ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                         

                                                                   Υπόθεση Αρ. 244/2019

                                                   20 Μαΐου, 2024

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Στ. Στ.

Αιτητής

v.

 

Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου

 Καθ' ης η Αίτηση

   

 __________________

 

Δ. Νικολετόπουλος για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι Αιτητή.

Α. Χρίστου (κα), για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι της Καθ’ ης η αίτηση.

___________________

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ : Ο Αιτητής, με την παρούσα προσφυγή αιτείται:

«Δήλωση και/ή διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση η οποία ελήφθη στη συνεδρία της Αρχής που έγινε στις 11.12.2018 και η οποία κοινοποιήθηκε προς τον αιτητή στις 12.12.2018 με την οποία οι καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν την αφυπηρέτηση του αιτητή για λόγους υγείας με ισχύ από 1.3.2019, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη εννόμου αποτελέσματος και παν παραλειφθέν δεν θα έπρεπε να ελάμβανε χώρα.»

Ως προκύπτει από τα έγγραφα του σχετικού διοικητικού φακέλου ο οποίος έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο και όπου περιλαμβάνονται, ως αναγράφεται στο ευρετήριο, αντίγραφα όλων των εγγράφων που εντοπίζονται σε διάφορούς φακέλους της ΑΗΚ και αφορούν την παρούσα υπόθεση, τα γεγονότα τα οποία την στοιχειοθετούν έχουν ως εξής:

 

Ο Αιτητής κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν υπάλληλος της Καθ’ ης η Αίτηση, αφού το 1992 προσελήφθη ως έκτακτος υπάλληλος, ενώ από 1.3.1995 αποτελούσε μέλος του μόνιμου προσωπικού της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κατέχοντας οργανική θέση. Αρχικά διορίστηκε σε θέση εργάτη και κατά τον επίδικο χρόνο κατείχε την οργανική θέση του Εργάτη/Οδηγού, ανήκοντας στην κατηγορία του υπαλλήλου τεχνικού προσωπικού της Καθ’ ης η αίτηση.

 

Ο Αιτητής στις 14.03.2018 προσκόμισε στην Καθ’ ης η Αίτηση ιατρικό πιστοποιητικό από τον θεράποντα ιατρό του, στο οποίο αναφερόταν ότι πάσχει από οξείες οσφυοϊσχυαλγίες και ο ιατρός συστήνει την αποφυγή άρσης βαρέων αντικειμένων, κραδασμών και κινήσεων που μπορούν να επιφέρουν επιδείνωση της κατάστασης του. Επιπλέον, το εν λόγω ιατρικό πιστοποιητικό αναφέρει ότι ο Αιτητής δύναται να δουλεύει ελαφριάς φύσεως εργασία ή εργασία γραφείου.

 

Με βάση το πιο πάνω πιστοποιητικό, ο Αιτητής παραπέμφθηκε από τη Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού της ΑΗΚ για εξέταση από ιατροσυμβούλιο ώστε να διακριβωθεί κατά πόσο ήταν σε θέση να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης του. Σε συνέχεια τούτου, στις 29.10.2018 πραγματοποιήθηκε ιατροσυμβούλιο στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για να εξετάσει κατά πόσο ο Αιτητής είναι ικανός να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης του. Το ιατροσυμβούλιο εξέδωσε λεπτομερές πόρισμα για την εικόνα που παρουσιάζει ο εν λόγω υπάλληλος και έκρινε ότι ιατρικά ενδείκνυται όπως ο Αιτητής να μην υποβάλλεται σε δραστηριότητες οι οποίες θα καταπονούν την οσφυϊκή σπονδυλική στήλη, όπως αποφυγή άρσης βαρέων αντικειμένων, τράβηγμα, σπρώξιμο ή και κινήσεις με αυξημένους κραδασμούς που θα επιδεινώσουν την νευρολογική του εικόνα, το οποίο θα ισχύει για πάντοτε, εκτός αν αλλάξουν τα δεδομένα.

 

Στις 19.11.2018, η Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού της ΑΗΚ απέστειλε επιστολή στην Συντεχνία ΣΗΔΗΚΕΚ – ΑΗΚ όπου ήταν ενταγμένος ο Αιτητής, ενημερώνοντας την ότι θα εξεταστεί ζήτημα αναφορικά με το πόρισμα του Ιατροσυμβουλίου για το μέλος της και κατέληξε ότι, η «οποιαδήποτε απόφαση θα σας κοινοποιηθεί». Στις 20.11.2018 το Διοικητικό Συμβούλιο της Καθ’ ης η Αίτηση σε συνεδρία του, αφού έτυχε ενημέρωσης για το θέμα από τον αξιωματούχο της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού, αποφάσισε όπως επανέλθει σε επόμενη συνεδρία, έχοντας ενώπιον του όλα τα ιατρικά πιστοποιητικά και τη θέση της συντεχνίας. Η συντεχνία, στη σύντομη απαντητική επιστολή της προς τον Αναπληρωτή Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού ημερ. 22.11.2018, κατέγραψε ακριβώς ότι «Η Συντεχνία δεν είναι σε θέση και ούτε δύναται να αξιολογήσει ή να αμφισβητήσει ιατρικά πορίσματα. Το περιεχόμενο του πορίσματος θα πρέπει να αξιολογηθεί δεόντως και πάντα με την ανάλογη ευαισθησία όπως εφαρμόζεται στις αντίστοιχες περιπτώσεις από το Δ.Σ. της ΑΗΚ και να λάβει σχετική απόφαση.».

 

Η Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού, μέσω πάντα του ίδιου αξιωματούχου της, υπέβαλε εισήγηση στον Γενικό Διευθυντή για εξέταση, από τα μέλη του Δ.Σ. της Καθ' ης η Αίτηση, τερματισμού των υπηρεσιών του Αιτητή δυνάμει των προνοιών του Κανονισμού 31(8) των περί ΑΗΚ (Όρων Υπηρεσίες) Κανονισμων του 1998. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Καθ' ης η Αίτηση σε συνεδρία του στις 11.12.2018, έχοντας λάβει υπόψη τα ενώπιον του στοιχεία και αφού έτυχε ενημέρωσης για το θέμα από τον αξιωματούχο της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού, αποφάσισε τον τερματισμό των υπηρεσιών του Αιτητή για λόγους υγείας.

 

Ο Αιτητής ενημερώθηκε μέσω επιστολής ημερομηνίας 12.12.2018, για τη λήψη της πιο πάνω απόφασης, με την οποία του ανέφεραν επίσης ότι σύμφωνα με τους Κανονισμούς Χορήγησης Αδειών της ΑΗΚ, από 12.12.2018 έως και τις 28.2.2019 θα βρίσκεται με ειδική άδεια με πλήρεις απολαβές και θα καταστεί συνταξιούχος από 1.3.2019. Το δε ακριβές λεκτικό ήταν το εξής: «Πληροφορείστε ότι η Αρχή στη συνεδρία της που έγινε στις 11 Δεκεμβρίου 2018 αποφάσισε την αφυπηρέτησή σας για λόγους υγείας. Σύμφωνα με τους κανονισμούς Χορήγησης Αδειών της ΑΗΚ από σήμερα 12 Δεκεμβρίου 2018 έως και τις 28 Φεβρουάριου 2019 θα βρίσκεστε με ειδική άδεια με πλήρεις απολαβές και θα καταστείτε συνταξιούχος από 1 Μαρτίου 2019.»

 

Ο Αιτητής, αδυνατώντας να αντιληφθεί τους λόγους της πιο πάνω απόφασης της Καθ' ης η Αίτηση, απέστειλε στις 15.1.2019 επιστολή μέσω των δικηγόρων του, στην οποία εξέφραζε την έκπληξη και απορία του για την αιφνιδιαστική και άνευ προειδοποιήσεως απόφαση για αφυπηρέτησή του, ζητώντας όπως επεξηγηθούν οι λόγοι της απόφασης και πληροφόρηση ως προς τους αναφερόμενους λόγους υγείας που αποτελούν τον λόγο υποχρεωτικής αφυπηρέτησής του σύμφωνα με την απόφαση της Καθ' ης η Αίτηση. Ζήτησε επίσης όπως επανεξεταστεί το όλο ζήτημα και ανακληθεί η πιο πάνω λανθασμένη απόφαση.

 

Μέχρι και την καταχώρηση της παρούσα προσφυγής στις 25.2.2019 εναντίον της απόφασης ημερομηνίας 11.12.2018, η Καθ' ης η Αίτηση δεν απέστειλε οποιανδήποτε απάντηση στον Αιτητή ή τους δικηγόρους του, αναφορικά με την επιστολή τους 15.1.2019. Σε κάθε περίπτωση, η επιστολή των δικηγόρων του Αιτητή ημερομηνίας 15.1.2019 είναι το τελευταίο χρονολογικά έγγραφο, το οποίο περιλαμβάνεται στον διοικητικό φάκελο που έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο.

 

Ο Αιτητής, μέσω των δικηγόρων του, προωθεί σειρά λόγων ακύρωσης.  Πρωτίστως ισχυρίζεται παραβίαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης για μία δυσμενή για τα συμφέροντα του πράξη και υποστηρίζει ότι η Καθ' ης η Αίτηση λειτούργησε κατά παράβαση των Αρχών της Καλής Πίστης και της Χρηστής Διοίκησης. Ως άλλο λόγο ακύρωσης, προβάλει τη θέση ότι, δεν έγινε η δέουσα έρευνα, με συνέπεια τη μη λήψη υπόψη όλων των στοιχείων εκ μέρους της Καθ' ης η Αίτηση και συνεπώς πλάνη της ΑΗΚ ως προς τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Τέλος, υποστηρίζει ότι, πρόκειται περί αναιτιολόγητης απόφασης η οποία καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, ενώ παραπέμποντας στα πρακτικά της απόφασης υποδεικνύει ότι δεν έχει γίνει ούτε η ορθή τήρηση πρακτικών, καθιστώσα ομοίως ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο.

 

Αντίθετα, είναι η θέση της Καθ’ ης η αίτηση ότι δεν ισχύουν ο πιο πάνω ισχυρισμοί τους οποίους προωθεί ο Αιτητής και θα πρέπει να απορριφθούν. Η δικηγόρος της, μέσω της γραπτής της αγόρευσης, έχει θέσει ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος του Αιτητή αφού, όπως υποστηρίζει, αυτός παρέστη αυτοπροσώπως μαζί με τον ιατρό του στο Ιατροσυμβούλιο που έγινε στις 19.10.2018, ενώ έλαβε ανεπιφύλακτα τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα όπως προνοεί ο Κανονισμός 31, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται στη προσβολή της πράξης με την οποία αποφασίστηκε η αφυπηρέτηση του για λόγους υγείας και ταυτόχρονα αποφασίστηκε να του πληρωθούν τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα.

 

Επί του προδικαστικού ζητήματος, ο δικηγόρος του Αιτητή μέσω της απαντητικής του αγόρευσης αλλά και στο στάδιο των Διευκρινήσεων τονίζει ότι η παρουσία του πελάτη του στο Ιατροσυμβούλιο κατόπιν της γραπτής κλήσης του εργοδότη του δεν αμφισβητείται, αλλά ούτε αμφισβητούνται και τα ευρήματα αυτού ότι ο Αιτητής, ο οποίος ήταν οδηγός, θα πρέπει να αποφεύγει την άρση βαρέων αντικειμένων. Η παρουσία του αυτή, υποστηρίζει, δεν μπορεί να συσχετίζεται με συγκατάθεση σε διαδικασία όπου συζητείτο η παύση του από τους εργοδότες του, δεδομένο για το οποίο, υποστηρίζει έντονα, ουδέποτε ήταν ενήμερος. Ομοίως, δεν μπορεί να εκληφθεί ως συγκατάθεση του Αιτητή ότι «κατατέθηκε ένα ποσό στον λογαριασμό του ημέρα Πέμπτη και την επόμενη ημέρα καταχώρισε προσφυγή», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο στάδιο των Διευκρινήσεων.  

 

Καταρχήν, το παρόν Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν την παρούσα υπόθεση. Ως έχει νομολογηθεί, το Διοικητικό Δικαστήριο εξετάζει την κάθε υπόθεση μέσα από τα έγγραφα του σχετικού διοικητικού φακέλου ο οποίος έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο. Όπως δε έχει πολλάκις τονιστεί από τα Δικαστήρια μας, η αγόρευση σε υποθέσεις διοικητικού δικαίου δεν είναι μέσο για θεμελίωση πραγματικών δεδομένων και περαιτέρω, δεν είναι επιτρεπτή η προσαγωγή μαρτυρίας χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου, κάτι το οποίο στη παρούσα δεν έχει επιτραπεί.

 

Είναι η θέση η οποία προωθείται με έμφαση από την Καθ΄ης η Αίτηση, στη σελίδα 3 της αγορεύσεως της, ότι «ο Αιτητής ζήτησε την ενεργοποίηση του Κανονισμού 31» για παραπομπή σε εξέταση από Ιατροσυμβούλιο και «είχε πλήρη γνώση» της διαδικασίας για τερματισμό των υπηρεσιών του για λόγους υγείας, ενώ μάλιστα ο «ίδιος έλαβε τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα ανεπιφύλακτα».

 

Ωστόσο διαπιστώνω ότι, η θέση αυτή της Καθ΄ης η Αίτηση ουδόλως επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου. Πουθενά δεν φαίνεται από τα γεγονότα της υπόθεσης ότι, ο Αιτητής ζήτησε την ενεργοποίηση του Κανονισμού 31. Αυτό που εύλογα προκύπτει είναι η επιβεβαίωση της θέσης του Αιτητή ο οποίος εκτελούσε χρέη οδηγού ότι, λόγω της απαίτησης των προϊσταμένων του για φόρτωση και εκφόρτωση βαρέων φορτίων και λόγω της αδυναμίας ανταπόκρισης του ιδίου λόγω καταπόνησης και φυσικής κατάστασης, εξετάστηκε από ειδικό ιατρό και προσκόμισε στους εργοδότες του Ιατρική Βεβαίωση, η οποία σύστηνε την αποφυγή άρσης βαρέων αντικειμένων και την εκτέλεση ελαφριάς φύσης εργασίας. Σε συνέχεια τούτου, από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου επιβεβαιώνεται ότι, ο Αιτητής κλήθηκε να παρουσιαστεί μαζί με τον ιατρό του στο Ιατροσυμβούλιο που έγινε στις 19.10.2018. Αυτός, χωρίς να ζητήσει οποιεσδήποτε διευκρινήσεις, έπραξε ότι του ζήτησε ο εργοδότης του. Περαιτέρω, ανατρέχοντας πάντοτε στο περιεχόμενο του φακέλου, διαπιστώνεται από το Δικαστήριο ότι δεν προκύπτει σε οποιοδήποτε στάδιο πως, ο Αιτητής έτυχε πληροφόρησης από την Καθ΄ης η Αίτηση ότι συμμετείχε σε διαδικασία η οποία μπορούσε να οδηγήσει στον τερματισμό της απασχόλησης του, πολύ περισσότερο όταν του ζητήθηκε να παρουσιαστεί στο ιατροσυμβούλιο, μετά την υποβολή του συγκεκριμένου πιστοποιητικού. Σημειώνεται ότι με το εν λόγω ιατρικό πιστοποιητικό, ο ιατρός του συνιστούσε την αποφυγή άρσης βαρέων αντικειμένων, κραδασμών και κινήσεων από τον ασθενή του, αλλά και βεβαίωνε ότι αυτός μπορεί να δουλεύει ελαφριάς φύσεως εργασία ή εργασία γραφείου. Συνεπώς, δεν μπορώ να αποδεχτώ τη θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου της Καθ΄ης η Αίτηση ότι ο ίδιος «ο Αιτητής ζήτησε την ενεργοποίηση του Κανονισμού 31» και ότι «είχε πλήρη γνώση» της διαδικασίας για τερματισμό των υπηρεσιών του για λόγους υγείας, ενώ η παρουσία του Αιτητή στο συγκεκριμένο ιατροσυμβούλιο, ουσιαστικά αποτελούσε συγκατάθεση προς τη διαδικασία τερματισμού των υπηρεσιών του. Αναπόφευκτα καταλήγω ότι, καμία ρητή και ανεπιφύλακτη αποδοχή του Αιτητή υπήρξε για συμμετοχή σε διαδικασία τερματισμού της απασχόλησής του λόγω ανικανότητας όταν μετά τις οδηγίες των εργοδοτών του αυτός προσήλθε στο Ιατροσυμβούλιο, ως υποστηρίζει η Καθ΄ης η Αίτηση.

 

Περαιτέρω, ως προς τη θέση της Καθ΄ης η Αίτηση ότι, «ίδιος έλαβε τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα ανεπιφύλακτα», ερευνώντας το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου τον οποίο έχει καταθέσει η ΑΗΚ στο Δικαστήριο, δεν προκύπτει να έχουν πληρωθεί, με οποιονδήποτε τρόπο, τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα στον Αιτητή από την Καθ΄ης η Αίτηση. Ούτε έχει προσκομιστεί σχετική μαρτυρία δια της ενδεδειγμένης δικονομικής οδού, η οποία να διαφοροποιεί τα δεδομένα τα οποία έχει ενώπιον του το Δικαστήριο. Συνεπώς το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να εξετάσει το ενδεχόμενο της πληρωμής κάποιου ποσού προς τον Αιτητή, ούτε πότε και με ποιο τρόπο έγινε μια τέτοια πληρωμή, αλλά και τι αυτή αφορούσε. Ως αποτέλεσμα της διαπίστωσης αυτής, και αυτή η προδικαστική ένσταση της ΑΗΚ απορρίπτεται, αφού το Δικαστήριο, απουσία οιουδήποτε εγγράφου, δεν μπορεί να εξετάσει καταπόσον αυτή η υποθετική συμπεριφορά από την Καθ΄ης η Αίτηση συνιστά συγκατάθεση του Αιτητή στη προσβαλλόμενη πράξη, η οποία να τον εμποδίζει να την προσβάλει μέσω της ενώπιον μας προσφυγής, ως υποστηρίζει η ευπαίδευτη δικηγόρος της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου.

 

Μετά την απόρριψη του προδικαστικού ζητήματος το οποίο έχει τεθεί με την γραπτή αγόρευση της Καθ΄ης η Αίτηση και της θέσης της περί απώλειας του εννόμου συμφέροντος του Αιτητή, προχωρώ στην εξέταση των λόγων ακύρωσης τους οποίους αυτός προωθεί.

 

Πρώτος λόγος τον οποίο προβάλει ο Αιτητής, είναι ότι εν προκειμένω υπήρξε από την ΑΗΚ «Παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης - Απόφαση παράνομη και καταχρηστική - Παραβίαση Αρχών Καλής Πίστης, Χρηστής Διοίκησης». Όπως   τονίζει μέσω των αγορεύσεων του δικηγόρου του, δεν δόθηκε ποτέ το δικαίωμα στον Αιτητή αυτός να ακουστεί ενώπιον της Καθ΄ης η Αίτηση, μέσα στα πλαίσια μιας διαδικασίας η οποία τροχοδρομήθηκε από την Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού με απώτερο σκοπό τον τερματισμό της εργοδότησης του, δηλαδή πράξη αναμφισβήτητα δυσμενή για τα συμφέροντα του Αιτητή.

 

Τονίζεται ότι, σε συνέχεια των όσων έχω προαναφέρει, η εν λόγω διαδικασία οποία οδήγησε στον τερματισμό απασχόλησης του Αιτητή, ακολούθησε την προσκόμιση από τον εργαζόμενο στον εργοδότη του ιατρικού πιστοποιητικού με το οποίο ο ιατρός του συνιστούσε την αποφυγή άρσης βαρέων αντικειμένων, κραδασμών και κινήσεων, αλλά και βεβαίωνε ότι αυτός δύναται να δουλεύει ελαφριάς φύσεως εργασία ή εργασία γραφείου. Όπως έχει διαπιστωθεί από το Δικαστήριο ανωτέρω, ο Αιτητής αγνοούσε τη πραγματική φύση της διαδικασίας την οποία είχε τροχοδρομήσει η Καθ΄ης η Αίτηση με οδηγίες της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού, μέχρι και τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Θέτοντας το νομικό υπόβαθρο αναφορικά με το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του διοικούμενου, σημειώνεται από το Δικαστήριο ότι, οι παγιωμένες αρχές οι οποίες διέπουν τη λειτουργία της διοίκησης, επιβάλουν όπως δίδεται στον επηρεαζόμενο διοικούμενο το δικαίωμα να ακουστεί, να θέσει τις απόψεις και εισηγήσεις του, πριν από τη λήψη οποιοσδήποτε απόφασης με δυσμενείς συνέπειες για τον ίδιο.

 

Το άρθρο 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/99) προβλέπει ότι:

«(43)(1) Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.

(2)     Διοικητικό όργανο που προτίθεται να στηρίξει την απόφασή του σε ισχυρισμούς εναντίον ενός προσώπου οφείλει να παράσχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να υποβάλει τις απόψεις του για τους ισχυρισμούς αυτούς.»

Έχω ανατρέξει, όπως με παραπέμπει ο Αιτητής, στα Πρακτικά των σχετικών συνεδριάσεων της Καθ΄ης η Αίτηση και δη στην καταληκτική συνεδρίαση ημερ.11.12.2018 όπου αποφασίστηκε να διακοπεί η εργοδότηση του Αιτητή στην υπηρεσία της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου. Ομοίως έχω μελετήσει και το περιεχόμενο των επιστολών που αντηλλάγησαν μεταξύ της  Καθ΄ης η Αίτηση και της Συντεχνίας όπου ήταν ενταγμένος ο Αιτητής, στην οποία αλληλογραφία δεν γίνεται οιαδήποτε αναφορά στο ενδεχόμενο τερματισμού της απασχόλησης του μέλους της. Πολύ περισσότερο, δεν προκύπτει από οιονδήποτε έγγραφο ο ίδιος ο Αιτητής να έτυχε οιασδήποτε ενημέρωσης ή πολύ περισσότερο προειδοποίησης για την πορεία της διαδικασίας, αλλά και για το, αναμφίβολα δυσμενές για τον ίδιο, ενδεχόμενο να απωλέσει την εργασία του μετά από 25 συναπτά έτη υπηρεσίας, ούτως ώστε να επιδιώξει να τοποθετεί επί τούτου, εφόσον δεν του ζητήθηκε.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση και έτσι όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφα του διοικητικού φακέλου, η Καθ’ ης η αίτηση, υπό την συνεχή καθοδήγηση της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού σε όλα τα διαδοχικά στάδια της διαδικασία, ουσιαστικά υποκρύπτοντας την πρόθεση της τόσο από τον ίδιο τον Αιτητή, όσο και από τη Συντεχνία του την οποία βάσει του ισχύοντος Κανονισμού όφειλε να ενημερώσει, κατέληξε στη προσβαλλόμενη απόφαση. Η συμπεριφορά αυτή της Καθ’ ης η αίτηση απέναντι στον εργοδοτούμενο της, συνιστά θεωρώ παραβίαση των Αρχών της Καλής Πίστης και της Χρηστής Διοίκησης, όπως ακριβώς ισχυρίζεται και ο δικηγόρος του Αιτητή.

 

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 51(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (Ν.158(Ι)/1999), «Η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί µε τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο, ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο το διοικούµενο.». Η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, χωρίς βεβαίως να υπερφαλαγγίζει και να μεταβάλλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης και να καταστρατηγεί την αρχή της νομιμότητας (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Με άλλα λόγια, η εν λόγω αρχή έχει μεν συμπληρωματικό χαρακτήρα, όπου υφίσταται σχετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016, O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ αρ. 1/16, ημερ. 20.7.2021), ωστόσο σαφώς και τυγχάνει εφαρμογής όταν οι εν λόγω πρόνοιες εφαρμόζονται από τη Διοίκηση εσφαλμένα και/ή υπό πλάνη, όπως διαπιστώνεται να έχει εν προκειμένω συμβεί.

 

Η Καθ΄ης η Αίτηση όφειλε να πληροφορήσει τον Αιτητή κατ’ αρχάς για τη διαδικασία την οποία η Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού ξεκίνησε, μετά τη παραλαβή του πιστοποιητικού του ιατρού του,  αναφορικά με την κατάστασή της υγείας του και να εκφράσουν προς αυτόν τις όποιες προθέσεις και/ή ενδοιασμούς τους αναφορικά με την ικανότητά του για συνέχιση της εργασίας του στην υπηρεσία της ΑΗΚ. Ακολούθως δε οι εργοδότες του, όφειλαν να του δώσουν το δικαίωμα της ακρόασης, είτε αυτοπροσώπως είτε διά δικηγόρου της εκλογής του, επί τούτου του σοβαρού ενδεχομένου να τερματισθεί η απασχόληση του.

 

Κάτι τέτοιο ουδέποτε έγινε, συνεπώς η ΑΗΚ λειτούργησε παραβιάζοντας τις αρχές της Καλής Πίστης απέναντι στον επί σειρά ετών εργοδοτούμενό της και της Χρηστής Διοίκησης η οποία πρέπει να διέπει κάθε διοικητικό όργανο. Περαιτέρω κρίνω ότι με τη συμπεριφορά της προχώρησε ακόμη ένα βήμα περισσότερο, παραβιάζοντας την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου. Παραπέμπω σχετικά στο σύγγραμμα του Κώστα Παρασκευά, Κυπριακό Διοικητικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Α’ Έκδοση, 2017, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, σελίδα 112,  όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ασφάλεια δικαίου και ειδικότερα με τη σαφήνεια των κανόνων δικαίου και τη σταθερότητα των εννόμων καταστάσεων, αποκλείοντας τις απρόβλεπτες και ασυνεπείς μεταβολές.  (…)

Συνεπώς κάθε αιφνίδια ή απρόβλεπτη ανατροπή κεκτημένων δικαιωμάτων θα μπορούσε να ελεγχθεί με βάση την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, η οποία αποκλείει  τις απρόβλεπτες και δικαιολογημένες μεταβολές μια νομικής κατάστασης που ο διοικούμενος δεν μπορούσε να υπολογίσει ούτε και να προβλέψει και οι οποίες δεν εξυπηρετούν αποχρώντα λόγο δημοσίου συμφέροντος.»

 

Ολοκληρώνοντας κρίνω ότι, η συμπεριφορά αυτή της Καθ΄ης η Αίτηση όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο και έχω καταγράψει ανωτέρω, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Παρά την επιτυχία του πρώτου λόγου ακύρωσης τον οποίο προωθεί ο δικηγόρος του Αιτητή, θεωρώ ορθό να σχολιάσω και τον ισχυρισμό του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης αιτιολογίας. Ο κ.Νικολετόπουλος, υποστηρίζει ότι, πρόκειται περί αναιτιολόγητης απόφασης η οποία καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, ενώ παραπέμποντας και στα πρακτικά της σχετικής συνεδρίασης υποδεικνύει ότι, δεν έχει γίνει ούτε η ορθή τήρηση πρακτικών, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος.

 

Ανατρέχοντας τόσο στο κείμενο της απόφασης ως η σχετική επιστολή της Καθ΄ης η Αίτηση προς τον Αιτητή με ημερομηνία 18.12.2018, αλλά και στην καταληκτική συνεδρίαση ημερ.11.12.2018 όπου αποφασίστηκε να διακοπεί η εργοδότηση του Αιτητή στην υπηρεσία της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, δεν προκύπτει η αιτιολογία της δυσμενούς για τον Αιτητή αυτής απόφασης. Η μόνη αναφορά σε οιαδήποτε αιτιολογία η οποία γίνεται στην επιστολή με ημερομηνία 18.12.2018, είναι ότι η Αρχή αποφάσισε την αφυπηρέτηση του Αιτητή «για λόγους υγείας» χωρίς περαιτέρω διευκρίνηση. Στο δε πρακτικό λήψης της απόφασης κατά τη συνεδρίαση του Δ.Σ.  της ΑΗΚ ημερ.11.12.2018, εντοπίζεται η εξής αναφορά:

«Ακολούθησε συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των Μελών και των παρακαθήμενων υπηρεσιακών, κατά την οποία δοθήκαν απαντήσεις σε ερωτήματα που υποβλήθηκαν από τα Μέλη.

Στο σημείο αυτό αποχώρησαν από τη συνεδρία όλοι οι παρακαθήμενοι.

Τα Μέλη, αφού έλαβαν σοβαρά υπόψη τους, όλα τα ενώπιον τους εκτεθέντα στοιχεία και συγκεκριμένα την επιστολή του κ.Χ. Κ., ημερομηνίας 6 Δεκεμβρίου 2018, το Πόρισμα του Ιατροσυμβουλιου, ημερομηνίας 1 Νοεμβρίου 2018, την επιστολή  του Δρ.Ν. Δ., Ιατρικού Λειτουργού της Αρχής, ημερομηνίας 3 Δεκεμβρίου 2018, την επιστολή της συντεχνίας ΣΗΔΗΚΕΚ-ΑΗΚ, σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του Κανονισμού 31 της Κ.Δ.Π 291/86 ως έχει μέχρι σήμερα τροποποιηθεί, αποφάσισαν ομόφωνα τον τερματισμό των υπηρεσιών του υπαλλήλου 4ΧΧΧ Στ. Στ., για λόγους υγείας.».

 

Ως η πάγιες αρχές του Διοικητικού Δικαίου, οι δυσμενείς για τον διοικούμενο πράξεις θα πρέπει να τυγχάνουν αιτιολόγησης (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικράτειας 1929- 1959) του Μ. Δ. Στασινόπουλου, σελ. 182 επ.). Στην απόφαση Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, 272, 273 το θέμα της αιτιολογίας έχει τεθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ως εξής:

«Σειρά αποφάσεων της Νομολογίας μας σε πλήρη ταύτιση με την θέση της Ελληνικής Νομολογίας έχει τονίσει την ανάγκη για αιτιολογία των ατομικών διοικητικών πράξεων (Βλ. ανάμεσα σ’ άλλα Papadopoulos ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070, 1079, J Μ C Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 301, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικράτειας, 1929-59, σελ. 183, 186, 187).

Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο , 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας, σελ. 130).

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).”

 

Η αιτιολογία δύναται να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου. Ωστόσο αυτό φαίνεται να απουσιάζει παντελώς από το σχετικό πρακτικό της εν λόγω συνεδρίας. Δεν έγινε η οποιαδήποτε καταγραφή των απόψεων αυτών των Μελών του Δ.Σ. της ΑΗΚ, τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν εκ μέρους των Μελών και οι διευκρινίσεις και απαντήσεις που δόθηκαν σε αυτούς, ως γίνεται αναφορά στο πρακτικό. Ούτε φαίνεται στο τι ακριβώς συνίστατο η συζήτηση που ακολούθησε μετά την παρουσίαση της υπόθεσης εκ μέρους του Διευθυντή και η ανταλλαγή των απόψεων μεταξύ των Μελών, όπως γίνεται η αναφορά στα εν λόγω πρακτικά. Επομένως τίθεται ζήτημα ανεπάρκειας τόσο των πρακτικών της εν λόγω συνεδρίας όπου και ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά επίσης τίθεται ζήτημα ανεπάρκειας της αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης η οποία εκτός των άλλων καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, όπως ακριβώς ισχυρίζεται ο Αιτητής.

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999), «Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.». Όπως καταγράφεται στην απόφαση Dome Investments Ltd ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας κ.ά. (1989) 3(B) Α.Α.Δ. 741, η τήρηση πρακτικών και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης επιβάλλεται από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και αποτελεί υποχρέωση της Διοίκησης. Ομοίως στην απόφαση του στην υπόθεση Κυπριανίδου Ανδρούλλα Ηλία ν. Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς (2009) 4 Α.Α.Δ. 721, με αναφορά και στην Medcon Construction a.ο. ν. Republic (1968) 3 C.L.R. 535 και Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, το Ανώτατο Δικαστήριο νομολόγησε ότι, «η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία, γιατί συνιστά εχέγγυο για χρηστή διοίκηση και αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων» Στη δε απόφαση του ημερομηνίας 26.2.2013 στην Υπόθεση Αρ. 480/2011, S. HADJICHRISTOFI CONSTRUCTION LIMITED ν. Δήμου Αγλαντζιάς, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά και στην Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, τόνισε ότι η τήρηση άρτιου πρακτικού συνιστά εχέγγυο χρηστής διοίκησης και προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων.

Η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται ως μη δεόντως αιτιολογημένη, ενώ η μη τήρηση άρτιου πρακτικού καθιστά ανέφικτο και τον δικαστικό έλεγχο αυτής, συμπεράσματα του Δικαστηρίου τα οποία την καθιστούν άκυρη.  

 

Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται.

 

Επιδικάζονται €1800 έξοδα υπέρ του Αιτητή και εναντίον της Καθ΄ης η Αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..               

 

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο