ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 138/2021)

 

23 Μαΐου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

GS UNITED REPROGRAPHICS LTD

                                                                             Αιτητές

                                                  ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ  ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

 

Ν. Κλεάνθους (κα), για Χρίστο Μ. Τριανταφυλλίδη, για Αιτητές

Μ. Δρυμιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, οι αιτητές, εταιρεία που δραστηριοποιείται στον τομέα εκτύπωσης έντυπου υλικού, βάλλουν κατά της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, η οποία περιέχεται σε σχετική επιστολή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 30.11.2020, και σύμφωνα με την οποία επιβλήθηκε σε αυτούς πρόστιμο ύψους €5.500,00 σύμφωνα με την Πράξη Επιβολής Προστίμου που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 85Α(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (Ν.59(Ι)/2010), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»).  

 

Στις 23.11.2020, οι καθ’ ων η αίτηση διενήργησαν επιθεώρηση σε υποστατικό των αιτητών, στο πλαίσιο διερεύνησης καταγγελίας που είχε υποβληθεί στο Γραφείο της Υπηρεσίας Επιθεώρησης Εργασίας, την 21.8.2020.

 

Κατά τη διενεργηθείσα επιθεώρηση, εντοπίστηκαν τρία πρόσωπα, τα οποία, σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση, εργάζονταν στο χώρο χωρίς να έχουν δηλωθεί δεόντως και/ή χωρίς να έχουν στην κατοχή τους την απαιτούμενη Βεβαίωση Έναρξης Απασχόλησης. Ως εκ τούτου, την ίδια μέρα (23.11.2020), εκδόθηκε Ειδοποίηση Διαπίστωσης Παράβασης, η οποία επιδόθηκε αυθημερόν στους αιτητές, για αδήλωτη εργασία τριών προσώπων, κατά παράβαση των διατάξεων του Νόμου.

 

Εντός της υπό του Νόμου προβλεπόμενης προθεσμίας των πέντε (5) ημερών, και συγκεκριμένα στις 27.11.2020, οι αιτητές υπέβαλαν γραπτώς τις παραστάσεις τους, προβάλλοντας διάφορους ισχυρισμούς, αλλά και επισυνάπτοντας σειρά εγγράφων, από τα οποία προέκυπτε, κατά τη θέση τους, ότι δεν είχαν διαπράξει οποιαδήποτε παράβαση.

 

Στις 30.11.2020, οι καθ’ ων η αίτηση εξέδωσαν την επίδικη Πράξη Επιβολής Προστίμου, κρίνοντας ότι οι αιτητές απέτυχαν να παρουσιάσουν, μέσα από τις υποβληθείσες παραστάσεις τους, στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι δεν είχαν διαπράξει τη σχετική παράβαση του άρθρου 85Α(1) του Νόμου και επιβάλλοντας σε αυτούς το συνολικό πρόστιμο των €5.500,00.

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, οι αιτητές καταχώρησαν την υπό εξέταση προσφυγή, στις 5.2.2021.

 

Βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας της συνηγόρου των αιτητών,  αποτελεί ο ισχυρισμός ότι, πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν διενεργήθηκε η οφειλόμενη δέουσα έρευνα, με αποτέλεσμα να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη, πραγματική και νομική. Συναφώς, ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης, προωθείται ο ισχυρισμός περί εσφαλμένης εφαρμογής του Νόμου και των εξ’ αυτού απορρεόντων Κανονισμών, αλλά και της ακολουθηθείσας διαδικασίας. Τέλος, προωθείται και ο ισχυρισμός ότι η τελική απόφαση των καθ’ ων η αίτηση υπήρξε αναιτιολόγητη και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένη, χωρίς να δύναται αυτή να υποστηριχθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

Ειδικότερα, οι αιτιάσεις της συνηγόρου των αιτητών περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, έγκεινται στον ισχυρισμό ότι δεν εξετάστηκαν και/ή δεν λήφθηκαν υπόψη τα όσα οι αιτητές προέβαλαν δια των παραστάσεών τους, στο πλαίσιο ενάσκησης του δικαιώματος που τους παρέχει ο Νόμος, αναφορικά με την Ειδοποίηση Διαπίστωσης Παράβασης, ημερομηνίας 23.11.2020. Με αποτέλεσμα να υφίσταται και κενό αιτιολόγησης, αλλά και να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη στην τελική κρίση των καθ’ ων η αίτηση, η οποία επιτείνεται από το γεγονός ότι οι τελευταίοι εσφαλμένα εφάρμοσαν τις διατάξεις του Νόμου και της σχετικής δευτερογενούς νομοθεσίας, δεδομένου ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν βρίσκονταν σε ισχύ οι διατάξεις της Κ.Δ.Π. 167/2017.  

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει δια του δικογράφου της ενστάσεως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας και κατ’ ορθή ενάσκηση των εξουσιών που τους παρέχει ο Νόμος, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Ωστόσο, πέραν των, εν πολλοίς γενικόλογων και αόριστων, αναφορών περί νομιμότητας και εγκυρότητας της επίδικης απόφασης, ουσιαστική επιχειρηματολογία προς αντίκρουση των ισχυρισμών των αιτητών, δεν υπήρξε.

Εν πάση όμως περιπτώσει, έχοντας εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, διαπιστώνω να υφίστανται βάσιμοι λόγοι ακύρωσης, οι οποίοι αναπόφευκτα οδηγούν στην ακύρωσή της.

 

Πράγματι, μετά την Ειδοποίηση Διαπίστωσης Παράβασης, ημερομηνίας 23.11.2020, οι αιτητές, ασκώντας το εκ του Νόμου παρεχόμενο δικαίωμά τους εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των πέντε ημερών, υπέβαλαν γραπτώς τις παραστάσεις τους, συνοδευόμενες από διάφορα έγγραφα, προκειμένου να καταδείξουν ότι δεν είχαν διαπράξει την προαναφερθείσα παράβαση της αδήλωτης εργασίας. Ειδικότερα, δι’ επιστολής τους προς την Υπηρεσία Επιθεωρήσεων των καθ’ ων η αίτηση (παράρτημα 3 στο δικόγραφο της ένστασης), ημερομηνίας 27.11.2020, οι αιτητές υπέβαλαν τις παραστάσεις τους αναφορικά με τα τρία πρόσωπα τα οποία, σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση και την επίδικη Ειδοποίηση Διαπίστωσης Παράβασης, είχαν εντοπιστεί να εργάζονται αδήλωτα και χωρίς να έχουν στην κατοχή τους βεβαίωση έναρξης απασχόλησης. Όπως προκύπτει από τις εν λόγω παραστάσεις τους, για το κάθε ένα από τα εν λόγω πρόσωπα, οι αιτητές προέβαλαν συγκεκριμένους ισχυρισμούς, οι οποίοι, κατά τη δική τους θέση, αντέκρουαν τις διαπιστώσεις των καθ’ ων η αίτηση, ενώ, προς ενίσχυση και/ή τεκμηρίωση των θέσεών τους, επεσύναψαν σειρά εγγράφων (παράρτημα 4 στο δικόγραφο της ένστασης). 

 

Ωστόσο, οι παραστάσεις των αιτητών και βεβαίως τα έγγραφα που προσκομίστηκαν προς υποστήριξή τους, δεν φαίνεται να απασχόλησαν και/ή να λήφθηκαν υπόψη από τους καθ’ ων η αίτηση κατά τη διαμόρφωση της επίδικης απόφασης. Πράγματι, από πουθενά δεν προκύπτει και από κανένα σημείο των εγγράφων της ένστασης  δεν φαίνεται οι καθ’ ων η αίτηση να έλαβαν υπόψη τους τις παραστάσεις των αιτητών, με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται κενό έρευνας, το οποίο στοιχειοθετεί βάσιμο λόγο ακύρωσης. Ούτε και με παρέπεμψε η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση σε οποιοδήποτε έγγραφο, από το οποίο να προκύπτει ότι, πράγματι, οι καθ’ ων η αίτηση αξιολόγησαν και/ή έλαβαν υπόψη τους, ως όφειλαν, τις παραστάσεις των αιτητών. Ούτε, βεβαίως, και συνιστά έργο του Δικαστηρίου η συλλογή και πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης συνιστά προϊόν δέουσας έρευνας ή αν είναι αιτιολογημένη (Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατία (1997) 3 Α.Α.Δ. 145). Το Δικαστήριο δεν είναι υπόχρεο να ανατρέξει στον διοικητικό φάκελο χωρίς να έχει γίνει οποιαδήποτε συγκεκριμένη παραπομπή από τους καθ' ων η αίτηση σε στοιχεία εντός του εν λόγω φακέλου, προκειμένου να διαπιστώσει την επάρκεια της αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης (βλ. και Κ.A. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, Ε.Δ.Δ. αρ.189/19, ημερ. 10.12.2020).

 

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, παρόλο που το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την Διοίκηση στην αναζήτηση και στάθμιση των στοιχείων που οδήγησαν στη λήψη της σχετικής απόφασης (LORD SHERATONS REPRODUCTIONS LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 187/12, ημερ. 28.3.2019, ECLI:CY:AD:2019:C112), η έρευνα θεωρείται επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού και ουσιώδους γεγονότος, που παρέχει τη βάση για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων (LORD SHERATONS REPRODUCTIONS, ανωτέρω, Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 102/09, 14.3.2013 και Logicom Public Ltd v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κ.α., Α.Ε. Αρ. 153/09, 14.1.2014). Αναμφίβολα ένα τέτοιο γεγονός ήταν εν προκειμένω οι υπό των αιτητών υποβληθείσες παραστάσεις, ημερομηνίας 27.11.2020, οι οποίες όμως δεν φαίνεται να αξιολογήθηκαν και/ή να λήφθηκαν υπόψη από τους καθ' ων η αίτηση κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης.

 

Ταυτόχρονα, δεδομένων των αμέσως πιο πάνω διαπιστώσεων, δεν μπορεί να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο πλάνης των καθ’ ων η αίτηση κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης. Ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποια μπορεί να ήταν η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση εάν εξέταζαν και/ή ελάμβαναν υπόψη τους τις παραστάσεις των αιτητών. Κατά πάγια δε νομολογία, η πιθανολόγηση και μόνο της πλάνης είναι αρκετή για την ακύρωση της πράξης (Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 546).

 

Περαιτέρω, τα πιο πάνω στοιχειοθετούν και πρόσθετο λόγο ακύρωσης, ο οποίος έγκειται στην ανεπαρκή αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο απαιτούμενος δικαστικός έλεγχος (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί η ανάγκη για σαφή αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης, ούτως ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (βλ. και άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999)). Θα πρέπει, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εν προκειμένω, να παρατίθενται οι λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης. Αντίθετα, αιτιολογία που διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ούτως ώστε να μην προκύπτει πως και στη βάση ποιων δεδομένων διαμορφώθηκε η κρίση της Διοίκησης, είναι αόριστη και ελλιπής, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του συγκεκριμένα στοιχεία επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης και άσκησης δικαστικού ελέγχου (Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348). Βεβαίως, δεν παραγνωρίζω ότι η αιτιολογία της πράξης δύναται να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι κατά πάγια νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο, επιτρέπεται μόνον όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Εν προκειμένω, δεν έχει γίνει αναφορά σε συγκεκριμένα έγγραφα και/ή στοιχεία, από τα οποία, πράγματι, θα μπορούσε να διαπιστωθεί η συμπλήρωση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και να καταστεί αντιληπτό το σκεπτικό και/ή ο συλλογισμός της Διοίκησης, επιτρέποντας ωσαύτως τη διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου. Έγινε αναφορά στο δικόγραφο της ένστασης των καθ’ ων η αίτηση, στους λόγους και/ή στο σκεπτικό λήψης της επίδικης απόφασης, χωρίς οποιαδήποτε παραπομπή σε παραρτήματα ή/και σε στοιχεία του φακέλου, υποστηρικτικά των θέσεών τους. Ωστόσο, τα όσα σχετικά αναφέρονται στην ένσταση, ουδόλως διαφοροποιούν τα πράγματα και ουδόλως μπορούν να καλύψουν την πλήρη απουσία αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, αλλά μάλλον συνιστούν απόπειρα εισαγωγής αιτιολογίας εκ των υστέρων, η οποία βεβαίως και είναι ανεπίτρεπτη. Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία της διοικητικής πράξης θα πρέπει να δίδεται κατά το χρόνο λήψης και/ή έκδοσης της εν λόγω πράξης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και ισχυρισμοί που προβάλλονται εκ των υστέρων από τους δικηγόρους δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Φράγκου, ανωτέρω, Ελπινίκη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4104,  Χριστίνα Τσιαντή κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (2008) 4 Α.Α.Δ. 824, καθώς και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην C. LIASIDES EXHIBITIONWISE LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 230/2018, ημερ. 9.9.2022, MENDEL CENTER FOR BIOMEDICAL SCIENCES ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 412/2018, ημερ. 10.5.2022 και Μ.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1038/2020, ημερ. 22.9.2023).

 

Στην παρούσα περίπτωση, η επίδικη απόφαση, όπως αποτυπώνεται στην επιστολή ημερομηνίας 30.11.2020, δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές περί δέουσας αιτιολογίας, με αποτέλεσμα να παρατηρείται κενό αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης πράξης, το οποίο δεν μπορεί να συμπληρωθεί κατά τρόπο επαρκή από τα ενώπιον μου στοιχεία και δη τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ή ακόμα και από τα παραρτήματα της ένστασης. Ούτε, επαναλαμβάνω, και συνιστά έργο του Δικαστηρίου η συλλογή και πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου, για να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Ενόψει των πιο πάνω, οι ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, αλλά και ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης, κρίνονται βάσιμοι, ενώ ούτε και το ενδεχόμενο εμφιλοχωρήσασας πλάνης μπορεί να αποκλειστεί.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1800 έξοδα υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο