

Και βεβαίως δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να ασκήσει πρωτογενή κρίση αξιολογώντας τα στοιχεία των φακέλων και αντικαθιστώντας ανεπίτρεπτα την κρίση της διοίκησης αλλά ούτε και να εικάσει ποια θα ήταν η καταληκτική κρίση της ΕΔΥ εάν εξεταζόταν το στοιχείο της πείρας κατά την συνολική αξιολόγηση των υποψηφίων (Χατζηκωστή και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 72/17, ημερομηνίας 14/11/23).

 

Σχετική είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοκρατίας και Χατζηστεφάνου  (Αναθεωρητική Έφεση αρ.23/14, ημερομηνίας 28/4/20), ECLI:CY:AD:2020:C130 στην οποία επαναλήφθηκαν οι νομολογιακές αρχές που τονίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Περικλέους και Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2/2014, ημερομηνίας 13/1/20), ECLI:CY:AD:2020:C15 και οι οποίες τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση καθιστώντας για τον ίδιο λόγο τρωτή την επίδικη απόφαση. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Η κατάληξη της προσφυγής δεν μπορούσε να ήταν άλλη από αυτή στην οποία κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην Περικλέους, αναφέρθηκε το εξής το οποίο εφαρμόζεται στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης:

 

« … η καταγραφή της πείρας από την Ε.Δ.Υ., θα έπρεπε απαραιτήτως να είχε γίνει ώστε να φαινόταν ακριβώς ότι ένας παράγοντας που έχει την δική του σηµασία εφόσον προσµετρά στην αξία του υποψηφίου, είχε δεόντως ληφθεί υπόψη. Η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς αφήνει ανυπέρβλητο κενό γιατί  δεν μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει, ούτε βέβαια να ασκήσει πρωτογενή κρίση, ως προς τον τρόπο που η Ε.Δ.Υ. θα µπορούσε να ασκούσε την διακριτική της ευχέρεια αν είχε κατά νου και την  πείρα του εφεσείοντα αποδίδοντας σε αυτή τη σηµασία που η ίδια θα έκρινε ορθό υπό τις περιστάσεις.

 

Όλα τα πιο πάνω, όµως,  δεν µπορούν να αποφασιστούν από την Ολοµέλεια γιατί  δεν µπορεί να γίνει εικασία ως το ποια θα ήταν η κρίση της Ε.Δ.Υ., αν ορθά λάµβανε  υπόψη όλα τα απαραίτητα στοιχεία και παράγοντες. Με δεδοµένο ότι η Ε.Δ.Υ. λειτούργησε υπό αυτή την πλάνη, αφήνοντας, δηλαδή, εκτός των συγκριτικών στοιχείων το στοιχείο της πείρας, η έφεση πρέπει να επιτύχει, ώστε κατά την επανεξέταση να συσχετιστούν όλα τα συγκριτικά δεδομένα.»

 (η έμφαση προστέθηκε)

 

Δεδομένης της απουσίας οποιαδήποτε μνείας και ενασχόλησης της Επιτροπής με την προηγουμένη πείρα της αιτήτριας και την όποια ενδεχόμενη επίδραση μπορούσε αυτή να είχε επί της συνολικής συγκριτικής αξιολόγησης των υποψηφίων, η επίδικη απόφαση κρίνεται πάσχουσα ως προϊόν ελλιπούς έρευνας και πλάνης και η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους Μ. ακυρώνεται. Λόγω της πιο πάνω κατάληξης, παρέλκει η ενασχόληση του Δικαστηρίου με τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης τους οποίους προώθησε η αιτήτρια.

 

Στη βάση των ανωτέρω, η Προσφυγή αρ. 1310/19 αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη με έξοδα €1300 εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η Προσφυγή αρ. 1311/19 επιτυγχάνει και για τους λόγους που εξηγήθηκαν η προσβαλλόμενη απόφαση προαγωγής ακυρώνεται μόνο ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος Μ.. Η Προσφυγή αρ. 1343/19 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους Σ. ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα €1700, πλέον Φ.Π.Α υπέρ έκαστης αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση σε κάθε Προσφυγή.

 

Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο