ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 1828/2022 (i-Justice))

 

24 Μαΐου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                             W. Y. I. N.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

          ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΩΝ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ

ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Α. Ονησιφόρου (κα), για Σπύρος Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Ιορδανίας, προσβάλλει ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 26.7.2022 και σύμφωνα με την οποία απερρίφθη το αίτημά του για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής.

 

Ο αιτητής, γεννηθείς κατά το έτος 1988, αφίχθηκε για πρώτη φορά νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία, στις 2.3.2014.

 

Στις 24.7.2015, ο αιτητής τέλεσε στο Αμάν της Ιορδανίας, γάμο με υπήκοο Λιβύης, η οποία είχε πολιτογραφηθεί Κύπρια πολίτιδα στις 7.5.2008. Λόγω δε του γάμου του, ο αιτητής συνέχισε να παραμένει στη Δημοκρατία, ως σύζυγος Κύπριας πολίτιδος, κατέχοντας σχετική άδεια παραμονής από 29.10.2015.

 

Στις 23.7.2019, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής.

 

Στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης, διαπιστώθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση ότι ο αιτητής, πριν από την ημερομηνία νόμιμης εισόδου του στη Δημοκρατία (2.3.2014), είχε εισέλθει ξανά στη χώρα από παράνομο σημείο και διέμενε παράνομα. Ως εκ τούτου, έγινε εισήγηση στον Υπουργό Εσωτερικών («ο Υπουργός») για απόρριψη της αίτησης του αιτητή.

 

Πράγματι, στις 3.5.2022, η αίτηση απορρίφθηκε από τον Υπουργό και ακολούθως εστάλη από το Τμήμα σχετική επιστολή προς τον αιτητή, ημερομηνίας 26.7.2022. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε βάσει της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), ήτοι λόγω της παράνομης εισόδου και παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία.

 

Κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή, στις 3.10.2022.

 

Οι συνήγοροι του αιτητή προωθούν δια της γραπτής τους αγόρευσης ισχυρισμούς περί έλλειψης επαρκούς και/ή δέουσας έρευνας, αλλά και αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, κακής και/ή κακόπιστης ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση και παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου. Επιπρόσθετα, εγείρεται και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης,  το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999).

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τα πιο πάνω, προβάλλουν ότι, σε κάθε περίπτωση, η Διοίκηση, κατά την εξέταση της αίτησης του αιτητή, ενήργησε καλόπιστα, η δε επίδικη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και λήφθηκε από το αρμόδιο προς τούτο όργανο, κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση και σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, χωρίς οποιαδήποτε παραβίαση των αρχών του Διοικητικού Δικαίου.

 

Τονίζουν οι καθ’ ων η αίτηση ότι το ζήτημα της παραχώρησης της Κυπριακής υπηκοότητας σε αλλοδαπό, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού, ως έκφανση της άσκησης την κρατικής κυριαρχίας της Δημοκρατίας, ο δε Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί ένα τέτοιο αίτημα, αλλά δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα απόκτησης της Κυπριακής υπηκοότητας. Τέτοια δε εξουσία ασκείται νόμιμα από τη Διοίκηση, εφόσον ασκείται καλόπιστα. Στην υπό εξέταση περίπτωση, σύμφωνα με τη συνήγορο της Δημοκρατίας, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα και, καθόλα ορθά και, εν πάση περιπτώσει, εύλογα κατέληξαν στην απόρριψη της αίτησης του αιτητή, στηριζόμενοι στο σύνολο των στοιχείων που είχαν ενώπιον τους, τα οποία και αξιολογήθηκαν δεόντως.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα και με την προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 26.7.2022, όπου και περιέχεται η επίδικη απόφαση, η εν λόγω απόφαση λήφθηκε δυνάμει της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του Νόμου. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 110(2), στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει (η έμφαση έχει προστεθεί)-

 

«(2) Τηρουµένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο Υπουργός µπορεί, όταν υποβληθεί αίτηση κατά τον καθορισµένο τρόπο και δοθεί διαβεβαίωση πίστεως στη Δηµοκρατία στον τύπο ο οποίος καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα, να µεριµνήσει για την εγγραφή ως πολίτη της Δηµοκρατίας, οιουδήποτε προσώπου, που είναι ενήλικο και πλήρους ικανότητας πρόσωπο και που ικανοποιεί τον Υπουργό ότι-

(α) Είναι ο/η σύζυγος ή ο χήρος ή η χήρα πολίτη της Δηµοκρατίας ή, ήταν ο/η σύζυγος προσώπου το οποίο, αν δεν είχε αποβιώσει, θα είχε καταστεί ή θα είχε δικαίωµα να καταστεί πολίτης της Δηµοκρατίας·

[...]

(δ) προτίθεται να εξακολουθήσει να διαµένει στη Δηµοκρατία ή, ανάλογα µε την περίπτωση, να διατελεί στη δηµόσια υπηρεσία της Δηµοκρατίας ή στην εκπαιδευτική υπηρεσία της Δηµοκρατίας ή στην Αστυνοµική Δύναµη της Δηµοκρατίας και µετά την εγγραφή του ως πολίτη της Δηµοκρατίας:

[...]

Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρµόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραµένει παράνοµα στη Δηµοκρατία:».

 

Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι, από την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 110(2), είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, η οποία πλειστάκις επιβεβαιώθηκε σε επίπεδο Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της. Αναφορά μπορεί να γίνει στην ISSA E.E.ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, όπου τονίστηκε ότι, το δικαίωμα αλλοδαπού να αποταθεί για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, δεν συνεπάγεται και απόλυτο δικαίωμα απόκτησης της υπηκοότητας και ότι, εφόσον η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν δύναται να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Κατά τα λοιπά, η κάθε υπόθεση εξετάζεται επί των γεγονότων της. Όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε στην Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/12, ημερ. 24.10.2018, με αναφορά και στην Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005)  3 Α.Α.Δ. 307, εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας να επιλέξει τα άτομα στα οποία θα παράσχει την υπηκοότητά της, αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη, το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224). 

Συνεπώς, αυτό που θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω, είναι το κατά πόσον στην υπό κρίση περίπτωση, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα.

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω, οι καθ’ ων απέρριψαν την αίτηση του αιτητή, καθότι, ως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία και δη τα παραρτήματα της ένστασης, διαπιστώθηκε ότι αυτός είχε εισέλθει παράνομα στη Δημοκρατία και διέμενε παράνομα στη χώρα πριν από τις 2.3.2014, όταν για πρώτη φορά νόμιμα εισήλθε στη Δημοκρατία. Αυτό προκύπτει και από έγγραφο της Κυπριακής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ) προς το Τμήμα, ημερομηνίας 27.9.2021, το οποίο τέθηκε ενώπιον μου κατά τις διευκρινίσεις (σχετικό έγγραφο, περιέχεται και στον διοικητικό φάκελο (αρ. σελίδωσης 134) που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 1» κατά τις διευκρινίσεις).

 

Επί των πιο πάνω, οι αιτιάσεις των συνηγόρων του αιτητή, έγκεινται στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς επαρκή στοιχειοθέτηση, προκειμένου να διαμορφωθεί από τους καθ’ ων η αίτηση ολοκληρωμένη εικόνα για το ποιόν και/ή το χαρακτήρα του αιτητή, ο οποίος «ήταν κατά τα άλλα υπόδειγμα νομιμότητας». Κατά τη σχετική εισήγηση, η περίοδος στην οποία αναφέρονται οι καθ’ ων η αίτηση για την απόρριψη της αίτησης, ήτοι η περίοδος πριν από την 2.3.2014, είναι «απομακρυσμένη στο χρόνο σε σχέση με το χρόνο υποβολής της αίτησης», και ο αιτητής στη συνέχεια διέμενε νόμιμα στη Δημοκρατία, έχοντας προσαρμοσθεί στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο. Κατά συνέπεια, σύμφωνα πάντα με την πλευρά του αιτητή, δεν φαίνεται να έγινε επαρκής έρευνα από τη Διοίκηση. Αυτή δε η έλλειψη επαρκούς και/ή της δέουσας έρευνας, και γενικότερα ο τρόπος που ενήργησαν οι καθ’ ων εν προκειμένω, συνιστά κατάχρηση και κακόπιστη ενάσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Δεν συμφωνώ με τις πιο πάνω θέσεις.

 

Εν πρώτοις, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω την εγκυρότητα των πηγών και/ή της πληροφόρησης των καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την παράνομη είσοδο και παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία. Εξάλλου, δεν έχει παρουσιαστεί οτιδήποτε περί του αντιθέτου από την πλευρά του αιτητή. Οι δε πληροφορίες περί παράνομης εισόδου και παραμονής στη χώρα, αποτελούν ζητήματα τα οποία εμπίπτουν κατ’ εξοχήν στην αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας (Anghel Viorel v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1064/2012, ημερ. 20.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:D338). Πρόκειται για πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί από μια καθόλα αρμόδια προς τούτο αρχή, η οποία, ως εκ της φύσεως της, αποτελεί μια έγκυρη και αξιόπιστη πηγή, και αυτές οι πληροφορίες μπορούν ωσαύτως να αποτελέσουν επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα αιτιολόγησης της επίδικης απορριπτικής απόφασης (βλ. και Krisztian Befeki v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 293/2012, ημερ. 7.3.2012, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην TONU ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 415/2019, ημερ. 16.2.2022).

 

Άμεσα σχετική με το υπό συζήτηση θέμα είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, όπου το Δικαστήριο θεώρησε ως επαρκείς ακόμη και γενικές ενδείξεις περί ενδεχόμενου προβλήματος στη βάση πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία: «Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία. Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της (βλ. Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583)» (βλ. Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014 και Anghel Viorel, ανωτέρω). Περαιτέρω, στην Florin Puscasu ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 771/2012, ημερ. 12.9.2014, ECLI:CY:AD:2014:D674, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά και στην Eddine, ανωτέρω, επεσήμανε ότι το Δικαστήριο δεν ερευνά και δεν υποκαθιστά την διακριτική ευχέρεια που ασκεί η Διοίκηση όταν υπεισέρχεται στην εικόνα ζήτημα εσωτερικής τάξης ή εθνικής ασφάλειας (Kapsaskis κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 290/2012 κ.α., ημερ. 20.2.2013 και Kolomoets v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 443). 

 

Συνεπώς, δεδομένου ότι ο αιτητής πράγματι εισήλθε και παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η όποια συζήτηση για ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού υπέρ της αίτησης του αιτητή λήγει στο σημείο αυτό, ενόψει και της, επιτακτικού χαρακτήρα, προεκτεθείσας πρόνοιας της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του Νόμου, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις του εν λόγω εδαφίου «δεν εφαρµόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραµένει παράνοµα στη Δηµοκρατία:». 

 

Υπενθυμίζεται, στο σημείο αυτό ότι, κατά πάγια νομολογία, ακόμα και η υφ’ ενός αιτητή κατοχή όλων των υπό του Νόμου προβλεπόμενων τυπικών προσόντων για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, απλώς γεννά το δικαίωμα υποβολής σχετικού αιτήματος, αλλά «δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση» (AYMAN M. KAMMIS ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 96/2011, ημερ. 26.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D214, Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, Sohrab Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009). Συναφώς, είναι σαφές από την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 110(2), ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής. Επιπρόσθετα, έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το ζήτημα της παραχώρησης Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και, επομένως, το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (Tulin Sabahatin Veysel κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010, Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007, Δημοκρατία κ.α. ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20, MOJTABA E.G. MEIDAN ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1644/2010, ημερ. 15.10.2013).

 

Η ευχέρεια λοιπόν ενός κράτους να παρέχει την υπηκοότητά του σε άτομα, είναι κατά πάγια νομολογία αναγνωρισμένη και άπτεται των κυριαρχικών του δικαιωμάτων. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Tulin Sabahatin Veysel, ανωτέρω, «η ευχέρεια αυτή της πολιτείας αναγνωρίζεται διεθνώς από πολύ παλιά και η μόνη υποχρέωση που η Κυπριακή Δημοκρατία υπέχει στον τομέα αυτό κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας είναι να ενεργεί με καλή πίστη» (βλ. επίσης Boulatnikova v. Δημοκρατίας, ανωτέρω) και Angela Siomina Ήρωα ανωτέρω).

 

Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων, δεν εντοπίζω οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κακόπιστα, δεν διαπιστώνεται κενό έρευνας, ούτε και να έχει ληφθεί υπόψη οτιδήποτε αντιφατικό ή αόριστο. Τα δε πραγματικά γεγονότα, στα οποία αναφέρεται η πλευρά του αιτητή, ως και η σχετική επιχειρηματολογία που προβάλλεται, δεν μπορούν να ανατρέψουν την διακριτική εξουσία της Διοίκησης, ως αυτή έχει εξηγηθεί ανωτέρω, η οποία θεωρώ ότι ασκήθηκε ορθώς, καλόπιστα και εντός των ορίων της. Εν προκειμένω, προκύπτει ότι αξιολογήθηκαν δεόντως όλα τα στοιχεία του φακέλου του αιτητή και, για τους λόγους που εκτίθενται στην επίδικη απόφαση, κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να χορηγηθεί σε αυτόν η Κυπριακή ιθαγένεια δι’ εγγραφής, εφόσον εισήλθε και παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία.

 

Συνεπώς, κρίνω ότι οι ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται. Αντίθετα, ενόψει των γεγονότων της υπόθεσης και, γενικότερα, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων,  κρίνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα, καλόπιστα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος και δε διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην τελική τους κατάληξη.

 

Περαιτέρω, ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω μη επαρκούς αιτιολόγησής της. Εξετάζοντας την, περιεχόμενη στην προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 26.7.2022, απόφαση, κρίνω ότι αυτή είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Στην εν λόγω απόφαση, περιέχονται τόσο οι νομοθετικές διατάξεις, όσο και τα πραγματικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η τελική κρίση της Διοίκησης να απορρίψει την αίτηση του αιτητή.

 

Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και των παραρτημάτων της ένστασης και δη από τη συνοπτική έκθεση της Λειτουργού το Τμήματος, ημερομηνίας 11.10.2021 (παράρτημα 6 στο δικόγραφο της ένστασης), από τα οποία προκύπτει με σαφήνεια ο λόγος απόρριψης της εν λόγω αίτησης από τη Διοίκηση (Σανταφιανός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 108/2015, ημερ. 3.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:C227, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).

 

Τέλος, δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του αιτητή: έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι ένα τέτοιο δικαίωμα υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D50, Κώστας Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 72/1989, ημερ. 27.12.1990, Μαρία Λαζάρου Κούτσου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 720/1997, ημερ. 10.3.2000, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 232/2008, ημερ. 30.4.2010). Όπως δε λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D71, αναφορικά με την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 43(1) του Νόμου 158(Ι)/1999, το «άλλως πως δυσμενούς φύσης», που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, διαβάζεται ως ανήκον στην ίδια κατηγορία με τα προηγηθέντα στην ίδια διάταξη και όχι ανεξάρτητα και αυτόνομα (βλ. και Eddine v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 95).

               

Εν προκειμένω, η εξέταση αίτησης για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής, ρυθμίζεται από σαφείς διατάξεις περιεχόμενες στο Νόμο. Στη σχετική λοιπόν διαδικασία που προβλέπει ο Νόμος, σαφώς και δεν υφίσταται πρόνοια για ακρόαση του αιτητή πριν από την λήψη απόφασης επί αίτησης ως αυτή που ο αιτητής υπέβαλε. Ο αιτητής, εν πάση περιπτώσει, είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, μέσω ακριβώς της υποβολής της αίτησής του. Συναφώς, η αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής, εξετάζεται σύμφωνα με το σύνολο των στοιχείων που έχουν ενώπιον τους οι αρμόδιες αρχές και δεν υφίσταται υποχρέωση της Διοίκησης να ακούσει τον επηρεαζόμενο σε σχέση με διαδικασίες καθαρά διοικητικής φύσεως (βλ. Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027). Σημειώνεται ότι η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε από το παρόν Δικαστήριο στην Aljaro Aysha ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1458/2019, ημερ. 18.3.2022, στην Tonu, ανωτέρω, καθώς και στην E.R.S. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1603/2015, ημερ. 11.6.2018 και F.A. v. Δημοκρατίας της Κύπρου, Υποθ. Αρ. 332/2016, ημερ. 30.3.2018, όπου τέθηκε προς εξέταση παρόμοιο ζήτημα.

 

Ολοκληρώνοντας, τονίζω εκ νέου ότι το υπό εξέταση στην παρούσα υπόθεση ζήτημα αφορά σε απόρριψη αίτησης απόκτησης της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής, για το οποίο η νομολογία είναι σαφής, πάγια και διαχρονική, αναγνωρίζοντας την ευρεία ευχέρεια και/ή διακριτική εξουσία της πολιτείας στον τομέα αυτό, ως έκφανση της κυριαρχίας της, και θέτοντας ως μόνη υποχρέωση της πολιτείας, κατά την άσκηση της διακριτικής αυτής εξουσίας της, να ενεργεί με καλή πίστη. Για τους λόγους δε που έχω εξηγήσει πιο πάνω, κρίνω ότι εν προκειμένω οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα, καλόπιστα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος.

 

Συνακόλουθα, καταλήγω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο