ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 1470/2019

                                             

       29 Μαΐου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28, 29, 30 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

             

Ι. Φ., ως διαχειριστής της περιουσίας του Μ. Φ.

Αιτητή

                          Και

 

 Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Υγείας

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

 

......... 

 

Νικολέτα Πογιατζή για Ι. Φράγκος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για Αιτητή

Δένα Μαρία Εργατούδη για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για  Καθ' ων η αίτηση

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.:  Με επιστολή του ημερομηνίας 19.04.2018 προς τον Υπουργό Υγείας ο διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα Μχχχχ Φχχχχχ (εφεξής «ο Αιτητής»), αιτήθηκε την εκ των υστέρων κάλυψη εξόδων θεραπείας στον ιδιωτικό τομέα του αποβιώσαντα Μχχχχ Φχχχχχ. Στην εν λόγω επιστολή ο Αιτητής κατέγραφε το πρόσφατο (προ του θανάτου) ιατρικό ιστορικό του αποβιώσαντος αναφορικά με καρδιολογικά, ογκολογικά, ουρολογικά κ.α προβλήματα υγείας του αποβιώσαντος επισυνάπτοντας σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά και αποδείξεις πληρωμής των εξόδων ως προς αυτά.

 

Η επιστολή του Αιτητή μαζί με τα συνημμένα, στάληκε στις 27.04.2018 στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας (εφεξής «ΓΝ Λάρνακας») για σχόλια και απόψεις επί του περιεχόμενου της.

 

Στις 20.07.2018 στάληκε επιστολή, από το ΓΝ Λάρνακας προς την Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας, στην οποία επισυνάπτονταν αντίγραφα απαντήσεων του Διευθυντή Καρδιολογικής Κλινικής καθώς και της Διευθύντριας Τμήματος Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών του ΓΝ Λάρνακας.

 

Επιτροπή Ειδικών Καρδιολογίας, μελέτησε την περίπτωση του αποβιώσαντα σε συνεδρία της ημερομηνίας 07.09.2018 και στο πρακτικό της (Παράρτημα 4 σε ένσταση) ανάφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο αποβιώσας κρατήθηκε για νοσηλεία στην Καρδιολογική Κλινική του ΓΝ Λάρνακας στις 22.12.2017, λόγω προκαρδίου άλγους και δύσπνοιας, από όπου και εξήλθε ιδία βούληση αυθημερόν και ότι στις 05.01.2018 ο αποβιώσας υπεβλήθη (ενν. στον ιδιωτικό τομέα) σε στεφανιογραφία με τοποθέτηση ενδοστεφανιαίου νάρθηκα στην αριστερή περισπώμενη αρτηρία, ιατρική επέμβαση, η οποία προσφέρεται και στα κρατικά νοσηλευτήρια, όπου ο αποβιώσαντας θα μπορούσε να αποταθεί/παραπεμφθεί.

 

Κατόπιν της ως άνω έκθεσης, το αίτημα του Αιτητή απερρίφθη με σχετική επιστολή ημερομηνίας 24.09.2018 (Παράρτημα 5-5Α σε ένσταση). Στην εν λόγω επιστολή επισημαίνεται καταληκτικά το δικαίωμα του Αιτητή όπως αποταθεί για επανεξέταση της απόφασης της Αρμόδιας Αρχής εντός 21 ημερών από την κοινοποίησή της.

 

Στις 19.10.2018, με επιστολή του προς τον Υπουργό Υγείας ο Αιτητής διατύπωσε τη διαφωνία του με την απόφαση, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερ. 24.09.2018 επικαλούμενος διάφορους λόγους, τους οποίους αναφέρει αναλυτικά στην επιστολή του. Για καλύτερη κατανόηση της παρούσας απόφασης, σημειώνεται ότι, με την επιστολή του ημερ. 19.10.2018, ο Αιτητής ανέφερε τα ακόλουθα, μεταξύ άλλων:

 

«Σ' απάντηση της επιστολής σας ημερ. 24.09.2018, η οποία μου κοινοποιήθηκε στις 10.10.2018 (στο εξής η «Επιστολή»), σας απευθύνω την παρούσα και με αυτή επιθυμώ να σας αναφέρω τα ακόλουθα:

 

Η απόφαση, ως αυτή διατυπώνεται μέσω της Επιστολής, δε με βρίσκει σύμφωνο. Είναι η θέση μου ότι η εν λόγω απόφαση λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή επαρκούς και δέουσας έρευνας τόσο από πλευράς της Επιτροπής Ειδικών, στην οποία είχε παραπεμφθεί το αίτημα για εξέταση όσον και από την Αρμόδια Αρχή, η οποία υιοθέτησε τη σύσταση της πρώτης, παραγνωρίζοντας το περιεχόμενο της επιστολής μου ημερ. 19.04.2018 καθώς και τα συνημμένα επ' αυτής σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά. Αντίγραφο της επιστολής ημερ. 19.04.2018, επισυνάπτεται στην παρούσα για σκοπούς διευκόλυνσης σας.

 

 

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι σε καμία περίπτωση δεν ισχυρίστηκα ότι οι υπηρεσίες που προσφέρθηκαν στον αποβιώσαντα πατέρα μου κ. Μχχχχ Φχχχχχ στον ιδιωτικό τομέα δεν προσφέρονται στο δημόσιο τομέα. Απόδειξη τούτου είναι το γεγονός ότι κατά ή περί τις 21.12.2017, ο αποβιώσαντας μεταφέρθηκε καταρχάς και δη πριν αποταθεί στον Ιδιωτικό τομέα στο Τμήμα Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας.

 

Εν προκειμένω, μέσω της επιστολής μου ημερ. 19.04.2018, ισχυρίστηκα ότι ο αποβιώσαντας πατέρας μου δεν έτυχε από πλευράς των κρατικών νοσηλευτηρίων, αποτελεσματικής θεραπείας και/ή διάγνωσης (άρθρο 2 (1) (α) του Σχεδίου). Ως έχω αναφέρει στα πλαίσια της επιστολής μου ημερ. 19.04.2018, το περιεχόμενο της οποίας εν πάση περιπτώσει υιοθετώ και επαναλαμβάνω για τους σκοπούς της παρούσας, το εν λόγω νοσηλευτήριο και δη η μονάδα εντατικής παρακολούθησης αυτού, δεν ήταν σε θέση να παράσχει στον αποβιώσαντα αποτελεσματική διάγνωση και συνεπακόλουθα αποτελεσματική θεραπεία λόγω έλλειψης κατάλληλων διαγνωστικών και θεραπευτικών μέσων, θέτοντας τη δεδομένη στιγμή τη ζωή του αποβιώσαντα σε κίνδυνο και/ή μη μπορώντας να συμβάλουν ουσιαστικά στη βελτίωση της κατάστασης της υγείας του.

 

Η μεταφορά του αποβιώσαντα στον ιδιωτικό τομέα πάρθηκε, ως παραδέχομαι εις την επιστολή μου ημερ. 19.04.2018, κατόπιν δικής μου απόφασης, έχοντας δε τη σύμφωνη γνώμη των υπόλοιπων μελών της οικογένειας μου καθότι παρά το γεγονός ότι οι επί καθήκοντι ιατροί διέγνωσαν την ύπαρξη καρδιακού προβλήματος, μετέφεραν τον αποβιώσαντα σε κλίνη χωρίς να του παράσχουν οποιαδήποτε ιατρική φροντίδα και/ή περίθαλψη και/ή διάγνωση και/ή θεραπεία και βεβαίως χωρίς να προβούν σε περαιτέρω κλινικές εξετάσεις, από τις οποίες θα μπορούσαν να διαγνώσουν ότι τη δεδομένη στιγμή είχαν να αντιμετωπίσουν επιπροσθέτως από το καρδιακό πρόβλημα, το οποίο είχε παρουσιαστεί, αμφοτερόπλευρη υδρονέφρωση και καρκίνο του προστάτη.

 

 

Από το περιεχόμενο της Επιστολής, διαφαίνεται ότι η Αρμόδια Αρχή υιοθέτησε ουσιαστικά τη σύσταση της Επιτροπής Ειδικών Καρδιολογίας, η οποία ασχολήθηκε ως ήταν φυσικό επόμενο μόνο με το ζήτημα του καρδιολογικού προβλήματος του αποβιώσαντα. Παρ' όλα αυτά, από το περιεχόμενο της επιστολής μου ημερ. 19.04.2018, διαφαίνεται ότι ο αποβιώσαντας έπασχε επίσης από αμφοτερόπλευρη υδρονέφρωση και καρκίνο του προστάτη για τις οποίες ασθένειες έτυχε διάγνωσης και θεραπείας στον ιδιωτικό τομέα, τα έξοδα των οποίων επίσης αξιώνονται μέσω της επιστολής μου ημερ. 19.04.2018.

 

Ως εκ των ανωτέρω, προκύπτει ότι για τις εν λόγω ασθένειες (αμφοτερόπλευρη υδρονέφρωση και καρκίνο του προστάτη) δεν έχει συσταθεί Επιτροπή Ειδικών Ιατρών κατά παράβαση του Σχεδίου, δια του σκοπού εξέτασης του αιτήματος μου για κάλυψη εκ των υστέρων των εξόδων που καταβλήθηκαν στον Ιδιωτικό τομέα για τις εν λόγω ασθένειες, τις οποίες το κρατικό νοσηλευτήριο της Δημοκρατίας δεν ήταν σε θέση να παράσχει αποτελεσματική διάγνωση και συνεπακόλουθα θεραπεία. Συνεπώς, είναι η θέση μου ότι η απόφαση της Αρμόδιας Αρχής είναι ελλιπής και/ή λανθασμένη.

 

Τέλος, εμμένω στη θέση μου ότι η σοβαρότητα της κατάστασης υγείας του αποβιώσαντα έχρηζε κατεπείγουσας, εξειδικευμένης και αποτελεσματικής διάγνωσης και θεραπείας, οι οποίες, ως διαφάνηκε, τη δεδομένη στιγμή δεν ήταν σε θέση να παρασχεθούν επαρκώς, πλήρως και σε ικανοποιητικό, υπό τις περιστάσεις, βαθμό από το κρατικό νοσηλευτήριο.

 

Ως εκ των πιο πάνω, σας καλώ όπως, το συντομότερο δυνατό, επανεξετάσετε το αίτημα μου (..)»

 

Ακολούθως της ως άνω επιστολής, στον διοικητικό φάκελο (σημείωση ημερ. 10.05.2019 με αρ. 23 σε ευρετήριο), αναφέρεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προώθησαν την εξέταση του όλου ζητήματος ως εξής:

 

«Κατόπιν ενδελεχούς μελέτης του φακέλου ο διαχειριστής/αιτητής για τον αποβιώσαντα αιτείται όπως μελετηθεί η περίπτωση όχι μόνο για το καρδιολογικό πρόβλημα του ασθενή αλλά και για την υδρονέφρρωση και τις επεμβάσεις στις οποίες υποβλήθηκε και για τις θεραπείες τους προστάτη.

 

Ως εκ τούτου θα πρέπει να παραπεμφθεί και στην Επ. Ειδ. Ογκολογίας, Ακτινολογίας και στην Επ. Ειδ. Ουρολογίας (…)».

 

Από τον διοικητικό φάκελο προκύπτει περαιτέρω ότι η περίπτωση του αποβιώσαντος παραπέμφθηκε στις εν λόγω Επιτροπές Ειδικών Ογκολογίας, Ακτινολογίας και Ουρολογίας. Η Επιτροπή Ειδικών Ογκολογίας, μελέτησε την περίπτωση του αποβιώσαντα σε συνεδρία της ημερομηνίας 16.05.2019, η Επιτροπή Ειδικών Ακτινολογίας σε συνεδρία της ημερομηνίας 06.06.2019 και τελευταία η Επιτροπή Ειδικών Ουρολογίας σε συνεδρία της ημερομηνίας 04.07.2019.

 

Οι συστάσεις των τριών πιο πάνω Επιτροπών Ειδικών Ογκολογίας, Ακτινολογίας και Ουρολογίας υιοθετήθηκαν από την Αρμόδια Αρχή και απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή με σχετική επιστολή ημερομηνίας 26.07.2019, στην οποία καταληκτικά αναφέρθηκε το δικαίωμα του Αιτητή όπως αποταθεί για επανεξέταση της απόφασης της Αρμόδιας Αρχής εντός 21 ημερών από την κοινοποίησή της. Η εν λόγω κοινοποιηθείσα απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση είναι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή, με το αιτητικό της οποίας ο Αιτητής αξιώνει:

 

«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου, ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή δια επιστολής τους ημερ. 26.07.2019, Παράρτημα Α επί της παρούσης, και δια της οποίας αποφασίστηκε η μη ικανοποίηση του αιτήματος του Αιτητή για επιδότηση και/ή κάλυψη εκ των υστέρων των εξόδων που κατέβαλε στον ιδιωτικό τομέα για θεραπεία και/ή διάγνωση, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομο αποτελέσματος».

 

Με την αγόρευσή του ο Αιτητής, δια των ευπαιδεύτων συνηγόρων του, θέτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο και ότι οι προπαρασκευαστικές αυτής πράξεις πάσχουν ως ληφθείσες από όργανο υπό πάσχουσα σύνθεση ή συγκρότηση, ότι παραβιάζονται οι πρόνοιες του Σχεδίου Παροχής Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες Υγείας που δεν προσφέρονται στο Δημόσιο Τομέα (εφεξής το «Σχέδιο») και δη τα άρθρα 9, 10 και 11 αυτού, ότι είναι αναιτιολόγητη και προϊόν ανεπαρκούς έρευνας καθώς και ότι έχει εκδοθεί κατά παράβαση των άρθρων 5, 24, 28, 45 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνεται πλήρως της προσβαλλόμενης πράξης επιχειρηματολογώντας υπέρ της νομιμότητας και πληρότητας αιτιολογίας και έρευνας που τη συνοδεύει.

 

Εξέτασα με τη δέουσα επιμέλεια τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς υπό το φως του διοικητικού φακέλου.

 

Καταρχάς παρατηρώ ότι, στην επιστολή του Αιτητή ημερομηνίας 19.10.2018, περιλαμβάνονται δύο ουσιαστικά αιτήματα προς τους Καθ΄ων η αίτηση: Πρώτα ζητείται αναθεώρηση της απόφασής τους ημερομηνίας 24.09.2018, βάσει της οποίας το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε ως προς το καρδιολογικό πρόβλημα του αποβιώσαντος και απερρίφθη κατόπιν της εισήγησης της Επιτροπής Ειδικών Καρδιολογίας. Δεύτερο αίτημα του Αιτητή είναι η σύσταση σχετικής επιτροπής αναφορικά με την υδρονέφρωση και τον καρκίνο του προστάτη, προβλήματα για τα οποία δεν είχε συσταθεί αρμόδια επιτροπή κατά την εξέταση του αιτήματος του Αιτητή επί της (πρώτης) επιστολής του ημερομηνίας 19.04.2018.

 

Ακολούθως της επιστολής του Αιτητή ημερομηνίας 19.10.2018, οι Καθ’ ων η αίτηση πράγματι προώθησαν την εξέταση του όλου ζητήματος αναφορικά με τις υπόλοιπες ασθένειες/θεραπείες του αποβιώσαντος με αποτέλεσμα να συσταθούν οι Επιτροπές Ογκολογίας, Ουρολογίας και Ακτινολογίας. Συνεπώς ενήργησαν προς απόφαση επί του ενός εκ των αιτημάτων του Αιτητή. Ως όμως προς το έτερο αίτημα, την αναθεώρηση δηλαδή της απόφασης της Αρμόδιας Αρχής, με την οποία απερρίφθη η κάλυψη των εξόδων αναφορικά με το καρδιολογικό πρόβλημα του αποβιώσαντος, ουδέποτε το ζήτημα προωθήθηκε προς επανεξέταση από το Αναθεωρητικό Συμβούλιο. Είναι δηλαδή εμφανές, από το σύνολο του διοικητικού φακέλου, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ουδέποτε παρέπεμψαν το αίτημα αναθεώρησης του Αιτητή για το συγκεκριμένο πρόβλημα υγείας και τη θεραπεία του, στο Αναθεωρητικό Ιατρικό Συμβούλιο.

 

Έρχομαι τώρα στους λόγους ακύρωσης.

 

Ο Αιτητής υποστηρίζει ότι αναρμοδίως ενεπλάκησαν οι 3 Επιτροπές Ειδικών (Ογκολογίας, Ακτινολογίας και Ουρολογίας) στην επανεξέταση καθότι βάσει του άρθρου 11 του Σχεδίου, την επανεξέταση όφειλε να είχε διενεργήσει το Αναθεωρητικό Ιατρικό Συμβούλιο κατόπιν παραπομπής του θέματος ενώπιόν του από τον Υπουργό και όχι οι εν λόγω Επιτροπές. Περαιτέρω όμως θέτει ότι αναρμοδίως στη διαδικασία ενεπλάκη λειτουργός των Καθ’ ων η αίτηση, ο οποίος υπογράφει την επιστολή ημερομηνίας 26.07.2019 «εκ μέρους της Γενικής Διευθύντριας» και όχι ο ίδιος ο Υπουργός.

 

Θα ξεκινήσω απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του Αιτητή περί αναρμοδιότητας στην εμπλοκή των 3 Επιτροπών Ειδικών (Ογκολογίας, Ακτινολογίας και Ουρολογίας). Είναι εμφανές, και εδώ συμφωνώ με τους Καθ’ ων η αίτηση, ότι οι εν λόγω επιτροπές συστήθηκαν προς εξέταση του αιτήματος του Αιτητή για κάλυψη των εξόδων αναφορικά με τα προβλήματα υγείας του αποβιώσαντος, που αφορούσαν την ειδικότητά τους (καρκίνος προστάτη και υδρονέφρωσης εν προκειμένω) και όχι προς αναθεώρηση της απόφασης της Αρμόδιας Αρχής, η οποία κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 24.09.2018 και είχε περιοριστεί μόνο στο καρδιολογικό πρόβλημα υγείας του αποβιώσαντος.

 

Συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα αναρμόδιας εμπλοκής των 3 πιο πάνω επιτροπών, εφόσον σε καμία περίπτωση προκύπτει ότι «επανεξέτασαν» οποιοδήποτε αίτημα του Αιτητή αλλά αντιθέτως εξέτασαν για πρώτη φορά το αίτημα του Αιτητή για κάλυψη των εξόδων των άλλων, πλην του καρδιολογικού, προβλημάτων υγείας του αποβιώσαντος, που αφορούσαν την ειδικότητά τους.

 

Περαιτέρω βέβαια αλλά συναφώς με τα ανωτέρω, στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής δεν μπορεί να γίνει λόγος περί εσφαλμένης εφαρμογής των άρθρων 10 και 11 του Σχεδίου, τα οποία επικαλείται ο Αιτητής. Αυτό διότι με την παρούσα προσφυγή δεν προσβάλλεται πράξη ή παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να ενεργήσουν προς απόφαση επί του αιτήματος επανεξέτασης του Αιτητή (αναφορικά με το καρδιολογικό πρόβλημα του Αιτητή) ούτε άλλωστε οι Καθ’ ων η αίτηση ενεργοποίησαν τα άρθρα αυτά προς σύγκληση του Αναθεωρητικού Ιατρικού Συμβουλίου. Με την παρούσα προσβάλλεται η απόφασή ημερομηνίας 26.07.2019 δηλαδή η απόφαση ως προς το δεύτερο σκέλος-αίτημα που περιείχε η επιστολή του Αιτητή ημερομηνίας 19.10.2018, αυτό δηλαδή με το οποίο ζητούσε τη σύσταση για πρώτη φορά Επιτροπών προς εξέταση των λοιπών (πλην του καρδιολογικού) προβλημάτων υγείας και κάλυψη εξόδων του αποβιώσαντος αναφορικά δηλαδή με τον καρκίνο του προστάτη και υδρονέφρωσης.  Κατά συνέπεια, απορριπτέοι είναι και οι σχετικοί λόγοι ακύρωσης περί παράβασης των άρθρων10 και 11 του Σχεδίου.

 

Περαιτέρω θα απορρίψω αποδεχόμενος τις σχετικές υποβολές της ευπαίδευτης συνηγόρου των Καθ΄ων η αίτηση και τον ισχυρισμό περί αναρμόδιας συμμετοχής λειτουργού των Καθ΄ ων η αίτηση στην υπογραφή της επιστολής ημερομηνίας 26.07.2019, με την οποία του κοινοποιήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Σύμφωνα με σχετικό έγγραφο απευθυνόμενο προς τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας, το οποίο υπογράφει ο τότε Υπουργός Υγείας και με παραπέμπουν οι Καθ’ ων η αίτηση και ως το ίδιο αναφέρει, αποτελεί μέρος του Φακ. Υ.Υ 12.3.01.6(4), προβλέπονται τα ακόλουθα:

 

«Αναφορικά με το πιο πάνω Σχέδιο το οποίο δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 06.10.2017, Αρ. 8076, σας εκχωρώ τις εξουσίες μου που απορρέουν από αυτό σε ότι αφορά τις περιπτώσεις αποστολής ασθενών για σκοπούς θεραπείας τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, εκτός των εξουσιών για το   χειρισμό, της κατ' εξαίρεσης απαλλαγής από την επιβάρυνση εξόδων χωρίς την έγκριση της Επιτροπής καθώς και την έγκριση εξόδων που υπερβαίνει το ποσό των 200,000 ευρώ, δικαιώματα τα οποία   παραμένουν στον Υπουργό.

 

2. Η παρούσα εκχώρηση δεν αποκλείει την άσκηση των εξουσιών αυτών από μένα τον ίδιο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Σχεδίου».

 

Με το άνω έγγραφο θεωρώ δεόντως ο Υπουργός εκχώρησε τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα στη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου, άλλωστε η δυνατότητα αυτή όχι μόνο δεν απαγορεύεται από το Σχέδιο αλλά ρητώς προβλέπεται στο άρθρο 3 αυτού [σχετ. η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πρ. Αρ. 201/2012  Ελένη Ιωαννίδου v. Δημοκρατίας ημερομηνίας 28.07.2016 και η απόφαση της εντ. δικ. Ευσταθίου Νικολετοπούλου, ΔΔΔ (ως ήταν τότε) στην Υπόθεση Αρ. 1154/2014 Αγαθοκλέους ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Υγείας κ.α ημερ. 26.06.2017 αναφορικά με πανομοιότυπη πρόνοια του προηγούμενου όμως σχεδίου του 2012].

 

Περαιτέρω βέβαια δε θεωρώ ότι ο λειτουργός των Καθ’ ων η αίτηση, ο οποίος υπογραφεί «για γενική διευθύντρια» λειτούργησε αναρμοδίως ούτε άλλωστε αυτός εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. Είναι σαφές ότι, την απόφαση ημερ. 26.09.2019, δεν την έλαβε ο λειτουργός αυτός, αλλά η Γενική Διευθύντρια, εφόσον με τα ερυθρά 206, 201 αυτή ενέκρινε με σχετικές σημειώσεις της[1] τις απορρίψεις του αιτήματος του Αιτητή κατόπιν των γνωμοδοτήσεων των επιτροπών ουρολογίας/ακτινολογίας (ερ. 206) και ογκολογίας (ερ. 201). Άρα θεωρώ το θέμα καλύπτεται από τεκμήριο κανονικότητας και ουδέν μεμπτό εντοπίζω λόγω της συμμετοχής, κατά τον ως άνω τρόπο του εν λόγω υπηρεσιακού προσώπου (σχετικές επί παρόμοιων θεμάτων είναι η απόφαση του εντ. δικ. Κωμοδρόμου, ΔΔΔ (ως ήταν τότε) στην Πρ. Αρ. 1714/2018 Ιωάννου ν. Δημοκρατίας ημερ. 30.06.2020 και εντ. δικ. Σεραφείμ, ΔΔΔ (ως ήταν τότε) στην Πρ. Αρ. 521/2015 Χαριλάου ν. Δημοκρατίας ημερ. 10.12.2020).

 

Ως λοιπόν συνάγεται από τα ανωτέρω, οι ισχυρισμοί του Αιτητή αναφορικά με τη αναρμοδιότητα στην προσβαλλόμενη πράξη στη βάση των πιο πάνω υποβολών (μη εκχώρηση εξουσίας από τον Υπουργό και υπογραφή επιστολής από αναρμόδιο λειτουργό), απορρίπτονται.

 

Τώρα, αν και ο Αιτητής στις αγορεύσεις του επικεντρώθηκε στις ως άνω υποβολές προς υποστήριξη του ισχυρισμού του περί  αναρμοδιότητας και πάσχουσας σύνθεσης/συγκρότησης των εκδούντων τις προπαρασκευαστικές πράξεις οργάνων, εντούτοις δεδομένης της δικογράφησης του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης αλλά και της ούτως ή άλλως δυνατότητας αυτεπάγγελτης εξέτασής του (Ζαβρός Αλέξανδρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 130) έχω στρέψει την προσοχή μου στη σύνθεση/συγκρότηση των Επιτροπών Ειδικών. Εν προκειμένω, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Σχεδίου:

 

«Ο Υπουργός Υγείας, ορίζει Επιτροπές, κατόπιν σύστασης του Διευθυντή, που απαρτίζονται από δύο ιατρικούς λειτουργούς του δημοσίου, της ειδικότητας, για την οποία η Επιτροπή ορίζεται, και από ένα ιδιώτη ιατρό της ίδιας ειδικότητας (…)».

 

Από την μελέτη του φακέλου διαπιστώνω ότι από τα σχετικά πρακτικά των συνεδριάσεων των Επιτροπών Ογκολογίας (ερ. 200),  Ουρολογίας (Ερ. 204) και Ακτινολογίας (ερ. 205), οι αποφάσεις των οποίων είναι επίδικες ως προπαρασκευαστικές της προσβαλλόμενης απόφασης[2], απουσιάζει εντελώς η υπογραφή ιδιώτη ιατρού. Σε όλες δηλαδή υπάρχουν οι υπογραφές των δύο κυβερνητικών ιατρών αλλά όχι των ιδιωτών ιατρών.

 

Παράλληλα, από τα ερ. 203-202, όπου βρίσκονται οι προσκλήσεις προς τους δύο ακτινολόγους κυβερνητικούς ιατρούς, μελών της Επιτροπής Ειδικών Ακτινολογίας για την παρουσία τους στην συνεδρία ημερομηνίας 06.06.2019, απουσιάζει οποιαδήποτε πρόσκληση προς τον ιδιώτη ιατρό επίσης μέλος της εν λόγω Επιτροπής.

 

Από τις εν λόγω προσκλήσεις άρα διαπιστώνω αφενός ότι ο ιδιώτης ιατρός προφανώς δεν προσεκλήθη, αφετέρου ότι η εν λόγω Επιτροπή και, στην απουσία οποιασδήποτε περί του αντιθέτου καταγραφής στον διοικητικό φάκελο (σχ. Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου σε Πρ. Αρ. 1079/2010 Θεοδωρίδης ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Υγείας ημερ. 18.05.2012), και οι λοιπές Επιτροπές που ανέλαβαν την εξέταση της περίπτωσης του Αιτητή, δεν συνεδριάζουν σε τακτή ημέρα εφόσον απαιτήθηκε κλήση τους.

 

Σε κάθε μάλιστα περίπτωση ακόμα κι αν οι εν λόγω ιδιώτες ιατροί είχαν κληθεί, απουσιάζει οποιαδήποτε καταγραφή στον διοικητικό φάκελο περί του λόγου απουσίας τους ούτε υπάρχει γραπτή εκ μέρους τους ενημέρωση περί του ενδεχόμενου κωλύματός τους να συμμετάσχουν, ως τα ερ. 203-202 έτασσαν στους αποδέκτες τους (και προφανώς, αν είχαν σταλεί και στους ιδιώτες ιατρούς, θα έτασσαν και σε αυτούς).

 

Πλημμέλειες ως οι ανωτέρω, έχουν απασχολήσει τόσο το Ανώτατο όσο και το Διοικητικό Δικαστήριο, τα οποία ακόμα και αυτεπαγγέλτως ακύρωσαν τις προσβαλλόμενες για τους λόγους αυτούς. Λίαν σχετική είναι η απόφαση 842/2011 Walker ν. Δημοκρατίας ημερ. 04.11.2014, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε:

 

«Έχοντας μελετήσει την υπόθεση και το φάκελο της διοίκησης που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1, η προσοχή μου έχει στραφεί σε ένα θέμα που αφορά τη σύνθεση της Επιτροπής Ειδικών Χειρουργικής Αγγείων και Θώρακα, το οποίο δεν είχε εγερθεί από τον αιτητή.΄Εχοντας, όμως, υπόψη ότι, θέματα δημοσίας τάξεως, όπως η σύνθεση μιας Επιτροπής, εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, προχώρησα να ερευνήσω αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα της σύνθεσης της πιο πάνω Επιτροπής.  (Βλ. ΑΕ94/2009, Ζαβρού ν. Δημοκρατίας, 19 Μαρτίου 2013).

 

Το άρθρο 5 του περί Σχεδίου Παροχής Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες Υγείας που δεν προσφέρονται στο Δημόσιο Τομέα, προβλέπει ότι:

 

«οι Επιτροπές Ειδικών Ιατρών που ορίζει ο Υπουργός Υγείας, απαρτίζονται από δύο ιατρικούς λειτουργούς του δημοσίου, της ειδικότητας, για την οποία η Επιτροπή ορίζεται, και από ένα ιδιώτη ιατρό συναφούς ειδικότητας».

 

Εξετάζοντας την επιστολή της Επιτροπής Ειδικών Χειρουργικής Αγγείων και Θώρακα ημερ. 28 Μαρτίου 2011, που στάληκε στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, διαπιστώνω ότι αυτή υπογράφεται από δύο ιατρούς του δημοσίου και μόνο.  Δεν έχω εντοπίσει, σε οποιονδήποτε σημείο, να έχει οριστεί και ιδιώτης ιατρός για να συμμετάσχει στην εν λόγω επιτροπή.  Στην απουσία δε πρακτικού, στο οποίο να αναγράφεται ο λόγος της μη ύπαρξης ιδιώτη ιατρού, δημιουργείται σοβαρό ερώτημα αναφορικά με τη σύνθεση του συγκεκριμένου οργάνου (βλ. Υποθ. αρ.720/2009 Παλμίρης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 14 Νοεμβρίου 2011).

 

Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Παρπαρίνου,Δ. στην Υποθ. αρ.1321/2012 Κουνούνης ν. Δημοκρατίας ημερ. 8 Ιουλίου 2014, ECLI:CY:AD:2014:D479, ECLI:CY:AD:2014:D479, δίδει το στίγμα της πιο πάνω αναγκαιότητας με το οποίο συμφωνώ και υιοθετώ.

 

«Σύμφωνα με το Σχέδιο Παροχής Οικονομικής Αρωγής για Υπηρεσίες Υγείας που δεν προσφέρονται στο Δημόσιο Τομέα, άρθρα 5 και 10 αντίστοιχα, ο Υπουργός Υγείας ορίζει επιτροπές, κατόπιν σύστασης του Διευθυντή, που απαρτίζονται από δυο Ιατρικούς λειτουργούς του δημοσίου της ειδικότητας για την οποία η Επιτροπή ορίζεται, όπως επίσης και από ένα ιδιώτη ιατρό συναφούς ειδικότητας και διορίζει πενταμελές Αναθεωρητικό Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο απαρτίζεται από τέσσερεις (4) Κυβερνητικούς ιατρούς και ένα ειδικό ιατρό του ιδιωτικού τομέα.

 

Με γνώμονα τη διαπιστωθείσα κακή σύνθεση της Επιτροπής, η προσφυγή θα πρέπει να έχει επιτυχή κατάληξη».

 

Παρόμοια κατάληξη είχε και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην 1119/2011 Αντωνίου ν. Δημοκρατίας ημερ. 23.09.2014[3], και η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (εντ. δικ. Ευσταθίου Νικολετοπούλου, ΔΔΔ ως ήταν τότε) στην Πρ. Αρ. 573/2013 Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας ν. Υπουργού ημερ. 27.03.2017[4], η οποία με βρίσκει σύμφωνο.

 

Ως εκ των ανωτέρω και στη βάση της ως άνω νομολογιακής κατεύθυνσης, διαπιστώνω πλημμέλεια στη σύνθεση των εν λόγω τριών επιτροπών αλλά και στη συγκρότηση τους, εφόσον από τον φάκελο δε διαπιστώνεται καν διορισμός των ιδιωτών ιατρών, πλημμέλεια στη σύνθεση/συγκρότηση, η οποία καθιστά ακυρωτέα την προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 26.07.2019. 

 

Παρά την ανωτέρω διαπίστωση μου, έχω επιβεβαιώσει και μια περαιτέρω πλημμέλεια της προσβαλλόμενης πράξης, την οποία θεωρώ ορθό να καταγράψω για σκοπούς πληρότητας της παρούσας. Αφορά τον ισχυρισμό του Αιτητή περί πλημμελούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης με αναφορά στις γνωμοδοτήσεις των (δύο εκ των) τριών Επιτροπών Ειδικών.

 

Στα πρακτικά των Επιτροπών Ειδικών Ογκολογίας και Ακτινολογίας, αναφέρεται ότι ο Αιτητής δεν αποτάθηκε στα κρατικά νοσηλευτήρια παρά το ότι οι θεραπείες και εξετάσεις, στις οποίες υπεβλήθη ο αποβιώσας στον ιδιωτικό τομέα παρήχοντο και εκεί.

 

Το ζητούμενο όμως δεν ήταν αυτό ούτε ο Αιτητής αμφισβήτησε τη δυνατότητα των δημοσίων νοσηλευτηρίων να παράσχουν τις εν λόγω υπηρεσίες. Προφανώς άλλωστε δεν υπήρχαν περιθώρια τήρησης της διαδικασίας εκ των προτέρων έγκρισης για τον λόγο αυτό το ζήτημα παραπέμφθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση στις Επιτροπές Ειδικών δυνάμει του άρθρου 9.2 του Σχεδίου, βάσει του οποίου η παραπομπή προϋποθέτει ικανοποίηση των Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν μπορούσε εύλογα να τηρηθεί η εκ των προτέρων έγκριση.

 

Οι Επιτροπές όμως όφειλαν να εξετάσουν δυνάμει του άρθρου 8 στο οποίο παραπέμπει το ως άνω άρθρο 9.2 κατά πόσον υπήρχε ιατρική ανάγκη για διάγνωση ή θεραπεία και αυτή δεν μπορούσε να παρασχεθεί από το κρατικό νοσηλευτήριο μέσα στα χρονικά όρια που από ιατρική άποψη επέβαλλε η κατάσταση της υγείας του ασθενούς και η πιθανή εξέλιξη της υγείας του[5].  Οι Επιτροπές Ογκολογίας και Ακτινολογίας, δεν αντιμετώπισαν αυτό το ζήτημα αλλά περιορίστηκαν στο ότι θεραπεία μπορούσε να γίνει στα κρατικά νοσηλευτήρια, που ουδείς το είχε αμφισβητήσει. 

 

Εδώ σημειώνω ότι δεν διαλανθάνει μεν της προσοχής μου ότι στο πρακτικό της Επιτροπής Ακτινολογίας, καταγράφεται η αναφορά ότι «λόγω του επείγοντος του περιστατικού η ανταπόκριση θα ήταν άμεση όπως γίνεται σε αντίστοιχες περιπτώσεις», όμως παράλληλα καταγράφεται  στο σημείο 1 η αναφορά ότι: «η διάγνωση ή θεραπεία μπορεί να παρασχεθεί από τα κρατικά νοσηλευτήρια μέσα στα χρονικά όρια που από ιατρική άποψη επιβάλλει η κατάσταση της υγείας του ασθενούς και η πιθανή εξέλιξη της υγείας του: ΝΑΙ/ΟΧΙ/ ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ – ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ».

 

Η πιο πάνω καταγραφή «δεν εφαρμόζεται» χωρίς περαιτέρω τεκμηρίωση, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλές συμπέρασμα κατά πόσο η θεραπεία που απαίτησε η κατάσταση υγείας του αποβιώσαντος θα μπορούσε να παρασχεθεί «μέσα στα χρονικά όρια που από ιατρική άποψη επιβάλλει η κατάσταση της υγείας και η πιθανή εξέλιξη της υγείας του». Αυτό, παρά μάλιστα την λίαν επείγουσα φύση του χρονικού πλαισίου παροχής της υπό κρίση περίθαλψης που η ίδια η Επιτροπή σημειώνει στο σημείο ΣΤ του Πρακτικού της.

 

Το ίδιο ισχύει και για το πρακτικό της Επιτροπής Ογκολογίας από το οποίο όχι μόνο απουσιάζει ανάλογη αναφορά «άμεσης ανταπόκρισης του κρατικού νοσηλευτηρίου όπως γίνεται σε αντίστοιχες περιπτώσεις», αλλά στο σημείο 1 καταγράφει ότι η πάθηση ΔΕΝ μπορεί να τύχει αποτελεσματικής διάγνωσης ή θεραπείας στα κρατικά νοσηλευτήρια, στο δε σημείο 2 επίσης (όπως και στην περίπτωση της Επιτροπής Ακτινολογίας) υπάρχει η παρόμοια αόριστη και αντιφατική καταγραφή ότι «η διάγνωση ή θεραπεία μπορεί να παρασχεθεί από τα κρατικά νοσηλευτήρια μέσα στα χρονικά όρια που από ιατρική άποψη επιβάλλει η κατάσταση της υγείας του ασθενούς και η πιθανή εξέλιξη της υγείας του: ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ».

 

Η αιτιολογία, την οποία περιέχουν τα πιο πάνω δύο πρακτικά, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλές συμπέρασμα περί της κρίσης των δύο αυτών οργάνων με αποτέλεσμα, στη βάση και της νομολογίας, η τελική απόφασή να είναι αναιτιολόγητη. Λίαν σχετική με τα πιο πάνω ζητήματα είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση Υπόθεση Αρ. 815/2011 Μάριος Αντωνίου ν. Υπουργείου Υγείας ημερ. 12.09.2012, στην οποία, επί παρομοίων δεδομένων, αναφέρθηκε (υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«Από τα όσα παραθέτουν οι Καθ' ων η αίτηση στην απόφασή τους είναι σχεδόν ανύπαρκτη η αιτιολογία, αφού δεν καταγράφεται σε αυτήν ούτε η νομική βάση, ούτε ο πραγματικός συλλογισμός που οδήγησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Το γεγονός ότι η θεραπεία μπορούσε να γίνει στο Γενικό Νοσοκομείο, όπως αναφέρεται στην επιστολή των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 22.10.2010, δεν είναι το ζητούμενο.  Το ζητούμενο, με βάση το άρθρο 9 του Σχεδίου Παροχής Οικονομικής Αρωγής, ήταν κατά πόσον «εύλογα δεν υπάρχουν περιθώρια τήρησης της διαδικασίας εκ των προτέρων έγκρισης».  Ο Γενικός Διευθυντής για να παραπέμψει την αίτηση στην Επιτροπή Ειδικών δυνάμει του άρθρου 9, προφανώς έκρινε ότι δεν υπήρχαν.  Η Επιτροπή των Ιατρών όφειλε να εξετάσει δυνάμει του άρθρου 8(2)(γ) κατά πόσον υπήρχε ιατρική ανάγκη για διάγνωση ή θεραπεία και αυτή δεν μπορούσε να παρασχεθεί από το κρατικό νοσηλευτήριο «μέσα στα χρονικά όρια που από ιατρική άποψη επέβαλλε η κατάσταση της υγείας του ασθενούς και η πιθανή εξέλιξη της υγείας του».  Η Επιτροπή αντί να απαντήσει σ' αυτό το ερώτημα που ήταν κατά την άποψή μου το κρίσιμο, έκρινε ότι θεραπεία μπορούσε να γίνει στο Γενικό Νοσοκομείο, που δεν ήταν το ζητούμενο και εν πάση περιπτώσει ουδείς το έχει αμφισβητήσει». 

 

Σχετική είναι και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πρ. Αρ. 1411/2011 Λίντα Αποστολίδου ν Δημοκρατίας ημερ. 16.09.2015.

 

Δεδομένων των πιο πάνω διαπιστώσεών μου, παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων ακύρωσης. Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με 1.800 ευρώ έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1] Ως προς τη δυνατότητα έγκρισης εκ μέρους του αρμοδίου οργάνου σχετική είναι η πρόσφατη απόφασή μου στην Υπόθεση Αρ. 1260/2019 M B ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών κ.α. ημερ.08.02.2024 και η εκεί αναφερόμενη νομολογία.

[2] Υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω απόφαση αφορά τις τρεις αυτές γνωμοδοτήσεις και όχι την γνωμοδότηση της Ειδικής Επιτροπής Καρδιολογίας, η οποία απετέλεσε αντικείμενο της απόφασης των Καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 24.09.2018 (ερ. 141).

[3] Εκεί αναφέρθηκε:

 

«Αυτοί οι ισχυρισμοί δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί αφού δεν υποστηρίζονται από το περιεχόμενο του φακέλου. Το μόνο που έχει το Δικαστήριο ενώπιον του είναι την επιστολή της Επιτροπής προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας που ενσωματώνει την απόφαση της για τον αιτητή, η οποία υπογράφεται από δυο κυβερνητικούς ιατρούς, την Δρα Ποταμίτου και Δρα Πίπη (ερυθρό 104 στον φάκελο τεκμ.1) μόνο. Δεν τέθηκε ούτε πρακτικό, ούτε οποιαδήποτε διευθέτηση ή αποδεικτικό στοιχείο που να καταδεικνύει ότι τρίτο μέλος είχε οριστεί και κλήθηκε στη συνεδρία αλλά δεν μπορούσε να παραστεί, ώστε να ιδωθεί η απουσία υπό το πρίσμα της επιχειρηματολογίας του καθ' ου η αίτηση. Συνεπώς η συγκρότηση της Επιτροπής πάσχει αφού δεν ήταν συγκροτημένη από όλα τα μέλη που ορίζει το Σχέδιο κατά παράβαση του άρθρου 20 του περί γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν.158(Ι)/99.  (βλ.Υποθ.αρ.1079/2010 Νικος Θεοδωρίδης ν. Δημοκρατίας ημερ.18/05/12)».

 

[4] Εκεί αναφέρθηκε εν προκειμένω:

 

«Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων και με απασχόλησε ένα θέμα το οποίο δεν  έχει εγερθεί από τον αιτητή, το οποίο όμως αφορά τη σύνθεση και συγκρότηση του Αναθεωρητικού Ιατρικού Συμβουλίου και της Επιτροπής ΩΡΛ.  Έχοντας υπόψη ότι πρόκειται για θέμα δημόσιας τάξης, το οποίο εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, προχώρησα να εξετάσω το θέμα (βλ. Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου v. Ε.Π.Α (2002) 3 ΑΑΔ 314, Α.Ε αρ. 94/2009, Ζαβρού v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 19/3/2013) καταλήγοντας στα ακόλουθα:

 

(…)

Δεν έχω εντοπίσει στον διοικητικό φάκελο να έχει οριστεί και ιδιώτης ιατρός για να συμμετάσχει στο Αναθεωρητικό Συμβούλιο.  Στην απουσία δε πρακτικού, στο οποίο να αναγράφεται ο λόγος της μη παρουσίας του ιδιώτη ιατρού, διαπιστώνεται πρόβλημα σε σχέση με την σύνθεση και συγκρότηση του Αναθεωρητικού Συμβουλίου.

(…)

Δεν προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι έχει οριστεί ο ιδιώτης ιατρός και ο λόγος της απουσίας του.  Συναφώς διαπιστώνεται πρόβλημα και στη συγκρότηση και σύνθεση με της Επιτροπής ΩΡΛ.

 

Σχετικές επί του θέματος είναι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Νίκος Αντωνίου και Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Υγείας, ECLI:CY:AD:2014:D695, υπόθεση αρ. 1119/2011, ημερομηνίας 23/9/2014, ECLI:CY:AD:2014:D695, Γιώργος Κουνούδης και Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Υγείας, ECLI:CY:AD:2014:D479, υπόθεση αρ. 1321/2012, ημερομηνίας 8/7/2014, ECLI:CY:AD:2014:D479, Michael P. Walker και Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 842/2011, ημερομηνίας 4/11/2014, με τις οποίες συμφωνώ τόσο σε σχέση με το σκεπτικό όσο και την κατάληξη».

[5] Άρθρο 8(2)(γ) του Σχεδίου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο