ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 1519/2019

                                             

       23 Μαΐου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

             

Γ. Π ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Α. Π.

Αιτητή

                          Και

 

 Δήμου Λευκωσίας

                                                      Καθ' ου η Αίτηση

 

......... 

 

Άντης Γεωργίου, Δικηγόρος για Αιτητή

Μαρία Αντωνίου για Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για  Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.:  Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής αξιώνει ακύρωση της άδειας οικοδομής, την οποία ο Καθ’ ου η αίτηση εξέδωσε στις 21.05.2019 υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους με την οποία ενέκρινε τροποποιήσεις στο διαμέρισμα αρ. 101 ιδιοκτησίας του ενδιαφερομένου μέρους, το οποίο βρίσκεται στον πρώτο όροφο πολυώροφης οικοδομής με την ονομασία Μερόπη ευρισκόμενης στην οδό Δράμας 1 στους Άγιους Ομολογητές, Λευκωσίας (εφεξής η «οικοδομή»).

 

Τα πιο κάτω, είναι γεγονότα τα οποία ο Αιτητής δικογραφεί στην αίτηση ακυρώσεώς του:

 

Ο Αιτητής είναι διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα του, ο οποίος κατά τον χρόνο θανάτου του ήταν συνιδιοκτήτης του διαμερίσματος αρ. 501 στον πέμπτο όροφο της οικοδομής. Ο Αιτητής είναι κάτοχος του διαμερίσματος αρ. 501 στο οποίο διαμένει από τον Ιούλιο 1969.

 

O Αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν πρόεδρος της διαχειριστικής επιτροπής της οικοδομής. Περί τα μέσα Ιουλίου 2018 το ενδιαφερόμενο μέρος[1] και άτομο που παρουσιάστηκε ως ο σύμβουλος της, με δική τους πρωτοβουλία κάλεσαν τον Αιτητή και συναντήθηκαν μαζί του στη μονάδα με αριθμό θύρας 101. Εκεί εξέφρασαν την επιθυμία να προσθέσουν στην μονάδα 101 αποχωρητήριο ξένων και υπέβαλαν ερωτήσεις σχετικά με την ένωση των αποχετεύσεων της μονάδας 101 στο αποχετευτικό σύστημα της πολυκατοικίας.

 

Ο Αιτητής, τους ενημέρωσε ότι οι αποχετεύσεις της μονάδας 101 θα έπρεπε να ενωθούν στα δύο συστήματα αποχέτευσης σε δύο συγκεκριμένα σημεία τα οποία υπέδειξε, για τα οποία υπήρξε πρόνοια από τη διαχειριστική επιτροπή. Ο Αιτητής επίσης τους ενημέρωσε ότι οι συγκεκριμένες οικοδομικές εργασίες στις οποίες ήθελαν να προβούν, προϋπέθεταν εκτεταμένη κατεδάφιση τοιχοποιίας και χρειαζόταν η εξασφάλιση τουλάχιστο Άδειας Οικοδομής.

 

Κατά ή περί τον Οκτώβριο του 2018 και χωρίς προειδοποίηση, άρχισαν οικοδομικές εργασίες στο διαμέρισμα αρ. 101 που συμπεριελάμβανε και κατεδάφιση τοιχοποιίας.

 

Με ηλεκτρονικά του μηνύματα, ο Αιτητής ενημέρωσε σχετικά τον καθ' ου η αίτηση.

 

Με παρέμβαση του καθ' ου η αίτηση, οι οικοδομικές εργασίες στο διαμέρισμα αρ. 101 διακόπηκαν, για να επαναρχίσουν κατά/ή περί τις 21.11.2018 όταν ο αιτητής έθεσε εκ νέου υπόψη του καθ' ου η αίτηση το θέμα. Κατά ή περί τις 22.11.2018 επισκέφθηκε την οικοδομή λειτουργός του καθ' ου η αίτηση . Παρά ταύτα οι οικοδομικές εργασίες συνεχίστηκαν όπως φαίνεται και στο ηλεκτρονικό μήνυμα του Αιτητή ημερομηνίας 29.11.2018 και διακόπηκαν λίγες μέρες μετά από την αποστολή της ως άνω επιστολής.

 

Οι οικοδομικές εργασίες επανάρχισαν για τρίτη φορά κατά/ή περί τις αρχές Ιανουαρίου 2019 όταν ο Αιτητής έθεσε για τρίτη φορά, το θέμα υπ'όψιν του καθ' ου η αίτηση. Οι εργασίες σταμάτησαν μετά από την επί τόπου παρέμβαση λειτουργού του καθ' ου η αίτηση. Με επιστολή του Αιτητή προς τον Καθ’ ου η αίτηση μετά την εν λόγω διακοπή των εργασιών ζητεί πληροφόρηση κατά πόσο έχει εκδοθεί άδεια οικοδομής για τις εργασίες με την οποία έχει αδειοδοτηθεί η μετατροπή του διαμερίσματος αρ 101 σε δύο διαμερίσματα. Με επιστολή του καθ' ου η αίτηση ημερομηνίας 11.01.2019 αναφέρεται ότι οι εργασίες είχαν γίνει χωρίς Άδεια Οικοδομής, ότι όμως έχει κατατεθεί σχετική αίτηση για άδεια οικοδομής, η οποία είναι υπό εξέταση και με την οποία δεν ζητείται η μετατροπή του διαμερίσματος αρ 101 σε δύο διαμερίσματα.

 

Κατά ή περί την 22.07.2019 άρχισαν εκ νέου οικοδομικές εργασίες στο διαμέρισμα αρ. 101. Ο Αιτητής απέστειλε σχετικά ηλεκτρονικά μηνύματα ημερομηνιών 22.07.2019, 29.07.2019 και 30.07.2019. Μεταξύ άλλων ο αιτητής ζητά από τον καθ' ου η αίτηση όπως ο αιτητής εξετάσει τον φάκελο της πολυκατοικίας Μερόπη, για να εξακριβώσει εάν επηρεάζονται οι ανέσεις και τα νόμιμα δικαιώματα του.

 

Με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 02.08.2019 ο τεχνικός επιθεωρητής του καθ' ου η αίτηση ενημέρωσε τον Αιτητή ότι δόθηκε Άδεια Οικοδομής (χωρίς Πολεοδομική Άδεια) και οι εργασίες περιορίζονται εντός του διαμερίσματος με αριθμό 101 χωρίς να κοινοποιήσει την άδεια οικοδομής με το περιεχόμενο της στον Αιτητή. Στην ίδια επιστολή ενημερώνεται ο Αιτητής ότι δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στα σχέδια της Άδειας Οικοδομής καθότι εμπίπτουν στη Νομοθεσία Προσωπικών Δεδομένων.

 

Με ηλεκτρονικό του μήνυμα ημερομηνίας 02.10.2019, ο Αιτητής επανέλαβε το γεγονός ότι ο καθ' ου ή αίτηση, του αρνήθηκε πρόσβαση στα έγγραφα της Άδειας Οικοδομής και κάλεσε τον καθ' ου η αίτηση όπως επισκεφτεί το διαμέρισμα αρ. 101 για να επιβεβαιώσει εγκατάσταση υδραυλικών παροχών για επιπρόσθετη κουζίνα, ντουζ, αποχωρητήριο και νιπτήρα και ότι αυτό ήταν σαφής απόκλιση από την αρχική πρόθεση του ενδιαφερομένου μέρους για πρόσθεση αποχωρητηρίου ξένων. Ο αιτητής επανέλαβε ότι με την υφιστάμενη υδραυλική εγκατάσταση, η μονάδα 101 θα λειτουργούσε παράνομα ως δύο κατοικίες.

 

Ο Αιτητής με δεύτερη επιστολή του ίδιας ημερομηνίας 02.10.2019, επισύναψε κάτοψη του διαμερίσματος με αριθμό 101, που το ενδιαφερόμενο μέρος κατέθεσε στο Δικαστήριο στην υπ' αριθμόν 2161/2019 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας «Διαχειριστική Επιτροπή Πολυκατοικίας Μερόπη -και- Εχχχχχ Πχχχ» όπου φαίνονται οι προτεινόμενες υδραυλικές εγκαταστάσεις.

 

Ο λειτουργός του καθ' ου η αίτηση με απαντητική επιστολή ημερομηνίας 02.10.2019, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι θα έλεγχαν τον φάκελο την επόμενη μέρα και θα απαντούσαν σε σχέση με το εάν το εν λόγω σχέδιο είχε εγκριθεί από τον Καθ’ ου η αίτηση, απάντηση την οποία ο αιτητής δεν έχει λάβει μέχρι την καταχώριση της προσφυγής.

 

Ο Αιτητής ενημερώθηκε για την έκδοση της υπ' αριθμόν 9490/2019 άδειας οικοδομής υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους με το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 02.08.2019 από λειτουργό του καθ' ου η αίτηση και εξασφάλισε αντίγραφο αυτής στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας στην υπ' αριθμόν 2161/2019 αγωγή λίγες μέρες αργότερα.

 

Τα ανωτέρω καταγράφονται στην αίτηση ακυρώσεως του Αιτητή με παραπομπή σε συγκεκριμένα έγγραφα. Σύμφωνα με την ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση, στις 20.12.2018, το ενδιαφερόμενο μέρος υπέβαλε την αίτηση για Άδεια Οικοδομής για τροποποιήσεις στο διαμέρισμα αρ. 101 στον 1ο όροφο της οικοδομής.

 

Μετά από έλεγχο της αίτησης την 21.05.2019 εκδόθηκε η Άδεια Οικοδομής αρ. 9490 με όρους, μεταξύ των οποίων και ο όρος 12 ο οποίος προνοούσε ότι:

 

«Η παρούσα Άδεια δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε εργασία που επηρεάζει τα δικαιώματα και την απρόσκοπτη, άνετη και νόμιμη χρήση από άλλους ιδιοκτήτες μονάδων, των κοινόχρηστων / κοινόκτητων στοιχείων, χώρων και εγκαταστάσεων του κτιρίου:

 

• στον φέροντα οργανισμό και στα συναφή στοιχεία του κτιρίου (θεμέλια, κολώνες, δοκοί και πλάκες). Ιδιαίτερη προσοχή να δοθεί στις σωλήνες αποχετεύσεων οι οποίες σε καμιά περίπτωση να επηρεάσουν τον σκελετό από μπετόν.

• στους κοινόχρηστους / κοινόκτητους χώρους του κτιρίου/ τεμαχίου (αυλή, χώρος στάθμευσης, ταράτσα, κλιμακοστάσιο, ανελκυστήρα, διαδρόμους κ.λ.π.)».

 

Σύμφωνα πάντα με την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, στην παράγραφο 3(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Γενικού (Τροποποιητικό) Διατάγματος Ανάπτυξης του 2014, ΚΔΠ 451/2014, ορίζεται ότι «για ανάπτυξη οποιασδήποτε κατηγορίας που ορίζεται στο Πρώτο Παράρτημα του Διατάγματος αυτού, θεωρείται ότι έχει χορηγηθεί άδεια από την Πολεοδομική Αρχή, και ως εκ τούτου δεν υποβάλλεται αίτηση σε αυτή. Η επίδικη ανάπτυξη εμπίπτει στην Κατηγορία IV, του Πρώτου Παραρτήματος — Επιτρεπόμενες Αναπτύξεις, ήτοι Ποικίλες δευτερεύουσες εργασίες — παράγραφος 1 σε σχέση με «(την) εκτέλεση έργων για τη συντήρηση και βελτίωση εγκριμένης οικοδομής, τα οποία είτε επηρεάζουν αποκλειστικά το εσωτερικό της οικοδομής, είτε δεν επηρεάζουν ουσιωδώς την εξωτερική εμφάνιση της οικοδομής» (Παράρτημα β).

 

Καταλήγοντας στα γεγονότα της ένστασης, ο Καθ’ ου η αίτηση σημειώνει  ότι από τους ελέγχους που έκανε στο επίδικο υποστατικό δεν επιβεβαιώνεται ότι υπήρξε επέμβαση στην πλάκα ενώ στην επίδικη Άδεια Οικοδομής τέθηκε ο όρος 12 ο οποίος απαγορεύει τέτοια επέμβαση. Παράλληλα υποδεικνύει ότι με την υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε το εγκριμένο σχέδιο κάτοψης του διαμερίσματος, ενώ δεν απαιτείται η υποβολή στατικής μελέτης και η εκδοθείσα Άδεια Οικοδομής αφορά σε τροποποιήσεις στο διαμέρισμα του ενδιαφερομένου μέρους μόνο και όχι σε διαχωρισμό μονάδας σε δύο μονάδες.

 

Ο Αιτητής με τις αγορεύσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του, προωθεί διάφορους λόγους ακυρώσεως, επικεντρώνεται δε στο κατ’ ισχυρισμό παράνομο και αντίθετο με τη φυσική δικαιοσύνη της άρνησης του Καθ’ ου η αίτηση να του παραδώσει την επίδικη άδεια και τα σχέδια της προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο τα δικαιώματά του παραβλάπτονται. Συναφώς εγείρει ισχυρισμούς περί πλάνης περί τον Νόμο και τα πράγματα, ανεπάρκειας έρευνας, έλλειψης αιτιολογίας και πρακτικών και αναρμοδιότητας.

 

Με  την ένστασή της η ευπαίδευτη συνήγορος του Καθ΄ου η αίτηση υποστηρίζει πλήρως την νομιμότητα την προσβαλλόμενης πράξης εγείρει δε δύο προδικαστικές ενστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν διαθέτει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για καταχώριση και προώθηση της παρούσας προσφυγής καθώς και ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη. Με την αγόρευσή της ήγειρε και προώθησε περαιτέρω και τρίτη προδικαστική ένσταση, ότι η επίδικη διαφορά είναι ιδιωτικού και όχι δημοσίου δικαίου και άρα κείται εκτός της δικαιοδοσίας του παρόντος.

 

Ως ζήτημα λογικής και δικονομικής προτεραιότητας θα εξετάσω πρώτα τις προδικαστικές ενστάσεις. Εισαγωγικά, πρέπει να λεχθεί, ότι τόσο το έννομο συμφέρον των Αιτητών, όσο και η εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης, είναι ζητήματα δικαιοδοτικά ως εκ τούτου εφόσον διαπιστωθεί έλλειμα οποιουδήποτε εξ αυτών, αφαιρείται η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να κρίνει την ενώπιον του υπόθεση και η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

 

Αυστηρός κανόνας ιεράρχησης κατά την εξέταση των εν λόγω πιθανών απαραδέκτων, δεν υπάρχει. Κατά το σύγγραμμα της Καθηγήτριας Γ. Σιούτη, Το Έννομο συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως», 1998, σελ. 176-179 προέχει η εξέταση των αντικειμενικών ειδικών προϋποθέσεων του παραδεκτού (εκτελεστότητα και αρμοδιότητα δικαστηρίου) και έπονται οι υποκειμενικές προϋποθέσεις (έννομο συμφέρον, προθεσμία, άσκηση ενδικοφανούς-ιεραρχικής προσφυγής). Στο σύγγραμμα του Η. Κουβαρά «Το παραδεκτό στη Διοικητική Δίκη» 2021, σελ 25, με παραπομπή και στις παραδόσεις του Καθ. Μπέη (Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας-Θεμελιακές έννοιες), ακολουθείται πιο ελαστική προσέγγιση θέτοντας ότι η σειρά κατά την έρευνα των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης:

 

«προσδιορίζεται εν πολλοίς από λογικά κριτήρια τα οποία έχουν εν μέρει αποκρυσταλλωθεί σε μάλλον σχετικούς νομολογιακούς κανόνες, δεδομένου ότι η οικονομία της δίκης είναι δυνατόν να υπαγορεύει σε συγκεκριμένη περίπτωση την πρόταξη από το δικαστήριο του πλέον ευνοϊκού λόγου απαραδέκτου, ιδίως σε περίπτωση που εγείρονται εξαιρετικά σύνθετα ή αμφιλεγόμενα ζητήματα παραδεκτού»

 

Η Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατ’ ερμηνεία, μεταξύ άλλων, του Άρθρου 146(2) του Συντάγματος συνδέει την εκτελεστότητα και με το έννομο συμφέρον του Αιτητή κατατάσσοντας πάντως και τα δύο σε ζητήματα που άπτονται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου (Kατσουνωτού ν. Δημοκρατίας (Aρ.1) (1990) 3 ΑΑΔ 1213, Κουρτελλάρης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2001) 3 ΑΑΔ 468, Στεφανίδης κ.α. ν. Δήμου Έγκωμης (1994) 3 ΑΑΔ 49) Στη Δημοκρατία ν. Χατζηπαντελή (1989) 3 ΑΑΔ 961 αναφέρθηκε:


«Η εκτελεστή διοικητική πράξη συνδέεται και με το έννομο συμφέρον του αιτητή, του οποίου η ύπαρξη είναι απαραίτητη για την άσκηση της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο - (Άρθρο 146.2).

 

Θέματα δημόσιας τάξης - δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, όπως είναι η εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το εκπρόθεσμο της καταχώρισης της προσφυγής, εξετάζονται και πρέπει να εξετάζονται από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα (ex proprio motu)».

 

Παρά το γεγονός ότι η επιτυχία οποιασδήποτε από τις προδικαστικές ενστάσεις, καθιστά την εξέταση της άλλης άνευ ουσίας, εντούτοις θεωρώ ότι, στα υπό κρίση γεγονότα και προς ευχερέστερη παρουσίαση του συλλογισμού μου, ορθότερο είναι να τις εξετάσω όλες. Πρώτα το εκπρόθεσμο της προσφυγής και ακολούθως το έννομο συμφέρον και την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Έχοντας λοιπόν υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου περιλαμβανομένης της επιστολογραφίας που αντηλλάγη, η προδικαστική ένσταση περί του εκπροθέσμου, θεωρώ ότι δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Πράγματι, σε συμφωνία με τον ευπαίδευτο συνήγορο του Αιτητή, δεν προκύπτει ότι ο Αιτητής είχε λάβει γνώση για την έκδοση της επίδικης άδειας ημερομηνίας 21.05.2019 πριν την 02.08.2019, που έλαβε το σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα του Καθ’ ου η αίτηση, ημερομηνία από την οποία η καταχωρηθείσα στις 15.10.2019 προσφυγή διαπιστώνεται ως σαφώς εμπρόθεσμη.

 

Περίπου 10 ημέρες πριν την 02.08.2019, ο Αιτητής είχε αντιληφθεί την έναρξη εργασιών όμως τον χρόνο εκείνο ουδέν στοιχείο του φακέλου μαρτυρά ότι είχε γνώση περί της έκδοσης της άδειας ούτε ότι οι εν λόγω εργασίες εκτελούνταν κατόπιν αδείας ιδίως με δεδομένο ότι σε προηγούμενους χρόνους (Οκτώβριος-Νοέμβριος 2018 και Ιανουάριος 2019) προφανώς είχαν εκτελεστεί εργασίες στο διαμέρισμα αρ. 101 χωρίς να είχε ληφθεί άδεια. Με επιστολές του 22.07.2019, 29.07.2019 και 30.07.2019, αυθωρεί με την έναρξη των εργασιών στις 22.07.2019, ο Αιτητής αντέδρασε για να πληροφορηθεί αν είχε εκδοθεί άδεια και η πληροφόρηση αυτή ήλθε σύντομα στις 02.08.2019 ημερομηνία από την οποία, υπό τις ως άνω περιστάσεις, εκκινούσε, θεωρώ, η προθεσμία προσβολής της εν λόγω άδειας καθιστώντας την παρούσα ως εμπρόθεσμη και άρα τη σχετική προδικαστική ένσταση ως απορριπτέα.

 

Περνώ στην προδικαστική ένσταση ως προς το έννομο συμφέρον του Αιτητή.

 

Η Νομολογία, στην οποία θα αναφερθώ πιο κάτω, με συνέπεια έχει καθορίσει τον τρόπο που οποιοσδήποτε γείτονας ή περίοικος πρέπει να καταδείξει το έννομό του συμφέρον ώστε να μπορεί να προσβάλει παραδεκτά την οικοδομική άδεια (πολεοδομική ή οικοδομής), η οποία έχει εκδοθεί υπέρ τρίτου προσώπου.

 

Από τα όσα ο Αιτητής, κατέγραψε στην αίτηση ακυρώσεώς του, την οποία, υπενθυμίζω για ότι αξίζει, δεν καταχώρησε ως διαχειριστική επιτροπή της οικοδομής αλλά ως ο διαχειριστής της περιουσίας του συνιδιοκτήτη του διαμερίσματος αρ. 501 της οικοδομής, ουδείς επηρεασμός ή βλάβη του δικογραφείται, ο οποίος να του προσδίδει έννομο συμφέρον προς αμφισβήτηση της προσβαλλόμενης άδειας, με την οποία αδειοδοτήθηκαν εργασίες περιορισμένης έκτασης και αμιγώς εντός του διαμερίσματος αρ. 101.

 

Ξεκινώντας, και ως υποδεικνύει η ευπαίδευτη συνήγορος του Καθ’ ου η αίτηση, στους ίδιους τους όρους της προσβαλλόμενης άδειας και δη στον όρο 12, αναφέρεται ότι:

 

«Η παρούσα Άδεια δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε εργασία που επηρεάζει τα δικαιώματα και την απρόσκοπτη, άνετη και νόμιμη χρήση από άλλους ιδιοκτήτες μονάδων, των κοινόχρηστων / κοινόκτητων στοιχείων, χώρων και εγκαταστάσεων του κτιρίου:

 

• στον φέροντα οργανισμό και στα συναφή στοιχεία του κτιρίου (θεμέλια, κολώνες, δοκοί και πλάκες). Ιδιαίτερη προσοχή να δοθεί στις σωλήνες αποχετεύσεων οι οποίες σε καμιά περίπτωση να επηρεάσουν τον σκελετό από μπετόν.

• στους κοινόχρηστους / κοινόκτητους χώρους του κτιρίου/ τεμαχίου (αυλή, χώρος στάθμευσης, ταράτσα, κλιμακοστάσιο, ανελκυστήρα, διαδρόμους κ.λ.π.)».

 

 

Η προσβαλλόμενη άρα άδεια ρητώς προβλέπει ότι καμία εργασία δεν μπορεί να επηρεάσει κοινόχρηστους/κοινόκτητους χώρους ούτε δικαιώματα ιδιοκτητών άλλων μονάδων. Ακόμα όμως κι αν δε ληφθεί υπόψη ο πιο πάνω όρος, ουδείς τελικά ισχυρισμός του Αιτητή αναφέρεται σε όρο ή πρόνοια της προσβαλλόμενης άδειας, που τον επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο.

 

Καταρχάς, παρά το παράπονο του Αιτητή ως προς τη μη λήψη των σχετικών με την άδεια εγγράφων, ως τελικά διαπιστώνω από τις υποβολές του σε αντιπαραβολή και με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο Αιτητής, πριν την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής, είχε λάβει μέσω της αγωγής αρ. 2161/2019 αντίγραφο της άδειας και των εγκεκριμένων με την προσβαλλόμενη άδεια σχεδίων[2] ενώ επιτράπηκε η επιθεώρηση και της αίτησης του ενδιαφερομένου μέρους. Μάλιστα, η προσβαλλόμενη άδεια επισυνάφθηκε στην αίτηση ακυρώσεως οι δε όροι της (μαζί με την άδεια) επισυνάφθηκαν και επί της ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση συνεπώς ο Αιτητής μπορούσε να λάβει γνώση του όποιου επηρεασμού του από το σύνολο της προσβαλλόμενης άδειας περιλαμβανομένων των όρων και εγκεκριμένων σχεδίων της.

 

Παρ’ όλα αυτά ουδέν αναφέρει ο Αιτητής στην αίτηση ακυρώσεώς του ως προς τον επηρεασμό του από την προσβαλλόμενη άδεια παρά μόνο περιορίζεται σε γενικόλογες αναφορές περί των εργασιών που το ενδιαφερόμενο μέρος είχε εκτελέσει πριν την λήψη της επίδικης άδειας[3], οι οποίες προφανώς δεν μπορούν να αποδοθούν σε οποιαδήποτε πλημμέλεια της άδειας εφόσον τον χρόνο εκείνο η εν λόγω άδεια δεν είχε εκδοθεί.

 

Στις αγορεύσεις του ο Αιτητής αναφέρεται σε κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένες ή αυθαίρετες ενέργειες του ενδιαφερομένου μέρους που επηρεάζουν την αισθητική της οικοδομής (κλείσιμο κουφώματος), την πλάκα του δαπέδου του διαμερίσματος αρ. 101 (σκάψιμο της κατά 7 εκατοστά) και το κοινόχρηστο αποχετευτικό σύστημα.

 

Αναφορικά όμως με τον ισχυριζόμενο επηρεασμό της αισθητικής και της πλάκας δαπέδου του διαμερίσματος 101, ως ανέφερα, η άδεια ρητώς δεν ενέκρινε τέτοιο επηρεασμό[4] ούτε άλλωστε ο Αιτητής παραπέμπει σε όρο ή πρόνοια της άδειας που ενέκρινε τέτοιον επηρεασμό, αναφορικά δε με την προσθήκη σωλήνων στο αποχετευτικό, ο ίδιος ο Αιτητής στην πρώτη παράγραφο στη σελ. 9 της απαντητικής αγόρευσης του, παραδέχεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος συμμορφώθηκε με όσα απαίτησε η διαχειριστική επιτροπή της οικοδομής με αποτέλεσμα η εναντίον του αγωγή αρ. 2161/2019 να αποσυρθεί.

 

Όσα λοιπόν ο Αιτητής ισχυρίζεται στις αγορεύσεις του, αναφορικά με ενέργειες εκ μέρους του ενδιαφερομένου μέρους που εσφαλμένα ή αυθαίρετα είχαν γίνει και κατ’ ισχυρισμό επηρεάζουν την οικοδομή, εφόσον τελικά δεν συνδέονται με ή αποδίδονται σε  πρόνοιες της προσβαλλόμενης άδειας (όρους, σχέδια ή άλλως), δε βλέπω πώς θα μπορούσαν να αφορούν την παρούσα δικαιοδοσία και διαδικασία, η οποία περιορίζεται σε έλεγχο της νομιμότητας της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης, δηλαδή της προσβαλλόμενης άδειας και άρα ορθώς ο Καθ’ ου η αίτηση υποβάλλει ότι αυτά αποτελούν ενδεχόμενα ιδιωτική διαφορά προς κρίση άλλου δικαιοδοτικού οργάνου και πάντως όχι πλημμέλειες της άδειας που τον επηρεάζουν.

 

 

Και εδώ δε θα σχολιάσω καν λόγω της θεωρητικής του φύσης, κατά πόσο ακόμα κι αν οι γενικόλογοι ισχυρισμοί του Αιτητή επί αμιγώς μάλιστα τεχνικών θεμάτων όπως πχ είναι η επίπτωση της κατεδάφισης εσωτερικής τοιχοποιίας ή το σκάψιμο και η πλήρωση της πλάκας με ελαφρομπετόν κτλ, συνδέονταν με πλημμέλειες της άδειας, θα μπορούσε τελικά το Δικαστήριο να προβεί σε ακυρωτικό εύρημα γενικά ή στη βάση τέτοιων ισχυρισμών εντός αγορεύσεων.

 

 

Σε κάθε δε περίπτωση ο Καθ’ ου η αίτηση, θεωρώ ορθά υπέδειξε στον Αιτητή (επιστολή ημερομηνίας 22.11.2019-Ερ. 46 σε διοικητικό φάκελο) ότι σε περίπτωση που το ενδιαφερόμενο μέρος παραβίαζε τους όρους της άδειάς του, αυτό θα ληφθεί υπόψη με τις ανάλογες κατά περίπτωση επιπτώσεις κατά τον έλεγχο που γίνεται για σκοπούς έκδοσης πιστοποιητικού τελικής έγκρισης.

 

 

Περαιτέρω, προς απάντηση στην προδικαστική ένσταση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος, ο Αιτητής θέτει ότι το έννομο συμφέρον «στις αποφάσεις για χορήγηση άδειας οικοδομής» που αφορούν μονάδα άλλου προσώπου της κοινόκτητης οικοδομής «πηγάζει» εκ της νομοθεσίας[5] αναφορικά με ιδιοκτήτη άλλης μονάδας στην ίδια οικοδομή. Επικαλείται περί τούτου, το Άρθρο 23 του Συντάγματος, τα άρθρα του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96 και το άρθρο 90 του Ν. 90/1972 καθώς και τα άρθρα 38Δ, 38 ΣΤ και τα Μέρη ΙV 4, IV 7, IV 8 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου (Κεφ.224). 

 

Δε συμφωνώ με την εν λόγω θεώρηση. Καμία από τις ως άνω νομοθετικές πρόνοιες, δίδει ή υπαινίσσεται έννομο συμφέρον ιδιοκτήτη μιας αυτόνομης μονάδας αναφορικά με αδειοδότηση για τροποποιήσεις ως οι υπό κρίση στην παρούσα άδεια. Τροποποιήσεις δηλαδή, οι οποίες είναι περιορισμένες και χωρίς να γίνεται από τον Αιτητή επίκληση πρόνοιας ή όρου που δίδει έρεισμα ή δικαίωμα επηρεασμού κοινόχρηστων χώρων ή της μονάδας αρ. 501 του Αιτητή αλλά αφορούν μόνο το εσωτερικό του διαμερίσματος με αρ. 101, δηλαδή μιας άλλης αυτόνομης μονάδας, της οποίας ο Αιτητής δεν είναι συνιδιοκτήτης.

 

 

Η Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για το έννομο συμφέρον περιοίκου είναι πλούσια, είναι δε απρόσφορο να παρατεθεί το σύνολό της στα πλαίσια της παρούσας. Ενδεικτικώς παραπέμπω στις λίαν πρόσφατες αποφάσεις, οι οποίες πραγματεύθηκαν τις επί του θέματος αρχές στις Αναθ. Εφ. Αρ. 9/2014 Ιωσήφ v. Επαρχ. Λειτουργού Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου  κ.α. ημερ. 28.07.2020, Αναθ. Έφ. αρ. 226/12 Lanitis Development Ltd ν. Υπουργικού Συµβουλίου κ.α. ημερ. 02.10.2019, Αναθ. Έφ. Αρ. 126/2015 Γεώργιος Λιμνατίτης ν. Δήμου Στροβόλου ημερ. 04.07.2022, ECLI:CY:AD:2022:C283, Armonia Estates Ltd ν. Συμβουλίου Bελτιώσεως Tάλας (2000) 3 ΑΑΔ 119. Στην Ιωσήφ (ανωτέρω) λέχθηκε:

 

«(…) η νομολογία, σε ό,τι αφορά ιδιαιτέρως το έννομο συμφέρον περιοίκου, έχει αναγνωρίσει ότι η προσβολή πολεοδομικής άδειας ή άδειας είναι δυνατή εφόσον όμως η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη επηρεάζει το τεμάχιο του προσφεύγοντος περιοίκου, επηρεασμός πιθανολογούμενος από την υπόδειξη ότι θα επηρεαστεί αρνητικά ή θα βλαβούν τα συμφέροντα του.

 

Η επερχόμενη βλάβη πρέπει να καταδειχθεί από τον ίδιο τον περίοικο, ως έχοντα το ανάλογο βάρος, ως υφιστάμενη στο παρόν ή επαπειλούμενη με βεβαιότητα στο άμεσο μέλλον.  Αναμένεται η σαφής αναφορά της υφιστάμενης, ή, με βεβαιότητα επερχόμενης βλάβης στην ίδια την αίτηση ακυρώσεως, (Λατομεία Estate Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 391 και Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23).  Όπου η αρνητική επίδραση είναι εμφανής, το έννομο συμφέρον στοιχειοθετείται ευκολότερα, όπως ήταν η περίπτωση στην Είκοσι ν. Δήμου Λευκάρων (2006) 3 Α.Α.Δ. 710, στην οποία παρέπεμψε ο εφεσείων, όπου με τη δοθείσα άδεια επετράπη στο εκεί ενδιαφερόμενο μέρος να τοποθετήσει τη δική του οικοδομή επί του συνόρου των δύο τεμαχίων των εφεσειουσών και μάλιστα μετά από χαλάρωση ώστε να μην τηρείτο η θεσμοθετημένη απόσταση των τριών μέτρων.

 

Κατά κανόνα, η έννομη προστασία που παρέχεται έστω και για την επέλαση μελλοντικής ζημιάς πρέπει να θεμελιώνεται σε βέβαια περιστατικά του παρόντος, (Γλυκερία Σιούτη: «Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως» σελ. 159).

 

Γενικές και αόριστες αναφορές και αιτιάσεις περί επηρεασμού των συμφερόντων και ανέσεων των περιοίκων και των τυχόν επιπτώσεων επί της φυσιογνωμίας της ευρύτερης περιοχής, δεν επαρκούν, (Καίτη Σπανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 116/2011, ημερ. 3.4.2017).

   

Και στην Λιμνατίτης (ανωτέρω) αναφέρθηκε σχετικώς:

 

 

«Η προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορά άμεσα την εφεσείουσα. Προκύπτει επομένως το ερώτημα κατά πόσο έχει πιθανολογήσει έννομο συμφέρον με το να ισχυρισθεί ευλόγως ότι θίγονται δικά της συμφέροντα. (Δαγτόγλου, πιο πάνω, παρα. 551,553). Θεωρούμε ότι για την επίλυση του επίδικου ερωτήματος πρέπει να προσφύγουμε στους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της εφεσείουσας σύμφωνα με τους οποίους: "με την έκδοση της άδειας οι εφεσίβλητοι θα ζημιώσουν τα μέγιστα την εφεσείουσα διότι θα δημιουργηθεί οχληρία και δυσοσμία αφόρητη για την υγεία και την ευημερία τόσο της εφεσείουσας όσο και της οικογένειας της προκειμένου να χρησιμοποιηθούν τα κτήματα της για σκοπούς αυτοστέγασης ή άλλης ανάπτυξης."» (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Λαμβάνοντας υπόψη τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας, η Ολομέλεια στην πιο πάνω υπόθεση έκρινε ότι αυτή είχε πιθανολογήσει έννομον συμφέρον μέσα στην έννοια του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος.

 

Το συμφέρον προϋποθέτει την ύπαρξη βλάβης, υλικής ή ηθικής για τον Αιτητή, ενώ απαιτείται, επίσης, ιδιαίτερος δεσμός ή αλλιώς μια ειδική έννομη σχέση του Αιτητή με την προσβαλλόμενη πράξη. Αν η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δεν θα ωφελήσει τον Αιτητή, ούτε θα τον βλάψει, η προσφυγή θα απορριφθεί ως μη παραδεκτή. Το πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα «Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως» της Γλυκερίας Π. Σιούτη, στο οποίο έχει παραπέμψει και η πλευρά του Εφεσίβλητου (στη σελίδα 49), είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό:

 

«38.Έννομο συμφέρον για την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως υπάρχει όταν συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: ύπαρξη βλάβης, υλικής ή ηθικής και ιδιαίτερος δεσμός του αιτούντος με την προσβαλλόμενη πράξη. Αυτό σημαίνει ότι όποιος αιτείται την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης, πρέπει να υφίσταται βλάβη από αυτήν, στο πλαίσιο μιας ειδικής έννομης σχέσης που τον συνδέει με την πράξη.

 

39. Η συνδρομή αυτών των δύο προϋποθέσεων είναι σωρευτική, υπό την έννοια ότι αφενός δεν αρκεί μόνον η ύπαρξη βλάβης, αδιαφόρως του ειδικού δεσμού που συνδέει τον αιτούντα με την πράξη, διότι τότε η αίτηση ακύρωσης θα μετατρεπόταν σε λαϊκή αγωγή και αφετέρου δεν αρκεί μόνον η ύπαρξη ειδικού δεσμού διότι τότε και μόνη η ιδιότητα του αποδέκτη της πράξης θα καθιστούσε παραδεκτή την άσκηση εκ μέρους του αίτησης ακυρώσεως, χωρίς την περαιτέρω ανίχνευση βλαπτικής επενέργειας της πράξης στα έννομα συμφέροντα του.»

 

Στο ίδιο Σύγγραμμα αναφέρεται (στη σελίδα 51) ότι η βλάβη θα πρέπει να προσδιορίζεται ειδικώς και ότι οφείλει ο αιτών «να επικαλείται ποιές αλλαγές επέρχονται σε βάρος του από την πράξη ή την παράλειψη, να προσδιορίζει ποιά ειδικότερη βλάβη υφίσταται από τη ρύθμιση, της οποίας επιδιώκει την ακύρωση, διαφορετικά θεωρείται ότι δεν έχει έννομο συμφέρον για να ασκήσει αίτηση ακύρωσης.» Γίνεται, επίσης, αναφορά (στις σελίδες 51-52) στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για να υπογραμμιστεί ότι αιτήσεις ακύρωσης απορρίπτονται για λόγους που αφορούν στην έλλειψη συγκεκριμένης βλάβης, υπό οποιαδήποτε από τις ανωτέρω, μεταξύ άλλων, μορφές:

 

·        «εφ΄όσον οι αιτούντες δεν επικαλούνται ούτε αποδεικνύουν την βλάβη που δικαιολογεί το έννομον συμφέρον τους»[1]

 

·        «ούτε εκ των στοιχείων του φακέλλου προκύπτει ούτε ο αιτών εξειδικεύει ποίαν συγκεκριμένη βλάβην επιφέρει εις την ιδιοκτησίαν του»[2]

 

·        «διότι για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος.... απαιτείται συγκεκριμένος προσδιορισμός της προκαλούμενης ρυμοτομικής βλάβης»[3]

 

·        «δεν επικαλούνται οι αιτούντες ειδικό έννομο συμφέρον, δηλ. συγκεκριμένα περιστατικά και δεδομένα βάσει των οποίων να μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίστανται κάποια βλάβη στα έννομα συμφέροντα τους από τις προσβαλλόμενες πράξεις...»[4]

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μη ύπαρξη στο δικόγραφο της Προσφυγής και στις αγορεύσεις ισχυρισμού, ούτε καν επίκληση ζημιάς, ήταν καταλυτικό ως προς το ότι ο Εφεσείων δεν είχε καταδείξει έννομο συμφέρον για την προσφυγή, είναι ορθή. Υπό αυτά τα δεδομένα, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι το κατά πόσο το ratio της υπόθεσης Σιάτης (ανωτέρω) μπορούσε να ισχύσει και πέραν των στεγανών μιας αστικής υπόθεσης ενείχε, πλέον, ακαδημαϊκή και μόνο σημασία καθότι απουσίαζε η θέση περί δυσμενούς επηρεασμού προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος του Εφεσείοντα».

 

 

Δεδομένων των ανωτέρω, και λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς του Αιτητή σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ιδίως δε το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης άδειας περιλαμβανομένων των όρων και σχεδίων της ως και της αίτησης του ενδιαφερομένου μέρους, αποδέχομαι την προδικαστική ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν διαθέτει το απαραίτητο έννομο συμφέρον να προσβάλλει την υπό κρίση άδεια.

 

Περαιτέρω θεωρώ ότι, όσα ο Αιτητής αναφέρει περί των κατ’ ισχυρισμό αυθαίρετων και εκτός αδείας ενεργειών του ενδιαφερομένου μέρους είτε εκφεύγουν της παρούσας δικαιοδοσίας εντασσόμενα (ενδεχομένως) σε ιδιωτική διαφορά είτε, εν πάση περιπτώσει, δεν αφορούν την προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή διοικητική πράξη.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με 1.800 ευρώ έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 

 



[1]Σημειώνεται ότι, από τον δικαστικό φάκελο προκύπτει ότι η αίτηση ακυρώσεως επιδόθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο όμως δεν εμφανίζεται στη διαδικασία.

[2] Τα σχέδια ήταν βασικά τρεις μικρές κατόψεις επί μεγαλυτέρου σχεδίου (ερ 2), όπου βρίσκεται και το σχέδιο του διαμερίσματος αρ. 101 προ της επίδικης άδειας. Τις μικρές κατόψεις, στις οποίες φαίνονται οι αλλαγές που εγκρίθηκαν σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση του διαμερίσματος αρ. 101 καθώς και oi αποχετεύσεις λόγω του νέου wc, ο Αιτητής τις είχε λάβει πριν την καταχώριση της παρούσας προσφυγής και συγκεκριμένα στα πλαίσια της αγωγής αρ. 2161/2019 της διαχειριστικής επιτροπής εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους. Αυτό προκύπτει από την παράγραφο 14 της αίτησης ακυρώσεως και το παράρτημα 17 στην αίτηση ακυρώσεως όπου σε επιστολή του προς τον Καθ’ ου η αίτηση ο Αιτητής είχε επισυνάψει μόνο την κάτοψη για τα αποχετευτικά όμως στην παράγραφο 3.8.2.5 στη σελίδα 10 της αγόρευσής του ο Αιτητής δέχεται ότι είχε λάβει και τις άλλες δύο κατόψεις με τις τροποποιήσεις που ο Καθ’ ου η αίτηση είχε εγκρίνει και μάλιστα τις παραθέτει ως Παράρτημα 6.2.5 στη σελίδα 45 της γραπτής του αγόρευσης. 

[3] Στις παραγράφους 5-9 της αίτησης ακυρώσεως ο Αιτητής αναφέρεται σε κατεδάφιση τοιχοποιίας εντός του διαμερίσματος αρ. 101 κατά τον Οκτώβριο 2018 με Νοέμβριο 2018 πριν δηλαδή τη λήψη της προσβαλλόμενης άδειας ημερ. 21.05.2019

[4] Και, εν πάση περιπτώσει, κατόπιν καταγγελίας του Αιτητή και έλεγχο του Καθ’ ου η αίτηση, μετά βέβαια την έκδοση της άδειας, ο Καθ’ ου η αίτηση δεν επιβεβαίωσε επηρεασμό της πλάκας.

[5] Σελ. 6 της Απαντητικής Αγόρευσης (πρώτη και δεύτερη παράγραφος) με παραπομπή σε παραγράφους 5.2.2 και 5.2.4 της Γραπτής Αγόρευσης


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο